Ήταν 4 Απριλίου 1968, σαν αύριο πριν από σαράντα χρόνια, όταν ο ηγέτης των μαύρων, πάστορας Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, έπεφτε νεκρός στο Μέμφις του Τενεσί. Δίδασκε την ειρηνική κοινωνική απελευθέρωση όλων των εγχρώμων της Αμερικής, αλλά η δολοφονία του μετατράπηκε σε αδιάψευστο μάρτυρα της ουτοπίας των όσων διακήρυττε. Οι έγχρωμοι ζητούσαν ισότητα δυναμικά. Οι λευκοί δεν ήταν διατεθειμένοι να την παραχωρήσουν. Μόλις σαράντα χρόνια αργότερα, η βιτρίνα έχει διαφοροποιηθεί: ενταγμένος στο σύστημα, ωραίος σαν σταρ του Χόλιγουντ κι εκλεκτός των ΜΜΕ, ο μαύρος γερουσιαστής Μπάρακ Ομπάμα βαδίζει προς το χρίσμα των δημοκρατικών, προθάλαμο του Λευκού Οίκου. Όμως, η γύμνια της Νέας Ορλεάνης, όπως αποκαλύφθηκε με το πέρασμα του τυφώνα Κατρίνα, τον Σεπτέμβριο του 2005, έδειξε ότι το πρόβλημα της κοινωνικής απελευθέρωσης των μαύρων και της απαγκίστρωσής τους από την οικονομική αθλιότητα παραμένει. Η ανθρώπινη δουλεία καταργήθηκε με τον ιστορικό νόμο της Πρωτοχρονιάς του 1863, που υπέγραψε ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν. Όμως, στην πράξη, η χειραφέτηση των μαύρων κατακτήθηκε με πολλούς αγώνες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών είχε εκδώσει μια ιστορική απόφαση: Οι πολιτείες είχαν δικαίωμα να διατηρούν σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ. χωριστά για τους λευκούς και τους μαύρους, με την προϋπόθεση πως θα ήταν ισότιμα. Το «χωριστά, αλλά ισότιμα» ενοχλούσε τους ρατσιστές, αλλά σιγά σιγά αναγκάστηκαν να το δεχτούν. Στα μέσα του 20ού αιώνα, η κατάκτηση αυτή των μαύρων ήταν πια ξεπερασμένη. Πρώτο το ίδιο το κράτος ξεκίνησε τη σταδιακή κατάργηση του διαχωρισμού. Η υπερδύναμη χρειαζόταν στρατιώτες. Οι μαύροι αποτελούσαν καλή πελατεία για το στράτευμα. Με νόμο, στον πόλεμο της Κορέας, καταργήθηκε ο διαχωρισμός λευκών και μαύρων στον στρατό. Η από το 1919 επανιδρυμένη Κου Κλουξ Κλαν απείλησε λευκούς και «νέγρους», αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει. Μόνο σε τοπικό επίπεδο και σε μικρές πόλεις περνούσε η δράση της. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, κάποιος κύριος Μπράουν παρουσιάστηκε στη γραμματεία του Πανεπιστημίου της επαρχίας Κλάρεντον, στη Νότια Καρολίνα. Ο υπάλληλος της γραμματείας τον άκουσε άναυδος να ζητά να εγγράψει τον γιο του στο πανεπιστήμιο. Ο κ. Μπράουν ήταν μαύρος και το πανεπιστήμιο μόνο για λευκούς. Ο υπάλληλος απάντησε πως δεν γίνεται να γραφτεί στο πανεπιστήμιο ο νεαρός Μπράουν, αφού στην ίδια επαρχία λειτουργούσε πανεπιστήμιο για μαύρους. Ο κ. Μπράουν ζήτησε να του απαντήσουν επίσημα. Το έκαναν. Με τη γραπτή απάντηση στο χέρι, ο κ. Μπράουν έκανε αγωγή στο πανεπιστήμιο, με το επιχείρημα ότι παραβιαζόταν η ισοτιμία των πολιτών που το αμερικάνικο σύνταγμα εγγυάται. Η υπόθεση τράβηξε χρόνια. Στις 17 Μαΐου 1954, ο αρχιδικαστής Ερλ Ουόρεν ανέβηκε στην έδρα του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ για να ανακοινώσει την απόφαση: ομόφωνα, οι εννιά δικαστές αποφάνθηκαν πως η άρνηση του Πανεπιστημίου Κλάρεντον της Νότιας Καρολίνας να δεχτεί τον γιο του κ. Μπράουν ήταν αντισυνταγματική. Σεισμός. Τα χωριστά σχολεία λειτουργούσαν σε 21 πολιτείες. Ο κυβερνήτης της Νότιας Καρολίνας ύψωσε τη χωριστική σημαία των 13 πολιτειών του εμφυλίου κι ανάγγειλε στους θιγμένους λευκούς της πολιτείας του πως προτιμά να κλείσει όλα τα σχολεία παρά να δεχτεί την απόφαση. Από τα 12.000 σχολεία μόνο για λευκούς, πειθάρχησαν αμέσως λιγότερα από 500. Για τα υπόλοιπα, άρχιζε ένας ατελείωτος αγώνας στα δικαστήρια αλλά και στους δρόμους. Σαν μανιτάρια ξεφύτρωσαν οι οργανώσεις των μαύρων. Μαζί τους, οι λευκοί αντιρατσιστές και η γενιά των Κένεντι. Ο ρατσισμός υπέστη τη μιαν ήττα μετά την άλλη. Στις 28 Ιανουαρίου 1963, ο μαύρος φοιτητής Χάρβεϊ Γκαντ μπήκε στο Κολέγιο Κλέμσον της Νότιας Καρολίνας, τελευταίας πολιτείας που τάχθηκε κατά του ρατσισμού. Όμως, η εξάλειψη της ανισότητας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο ρατσισμός έχει βαθιές ρίζες. Γεννήθηκαν δυο τάσεις: οι οπαδοί της μαύρης δύναμης που προσπάθησαν να βελτιώσουν τη θέση των εγχρώμων δυναμικά και οι θιασώτες της ειρηνικής πάλης. Καθώς το επίπεδο των μαύρων, στις βόρειες πολιτείες, ήταν ανεβασμένο, η προσπάθειά τους για ουσιαστική χειραφέτηση περνούσε μέσα από τη μόρφωση, την κατάκτηση των «λευκών επαγγελμάτων» και την ανάδειξή τους μέσα από τον αθλητισμό. Όμως, οι αληθινά χειραφετημένοι μαύροι αποτελούσαν μικρή μειονότητα. Στα γκέτο, οι οργανώσεις πλήθαιναν: Μαύροι Μουσουλμάνοι, Μαύρη Δύναμη, Μαύροι Πάνθηρες, Εθνική Ένωση για την Πρόοδο των Εγχρώμων κ.ά. Ως υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του προέδρου αδερφού του, ο Ρόμπερτ Κένεντι επέβαλε την κατάργηση του διαχωρισμού στα πανεπιστήμια και προσπάθησε να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης όλων των εγχρώμων. Η πορεία ανακόπηκε με τη δολοφονία του προέδρου Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, στις 22 Νοεμβρίου 1963. Το πλήγμα ήταν μεγάλο και για τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τον μαύρο πάστορα που κήρυττε την ειρηνική απελευθέρωση όλων των εγχρώμων. Συνέχισε την προσπάθεια, αλλά ελάχιστοι μαύροι τον άκουγαν. Στα 1964, ο 35χρονος, τότε, πάστορας (γεννήθηκε το 1929) τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Όμως, η κοινωνική αθλιότητα οδήγησε στις εξεγέρσεις των γκέτο. Την ίδια χρονιά, οι ξεσηκωμοί στο Χάρλεμ, το Νιούαρκ, το Σικάγο και τη Φιλαδέλφεια πνίγηκαν το αίμα. Στις ταραχές του Λος Άντζελες, το 1965, οι νεκροί έφτασαν τους 34. Μόνο στο Ντιτρόιτ, το 1967, μετρήθηκαν πενήντα νεκροί. Κοντά στους μαύρους, ξεσηκώθηκαν και οι λευκοί αντιρατσιστές με επίκεντρο το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ. Οι νουθεσίες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έβρισκαν όλο και πιο λίγους αποδέκτες. Στο Βιετνάμ, το 1968 ξεκίνησε με ταυτόχρονη επίθεση των βιετκόνγκ σε εκατό στόχους, ένας από τους οποίους ήταν η αμερικάνικη πρεσβεία στην πρωτεύουσα Σαϊγκόν. Οι επιθέσεις σήμαναν την εγκατάλειψη του κλεφτοπόλεμου στις ζούγκλες και τη μεταφορά των μαχών μέσα στις ίδιες τις πόλεις. Ο πρόεδρος Τζόνσον έστειλε άλλους 10.000 αμερικάνους πεζοναύτες και προχώρησε στην αναστολή της αναβολής στράτευσης λόγω σπουδών. Το αντιπολεμικό μέτωπο ενισχύθηκε έτσι με ένα χειροπιαστό αίτημα. Ο αμερικάνικος στρατός ξαναθυμήθηκε τους μαύρους. Όχι όμως και οι ρατσιστές. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στάθηκε το πιο φωτεινό παράδειγμα εναντίον της αλήθειας των λόγων του: στις 4 Απριλίου 1968, τον σκότωσαν στη Μέμφιδα. Δυο μήνες αργότερα, ο υποψήφιος για την προεδρία Ρόμπερτ Κένεντι έπεφτε νεκρός από δολοφονικές σφαίρες (Ιούνιος 1968) την ώρα που η υποψηφιότητά του κέρδιζε έδαφος. Η «Μαύρη Δύναμη» βγήκε στο προσκήνιο. Στην Ολυμπιάδα του Μεξικού (12 - 27 Οκτωβρίου 1968), μόλις είχε τελειώσει ο μεγάλος τελικός των 200 μ. με νικητή τον αμερικάνο Σμιθ. Στην απονομή των μεταλλίων, ο Σμιθ κι ο συμπατριώτης του Τζον Κάρλος, τρίτος νικητής, μαύροι και οι δύο, εμφανίστηκαν στο βάθρο των νικητών ξυπόλυτοι. Κι όταν ξεκίνησε η ανάκρουση του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ, μόνο σε στάση προσοχής δεν στέκονταν: δευτερόλεπτα μετά, ύψωσαν τη γαντοφορεμένη γροθιά τους, χαιρετισμό της «Μαύρης Δύναμης». Ο σάλος που ξέσπασε, έβγαλε ξανά στην επιφάνεια το ζήτημα των μαύρων της Αμερικής. Οι αθλητές όμως εκδιώχτηκαν από το Ολυμπιακό χωριό. Ήρωες για τους μαύρους, «εχθροί» για τους λευκούς, οι Ολυμπιονίκες οδηγήθηκαν στην καταστροφή: κανένας τους δεν μπορούσε να βρει δουλειά κι η ζωή τους έγινε κόλαση. Η γυναίκα του Κάρλος κατάντησε νευρωτική κι αυτοκτόνησε. Τον ίδιο καιρό, οι μάνατζερ του Χόλιγουντ έκαναν μια απρόσμενη διαπίστωση: ανακάλυψαν ότι κύρια πελατεία των κινηματογραφικών αιθουσών, αυτοί που πλήρωναν εισιτήριο για να δουν ταινίες, ήταν οι έγχρωμοι. Μαύροι στην πλειονότητά τους. Όμως ελάχιστοι μαύροι ήταν οι «καλοί» στις κινηματογραφικές ταινίες κι ακόμα πιο λίγοι οι πρωταγωνιστές. Άλλωστε, ως τότε, ο μοναδικός μαύρος ηθοποιός που είχε πάρει Όσκαρ πρώτου ρόλου ήταν ο Σίντνεϊ Πουατιέ (το 1964). Δειλά στην αρχή, πιο θαρρετά στη συνέχεια, οι ταινίες με υποθέσεις από τις ζωές μαύρων, με μαύρους πρωταγωνιστές, εισέβαλλαν στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η πελατεία ανταποκρίθηκε θετικά και η παραγωγή προχώρησε σε πιο ρηξικέλευθες καταστάσεις: «Καλός» ο μαύρος, «κακός» ο λευκός. Ακολούθησε η «ειρηνική συνύπαρξη»: λευκός και μαύρος συμπρωταγωνιστές, με κορύφωση την όχι τόσο πρόσφατη σειρά ταινιών «Φονικό όπλο», όπου ο λευκός Μελ Γκίμπσον κι ο μαύρος Ντάνι Γκλόβερ κάνουν «πράματα και θάματα». Για την πλειονότητα των εγχρώμων, όλα αυτά δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια προσπάθεια φυγής από την πραγματικότητα: οι ταραχές που ξέσπασαν στο Λος Άντζελες, στις 30 Απριλίου 1992, απλώθηκαν σε δέκα μεγάλες πόλεις και κόστισαν τη ζωή σε 44 ανθρώπους, αναδεικνύοντας την πραγματική κατάσταση της ζωής των μαύρων της Αμερικής. Όμως, δέκα χρόνια αργότερα, το 2002, ο Ντένζελ Ουάσιγκτον έγινε ο δεύτερος μαύρος ηθοποιός που κέρδισε Όσκαρ, με τη Χάλι Μπέρι να γίνεται η πρώτη μαύρη που πήρε το αγαλματάκι. Την ίδια μέρα, Όσκαρ κέρδισε και ο Σ. Πουατιέ για τη «συνολική προσφορά» του. Στη συνείδηση των λευκών αποδεικνυόταν ότι οι μαύροι μπορούσαν να διακριθούν σε λευκούς στίβους και πέρα από τους χώρους των σταδίων. Το σύστημα αντέδρασε θετικά με την επιλεκτική επιλογή «εγχρώμων προτύπων». Ανάμεσα στους πρώτους, ένας αιγύπτιος: το 1992, ο Μπούτρος Γκάλι αναλάμβανε γενικός γραμματέας του ΟΗΕ για μία συν μία πενταετίες ώς το 2002. Δεν προέκυψε όσο τον ήθελαν συνεργάσιμος. Οι ΗΠΑ τον ανάγκασαν να παραιτηθεί τον Δεκέμβριο του 1996. Ο γκανέζος Κόφι Ανάν και «πιο μαύρος» ήταν και τον ρόλο του έπαιξε σωστά (1997-2006). Στην αμερικάνικη ενδοχώρα, μαύροι προκρίθηκαν σε ελεγχόμενες θέσεις - κλειδιά: ο μαύρος Κόλιν Πάουελ διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Μπους και η κατάμαυρη Κοντολίζα Ράις υπεύθυνη Εθνικής Ασφαλείας. u Ο πρώτος αποδείχτηκε ότι δεν τα πολυπήγαινε καλά με το σύστημα και βρέθηκε σπίτι του. u Η δεύτερη έδωσε σκληρές μάχες για το σύστημα κι ανταμείφθηκε παίρνοντας τη θέση του πρώτου. Ήδη, οδεύει για την αντιπροεδρία, εφόσον τον Νοέμβριο εκλεγεί ο ρεπουμπλικάνος.Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έλεγε: «Έχω ένα όνειρο». Αν ζούσε, προφανώς θα του προέκυπτε εφιάλτης. Οι δημοκρατικοί δείχνουν πιο σίγουροι: ο Ομπάμα πάει για πρόεδρος. Κατευθείαν. Χωρίς προηγούμενα σκαλοπάτια. Με σύνθημα την «αλλαγή». Αλλαγή σε τι, δεν λέει. Όπως και σε άλλα, το πιο πιθανό είναι να αλλάξει μόνο το χρώμα του περιτυλίγματος. Άλλωστε, το Χόλιγουντ φρόντισε να προλειάνει το έδαφος. Ο λευκός υπερπράκτορας Κίφερ Σάδερλαντ, σε μια μόνο τηλεοπτική σειρά (το «24»), έχει ήδη υπηρετήσει δυο «καλούς» μαύρους προέδρους, από τους οποίους ο ένας έπεσε θύμα «κακών λευκών». Το γούστο είναι ότι ο Κίφερ είναι γιος του Ντόναλντ Σάδερλαντ που το 1970 είχε δώσει στον κόσμο το απίθανο εκείνο «Mash», την ταινία που διακωμωδούσε την αμερικάνικη εκστρατεία στην Κορέα, αυτή που άνοιξε στους μαύρους την πόρτα για την κατάργηση των διακρίσεων: στον στρατό και στα χαρτιά. Για την έγχρωμη Αμερική, αν ο Ομπάμα εκλεγεί πρόεδρος, δεν θα σημαίνει νίκη στον δρόμο για την κοινωνική και οικονομική απελευθέρωση. Θα είναι απλά ένα ακόμα παράδειγμα του πώς ο λευκός χρησιμοποιεί τον «Μπαρμπα-Θωμά». Πια, όχι σε «καλύβα», αλλά σε ευάερο και ευήλιο «λευκό σπίτι». ΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ: "Η ήττα του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο" |
|
|
Η Άνοιξη της Πράγας υπήρξε από τα πιο σημαντικά γεγονότα του 1968, μιας χρονιάς - ορόσημο για τον αιώνα που πέρασε. Πρόκειται για την προσπάθεια του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ και του Κ.Κ. της Τσεχοσλοβακίας προς τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος ή, κατά άλλους, για την αντεπανάσταση που ήταν ο συνήθης κίνδυνος για τις πρώην σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Πάνω απ’ όλα όμως, ήταν ένα κοινωνικό πείραμα, ένα κρας - τεστ με μεγάλη σημασία για το μέλλον του σοσιαλισμού, καθώς αποτέλεσε ένα παράδειγμα του πώς, δίνοντας στον λαό λίγη παραπάνω ελευθερία, μπορείς να δημιουργήσεις μια έκρηξη συμμετοχής και εκδημοκρατισμού. Αυτή η εξέγερση που έλαβε χώρα στην Τσεχοσλοβακία ήταν ενδεικτική των πιέσεων που είχαν συσσωρευτεί στο κομμουνιστικό μπλοκ και ανησύχησε τους μηχανισμούς εξουσίας του Κρεμλίνου, το οποίο έσπευσε να την καταστείλει. Τα αίτια Λίγα χρόνια νωρίτερα, στις αρχές του 1960, η Τσεχοσλοβακία βρέθηκε σε οικονομική κρίση, που με τη σειρά της πυροδότησε και μια κοινωνική. Η σταλινικού τύπου ηγεσία του Κ.Κ. είχε βρεθεί σε αδιέξοδο αδυνατώντας να διαχειριστεί τα τρέχοντα προβλήματα του τόπου, ενώ έδειχνε ανίκανη στα μάτια του λαού αλλά και της πνευματικής ελίτ της χώρας. Η αρχή έγινε στο Οικονομικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Επιστημών, όπου πολλοί διακεκριμένοι κοινωνικοί επιστήμονες, με πρώτο τον Ότα Σικ, απαίτησαν ουσιαστικές αλλαγές στο οικονομικοκοινωνικό σύστημα. Ο Σικ ήταν τολμηρός στα αιτήματά του: πρότεινε να επιτραπούν ιδιωτικές κοινοπραξίες, να πάψει ο κρατικός καθορισμός των τιμών και να γίνει η οικονομία περισσότερο δυτικού τύπου. Οι απόψεις του ονομάστηκαν Τρίτος Δρόμος, ορολογία που χρησιμοποιήθηκε αργότερα στη χώρα μας και από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Οι διαφορετικές φωνές που είχαν αρχίσει να ακούγονται στην Τσεχοσλοβακία, έδωσαν τη σκυτάλη στους λογοτέχνες της χώρας, με τον Μίλαν Κούντερα να απαιτεί «να επιστραφεί στη λογοτεχνία η ποιότητα και η αξιοπρέπειά της». Οι συγγραφείς έθεσαν το ζήτημα της αναγνώρισης του Κάφκα, ενώ η «Λογοτεχνική Εφημερίδα» αποτέλεσε το φόρουμ στο οποίο εκδηλώνονταν οι ιδεολογικές διαφορές. Η εφημερίδα δέχτηκε πιέσεις από το Κ.Κ., αλλά η δυναμική που είχε αναπτυχθεί στους κόλπους της αποδείχτηκε πολύ ισχυρή. Το 1967 προχώρησε σε δριμεία κριτική κατά του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, με αποτέλεσμα αμέσως μετά να ακολουθήσει ο διωγμός των συντακτών της, με κάποιους από αυτούς να εκφοβίζονται και άλλοι να αντικαθίστανται, ενώ η «Πράβντα» δεν τους θεωρούσε τίποτα περισσότερο από «μια χούφτα αναρχικούς συγγραφείς». Η φλόγα όμως είχε ανάψει για τα καλά, και τον Οκτώβριο του 1967 εκδηλώθηκαν μεγάλες φοιτητικές διαμαρτυρίες, οι οποίες όμως καταπνίγηκαν εν τη γενέσει τους. Ο γενικός γραμματέας Αντονίν Νοβότνι βρισκόταν σε δύσκολη θέση καθώς από τη μια τα εσωτερικά προβλήματα πολλαπλασιάζονταν και από την άλλη η Μόσχα του είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν θα τον βοηθούσε σε αυτή τη φάση. Τότε υπήρξε μια αλλαγή που θα σήμαινε πολλά για την εξέλιξη των πραγμάτων: στις 4 Ιανουαρίου 1968 πρώτος γραμματέας αναλαμβάνει ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Η αλλαγή Ο Ντούμπτσεκ ήταν αποφασισμένος να προωθήσει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, με ένα πρόγραμμα που ονόμαζε «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Όμως εκτός από πρόγραμμα ο «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» αποδείχτηκε ότι ήταν και ένα λαϊκό αίτημα, με αποτέλεσμα η εφαρμογή του να απελευθερώσει περισσότερες αντιδράσεις από όσες μπορούσε να απορροφήσει. Η πρόκληση που είχε να αντιμετωπίσει ήταν να ισορροπήσει τις επιθυμίες των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, δηλαδή της φιλοσοβιετικής παράταξης, της πνευματικής ελίτ, των εργατών και των φοιτητών. Τον Φεβρουάριο του 1968 αποφασίζει να άρει εν μέρει τη λογοκρισία στον Τύπο, πράγμα που οδήγησε σε μια αναμενόμενη άνθιση των ΜΜΕ, ενώ στις 23 Μαρτίου εισάγεται η πλήρης ελευθερία έκφρασης στον Τύπο και στις Τέχνες. Ένα δείγμα του αποτελέσματος αυτών των προσπαθειών ήταν το «Μανιφέστο των 2.000 λέξεων», ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1968, υπογεγραμμένο από 70 επιφανείς ανθρώπους της χώρας, όπως καλλιτέχνες, αθλητές και άλλους, που έκαναν σκληρή κριτική στην ανικανότητα και διαφθορά του παλαιού συστήματος και καλούσαν τους πολίτες να πάρουν ενεργά μέρος στα δρώμενα. Παράλληλα οι συνεχείς εσωκομματικές συζητήσεις οδηγούν στην για πρώτη φορά ψήφιση των μελών της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος με μυστική ψηφοφορία, ενώ αντικαθίστανται στελέχη της σταλινικής περιόδου. Το «Μανιφέστο» προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, και ιδίως στην Ανατολική Γερμανία που ανησυχούσε μήπως η αποσταθεροποίηση περάσει τα σύνορα και επεκταθεί. Οι εξελίξεις στην Τσεχοσλοβακία ξέφευγαν από την αποσταλινοποίηση που υπήρχε σε όλο το ανατολικό μπλοκ και έπαιρναν μορφή χιονοστιβάδας, παρά τις εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις. Αποκαταστάθηκαν μέλη του Κόμματος που είχαν διαγραφεί παλαιότερα, σχεδιαζόταν η ελεύθερη διακίνηση πολιτών στο εξωτερικό, ενώ οι τοίχοι στους δρόμους της Πράγας ήταν γεμάτοι με συνθήματα όπως «Δημοκρατία με κάθε κόστος». Ο Ντούμπτσεκ στις 5 Απριλίου θέτει σε εφαρμογή το Πρόγραμμα Δράσης του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας. Σύμφωνα με το Πρόγραμμα, οι στόχοι της πολιτικής του θα ήταν η ελεύθερη διακίνηση πληροφοριών και ιδεών, η αναδιάρθρωση της οικονομίας με έμφαση στα καταναλωτικά αγαθά και ένας νέος ρόλος για το Κ.Κ. Όμως η κοινωνία είχε ήδη προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα και απαιτούσε ακόμα περισσότερα. Στον Τύπο και στις συζητήσεις ακούγονταν πλέον αντισοβιετικές φωνές και αιτήματα για τη δημιουργία άλλων κομμάτων. Ο Ντούμπτσεκ από την αρχή είχε προσπαθήσει να βρει τη μέση οδό ανάμεσα στους ριζοσπαστικούς και τους συντηρητικούς, αλλά πλέον ήταν δύσκολο να κρατήσει τον λαό πιστό στο Κόμμα. Είχε ελευθερώσει καταπιεσμένες φωνές που δεν θα σιωπούσαν. Η αντίδραση Οι απότομες και «επικίνδυνες» αλλαγές του Ντούμπτσεκ προβλημάτισαν το Κρεμλίνο και τους δορυφόρους του, μια και φοβήθηκαν μήπως αποτελέσει παράδειγμα για εκδήλωση παρόμοιων τάσεων και σε άλλες σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Στις 23 Μαρτίου του 1968 στη Δρέσδη συνεδρίασαν εκτάκτως οι εκπρόσωποι των ΕΣΣΔ, Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας και Αν. Γερμανίας (οι «πέντε» του Συμφώνου της Βαρσοβίας δηλαδή) σχετικά με το ζήτημα της Τσεχοσλοβακίας. Εκεί οι σοβιετικοί διατύπωσαν την πρώτη έντονη αντίθεσή τους για τις εξελίξεις στην Τσεχοσλοβακία, ενώ συζητήθηκε και η προοπτική ανατροπής του Ντούμπτσεκ. Τον ίδιο μήνα, έγινε και μια αντίστοιχη συνάντηση στη Σόφια, με τη συμμετοχή της Τσεχοσλοβακίας αυτή τη φορά, στην οποία ο τσέχος ηγέτης προσπάθησε να καθησυχάσει τους εταίρους του υποστηρίζοντας ότι οι μεταρρυθμίσεις ήταν ελεγχόμενες. Η μυστική συνάντηση της Δρέσδης επαναλήφθηκε δύο φορές στους επόμενους μήνες, με τις πιέσεις προς τον Ντούμπτσεκ να εντείνονται και με τη στρατιωτική επέμβαση να διαφαίνεται ήδη από την άνοιξη. Στις 3 Αυγούστου σε συνάντηση των «πέντε» με τους εκπροσώπους της Τσεχοσλοβακίας εκδόθηκαν ανακοινώσεις που φαινομενικά αποκλιμάκωναν την κρίση, αλλά στο παρασκήνιο οι οπαδοί του παραδοσιακού modus operandi είχαν ήδη συνεννοηθεί με το Κρεμλίνο σχετικά με όσα θα ακολουθούσαν. Έπειτα από χρόνια, η κυβέρνηση της Ρωσίας δημοσίευσε κείμενο που είχαν στείλει στους σοβιετικούς οι αντίπαλοι των μεταρρυθμίσεων ζητώντας τους να επέμβουν ώστε να αντιμετωπίσουν τον «άμεσο κίνδυνο αντεπανάστασης». Στις 11 το βράδυ της 21ης Αυγούστου ξεκίνησε η επιχείρηση «Δούναβης». Στρατιωτικές δυνάμεις της Βουλγαρίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της ΕΣΣΔ προελαύνουν στα εδάφη της Τσεχοσλοβακίας, ενώ ταυτόχρονα οι άνδρες και τα άρματα μάχης που προσγειώνονταν στο αεροδρόμιο της Πράγας σύντομα θα αποκτούσαν τον έλεγχο των κομβικών σημείων της χώρας, δίνοντας τέλος στην Άνοιξη της Πράγας. Ο Ντούμπτσεκ, σε μια προσπάθεια ακόμα και τότε να αθωώσει τους σοβιετικούς, θα πει αργότερα για εκείνη την ημέρα, παρουσιάζοντας το ζήτημα σαν μια εσωτερική αντεπανάσταση: «Την αυγή, μέλη της Κρατικής Ασφάλειας, και επιμένω της δικής μας Κρατικής Ασφάλειας, ήρθαν στο γραφείο μου. Με συνέλαβαν και μου ανήγγειλαν ότι σε δύο ώρες θα αποφασιζόταν τι θα γινόταν με μένα. Το μνημονεύω αυτό, μόνο και μόνο γιατί δεν θέλω να φορτώνουμε όλες τις κατηγορίες στους συμμάχους μας». Ο μετέπειτα έλληνας πρέσβης στην Πράγα Α.Κ. Αργυρόπουλος περιγράφει τα γεγονότα ως εξής:«Ο αιφνιδιασμός υπήρξε πλήρης. Ο τσεχοσλοβακικός στρατός εις ουδέν σημείον αντέστη. Τριάκοντα τρεις πολίται εφονεύθησαν και τριακόσιοι πεντήκοντα ετραυματίσθησαν. Πρόκειται όμως ουχί περί στρατιωτών, αλλά περί νέων ως επί το πλείστον, οίτινες προέβαλον παθητικήν αντίστασιν, εν τη ελπίδι όπως παρεμποδίσουν την προέλασιν των σοβιετικών μηχανοκινήτων». Ο αποκαθηλωθείς ηγέτης θα συλληφθεί και θα μεταφερθεί μαζί με άλλους στη Μόσχα, ώστε να «πειστούν» να αλλάξουν θέσεις. Προσθέτει ο Αργυρόπουλος πως «οι ηγέται της φιλελευθέρας παρατάξεως προσεκομίζοντο υπό φρουρών εις τας συνεδριάσεις και μετά το πέρας αυτών ενεκλείοντο έκαστος εις χωριστόν δωμάτιον».Ο Ντούμπτσεκ αναγκάστηκε τελικά να αφήσει την εξουσία, την οποία ανέλαβε τελικά ο «πιστός» της Μόσχας Γκουστάβ Χούζακ. Η πλειονότητα του λαού αρνήθηκε από την αρχή να αναγνωρίσει τον Χούζακ, εναντιώθηκε στην εξωτερική επέμβαση, και αυτή τη φορά στους τοίχους της Πράγας έβλεπε κανείς συνθήματα όπως «Ξύπνα Λένιν, ο Μπρέζνιεφ τρελάθηκε!». Οργανώθηκε συνέδριο του Κ.Κ. στο οποίο διαδήλωσαν την υποστήριξή τους στον ανατραπέντα ηγέτη, ενώ προσπάθησαν να εμποδίσουν τους εισβολείς με παραπλανητικές ενέργειες, αλλά απέτυχαν λόγω έλλειψης επαρκών μέσων. Η Άνοιξη της Πράγας κράτησε μόλις 8 μήνες και η καταστολή της οδήγησε στον θάνατο 98 τσεχοσλοβάκους και 50 σοβιετικούς στρατιώτες. Ο επίλογος Ο επίλογος ήρθε με το Πρωτόκολλο της Μόσχας στις 26 Αυγούστου, όπου επανήλθε η λογοκρισία, εκκαθαρίστηκαν οι μεταρρυθμιστές από το Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, ενώ τα ξένα στρατεύματα θα παρέμεναν εκεί μέχρι νεωτέρας. Τέλος οι ολομέλειες των Απριλίου - Μαΐου του 1969 κατάργησαν όλες τις «Ανοιξιάτικες» μεταρρυθμίσεις. Ο ίδιος ο Μπρέζνιεφ δήλωσε ξεκάθαρα όταν όλα είχαν τελειώσει: «Οι κομμουνιστικές χώρες θα επενέβαιναν οπουδήποτε εχθρικές προς τον σοσιαλισμό δυνάμεις προσπαθούσαν να αναστρέψουν την εξέλιξη μιας σοσιαλιστικής χώρας». Στη διάρκεια του σκληρού ανταγωνισμού με τη Δύση, το Κρεμλίνο δεν θα ανεχόταν καμία προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης και αυτονόμησης χωρών που ανήκαν στη δική του σφαίρα επιρροής. Είναι όμως γεγονός ότι ανάλογα αποτελέσματα προκλήθηκαν δύο δεκαετίες αργότερα όταν ο Γκορμπατσόφ επιχείρησε την Περεστρόικα. Όταν ρώτησαν εκπρόσωπο του Γκορμπατσόφ για τη διαφορά μεταξύ του δικού του πειράματος και του προγράμματος του Ντουμπτσεκ, η απάντηση ήταν: «Δεκαεννέα χρόνια». 20 Νοεμβρίου 1945: Η δίκη της Νυρεμβέργης
|
|
|
Η οριστική απόφαση να δικαστούν οι εγκληματίες πολέμου πάρθηκε στη διάσκεψη του Πότσδαμ (17 Ιουλίου 1945). Ο Χίτλερ, ο Γκέμπελς και ο Χίμλερ ήταν κιόλας νεκροί αλλά τα θύματα του Μαουτχάουζεν, του Νταχάου και των άλλων στρατοπέδων εξόντωσης ζητούσαν την κάθαρση. Τόπος για τη μεγάλη δίκη ορίστηκε η Νυρεμβέργη, θρησκευτική πρωτεύουσα του ναζισμού. Στις 20 Αυγούστου 1945, καταρτίστηκε ο κανονισμός της δίκης. Στις 29, ανακοινώθηκε ο κατάλογος των κατηγορουμένων. Από αυτούς, ο Μάρτιν Μπόρμαν, κύριος υπεύθυνος για την εξόντωση των εβραίων, είχε εξαφανιστεί, ο εργατοπατέρας Ρόμπερτ Λέι αυτοκτόνησε κι ο μεγαλοβιομήχανος Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ (της Κρουπ) γλίτωσε με ιατρική γνωμάτευση. Οι υπόλοιποι 21 κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, στη μεγάλη δίκη που ξεκίνησε στις 20 Νοεμβρίου 1945. Ενστάσεις, αντενστάσεις και διαδικαστικά ζητήματα πήραν ένα μήνα. Όταν τελείωσαν, στις 20 Δεκεμβρίου, το δικαστήριο διέκοψε για τα Χριστούγεννα. Ξανάρχισε στις 2 Ιανουαρίου 1946, ξετυλίγοντας όλη τη φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας. Η απόφαση βγήκε την 1ηΟκτωβρίου 1946: Αθώοι οι Φραγκίσκος φον Πάπεν, Γιάλμαρ Σαχτ και Φρίτσε που βοήθησαν τον Χίτλερ να πάρει την εξουσία. Σε ισόβια και πολύχρονες φυλακίσεις καταδικάστηκαν οι Φουνκ, Ρέντερ, Σίραχ, Σπέερ, Νόιρατ και Ντένιτς. Σε θάνατο οι υπόλοιποι: Τα πρώτα ονόματα Χέρμαν Γκέριγκ, δεξί χέρι του Χίτλερ, Ιωακείμ Ρίμπεντροπ, άμεσος βοηθός του, και Γουλιέλμος Κάιτελ, αρχηγός του γενικού επιτελείου. Και οι «δεύτεροι» Γιολντ, Ζάις, Ζάουκελ, Ίνκβαρτ, Καλεμπρούνερ, Ρόζεμπεργκ, Στράιχερ, Φρανκ και Φρικ. Ο Γκέρινγκ πρόλαβε κι αυτοκτόνησε στο κελί του, πίνοντας δηλητήριο. Οι υπόλοιποι απαγχονίστηκαν, ξημερώματα 16 Οκτωβρίου 1946. Δεκάδες άλλοι το έσκασαν στις νοτιοαμερικανικές δικτατορίες, άλλαξαν όνομα και χάθηκαν. Μερικούς τους ξετρύπωσαν οι, εβραίοι κυρίως, κυνηγοί των ναζί. Όμως, ο ναζισμός δεν πέθανε. Συμμαχεί με τον ρατσισμό και ξεφυτρώνει όπου η πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει έγκαιρα τα κοινωνικά προβλήματα. 6 Νοεμβρίου 1911: Ο Φρανσίσκο Μαντέρο και το Μεξικό |
|
|
Στις 10 Μαΐου 1911, ο δικτάτορας Πορφύριο Ντιάζ παραιτήθηκε και έφυγε στο εξωτερικό. Πέθανε στο Παρίσι, το 1915. Οι επαναστατικές δυνάμεις των Εμιλιάνο Ζαπάτα, Πάντσο Βίγια και Φρανσίσκο Μαντέρο μπήκαν θριαμβευτικά στην Πόλη του Μεξικού. Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε υπηρεσιακή κυβέρνηση που προκήρυξε εκλογές για τον Οκτώβριο. Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα ζήτησε την εδώ και τώρα διανομή των εδαφών που είχαν ιδιοποιηθεί οι τσιφλικάδες. Ο Μαντέρο πρότεινε τον αφοπλισμό των ανταρτών και του πρόσφερε γη που ο επαναστάτης δε δέχτηκε. Στις εκλογές, ο Μαντέρο σάρωσε. Ανέλαβε επίσημα στις 6 Νοεμβρίου 1911. Ο Ζαπάτα τον συνάντησε για δεύτερη φορά. Ο Μαντέρο αρνήθηκε να διατάξει την αναδιανομή της γης. Με τη βοήθεια ενός δασκάλου, ο Ζαπάτα κατάρτισε το σχέδιο «αγιάλα» (ayala): Τα κλεμμένα εδάφη έπρεπε να επιστραφούν, τα τσιφλίκια να απαλλοτριωθούν στο τρίτο της αξίας τους και η γη των τσιφλικάδων που θα εναντιώνονταν θα κατασχόταν. Στη συνέχεια, θα γινόταν αναδιανομή των χωραφιών. Στις 27 Νοεμβρίου 1911, ο Εμιλιάνο Ζαπάτα δημοσίευσε τη διακήρυξή του για την αγροτική μεταρρύθμιση, δήλωσε ότι ο Μαντέρο ήταν ανίκανος να υλοποιήσει τα οράματα των αγωνιστών που τον έφεραν στην εξουσία και κήρυξε επανάσταση με σύνθημά του το θρυλικό «Tierra y Libertad» («Γη και Ελευθερία»). Τον ίδιο καιρό, ο Πάντσο Βίγια εξακολουθούσε να παραμένει ηγέτης των ανταρτών στον Βορρά. Ο στρατηγός Βικτοριάνο Χουέρτα (Huerta), ο οποίος στήριζε τον Μαντέρο, έστειλε να τον συλλάβουν με την υποψία ότι ετοίμαζε πραξικόπημα. Τον καταδίκασε σε θάνατο αλλά ο Μαντέρο μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια. Τον Νοέμβριο του 1912, ο Πάντσο Βίγια δραπέτευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Φρανσίσκο Μαντέρο αποδείχτηκε ανίκανος να κυβερνήσει. Ενθουσιώδης και ιδεαλιστής, φανατικός χορτοφάγος αλλά δίχως πολιτικές ικανότητες, δεν κατανόησε ότι έγινε η σημαία ενός συνασπισμού διαφορετικών συμφερόντων με μοναδικό κοινό σημείο την αντίθεσή τους στο καθεστώς Ντιάζ. Η διεφθαρμένη διοίκηση του δικτάτορα αντικαταστάθηκε από άλλη πιο διεφθαρμένη. Ο Μαντέρο βρέθηκε στη μέση της διαμάχης των ευνοημένων από τη δικτατορία και των επαναστατών που ζητούσαν ρηξικέλευθες κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Οι εφημερίδες υποδαύλιζαν την κοινωνική αναταραχή και ο πρεσβευτής των ΗΠΑ ευνοούσε εξεγέρσεις καθώς νοιαζόταν για τα αμερικανικά συμφέροντα στο Μεξικό και φοβόταν ότι ο νέος πρόεδρος θα υποχωρούσε στις απαιτήσεις για αλλαγές. Πρώτος επαναστάτησε ο άλλοτε υποστηρικτής του, Μπερνάντο Ρέγιες. Δεύτερος, ο επίσης άλλοτε υποστηρικτής του, Πασκουάλ Ορόζκο, που προέκυψε συντηρητικός. Τρίτος, ο Φελίξ Ντιάζ, ανιψιός του πρώην δικτάτορα. Κι οι τρεις κατέληξαν στις φυλακές, απ’ όπου συνέχισαν να συνωμοτούν. Πλησίασαν τον στρατηγό Χουέρτα, στον οποίο στηριζόταν ο Μαντέρο. Το πραξικόπημα ξέσπασε τον Φεβρουάριο του 1913. Κράτησε δέκα μέρες που αποκλήθηκαν «Το τραγικό δεκαήμερο». Ο Μαντέρο αιχμαλωτίστηκε. Στις 22 του μήνα, δολοφονήθηκε, ενώ μεταφερόταν στις φυλακές. Ο μαρτυρικός θάνατός του τον έκανε σύμβολο του αγώνα των δημοκρατικών δυνάμεων εναντίον των στρατοκρατών δικτατόρων και της κάθε είδους χούντας. Εθνικές ολοκληρώσεις και διαιρέσεις στα Βαλκάνια |
| |
Τον Δεκέμβριο συμπληρώνονται ενενήντα έξι χρόνια από το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το οποίο ουσιαστικά ήταν η νομική επικύρωση της δημιουργίας του αλβανικού κράτους. Επειδή τα τελευταία χρόνια, πάλι με αφορμή αλβανικούς πληθυσμούς, δημιουργείται ένα ακόμη νέο κράτος στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ας προσπαθήσουμε να θυμηθούμε κάτω από ποιες συνθήκες το αλβανικό στοιχείο μπόρεσε να δημιουργήσει τον βασικό του πυρήνα, τον οποίο σήμερα θέλει να επεκτείνει. Οι αγώνες των λαών στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων δεν αποτέλεσαν μόνο στρατιωτικές αντιπαραθέσεις, αλλά και μια διπλωματική και πολιτική σκακιέρα στην οποία οι ηγεσίες των κρατών έπαιζαν παράλληλα ένα σκληρό παιχνίδι ανάλογης έντασης και δυσκολίας, με στόχο την αποκόμιση των μέγιστων δυνατών κερδών στο νέο status quo που θα αναδεικνυόταν μετά το τέλος της αναμέτρησης. Οι επιτυχίες της Eλλάδας εκείνη την περίοδο είναι γνωστές: η έκταση της χώρας διπλασιάστηκε αφήνοντας μόνο την «εκκρεμότητα» της Μεγάλης Ιδέας για την «εθνική ολοκλήρωση». Εκτός όμως από εμάς, ευνοημένοι από αυτές τις ανακατατάξεις ήταν και οι Αλβανοί, που από μια ακόμα εθνότητα μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκαν ξαφνικά με την αναγνώρισή τους ως αυτόνομη κρατική οντότητα έπειτα από τα Πρωτόκολλα της Φλωρεντίας και της Κέρκυρας. Ταυτόχρονα όμως αυτές οι υπογραφές ήταν και η αφετηρία του βορειοηπειρωτικού προβλήματος. Η αρχή έγινε τον Απρίλιο του 1912 όταν οι αλβανικές φυλές στην ευρύτερη περιοχή του Κοσσυφοπεδίου προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τη βαλκανική αναστάτωση επαναστατώντας ενάντια στους Οθωμανούς. Τα αλβανικά σχέδια ευνοούσε η θετική στάση της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας, οι οποίες επιθυμούσαν τη δημιουργία ενός νέου κράτους στην ανατολική Βαλκανική, το οποίο θα ήταν το «παρατηρητήριό» τους στην περιοχή. Η αλβανική εξέγερση Στην πρώτη τους εξέγερση οι Αλβανοί ζητούσαν την ενοποίησή τους σε ένα αυτόνομο διοικητικό διαμέρισμα στο οποίο θα περιλαμβάνονταν οι περιοχές των Ιωαννίνων, της Σκόρδας, του Μοναστηρίου και του Κοσσυφοπεδίου. Οι Τούρκοι, έχοντας χάσει πια τον έλεγχο της περιοχής και επιθυμώντας να υπάρξει ένα μουσουλμανικό ανάχωμα στις διεκδικήσεις των χριστιανικών πληθυσμών, δέχονται το αίτημα, αλλά η έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου προλαβαίνει τους πάντες. Έχοντας πάρει πλέον τις τούρκικες εγγυήσεις, οι Αλβανοί πολεμούν σε αυτόν τον πόλεμο μαζί με τους Τούρκους εναντίον Ελλήνων, Σέρβων και Μαυροβούνιων. Το φθινόπωρο του 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει κατά σειρά Πρέβεζα, Φλώρινα, Καστοριά, Κορυτσά επιταχύνοντας τις εξελίξεις. Μπροστά στην τούρκικη κατάρρευση, ο Αλβανός φύλαρχος Ισμαήλ Κεμάλ, ονομαζόμενος και Ισμαήλ Μπέη Βλιώρα, προσπαθώντας να προλάβει τα ελληνικά τετελεσμένα και έχοντας πάρει πρώτα διαβεβαιώσεις στήριξης από την Ευρώπη, συγκαλεί εθνοσυνέλευση στον Αυλώνα στις 20 Νοεμβρίου, στην οποία ανακηρύσσει την αλβανική ανεξαρτησία και τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης. Οι Αλβανοί καταλάβαιναν ότι η μονομερής αυτή ανακήρυξη δεν θα είχε καμία αξία δίχως την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων και ότι ο ευρωπαϊκός δρόμος περνούσε μέσα από ανατολίτικες συνήθειες: μπαξίσι… Στις 22 Νοεμβρίου Αυστροουγγαρία και Ιταλία ανταποδίδουν την αλβανική «καλή διαγωγή», με την επιθετική ανακοίνωσή τους εναντίον της Ελλάδας στην οποία τόνιζαν ότι δεν έπρεπε να καταλάβει στρατιωτικά τον Αυλώνα, γιατί, όπως είχε πει ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη Βουλή, θα υπήρχε κήρυξη πολέμου: «Ο υπουργός Eξωτερικών της Ιταλίας δεν δίστασε να είπη ουχί άπαξ, αλλά δις προς τον αντιπρόσωπον της Ελλάδος εις την Ρώμην ότι η Ιταλία στο ζήτημα της παραλίας είναι τοσούτον ανένδοτος, ώστε να φτάνει μέχρι πολέμου κατά της Ελλάδος». Οι χώρες αυτές έβλεπαν μέσα από την κατάρρευση της αυτοκρατορίας του Σουλτάνου μια ευκαιρία να διευρύνουν τις ζώνες επιρροής τους σε νέες περιοχές. Οι θέσεις των Δυνάμεων Στη διάσκεψη του Λονδίνου που ακολούθησε για το θέμα ανοίχτηκαν τα χαρτιά όλων: η Αυστροουγγαρία με την Ιταλία υποστήριζαν τη δημιουργία του αλβανικού κράτους ως ένα μέσο ανάσχεσης της Σερβίας και της Ελλάδας, αλλά βασικά της ρώσικης επιρροής. Ήταν σαφές ότι η Βιέννη είχε διαφοροποιήσει τη στρατηγική της από την περίοδο που ο υπουργός Eξωτερικών της Μπέρτχολντ δήλωνε πως η χώρα του «δεν είχε την πρόθεση να παρεμβάλει το σώμα της για να σταματήσει τη φυσική εξέλιξη των γεγονότων αν είχε σημάνει η τελευταία ώρα της Τουρκίας». Αντιθέτως, Ρώσοι και Γάλλοι έβλεπαν θετικά τα σέρβικα αιτήματα, αντιμαχόμενοι τα αυστριακά σχέδια. Η Πετρούπολη είχε επενδύσει σημαντικά στις βαλκανικές εξεγέρσεις έχοντας απώτερο στόχο να εμποδίσει τους Αυστροούγγρους να επεκταθούν προς τα νότια και τους δυτικούς να διεισδύσουν στα πρώην οθωμανικά εδάφη. Συνεπώς οι Ρώσοι δεν ζητούσαν την πλήρη διάλυση της αυτοκρατορίας, άρα τα πράγματα έπρεπε να παραμείνουν ελεγχόμενα. Όμως ο περιορισμός της αναμέτρησης θα είχε αρνητικές συνέπειες για το γόητρο του τσάρου στους λαούς της περιοχής και γι’ αυτό ανέθεσαν αυτό τον ρόλο στη Γαλλία, η οποία είχε παρόμοιες βλέψεις στην περιοχή. Μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της διάσκεψης, στις 3 Δεκεμβρίου οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφωνούν στην ίδρυση ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό συμπαρασύρει στην αποχώρηση του τούρκικου στρατού από την Ήπειρο, ενώ οι δυνάμεις Τούρκων και Αλβανών ηττώνται σε όλα τα πολεμικά μέτωπα των Βαλκανίων. Η προέλαση αυτή σταματά με παύση εχθροπραξιών και την υπογραφή συνθήκης ειρήνης στις 17 Μαΐου 1913. Η μεγάλη μάχη γίνεται στο παρασκήνιο, όπου τις επόμενες ημέρες θα έπρεπε να καθοριστούν τα σύνορα της υπό δημιουργία χώρας. Η πρόταση της Ελλάδας για δημοψήφισμα απορρίπτεται αναφανδόν γιατί, με τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή, ήταν δεδομένο πως τα εδάφη θα παρέμεναν σε ελληνικά χέρια, κάτι που δεν ήταν το ζητούμενο. Η επιλογή της γλώσσας ως εθνολογικού κριτηρίου της περιοχής, που τελικά επιλέχτηκε, ήταν περισσότερο ένα τεχνητό πλαίσιο μιας προαποφασισμένης λύσης παρά σοβαρό κριτήριο διαπραγμάτευσης. Με αυτό το κριτήριο η Ελλάδα δεν θα είχε απελευθερωθεί ποτέ από τους Τούρκους γιατί πάρα πολλοί κάτοικοί της γνώριζαν τούρκικα. Τελικά υπογράφεται το πρωτόκολλο, σύμφωνα με το οποίο η Αλβανία είναι πλέον ανεξάρτητη κληρονομική ηγεμονία υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων και με βασιλιά που θα όριζαν αυτές, ενώ το εδαφικό παραπέμπεται σε διεθνή επιτροπή συνόρων. Βέβαια το «ανεξάρτητο» ήταν πολύ συζητήσιμο, αλλά οι Αλβανοί είχαν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι, ακόμα και αν το αντίτιμο της ανεξαρτησίας τους ήταν η επιβολή κυβέρνησης και ηγεμόνα που είχαν αποφασίσει άλλοι γι’ αυτούς. Όσον αφορά το εδαφικό, η συνθήκη του Λονδίνου τον Μάιο του 1913 είχε ήδη παραχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος του Κοσσυφοπεδίου στη Σερβία και το σημαντικότερο τμήμα της Ηπείρου στην Ελλάδα. «Η Χιμάρα είναι ελληνική» Προς τα τέλη του έτους, αναγορεύεται βασιλιάς της νέας χώρας ο Γουλιέλμος φον Βίιντ. Ο νέος ηγεμόνας δεν είχε ιδέα από τα ήθη της περιοχής και επόμενο ήταν να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα. Οι τσιφλικάδες από τη μια και οι ξένοι σύμβουλοι από την άλλη δημιουργούσαν μια αυλή αλλοπρόσαλλη με συγκρουόμενα συμφέροντα και μικροπολιτικές αντιλήψεις, και σχεδόν κανείς τους δεν ήταν διατεθειμένος να υπηρετήσει το νέο κράτος. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1913 μια νέα διεθνής επιτροπή καταρτίζει το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, σύμφωνα με το οποίο στο νεόκοπο κράτος επιδικαζόταν όλη η Βόρεια Ήπειρος και η νήσος Σάσσωνα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή μαινόταν η σύγκρουση για τον έλεγχο της Βόρειας Ηπείρου και η τύχη πόλεων όπως η Κορυτσά ήταν αμφιλεγόμενη, με τους Έλληνες να έχουν καταλάβει έναν χρόνο πριν τις περισσότερες πόλεις. Το κλίμα εκείνου του διαστήματος που η Ελλάδα είχε τον έλεγχο της περιοχής το δείχνει παραστατικά ένας Γάλλος αρθρογράφος της εποχής: «Δεν καθόρισε η Ελλάδα τα όρια της ελληνικής Ηπείρου μέχρι την παραλία βορείως της Χιμάρας από κενοδοξία, για να διευρύνει τα σύνορά της. Είναι αδύνατον η Χιμάρα να μη γίνει ελληνική. Διότι είναι ελληνική». Τι μεσολάβησε όμως και άλλαξαν τα πράγματα; Τον Νοέμβριο διεθνής επιτροπή περιόδευσε τη Β. Ήπειρο με σκοπό να εξακριβώσει την εθνολογική της σύνθεση. Οι Ιταλοί και οι Αυστριακοί άσκησαν μεγάλες πιέσεις προκειμένου να κατευθύνουν την τελική απόφαση και τελικά το πέτυχαν με την ανοχή των υπολοίπων Ευρωπαίων. Επόμενο ήταν λοιπόν το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας να παραβλέψει τη δημογραφική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου, αφού στις περισσότερες πόλεις αποτελούσαν πλειοψηφία με συνεχή παρουσία από την αρχαιότητα. Σε απογραφή των Τούρκων το 1908, οι 380.000 από τους 500.000 κατοίκους της περιοχής ήταν Έλληνες. Ο Βενιζέλος είχε να αντιμετωπίσει από τη μία τις παλλαϊκές αντιδράσεις σε όλη τη Βόρεια Ήπειρο που αντιδρούσε σε αυτή την απόφαση, και από την άλλη τον εκβιασμό των Μεγάλων Δυνάμεων ότι, αν επέλεγε να στηρίξει τη Βόρεια Ήπειρο, θα έχανε την εκχώρηση των νησιών του βορείου Αιγαίου και των Δωδεκανήσων. Και ο ίδιος, σε μια από τις πρώτες ιστορικές και μοιραίες αποφάσεις που κλήθηκε να πάρει, αποφάσισε να αποσύρει τα ελληνικά στρατεύματα από την περιοχή παρά την κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου εκεί. Μόνοι οι Βορειοηπειρώτες Οι Bορειοηπειρώτες αφέθηκαν μόνοι τους, αντιμέτωποι με ένα σκοτεινό και δυσοίωνο μέλλον. Οι παρελάσεις που γίνονταν έναν χρόνο πριν, τώρα έδιναν τη θέση τους στην απελπισία και την αβεβαιότητα. Ο ελληνικός στρατός που είχε απελευθερώσει διαδοχικά αυτές τις πόλεις, τώρα έπρεπε να ακολουθήσει οικειοθελώς την αντίστροφή πορεία. Η απάντηση των Bορειοηπειρωτών στην αρνητική εξέλιξη ήταν ο ένοπλος αγώνας. Στο αντάρτικο, που κράτησε σχεδόν μια δεκαετία, μπορεί να μην είχαν τη βοήθεια του ελληνικού στρατού, αλλά υπήρχε συμμετοχή αξιωματικών αλλά και πολυάριθμων εθελοντών από όλη τη χώρα. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1914 ξεκίνησαν από τη Χιμάρα με ηγέτη εκεί τον Σπύρο Μήλιο και γρήγορα γενικεύτηκε ο αγώνας. Διακηρύξεις ανεξαρτησίας έγιναν στις πόλεις Χιμάρα, Δέλβινο, Αργυρόκαστρο και στους Αγίους Σαράντα. Επικεφαλής τελικά αναδείχτηκε ο Γεώργιος Ζωγράφος, πρώην ΥΠΕΞ τον οποίο ο Βενιζέλος είχε τοποθετήσει νωρίτερα Γενικό Διοικητή της Ηπείρου. Ο Ζωγράφος, με τις ευλογίες και της ελληνικής κυβέρνησης, δημιούργησε μια προσωρινή κυβέρνηση στο Αργυρόκαστρο. Η προσπάθεια αυτή έληξε αργότερα, όταν οι Ιταλοί αποβίβασαν στρατεύματα στην περιοχή, και το μόνο που κατακτήθηκε ήταν ότι ρυθμίστηκε το καθεστώς του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής με τρόπο που δεν ικανοποίησε βεβαίως τις επιδιώξεις του. Επιπλέον, το αντάρτικο βοήθησε το Βενιζέλο να ασκήσει πιέσεις στην Ιταλία και να αποκομίσει μεγαλύτερα οφέλη σε άλλα ζητήματα, όπως το καθεστώς των νησιών. Το τελικό χτύπημα όμως για το ζήτημα της Ηπείρου ήρθε με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας το 1914. Με τη συνθήκη αυτή οι Bορειοηπειρώτες δεν κέρδισαν την ένωση με την Ελλάδα, αλλά τουλάχιστον κατάφεραν, αποκλειστικά με δικά τους μέσα, να εξασφαλίσουν μια αυξημένη αυτονομία στην αυτοδιοίκηση και στην εκπαίδευση. Το Πρωτόκολλο προέβλεπε τη δημιουργία δικού τους σώματος χωροφυλακής και την ελεύθερη διδασκαλία των ελληνικών στα σχολεία.
9 Οκτωβρίου 1967: Εκτελείται ο Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα
|
|
|
Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928, στην πόλη Ροσάριο της Αργεντινής, και ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά μιας οικογένειας αριστοκρατών, ισπανοϊρλανδικής καταγωγής και αριστερών τάσεων. Ο Ερνέστο Γουεβάρα ντε λα Σέρνα υπέφερε από άσθμα και σπούδασε ιατρική, κυρίως για να τα βγάλει πέρα με την πάθησή του. Στα 1953, είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του και είχε σχηματίσει συγκεκριμένες απόψεις για τη χειραφέτηση της Νότιας Αμερικής. Πίστευε ότι η ριζική λύση για τη Λατινική Αμερική ήταν μια επανάσταση, όχι κάθε λαού χωριστά αλλά ταυτόχρονα όλων των καταπιεσμένων ως μια συνολική πολιτιστική και οικονομική οντότητα. Το είχε επιχειρήσει και σε μεγάλο βαθμό το είχε πετύχει ο Σιμόν ντε Μπολιβάρ, πάνω από ένα αιώνα νωρίτερα, όταν απελευθέρωσε τη Νότια Αμερική από την ισπανική κατοχή. Αυτή τη φορά, ήταν η ώρα της κοινωνικής επανάστασης με βασικό εχθρό τις Ηνωμένες Πολιτείες που θεμελίωναν την εκμετάλλευση και την εξουσία τους μέσα από αυταρχικά καθεστώτα και αμερικανοδίαιτες δικτατορίες. Από το 1951, ο μαρξιστής Τζάκομπο Αρμπένζ, εκλεγμένος πρόεδρος της Γουατεμάλας, είχε ξεκινήσει σειρά κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, προσπαθώντας παράλληλα να απεμπλακεί από τα αμερικανικά συμφέροντα. Ο Γκουεβάρα έσπευσε εκεί (1953), ελπίζοντας ότι θα ήταν ο πυρήνας της κοινωνικής επανάστασης που ίσως μπορούσε να απλωθεί σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Με χρηματοδότηση της αμερικανικής «Γιουνάιτεντ Φρουτ» και ενέργειες της CIA, ο Αρμπένζ ανατράπηκε αιματηρά (1954). Ο Γκουεβάρα δεν είχε πια καμιά αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ δεν επρόκειτο να επιτρέψουν πουθενά να στεριώσει προοδευτικό καθεστώς. Προσπαθούσε να συλλάβει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να ξεσπάσει μια παγκόσμια επανάσταση. Πια, ήταν ο Τσε, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του εξαιτίας μιας λεκτικής ιδιομορφίας. Έφυγε στο Μεξικό, να συναντηθεί με τους εξόριστους Κουβανούς επαναστάτες που ανασυντάσσονταν εκεί, κάτω από την ηγεσία των αδελφών Φιντέλ και Ραούλ Κάστρο. Οι αδελφοί Κάστρο, ο Τσε κι ογδόντα ακόμα πατριώτες βγήκαν κρυφά στην Κούβα με τη θρυλική θαλαμηγό «Γκράμμα». Ήταν 2 Δεκεμβρίου 1956, όταν έγινε η μυστική απόβαση. Το εγχείρημα είχε προδοθεί και η ομάδα έπεσε πάνω στον στρατό του δικτάτορα Μπατίστα. Μετά από λυσσαλέα μάχη και με τον Γκουεβάρα τραυματισμένο, τα δυο αδέλφια και οι ελάχιστοι επιζώντες κατάφεραν να διαφύγουν στην απόκρημνη Σιέρα Μαέστρα. Δυο χρόνια αργότερα, τα πάντα είχαν αλλάξει. Ο ανταρτοπόλεμος πήρε γρήγορα διαστάσεις τυφώνα. Την πρωτοχρονιά του 1959, ο δικτάτορας Φουλτζένσιο Μπατίστα το έσκαγε στην Δομινικανική Δημοκρατία, ενώ η Αβάνα έπεφτε στα χέρια των επαναστατών. Στις 16 Φεβρουαρίου 1959, ο Φιντέλ Κάστρο ορκιζόταν πρωθυπουργός. Ένδοξος μαχητής, βαθιά φιλοσοφημένος και δεξί του χέρι, ο Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα πήρε την κουβανέζικη υπηκοότητα κι έγινε μέλος της κυβέρνησης εκπροσωπώντας την Κούβα σε πολλές εμπορικές αποστολές. Η φήμη του όμως είχε να κάνει με το ξεσκέπασμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και της νεοαποικιοκρατίας καθώς οι Αμερικανοί τον έβρισκαν μπροστά τους, σε κάθε εκδήλωση της εξωτερικής τους πολιτικής. Ως μέλος της κυβέρνησης, ανέλαβε το βιομηχανικό τμήμα της αγροτικής μεταρρύθμισης, έγινε πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας και έφτασε υπουργός Βιομηχανίας. Ταυτόχρονα, έγραφε. Και τα βιβλία του για το αντάρτικο, για το σοσιαλισμό και το άτομο, για το κουβανέζικο σοσιαλιστικό πείραμα κ.λπ. επέδρασαν καταλυτικά στη μαρξιστική σκέψη και γνώρισαν μεγάλη διάδοση. Και ξαφνικά, τον Απρίλιο του 1965, ο Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα χάθηκε από τη δημόσια ζωή της Κούβας. Για δυο χρόνια, μόνο σκόρπιες πληροφορίες ακούγονταν για τη δράση του. Η επανάσταση είχε νικήσει στην Κούβα αλλά για τον Τσε αυτό δεν ήταν παρά μόνο μια αρχή. Βρέθηκε στην Αφρική να οργανώνει, μαζί με άλλους Κουβανούς μαχητές, το αντάρτικο στο Κογκό. Και, το φθινόπωρο του 1966, εισχώρησε στη Βολιβία, οργανωτής του επαναστατικού κινήματος των αγροτών ενάντια στην εκεί στρατοκρατική κυβέρνηση. Εκπαιδευμένος από τους Αμερικανούς, ο στρατός του δικτάτορα Μπαριέντος στρίμωξε τους επαναστάτες στην περιοχή της Σάντα Κρουζ. Στις 8 Οκτωβρίου 1967, οι ειδικές δυνάμεις του βολιβιανού στρατού εκμηδένισαν τους αντάρτες. Στη διάρκεια της μάχης, ο Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα πληγώθηκε κι αιχμαλωτίστηκε. Τον εκτέλεσαν, την επομένη, 9 Οκτωβρίου 1967.
Παύλος Μελάς: Η αιματηρή πορεία προς τον Μακεδονικό Αγώνα |
|
|
Αποκλεισμένοι στο σπίτι που είχαν μετατρέψει σε ταμπούρι, ο Παύλος Μελάς και οι λιγοστοί άνδρες του βάλλονταν από παντού. Επιχείρησαν έξοδο. Οι τούρκικες σφαίρες βρήκαν τον αρχηγό στο στήθος. Έπεσε νεκρός. Η ένοπλη δράση του Παύλου Μελά, του ηρωικού «Μίκη Ζέζα», όπως ήταν το ψευδώνυμό του, κράτησε μόλις 56 ημέρες: από τις 18 Αυγούστου ώς τις 13 Οκτωβρίου 1904. Όμως, ο ηρωικός θάνατός του ξεσήκωσε τους έλληνες κι έγινε αιτία να ξεκινήσει σφοδρός ο Μακεδονικός Αγώνας. Όλα άρχισαν με την υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, 26 χρόνια νωρίτερα (3 Μαρτίου 1878), που ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να ελπίζουν οι βούλγαροι. Απαιτούσαν ανεξαρτησία με κράτος που να απλώνεται από τον Δούναβη ώς τη Θράκη και τον Όλυμπο. Ρώσοι και τούρκοι αντέδρασαν. Οι βούλγαροι εξασφάλισαν μια ηγεμονία υποτελή στους τούρκους, από τον Δούναβη ώς τη Μακεδονία, με εξαίρεση τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, την Κοζάνη και τα Σέρβια. Το συνέδριο του Βερολίνου αναγνώρισε τη σερβική ανεξαρτησία και τη βουλγαρική αυτονομία, ενώ εδαφικά διόρθωσε την κατάσταση. Η αρπαγή της Ανατολικής Ρωμυλίας από τους βούλγαρους έφερε στο τραπέζι την πίτα της μακεδονικής γης. Και η εφαρμογή τού «διαίρει και βασίλευε» από τον σουλτάνο ακολούθησε συνεπή γραμμή: όταν είχε προβλήματα με τους βούλγαρους, ευνοούσε τους έλληνες και τους σέρβους κι αντίστροφα. Στα χρόνια 1890 - 1894, όταν το ζήτημα της Κρήτης είχε φουντώσει για τα καλά, ο σουλτάνος παραχώρησε τις Μητροπόλεις Αχρίδας και Σκοπίων στη βουλγαρική Εξαρχία. Όταν οξύνθηκαν οι σχέσεις του με τους βούλγαρους, η Μητρόπολη των Σκοπίων δόθηκε σε σέρβο μητροπολίτη (1902). Οι σερβικές προθέσεις είχαν φανεί ξεκάθαρα, όταν ο Χαρίλαος Τρικούπης επιχείρησε μια ελληνοσερβική προσέγγιση με κοινό στόχο να απαλλαγούν τα Βαλκάνια από τους τούρκους. Ο σέρβος Μιλάνος Ομπρένοβιτς έβαλε όρο να γίνει μια συμφωνία που θα προέβλεπε την κατακύρωση στη Σερβία των περιοχών Καστοριάς, Κορυτσάς, Μοναστηρίου και όλου του βόρειου τμήματος του βιλαετίου της Θεσσαλονίκης. Οι διαπραγματεύσεις δεν προχώρησαν. Η σερβική διείσδυση Από το 1877, άρχισε εντατικά η σερβική προσπάθεια να προσηλυτιστούν οι σλαβόφωνοι των περιοχών στα νότια του κράτους τους. Η σερβική διείσδυση απλώθηκε από την περιοχή της Στρώμνιτσας ώς το Μοναστήρι, τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες και τη Χαλκιδική. Μοχλός ήταν ο σύλλογος Άγιος Σάββας, που είχε έδρα το Βελιγράδι και από εκεί προωθούσε σέρβους δασκάλους και ιερωμένους, οι οποίοι είχαν εντολή να ιερουργούν στη σερβική γλώσσα. Στα 1887, ο κρατικός προϋπολογισμός της Σερβίας περιλάμβανε και ένα κονδύλι 4.000.000 χρυσών λιρών για τη χρηματοδότηση του «σερβικού κομιτάτου», που δρούσε στη Μακεδονία. Την ίδια χρονιά, σημειώθηκε μεγάλη δραστηριότητα των σέρβων μοναχών στο Άγιο Όρος, όπου ουσιαστικά κατέλαβαν τη Μονή Χιλανδαρίου, που είχε κτιστεί το 1197 από τον σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Νεμάνια. Η σερβική διείσδυση στη Μακεδονία είχε τις ευλογίες της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Την ενθάρρυνε, καθώς η απασχόληση των σέρβων με την απόκτηση διεξόδου στο Αιγαίο τους απομάκρυνε από τις διεκδικήσεις τους στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Στα 1895, πατριάρχης Κωνσταντινούπολης εκλέχτηκε ο Άνθιμος Ζ’ ο Τσάτσος (1895 - 1897). Οι σέρβοι πέτυχαν να τους δώσει άδεια διδασκαλίας της σερβικής γλώσσας στα ελληνικά σχολεία των κοινοτήτων όπου ζούσαν και σλαβόφωνοι. Κι ακόμα, να γίνεται στη σερβική γλώσσα η λειτουργία σε ορισμένες εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, της Έδεσσας, της Βέροιας και της Πελαγονίας (Μητρόπολης με έδρα το Μοναστήρι). Η αντίδραση του ελληνικού πληθυσμού δεν επέτρεψε την εφαρμογή της σχετικής εγκυκλίου. Το Πάσχα του 1896, ο διάδοχος της Σερβίας, Αλέξανδρος, επισκέφτηκε επίσημα το Άγιο Όρος, φιλοξενήθηκε στη Μονή Χιλανδαρίου και πλήρωσε τα χρέη της (6.000 χρυσές λίρες). Η γέννηση του VMRO Η ιδέα να δημιουργηθεί ανεξάρτητο κράτος στη Μακεδονία ήταν αρχικά βουλγαρική. Στα 1893, δημιουργήθηκε μυστική οργάνωση κατά τα πρότυπα των καρμπονάρων της Ιταλίας (μυστική οργάνωση του τέλους του 19ου αιώνα που είχε σκοπό την πολιτική ένωση των ιταλικών κρατιδίων σε ενιαία δημοκρατία). Η οργάνωση ονομάστηκε Κομιτάτο των Σεντραλιστών (κεντριστών) ή Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (VMRO). Μέλος της μπορούσε να γίνει «κάθε κάτοικος της Ευρωπαϊκής Τουρκίας χωρίς διάκριση γένους, εθνικότητας, θρησκείας και ιδεολογίας». Σκοπός της ήταν «η με κάθε τρόπο βελτίωση της θέσης όλων όσοι τελούν υπό την πολιτική και οικονομική καταπίεση των τούρκων και των γαιοκτημόνων, η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών υπέρ των ακτημόνων και η αυτονομία της Μακεδονίας». Ούτε μακεδονικό έθνος αναγνώριζε ούτε βουλγαρική κυριαρχία ούτε ένωση της Μακεδονίας με οποιοδήποτε άλλο κράτος. Λίγο καιρό μετά την ίδρυσή της, η VMRO είχε εξελιχθεί σε μυστική επαναστατική κυβέρνηση με δικούς της διοικητές, παράνομη αστυνομία, δικαστήρια, ταχυδρομεία και στρατό, που τον αποτελούσαν εθελοντές οργανωμένοι σε μικρές και ευέλικτες συμμορίες. Σύντομα, ξεκίνησε τρομοκρατική δράση με χτυπήματα εναντίον επιφανών τούρκων και με πολιτικές δολοφονίες. Κι απόκτησε ερείσματα κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Βρέθηκε όμως αντιμέτωπη με έναν πανίσχυρο εχθρό. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες Η δράση και οι σκοποί της VMRO ήταν επόμενο να βρίσκουν αντίθετο τον ηγεμόνα της Βουλγαρίας, Φερδινάνδο, που είχε βλέψεις στη Μακεδονία. Προτιμούσε τη διοικητική αυτονομία όπως στην πρώην Ανατολική Ρωμυλία, οπότε θα φρόντιζε να επωφεληθεί ανάλογα. Το αντίδοτο ονομάστηκε Κομιτάτο των Βερχοβιστών ή Εξωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (IMRO) με ιδρυτές τον Ιβάν Γκαρβάνοφ και τον Μπορίς Σαράφοφ. Σκοπός της ήταν «η με κάθε τρόπο απόσπαση της Μακεδονίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η προσάρτησή της στη Βουλγαρία». Για την IMRO εχθρός ήταν κυρίως ο ελληνισμός της Μακεδονίας, που ως κυρίαρχος πληθυσμός εξελισσόταν στον πιο μεγάλο αντίπαλο της προσπάθειας εκβουλγαρισμού. Στα 1899, υπέβαλε στις μεγάλες δυνάμεις υπόμνημα ζητώντας τη δημιουργία αυτόνομης μακεδονικής ηγεμονίας με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και με ηγεμόνα που να εκλέγεται κάθε πέντε χρόνια από το εθνολογικά επικρατέστερο στοιχείο. Σκοπός ήταν η βίαιη επίτευξη φυλετικής καθαρότητας κατά τα πρότυπα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Με επόμενο βήμα την επανάληψη ενός παρόμοιου πραξικοπήματος. Αντέδρασαν οι εθνότητες που ζούσαν στη Μακεδονία αλλά και οι ίδιες οι μεγάλες δυνάμεις. Όχι μόνο επειδή ήταν πρόσφατα τα γεγονότα στην Ανατολική Ρωμυλία, αλλά και επειδή μόλις είχε προκύψει ακόμα μία αυτόνομη ηγεμονία στα οθωμανικά εδάφη: η Κρήτη. Σύγχυση για δολοφονίες Ως τα 1903, οι τρομοκρατικές πράξεις των δύο MRO συγχέονταν και η ευθύνη της μιας εύκολα αποδιδόταν στην άλλη. Ο όποιος διαχωρισμός οφειλόταν κυρίως στην επιλογή των θυμάτων. Η σύγχυση ωφελούσε το εθνικιστικό κομιτάτο καθώς, πολλές φορές, τα μέλη του δρούσαν ως δήθεν εκπρόσωποι της VMRO. Οι χωρικοί δύσκολα μπορούσαν να τους ξεχωρίσουν. Ταυτόχρονα κι όπου μπορούσαν, τα μέλη της IMRO δολοφονούσαν τα στελέχη της αυτονομιστικής οργάνωσης. Και όχι μόνον. Οργανωμένες από αξιωματικούς του βουλγαρικού στρατού, οι συμμορίες των κομιτατζήδων εξολόθρευαν ολόκληρα ελληνικά χωριά, τούρκους, κουτσόβλαχους κι όποιον άλλον θεωρούσαν εμπόδιο στα σχέδιά τους. Έφτασαν να δολοφονήσουν μέσα στο Βουκουρέστι τον Στέφανο Μιχαηλεάνου, θεωρητικό της ύπαρξης «ρουμανικής εθνότητας των κουτσοβλάχων», και στο Μοναστήρι τον εκεί ρώσο πρόξενο, λήστεψαν μια αμερικανίδα ιεραπόστολο κι έκαναν φρικαλεότητες που ανάγκασαν τις μεγάλες δυνάμεις και τον σουλτάνο να διαμαρτυρηθούν στη βουλγαρική κυβέρνηση. Η επίσημη βουλγαρική πλευρά δήλωσε αμέτοχη, καταδίκασε τη δράση των κομιτατζήδων και πέρασε από δίκες τους πιο δραστήριους και αιμοσταγείς αρχηγούς συμμοριών, όπως τον περιβόητο Μπόρις Σαράφοφ. Πλην όμως, οι δικαστές αποφαίνονταν ότι δεν υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις των εγκληματικών τους πράξεων. Η πίεση των προξένων ανάγκασε τον σουλτάνο να στείλει στρατεύματα με εντολή να ανακόψουν την τρομοκρατική δράση της IMRO. Στο εξής, οι χωρικοί είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τους κομιτατζήδες αλλά και τους δήθεν προστάτες τους τούρκους που ανταγωνίζονταν την IMRO σε λεηλασίες. Η επανάσταση του Ίλιντεν Μια επαναστατική προσπάθεια σε περιοχές της βόρειας Μακεδονίας το 1902, έχει αποδοθεί στην IMRO. Την κατέστειλαν οι τούρκοι με ευκολία. Τον Απρίλιο του 1903, το γαλλικό πλοίο «Γκουανταλκιβίρ» ανατινάχτηκε μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ενώ η Οθωμανική Τράπεζα καταστράφηκε από εμπρησμό. Δεν έχει ξεκαθαριστεί ποια από τις δύο οργανώσεις (VMRO ήIMRO) ευθύνεται για τα σαμποτάζ. Το βέβαιο είναι ότι η επανάσταση, που από καιρό προετοιμαζόταν, ξέσπασε ανήμερα της γιορτής του προφήτη Ηλία, στις 20 Ιουλίου (2 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο) του 1903. Στην ιστορία έμεινε ως «επανάσταση του Ίλιντεν» (της ημέρας του Ηλία). Ξεσηκώθηκαν οι περιοχές στο βιλαέτι του Μοναστηρίου με τους επαναστάτες να κυριεύουν το Κρούσοβο (στα βόρεια της πόλης του Μοναστηρίου), την Κλεισούρα και το Νέβεσκαν. Ο ξεσηκωμός έσβησε στα τέλη Σεπτεμβρίου με τους τούρκους να σφάζουν αδιάκριτα σλαβόφωνους και ελληνόφωνους πληθυσμούς, προκαλώντας συγκίνηση και στην ελεύθερη Ελλάδα. Η δράση της VMRO ευαισθητοποίησε τους έλληνες του ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου. Στην Αθήνα δημιουργήθηκε η Εθνική Εταιρεία (1894) που από το 1896 άρχισε να στέλνει αντάρτικα σώματα εθελοντών στη Μακεδονία. Όλα είχαν κακό ή σχεδόν κακό τέλος καθώς οι τούρκοι τα εξουδετέρωναν μάλλον εύκολα. Στα 1903, όλοι πλην σέρβων, οι οποίοι είχαν στρέψει τις βλέψεις τους δυτικά, ενδιαφέρονταν σφοδρά για τη Μακεδονία. Δημιουργήθηκε αυτό που οι ξένοι ονομάζουν «μακεδονική σαλάτα», το ανακάτεμα που οι έλληνες εννοούν όταν μιλούν για «ρωσική σαλάτα». Στην ίδια τη Μακεδονία οι κομιτατζήδες της IMRO έσφαζαν αδιάκριτα κάθε απρόθυμο να συνεργαστεί στον εκβουλγαρισμό της περιοχής, οι αυτονομιστές της VMRO προχωρούσαν στην επανάσταση του Ίλιντεν, οι έλληνες διαμαρτύρονταν για τα μύρια όσα υπέφεραν, η Ρουμανία έστελνε πράκτορες να πείσουν τους κουτσόβλαχους ότι είναι «αδέρφια ρουμάνοι», ενώ πίεζε τον σουλτάνο να τους αναγνωρίσει ως χωριστό έθνος, και οι μεγάλες δυνάμεις αποφάσιζαν να αναλάβουν δράση. Παύλος Μελάς: Ηγέτης και προδομένος Η καταστολή της επανάστασης του Ίλιντεν είχε αποτέλεσμα να καταστραφεί και το Κρούσοβο, όπου ανθούσε μεγάλη ελληνική παροικία. Ευκαιρίας δοθείσης, οι τούρκοι έσφαξαν και κάμποσους έλληνες με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αφυπνιστεί. Το Μακεδονικό έγινε υπόθεση του κάθε έλληνα. Στις 24 Φεβρουαρίου 1904, με κυβερνητική απόφαση, οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γεώργιος Κολοκοτρώνης και Παύλος Μελάς εισχώρησαν μυστικά στη Μακεδονία, για να κατοπτεύσουν τον χώρο. Γόνος ηπειρώτικης οικογένειας, ο 34χρονος τότε Παύλος Μελάς (είχε γεννηθεί το 1870 στη Μασσαλία) ανήκε σε επιφανή οικογένεια (ήταν γιος του βουλευτή και δήμαρχου Αθηναίων, Μιχαήλ Μελά, και από το 1892 παντρεμένος με τη Ναταλία της μακεδονικής οικογένειας των Δραγούμη, κόρη του Στέφανου και αδελφή του Ίωνα Δραγούμη), είχε γαλουχηθεί με τα αλυτρωτικά ιδεώδη κι έγινε από τους πρώτους μέλος της οργάνωσης του Μακεδονικού Κομιτάτου (ιδρύθηκε τον Μάιο του 1904) που ίδρυσε ο Καλαποθάκης. Ξαναπέρασε στη Μακεδονία τον Ιούλιο, μόνος πια, και κυκλοφορούσε ανάμεσα στην Κοζάνη και τη Σιάτιστα ως ζωέμπορος, δημιουργώντας τον πυρήνα ένοπλης οργάνωσης. Γύρισε στην Αθήνα, ενημέρωσε την κυβέρνηση και, μέσα Αυγούστου, επέστρεψε στην Κοζάνη, διοικητής σώματος 35 ανδρών και συντονιστής του αγώνα στην περιοχή ανάμεσα σε Καστοριά και Μοναστήρι. Είχε πάρει το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας και, παρά την έλλειψη εμπειρίας των ανδρών του, έγινε μάστιγα για τους βούλγαρους κομιτατζήδες της συμμορίας του Μήτρου Βλάχου, που βρήκαν στην περιοχή σκληρό αντίπαλο. Τον πρόδωσαν στους τούρκους, που τον πολιόρκησαν στο χωριό Σιάτιστα (σήμερα, Παύλος Μελάς). Στις 13 Οκτωβρίου 1904, οι έλληνες έκαναν έξοδο. Ο Μίκης Ζέζας ήταν μπροστά. Σκοτώθηκε. Ο θάνατός του συγκίνησε το πανελλήνιο κι έγινε αιτία να πυκνώσουν τα σώματα των εθελοντών, που έσπευσαν να καταταγούν. Αναγκαστικά, το επίσημο ελληνικό κράτος προσχώρησε, αλλά ανεπίσημα, καθώς οι έλληνες πρόξενοι έπαιζαν καθοδηγητικό ρόλο και βοηθούσαν στα κρυφά. Στα 1905, η αναμέτρηση ελλήνων και βουλγάρων είχε εξισορροπήσει. Στη συνέχεια, οι ελληνικές ομάδες επικράτησαν, προσφέροντας ασφάλεια στους έλληνες κατοίκους της Μακεδονίας. Ο ένοπλος μακεδονικός αγώνας έληξε με την επανάσταση των νεότουρκων στα 1908, ακριβώς πριν από εκατό χρόνια.
Ο διπλωματικός πόλεμος προηγήθηκε του «Όχι» |
|
|
Στο σχολείο είχαμε μάθει ότι η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου ταυτίζεται με παρελάσεις, το έπος της Αλβανίας, τα κρυοπαγήματα και τις κάλτσες που έφτιαχναν οι γυναίκες για το μέτωπο και με το πώς «μια χούφτα έλληνες ύψωσαν το ανάστημα στα 40 εκατομμύρια των ιταλών». Σήμερα όμως δεν θα ασχοληθούμε με αυτούς που αγωνίστηκαν στο πεδίο της μάχης, αλλά με κάτι πολύ λιγότερο ηρωικό. Με το πώς φτάσαμε στην κήρυξη του πολέμου, πώς προσπαθήσαμε να τον αποφύγουμε και με το «δράμα» του δικτάτορα Μεταξά, που βρέθηκε μπροστά σε ένα σχιζοφρενικό δίλημμα: για να υπερασπίσει την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία του έπρεπε να πολεμήσει εναντίον της… Από τις αρχές του 20ού αιώνα ο στρατιωτικός σχεδιασμός της χώρας ήταν βασισμένος στους κινδύνους από Ανατολή (Τουρκία) και Βορρά (Βουλγαρία). Η δυναμική εμφάνιση της Ιταλίας με τον μεγαλοϊδεατισμό του Μουσολίνι από τη δεκαετία του ’20 στρέφει την προσοχή μας – έπειτα από πολλούς αιώνες – και προς τη Δύση. Η ιταλική φασιστική κυβέρνηση δείχνει τις προθέσεις της από το 1923 με τον βομβαρδισμό και την κατάληψη της Κέρκυρας, αλλά κυρίως με τη φανφαρονίστικη ρητορική της. Όλα φαίνονται ν’ αλλάζουν προσωρινά με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, που είναι περισσότερο «συγγενής» με τον ιταλικό φασισμό παρά με τον γερμανικό ναζισμό. Η «άνοιξη» μεταξύ των δύο χωρών διαρκεί ελάχιστα, γιατί ο ιταλός δικτάτορας ήταν πιο παρανοϊκός από τον δικό μας, μια και οι τάσεις αναβίωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που τον διακατείχαν τον έκαναν να ψάχνει περισσότερο για υποτελείς παρά για ιδεολογικούς συμμάχους. Αυτή την αντίληψη μετέφερε και ο ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα στη συνάντησή του με τον Μεταξά τον Μάιο του 1940: «Επισκεφθείς την 6η τρέχοντος τον κ. Πρωθυπουργόν ο κ. Γκράτσι επανέλαβε τα ανωτέρω προθέσας τα εξής: Η Ιταλία ως Μεγάλη Δύναμις έχει και αυτή τας διεκδικήσεις της, ων την ικανοποίησιν θέλει εν καιρώ αξιώση, εκείνον όμως όπερ δύναται να διαβεβαιώση είναι ότι αι διεκδικήσεις αυταί δεν στρέφονται παντάπασι προς την Ελλάδα ούτε γενικότερα προς τα Βαλκάνια. Και αν ακόμη περιπτώσει η Ιταλία θα ενεπλέκετο εις πόλεμον προς την Αγγλίαν, δεν θα προσέβαλλε την Ελλάδα εφ’ όσον αύτη δεν καθίστατο αγγλική βάσις». Με ποιον να πάνε; Η δικτατορία των Μεταξά - Γεωργίου Β’ έπρεπε να αποφασίσει «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει», γνωρίζοντας ότι σε συνθήκες έντασης συμμαχία με έναν σημαίνει πόλεμος με τον άλλον. Ακροβατώντας μεταξύ παραδοσιακής εξάρτησης από τη Βρετανία και ιδεολογικής συγγένειας με Ιταλία - Γερμανία, επέλεξε την τακτική της επιφανειακής ουδετερότητας με την αποφυγή προκλήσεων, αλλά στην πράξη τοποθετήθηκε στο αγγλικό στρατόπεδο. Ο τερματισμός του ισπανικού εμφυλίου τον Μάρτιο του 1939 με τη νίκη του Φράνκο «απελευθερώνει» τις δυνάμεις του Άξονα και οδηγεί τον κόσμο στην τελική ευθεία για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γερμανοί φτάνουν στην Πράγα, οι ιταλοί απαντούν με την είσοδο στα Τίρανα και από την επόμενη κιόλας ημέρα της κατάληψης της Αλβανίας ο Μεταξάς ζητάει εγγυήσεις ασφάλειας από τη Βρετανία, αλλά παίρνει μόνο κάποιες «ηθικές δεσμεύσεις» για βοήθεια σε περίπτωση εισβολής από τρίτη χώρα. Η Αγγλία παραμένει ακόμα στη λογική του «κατευνασμού» του Χίτλερ και θεωρεί ως ένα σημείο αναμενόμενες τις επεκτατικές του τάσεις. Άρα, σε αυτό το πλαίσιο δεν θα μπορούσε να πάρει ξεκάθαρη θέση κατά της Ιταλίας. Οι ιταλοί δίνουν μονότονες υποσχέσεις περί ειρηνικής παραμονής τους στη γειτονική χώρα, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι δημιουργούν εκεί το πρώτο προπύργιο για την εξάπλωσή τους στα Βαλκάνια. Άλλωστε τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί μη επέμβασης είχαν δώσει παλιότερα στην Αλβανία και την Αιθιοπία. Ο έλληνας πρέσβης στο Λονδίνο μεταφέρει τον Απρίλιο τις τυπικές «εγγυήσεις» του Μουσολίνι: «Ο υπουργός των Εξωτερικών μοι είπεν ότι χθες κατά την εσπέραν τον επεσκέφθη ο Επιτετραμμένος της Ιταλίας και τω ανακοίνωσε εκ μέρους του κ. Μουσολίνι ότι ουδεμίαν έχουν πρόθεσιν εις βάρος της Ελλάδος και της Γιουγκοσλαβίας, όπου ουδεμία έχει εκδηλωθεί ανησυχία. Τω έκαμεν είτα λόγον περί της Κέρκυρας και των αποδιδομένων εις την Αγγλικήν Κυβέρνησιν προθέσεων προς κατάληψιν αύτης, τουθ’ όπερ θα ηδύνατο να προκαλέσει περιπλοκάς». Όπως βλέπουμε, μπορεί ο στρατιωτικός πόλεμος να μην είχε κηρυχθεί, αλλά βρισκόταν εν εξελίξει ο διπλωματικός. Η γραμμή της πολιτικής ουδετερότητας του Μεταξά παραμένει ακλόνητη ακόμα και όταν οι ιταλοί τορπιλίζουν το «Έλλη», τον Δεκαπενταύγουστο του 1940. Ο δικτάτορας κάνει ότι δεν γνωρίζει τους δράστες της επίθεσης, απαγορεύει στον Τύπο τη δημοσίευση των πληροφοριών περί της εθνικότητας των τορπίλων, αλλά παράλληλα την επόμενη κιόλας ημέρα ανακοινώνει στο υπουργικό συμβούλιο ότι σε περίπτωση πολέμου η χώρα θα ταχτεί με την πλευρά των βρετανών. Παράλληλα, ενημερώνει για τις προθέσεις του τον ιταλό πρεσβευτή στην Αθήνα στις 21 Αυγούστου 1940: «Η Ελλάς ουδεμίαν έχει διάθεσιν να ενεργήση κατά της Ιταλίας και να έλθη εις πόλεμον με αυτής, εκτός εάν η Ιταλία ήθελε θίξει ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδος και προπαντός την ακεραιότητα του εδάφους της. Διά την περίπτωσιν αυτήν σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε ότι η Ελλάς θα αμυνθή της τιμής της και της ακεραιότητάς της μέχρις εσχάτων». «Πιόνι» η Ελλάδα Δεν ξέρουμε πόσο σοβαρά πήραν τις προειδοποιήσεις του Μεταξά οι ιταλοί, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι, ανεξαρτήτως της διπλωματικής πολιτικής του, η Ελλάδα δεν ήταν παρά ένα «στρατιωτάκι» στη μεγάλη παρτίδα σκακιού που στηνόταν στην Ευρώπη και η συμμετοχή της ή όχι στον πόλεμο δεν θα ήταν δική της απόφαση, αλλά άλλων. Πράγματι τον Σεπτέμβριο ο άμεσος κίνδυνος εμπλοκής στον πόλεμο απομακρυνόταν γιατί προς στιγμήν οι δυνάμεις του Άξονα έριξαν μεγαλύτερο βάρος στην προς Βορρά εξάπλωσή τους. Όμως το τριμερές σύμφωνο που υπογράφεται μεταξύ Γερμανίας, Ιταλίας και Ιαπωνίας στις 27 Σεπτεμβρίου ουσιαστικά ανάβει το πράσινο φως για την επέκταση του πολέμου προς τον Νότο, με απώτερο στόχο εκδίωξη των – κυρίαρχων μέχρι τότε – βρετανών από τη Μεσόγειο και την απελευθέρωση των θαλάσσιων διόδων για τις επερχόμενες εξορμήσεις του Άξονα στη Μέση Ανατολή. Ο Μεταξάς βλέπει τον πόλεμο να είναι προ των πυλών και ρίχνει γέφυρες προς τη γερμανική πλευρά βολιδοσκοπώντας ουσιαστικά... πόση γη και ύδωρ ζητούσαν για να αφήσουν τη χώρα εκτός πολέμου. Η απάντηση είναι αποκαρδιωτική, όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του: «Εις τα σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν του Άξονος μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι η μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μια εκούσια προσχώρησις της Ελλάδος εις την “Νέαν Τάξιν”. Προσχώρησις που θα εγένετο λίαν ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ ως “εραστήν του ελληνικού πνεύματος”. Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γειτονάς μας. Και ναι μεν αυτό θα συνεπάγετο θυσίας τινάς διά την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν από απολύτως “ασήμαντοι” εμπρός εις τα “οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα” τα οποία θα είχε διά την Ελλάδα η Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Όταν επέμεινα να κατατοπιστώ, πόσον επί τέλους θα μπορούσε να είναι αυτό το “ελάχιστον” τελικώς μας εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς (Αλεξανδρουπόλεως)». «Δεν θα με προλάβει ο Χίτλερ» Το τίμημα που ζητούσαν οι γερμανοί ήταν πολύ βαρύ για τη χώρα αλλά και για τον ίδιο τον δικτάτορα, που θα αδυνατούσε να εξηγήσει στον λαό πώς από τις πύρινες εθνικοαπελευθερωτικές κορώνες θα περνούσε χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά στον εδαφικό ακρωτηριασμό της χώρας. Στις 12 Οκτωβρίου οι γερμανοί εισβάλλουν στη Ρουμανία και κάνουν έξαλλο τον Μουσολίνι, που θεωρεί τα Βαλκάνια ιταλικό ζωτικό χώρο. Δύο μόλις ημέρες μετά αποφασίζεται η επίθεση στην Ελλάδα, αλλά τον παρανοϊκό Ντούτσε φαίνεται να τον απασχολεί περισσότερο ο αιφνιδιασμός του Χίτλερ από αυτόν της χώρας μας: «Ο Χίτλερ με έθετε πάντοτε προ τετελεσμένων γεγονότων. Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα: θα ανακαλύψει από τον Τύπο ότι εγώ εισέβαλα στην Ελλάδα». Ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζουμε αν ο Χίτλερ ήταν ενήμερος των ιταλικών προθέσεων, αν αιφνιδιάστηκε ή αν τις ανέχτηκε. Μάλλον δεν ήταν, γιατί εκείνος ενδιαφερόταν περισσότερο για τη στρατηγικής σημασίας Κρήτη και όχι για την υπόλοιπη χώρα, ενώ ο Ντούτσε αποζητούσε δόξα από την κατοχή μεγάλων εδαφικών τμημάτων. Παρότι ο Μεταξάς ετοιμαζόταν από χρόνια για τη σύγκρουση, μέχρι τελευταία στιγμή πίστευε ότι η ιδεολογική του συγγένεια με γερμανοϊταλούς θα μπορούσε να αποτρέψει την είσοδο της χώρας στον πόλεμο. Στα απομνημονεύματά του, σε μια συναισθηματική έξαρση, εμφανίζεται σχεδόν σαν προδομένος γιατί ενώ αυτός ήταν όσο αντικομμουνιστής χρειαζόταν, «αυτοί» παραβίασαν τις αρχές τους. Στο τέλος μάλιστα τους κατηγορεί λέγοντας ότι είναι ψεύτες ιμπεριαλιστές, που δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους άγγλους, με τους οποίους όμως ο ίδιος συμμάχησε εναντίον των συντρόφων του... Το σίγουρο είναι ότι η κήρυξη του πολέμου στην Ελλάδα μόνο προβλήματα δημιούργησε στις δυνάμεις του Άξονα. Αποτέλεσε την πρώτη ήττα του Μουσολίνι, προοίμιο για την εκτέλεσή του πέντε χρόνια μετά, ενώ καθυστέρησε τα σχέδια του Χίτλερ για το σοβιετικό μέτωπο, που αποτέλεσε κομβικό σημείο για την τελική έκβαση του πολέμου. 18 Δεκεμβρίου 1913: Γεννιέται ο Βίλι Μπραντ |
|
|
Ήταν 18 Δεκεμβρίου 1913, όταν γεννήθηκε ο Χέμπερτ Ερνστ Καρλ Φραμ. Μπήκε στο πανεπιστήμιο στα 1932 και συντάχθηκε με τους σοσιαλδημοκράτες αλλά το 1933 του προέκυψε η κυβέρνηση των ναζί κι ένα ένταλμα σύλληψης από την Γκεστάπο. Το έσκασε στη Νορβηγία, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος με το ψευδώνυμο Βίλι Μπραντ, το οποίο τον ακολούθησε σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Νορβηγία, έφυγε στη Σουηδία για να γυρίσει, μετά τον πόλεμο, στη Γερμανία ως Νορβηγός πολίτης, ακόλουθος Τύπου της νορβηγικής αποστολής στο Βερολίνο. Μετά από πιέσεις, ξαναπήρε τη γερμανική υπηκοότητα κι εκλέχτηκε με το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) μέλος της Ομοσπονδιακής Βουλής (1949). Στα 1957, εκλέχτηκε δήμαρχος Δυτικού Βερολίνου κι έμεινε στη θέση αυτή ως το 1966, αποκτώντας παγκόσμια φήμη εξαιτίας της σθεναρής στάσης του απέναντι στους Σοβιετικούς τόσο το 1958, με το ζήτημα της ανακήρυξης του Δυτικού Βερολίνου ως ελεύθερης και αποστρατικοποιημένης πόλης, όσο και το 1961, όταν χτίστηκε το τείχος του Βερολίνου. Την ίδια χρονιά (1961), διεκδίκησε την εκλογή στην καγκελαρία της Δυτικής Γερμανίας. Το 1966, μετείχε ως υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος στην κυβέρνηση του Μεγάλου Συνασπισμού, όμοιου με αυτόν που σήμερα κυβερνά την πια ενωμένη Γερμανία. Στα 1969, το SPD κέρδισε τις εκλογές και ο Βίλι Μπραντ ορκίστηκε καγκελάριος. Ανατίμησε το μάρκο, υπέγραψε τη συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων και ξεκίνησε την περίοδο της οστπόλιτικ («ανατολικής πολιτικής»): Τη βελτίωση των σχέσεων με την Ανατολική Γερμανία και τις χώρες του κομμουνιστικού μπλοκ. Στις 13 Μαρτίου 1970, για πρώτη φορά στην ιστορία των δύο χωρών, οι ηγέτες της Δυτικής Γερμανίας Βίλι Μπραντ και της Ανατολικής Γερμανίας Βίλι Στοφ συναντήθηκαν επίσημα. Τον επόμενο χρόνο (20 Οκτωβρίου 1971) του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ για την Ειρήνη. Τον μεθεπόμενο (1972) έζησε τη μεγάλη σφαγή στην Ολυμπιάδα του Μονάχου, όταν η παλαιστινιακή οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης» ξεκλήρισε την ισραηλινή ολυμπιακή ομάδα. Στα 1974, παραιτήθηκε, μετά την σύλληψη στενού συνεργάτη του με την κατηγορία της κατασκοπίας υπέρ της Ανατολικής Γερμανίας. Πέθανε στις 9 Οκτωβρίου 1992. Έμεινε στην ιστορία ως ο ηγέτης που προσπάθησε να συμφιλιώσει τους δύο κόσμους.
Ώς πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά |
|
|
Αυτές τις ημέρες ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν κατέθεσε μήνυση εναντίον του ελληνικού κράτους για την παράδοσή του στους Τούρκους λίγα χρόνια πριν. Δεν μπορούμε να μην συνδυάσουμε αυτή την παράδοση με την αντίστοιχη πράξη που έκαναν οι Αυστριακοί πριν 211 χρόνια, τον Δεκέμβριο του 1897, στον οραματιστή της βαλκανικής επανάστασης εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βέβαια οι διαφορές σε πρόσωπα και εποχές είναι μεγάλες, αλλά θα προσπαθήσουμε να θυμηθούμε το έργο και το μαρτυρικό τέλος του Ρήγα Βελεστινλή και των συντρόφων του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1790 οι συνθήκες είχαν αρχίσει να ωριμάζουν για τη δημιουργία ενός ελληνικού επαναστατικού κινήματος. Σε πρώιμο στάδιο, την ιδεολογική προετοιμασία είχαν αναλάβει οραματιστές όπως ο Ρήγας Βελεστινλής, που γνώριζε καλά τα δεδομένα στα Βαλκάνια, καθώς είχε γνωρίσει εκ των έσω την οθωμανική διοίκηση έχοντας περάσει διαδοχικά από την Πόλη, το Ιάσιο και το Βουκουρέστι καταλήγοντας στη Βιέννη. Σε όλους αυτούς τους σταθμούς, ο Ρήγας ήρθε σε επαφή με ομοεθνείς του και μαζί τους δραστηριοποιήθηκε στις ελληνικές παροικίες της Ευρώπης προετοιμάζοντας το έδαφος και διαδίδοντας τις επαναστατικές αντιλήψεις. «Επικίνδυνος» οραματιστής Ο Ρήγας δεν ήταν επαναστάτης με τον συμβατικό ορισμό. Δεν οργάνωνε ο ίδιος συνωμοτικούς πυρήνες και οπλαρχηγούς να πολεμήσουν τον σουλτάνο, ούτε συγκέντρωνε κεφάλαια προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά «παρείχε» το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα λάμβανε χώρα η επανάσταση των βαλκανικών λαών και το διέδιδε παντού. Με σημερινούς όρους, αν η Αυστρία και η Τουρκία ήταν οι ΗΠΑ, δηλαδή η υπερδύναμη, τότε ο Ρήγας θα ήταν για εκείνες κάτι σαν τους ακραίους ισλαμιστές ιερείς που παροτρύνουν τον λαό τους να πάρει τα όπλα. Βεβαίως, η ομοιότητα σταματάει εκεί, αλλά έστω και έτσι αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της απειλής που αποτελούσε ο Ρήγας για τις δύο αυτές αυτοκρατορίες. Η διδασκαλία και η προπαγάνδα του σκόπευαν να εμπνεύσουν όχι μόνο τον ελληνικό πληθυσμό, αλλά και τους υπόλοιπους λαούς των Βαλκανίων, ιδίως τους χριστιανικούς. Η ουτοπία του ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου βαλκανικού κράτους, στο οποίο θα πρωταγωνιστούσαν οι Έλληνες. Όπως επισημαίνει η φιλόλογος Μαρία Μαντουβάλου, στην πραγματικότητα οραματιζόταν αυτή τη νέα κοινοπολιτεία σε μια έκταση ακόμα μεγαλύτερη: ήθελε να υποκατασταθεί η εξουσία του σουλτάνου στις περιοχές που εκείνος ήλεγχε και σε αυτή τη νέα «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» οι διαφορετικές εθνότητες να ζούσαν μαζί με βάση τα πολιτειακά και κοινωνικά πρότυπα της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτές οι ιδέες σε έναν βαθμό προϋπήρχαν, αλλά ο Ρήγας τους έδωσε μεγαλύτερη φωνή και τελικά όντως δημιουργήθηκε μια δυναμική για κάποια χρόνια μετά τον θάνατό του. Για παράδειγμα, σε ποίημα που πιθανότατα έγραψε κάποιος θαυμαστής του διαβάζουμε λόγια υποστήριξης για τον αγώνα που ξεκίνησαν οι Σέρβοι το 1804: «Ιδού και οι Σερβιώται, γένος ποτέ μικρόν, ημπόρεσαν να ρίψουν ζυγόν τόσον πικρόν». Στον Θούριο, άλλωστε, αυτό το «Πανβαλκανικό Εμβατήριο» με βάση τον Ιωάννη Κορδάτο, ο Ρήγας έγραφε: «Βουλγάροι κι’ Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και άσπροι, με μιά κοινήν ορμή, Για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί, πως είμαστ’ αντριωμένοι παντού να ξακουσθή». Και προσθέτει εύγλωττα στη Νέα Πολιτική Διοίκηση: «Ο αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου. Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλον είδος γενεάς». Είναι όμως επίσης φανερό ότι ο Ρήγας και οι Έλληνες ομοϊδεάτες του θεωρούσαν αυτονόητο τον κυρίαρχο ρόλο του ελληνικού στοιχείου στο κρατικό μόρφωμα που οραματίζονταν. Στο βιβλίο «Εισαγωγική Διδασκαλία» του Δανιήλ Μοσχοπολίτη (1802) διαβάζουμε: «Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, Αλλόγλωσσοι, χαρήτε, Κι’ ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε». Βιέννη και Τεργέστη Μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί γιατί ο Ρήγας επέλεξε τη Βιέννη και την Τεργέστη ως κέντρα της δράσης του. Στο κάτω κάτω η Αυστρία ήταν πλέον στενός σύμμαχος της Υψηλής Πύλης και εναντιωνόταν πάντοτε σε οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα. Ιδίως οι ευγενείς της χώρας δεν επιθυμούσαν σε καμία περίπτωση να αναδειχτούν στα Βαλκάνια επικίνδυνοι επαναστάτες που ενδεχομένως θα αμφισβητούσαν τους παραδοσιακούς πολιτικούς θεσμούς. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε η άρχουσα τάξη θα βρισκόταν σε δύσκολη θέση με τη Γαλλία από τη μια πλευρά και τα Βαλκάνια από την άλλη. Αυτός ακριβώς όμως ήταν ο λόγος που ο Ρήγας εγκαταστάθηκε εκεί: η Γαλλική Επανάσταση είχε επηρεάσει βαθιά τους πολυάριθμους Έλληνες ομογενείς που κατοικούσαν στην Αυστρία, οι οποίοι παράλληλα ήταν εκπρόσωποι της αστικής τάξης με αξιόλογες επιδόσεις στο εμπόριο. Αποτέλεσμα της επίδρασης αυτής ήταν να υποστηρίξουν ενεργότερα τις επαναστατικές πρωτοβουλίες και φυσικά τη διάδοση των ιδεών αυτών στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες. Εξάλλου εκείνη την περίοδο δεν μπορούσαν να προσβλέπουν στην τσαρική βοήθεια, καθώς η Ρωσία είχε υπογράψει τη συνθήκη του Ιασίου (1792) με την οποία τερμάτιζε την αντιπαράθεσή της με τους Τούρκους. Μοναδική ελπίδα για τον ελληνικό λαό αποτελούσε λοιπόν η Γαλλία με τον Ναπολέοντα να έχει σαρώσει νωρίτερα τους στρατούς της Ιταλίας και της Αυστρίας. Οι νίκες αυτές έδιναν την ελπίδα ότι ίσως ο μεγάλος αυτός στρατηλάτης θα ήθελε να υποδαυλίσει μια επανάσταση στα Βαλκάνια ή ακόμα και να φτάσει ο ίδιος μέχρι εκεί με τις δυνάμεις του. Ο Ρήγας πίστευε πολύ στην ιδέα της γαλλικής βοήθειας και είχε στείλει μάλιστα επιστολή στον Βοναπάρτη μέσω του πρόξενου της Τεργέστης, ο οποίος, όπως φάνηκε στη συνέχεια, είχε άλλες βλέψεις. «Δίκτυο ασφαλείας» Ο Ρήγας είχε εγκατασταθεί στη Βιέννη μετά το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου, που παράλληλα σηματοδότησε τη συμμαχία Αυστρίας και Τουρκίας. Παρ’ ότι ο Έλληνας διανοητής είχε μεγάλη υποστήριξη από τους ομογενείς της Αυστρίας, έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός κατά την έκδοση και την κυκλοφορία των έργων και των προκηρύξεών του. Ήταν αναγκασμένος να κινείται με μυστικότητα και να φροντίζει ώστε οι ευαίσθητες πληροφορίες να μην πέσουν στα χέρια των αρχών. Αυτό ακριβώς το «δίκτυο ασφαλείας» ήταν που απέτυχε τελικά και οδήγησε στη σύλληψη του ίδιου και πολλών ακόμα συνεργατών του. Πιο συγκεκριμένα, εκείνον τον καιρό ο Ρήγας είχε σκοπό να στείλει στην Ελλάδα το Επαναστατικό Μανιφέστο που περιλάμβανε τρία έργα: μια Προκήρυξη, τη Νέα Πολιτική Διοίκηση και τον Θούριο. Το πολιτικό αυτό κείμενο πλαισιωνόταν από το Στρατιωτικόν Εγκόλπιον, μια συλλογή από στρατιωτικούς κανόνες (παρμένους από γερμανικά πολεμικά εγχειρίδια) ώστε οι Έλληνες να αποκτήσουν όλα τα εφόδια που θα χρειάζονταν. Όπως είναι φανερό, οι δύο αυτές επαναστατικές εκδόσεις ήταν «καυτές». Είχαν τυπωθεί ήδη σε 3.000 αντίτυπα από τους αδελφούς Πούλιου, έπρεπε όμως να περάσουν πρώτα από την Τεργέστη και το κατάστημα του Αντώνη Νιώτη πριν προωθηθούν νοτιότερα. Μια επιστολή όμως που προηγήθηκε προς τον ομοϊδεάτη Αντώνιο Κορωνιό και περιλάμβανε όλες τις ευαίσθητες λεπτομέρειες βρέθηκε κατά λάθος στα χέρια του συνεργάτη του Δημήτριου Οικονόμου, ο οποίος ειδοποίησε τις αρχές. Στη συνέχεια, ο βαρόνος Πιττόνι, διοικητής της αστυνομίας της πόλης, επικοινώνησε με τον κυβερνήτη Πομπήιο Μπριγκίντο και μετά από πιέσεις της Πύλης μέσω του υφυπουργού Εξωτερικών Κωνσταντίνου Υψηλάντη δόθηκε η διαταγή σύλληψης των Ρήγα και Χριστοφόρου Περραιβού. Τα κείμενα χαρακτηρίστηκαν ως «προοίμια δημοκρατικής κατήχησης» από τους Αυστριακούς, ενώ η Πύλη ανέφερε ότι «διέδιδαν πληροφορίες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα». Μάρτυρας της ελευθερίας Την 1η Δεκεμβρίου του 1797 ο Ρήγας και οι σύντροφοί του συλλαμβάνονται σε ξενοδοχείο της Τεργέστης ενώ δεν είχε περάσει ούτε μια μέρα που είχε φτάσει στην πόλη. Σχεδόν ένας μήνας ανακρίσεων και συνεννοήσεων των Αυστριακών με τους Τούρκους περνάει, όταν στις 30 Δεκεμβρίου ειδοποιούνται ότι θα τους μεταγάγουν στη Βιέννη όπου θα αποφασιστεί η τύχη τους. Το ίδιο βράδυ ο Ρήγας επιχειρεί να αυτοκτονήσει αυτοτραυματιζόμενος στο στήθος. Αν προσπάθησε όντως να αυτοκτονήσει ή προσπαθούσε να αναβάλει τη μεταγωγή τους περιμένοντας κάποια μεσολάβηση είναι άγνωστο. Η μεταφορά τους πάντως αναβλήθηκε προσωρινά και ο Ρήγας επιχείρησε να ευαισθητοποιήσει τον Γάλλο πρόξενο για την υπόθεσή τους, αλλά μάταια. Τελικά οδηγούνται στη Βιέννη όπου αποφασίζεται να παραδοθούν στους Τούρκους. Ο Ρήγας και οι σύντροφοί του καταλήγουν στον τελευταίο μαρτυρικό σταθμό της ζωής τους, τον πύργο Νεμπόισα στο Βελιγράδι. Ο Αντώνιος Κορωνιός, ο Ευστράτιος Αργέντης, ο Ιωάννης Καρατζάς, ο Δημήτριος Νικολίδης, ο Θεοχάρης Τουρούντζιας και οι Παναγιώτης και Ιωάννης Εμμανουήλ θα βασανιστούν και θα στραγγαλιστούν στις 24 Ιουνίου του 1798. Ο Αλή πασάς και άλλοι Οθωμανοί αξιωματούχοι είχαν ζητήσει να τους δοθεί χάρη, αλλά μάταια. Οι Τούρκοι πετούν τα κορμιά τους στον ποταμό Δούναβη, στέλνοντας έτσι το «κατάλληλο» μήνυμα σε άλλους επίδοξους επαναστάτες. Τις απώλειες του κινήματος της ελευθερίας συμπλήρωναν οι συλλήψεις των αδελφών Πούλιου και των τυπογράφων του Ρήγα. Τον μαρτυρικό θάνατό του υμνεί ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας σημειώνοντας: «Μόνον το όνομα της ελευθερίας φθάνει, διά να δειλιάση τας ανάνδρους καρδίας όλων των μιαρών τυράννων της γης. Ε! πόσον ήθελε το αποδείξει εμπράκτως ο αείμνηστος Έλλην, ο Ήρως ο μέγας, λέγω και θαυμαστός Ρήγας, αν μία ανέλπιστος προδοσία δεν ήθελε τον θανατώσει». Και συμπληρώνει ο Αδαμάντιος Κοραής: «Παρίστανται ίσως ταύτην ώραν δέσμιοι έμπροσθεν του τυράννου οι γενναίοι ούτοι της ελευθερίας μάρτυρες. Ίσως, ταύτην την ώραν, κατεβαίνει εις τας ιεράς κεφαλάς των η μάχαιρα του δημίου, εκχέεται το γενναίον ελληνικόν αίμα από τας φλέβας των, και ίπταται η μακαρία ψυχήν των, διά να υπάγη να συγκατοικήση με όλων των υπέρ ελευθερίας αποθανόντων τας αοιδίμους ψυχάς. Αλλά του αθώου αίματος η έκχυσις αύτη αντί του να καταπλήξη τους Γραικούς θέλει μάλλον τους παροξύνει εις εκδίκησιν». Καθοριστικό έργο Ο Ρήγας δολοφονήθηκε στα 40 του χρόνια, αλλά τα έργα του αποδείχτηκαν καθοριστικά για την Ελληνική Επανάσταση, με την κυκλοφορία τους να επηρεάζει Έλληνες και άλλους βαλκανικούς λαούς, όπως οι Σέρβοι που επαναστάτησαν το 1804. Στην πράξη, οι «ομοσπονδιακές» απόψεις του Ρήγα λειτούργησαν περισσότερο ψυχολογικά στους υπόδουλους λαούς παρά ως ένα σαφές πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο που θα καθόριζε τη συνέχεια. Πάντως, ακόμα και πολύ αργότερα, το 1875, συναντάμε στη Γενεύη σοσιαλιστικό σύλλογο με το όνομα «Ρήγας», δείγμα της επίδρασης που άσκησε στην ευρύτερη περιοχή. Η πιο ορατή επιρροή των ιδεών του, πάντως, ήταν ότι γέννησαν συναισθήματα σύμπνοιας και ενθουσιασμού, με τους εξεγερμένους Βαλκάνιους να παίρνουν θάρρος ο ένας από τον αγώνα του άλλου. Όσον αφορά τους Έλληνες, οι διδασκαλίες του Ρήγα θα εμπνεύσουν τους μεγάλους ηγέτες της Επανάστασης του 1821, όπως και τη Φιλική Εταιρεία. Οι αντιλήψεις του για την πολιτική συγκρότηση, δηλαδή την εφαρμογή των ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης στην πραγματικότητα των Βαλκανίων, θα αποτελέσουν το βάθρο πάνω στο οποίο θα στηριχτεί αργότερα το πρώτο νεοελληνικό κράτος. Αλλά πάνω απ’ όλα για τον απλό λαό που αγωνιζόταν, οι στίχοι του Ρήγα θα γίνουν σύνθημα. Ο Δημήτριος Φωτιάδης υπογραμμίζει με έμφαση: «Όσοι από τους Ιερολοχίτες στο Δραγατσάνι δεν βρήκαν το θάνατο στη μάχη παρά πέσανε στα χέρια των τυράννων, τραγουδάγανε το Θούριο όταν τους οδηγούσαν να τους σφάξουν». Μέσα σε μερικές δεκαετίες από τον θάνατό του, τα πρώτα ανεξάρτητα κρατίδια είχαν δημιουργηθεί στη χερσόνησο του Αίνου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία να χάνει διαρκώς έδαφος. Στις μεγάλες μάχες που ακολούθησαν, οι Τούρκοι δυνάστες ένιωσαν την αλήθεια των τελευταίων λέξεων του Ρήγα Φεραίου: «Λύσσαξε Τούρκε! Δεν εξαλείφεις μ' ημάς και το σπόρο της Ελευθερίας. Οι εκδικηταί μας γλήγορα θ' αναβλαστήσωσι!» |
|
|
|
|
|
|
|
|
|