Σάββατο 1 Αυγούστου 2009


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΠΙΛΕΚΤΑ XI


Το ελληνικό ολοκαύτωμα ξανάρχεται στο φως


Πριν από μερικές ημέρες πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας ένα σημαντικό συνέδριο με θέμα τον διωγμό των εβραϊκών πληθυσμών από τον ελλαδικό χώρο στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Στο συνέδριο, με τίτλο «Το ολοκαύτωμα ως τοπική ιστορία. Παρελθόν και παρόν μιας πολύπλοκης σχέσης», έλαβαν μέρος 60 σύνεδροι από 20 χώρες και 50 ιδρύματα της Ελλάδας και του εξωτερικού, επιστήμονες από κορυφαία πανεπιστήμια όλου του κόσμου, καθώς και από ερευνητικά ιδρύματα και μουσεία.

Με αφορμή την αναθέρμανση αυτού του ξεχασμένου ζητήματος θα προσπαθήσουμε να εστιάσουμε στην πορεία των εβραϊκών πληθυσμών στη Θεσσαλονίκη μετά την είσοδο των γερμανών στην πόλη.

«Κάθε φορά που διαβάζω για τον ευρωπαϊκό ανθρωπισμό, ο νους μου γυρίζει στις μαύρες μέρες του 1943, τότε που στεκόμασταν στα πεζοδρόμια της Εγνατίας και βλέπαμε με σφιγμένη καρδιά τους εβραίους να φεύγουν» είχε γράψει κάποτε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ήταν όμως τα πράγματα έτσι όπως τα έγραφε και τα θυμόταν ο σημαντικός μακεδόνας ποιητής, ή μήπως ήταν και έτσι;

Μέχρι την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι έλληνες πολίτες εβραϊκού θρησκεύματος μπορούμε να πούμε ότι ζούσαν σχετικά αρμονικά με την απόλυτη ορθόδοξη πλειονότητα του υπόλοιπου πληθυσμού. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ιδίως η γερμανική κατοχή θα επιβεβαίωναν ή θα αποκαθήλωναν τα πραγματικά συναισθήματα των πρώην γειτόνων. Πριν από τον πόλεμο στη χώρα μας ζούσαν περίπου 70 χιλιάδες εβραίοι, με το σημαντικότερο κομμάτι τους να βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, ενώ μικρότερες ομάδες υπήρχαν σε Αθήνα, Λάρισα, Δράμα, Κέρκυρα, Έβρο, Θεσσαλία, Κέρκυρα, Βέροια, Χανιά και Ζάκυνθο.

Η είσοδος των γερμανών κατακτητών στη Θεσσαλονίκη σήμανε την αντίστροφη μέτρηση για τους εβραίους της πόλης. Το πρώτο διάστημα παραδόξως υπήρξε μια περίεργη αδιαφορία των γερμανών προς αυτούς, κάτι που... εξόργισε ορκισμένους αντισημίτες, όπως ο Ηφαιστίων Παπαναούμ, ο οποίος έστειλε προσωπική επιστολή προς τις αρχές κατοχής της πόλης τον Απρίλιο το 1942 με τίτλο: «Ο εβραϊσμός της Ελλάδας».

Σε αυτή, αφού ανέφερε ότι μετά έναν χρόνο γερμανικής παρουσίας στην πόλη οι εβραίοι ζούσαν «σαν πασάδες στα Γιάννενα»... κατήγγειλε την αδιαφορία των «αρχών» για το θέμα: «Πώς είναι δυνατόν σε όλα τα ευρωπαϊκά και βαλκανικά κράτη να έχουν ληφθεί από καιρό μέτρα και μόνο οι εβραίοι της Ελλάδας, ιδιαίτερα αυτοί της Θεσσαλονίκης, να μην έχουν θιγεί και να παραμένουν ελεύθεροι, συνεχίζοντας τη διαβολική προπαγάνδα εναντίον της Μεγάλης Γερμανίας;».

Δεν γνωρίζουμε αν οι παρακλήσεις του Παπαναούμ εισακούστηκαν, πάντως τρεις μήνες μετά, τον Ιούλιο του 1942, οι γερμανικές αρχές κατοχής συγκέντρωσαν χιλιάδες εβραίους της Θεσσαλονίκης στην Πλατεία Ελευθερίας και στη συνέχεια τους έστειλαν σε καταναγκαστικά έργα σε γειτονικούς νομούς. Αργότερα, επειδή λόγω των κακουχιών οι αιχμάλωτοι - δούλοι δεν ήταν παραγωγικοί, ζήτησαν από την Ισραηλινή Κοινότητα της πόλης 50 εκατ. μάρκα ως... αποζημίωση για τη δουλειά που δεν έκαναν οι κρατούμενοι και για να τους απαλλάξουν από τις εργασίες τους.

Η κοινότητα έδωσε πράγματι 38 εκατ. μάρκα σε τέσσερις δόσεις, ενώ το υπόλοιπο ποσό δεν καταβλήθηκε ποτέ, γιατί απλά στο ενδιάμεσο διάστημα μέχρι την τελευταία δόση δεν είχε μείνει πια κανένας εβραίος στην πόλη. Και αυτοί που πλήρωναν και οι αιχμάλωτοι είχαν σταλεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας.

Οι ελάχιστοι που γλίτωσαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ακολούθησαν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στα βουνά και στην «Ελεύθερη Ελλάδα», κρύφτηκαν σε χωριά και έφτασαν σαν άγνωστοι στην Αθήνα, ενώ κάποιοι άλλοι κατάφεραν με διάφορους τρόπους να διαφύγουν από τη χώρα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι, παρά τον ανηλεή διωγμό των μελών της, η εβραϊκή ηγεσία της χώρας παρέμεινε μέχρι τέλους συντηρητικών αντιλήψεων προσπαθώντας να αποτρέψει τα νεαρά μέλη της να ακολουθήσουν τις αντάρτικες ομάδες.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, κάποιοι τις ακολούθησαν, ενώ πολλοί έγιναν διερμηνείς. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι το ΕΑΜ, εκτός από το αυτονόητο για τις αρχές του ανθρωπιστικό έργο της διάσωσης κυνηγημένων, διατήρησε τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, υποχρεώνοντας τους πλούσιους εβραίους να στηρίξουν οικονομικά τη διάσωση δυο φτωχών συμπατριωτών τους.

Ο εξανδραποδισμός των εβραίων δημιούργησε ένα «εμπορικό κενό» στην πόλη, και όπως ήταν φυσικό πολλά κοράκια και λύκοι μαζεύτηκαν γύρω από το «κουφάρι» της πρώην ακμάζουσας εβραϊκής κοινότητας. Στις 7 Μαρτίου 1943 οι κατοχικές δυνάμεις της πόλης ίδρυσαν την ΥΔΙΠ (Υπηρεσία Διαχείρισης Ισραηλιτικών Περιουσιών) με τυπικό στόχο το κλείσιμο των καταστημάτων των διωχθέντων, την καταγραφή και καταμέτρηση των εμπορευμάτων και την παράδοση των κλειδιών μέχρι η υπηρεσία να όριζε τους νέους μεσεγγυούχους, για τον διορισμό των οποίων υπεύθυνη ήταν πάλι η ΥΔΙΠ.

Όπως είναι κατανοητό, όλο αυτό το κατασκεύασμα, που χρειάστηκε να βασιστεί σε διάφορα νομικά τερτίπια (στηρίχτηκε στον αναγκαστικό νόμο 409/1941 «Περί μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών» και στον 409/1941 «Περί μεσεγγυήσεως περιουσιών ανηκουσών σε Άγγλους υπηκόους»), στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια κακοστημένη νομιμοποίηση του άθλιου πλιάτσικου που ακολούθησε εις βάρος ανθρώπων που δεν μπορούσαν να υπερασπίσουν τις περιουσίες τους.

Μέσα σε ελάχιστο διάστημα εμφανίστηκαν πολλοί τυχοδιώκτες, οι οποίοι θέλησαν να κάνουν τους «πραγματογνώμονες» στα 2.000 καταστήματα και 12.000 εβραϊκά διαμερίσματα. Η ΥΔΙΠ δεχόταν συνεχείς καταγγελίες για τους πλιατσικολόγους από αυτούς που είχαν μείνει έξω από τη μοιρασιά και ήθελαν να κάνουν το ίδιο. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από επιστολή προς την ΥΔΙΠ στις 9 Απριλίου 1943.

Ο Δ.Β. διαμαρτυρόταν γιατί, ενώ του είχε δοθεί προς «απογραφή ένα ισραηλίτικο μαγαζί στην οδό Ερμού και ο ίδιος είχε ξοδέψει «… πολλές ημέρες και πολύτιμον χρόνον» για αυτό, τελικά διορίστηκε κάποιος άλλος από τη γειτονιά «(...) όστις μου λέει να φύγεις, διότι ως πραγματογνώμων διορίσθη ο γαμβρός μου και θα προτιμηθή».

Ο ίδιος ο Ηλίας Δούρος (διευθυντής της ΥΔΙΠ) σε επιστολή του προς τον υπουργό Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας αναφέρει ότι οι υπάλληλοι της υπηρεσίας «...ενδιαφέροντο πολύ περισσότερον να τους ανατεθή η απογραφή σοβαρών καταστημάτων και κατά προτίμηση χρυσοχοείων, υφασματεμπορικών καταστημάτων και ειδών νεωτερισμού... διότι έχουν εν νω εις έκαστος την κλοπήν και ιδιοποίησιν αντικειμένων των καταστημάτων τούτων».

Τον πειρασμό της λεηλασίας δεν την απέφυγαν ούτε και οι αστυνομικοί και χωροφύλακες που υποτίθεται φύλασσαν τους χώρους. Ο Δούρος συνεχίζει : «(...) τοιαύτη συγκέντρωσις και περισυλλογή των ινητών επετεύχθη εντός του πλαισίου των ανθρωπίνων δυνατοτήτων και υπό τας γνωστάς τότε περιστάσεις της πλήρους διασαλεύσεως της τάξεως. Επί πολλάς ημέρας να ακούωνται συνεχείς πυροβολισμοί των αστυνομικών οργάνων προς συγκράτησιν της έννομου τάξεως, οίτινες έσχον και θύματα τινά μεταξύ των κλεπτών και λεηλατούντων...».

Όσοι είχαν οποιαδήποτε σχέση με τη Γερμανία ή και την Αυστρία έσπευδαν να επωφεληθούν της ευκαιρίας. Αυτό έκανε και η Ελένη Χ. με επιστολή της στον γερμανό επιθεωρητή τον Αύγουστο του 1943:

«Κατόπιν της αιτήσεώς μου της 14ης Ιουνίου, σας διαβεβαιώ ότι έχω σπουδάσει αισθητικός με υποτροφία του ιδρύματος Alexander Humbolt στη Βιέννη απ’ όπου αποφοίτησα, μετά από τρία χρόνια σπουδών με Λίαν Καλώς. Προκειμένου να μπορέσω να εξασκήσω εδώ το επάγγελμά μου, σας παρακαλώ να μου παραχωρήσετε ένα από τα εγκαταλειμμένα εβραϊκά καταστήματα».

Φυσικά άμεσα ωφελημένοι ήταν όλοι οι ακροδεξιοί - παρακρατικοί της πόλης, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την πλήρη αποσύνθεση της κρατικής Θεσσαλονίκης, πλούτισαν, λεηλάτησαν, έλεγξαν την πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης, βάζοντας τις βάσεις για το μετεμφυλιακό παρακράτος της περιοχής που δημιούργησε πολλά προβλήματα στο μέλλον.

Περισσότερο κερδισμένος φαίνεται να ήταν ο Ηφαιστίων Παπαναούμ, ο οποίος εξαργύρωσε το αντισημιτικό του μένος και τις επιστολές του με περισσότερο πρακτικά πράγματα: δύο τεράστια βυρσοδεψία με τα πέντε καταστήματα και τα γραφεία τους, υποδηματοποιείο, κατάστημα υαλικών, καθώς και πολλά ακίνητα και χρυσές λίρες.

Άλλος ευνοημένος ήταν ο δημιουργός του τάγματος θανάτου ΕΕΣ (Εθνικός Ελληνικός Στρατός) Γιώργος Πούλος, ο οποίος καρπώθηκε πολλές εβραϊκές περιουσίες διοχετεύοντας τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα στην ίδια την οργάνωσή του.

Όταν ο διοικητής της ΥΔΙΠ Ηλίας Δούρος τόλμησε να ρωτήσει τον διοικητή της Γερμανικής Διοίκησης Μαξ Μέρτεν (γνωστός και ως «κτήνος της Θεσσαλονίκης» που ο Καραμανλής το 1959 έφτιαξε ειδικό νόμο για να μην φυλακιστεί...) γιατί υπάρχει τέτοια εύνοια προς αυτούς τους «κακούς έλληνες», εκείνος του απάντησε κυνικά ότι ήταν υποχρεωμένος να συνεργάζεται και με τέτοιους ανθρώπους.

Οι κατακτητές είχαν πλήρη συνείδηση ποιοι ήταν οι συνεργάτες τους και τι πίστευε όλη η Θεσσαλονίκη για αυτούς: «Γνωρίζουμε πώς χαρακτηρίζετε αυτούς στους οποίους παραχωρούμε εβραϊκά καταστήματα. Μεταξύ μας, συμφωνούμε με τη γνώμη σας. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά».

Όταν από το καλοκαίρι του 1944 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ πολιορκούσαν τη Θεσσαλονίκη, οι ευνοημένοι βλέποντας τι επρόκειτο να συμβεί άρχισαν να πουλάνε τις λεηλατημένες εβραϊκές περιουσίες, μετατρέποντάς τες σε χρυσές λίρες. Τον Σεπτέμβριο του 1944, οι γερμανόφιλοι μαζί με τις οικογένειες τους και τα κλαπέντα αποχωρούν από την πόλη.

Όταν στα τέλη Οκτωβρίου ο στρατός κατοχής έφευγε παίρνοντας μαζί τους τελευταίους προσκυνημένους και αφήνοντας τη διοίκηση της πόλης στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, στη Θεσσαλονίκη είχαν απομείνει ελάχιστοι τρομαγμένοι εβραίοι, οι οποίοι επέστρεφαν σε διαφορετική πόλη από αυτή που άφησαν. Οι περισσότεροι αντιμετώπιζαν πρόβλημα σίτισης - στέγασης, αλλά κυρίως «ρόλου» στο μεταπολεμικό περιβάλλον.

Τα περισσότερα σπίτια και καταστήματά τους όχι μόνο ήταν λεηλατημένα, αλλά και γκρεμισμένα, μια και πολλοί πίστευαν ότι οι εβραίοι θα έκρυβαν στους τοίχους και τα θεμέλια των σπιτιών τους αμύθητους θησαυρούς. Ακόμα και το εβραϊκό νεκροταφείο είχε συληθεί από γερμανούς και έλληνες, και οι επιτύμβιες πλάκες είχαν στρωθεί σε δρόμους, πεζοδρόμια, προαύλια και τοίχους σε όλη την πόλη.

Το μόνο παρήγορο για αυτούς ήταν η απόλυτη φιλική στάση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, που ήταν εκείνη την περίοδο κυρίαρχες στην πόλη. Είχαν καταρτιστεί κατάλογοι δοσίλογων, όπου καταγράφονταν οι λεηλασίες που είχαν γίνει: «Θ.Π.: Συνεργασία με τους Γερμανούς. Πήρε πολλές χιλιάδες παπουτσιών του Ισραηλινού εμπόρου Μ. Χ.Β.: Ο υιός του, με προστασία του Παπαναούμ, στο γραφείο όπου εργαζόταν, έλαβε δύο καταστήματα. Λ.Ν.: Πήρε τριώροφο ισραηλίτικο κατάστημα».

Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις με τη βοήθεια των άγγλων επιστράφηκαν κάποιες από αυτές τις περιουσίες πίσω. Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη Συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση του οπλισμού του ΕΛΑΣ, γιατί μετά η κυριαρχία του δεξιού παρακράτους επανέφερε πολλούς από τους γερμανόφιλους στην πόλη.

Ο διωγμός των εβραίων της Θεσσαλονίκης είναι μια ιστορία που πικραίνει το παρελθόν της πόλης. Κάποιοι κάτοικοι της πόλης βοήθησαν σε αυτόν, οι περισσότεροι σιώπησαν. Μα το πιο σκληρό από όλα είναι ότι σχεδόν όλοι σήμερα τον έχουν ξεχάσει.




12 Ιουνίου 1929: Το «Ημερολόγιο της Άννα Φρανκ»


Το ημερολόγιό της έγινε το μπεστ σέλερ της μεταπολεμικής γενιάς. Η ίδια όμως δε ζούσε πια. Πέθανε στο Μπέργκεν Μπέλσεν, λίγες μέρες πριν από το τέλος της φρίκης. Η Άννα Φρανκ γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου 1929, στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας. Ήταν ακόμα μωρό, όταν οι ναζί αναρριχήθηκαν στην εξουσία. Ο εβραίος πατέρας της, Ότο Φρανκ, την πήρε μαζί με την αδελφή της και τη γυναίκα του, να ζήσουν στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Στα 1940, οι ναζί έφτασαν και εκεί. Από το 1941, η οικογένεια υπέστη τις ναζιστικές διακρίσεις κατά των εβραίων. Όταν τα πράγματα αγρίεψαν, ο Ότο Φρανκ έκρυψε την οικογένειά του στη σοφίτα μιας αποθήκης, μαζί με τέσσερις ακόμα εβραίους. Ήταν 9 Ιουλίου 1942. Έμειναν εκεί κρυμμένοι ως τις 4 Αυγούστου 1942. Την ημέρα εκείνη, τους συνέλαβε η Γκεστάπο. Τους είχαν προδώσει Ολλανδοί πληροφοριοδότες που κατάλαβαν ότι κάποιοι κρύβονταν εκεί, από το πηγαινέλα μη εβραίων φίλων οι οποίοι τους εφοδίαζαν με τρόφιμα. Ολόκληρη η οικογένεια μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Από εκεί, στις 3 Σεπτεμβρίου 1944, στάλθηκαν στο Άουσβιτς, εκτός από την Άννα και την αδελφή της, Μαργκό, που βρέθηκαν στο Μπέργκεν Μπέλσεν. Η μητέρα της Άννας, πέθανε στο Άουσβιτς, στις 18 Ιανουαρίου 1945. Στις 27 του μήνα, οι σοβιετικές δυνάμεις ελευθέρωσαν τους εκεί κρατούμενους. Ο Ότο είχε επιζήσει. Η Άννα και η Μαργκό χτυπήθηκαν από επιδημία τύφου και πέθαναν τον Μάρτιο, ελάχιστες βδομάδες πριν από την απελευθέρωση των έγκλειστων του Μπέρκεν Μπέλσεν από τους συμμάχους.

Οι φίλοι της οικογένειας βρήκαν τον Ότο και του παρέδωσαν έγγραφα που υπήρχαν στη σοφίτα και για τα οποία η Γκεστάπο είχε αδιαφορήσει. Ανάμεσά τους, και το ημερολόγιο που η Άννα κρατούσε εκεί. Περιέγραφε τη ζωή της στη σοφίτα και σημείωνε «Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν ακόμα καλή καρδιά».

Η πρώτη δημοσίευση του «Ημερολόγιου της Άννα Φρανκ» έγινε το 1947, στην Ολλανδία. Ως το τέλος του 20ού αιώνα, είχε μεταφραστεί σε πενήντα γλώσσες. Ο Ότο Φρανκ όμως είχε λογοκρίνει τα καταγραμμένα ερωτικά σκιρτήματα της κόρης του. Πέθανε το 1980. Η πρώτη πλήρης έκδοση έγινε το 1995, στα αγγλικά. Θεωρείται κορυφαίο έργο της αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Η σοφίτα όπου έζησε κρυμμένη, έχει γίνει μουσείο.


Ο προληπτικός πόλεμος του βασιλιά της ζούγκλας

Συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Κομβικό σημείο στην πορεία του αποτέλεσε φυσικά ο Πόλεμος των Έξι Hμερών, που αυτές τις ημέρες συμπληρώνονται 41 χρόνια από την ξαφνική έναρξή του και από τον σύντομο τερματισμό του. Όλα σε αυτό τον πόλεμο έγιναν γρήγορα, εκτός από τις συνέπειές του που συνεχίζονται αργά και βασανιστικά μέχρι σήμερα.

Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών αποτέλεσε την κορύφωση της έντασης που υπήρχε μεταξύ εβραίων και αράβων ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Η διακήρυξη του Σιωνιστικού Συμβουλίου το 1896, που μίλησε για πρώτη φορά για «το δικαίωμα του εβραϊκού λαού στην εθνική αναγέννηση σε δική του χώρα», ήταν η απαρχή της μεθοδικής προσπάθειας της διασκορπισμένης σε όλο τον κόσμο εβραϊκής κοινότητας να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, τα οποία πλέον κατοικούσαν επί πολλές γενιές αραβικοί πληθυσμοί.

Οι αντιδράσεις των τελευταίων στρέφονταν εναντίον των συνεχώς αυξανόμενων εβραίων προσφύγων που έφταναν στην Παλαιστίνη, αλλά και των άγγλων αποικιοκρατών που είχαν τη διοίκηση της περιοχής από το 1920, συνεργαζόμενοι στενά με την εβραϊκή – τότε – μειονότητα.

Το εβραϊκό Oλοκαύτωμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οδηγεί τις Μεγάλες Δυνάμεις στην απόφαση της ίδρυσης του ισραηλινού κράτους, απόφαση που από άλλους αιτιολογείται σαν «ενοχή» της διεθνούς κοινότητας για τα δεινά των εβραίων, ενώ κατά άλλους θεωρείται «τοποθέτηση του προβλήματος» κάπου πολύ μακριά από τους ίδιους. Η Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Ισραήλ το 1948 οδηγεί στον εκτοπισμό εκατοντάδων χιλιάδων παλαιστινίων από τις πατρογονικές τους περιοχές και βάζει τις βάσεις στο νεότερο παλαιστινιακό πρόβλημα.

Οι αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι του 1948 και του 1956 βρίσκουν νικητή το Ισραήλ, που εδραιώνεται πληθυσμιακά, στρατιωτικά και εδαφικά στην περιοχή, δημιουργώντας όμως απύθμενο μίσος στους άραβες γείτονές του. Από την άλλη πλευρά, τα αραβικά εθνικά κινήματα καταφέρνουν παντού τους στόχους τους: στον εθνικοαπελευθερωτικό αλγερινό αγώνα του 1954-1962, στην ανεξαρτησία της Αιγύπτου το 1952, του Ιράκ το 1958 και της Συρίας το 1946, αλλά όχι στην Παλαιστίνη, που γίνεται πλέον σύμβολο αντίστασης ενάντια στη Δύση.

Η νέα κλιμάκωση στην περιοχή έρχεται το 1967, με την Αίγυπτο να εμποδίζει τον ανεφοδιασμό του Ισραήλ από την Ερυθρά Θάλασσα, να συγκεντρώνει στρατεύματα στη Χερσόνησο του Σινά απομακρύνοντας παράλληλα τις δυνάμεις του ΟΗΕ από την περιοχή, με τους παλαιστίνιους να ανατινάζουν το σύστημα άρδευσης στο βόρειο Ισραήλ και σύρους κομάντος να συλλαμβάνονται σε ισραηλινό έδαφος.

Το ίδιο διάστημα ο αιγύπτιος πρόεδρος Νάσερ, κύριος εκφραστής του ριζοσπαστικού αραβικού εθνικισμού, ενός κινήματος που είχε οπαδούς σε όλο τον κόσμο, απειλούσε φραστικά το Ισραήλ με καταστροφή: «Αν το Ισραήλ προχωρήσει σε επίθεση ενάντια στη Συρία ή την Αίγυπτο, ο αγώνας ενάντια στο Ισραήλ θα είναι γενικευμένος και δεν θα περιοριστεί στα σύνορα της Συρίας ή της Αιγύπτου. Η μάχη θα είναι γενικευμένη και ο στόχος μας θα είναι να καταστρέψουμε το Ισραήλ».

Ουσιαστικά, ο Νάσερ με αυτές τις απειλές είχε «απαντήσει» στον τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του Ισραήλ Γιτζχάκ Ράμπιν, ο οποίος δήλωνε τον Απρίλιο: «Έρχεται η στιγμή που θα βαδίσουμε στη Δαμασκό για να ανατρέψουμε τη συριακή κυβέρνηση».

Στις 5 Ιουνίου 1967, στις επτά το πρωί, ισραηλινά αεροσκάφη, χωρίς να γίνουν αντιληπτά από τα εχθρικά ραντάρ, βομβαρδίζουν τα αιγυπτιακά πολεμικά αεροπλάνα που δεν προλαβαίνουν ούτε να σηκωθούν. Μέσα σε τρεις ώρες έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά η πολεμική αεροπορία της Αιγύπτου, ενώ, πριν ολοκληρωθεί η πρώτη μέρα του πολέμου, τα ισραηλινά τανκς έχουν καταλάβει τη Λωρίδα της Γάζας.

Ο αιφνιδιασμός είναι πλήρης, ενώ ο πανικός που ακολουθεί οδηγεί σε άτακτη υποχώρηση τον αιγυπτιακό στρατό, προσφέροντας έναν ακόμη εύκολο στόχο στα ισραηλινά αεροσκάφη.

Παράλληλα, το Ισραήλ ανοίγει μέτωπα και στα σύνορα με Συρία και Ιορδανία, και ο πόλεμος γενικεύεται σε όλη τη Μέση Ανατολή. Ο ισραηλινός στρατός δείχνει «έτοιμος από καιρό» για αυτό τον πόλεμο, εφαρμόζοντας το σχέδιο «Εστίαση», που είχε ετοιμαστεί το 1963 από το Ισραηλινό Επιτελείο Στρατού. Την ίδια στιγμή ο αμερικάνικος έκτος στόλος καταφθάνει άμεσα από το Γιβραλτάρ, παρέχοντας ψυχολογική και πρακτική προστασία στο Ισραήλ και «μπλοκάροντας» πιθανή παρέμβαση τον σοβιετικών από θαλάσσης.

Τις επόμενες ημέρες η ήττα των αράβων γίνεται ολοκληρωτική. Το Ισραήλ έχει θέσει υπό τον έλεγχό του όλη τη Xερσόνησο του Σινά, τα υψίπεδα του Γκολάν, τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη και την Ιερουσαλήμ και, αν ο ισραηλινός στρατός ήθελε, θα μπορούσε να φτάσει μέχρι το Κάιρο και τη Δαμασκό. Μέσα σε έξι μόνο ημέρες το Ισραήλ έχει τριπλασιάσει την έκτασή του – στρατιωτικά είναι αναμφισβήτητα ο κυρίαρχος της περιοχής, πολιτικά όμως είναι απλά ο βασιλιάς της ζούγκλας.

Αν εξετάσουμε τον Πόλεμο των Έξι Ημερών ψυχρά στρατηγικά, ήταν μια πολύ αποτελεσματική εφαρμογή του λεγόμενου preemptive strike, δηλαδή του προληπτικού χτυπήματος. Η συγκεκριμένη στρατηγική μπορεί να εφαρμοστεί από ένα κράτος το οποίο είναι βέβαιο ότι πρόκειται να δεχτεί επίθεση και έχει τα απαραίτητα όπλα και τη δομή για να χτυπήσει εκείνο πρώτο τον εχθρό του πιάνοντάς τον απροετοίμαστο.

Στην πράξη, δύο παράγοντες έχουν καθοριστική σημασία ως προς την επιτυχία μιας τέτοιας ριψοκίνδυνης κίνησης: Ο πρώτος είναι η σωστή και ακριβής πληροφόρηση, καθώς η απόφαση για το προληπτικό χτύπημα λαμβάνεται ακριβώς πριν από την εκδήλωση της επίθεσης του εχθρού. Στην περίπτωση του αραβοϊσραηλινού πολέμου, το Eθνικό Συμβούλιο του Ισραήλ αποφάσισε να εξαπολύσει επίθεση στις 2 Ιουνίου, λίγο πριν από την αναμενόμενη επίθεση των αράβων.

Η απόφαση πάρθηκε μέσα σε θυελλώδες κλίμα, καθώς η στρατιωτική ηγεσία με αρχηγό τον Γιτζχάκ Ράμπιν πίεζε τους πολιτικούς να προβούν σε μια επιθετική ενέργεια. Όπως μαρτυρά ο Αριέλ Σαρόν, οι στρατηγοί είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους και το ενδεχόμενο πραξικοπήματος σε περίπτωση που η κυβέρνηση κωλυσιεργούσε: «Για πρώτη φορά στο Ισραήλ είχε έρθει μια στιγμή στην οποία η κατάληψη της εξουσίας από τον στρατό ήταν δυνατή, όχι λόγω της επιθυμίας για εξουσία, αλλά για τη λήψη αποφάσεων...».

Εκτός από τις φραστικές απειλές, το Ισραήλ κινδύνευε πράγματι εκείνη τη στιγμή από τους γείτονές του ή οι απειλές αυτές αποτέλεσαν το άλλοθι για ένα προκατασκευασμένο σενάριο; Οι «New York Times», μία μόλις ημέρα πριν από την έναρξη των συγκρούσεων, έγραφαν: «Το Κάιρο δεν θέλει τον πόλεμο και δεν είναι έτοιμο για κάτι τέτοιο, αλλά έχει χάσει τον έλεγχο της κατάστασης».

Ο μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ Μεναχέμ Μπέγκιν, λίγα χρόνια μετά, σε μια κρίση ειλικρίνειας δήλωνε: «Η συγκέντρωση των αιγυπτιακών στρατευμάτων στο Σινά δεν αποδεικνύει ότι ο Νάσερ ήθελε πράγματι να μας επιτεθεί. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας. Εμείς αποφασίσαμε να του επιτεθούμε».

Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο τότε υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ Αμπά Εμπάν: «Ο Νάσερ διαβεβαίωνε συνεχώς το Ισραήλ ότι δεν είχε κανένα σχέδιο επίθεσης. Εμείς βρίσκαμε τις διαβεβαιώσεις του πειστικές. Ο Νάσερ δεν ήθελε πόλεμο. Ήθελε μια νίκη χωρίς πόλεμο».

Και ενώ το Ισραήλ φάνηκε «έτοιμο από καιρό» για τον πόλεμο, εμφανίστηκε εντελώς ανέτοιμο να διαχειριστεί τη νίκη του, μια και τη διαδέχτηκε ένα κύμα ευφορίας που, κατά τον ισραηλινό ιστορικό Ιλάν Γκρέιλσαμερ, «ενίσχυε την αίσθηση του ανίκητου και της επιστροφής στις ρίζες της εβραϊκής Iστορίας».

Οι ισραηλινοί είχαν αποκτήσει και πάλι μέσα σε έξι μόλις ημέρες τους βιβλικούς πάτριους τόπους τους από το τείχος των δακρύων στην Ιερουσαλήμ μέχρι τον τάφο του Ιωσήφ στη Ναμπλούς, είχαν μαζί τους τις Mεγάλες Δυνάμεις, που στη θέση τους έβλεπαν έναν αξιόπιστο « χωροφύλακα» στη δυσπρόσιτη για αυτούς περιοχή, και είχαν ένα σημαντικό μέρος της διεθνούς κοινής γνώμης υπέρ τους σαν ένα νέο κράτος περιτριγυρισμένο από εχθρούς.

Τα μόνα «προβλήματα» της νίκης εκείνο το διάστημα ήταν η απόφαση 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που ζητούσε την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τα κατεχόμενα εδάφη, και οι ενστάσεις κάποιων ειρηνιστών της εποχής – του φιλόσοφου Λεϊμπόβιτς, που μιλούσε για «καταστροφή» αν οι ισραηλινοί δεν επέστρεφαν άμεσα στα πριν από τον πόλεμο σύνορά του, του συγγραφέα Άμος Κέναν, που έλεγε ότι «θέτουμε τις βάσεις της μελλοντικής τρομοκρατίας, και του Αβραάμ Γιεοσούα, που χαρακτήρισε τον πόλεμο «Μητέρα των λαθών».

Οι ισραηλινοί στρατοκράτες αγνόησαν τις παραπάνω ενστάσεις και μέσα στους επόμενους κιόλας μήνες εκατοντάδες χιλιάδες παλαιστίνιοι εξαναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τα πάτρια εδάφη τους, υπογράφοντας μάλιστα μια δήλωση ότι αποχωρούν με τη θέλησή τους, ενώ στις ίδιες περιοχές ξεκίνησε ένα τεράστιο κύμα εποικισμού από εβραίους πρόσφυγες.

Η συντριβή των αράβων αποτέλεσε για αυτούς τη δεύτερη «Αλ Νάκμπα», δηλαδή τη δεύτερη καταστροφή μετά την ημέρα ίδρυσης του Ισραήλ. Παράλληλα οδήγησε στην απομυθοποίηση του κινήματος του ριζοσπαστικού αραβικού εθνικισμού και έφερε στην επιφάνεια αντάρτικα κινήματα, όπως η Φάταχ του Γιάσερ Αραφάτ, που στην πορεία θα ελέγξει και την Οργάνωση για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης του Γιάσερ Αραφάτ (PLO), το Λαϊκό Μέτωπο και το Δημοκρατικό Μέτωπο, καθώς και άλλες μικρότερες αντάρτικες ομάδες.

Η νέα αραβική γραμμή εκφράστηκε για πρώτη φορά μέσα στον ΟΗΕ με τα τρία «όχι»: ΟΧΙ αναγνώριση του Ισραήλ, ΟΧΙ διαπραγματεύσεις, ΟΧΙ ειρήνη.

Χούντα και πόλεμος

Ένας από τους ευνοημένους από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών ήταν και η ελληνική χούντα. Μη έχοντας συμπληρώσει ούτε ενάμιση μήνα στην εξουσία, έβλεπε την υπερδύναμη να βρίσκει το τέλειο άλλοθι για να τη βγάλει από τη δήθεν απομόνωσή της από την Ουάσιγκτον.

O Παττακός δεν συγκρατιόταν για να βοηθήσει τους αμερικάνους. Ο τότε αμερικάνος πρεσβευτής στην Ελλάδα είναι σαφής: «Όταν ξέσπασε ο Πόλεμος των Έξι Hμερών, ο Παττακός μου τηλεφώνησε στις 5 το πρωί και προσφέρθηκε να έρθουν στην Ελλάδα αμέσως όσοι αμερικανοί χρειαστεί να φύγουν από την περιοχή. Αυτή η κίνηση άλλαξε ριζικά τη στάση μας». Και αφού τους πείσαμε ότι θα είμαστε υπάκουοι, αυτοί μας αντάμειψαν με εξοπλισμούς.

Όπως αναφέρει ο Α. Παπαχελάς στο βιβλίο του « Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας», ο τότε υπουργός Eξωτερικών των ΗΠΑ είχε εισηγηθεί στον Τζόνσον την οπλική ενίσχυση της δικτατορίας: «Έχουμε εγκαταστάσεις στην Ελλάδα οι οποίες είναι σημαντικές για την Αεροπορία, το Ναυτικό, τη CIA και την USIA και η αξία των οποίων έχει αυξηθεί μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο. Ο πόλεμος αυτός υπογράμμισε τη σημασία της Ελλάδας (μαζί με την Τουρκία και το Ιράν) για τα αμερικανικά συμφέροντα».

Η χούντα ανταπέδωσε στις ΗΠΑ με την αξιοποίηση των αμερικάνικων βάσεων καθώς και με την παραχώρηση του εναέριου χώρου μας για πτήσεις που είχαν σχέση με τις πολεμικές ανάγκες, ενώ η Ελλάδα είχε μετατραπεί σε διαμετακομιστικό κέντρο για αμερικάνους αξιωματούχους.




Ιουνίου 1723: Άνταμ Σμιθ και φιλελευθερισμός


Γύρω στον 18ο αιώνα, παράλληλα με την άνοδο της αστικής τάξης, δημιουργήθηκε το ρεύμα του «φιλελευθερισμού»: Στο κέντρο των πάντων βρίσκεται το άτομο, το οποίο πρέπει να απαλλαγεί από κάθε οικονομικό, πολιτικό, θρησκευτικό κ.λπ. περιορισμό. Οι ιδέες πέρασαν και στην οικονομία. Ο Σκοτσέζος Άνταμ Σμιθ (γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1723) αναδείχθηκε κύριος εκπρόσωπος του οικονομικού φιλελευθερισμού και θεμελιωτής της επιστημονικής έρευνας των οικονομικών φαινομένων.

Στο έργο του «Φύση και αίτια του πλούτου των εθνών» (1776), δίδαξε ότι ο πλούτος οφείλεται στην εργασία του ανθρώπου. Είτε ως αυτοαπασχόληση είτε ως μισθωτή. Η ευημερία των λαών δεν καθορίζεται από το πλήθος των πολύτιμων μετάλλων όπως η εμποροκρατία (μερκαντιλισμός) δίδασκε αλλά από την ελεύθερη εργασία σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Υποστήριξε ότι το κράτος πρέπει να αφήνει να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός στις συναλλαγές.

Οι ιδέες του κυριάρχησαν ως τις αρχές του 20ού αιώνα οπότε οι δημιουργημένες συνθήκες τις ανέτρεψαν. Παράλληλα προς τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, είχε αναπτυχθεί έντονη και η πάλη των ιδεών καθώς και οι ελεύθεροι πολίτες στα ιμπεριαλιστικά κράτη και οι υπόδουλοι στις αποικίες καταπιέζονταν. Και ξεσηκώνονταν. Το κάθε κράτος προσπαθούσε να ελέγξει την κατάσταση με την αστυνόμευση και τον παρεμβατισμό του στην οικονομία. Ο μερκαντιλισμός αναβίωσε. Και η αποικιοκρατία τον στήριζε. Μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι ιδέες του Άνταμ Σμιθ επανήλθαν στην επικαιρότητα, προσαρμοσμένες στην προσπάθεια για «παγκοσμιοποίηση της οικονομίας». Ο Άνταμ Σμιθ πέθανε στις 17 Ιουλίου 1790.


Ο άτυχος Ρόμπερτ στη θέση του... Ομπάμα

Η δεκαετία του ’60 σημαδεύτηκε από τις πολιτικές δολοφονίες του Τζον Κένεντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αλλά υπάρχει και μια τρίτη, η οποία είναι λιγότερο φωτισμένη και που την έφερε στην επικαιρότητα η γκάφα της Χίλαρι Κλίντον. Η παθιασμένη με την εξουσία Χίλαρι, λίγες ημέρες πριν, σε συνομιλία της με δημοσιογράφους, ουσιαστικά βάσισε τις ελπίδες της για το χρίσμα των δημοκρατικών σε πιθανή δολοφονία του Μπάρακ Ομπάμα, επικαλούμενη την προϊστορία του κόμματος… «Ο σύζυγός μου Μπιλ Κλίντον δεν είχε εξασφαλίσει το χρίσμα το 1992 έως ότου κέρδισε τις προκριματικές της Καλιφόρνια προς τα μέσα Ιουνίου, έτσι δεν είναι; Θυμόμαστε πάντα τη δολοφονία του Μπόμπι Κένεντι τον Ιούνιο στην Καλιφόρνια». Ας θυμηθούμε τι είχε συμβεί ακριβώς 40 χρόνια πριν, στις εκλογές για το χρίσμα των Δημοκρατικών το 1968.

Όταν ο Τζον Κένεντι ήταν ακόμα πρόεδρος των ΗΠΑ, είχε δωρίσει στον αδερφό του Ρόμπερτ μια ταμπακιέρα η οποία πάνω της έγραφε: «Γιατί όχι μετά από μένα ο Μπομπ;». Τα λόγια αποδείχτηκαν προφητικά πέντε χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 1968, όταν μετά τον θάνατο του JFK, ο Ρόμπερτ Κένεντι έπεφτε νεκρός στους διαδρόμους του ξενοδοχείου Αμπάσαντορ της Καλιφόρνια. Δράστης τής εν ψυχρώ εκτέλεσης που έγινε αμέσως μετά την εκλογική νίκη στη συγκεκριμένη πολιτεία, ήταν ο ιορδανός Σιρχάν Μπισαρά Σιρχάν.

Ο προεκλογικός αγώνας στους κόλπους του ίδιου του Δημοκρατικού Κόμματος είχε πολλά κοινά με όσα συμβαίνουν σήμερα με τον Ομπάμα και τη Χίλαρι. Ο Κένεντι είχε να αντιμετωπίσει τον Ευγένιο Μακ Άρθι και τον αντιπρόεδρο Χιούμπερτ Χάμπφρεϊ σε έναν αγώνα στήθος με στήθος. Το λαϊκό προφίλ του Ρόμπερτ Κένεντι, που υποσχόταν να ακολουθήσει την πολιτική του αδελφού του, τον έκανε αντιπαθή στα μάτια του επιχειρηματικού κόσμου λόγω των υψηλών φόρων που θα απαιτούσε το ενισχυμένο κοινωνικό κράτος που ευαγγελιζόταν. Ενώ οι συνυποψήφιοί του υπολόγιζαν στην υποστήριξη του κεφαλαίου και του πολιτικού κόσμου, εκείνος πίστευε ότι τα χαμηλά στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας θα μπορούσαν να του δώσουν τα απαραίτητα ποσοστά στους προκριματικούς γύρους. Στην εξέλιξη της διαδικασίας αποδείχτηκε δυνατός αντίπαλος και, αν κέρδιζε στις εκλογές της Καλιφόρνια, θα έβγαζε νοκ άουτ τον Μακ Άρθι, αφήνοντας ως μόνο αντίπαλό του τον Χιούμπερτ. Τα πράγματα όμως πήραν μια εντελώς διαφορετική τροπή αμέσως μετά από εκείνες τις εκλογές.

Στις 4 Ιουνίου ο Ρόμπερτ κέρδισε την κρίσιμη εκλογική διαμάχη της Καλιφόρνια και ξημερώματα της 5ης μίλησε στους οπαδούς του που είχαν συγκεντρωθεί στην κεντρική αίθουσα του ξενοδοχείου Αμπάσαντορ του Λος Άντζελες. Στη συνέχεια κινήθηκε προς την κουζίνα, για να ευχαριστήσει το προσωπικό, και εκεί τον περίμενε κρυμμένος στο πλήθος ο 24χρονος Σιρχάν. Αξίζει να σημειωθεί πως ο νόμος τότε δεν παρείχε ένοπλη προστασία για υποψήφιους προέδρους. Έτσι, ο Κένεντι τη συγκεκριμένη νύχτα είχε ως σωματοφύλακες μόνο έναν πράκτορα του FBI και δύο άντρες της προσωπικής του φρουράς. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι έπειτα από κάθε ομιλία του ο κόσμος μπορούσε άνετα να απλώσει τα χέρια του για μια χειραψία.

Ο υποψήφιος πρόεδρος περπατούσε και δεχόταν τα συγχαρητήρια των παρευρισκομένων, ώσπου, όταν πέρασε δίπλα από τον Σιρχάν, εκείνος έβγαλε το πιστόλι και τον πυροβόλησε πολλές φορές. Τα ρεπορτάζ της εποχής είχαν τις απαραίτητες υπερβολές: «Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, μέσα στον διάδρομο έπεσε εκείνη η παγερή σιωπή της αναπάντεχης εκπλήξεως... Ο Μπομπ τινάζεται προς τα πίσω από τις δύο σφαίρες που δέχτηκε και αργά αργά σωριάζεται στο πάτωμα... Και τότε ακούγεται η μεγάλη κραυγή: “Ω, όχι, ω, όχι!”. Και η Έθελ ξεπετάγεται μέσα από το πλήθος και ορμά να αγκαλιάσει τον πεσμένο στο πάτωμα άνδρα της. Η ίδια κραυγή, η ίδια κίνηση της Ζακλίν Κένεντι, για τον δικό της άνδρα, τον πρόεδρο Τζον Κένεντι, πριν από πέντε χρόνια στο Ντάλας». (Φυσικά όσοι έχουν δει το βίντεο της δολοφονίας του Τζον Κένεντι είδαν ότι η πρώτη κυρία, μόλις αντιλήφθηκε το τι γινόταν, μάλλον την κοπάνησε από το αμάξι παρά αγκάλιασε τον άνδρα της). Είκοσι έξι ώρες ο Ρόμπερτ Κένεντι πάλευε στο νοσοκομείο για τη ζωή του.

Όσον αφορά τον δράστη, η αστυνομία βρήκε στο σπίτι του ένα χειρόγραφο ημερολόγιο, στο οποίο είχε γράψει: «Ο RFK πρέπει να πεθάνει. Ο RFK πρέπει να σκοτωθεί. Ο RFK πρέπει να δολοφονηθεί. Πρέπει να δολοφονηθεί πριν από τις 5 Ιουνίου». Ο Σιρχάν είχε διαλέξει αυτή την ημερομηνία, γιατί τότε έκλεινε ένας χρόνος από την έναρξη του αραβο-ισραηλινού πολέμου, ο οποίος έληξε με συντριβή των αραβικών χωρών που συμμετείχαν. Στη διάρκεια της δίκης ο Σιρχάν παρέκαμψε τις αντιρρήσεις των δικηγόρων του και επανειλημμένα δήλωσε ένοχος για το έγκλημα.

Ο δράστης είχε ανατραφεί με τα ιδεώδη των παλαιστινίων σχετικά με την απελευθέρωση των περιοχών που κατείχε το Ισραήλ. Στα 12 του χρόνια μετανάστευσε στην Αμερική, αλλά παρέμεινε ζηλωτής και μισούσε θανάσιμα το Ισραήλ, το οποίο θεωρούσε την πηγή του κακού. Σύμφωνα με έναν γνωστό του, τον Μόχαν Γκόελ, ο Σιρχάν «δεν μπορούσε να καταλάβει τους αμερικάνους, οι οποίοι επέτρεπαν στους εβραίους να ρουφάνε το αίμα του έθνους του» και «ένιωθε για τους εβραίους όπως ένιωθαν εκείνοι για τον Χίτλερ». Σχετικά με την αμερικάνικη υποστήριξη προς το Ισραήλ, ο Σιρχάν μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών είχε γράψει στο ημερολόγιό του: «Έχει γίνει αναγκαίο για μένα να εκδικηθώ για όλες τις αδικίες που έγιναν εναντίον μου από τους αμερικάνους».

Ακούγεται αρκετά λογικό ότι ο Σιρχάν είχε επαρκείς λόγους από μόνος του για να προβεί σε αυτή την ακραία πράξη. Ήταν ένας φανατικός που, αν ζούσε στις ΗΠΑ των ημερών μας, πιθανότατα θα ήταν κάτοικος του Γουαντάναμο. Όμως, αν εξετάσει κανένας το παρασκήνιο της δολοφονίας, βρίσκει ότι υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι, όπως και ο αδερφός του, έτσι και ο Μπόμπι δεν ήταν το θύμα ενός μόνο εκτελεστή, αλλά μιας ολόκληρης συνωμοσίας μέσα από την ίδια τη χώρα του. Δύο από αυτά τα σενάρια έχουν και ελληνικό ενδιαφέρον. Το πιο γραφικό από αυτά αναφέρει σαν χρηματοδότη της δολοφονίας τον Αριστοτέλη Ωνάση. Γιατί; Είναι γνωστό ότι οι αμερικάνοι μόλις θεωρήσουν κάποιο εχθρό τους, του φορτώνουν όλες τις αμαρτίες οι οποίες δεν έχουν ένοχο. Ο Ωνάσης είχε «κατηγορηθεί» ότι είχε εμπλοκή και στη δολοφονία του Τζον Κένεντι με στόχο να κερδίσει την ωραία Τζάκι.

Για να περάσουμε όμως στο πιο σοβαρό σενάριο με ελληνικό ενδιαφέρον, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του βρετανικού BBC, τη νύχτα της δολοφονίας του Ρόμπερτ Κένεντι στο ξενοδοχείο ήταν παρόντες τρεις υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της CIA, ανάμεσά τους και ο ελληνικής καταγωγής Γιώργος Ιωαννίδης, στέλεχος του τομέα ψυχολογικού πολέμου της υπηρεσίας. Πρώην μέλη της CIA τους αναγνώρισαν (με έναν βαθμό επιφύλαξης) σε φωτογραφίες και βίντεο από τη μοιραία νύχτα. Όπως αναφέρει η «Ουάσιγκτον Ποστ», ο Ιωαννίδης ήταν αναμεμειγμένος και στην υπόθεση του JFK το 1963 και στη συνέχεια το 1967 με τον διπλωμάτη Τζον Ντέι, σε μια προσπάθεια επηρεασμού των εκλογών που δεν έγιναν, και προφανώς στην ετοιμασία της χούντας. Τρεις μήνες πριν από τη δολοφονία στο Ντάλας, κλιμάκιο υπό τον Ιωαννίδη είχε έρθει σε επαφή με κουβανούς εξόριστους, στους οποίους είχε επιχειρήσει να διεισδύσει ο Όσβαλντ. Με βάση τις πηγές της εφημερίδας και του δημοσιογράφου Τζεφ Μόρλεϊ, η CIA μετά τη δολοφονία χρηματοδότησε τον συγκεκριμένο πυρήνα των εξόριστων για να ενισχύσει περισσότερο την εντύπωση ότι ο Όσβαλντ ήταν ο μόνος εκτελεστής και ότι ήταν προσκείμενος στον Κάστρο.

Ο Ιωαννίδης επιπλέον ήταν το πρόσωπο της CIA που εκπροσωπούσε την υπηρεσία στη διάρκεια της έρευνας για τον θάνατο του Ρόμπερτ Κένεντι. Υπάρχει ένας αριθμός αποχαρακτηρισμένων εγγράφων που δείχνουν ότι ο Ιωαννίδης παρεμπόδισε το έργο της Δικαιοσύνης και δεν παρείχε όλες τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η υπηρεσία σχετικά με την εκτέλεση. Ακόμα και σήμερα, παρά τις προσπάθειες πολιτών στις ΗΠΑ, η CIA αρνείται να απελευθερώσει τα υπόλοιπα απόρρητα έγγραφα που πιθανώς επιβεβαιώνουν το αν υπήρχε συνωμοσία ή όχι.

Στο προαναφερθέν πρόγραμμα του BBC εμφανίζεται και ο άλλοτε δικηγόρος ενός από τους τρεις του ξενοδοχείου, του Ντέιβιντ Μοράλες, να θυμάται πως του είχε πει κάποια στιγμή στο παρελθόν: «Ήμουν στο Ντάλας όταν σκοτώσαμε τον μπάσταρδο και ήμουν στο Λος Άντζελες όταν σκοτώσαμε τον μικρό μπάσταρδο». Ο Μοράλες άλλωστε ήταν γνωστό ότι μισούσε τα αδέρφια Κένεντι μετά την υποτιθέμενη «προδοσία» τους στη διάρκεια της επιχείρησης της CIA στον Κόλπο των Χοίρων.

Άσχετα με το αν πιστεύει κάποιος τις συγκεκριμένες θεωρίες, οι οποίες ουδέποτε αποδείχτηκαν αληθείς ή ψευδείς, δεν μπορεί παρά να σκεφτεί πως η δολοφονία του Ρόμπερτ ωφέλησε τους ίδιους ακριβώς κύκλους όπως και η δολοφονία του αδερφού του. Δεν γνωρίζουμε αν ο Ρόμπερτ Κένεντι θα ασκούσε στην πράξη τη ριζοσπαστική πολιτική που εξήγγελλε, αλλά είναι βέβαιο ότι στ0υς κύκλους που δολοφόνησαν τον Τζον Κένεντι δεν άρεσε καθόλου η αναμόχλευση ενός ονόματος με μεγάλη συναισθηματική επιρροή σε πολύ κόσμο. Είναι ξεκάθαρο πως υπήρχαν αρκετά συμφέροντα στις ΗΠΑ και αλλού που θα ωφελούνταν από την απόσυρση του Ρόμπερτ Κένεντι από την πολιτική. Πρώτοι και καλύτεροι ήταν οι εκπρόσωποι του στρατιωτικού - βιομηχανικού συμπλέγματος, δηλαδή οι βιομηχανίες όπλων, οι οποίες ήθελαν να παραταθεί όσο το δυνατόν περισσότερο ο πόλεμος του Βιετνάμ. Ο RFK από την άλλη, όπως και ο JFK, υποσχόταν – τουλάχιστον – ότι ήθελε να δώσει ένα τέλος στην υπόθεση αυτή.

Βέβαια πρέπει να αναφέρουμε ότι είναι αμφισβητούμενο το κατά πόσο θα μπορούσε τελικά ο Κένεντι να νικήσει τις εκλογές των Δημοκρατικών. Ο κύριος αντίπαλός του, ο Χάμπφρεϊ ακόμα και μετά τη νίκη του Κένεντι στην Καλιφόρνια προηγείτο με αρκετή διαφορά. Πολλοί αναλυτές και ιστορικοί πάντως θεωρούν πως είτε τότε είτε αργότερα ο Ρόμπερτ θα κατόρθωνε να γίνει πρόεδρος με ό,τι θα συνεπαγόταν αυτό για το κατεστημένο της εποχής. Ο Χάμφρεϊ άλλωστε έχασε για ελάχιστο ποσοστό στις εθνικές εκλογές από τον Νίξον. Αν κύκλοι της CIA ή άλλοι παράγοντες τον ήθελαν όντως νεκρό, θα ήταν προτιμότερο για αυτούς κάτι τέτοιο να συμβεί όσο ο RFK ήταν ακόμα χαμηλά στα αξιώματα. Και σίγουρα η CIA, ακόμα και αν δεν βρισκόταν η ίδια από πίσω, δεν έκανε τίποτα να την αποτρέψει.

Η δολοφονία του Κένεντι πάντως έκλεισε με τον χειρότερο τρόπο μια σειρά τέτοιων ενεργειών που σημάδεψαν τη δεκαετία του 1960. Μαζί με τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τον Μάρτιο του 1968, αποτέλεσε πλήγμα για τους προοδευτικούς αμερικάνους, και για το φιλειρηνικό κίνημα της εποχής. Η εξαφάνιση από το πολιτικό σύστημα προσώπων όπως οι Κένεντι και ο Κινγκ εξασφάλιζε τη «σταθερότητα» για το μέλλον. Οι επιτρεπόμενες αξίες των αμερικάνων στο εξής θα περιορίζονταν στην κατανάλωση και την εργασία, με μόνη μορφή πατριωτισμού την άνευ όρων υποστήριξη της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησής τους.


29 Μαΐου 1453: Το πάρσιμο της Πόλης

Όταν οι Βυζαντινοί ανέκτησαν την Κωνσταντινούπολη, στις 25 Ιουλίου 1261, δεν μπορούσαν να ξέρουν ότι η αυτοκρατορία είχε μπροστά της ζωή 192 χρόνων. Διώχνοντας τους Φράγκους από τη Βασιλεύουσα, ουσιαστικά δημιουργούσαν μια τελευταία αναλαμπή. Άλλωστε, όταν ο Μιχαήλ Η’ στέφθηκε αυτοκράτορας, ξεκινώντας τη δυναστεία των Παλαιολόγων, η αυτοκρατορία ήταν πολύ πιο μικρή απ’ όταν, στα 1204, την κατέλαβαν οι σταυροφόροι: Οι Βενετσιάνοι κατείχαν σχεδόν όλα τα νησιά, οι Λατίνοι πολλά μέρη της κυρίως Ελλάδας και οι Βούλγαροι τμήμα της Θράκης. Οι διάδοχοι του Μιχαήλ στάθηκαν ανίκανοι να διατηρήσουν μια στοιχειώδη τάξη κι εξάντλησαν το κράτος σε εμφύλιους σπαραγμούς για τη διαδοχή, ενώ στα ανατολικά, οι Τούρκοι δυνάμωναν. Από το 1397, άρχισαν να πιέζουν και την Πόλη.

Ο Ταμερλάνος των Τατάρων που νίκησε και συνέλαβε τον Βαγιαζήτ, στα 1402, στη μάχη της Άγκυρας, έδωσε άλλα πενήντα χρόνια ζωής στην αυτοκρατορία. Την επόμενη χρονιά (1403), γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος που έγινε δεσπότης της Πελοποννήσου και ξεκαθάρισε την περιοχή από τους Φράγκους. Οι Τούρκοι, όμως, επανήλθαν. Στα 1430, πήραν τη Θεσσαλονίκη. Την ίδια χρονιά, γεννήθηκε ο Μωάμεθ Β’ που έμελλε να γίνει σουλτάνος στα 1451 και να ονομαστεί Πορθητής στα 1453.

Στις 12 Μαρτίου 1449, σε μεγαλόπρεπη τελετή στον Μιστρά, στέφθηκε αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος που διαδέχτηκε τον αδερφό του Ιωάννη Η’. Όμως, η αυτοκρατορία περιοριζόταν πια στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να στηριχτεί στη Δύση. Οι ανθενωτικοί αντέδρασαν. Ο Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης βρέθηκε στο πλευρό του.

Στις 7 Απριλίου 1453, οι Τούρκοι φάνηκαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη κι άρχισαν την πολιορκία. Ο Μωάμεθ Β’ είχε 400 πλοία και 250.000 άνδρες. Ο Κωνσταντίνος αντιπαρέταξε 26 πλοία και 10.000 άνδρες. Η ανδρεία δεν μπορούσε να αναπληρώσει την τεράστια ανισότητα.

Το κύριο βάρος της άμυνας έλαχε στο κάστρο πλάι στην πύλη του Ρωμανού που δεχόταν την ισχυρότερη πίεση. Το υπεράσπιζε με γενναιότητα και αυταπάρνηση ο Ιωάννης Ιουστινιάνης. Όμως, στις 24 Μαΐου, το κάστρο είχε μεταβληθεί σε σωρό από πέτρες. Στις 27, ο Μωάμεθ εξαπέλυσε την πιο μεγάλη ως τότε επίθεση. Ο Ιουστινιάνης κράτησε αλλά πληγώθηκε θανάσιμα. Οι δικοί του τον πήραν κι έφυγαν στη Χίο, όπου πέθανε. Ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε συμβούλιο στο παλάτι. Με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Λουκά Νοταρά, οι ανθενωτικοί πρότειναν παράδοση. Στις 28, μια αντιπροσωπεία πήγε στον Μωάμεθ για διαπραγματεύσεις. Ο σουλτάνος ζήτησε παράδοση κι υπαγόρευσε τους όρους του. Καθώς οι αντιπρόσωποι επέστρεφαν, ο Μωάμεθ έστειλε, πίσω τους δικούς του να προσθέσουν νέους όρους. Οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν.

Στις 29 Μαΐου 1453, ο Μωάμεθ διέταξε νέα, πιο τρομερή επίθεση. Μέσα στο κακό, η Κερκόπορτα (η πυλίδα του Ιουστίνου, μάλλον) βρέθηκε ανοιχτή. Οι ενωτικοί, αργότερα, κατηγόρησαν γι’ αυτό τους ανθενωτικούς. Και κλειστή να ήταν, οι Τούρκοι θα περνούσαν. Απλά, θα καθυστερούσαν. Τη βρήκαν ανοιχτή και μπήκαν στην Πόλη. Στην πύλη του Ρωμανού έγινε σφαγή. Στην Αγιά Σοφιά, σκοτώθηκαν όλοι. Ο Κωνσταντίνος έπεσε μαχόμενος μπροστά στα ανάκτορα. Ο θρύλος τον θέλει (όταν τα πάντα είχαν χαθεί) να είπε: «Δεν υπάρχει ένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;». Μαζί με τον αυτοκράτορα, χάθηκε οριστικά και η αυτοκρατορία.

Το μαύρο χρυσάφι ως... καταλύτης της Ιστορίας



Εμβρόντητος και αμήχανος παρακολουθούσε ο Μοντγκόμερι την ταχεία προέλαση των αρμάτων του Ρόμελ κατά τη διάρκεια της τελευταίας αντεπίθεσης στο «Άφρικα Κορπ» και, αν δεν ξέμενε από καύσιμα, ήταν θέμα ωρών η κατάληψη του Καΐρου και εν συνεχεία των πετρελαίων της Μοσούλης.

Η νίκη των σοβιετικών αρμάτων στο Κουρσκ (η μεγαλύτερη αρματομαχία στην παγκόσμια ιστορία) το 1944 ήταν αποτέλεσμα της χρήσης ντίζελ αρίστης ποιότητας από τους ρώσους, σε αντίθεση με τα βενζινοκίνητα των γερμανών, που το καύσιμό τους πάγωνε στις χαμηλές θερμοκρασίες του θεάτρου επιχειρήσεων.

Οι ιάπωνες, αντί να στραφούν εναντίον της Ρωσίας και εις δίκην λαβίδας να ανακουφίσουν τα γερμανικά στρατεύματα, προτίμησαν να στραφούν προς τα πετρέλαια της Ινδονησίας, μιας και είχαν στεγνώσει από καύσιμα.

Εάν ο Χίτλερ είχε επάρκεια καυσίμων το 1944 με την τελευταία γερμανική αντεπίθεση στις Αρδέννες θα είχε διασπάσει το συμμαχικό μέτωπο.

Οι σύμμαχοι είχαν υπερεπάρκεια καυσίμων και αυτό ήταν που τους βοήθησε να κερδίσουν τον πόλεμο.

Για το πετρέλαιο ο Ψυχρός Πόλεμος

Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ευρώπη, στερούμενη παντελώς πετρελαϊκών κοιτασμάτων, αντιμετωπίζει οικονομική και κοινωνική κατάρρευση. Με το σχέδιο «Μάρσαλ» και τα πετροδολάρια οι αμερικανοί ανέλαβαν την επίλυση του ευρωπαϊκού ενεργειακού προβλήματος, εφοδιάζοντας με καύσιμα τη Γηραιά Ήπειρο. Το αντάλλαγμα ήταν η πλήρης υποταγή της Ευρώπης στην Αμερική και η στρατιωτική της εξάρτηση στο ΝΑΤΟ. Η ένταση κατά μήκος των συνόρων του ΝΑΤΟ και του συμφώνου της Βαρσοβίας ήταν καθημερινό φαινόμενο. Οι σύμμαχοι κέρδισαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χάρη στο πετρέλαιο... και η Ευρώπη μπαίνει στον Ψυχρό Πόλεμο υποταγμένη πλήρως στην Αμερική εξαιτίας του πετρελαίου.

Επαναχάραξη συνόρων

Τα σύνορα των χωρών της περιοχής (Μέσης Ανατολής) μετά την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, από το 1918 έως και αυτή τη στιγμή που γράφω, συνεχώς μεταβάλλονται με μοναδικό κριτήριο τα συμφέροντα της Δύσης και των εσωτερικών αντιθέσεών της. Δεν είναι τυχαίο ότι η μια από τις κύριες αιτίες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η κατασκευή από τους γερμανούς σιδηροδρομικής γραμμής έως τις πετρελαιοπηγές της Μοσούλης, του οθωμανικού τότε Ιράκ (στην προσπάθειά τους να έχουν πρόσβαση στο πετρέλαιο). Όσο για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτός πρέπει να θεωρηθεί συνέχεια του Α’.

Διαχρονικό σχέδιο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είναι ο κατακερματισμός των «άτακτων» αραβικών χωρών, με αντικειμενικό σκοπό τον έλεγχο των φυσικών πόρων της περιοχής (πετρέλαιο, αέριο κ.λπ.).

Έτσι λοιπόν μέσα σε αυτή τη λογική τα σύνορα της περιοχής χαράχθηκαν από τους ευρωπαίους με τη λογική να χωρίζουν και να δημιουργούν προβλήματα σε κάθε κράτος χωριστά, αλλά και σε όλους μεταξύ τους. Αξίζει να θυμηθώ μια φράση του Τσόρτσιλ: «Παράγουν περισσότερα προβλήματα από όσα μπορεί να αντέξει η περιοχή».

Και ενώ μέχρι σήμερα τα σύνορα της περιοχής ήταν κομμένα και ραμμένα στα μέτρα της Αγγλίας, με την πρωτοκαθεδρία της Αμερικής έχουμε μια προσπάθεια επαναχάραξής τους, σύμφωνα με τα αμερικανικά συμφέροντα. Έτσι μέσα σε αυτή τη λογική και προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα αμερικανικά συμφέροντα έχουμε μια σειρά επεμβάσεων προκειμένου να ελεγχθούν τα ενεργειακά αποθέματα της περιοχής.

Δημιουργία κρατών

Αφού οι εβραίοι περιπλανήθηκαν για αιώνες ανά την υφήλιο και κουράστηκαν στην αναζήτηση της Γης της Επαγγελίας και του Μεσσία, ξαφνικά εμφανίσθηκε ο ένας και μοναδικός θεός, «τέταρτος κατά σειρά μοναδικός» της περιοχής, το «πετρέλαιο». Εδώ προσκυνά το διεθνές κεφάλαιο στο νέο σύμβολό του, το... «βαρέλι», που αντικατέστησε τον σταυρό και αντί για κεριά ανάβει πολέμους καίγοντας λαούς στο θυμιατήρι του κέρδους. Ο νέος θεός, με αντιπρόσωπό του επί γης τους άγγλους, αποφάσισε να τους χαρίσει αυτό που ονειρεύονταν χρόνια.

Οι άγγλοι χρειαζόντουσαν έναν τοποτηρητή στην περιοχή για τον έλεγχο των πετρελαϊκών κοιτασμάτων, ένεκα της πολιτικής αστάθειας την οποία οι ίδιοι είχαν φροντίσει να δημιουργήσουν (διαίρει και βασίλευε).

Στις 29 Νοεμβρίου 1947, καταψηφίζεται το σχέδιο διανομής της Παλαιστίνης, η οποία μέχρι τότε τελούσε υπό το καθεστώς της βρετανικής εντολής. Έτσι με το ψήφισμα αυτό η περιοχή θα χωρισθεί σε δύο «ανεξάρτητα» κράτη, ένα εβραϊκό και ένα αραβικό.

Από κει και ύστερα η περιοχή δεν γνώρισε ησυχία. Οι Μεγάλες Δυνάμεις με τοποτηρητή στην περιοχή το νεοσυσταθέν ισραηλινό κράτος και εκτελεστικό όργανο την πολεμική μηχανή του, η οποία είναι δυσανάλογη για το μέγεθός του (σχεδόν το μισό της παγκόσμιας αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας δίνεται στο Ισραήλ), ρημάξανε την περιοχή προκειμένου να επιβάλουν τα γεωπολιτικά τους σχέδια.

Αφανισμός και διάλυση

Τώρα με νέα μεγαλόπνοα σχέδια και φανφάρες η Αμερική εξαγγέλλει νέο πρόγραμμα για την περιοχή και επαναχάραξη των συνόρων της Μέσης Ανατολής, με ταυτόχρονη εξαγωγή δημοκρατίας, προκειμένου να εισαγάγει η ίδια υπερκέρδη μέσω των πετρελαϊκών κολοσσών που την κυβερνούν. Τα συμφέροντα στην περιοχή είναι τεράστια. Το 50% των παγκόσμιων πετρελαϊκών αποθεμάτων βρίσκεται εδώ. Μόνο το Ιράκ και το Κουβέιτ έχουν αποθέματα παραπάνω από 200 δισ. βαρέλια (200.000.000.000 επί 100 δολ. = 20.000.000.000.000 δολ.) – «είναι πολλά τα λεφτά».

Το παρελθόν έχει αποδείξει ότι η διατήρηση στρατού στις κατεχόμενες χώρες υπήρξε δυσβάστακτη για τον ιμπεριαλισμό (Κονγκό, Αλγερία κ.λπ.). Όσο για την Αμερική, ακόμη να επουλωθούν οι πληγές της από το Βιετνάμ.

Στο δε Ιράκ έχει βαλτώσει μέχρι τον λαιμό και αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα νέο Βιετνάμ. Η αμερικανική επέμβαση στην περιοχή για τον έλεγχο των πετρελαίων δημιούργησε κυριολεκτικά μια μαύρη τρύπα, η οποία υπάρχει κίνδυνος να καταπιεί τον ευρύτερο χώρο, με απρόβλεπτες συνέπειες ακόμη και για όλη την ανθρωπότητα. Μόνο που ο Μπους δεν κατάλαβε ότι αυτή η μαύρη τρύπα μπορεί να καταπιεί και την ίδια την Αμερική, όπως έγινε και στο Βιετνάμ.

Το πετρέλαιο, εκτός του ότι είναι πανάκριβο, είναι και ιστορικός... καταλύτης σημαντικών γεωπολιτικών γεγονότων, και αυτός που εξουσιάζει το πετρέλαιο και τους αγωγούς διοχέτευσής του είναι ο επικυρίαρχος του γεωπολιτικού παιγνίου.

Η αναγέννηση ενός έθνους

Η Ρωσία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου μετά τη Σαουδική Αραβία και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας φυσικού αερίου. Τα έσοδα από την εξαγωγή ενέργειας αντιπροσωπεύουν το 40% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, προβλέπεται δε μέχρι το 2020 να είναι η πέμπτη πλουσιότερη χώρα.

Ο Πούτιν επανεθνικοποίησε τις ενεργειακές εταιρείες και μέσα από αυτές άρχισε να παράγει εξωτερική πολιτική και η Ρωσία να διεκδικεί τον ρόλο της στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής είναι η εξαγωγή ενέργειας και μέσω αυτής η δημιουργία ενεργειακών συμμαχιών, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου είναι δυνατόν να μεταβληθούν σε καθοριστικές πολιτικές συμμαχίες ανατρέποντας την πρωτοκαθεδρία της Αμερικής και μεταβάλλοντας το μονοπολικό σύστημα σε πολυπολικό.

1Επανασχεδιάζει αγωγούς προς την Ευρώπη και την Ασία (Κίνα, Ιαπωνία), μια και το υπάρχον δίκτυο διανομής λειτουργεί με γνώμονα τα συμφέροντα της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης.

2 Δημιούργησε την Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών (ΚΑΚ) αποτελούμενη από την Αρμενία, το Καζακστάν, το Τατζικιστάν, τη Λευκορωσία, την Κιργιζία και «υπέκλεψε» το Ουζμπεκιστάν, που αποσκίρτησε από την αμερικανική GUAM.

3 Μετά την κρατικοποίηση της Γιούκος και τη φυλάκιση του Χοντορκόφσκι, που ήταν ο μεγαλομέτοχος, πούλησε το 20% των μετοχών της στους κινέζους. Έτσι κατόρθωσε όχι μόνο να γεφυρώσει τις τεράστιες διαφορές που χώριζαν τις δύο χώρες, αλλά και αυτή τη στιγμή να πραγματοποιούν στα σύνορά τους κοινά στρατιωτικά γυμνάσια (το τελευταίο αποτελεί τον μεγαλύτερο αμερικανικό εφιάλτη).

4 Τελευταία μάλιστα η Κίνα τάχθηκε αλληλέγγυα στο πλευρό της Ρωσίας, εναντίον της αμερικανικής αντιπυραυλικής ασπίδας. Λέγοντας ότι «αποτελεί έναν από τους νέους τρόπους των ΗΠΑ να ενισχύσουν τις θέσεις τους μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου».

5 Δημιούργησε ισχυρή συμμαχία με το Ιράν (τους ενώνουν κοινά γεωπολιτικά συμφέροντα), η οποία επισφραγίστηκε με τη ρωσική βοήθεια για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (αυτό για το οποίο οι αμερικανοί απαιτούν τη διακοπή της λειτουργίας του).

6 Υπέγραψε συμφωνία με την Ινδία για εξαγωγή πετρελαίου και εισαγωγή πληροφορικής τεχνογνωσίας.

7 Κατασκευάζει από κοινού με τη Γερμανία υποθαλάσσιο αγωγό στη Βαλτική, που θα συνδέει απευθείας τις δύο χώρες.

8 Ανταπάντησε στην αμερικανική προσπάθεια απομονωτισμού της (αγωγός Μπακού - Τιφλίδα - Τσεϊχάν) με έναν άλλο αγωγό, του Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη.

9 Και προέβη σε μια σειρά ενεργειών όπου με όπλο την ενέργεια παράγει φιλίες και δημιουργεί συμμαχίες.

Η αμερικανική αυτοπαγίδευση

Οι ΗΠΑ, στερούμενες πηγών ενέργειας, μιας και εισάγουν από το εξωτερικό τουλάχιστον τα 2/3 των αναγκών τους, προσπαθούν να καλύψουν το κενό της εξωτερικής πολιτικής τους με την πολιτική των κανονιοφόρων.

1Με μια σειρά ληστρικών στρατιωτικών επεμβάσεων προσπαθούν να υφαρπάξουν τον πλούτο διαφόρων χωρών, εφευρίσκοντας διάφορες παιδαριώδεις δικαιολογίες (άλλοτε πολέμους εναντίον της τρομοκρατίας και άλλοτε με πρόσχημα τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως υπαγορεύουν τα συμφέροντά τους).

2 Η Ευρωατλαντική Συμμαχία σφίγγει κι άλλο τη θηλιά γύρω από τη Ρωσία, ενσωματώνοντας συνεχώς νέα μέλη.

3 Δημιούργησαν σειρά προβλημάτων στην ευρύτερη περιοχή (Καύκασο - Κασπία), με δήθεν επαναστάσεις διαφόρων αποχρώσεων (κίτρινες, πορτοκαλί κ.λπ.), τοποθετώντας ανθρώπους ελεγχόμενους στην προσπάθεια να αποκόψουν την ελεύθερη ροή των ρωσικών πετρελαίων.

4 Ίδρυσαν μια στρατιωτική συμμαχία, την GUAM, υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, η οποία περιλαμβάνει την Ουκρανία, τη Μολδαβία, τη Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν, προκειμένου να δημιουργήσουν πρόβλημα στο μαλακό υπογάστριο του Καυκάσου.

5 Δημιούργησαν το Στρατηγείο της Σμύρνης, στο οποίο έχει ανατεθεί ο έλεγχος του Αιγαίου, του Καυκάσου, της Μαύρης Θάλασσας και της Μέσης Ανατολής (αφαιρώντας ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα).

6 Αιματοκύλησαν τα Βαλκάνια και επαναχάραξαν τα σύνορα της περιοχής για τους παρακάτω λόγους.

α. Τα Βαλκάνια είναι το μαλακό υπογάστριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χρησιμοποιώντας κατάλληλα τις μειονότητες εύκολα μπορούν να αποσταθεροποιήσουν ολόκληρη την Ευρώπη (δεν είναι τυχαίο ότι από εδώ ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος).

β. Τόσο οι αμερικανοί όσο και οι ρώσοι σχεδιάζουν αγωγούς, οι οποίοι θα διέρχονται από την περιοχή.

γ. Ενισχύουν υπέρμετρα τη στρατιωτική παρουσία τους στην περιοχή κατασκευάζοντας βάσεις πρωτοφανείς σε μέγεθος και στρατιωτική ισχύ για τα στρατιωτικά δεδομένα, με μέγιστο ερωτηματικό εάν η περιοχή αντέχει τόσο μεγάλη στρατιωτική πίεση.

δ. Διαμέλισαν τη Γιουγκοσλαβία, τον τελευταίο παραδοσιακό σύμμαχο της Ρωσίας, και δημιούργησαν προτεκτοράτα, μέσω των οποίων απομονώνουν τη Ρωσία και ταυτόχρονα πιέζουν την Ευρώπη.

7 Απειλούν την Ευρώπη να μην εξαρτηθεί ενεργειακά από τη Ρωσία, αλλά δεν προσφέρούν εναλλακτικό σχέδιο, μιας και κανένας αγωγός δεν συνδέει την... Αμερική με τη Ρωσία.

8 Κατασκεύασαν τον αγωγό Μπακού - Τσεϊχάν, ο οποίος, όμως, για να καταστεί οικονομικά βιώσιμος θα πρέπει να δέχεται τουλάχιστον 1.000.000 βαρέλια ημερησίως (πράγμα το οποίο είναι αδύνατο από τα πετρέλαια που διαχειρίζονται οι αμερικανικές εταιρείες της περιοχής).

9 Βλέποντας το φιάσκο στο οποίο οδηγούνται, επιτείνουν τη στρατιωτική παρουσία τους με τη δημιουργία της αντιπυραυλικής ασπίδας.

Αν αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν ιστορικά οι πετρελαϊκοί ανταγωνισμοί, καμία πρόβλεψη δεν είναι δυνατόν να γίνει, διότι, ενώ εκπονούνται σχέδια από όλους τους ενδιαφερομένους και εντείνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και οι αντιπαραθέσεις στην ευρύτερη περιοχή, με αιχμή διάφορα ζητήματα (Ιράν, Κουρδικό, Καύκασος, Ιράκ), μπορούν τα πάντα να τιναχθούν στον αέρα με απρόσμενες συνέπειες για τους λαούς της περιοχής και την ανθρωπότητα.

Βέβαια το γεωπολιτικό παίγνιο για τον έλεγχο των αγωγών όχι μόνον δεν έχει κριθεί, παρά το αίμα που χύθηκε όλο τον προηγούμενο αιώνα, αλλά τώρα αρχίζει… Η συνέχεια επί της γεωπολιτικής σκακιέρας...


2 Μαΐου 1963: Γρηγόρης Λαμπράκης


Στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961, υπηρεσιακός πρωθυπουργός ανέλαβε ο αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Δόβας. Σ’ αυτές, η ΕΡΕ πλειοψήφησε με 176 βουλευτές αλλά ο Γ. Παπανδρέου της Ένωσης Κέντρου τις κατάγγειλε ως εκλογές «βίας και νοθείας», στις οποίες «ψήφισαν νεκροί και δέντρα», και κήρυξε (1 Νοεμβρίου) τον «ανένδοτο αγώνα».

Την ίδια ώρα, οι σχέσεις του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή με τα ανάκτορα ψυχράθηκαν καθώς η βασιλική οικογένεια αναμιγνυόταν ενεργά στην πολιτική, ενώ ταυτόχρονα προσέβαλε το δημόσιο αίσθημα προβάλλοντας απαιτήσεις για σπατάλες και δαπάνες, τη στιγμή που η κυβέρνηση ζητούσε από το λαό λιτότητα. Όμως, όλα αυτά ωχριούσαν μπροστά στην υπόθεση Λαμπράκη.

Παλιός βαλκανιονίκης στο μήκος, ειρηνιστής και ανεξάρτητος βουλευτής της Αριστεράς, ο Γρηγόρης Λαμπράκης (γεννήθηκε το 1918) είχε μετάσχει στη μαραθώνια πορεία ειρήνης. Το βράδυ, 22 Μαΐου 1963, είχε προσκληθεί να μιλήσει σε μια συγκέντρωση ειρηνιστών, σε κλειστή αίθουσα στη Θεσσαλονίκη. Πλήθος λαού, κυρίως αριστεροί, πλημμύριζαν την αίθουσα κι απλώνονταν ως έξω, περιμένοντας να τον ακούσουν. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, είχαν μαζευτεί «εθνικόφρονες», όπως ονομάζονταν τότε οι αντικομουνιστές, που φώναζαν συνθήματα κατά της εκδήλωσης. Ο Λαμπράκης έφτασε πεζός στον τόπο της ομιλίας. Την ώρα που περνούσε το δρόμο, ένα τρίκυκλο ξεπετάχτηκε τρέχοντας δαιμονισμένα. Στην καρότσα του, ισορροπούσε ένας άνδρας οπλισμένος με ρόπαλο. Το τρίκυκλο έπεσε πάνω στον βουλευτή που χτυπήθηκε κι από τον άνθρωπο της καρότσας κι έπεσε αιμόφυρτος στην άσφαλτο. Πέθανε, πέντε μέρες αργότερα.

Η αστυνομία έμεινε άπραγη. Στο χαμό, που ακολούθησε, κάποιος κακοποίησε τον βουλευτή της ΕΔΑ, Γιώργο Τσαρουχά. Πολίτες καταδίωξαν κι εντοπίσανε τους δράστες: Σπύρος Κοτζαμάνης ο οδηγός του τρίκυκλου, Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης ο ροπαλοφόρος της καρότσας, Αντώναρος Πιτσώκος αυτός που χτύπησε τον Τσαρουχά. Ενώ η χωροφυλακή μιλούσε για τροχαίο, η κυβέρνηση αντικατέστησε την ηγεσία της. Διατάχτηκαν ανακρίσεις. Ανακριτής ανέλαβε ο Χρήστος Σαρτζετάκης, ενώ η δημοσιογραφική έρευνα αποκάλυπτε τις παρακρατικές οργανώσεις, τη μια μετά την άλλη. Τα νήματα έφταναν ως πολύ ψηλά, σε ανθρώπους που είχαν δεσμούς ακόμα και με τα ανάκτορα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ειπώθηκε ότι αναρωτήθηκε «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο». Η απάντηση του δόθηκε, όταν παραιτήθηκε, στις 16 Ιουνίου 1963. Ο Παύλος ανέθεσε την πρωθυπουργία στον «Ηρακλή του στέμματος» Παναγιώτη Πιπινέλη με υπουργούς, μεταξύ άλλων, τρία μέλη της υπηρεσιακής κυβέρνησης Δόβα και τέσσερις απόστρατους στρατού και χωροφυλακής (18 Ιουνίου 1963). Η χώρα, για άλλη μια φορά, βάδιζε προς εκλογές. Έγιναν στις 3 Νοεμβρίου 1963 και ανέδειξαν την Ένωση Κέντρου πρώτο κόμμα.


Η πρώτη έκρηξη παγκόσμιας αμφισβήτησης



Έχουμε αναφερθεί στα γεγονότα του Μάη του 1968, στις πορείες, τα οδοφράγματα, τα γκράφιτι, τις πολιτικές συγκρούσεις. Σήμερα θα βρεθούμε στο σήμερα, σε μια εποχή που πολλοί προτιμούν να κάνουν επικήδειους αυτών που συνέβησαν παρά «γάμους» με αυτά που συμβαίνουν. Αυτό θα κάνουμε και εμείς, πηγαίνοντας από τη δράση στη θεωρία και από την πρακτική στην ανάλυση, διατηρώντας κάτι από το πνεύμα εκείνων των ημερών. Αυτό θα γίνει μέσα από αντικρουόμενες απόψεις.

Καταρχήν ένα αγαπημένο θέμα αυτών των συζητήσεων είναι το αν τα γεγονότα εκείνα χαρακτηρίζονται επανάσταση ή εξέγερση. Κάποιοι τα θεωρούν μια γνήσια, αλλά ατελή επανάσταση, άλλοι ένα πάρτι εκτόνωσης. Συγκεκριμένα, η «Λιμπερασιόν» αναφέρει: «Αυτή η χαρούμενη εξέγερση πέτυχε τον πρώτο της στόχο: την απελευθέρωση του ατόμου από τα βαρίδια της παράδοσης. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Μάης του ’68 απέτυχε στον άλλο στόχο του, αυτόν που είχε θέσει για μια πιο δίκαιη κοινωνία».

Μερικοί θεωρούν τον Μάη κάτι ρομαντικό και ουτοπικό, αλλά όχι ως μια ολοκληρωμένη πράξη. Η «Φιγκαρό» γράφει πως ήταν μια πνοή αδελφοσύνης που δεν κατάφερε να μετουσιωθεί σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό μόρφωμα, ενώ βοήθησε μόνο τον φιλελευθερισμό:

«Ο Μάης του ’68 σάρωσε αρχαϊκές ηθικές και πνευματικές αντιστάσεις που ήταν εμπόδια στην πλήρη ανάπτυξη της φιλελεύθερης κοινωνίας. Αυτό είναι και το παράδοξό του. Το ιδεολογικό ντεκόρ του κινήματος ήταν μαρξιστικό και λενινιστικό, αλλά αυτή ακριβώς η ιδεολογία αφαίρεσε τα εμπόδια προς τη φιλελεύθερη κοινωνία. Τα αποτελέσματα του Μάη του ’68 ήταν συχνά αντίθετα από αυτά που ανέμεναν οι πρωταγωνιστές ή οι πολέμιοί του».

Και θυμίζοντας τους γνωστούς στίχους με τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο» που ονειρεύεται επαναστάσεις στα όνειρά του και ελπίζει για το σήμερα: «Θα επιθυμούσαμε καμιά φορά να εμφανιστεί ένα πνεύμα εξέγερσης από τη νεολαία, για να αμφισβητήσει τον κυνισμό της οικονομικής, χρηματιστηριακής, πολιτικής ή επικοινωνιακής εξουσίας. Όμως οι νέοι φοβούνται, δεν σκέπτονται πλέον συλλογικά, αλλά ατομικά, καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός για κανέναν».

Ένα σημαντικό νέο δεδομένο που έφερε ο γαλλικός Μάης είναι ότι, εκτός από τη δεδομένη αντικαπιταλιστική χροιά, είχαμε για πρώτη φορά έντονη κριτική και στο τότε ανατολικό μπλοκ. Οι φοιτητές δεν εναντιώνονταν μόνο στην Ουάσιγκτον, αλλά και στη Μόσχα, ενώ διαδηλώνοντας την υποστήριξή τους στους αγωνιστές της Πράγας, τόνιζαν τα ελλείμματα δημοκρατίας και ελευθερίας της έκφρασης που υπήρχαν στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Συνεπώς, το μόνο επίθετο που αρμόζει στο κίνημα εκείνης της εποχής ήταν το αντιεξουσιαστικό. Βέβαια δεν πρέπει κανείς να παραβλέψει το γεγονός ότι οι εξεγέρσεις που έγιναν στο Παρίσι, την Πράγα και αλλού έληξαν τελικά με τη νίκη των «παραδοσιακών» δυνάμεων. Ο Ντε Γκωλ σάρωσε στις εκλογές του Ιουνίου, τα σοβιετικά τανκς κατέπνιξαν την Άνοιξη της Πράγας και ο Νίξον ανανέωσε τη θητεία του.

Ο συγγραφέας Μαρτίν Αμί μας περιγράφει το πνεύμα των ημερών από άλλη οπτική γωνία: «Οι ταραχές του 1968 ήταν μια γιορτή της νιότης: Για πρώτη φορά έπειτα από τρεις γενιές οι νέοι δεν πήγαιναν να πεθάνουν σε κάποιον πόλεμο. Και ως αποτέλεσμα γιόρταζαν τη νιότη τους».

Και ο Έρικ Χόμπσμπαουμ συμπληρώνει πως εκείνες τις μέρες «δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να κάνεις έρωτα, να παίρνεις LSD και να κάνεις επανάσταση». Πιο ανατρεπτικός από όλους ο φιλόσοφος Αλεξάντερ Κοζέβ, ο οποίος έκανε την καταπληκτική δήλωση τον Ιούνιο του 1968: «Δεν υπήρχαν νεκροί; Άρα δεν συνέβη τίποτε!». Λίγες ημέρες μετά πέθανε...

Αρκετοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι κινητήριες δυνάμεις των νέων της εποχής ήταν η σιωπηλή καταπίεση και οι ορμόνες τους, κατηγορώντας τους σαν ψευτοεπαναστάτες. Ο γερμανός ιστορικός Νόρμπερτ Φράι δηλώνει στην Ντόιτσε Βέλε ότι, ναι μεν ο Μάης (και οι συνακόλουθες εξεγέρσεις) δεν προέκυψε από συνθήκες φτώχειας και εξαθλίωσης, αλλά «η εξέγερσή τους έθετε στο επίκεντρό της την αυτοολοκλήρωση... που φτάνει μέχρι και σε ολοκληρωτικές απόψεις (αναφέρεται στη γερμανική ΡΑΦ)».

Κάτι παρόμοιο υποστηρίζει και στην Ελλάδα ο Κώστας Βεργόπουλος:

«Ο Μάης ήταν το πρώτο κίνημα στην Ιστορία που κατήγγειλε όχι την έλλειψη και την εξαθλίωση, αλλά την αφθονία και την ευημερία. Κατήγγειλε τον ξέφρενο δρόμο του παραγωγισμού και του καταναλωτισμού, το πρότυπο της καταναλωτικής κοινωνίας που αλώνει τους ανθρώπους από τα μέσα, που αλλοτριώνει κάθε ιδιαιτερότητα και πρωτοβουλία, μετατρέποντάς τους σε χαλκομανίες πανομοιότυπες και μονοδιάστατες. Περισσότερο από το κεφάλαιο καταγγέλθηκε η εξουσία και οι αξιώσεις της ν’ απαγορεύει και να ελέγχει. Τα αιτήματα της ελευθερίας και της φαντασίας στον λόγο και στη ζωή κυριάρχησαν, μέχρι ομαδικού κοινωνικού αναχωρητισμού».

Είναι αλήθεια ότι ένα μέρος της νεολαίας του 1968 βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στους δρόμους από το πουθενά, χωρίς να έχει ολοκληρωμένη πολιτική θέση για τα θέματα που έμπαιναν προς συζήτηση, παρασυρμένο από τη γοητεία της επανάστασης, θυμίζοντας εφήβους που στην πρώτη τους σχέση δεν ερωτεύονται το πρόσωπο, αλλά τον ίδιο τον έρωτα.

Αποτέλεσμα ήταν ότι στο ετερογενές αυτό πλήθος έβλεπες ανθρώπους όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων, που οι περισσότεροι από αυτούς στη συνέχεια βυθίστηκαν αύτανδροι ξανά στην καθημερινότητά τους, ενώ άλλοι παρασύρθηκαν από το τσουνάμι της εξέγερσης και οδηγήθηκαν σε άλλα μονοπάτια. Κλασικό παράδειγμα αυτού ήταν η «κόκκινη Μάριαν» εκείνων των ημερών, η όμορφη κοπέλα που όλοι έχουμε δει να σηκώνει τη σημαία του Βιετνάμ στους ώμους του φίλου της.

Μέχρι τότε ήταν ένα όμορφο μοντέλο που περίμενε στο μέλλον να ζήσει με τα χρήματα της αριστοκρατικής οικογένειάς της: «Ήμουν ένα μανεκέν χωρίς πολιτικές απόψεις και με πολύ κέφι για ζωή» λέει η ίδια. Η στάση της απέναντι στα πράγματα άλλαξε για πάντα μετά τα γεγονότα, με αποτέλεσμα η μεγάλη της περιουσία να είναι ότι την αποκλήρωσαν για τις θέσεις της, χωρίς η ίδια να αισθανθεί ότι έχασε κάτι:

«Δεν μετανιώνω, γιατί είχα μια ενδιαφέρουσα ζωή, που ίσως να μην είχα, αν είχα πολλά χρήματα τα, οποία και αλλοτριώνουν τον άνθρωπο και τον κάνουν να ζει μακριά από την πραγματικότητα».

Ο Μάης όμως δεν ήταν μόνο ένα γαλλικό φαινόμενο. Η νεολαία στο Παρίσι επηρεάστηκε και αλληλοτροφοδοτήθηκε από τα γεγονότα στις ΗΠΑ, όπου ένα παρόμοιο κίνημα λάμβανε χώρα από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Μια διαμάχη όχι τόσο εκρηκτική όσο αυτή του γαλλικού Μάη, αλλά με εξίσου σημαντικά κοινωνικά αίτια πίσω της και με μεγάλους σταθμούς, όπως το Μπέρκλεϊ, το Σικάγο και η Ουάσιγκτον.

Στην Αμερική των συγκρούσεων, των φυλετικών διακρίσεων, του κινήματος της ειρήνης και του LSD, οι νέοι έκαιγαν τις επιστολές στράτευσης μπροστά από τα στρατολογικά γραφεία και πολλοί από αυτούς κηρύχτηκαν ανυπότακτοι ή διέφυγαν στον Καναδά. Ο συγγραφέας Χάντερ Τόμσον, που έζησε από κοντά τα γεγονότα στις ΗΠΑ, εξηγεί νοσταλγικά στο βιβλίο του «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας» πώς ακριβώς κορυφώθηκε και τελείωσε το παγκόσμιο κίνημα εκείνης της εποχής:

«Υπήρχε μια φανταστική παγκόσμια αίσθηση ότι οτιδήποτε κάναμε ήταν σωστό, ότι κερδίζαμε. Και αυτό πιστεύω ήταν η αφορμή – αυτή η αίσθηση της αναπόφευκτης νίκης ενάντια στις δυνάμεις του παλιού και του κακού. Όχι με καμία αρνητική ή στρατιωτική έννοια: Η ενέργειά μας απλά θα υπερίσχυε. Είχαμε όλη τη φόρα, καβαλούσαμε στην κορυφή ενός ψηλού και όμορφου κύματος... Και τώρα, λιγότερο από πέντε χρόνια μετά, μπορείς να πας πάνω σε έναν απότομο λόφο του Λας Βέγκας και να κοιτάξεις δυτικά, και με τη σωστή ματιά μπορείς σχεδόν να διακρίνεις το σημάδι της πλημμύρας: Το σημείο εκείνο που το κύμα τελικά έσπασε και ξαναγύρισε πίσω».

Πώς φτάσαμε όμως στο τέλος αυτής της πλημμύρας; Ένας από τους θεωρητικούς του κινήματος, ο μεγάλος έλληνας φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, μας αναφέρει έναν πολύ πεζό τρόπο: «Αν θέλουμε να καταλάβουμε πού βρισκόταν ο “ατομικισμός” του Μάη του ’68, πρέπει να αναλογιστούμε τι ήταν αυτό που, μετά την τροποποίηση των συμφωνιών της Γκρενέλ, έδωσε τη χαριστική βολή στο κίνημα: Ο ανεφοδιασμός των βενζινάδικων.

Η τάξη αποκαταστάθηκε οριστικά όταν ο μέσος γάλλος μπόρεσε και πάλι, μέσα στο αυτοκίνητό του, με την οικογένειά του, να τρέξει προς το εξοχικό του ή προς το δικό του μέρος για πικ-νικ. Αυτό του επέτρεψε, τέσσερις βδομάδες αργότερα, να υπερψηφίσει με ποσοστό 60% την κυβέρνηση».

Και τελικά έπειτα από όλα αυτά κερδίσαμε κάτι; Κατά τον «κόκκινο Ντάνι», ναι: «Πρώτα λέω ότι κερδίσαμε πολιτιστικά, αλλά ότι χάσαμε πολιτικά. Και όταν λέω “ξεχάστε το ’68”, εννοώ ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν ανήκουν στην προβληματική του ’68. Από το ’68, ή καλύτερα στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, από τότε ώς σήμερα, σημειώθηκε μια τεράστια αλλαγή της κοινωνίας και της αντίληψης του ατόμου. Αυτό είναι που κερδίσαμε».

Στη σημερινή Γαλλία οι πρωταγωνιστές του 1968 έχουν γίνει 68 χρόνων. Αυτοί που γεννήθηκαν από τον Μάη και μετά ψηφίζουν Σαρκοζί και, αν δεν βλέπουν τα γεγονότα του Μάη ως ένα γαλλικό φολκλορικό γεγονός, επιβραβεύουν τον πρωθυπουργό τους, που όχι μόνο τον απορρίπτει, αλλά θέλει και να τον εξαφανίσει:

«Ο Μάης επέβαλε έναν πνευματικό και ηθικό σχετικισμό σε όλους μας. Οι κληρονόμοι του επέβαλαν την ιδέα πως δεν υπάρχει πλέον διαφορά μεταξύ καλού και κακού, ψεύδους και αλήθειας, ομορφιάς και ασχήμιας. Η κληρονομιά αυτή εισήγαγε τον κυνισμό στην κοινωνία και την πολιτική. Σε αυτές τις εκλογές, θα πρέπει να δούμε αν η κληρονομιά του Μάη του ’68 πρέπει να διαφυλαχθεί ή να εξαφανιστεί μια για πάντα. Θέλω να γυρίσω τη σελίδα του Μάη του ’68».

Για να φτάσει σήμερα ο Σαρκοζί να εκλέγεται κατηγορώντας τον Μάη για... κυνισμό, σημαίνει ότι κάτι δεν πήγε καλά και ότι δεν έγινε δυνατό να δημιουργηθεί μια αντιπρόταση. Οι παραδοσιακοί θεσμοί και οι πόλοι εξουσίας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στην ορμή του, αλλά οι ιδέες μέσα στους κόλπους της ίδιας της κοινωνικής επανάστασης ήταν τόσο ετερογενείς, που δεν μπόρεσαν να καλύψουν αυτό το κενό με μια δική τους κοινή πρόταση.

Μοιραίο ήταν τελικά το κενό αυτό να καλυφθεί από έναν συμβιβασμό που, όπως τόσες άλλες φορές στην ανθρώπινη Ιστορία, άφησε σε κάποιους απωθημένα, πικρία και νοσταλγία, ενώ για άλλους αποτέλεσε νίκη και δικαίωση.

Ίσως τελικά ο Μάης να μην ήταν μια επανάσταση, αλλά μια ανταρσία αυτών που είχαν βαρεθεί να τραβάνε κουπί στη γαλέρα. Μια ανταρσία που καταπνίχτηκε στην πλήξη που τη δημιούργησε. Όσο για σήμερα, ας ελπίσουμε να πλήξουμε τόσο, που να μην το αντέξουμε...

15 Μαΐου 1955: Ανεξάρτητη Αυστρία

Η γερμανική κατοχή στην Αυστρία κράτησε ως το 1945. Τον Απρίλιο της χρονιάς αυτής, οι σύμμαχοι κυρίευσαν τη χώρα κι εγκατέστησαν εκεί διοίκηση συμμαχικής κατοχής. Ο σοσιαλιστής Καρλ Ρένερ ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός της δημοκρατικής Αυστρίας, στα 1919, μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1945, έγινε και ο πρώτος πρόεδρος της μεταπολεμικής (δεύτερης) Αυστριακής Δημοκρατίας. Πέθανε στα 1949 μη έχοντας προλάβει να δει την χώρα του ελεύθερη καθώς ίσχυε το καθεστώς της τετραπλής κατοχής από τις δυνάμεις των νικητών του πολέμου. Νέος πρόεδρος εκλέχτηκε ο επίσης σοσιαλιστής Θέοντορ Κέρνερ. Αυτός πρόλαβε, πριν να πεθάνει (1957), να δει την πατρίδα του ελεύθερη.

Η συνθήκη της Βιέννης υπογράφτηκε στις 15 Μαΐου του 1955. Με αυτήν, τερματιζόταν η κατοχή από τις ΗΠΑ, την Βρετανία, τη Γαλλία και τη Σοβιετική Ένωση. Η Αυστρία έγινε πάλι ανεξάρτητο κράτος, με τον όρο της «αιώνιας ουδετερότητας». Μετά από 17 χρόνια κατοχής από ξένα στρατεύματα (γερμανικά αρχικά και συμμαχικά στη συνέχεια).

Στις 26 Οκτωβρίου του 1955, η Αυστρία ψήφισε τον νόμο που καθιέρωσε την «αιώνια ουδετερότητά» της. Η ημέρα αυτή έγινε η εθνική εορτή της. Και προσωρινά τροχοπέδη στις επιδιώξεις της: Τον Ιούλιο του 1988, η Αυστρία υπέβαλε υποψηφιότητα για ένταξη στην τότε ΕΟΚ. Η Σοβιετική Ένωση αντέδρασε. Μια τέτοια εξέλιξη παραβίαζε την συμφωνία για «αιώνια ουδετερότητα». Όμως, στα 1994, Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε. Στις 4 Μαΐου 1994, το Ευρωκοινοβούλιο ενέκρινε την ένταξη Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.


Η Γαλλία παραδίδεται σε μια διονυσιακή μέθη ελευθερίας

Το Μάη του ΄68 και μέσα σε δέκα μόλις ημέρες η κοινωνία της Γαλλίας οδηγήθηκε από την πλήξη στην ένταση, το πολιτικό σύστημα από τη βεβαιότητα στον πανικό και οι διαδηλωτές από ελάχιστους αριστεριστές σε εκατοντάδες χιλιάδες όλων των πολιτικών αντιλήψεων. Ήταν πλέον σαφές σε όλους ότι αυτές οι κινητοποιήσεις δεν θα ακολουθούσαν την πορεία των προηγούμενων στη γραμμή «διαμαρτυρία - εκτόνωση» και ότι κάτι διαφορετικό γινόταν εδώ. Εξελισσόταν ένα έργο που δεν υπήρχε σενάριο και που κανένας δεν γνώριζε το φινάλε του.

Η κυβέρνηση, που ήλπιζε ότι η συγκέντρωση της 10ης Μαΐου θα ήταν η κορυφή του παγόβουνου των κινητοποιήσεων, έκανε ένα ακόμη λάθος υπολογισμό, μια και η επόμενη, της Δευτέρας 13ης Μαΐου, όχι μόνο θα ξεπερνούσε κάθε προηγούμενη, αλλά θα οδηγούσε στη μετάλλαξη του κινήματος από κίνημα διαμαρτυρίας σε ανατροπής.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες συγκεντρωμένοι στο Παρίσι και σε άλλες γαλλικές πόλεις συνέθεταν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό που προκαλούσε πολλά νεύρα στον Ντε Γκολ όταν τους άκουγε να φωνάζουν για τη δεκαετή διακυβέρνησή του «Δέκα χρόνια είναι αρκετά» και σύγχυση στην αστυνομία, που υπολόγισε τους συγκεντρωμένους σε 117.500 ακριβώς…

Τα γεγονότα είχαν προλάβει τους πάντες: κυβέρνηση, αριστεριστές, συνδικαλιστές και φυσικά τα κόμματα της Αριστεράς. Η μαζικότητα, η μαχητικότητα, η ταχύτητα που έτρεχε το κίνημα, αλλά και η παντελής έλλειψη καθοδήγησης και χειραφέτησής του, έκανε την Αριστερά και τα συνδικάτα να εμφανίζουν πολλές φορές την ίδια αμηχανία με την κυβέρνηση, και να ακολουθούν γεγονότα και πρόσωπα που μόλις πριν από λίγες ημέρες είχαν καταδικάσει.

Έτσι, με την απεργία που κήρυξαν στις 13 Μαΐου η CGT, η μεγαλύτερη εργατική συνομοσπονδία που ελεγχόταν από το Κ.Κ. Γαλλίας (PCF), και η σοσιαλιστική CFDT, η κοινοβουλευτική Αριστερά έδειξε ότι ήθελε να πάρει τα ηνία των κινητοποιήσεων που θα ακολουθούσαν, ώστε να τις κατευθύνει προς τα οικονομικά αιτήματα της εργατικής τάξης και όχι προς τη σύγκρουση με το ίδιο το γκολικό καθεστώς.

Αυτό φυσικά δημιούργησε αρκετές τριβές, μια και λίγες ημέρες πριν, στις 3 Μαΐου, ο μετέπειτα ηγέτης του PCF Ζορζ Μαρσέ σε άρθρο του στην «Ουμανιτέ» διαφοροποιούσε τη θέση της παράταξής του από τα «ανεύθυνα αριστερά στοιχεία» και καλούσε την εργατική τάξη να μην αναμιχθεί μαζί τους, ενώ στελέχη του PCF χαρακτήριζαν τους ηγέτες των κινητοποιήσεων «ψευδοεπαναστάτες, τυχοδιώκτες, αποστάτες και πράκτορες της CIA».

Ο φυσικός ηγέτης των πρώτων ημερών των διαδηλωτών γερμανός αναρχικός Ντανιέλ Κον Μπεντίτ μετά την επιτυχία της 13ης Μαΐου με την κλασική δήλωσή του ότι «η μεγαλύτερή μου ικανοποίηση είναι ότι σήμερα βρέθηκα στην κεφαλή μιας διαδήλωσης της οποίας την ουρά ακολουθούσαν τα σταλινικά καθάρματα...» ανέδειξε τις μεγάλες διαφορές των συγκεντρωμένων και αποκάλυψε την αναπόφευκτη μάχη εξουσίας που υπήρχε πίσω από τα οδοφράγματα.

Φυσικά τα μεγαλύτερα προβλήματα τα είχε η κυβέρνηση Ντε Γκολ, που έβλεπε να αποτυγχάνει και η συνήθης πρακτική του «καλού και του κακού μπάτσου». Η σκληρή καταστολή γιγάντωνε το κίνημα δίνοντάς του τη συμπάθεια και την ανοχή της μεσαίας τάξης, ενώ οι «παραχωρήσεις», όπως η επαναλειτουργία της Σορβόννης με την απόσυρση των αστυνομικών δυνάμεων, απελευθέρωναν απρόσμενες δυνάμεις της νεολαίας.

Η άμεση κατάληψη του Πανεπιστημίου της Σορβόννης τη μετατρέπει σε μία νύχτα σε «Λαϊκό αυτόνομο πανεπιστήμιο», με χιλιάδες φοιτητές να κάνουν συζητήσεις επί συζητήσεων και αναλύσεις επί αναλύσεων προσπαθώντας να δημιουργήσουν ένα νέο είδος ανοιχτής πανεπιστημιακής κοινότητας, αμφισβητώντας τους μέχρι τότε κανόνες και τα θέσφατά της. Και όταν οι χώροι του πανεπιστημίου δεν αρκούν να χωρέσουν τους φοιτητές, η κατάληψη προεκτείνεται σε κοντινά θέατρα.

Το σύνθημα που υπάρχει στο φουαγιέ του «Οντεόν» είναι σαφές για τους στόχους της κατάληψης: «Όταν η εθνοσυνέλευση γίνεται θέατρο της μπουρζουαζίας, τότε όλα τα θέατρα της μπουρζουαζίας πρέπει να γίνουν εθνικές συνελεύσεις». Αυτά έβλεπε ο Ντε Γκολ και φώναζε έξαλλος στον Πομπιντού: «Λοιπόν, επιτρέψατε να καταλάβουν το Οντεόν;».

Οι καταλήψεις είναι πλέον η νέα πρακτική των διαδηλωτών και εξαπλώνονται σε όλη τη Γαλλία. Μέσα σε ελάχιστες ημέρες πάνω από 50 μεγάλες βιομηχανικές μονάδες της χώρας καταλαμβάνονται από εργάτες και φοιτητές, παρά τις αντίθετες παραινέσεις των συνδικαλιστικών ενώσεων, που τελικά αναγκάζονται να αποδεχτούν τα τετελεσμένα. Πλέον πλήττεται η ραχοκοκαλιά της γαλλικής οικονομίας και η κοινωνία δείχνει να παρασέρνεται σε μια πολιτική διονυσιακή μέθη ελευθερίας.

Κάθε ημέρα το νούμερο των απεργών αυξάνει γεωμετρικά και από 300 χιλιάδες στα μέσα του Μάη μόλις στις 22 του ίδιου μήνα έχει φτάσει σχεδόν τα 10 εκατομμύρια. Όλοι οι γάλλοι είναι στους δρόμους και ζητούν τα πάντα: καλύτερα μεροκάματα, ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, την πτώση του Ντε Γκολ, αλλαγή του πολιτικού συστήματος, αυτοδιοίκηση στα εργοστάσια, μα πάνω από όλα δείχνουν να έχουν ανάγκη περισσότερο «αέρα» πολιτικής και ατομικής ελευθερίας.

Το κοινοβούλιο δείχνει αποκομμένο από τα γεγονότα και η πρόταση μομφής που καταθέτει το Κομμουνιστικό Κόμμα καταψηφίζεται με ελάχιστη πλειοψηφία. Ακόμα και οι πύρινοι λόγοι του ηγέτη της Σοσιαλιστικής Αριστεράς Μιτεράν κατά του πελαγωμένου πρωθυπουργού Πομπιντού ακούγονται πολιτικάντικοι: «Έχετε χάσει τα πάντα, και σας το λέω με απόλύτη σοβαρότητα, κύριε πρωθυπουργέ, πρέπει να φύγετε». Αλλά πλέον τα γεγονότα δεν καθορίζονται από τους εκπροσώπους του λαού, αλλά από τον ίδιο τον λαό.

Η ουσιαστική απέλαση του Κον Μπεντίτ απο τον υπουργό Εσωτερικών Κριστιάν Φουσέ στις 22 Μαΐου μαζί με την αφαίρεση της γαλλικής ιθαγένειας οδηγεί σε νέες συγκεντρώσεις με κύριο σύνθημα το «Είμαστε όλοι γερμανοεβραίοι». Στις 24 Μαΐου ο Ντε Γκολ με ένα μελοδραματικό αλλά και εκβιαστικό διάγγελμα ζητάει από τους γάλλους να ανανεώσουν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του με δημοψήφισμα. «Σε περίπτωση που η απάντησή σας είναι όχι, είναι αυτονόητο ότι θα παραιτηθώ από το αξίωμά μου».

Στις 26 Μαΐου, μετά από 24 ώρες διαπραγματεύσεων μεταξύ εργατικών συνδικάτων και εργοδοσίας, συμφωνούνται αυξήσεις σε μισθούς και παροχές που δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν πριν από μερικές εβδομάδες οι εργαζόμενοι. Τα συνδικάτα πανηγυρίζουν για την επιτυχία, κυβέρνηση και εργοδοσία κοιτούν την τσέπη τους για να δουν πόσο εξαγόρασαν την πολυπόθητη για αυτούς «τάξη και ασφάλεια», αλλά όλα αλλάζουν πάλι όταν η συμφωνία φτάνει στους εργαζόμενους και αυτοί την απορρίπτουν με αποδοκιμασίες. Μα τι θέλουν επιτέλους;

Στις 29 Μαΐου ο Ντε Γκολ ξεχνάει τον πολιτικό του ρόλο και θυμάται το στρατιωτικό παρελθόν του. Εξαφανίζεται για επτά ώρες κάνοντας επαφές με στρατιωτικούς και βολιδοσκοπώντας τις προθέσεις τους σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης.

Η αμέριστη υποστήριξη του στρατού επαναφέρει τη χαμένη αυτοπεποίθηση στον γάλλο πρόεδρο, ο οποίος επιστρέφει στο Παρίσι με νέο διάγγελμα. Σε αυτό αναιρεί το δημοψήφισμα, διαλύει την Εθνοσυνέλευση, προκηρύσσει εκλογές και εμφανίζεται εξοργισμένος με τους κομμουνιστές, τις «καθοδηγούμενες ομάδες» και τους «πολιτικάντηδες του περιθωρίου», θυμίζοντας το πρώτο διάγγελμα του Παπαδόπουλου μόλις έναν χρόνο πριν.

Το γκολικό καθεστώς περνάει στην αντεπίθεση στοχεύοντας στα συντηρητικά αντανακλαστικά της γαλλικής κοινωνίας. Επικαλείται τον «κίνδυνο δικτατορίας», παρόλο που το ίδιο τις τελευταίες εβδομάδες έχει επανασυγκροτήσει παρακρατικές ομάδες όπως η «Επιτροπή Υπεράσπισης της Δημοκρατίας» (CDR), και έχει δημιουργήσει κρυφή στρατιωτική ατζέντα στρατιωτικής εκτροπής.

Ο ίδιος ο στρατιωτικός διοικητής του Παρισιού Μορίς Γκριμό εκείνες τις ημέρες αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι ο μόνος λόγος που δεν είχε επέμβει ακόμα ο στρατός ήταν ο φόβος των συνεπειών: «(...) οι κληρωτοί κινδύνευαν να αποθαρρυνθούν ή και να προσελκυστούν από τους διαδηλωτές, ενώ οι ειδικές δυνάμεις, όπως οι αλεξιπτωτιστές, είναι εκπαιδευμένες σε τρόπους επέμβασης που δύσκολα μπορούν να προσαρμοστούν στις επιχειρήσεις του δρόμου. Γνωρίζω πάντως ότι, όπως είναι λογικό, το ενδεχόμενο της στρατιωτικής λύσης δεν αποκλείστηκε ποτέ απολύτως από την κυβέρνηση».

Και όπως η αστική τάξη αφημένη στην πλήξη της αιφνιδιάστηκε από την έναρξη του Μάη, έτσι και οι διαδηλωτές αφημένοι στη δική τους ευδαιμονία των ημερών ξαφνιάζονται από την αντεπίθεση του καθεστώτος. Και την ώρα που φοιτητές και εργάτες σε δρόμους και σε γενικές συνελεύσεις τσακώνονταν για το πώς θα ήταν το σύστημα που θα αντικαθιστούσε τον καπιταλισμό ο οποίος θα κατέρρεε άμεσα κάτω από το βάρος των πολιτικών του αμαρτιών, το καθεστώς συσπείρωνε δυνάμεις και ετοίμαζε την αντεπίθεσή του.

Στις 31 Μαΐου μια νέα τεράστια διαδήλωση γεμίζει τους δρόμους του Παρισιού. Μόνο που αυτήν τη φορά δεν υπάρχουν κόκκινες - μαύρες σημαίες και έξυπνα συνθήματα, αλλά εκατοντάδες χιλιάδες «νοικοκυραίοι» οι οποίοι κρατούν γαλλικές σημαίες, ζητούν αποκατάσταση της τάξης, τραγουδούν τη Μασσαλιώτιδα και τα συνθήματά τους ξεκινούν από το «Ναι στη μεταρρύθμιση - όχι στο χάος» και φτάνουν στο «Ο Μπεντίτ στο Νταχάου».

Αυτό που δεν είχαν καταφέρει η αστυνομική βία και οι οικονομικές παροχές το επιτύγχανε η κήρυξη των εκλογών. Τα κόμματα προσπαθούν να εξαργυρώσουν τον Μάη με ψήφους, οι απεργοί εμφανίζονται κουρασμένοι και οι φοιτητές φαίνονται να «αδειάζονται» από όλους αφημένοι στις εσωτερικές τους συγκρούσεις. Η αντίστροφη μέτρηση του κινήματος έχει ξεκινήσει, και αυτή τη φορά τα γεγονότα είναι καταιγιστικά από την αντίθετη πλευρά.

Οι απεργίες και οι καταλήψεις φθίνουν μέρα με την ημέρα, η αστυνομική βία παρότι αυτή τη φορά προκαλεί νεκρούς με τις εκκενώσεις καταλήψεων έχει την ανοχή της κοινωνίας, τράπεζες και δημόσιοι φορείς αρχίζουν να λειτουργούν σπάζοντας το ηθικό των εναπομεινάντων απεργών, η κυβέρνηση κηρύσσει εκτός νόμου μικρές αριστερές οργανώσεις ενώ την ίδια στιγμή απελευθερώνει ακροδεξιούς συλληφθέντες.

Στις εκλογές που θα γίνουν στις 22 και 29 Ιουνίου ο Ντε Γκολ αυξάνει κατά ένα εκατομμύριο τις ψήφους του και κερδίζει 358 από τις 465 έδρες της Εθνοσυνέλευσης, ενώ η κοινοβουλευτική Αριστερά ψάχνει τους λόγους που καταποντίζεται.

Όλο τον Μάιο που η Γαλλία ήταν παραδομένη κατά άλλους σε νηφάλιο μέθη, κατά άλλους στο χάος, δεν υπήρξε κανένας νεκρός από τις μαζικές κινητοποιήσεις. Μετά τον ουσιαστικό τερματισμό του Μάη, από τις αρχές του Ιούνη είχαμε πέντε νεκρούς από αστυνομικές επιχειρήσεις, ενώ η έξοδος των γάλλων το πρώτο Σαββατοκύριακο του μήνα συνοδεύτηκε από 110 νεκρούς και 1.200 τραυματίες. Η τάξη και η ασφάλεια είχαν επανέλθει...


8 Μαΐου 1821: Στο χάνι της Γραβιάς


Στις αρχές Μαΐου του 1821, ο Τουρκαλβανός στρατηγός Ομέρ Βρυώνης είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένος. Είχε έγκαιρα εγκαταλείψει τον Αλή Πασά, ήταν έμπιστος του σουλτάνου και μάλλον εύκολα ξεμπέρδεψε με τους Έλληνες στην Αλαμάνα. Η φιλοσοφία του ήταν απλή: Καλύτερα να εξαγοράσεις τον εχθρό, παρά να πολεμάς εναντίον του. Με τον Αθανάσιο Διάκο απέτυχε. Όμως, να που η τύχη του χαμογελούσε. Μόλις τον είχαν πληροφορήσει πως ανάμεσα στους αρχηγούς των επαναστατών υπήρχε κι ένας παιδικός του φίλος: Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που στρατοπέδευε στη Γραβιά. Του έγραψε από τη Λαμία ότι θα πάει να τον συναντήσει: «Έλα μαζί μου και θα σου ξαναδώσω όλα τα αρματολίκια της Ανατολικής Στερεάς», του έλεγε...

Μετά το θάνατο του Αθανάσιου Διάκου, στις 23 Απριλίου 1821, ο Ομέρ Βρυώνης κι ο Κιοσέ Μεχμέτ γύρισαν και στη Λαμία. Διωγμένοι από τους Τούρκους, οι οπλαρχηγοί Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης, έσπευσαν στη Γραβιά να συναντήσουν τον Ανδρούτσο. Αυτός τους διάβασε το γράμμα του Ομέρ Βρυώνη. Πρότεινε να οχυρωθούν στο χάνι και να προσπαθήσουν να κρατήσουν τους Τουρκαλβανούς. Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης διαφώνησαν: Αν έχαναν τη μάχη, δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Άλλωστε, το χάνι κάθε άλλο παρά οχυρό μπορούσε να το πει κανείς...

Ανδρούτσος και οπλαρχηγοί διαφωνούσαν ακόμη, όταν, στις 7 Μαΐου, τους ήρθαν τα χαμπέρια: Ο Ομέρ Βρυώνης ξεκίνησε από τη Λαμία με 9.000 Τουρκαλβανούς και κατεύθυνση τη Γραβιά. Είχε αφήσει τον Κιοσέ Μεχμέτ με αξιόλογη δύναμη στη Μπουδουνίτσα, να φυλάει τα νώτα. Το πράγμα δεν έπαιρνε άλλη αναβολή. Συμφώνησαν να συγκεράσουν τις απόψεις: Ο Πανουργιάς κι ο Δυοβουνιώτης έπιασαν το αριστερό του δρόμου. Ο έμπιστος του Ανδρούτσου, Χρήστος Σουλιώτης, έπιασε το δεξιό. Ο Οδυσσέας μπήκε στο χάνι. Τον ακολούθησαν 120. Ανάμεσά τους, οι Γκούρας, Αγγελής Γοβγίνας, Κομνάς Τράκας, Παπαντρέας Κοκκοβιστιανός. Επισκεύασαν πρόχειρα το χάνι, άνοιξαν πολεμίστρες, στερέωσαν τις πόρτες.

Πρωί, 8 Μαΐου 1821, φάνηκαν οι Τούρκοι. Ο Ομέρ Βρυώνης ακολούθησε την τακτική, που εφάρμοσε στην Αλαμάνα: Χώρισε το στρατό του στα τρία και χτύπησε διαδοχικά τους οχυρωμένους στα αριστερά κι αυτούς στα δεξιά του δρόμου. Τους σκόρπισε. Το κεντρικό τμήμα στάθηκε μπροστά στο χάνι. Ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε ένα δερβίση να πει του Ανδρούτσου να βγει, να κουβεντιάσουν. Ήταν φίλοι! Ο Οδυσσέας σήκωσε το όπλο, σημάδεψε, πυροβόλησε. Ο δερβίσης έπεσε νεκρός. Ταυτόχρονα, μια ομοβροντία από το χάνι έπεισε τον Τουρκαλβανό πως έπρεπε να δώσει μάχη, αν ήθελε να περάσει. Σχεδόν αμέσως εκδηλώθηκε η επίθεση. Αποκρούστηκε εύκολα. Ο Ομέρ Βρυώνης μελέτησε την κατάσταση κι έστειλε τους Τουρκαλβανούς το μεσημέρι να χτυπήσουν ξαφνικά το χάνι. Αποκρούστηκαν και πάλι. Ως να βραδιάσει, οι επιθέσεις διαδέχονταν η μια την άλλη. Μπροστά στο χάνι, πάνω από τριακόσιοι οι νεκροί και κάπου εξακόσιοι τραυματίες προβλημάτιζαν τον Ομέρ Βρυώνη. Το χάνι δεν έπεφτε. Έστειλε να φέρουν κανόνια από τη Λαμία...

Είχε νυχτώσει, όταν κόπασαν οι μάχες. Οι Έλληνες, μέσα στο χάνι, μετρήθηκαν. Είχαν έξι νεκρούς. Ο Ανδρούτσος δεν το ρισκάριζε. Αν ήταν στη θέση του Ομέρ Βρυώνη, θα έφερνε κανόνια από τη Λαμία να σμπαραλιάσει το χάνι. Άρα, αυτό θα έκανε κι ο παλιός του φίλος. Αποφάσισε να φύγουν μέσα από τις γραμμές του εχθρού. Μαύρο σκοτάδι κάλυπτε την περιοχή. Ο Γκούρας βγήκε πρώτος. Ακολούθησαν οι άλλοι. Τελευταίος βγήκε ο Ανδρούτσος. Χάθηκαν μέσα στη νύχτα, χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς. Το πρωί, ο Ομέρ Βρυώνης κατάλαβε τι είχε γίνει, όταν παραξενεύτηκε που κανένας δεν απαντούσε στους πυροβολισμούς. Ήταν, όμως, αργά να κάνει ο,τιδήποτε.

Ο Ομέρ Βρυώνης μάθαινε πως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όσο φάνηκαν στην αρχή. Μια χούφτα Έλληνες τον σταμάτησαν και του προκάλεσαν απώλειες 300 νεκρούς και 600 τραυματίες. Δεν μπορούσε να προχωρήσει στην Πελοπόννησο αφήνοντας ανοιχτές πληγές στη Στερεά. Έμαθε πως τα γυναικόπαιδα των Ελλήνων βρίσκονταν στα Βλαχοχώρια της Γκιώνας. Πήρε 3.000 άντρες και κίνησε κατά κει. Στον Αετό, τον πρόλαβε ο Γκούρας. Έπεσε πάνω του και πετσόκοψε το στρατό του. Ο Ομέρ Βρυώνης αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Μπουδουνίτσα όπου τον περίμενε ο Κιοσέ Μεχμέτ. Το σχέδιο να καταλάβει τα Σάλωνα και να περάσει, από το Γαλαξίδι, στην Αχαΐα ματαιώθηκε. Προτεραιότητα αποκτούσε το ξεκαθάρισμα της Στερεάς. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και 120 Έλληνες κατάφεραν να σώσουν την επανάσταση στο Μοριά...


Πρωτομαγιά: Η σημειολογία της Κόκκινης Πλατείας

«Θυμάμαι πως, στη δεκαετία του ’80, μου είχε κάνει εντύπωση η παράθεση δύο φωτογραφιών: Η μία ήταν από τις παρελάσεις της Πρωτομαγιάς στη Μόσχα, με τους πυραύλους να στέκουν πίσω από τα κεφάλια των στρατιωτών που παρέλαυναν. Η άλλη, που είχε τραβηχτεί έξι εβδομάδες νωρίτερα (17 Μαρτίου), ήταν από την παρέλαση του Αγίου Πατρικίου στη Νέα Υόρκη, στην οποία τεράστιοι Γκούφι και Ντόναλντ Ντακ κρέμονταν πάνω από τους συμμετέχοντες. Η σοβιετική εικόνα ήταν μια συνειδητή και σκόπιμη προσπάθεια προβολής ισχύος, ενώ η παρέλαση στη Νέα Υόρκη ήταν μια γιορτή των συμβόλων του έθνους» έγραφε ο Τζορτζ Μονπιό στη «Monthly Review», το 2004.

Ο Γκούφι και ο Ντόναλντ τον είχαν τρομάξει περισσότερο, καθώς πίσω τους κρυβόταν η αόρατη παντοδυναμία της Ντίσνεϊ Α.Ε., ενώ της Μόσχας οι εκδηλώσεις είχαν εξίσου επικίνδυνους κατ’ αυτόν, αλλά πρόδηλους σκοπούς.

Η εργατική Πρωτομαγιά είναι μέρα πάλης κι αγώνα στις χώρες του υπαρκτού καπιταλισμού. Στη Σοβιετική Ένωση ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη εθνική γιορτή (μετά την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης), μια και οι εργάτες βρίσκονταν στην εξουσία.

Οι παρελάσεις των εργατών, με επικεφαλής τους ήρωες της εργασίας, γίνονταν στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Στάλιν τις αντικατέστησε με τη μεγάλη στρατιωτική παρέλαση στο κέντρο της Μόσχας, η οποία διέσχιζε και την Κόκκινη Πλατεία, όπου βρίσκονταν ο ίδιος, η κυβέρνηση και όλο το Ανώτατο Σοβιέτ και παρακολουθούσαν μια αληθινή επίδειξη δύναμης. Οι διάδοχοί του διατήρησαν το έθιμο.

Ήταν Πρωτομαγιά του 1990, επί Γκορμπατσόφ, όταν οι ενθουσιασμένοι από τη νομή της εξουσίας εργάτες χύθηκαν έξαλλοι και διέλυσαν την παρέλαση, ευτυχώς δίχως θύματα: τα στρατιωτικά τμήματα κατέφυγαν στους στρατώνες. Ήταν η τελευταία πρωτομαγιάτικη στρατιωτική επίδειξη.

Μετά, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη. Επί Πούτιν, η εργατική Πρωτομαγιά μετονομάστηκε. Έγινε «Ημέρα της Άνοιξης και της Απασχόλησης». Οι εργάτες δεν περνούν καλύτερα. Έχουν όμως την ικανοποίηση να νιώθουν ότι πια δεν τους δουλεύουν. Η Πρωτομαγιά ξανάγινε μέρα πάλης κι αγώνα. Για την περίοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού, έλεγαν: «Αυτοί έκαναν πως μας πλήρωναν κι εμείς κάναμε πως δουλεύουμε».

Από τον Ιανουάριο του 1936, ο ισχυρός άνδρας Μολότοφ είχε προειδοποιήσει (στη σύνοδο της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής) ότι «το μέσο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας μας (...) είναι ακόμα σημαντικά κατώτερο από αυτό της Αμερικής και της Ευρώπης».

Ο Τρότσκι εκτιμούσε ότι είναι «τρεις, πέντε και μερικές φορές ακόμα και δέκα φορές κατώτερο απ’ αυτό της Ευρώπης και της Αμερικής, και το κόστος παραγωγής αντίστοιχα σημαντικά πιο υψηλό». Ο Μολότοφ είχε πει επίσης ότι «το μέσο πολιτιστικό επίπεδο των εργατών βρίσκεται ακόμα πιο κάτω από το αντίστοιχο επίπεδο των εργατών σ’ έναν αριθμό καπιταλιστικών χωρών». «Και το μέσο βιοτικό επίπεδο» συμπλήρωσε ο Τρότσκι (στην «Προδομένη επανάσταση»).

Ο καλός σύντροφος Σταχάνοφ

Χάρη στη γενικευμένη χαμηλή παραγωγικότητα, άλλωστε, φάνηκε κατόρθωμα το επίτευγμα του Αλεξέι Γκριγκόριεβιτς Σταχάνοφ. Τέσσερις μήνες πριν από τον λόγο του Μολότοφ, τη νύχτα 30 προς 31 Αυγούστου 1935, ο Σταχάνοφ κατέρριψε το ρεκόρ εξόρυξης κάρβουνου βγάζοντας στη βάρδιά του 102 τόνους, με τη νόρμα να είναι επτά τόνοι. Δεκαεννιά μέρες αργότερα, ο Σταχάνοφ πέτυχε νέο ρεκόρ: έφτασε τους 227 τόνους στη βάρδιά του.

Οι σύντροφοί του τον πήραν στον μεζέ και κάποιοι του ρίχτηκαν ρωτώντας τον τι ήθελε να παραστήσει. Τον πήραν όμως είδηση τα ξεφτέρια του κόμματος και τον έκαναν σημαία. Τον έκαναν και μέλος του «Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος Μπολσεβίκων» (1936).

Ανακάλυψαν κι άλλους δυο: τον πριονιστή Μουσίνσκι και τον μηχανικό Μπουσίγκιν, που επίσης πέτυχαν ρεκόρ στους τομείς τους. Δημιουργήθηκε το «σταχανοφικό κίνημα», με τους εργάτες να αμιλλώνται ποιος θα παράγει περισσότερα. Στην πρώτη «πανενωσιακή σύσκεψη των σταχανοφικών», παρόντες ήταν και ο Στάλιν και ο Μολότοφ. Που, φυσικά, πήραν τον λόγο. Ανάμεσα σ’ άλλα, ο σύντροφος Στάλιν είχε πει:

«Ο σύντροφος Μολότοφ σάς διηγήθηκε κιόλας τι μαρτύρια αναγκάστηκε να περάσει ο σύντροφος Μουσίνσκι, πριονιστής στον Αρχάγγελο, όταν κρυφά από την οικονομική οργάνωση, κρυφά από τους ελεγκτές επεξεργαζόταν νέες, ψηλότερες τεχνικές νόρμες. Και του ίδιου του Σταχάνοφ η τύχη δεν ήταν καλύτερη, γιατί στην προώθησή του βρέθηκε στην ανάγκη να υπερασπίσει τον εαυτό του όχι μόνο από μερικούς διοικητικούς υπαλλήλους, μα και από μερικούς εργάτες, που τον περιγελούσαν και τον κυνηγούσαν για τους “νεωτερισμούς” του.

Όσο για το Μπουσίγκιν, είναι γνωστό ότι λίγο έλειψε να πληρώσει τους "νεωτερισμούς" του με το χάσιμο της δουλειάς του στο εργοστάσιο και μονάχα με την επέμβαση του επικεφαλής του τμήματος του εργοστασίου μπόρεσε να μείνει».

Το ότι οι τρεις πρωτοπόροι ουσιαστικά υποδείκνυαν την υπερεντατικοποίηση της δουλειάς, δεν το θεώρησαν αιτία των δεινών τους. Το «σταχανοφικό κίνημα» θέριεψε, αλλά έμελλε να εκφυλιστεί. Από το 1931, είχε γίνει απόπειρα οι εργάτες να πληρώνονται με το κομμάτι. Καπιταλιστική μεν εφεύρεση, πλην όμως, με τον εργάτη στην εξουσία, κερδισμένος έβγαινε ο λαός. Οι εργάτες δεν μάσησαν. Κυρίως, επειδή γινόταν κρατική διανομή των προϊόντων, με το ρούβλι να μην έχει αξία.

Αυτοί που κέρδισαν ήταν όσοι είχαν μέσον («έγραφαν» πολύ πιο πολλά από όσα παρήγαν). Δημιουργήθηκε η τάξη των απατεώνων. Το σύστημα «αμοιβή με το κομμάτι» απέδωσε όταν καταργήθηκε η διανομή με το δελτίο, και το ρούβλι πήρε επάνω του.

Όμως, το «κυνήγι του ρουβλιού» οδήγησε στην κατάργηση του επτάωρου εργασίας, καθώς μόνο μετά τη λήξη της βάρδιας, στη διάρκεια του λεγόμενου «μη εργάσιμου» χρόνου, οι σταχανοφικοί ταχτοποιούσαν τους πάγκους και τα εργαλεία τους και ταξινομούσαν τις πρώτες ύλες τους, οι επικεφαλής έδιναν οδηγίες στις ταξιαρχίες τους κ.λπ. Και βέβαια, η «πληρωμή με το κομμάτι» ήταν η πιο απροκάλυπτη υποταγή στις καπιταλιστικές μεθόδους, που πια εφαρμόζονταν από το κράτος - ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής.

Πρώτος εργάτης (και) ο... Μεταξάς!

Κάπου εκεί, οι παρελάσεις των εργατών την Πρωτομαγιά στην Κόκκινη Πλατεία αντικαταστάθηκαν από τις στρατιωτικές και την επίδειξη των νέων υπερόπλων. Είχε προηγηθεί ο Ιωάννης Μεταξάς. Με αφορμή την απεργία των καπνεργατών, την Πρωτομαγιά του 1936, αιματοκύλησε τη Θεσσαλονίκη στηρίζοντας τις 75 με 80 δραχμές που πρόσφεραν ως μεροκάματο οι εργοδότες, έναντι των 120 με 130 που ζητούσαν οι εργάτες.

Τρεις μήνες αργότερα, από την πρωθυπουργία, πέρασε στη δικτατορία. Κυβερνητικοί πράκτορες εισχώρησαν στα εργατικά σωματεία και τα άλωσαν, ενώ ο ίδιος ο Μεταξάς ανακηρύχτηκε «πρώτος εργάτης» της χώρας, τίτλο που ούτε ο Στάλιν ούτε άλλος κανείς είχε διανοηθεί να αποκτήσει. Κι αντί για παρελάσεις υπερόπλων την Πρωτομαγιά, προτιμούσε παρελάσεις νεολαίων, με ολίγη από εργάτες και στρατό. Ο ίδιος έγραψε στο ημερολόγιό του της 25ης Μαρτίου 1938:

«Τι όνειρο ήταν χθες και σήμερα! Χθες στο Πεδίον του Άρεως με την Εθνική Νεολαία. Το έργον μου! Έργον που ενίκησε μέσα σε τόσες αντιδράσεις! Σχεδόν 18 χιλιάδες παιδιά από Αθήνα και Πειραιά, περίχωρα και από πολλές επαρχίες. Φάλαγξ “Ι. Μεταξά” Πατρών! (...). Σήμερα. Τελετή. Ενθουσιασμός. Αποθέωσις. Παρέλασις στρατού θαυμασία. Απόγευμα παρέλασις Σχολείων, Προσκόπων κ.λπ. και Εθνικής Νεολαίας με τα Τάγματα Εργασίας εις την ουράν. Αι φάλαγγες της ΕΟΝ ατελείωτοι! Όλοι ντυμένοι! Περίπου 12-14 χιλιάδες! Εντύπωσις εις τον κόσμον καταπληκτική!».

Τα Τάγματα Εργασίας που παρέλαυναν «εις την ουράν» δεν ήταν τίποτε άλλο από τη φασιστική παραλλαγή των σοβιετικών Ταξιαρχιών Εργασίας που είχαν ήδη παρακμάσει και είχαν αντικατασταθεί από τους σταχανοβίτες. Τάγματα Εργασίας («τάγματα θανάτου» τα ονόμαζαν οι έλληνες) είχαν και οι οθωμανοί στις αρχές του 20ού αιώνα: απαρτίζονταν από χριστιανούς 45άρηδες και πάνω που δεν γινόταν να καταταγούν στον στρατό κι εξαναγκάζονταν να εργάζονται σε ορυχεία στα βάθη της Ανατολίας ή ανοίγοντας δρόμους.

Και οι βούλγαροι είχαν Τάγματα Εργασίας. Αυτοί, μετά τον θάνατο του Μεταξά, όταν οι γερμανοί του Χίτλερ κατέλαβαν την Ελλάδα κι έκαναν πάσα τη Μακεδονία σ’ αυτούς. Ήταν νέα παιδιά που κι αυτά δούλευαν στο άνοιγμα δρόμων και σε παρεμφερείς εργασίες.

Τα μεταξικά τάγματα μπορούσαν να παρελάσουν με κάθε ευκαιρία, εκτός από την ημέρα της Πρωτομαγιάς. Γι’ αυτήν ή και για άλλες μέρες του Μάη, υπήρχαν τα Ανθεστήρια, γιορτή των λουλουδιών, προγενέστερη της δικτατορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας γίνονταν παρελάσεις αρμάτων στολισμένων με λουλούδια, κάτι σαν άνθινος καρνάβαλος.

Ανθεστήρια υπήρχαν και στην αρχαιότητα. Κρατούσαν τρεις μέρες, με την πρώτη να είναι η μέρα του εργάτη, η αρχαία Εργατική Πρωτομαγιά, καθώς οι αρχαίοι έλληνες είχαν ανοίξει τον δρόμο, χιλιάδες χρόνια πριν από τη σφαγή του Σικάγου το 1886 και την καθιέρωσή της από τη Σοσιαλιστική Διεθνή το 1889. Μέρα του εργάτη στην αρχαία Αθήνα ήταν η πρώτη της γιορτής των Ανθεστηρίων, αυτή που ονομαζόταν Πιθοίγια («άνοιγμα των πίθων» με το καινούργιο κρασί που έμενε σφραγισμένο από το προηγούμενο φθινόπωρο).

Οι δούλοι (οι πραγματικοί εργάτες) την περίμεναν όλο τον χρόνο: ήταν η μέρα τους. Μπορούσαν να κάνουν και να πουν ό,τι ποθούσε η καρδιά τους, ελεύθερα κι ανεξέλεγκτα. Φυσικά, γνώριζαν πως δεν έπρεπε να το παρακάνουν, καθώς υπήρχε περίπτωση κάποια καμώματα να τα πληρώσουν ακριβά την επομένη.

Τα αρχαία Ανθεστήρια δεν είχαν να κάνουν με τα λουλούδια. Κάποιοι ειδικοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι η λέξη δεν προέρχεται από τα άνθη, αλλά από το «θέσαθαι» (= «αιτήσαι ή ικετεύσαι) ή «αναθέσασθαι» (= ανακομίζειν), καθώς η γιορτή είχε να κάνει με τον θεό Διόνυσο και το ανέβασμα των ψυχών στη γη.

Άλλωστε, γιορτάζονταν από την ενδέκατη μέρα του μήνα Ανθεστηρίωνα που συνέπιπτε με τα τέλη του Φλεβάρη, μήνα μάλλον ακατάλληλου για λουλούδια. Φυσικά, και στα αρχαία Ανθεστήρια υπήρχαν παρελάσεις. Με κυριότερη αυτή κατά την οποία η γυναίκα του βασιλιά (δεύτερου μετά τον επώνυμο από τους εννέα άρχοντες της Αθήνας) έφτανε στο Βουκολείο για να παντρευτεί τον θεό Διόνυσο σε μυστικό γάμο.


Τα... «παιδιά του μπαμπά» συγκλονίζουν τον πλανήτη


Στις 15 Μαρτίου 1968, ένας από τους σημαντικότερους γάλλους δημοσιογράφους της εποχής, ο Πιερ Βιανσόν - Πόντε, δημοσίευε στη «Monde» ένα ιστορικό άρθρο με τον τίτλο: «Όταν η Γαλλία πλήττει». Και συνέχιζε: «Αυτό που χαρακτηρίζει σήμερα τη δημόσια ζωή μας είναι η πλήξη. Οι γάλλοι πλήττουν! Δεν μετέχουν ούτε από κοντά ούτε από μακριά στις μεγάλες αναταράξεις που συγκλονίζουν τον κόσμο».

Βέβαια ανέφερε ότι, αν εξαιρούσες κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους, μικροαγρότες που τους ισοπέδωνε η πρόοδος και όσους γέρους είχαν όλοι εγκαταλείψει στην τύχη τους, «οι γάλλοι πλήττουν, μελαγχολούν, δεν αισθάνονται ότι μετέχουν σε κάτι το σημαντικό, το κεφαλαιώδες». Και κατέληγε ότι «η φαντασία και το πάθος είναι αναγκαία τόσο όσο και η κοινωνική ευεξία και η οικονομική πρόοδος».

Σήμερα που ξέρουμε την εξέλιξη των πραγμάτων, το κείμενο αυτό μοιάζει με τραγούδι του Τώνη Μαρούδα πριν από συναυλία χέβι μέταλ. Γιατί όμως έπλητταν τόσο πολύ οι γάλλοι αστοί;

Ο Μάης του ’68, αυτή η μικρογραφία της Γαλλικής Επανάστασης, δεν εμφανίστηκε ως κεραυνός εν αιθρία. Όπως όλες οι εξεγέρσεις, είχε τα αίτια και τις αφορμές της.

Αν δούμε το διεθνές περιβάλλον εκείνης της εποχής θα θυμηθούμε ότι μαινόταν ο πόλεμος του Βιετνάμ, η Γαλλία προσπαθούσε να ξεμπλέξει από τις συνέπειες της επέμβασής της στην Αλγερία, και φυσικά πάνω από αυτά υπήρχε πάντα η ψυχροπολεμική αντιπαράθεση Ανατολής - Δύσης, με τον πυρηνικό όλεθρο σκιάχτρο πάνω από τα κεφάλια του κόσμου.

Τα συγκεκριμένα γεγονότα είχαν οδηγήσει τη νεολαία στη Γαλλία αλλά και αλλού να μην ακολουθεί τις βασικές νόρμες του πολιτικού συστήματος αναζητώντας απλώς τη βελτίωσή του, αλλά να στρέφεται σε ριζοσπαστικότερες λύσεις που ήθελαν την ανατροπή του.

Καταλύτης των εξελίξεων αποτέλεσε και ο νέος τρόπος ζωής της νεολαίας. Καινούργια καλλιτεχνικά είδη αναδύονταν διεθνώς στη μουσική, στον κινηματογράφο και σε όλες τις τέχνες, τα οποία ήταν δημιουργήματα μιας γενιάς που ήθελε να τα ζήσει όλα, και να τα αλλάξει όλα. Οι λαοί σε Ευρώπη και Αμερική αποζητούσαν μια επαναδιαπραγμάτευση με τις κυβερνήσεις τους.

Συνεπώς, η ιδεολογική βάση αυτού του κινήματος εδραζόταν σε πολλά επίπεδα: Αντιιμπεριαλισμός, εργατικά δικαιώματα, πολιτικές ελευθερίες, σεξουαλική απελευθέρωση, ισότητα των φύλων, ειρήνη, αφοπλισμός. Είναι προφανές λοιπόν ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση, έχοντας απέναντί της μια τέτοια πληθώρα αιτημάτων, εύλογα θα δυσκολευόταν να τα διαχειριστεί και να διαπραγματευτεί.

Στην περίπτωση του Μάη του ’68, η κυβέρνηση αυτή ήταν του Ντε Γκωλ. Ο ίδιος ο πρόεδρος, πρωταγωνιστής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πολιτικά συντηρητικός, σημάδεψε την πολιτική ζωή και την πορεία της Γαλλίας για δύο δεκαετίες, επιβάλλοντας τον «γκωλισμό», σαν κυρίαρχη μεταπολεμική πρακτική, και θέτοντας έτσι τις ιδεολογικές βάσεις με τις οποίες πορεύτηκε η χώρα αυτή μέχρι σήμερα.

Παρά όμως τη σταθερή οικονομία και την καλή διεθνή θέση της χώρας, ο γκωλισμός για πολλούς αντιπροσώπευε και μια σιωπηλή καταπίεση, μια αποστειρωμένη και «ασφαλή» δημοκρατία χωρίς ακραίες εκδηλώσεις και με μια μεγάλη δόση πουριτανισμού.

Στα ίδια τα γεγονότα τώρα, όλα ξεκίνησαν με το κλείσιμο του πανεπιστημίου της Ναντέρ στις 2 Μαΐου, ενώ είχαν προηγηθεί αλλεπάλληλες διαδηλώσεις των φοιτητών σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ και διενέξεις με ακροδεξιούς. Τελικά η διεύθυνση αποφάσισε το κλείσιμο του ιδρύματος και την τιμωρία κάποιων σπουδαστών.

Την επόμενη μέρα, μια ομάδα φοιτητών συναντήθηκε στη Σορβόννη για να συζητήσει το κλείσιμο του πανεπιστημίου της Ναντέρ, αλλά η διεύθυνση του πανεπιστημίου, αξιοποιώντας τον φόβο επίθεσης ακροδεξιών ομάδων, κάλεσε την αστυνομία και απέκλεισε τον χώρο. Ακολούθησαν συλλήψεις φοιτητών κατά την έξοδό τους και συγκρούσεις των υπόλοιπων με τα CRS (γαλλικά ΜΑΤ).

Παρά τις συγκρούσεις φοιτητών - CRS τίποτα δεν έδειχνε αυτά που θα ακολουθούσαν, μια και στις οδομαχίες αυτές δεν συμμετείχαν παραπάνω από 300 άτομα. Όπως σχολιάζει η βρετανική «Independent»: «Τα CRS φορούσαν παλιομοδίτικες στολές και παλιομοδίτικα κράνη. Έμοιαζαν περισσότερο με στρατιώτες του Α’ Παγκοσμίου». Το σουρεαλιστικό σκηνικό συμπλήρωναν σε πλήρη αντίθεση οι φοιτητές με τα σακάκια τους και τις γραβάτες.

H κυβέρνηση χωρίς να το καταλάβει είχε ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Οι συλλήψεις έκαναν τα 300 άτομα την επόμενη φορά 3.000, τη μεθεπόμενη 300.000 και μετά 3.000.000. Έτσι όσο η αστυνομία έμπαινε μέσα στα πανεπιστήμια, τόσο έβγαζε τους φοιτητές έξω από αυτά και τους ένωνε με άλλους μαζικότερους φορείς της κοινωνίας.

Μέσα σε ελάχιστες ημέρες το ζήτημα έπαυε να έχει σχέση με τις φοιτητικές διεκδικήσεις και διαπερνούσε κάθετα όλη τη δομή του ίδιου του συστήματος. Ήδη από αυτή την πρώιμη φάση διακρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο η εξέγερση του Μάη αλληλοτροφοδοτήθηκε από την κρατική βία.

Στις 6 Μαΐου, η Εθνική Ένωση Σπουδαστών μαζί με την Ένωση Πανεπιστημιακών Καθηγητών συγκέντρωσαν 20.000 άτομα σε μια πορεία προς τη Σορβόννη. Η αστυνομία κρατούσε κλειστό το ίδρυμα και η κατάσταση οδηγήθηκε σύντομα σε οδομαχίες και συλλήψεις. Στη συνέχεια οι φοιτητές ενώθηκαν με τους μαθητές λυκείου και αρκετούς εργάτες και κατευθύνθηκαν στην Αψίδα του Θριάμβου απαιτώντας την απελευθέρωση των συλληφθέντων και την επαναλειτουργία των πανεπιστημίων.

Μέχρι και τότε οι κινητοποιήσεις στηρίζονταν σε αριστερές μειοψηφίες, αναρχικούς τροτσκιστές και μαοϊκούς, αλλά η κρατική βία σε συνδυασμό με τις όλο και μαζικότερες συλλήψεις άρχισαν να κινητοποιούν και ευρύτερες μάζες. Μην ξεχνάμε ότι μέχρι τότε ακόμα το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας κατήγγελλε τις κινητοποιήσεις αλλά και τους ηγέτες της, όπως τον Κον Μπεντίτ.

Οι μέρες μετά τη συγκέντρωση της 6ης Μαΐου ήταν καθοριστικές για την εξέλιξη του κινήματος, που πλέον περνούσε στη δεύτερη φάση του, όπου τα «παιδιά του μπαμπά τους» – όπως ειρωνικά αποκαλούσε τους φοιτητές η κυβέρνηση – θα συναντούσαν τις ευρύτερες μάζες που αντιπροσώπευαν την κυρίαρχη αλλά καταπιεσμένη γενιά του «μετρό - δουλειά - ύπνος» (σας θυμίζει κάτι;). Και η συνάντηση αυτή θα γινόταν στο χειρότερο για κάθε εξουσία σημείο: στους δρόμους.

Η συγκέντρωση της 10ης Μαΐου έμεινε στην ιστορία σαν «νύχτα των οδοφραγμάτων», μια και εκείνο το βράδυ οι διαδηλωτές είχαν δημιουργήσει πάνω από 60 οδοφράγματα στο Καρτιέ Λατέν, με τις συγκρούσεις να ξεπερνούν κάθε άλλο προηγούμενο. Η βίαιη επίθεση της αστυνομίας θα είχε σαν απολογισμό πάνω από 1.000 τραυματίες, 500 συλλήψεις, δεκάδες αυτοκίνητα πυρπολημένα και όλους πλέον να συνειδητοποιούν ότι αυτό που συνέβαινε δεν είχε σχέση με ό,τι είχαν γνωρίσει μέχρι τότε.

Η κυβέρνηση χάνει λίγη από την πυγμή και την ειρωνεία της και αρχίζει να ψελλίζει κάτι για «μέτρα κατευνασμού», αλλά το ντόμινο των εξελίξεων έχει ξεκινήσει. Οι διαδηλωτές αρχίζουν να συνειδητοποιούν τη δύναμή τους, τα συνδικάτα μπαίνουν και αυτά στον αγώνα, ενώ ο κόσμος που βλέπει να γεγονότα από την τηλεόραση και τα ακούει από το ραδιόφωνο αρχικά σοκάρεται από την κρατική βία, και στη συνέχεια βλέπει ότι όλα αυτά που συμβαίνουν αφορούν και τον ίδιο.

Την επόμενη εβδομάδα θα παρακολουθήσουμε το πιο «μεστό» μέρος της μαγιάτικης εξέγερσης, την κατάληξη του κινήματος, την αντίδραση του Ντε Γκωλ και του κεφαλαίου, καθώς και τον αμφιλεγόμενο ρόλο του επίσημου Κ.Κ. και των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Τα συνθήματα του γαλλικού Μάη

Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Γαλλικό Μάη και να μην αναφερθούμε στον «λαϊκό πολιτισμό του κινήματος» που αποτελούνταν από συνθήματα, αφίσες, γκράφιτι και οτιδήποτε θα μπορούσε μια ελεύθερη σκέψη να παρουσιάσει. Μέσα σε έναν μήνα τυπώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες αυτοσχέδιες αφίσες με κυρίαρχα χρώματα το μαύρο και το άσπρο, από καλλιτέχνες που προτιμούσαν να διατηρούν την ανωνυμία τους παραμένοντας πιστοί στις αρχές του συλλογικού έργου.

Οι τοίχοι σε κεντρικούς δρόμους και τα προάστια του Παρισιού αποτέλεσαν ένα τεράστιο καβαλέτο για συνθήματα και γκράφιτι. Σήμερα όμως που οι αφίσες αυτές έχουν γίνει πανάκριβα συλλεκτικά αντικείμενα αυτών που αγοράζουν «επανάσταση», και οι τοίχοι έχουν σβηστεί αφήνοντας θέση σε εμπορικές ρεκλάμες, μόνο τα συνθήματα εκείνου του μήνα έχουν μείνει να θυμίζουν κάτι από κλίμα εκείνων των ημερών, μια και είναι δωρεάν και αυτός που τα χρησιμοποιεί όχι μόνο δεν έχει πνευματικά δικαιώματα πάνω τους, αλλά αντίθετα έχει πολιτική υποχρέωση αντίστασης. Ας θυμηθούμε κάποια ελάχιστα από αυτά.

* Σταλινικοί, οι γιοι σας είναι μαζί μας.

* Πώς να σκεφτεί κανείς στη σκιά μιας εκκλησίας;

* Η μπουρζουαζία δεν έχει άλλη ηδονή από το να τις καταστρέφει όλες.

* Η μικρή υποχώρηση είναι μεγάλη συνθηκολόγηση.

* Τα CRS με πολιτικά παρακαλούνται βγαίνοντας να προσέχουν το σκαλοπάτι.

* Βάλτε έναν μπάτσο κάτω από τη μηχανή σας.

* Στη Γαλλία υπάρχουν 38.000 κομμούνες (κοινότητες)... Είμαστε στη δεύτερη.

* Η οικονομία είναι τραυματισμένη, άστε την να ψοφήσει!

* Ούτε Θεό ούτε αφέντη. Ο Θεός είμαι εγώ.

* Έχω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω τι.

* Απολαύστε χωρίς φρένο.

* Ξεκουμπώνετε το μυαλό σας τόσο συχνά όσο και το παντελόνι σας.

* Εκλογές, παγίδα για μαλάκες!

* Πάρτε τις επιθυμίες σας για πραγματικότητα.

* Χάσου, αντικείμενο!

* Είμαι μαρξιστής της τάσης του Γκράουτσο.

* Όσο περισσότερο κάνω επανάσταση, τόσο περισσότερο θέλω να κάνω έρωτα.

* Συνδικάτα, προδοσία! (Να δεις χαρά η εργοδοσία).

* Απαγορεύεται το απαγορεύεται.

* Η φαντασία στην εξουσία.

* Να είστε ρεαλιστές, ζητήστε το αδύνατο.

* Διαβάστε λιγότερο, ζήστε περισσότερο.

* Η ανία είναι αντεπαναστατική.

* Δεν θα αξιώσουμε τίποτα, δεν θα ζητήσουμε τίποτα. Θα πάρουμε, θα καταλάβουμε.

* Το αφεντικό έχει ανάγκη εσένα, δεν τον έχεις εσύ ανάγκη.

* Εργαζόμενε: Είσαι 25 χρονών αλλά το συνδικάτο σου είναι του προηγούμενου αιώνα.

* Αγοράζουν την ευτυχία σου... Κλέψ' την.

* Ήρθα. Είδα. Πίστεψα.

* Η ποίηση βρίσκεται στους δρόμους.

* Το αλκοόλ σκοτώνει. Πάρτε LSD.

* Εμπρός του Πανεπιστημίου οι κολασμένοι.

* Κάτω από τα πεζοδρόμια, η παραλία!

* Σ' αγαπώ! Ω, πες το με πέτρες!

* Κηρύσσω την κατάσταση της διαρκούς ευτυχίας.

* Μην παίρνετε πια το ασανσέρ, πάρτε την εξουσία.

* Η εξουσία βρίσκεται στην κάννη του τουφεκιού.

* Να ερωτευτείς έναν ρυθμό ανάπτυξης 5%.

* Το όνειρο είναι πραγματικότητα.


1 Μαΐου 1886: Η Εργατική Πρωτομαγιά

Σχεδόν ένας αιώνας αγώνων χρειάστηκε για να καθιερωθεί η μεγαλύτερη εργατική κατάκτηση όλων των εποχών: Το οχτάωρο που πια θεωρείται ξεπερασμένο. Παγκόσμιο αίτημα των εργατών από το 1829, καθιερώθηκε με διεθνή σύμβαση εργασίας, μόλις το 1919. Η Ελλάδα, η Σοβιετική Ένωση, η Γαλλία, η Σουηδία και η Νορβηγία ήταν τα πρώτα κράτη που την υπέγραψαν. Νωρίτερα, μόνον οι εργαζόμενοι της πολιτείας Βικτόρια, στην Αυστραλία, είχαν αυτό το προνόμιο, και μάλιστα από το 1856.

Το αίτημα «8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ψυχαγωγία και μόρφωση, 8 ώρες ύπνος» οδήγησε στην παναμερικανική απεργία της Πρωτομαγιάς του 1886, που κατέληξε σε συγκρούσεις εργατών και αστυνομίας. Τα μηνύματα που έφταναν στο προεδρικό μέγαρο, ήταν σαφή: Οι εργάτες διαδήλωναν μαχητικά σε όλες τις αμερικανικές μεγαλουπόλεις. Ο νέος δημοκρατικός πρόεδρος, Στέφεν Γκρόβερ Κλίβλαντ, έδωσε την άδεια να επέμβει και η πολιτοφυλακή. Την ημέρα εκείνη, στο Σικάγο, η αστυνομία και η πολιτοφυλακή άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών. Αμέτρητοι οι νεκροί και η απεργία πνίγηκε στο αίμα. Τρία χρόνια αργότερα, στο διεθνές εργατικό και σοσιαλιστικό συνέδριο στο Παρίσι, ύστερα από πρόταση της Εργατικής Ένωσης των ΗΠΑ, η Πρωτομαγιά καθιερώθηκε ως παγκόσμια γιορτή των εργατών. Μια γιορτή που οι εργαζόμενοι τιμούν πάντα με απεργία. Για πρώτη φορά, η εργατική Πρωτομαγιά γιορτάστηκε το 1890.

Ο Μεγάλος Τιμονιέρης εφορμά προς την εξουσία

Σχεδόν 60 χρόνια έχουν περάσει από τις 29 Απριλίου 1949, όταν ο Λαϊκός Στρατός του Μάο, με ένα εκατομμύριο στρατιώτες, ξεκίνησε την τελική του επίθεση προς την εξουσία. Μια πορεία που δεν ανέτρεψε μόνο την εξουσία στην Κίνα, αλλά ανακάτεψε την τράπουλα στο ήδη συμφωνημένο από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διεθνές πολιτικό σκηνικό. Υπεύθυνος για όλη αυτή την αναστάτωση ήταν κάποιος που ξεκίνησε έναν τεράστιο αγώνα επειδή δεν ήθελε να τον φωνάζουν «κύριο», αλλά «σύντροφο». Ο γνωστός σε όλους Μάο Τσε Τουνγκ.

Ο Μάο στις αρχές του 1949 ήταν δικαιωματικά η ηγετική μορφή του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, μια και τα προηγούμενα 15 χρόνια είχε καταφέρει πάρα πολλά: να κυριαρχήσει στους πολιτικούς του αντιπάλους μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, να ηγηθεί της επικής «Μεγάλης Πορείας», που, όπως έλεγε και ο ίδιος, έσπειρε τον σπόρο της επανάστασης σε όλη τη χώρα, και να περάσει από τη συμμαχία του με τους εθνικιστές κατά τη διάρκεια του σινο-ιαπωνικού πολέμου (1936-1944) στη νίκη του στον εμφύλιο που ακολούθησε. Δεν είχε πάρει όμως ακόμα την εξουσία.

Την πρωτοχρονιά του 1949 ο Μάο καλούσε τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό να «ωθήσει την επανάσταση μέχρι τέλους», δίνοντας έτσι το σύνθημα της τελικής επίθεσης ενάντια στον «πατριωτικό στρατό».

Επιπλέον ανέφερε πως: «Ούτε οι κινέζοι αντιφρονούντες ούτε οι εχθρικές δυνάμεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Κίνα θα φύγουν από μόνες τους από το προσκήνιο της Ιστορίας. Ακριβώς επειδή συνειδητοποιούν ότι η ολική νίκη του Λαϊκού Απελευθερωτικού Πολέμου δεν μπορεί να αποφευχθεί πλέον με στρατιωτικά μέσα, υπολογίζουν όλο και περισσότερο στην αξία του πολιτικού αγώνα... Υιοθετούν δύο μορφές αγώνα: την κινητοποίηση των εναπομεινασών στρατιωτικών δυνάμεων της Κουομιντάνγκ και την οργάνωση μιας αντίθετης φατρίας μέσα στους κόλπους των επαναστατών».

Οι κομμουνιστές, όμως, είχαν αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στον φτωχό λαό της Κίνας, ο οποίος αποζητούσε την αλλαγή. Τόσο οι αγρότες της υπαίθρου όσο και οι εργάτες και φοιτητές στις πόλεις έβλεπαν με δυσπιστία την κυβέρνηση του Τσιανγκ Κάι Σεκ και καταλάβαιναν ότι προάσπιζε τα συμφέροντα των δυτικών και των μεγάλων γαιοκτημόνων.

Το ύστατο πλήγμα στην αξιοπιστία της κυβέρνησης ήρθε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν χρησιμοποίησε ιαπωνικά στρατεύματα για να παραμείνει στην εξουσία, ενώ κατέστειλε βίαια φοιτητικές διαδηλώσεις. Επίσης, η οικονομία της χώρας κατέρρεε από τον γιγάντιο πληθωρισμό, τη διαφθορά στις δημόσιες υπηρεσίες και τις επαχθείς συμφωνίες με τις ξένες δυνάμεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι μεταξύ Αυγούστου του 1948 και Φεβρουαρίου του 1949 ο πληθωρισμός είχε αυξηθεί 32.000 φορές.

Τα πάρε δώσε του ηγέτη της Εθνικής Κυβέρνησης Τσιανγκ Κάι Σεκ με τις δυτικές κυβερνήσεις ήταν ο μόνος παράγοντας που του είχε επιτρέψει να διατηρήσει την εξουσία. Οι ΗΠΑ του είχαν παράσχει 2 δισ. δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια, ενώ οι άγγλοι είχαν τα πλοία τους σταθμευμένα στη περιοχή της Σανγκάης.

Τους πρώτους μήνες εκείνης της χρονιάς, οι επαναστάτες σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες αναγκάζοντας τους αντιπάλους τους να αναδιπλωθούν. Πολλές από τις στρατιές του Τσιανγκ Κάι Σεκ περικυκλώθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν (περίπου 500.000 άνδρες), ενώ άλλες μονάδες λιποτάχτησαν και ενώθηκαν με τον Λαϊκό Στρατό. Η επέλαση αυτή των δυνάμεων του Μάο οδήγησε στην κατάληψη της Σούτσοου, της Τιεντσίν και άλλων πόλεων. Στη συνέχεια οι κυβερνητικοί αποχώρησαν από την Ταϊβάν και το Πεκίνο αφήνοντας έτσι την πρωτεύουσα στα χέρια του Μάο.

Όμως ο εμφύλιος δεν είχε τελειώσει ακόμα. Παρά τις ήττες τους και το χαμηλό ηθικό τους, οι εθνικιστές κατείχαν ακόμα τη μισή επικράτεια, διέθεταν πολυάριθμο στρατό και φυσικά είχαν τη βοήθεια των αμερικάνων. Όλα αυτά συντελούσαν στο αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων του Απριλίου με αποτέλεσμα τη συνέχιση του εμφυλίου.

Επόμενος στόχος των επαναστατών θα ήταν το πέρασμα του ποταμού Γιανγκ Τσε με τελικό στόχο τη Σανγκάη, προπύργιο των κυβερνητικών δυνάμεων, πυρήνα και σύμβολο της ιμπεριαλιστικής επιρροής στην Κίνα. Λίγο πιο πριν, εξάλλου, βρισκόταν η Τσουνκίνγκ, το διοικητικό κέντρο του ηγέτη των εθνικοφρόνων Τσιανγκ Κάι Σεκ.

Ο ίδιος ο ποταμός αποτελούσε πάντα το φυσικό σύνορο που χώριζε στη μέση την αχανή χώρα. Από τη μια ήταν ο βορράς, όπου ο πληθυσμός λόγω καλύτερης διατροφής ήταν πιο ανεπτυγμένος σωματικά, ενώ στον νότο διαχρονικά ανθούσαν οι τέχνες και η σκέψη. Το 1949 ήταν μοιραίο ο ποταμός να αποτελέσει και το θέατρο των επιχειρήσεων του εμφυλίου πολέμου, χωρίζοντας την Κίνα σε κομμουνιστές και εθνικιστές. Η κυβέρνηση είχε αποφασίσει ότι μια γραμμή άμυνας βόρεια του ποταμού δεν ήταν ρεαλιστική επιλογή.

Έτσι, ο Λαϊκός Στρατός ετοιμαζόταν από τον Απρίλιο στη βόρεια όχθη του ποταμού, για να περάσει απέναντι και να συντρίψει τους κυβερνητικούς. Ένα εκατομμύριο στρατιώτες του ήταν έτοιμοι να ξεχυθούν απέναντι, παρόλο που η περιοχή φυλασσόταν από όσες κυβερνητικές δυνάμεις είχαν απομείνει. Οι προειδοποιήσεις του Στάλιν στον Μάο να μην περάσει τον ποταμό δεν εισακούστηκαν.

Στις 20 Απριλίου έληγε η προσωρινή ανακωχή που είχαν συμφωνήσει οι δύο πλευρές και αναμενόταν η τελική επίθεση. Στις 21 ξεκίνησε η απόβαση, με τις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού χωρισμένες σε τρία κομμάτια. Μέχρι το μεσημέρι είχαν καταφέρει να ελέγξουν κάποιες περιοχές στην αντίπερα όχθη, ενώ με τη βοήθεια του πυροβολικού προσπαθούσαν να περάσουν όσο περισσότερους στρατιώτες μπορούσαν. Ο κυβερνητικός στρατός τούς περίμενε στις όχθες με φλογοβόλα, αλλά οι μικρότερες αριθμητικά δυνάμεις τους είχαν αποτέλεσμα την αναδίπλωσή τους μέσα σε δύο ημέρες και την εγκατάλειψη μεγάλων ποσοτήτων εφοδίων.

Στην πραγματικότητα η προέλαση έγινε πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι αναμενόταν, μια και μετά το πέρασμα του Γιανγκ Τσε οι κομμουνιστές καταλάμβαναν με ευκολία μία μία τις πόλεις, ενώ οι αντίπαλοί τους εκκένωναν αυτές που είχαν υπό τον έλεγχό τους. Πρώτα την Τσουνκίνγκ, μετά το Καντόν, τη Νανκίνγκ, τη Χανζού, το Σιάν και τέλος τη Σανγκάη, στις 25 Μαΐου, δίνοντας έτσι τέλος στην παρουσία των μεγάλων δυνάμεων στην Κίνα. Το ποίημα του Μάο τον Απρίλιο του 1949 περιγράφει με μια δόση υπερβολής την επίθεση του Λαϊκού Στρατού στην Νανκίνγκ:

«Πάνω από τον Τσουνγκσάν

μια καταιγίδα μαίνεται.

Ο στρατός μας, με δύναμη ένα εκατομμύριο,

έχει περάσει τον Μεγάλο Ποταμό.

Η πόλη, μια τίγρη γονατιστή,

ένας δράκος διπλωμένος

ξεπερνά τις αρχαίες δόξες.

Με ηρωικό θρίαμβο

ο ουρανός και η γη αναποδογυρίστηκαν.

Με υπέρτερη δύναμη

πρέπει να κυνηγήσουμε τον εχθρό».

Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στον νότο και στη διάρκεια του καλοκαιριού. Μετά τη συντριβή των κυβερνητικών στην ενδοχώρα, ο Μάο επιστρέφει στο Πεκίνο, όπου την 1η Οκτωβρίου ιδρύει τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και φυσικά ορίζεται ο ίδιος ηγέτης της. Ο Τσιανγκ Κάι Σεκ με όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει καταφεύγει στην Ταϊβάν έχοντας πάρει μαζί του τα περισσότερα αποθέματα χρυσού, σε μια προσπάθεια αναδιοργάνωσης.

Κατά το πέρασμα του Γιανγκ Τσε γίνεται ένα γεγονός που έδειξε τη στάση που θα τηρούσε ο Μάο στο μέλλον σχετικά με τη Δύση. Στη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων, ο Λαϊκός Στρατός ήρθε σε επαφή και με δύο αγγλικά πολεμικά πλοία του Στόλου της Άπω Ανατολής.

Με βάση το καθεστώς που ίσχυε ώς τότε, τα συγκεκριμένα πλοία είχαν το δικαίωμα να διαπλέουν τον Γιανγκ Τσε ανεμπόδιστα. Ο Μάο όμως δεν ήταν διατεθειμένος να επιτρέψει τη συγκεκριμένη πρακτική, και λίγο πριν ξεκινήσουν εκ νέου οι εχθροπραξίες είχε προειδοποιήσει τους βρετανούς να εκκενώσουν τον ποταμό.

Η άρνηση των πλοίων να υπακούσουν στην εντολή, είχε συνέπεια να δεχτούν την επίθεση του πυροβολικού του Λαϊκού Στρατού, με αποτέλεσμα την αχρήστευση ενός πλοίου και τη μετά βίας διαφυγή του άλλου. Ο Μάο με αυτή την κίνηση είχε δείξει τις προθέσεις του στην πράξη: στο εξής τα στρατεύματα άλλων χωρών δεν θα είχαν δικαίωμα να χρησιμοποιούν την κινέζικη επικράτεια για τους σκοπούς τους. Σε απάντηση κάποιων σχολίων διαμαρτυρίας του Τσώρτσιλ μετά τη συμπλοκή, το Γενικό Επιτελείου του Λαϊκού Στρατού εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφερόταν ότι:

«Απορρίπτουμε την απαράδεκτη δήλωση του πολεμοκάπηλου Τσώρτσιλ... Ποιο δικαίωμα έχετε εσείς οι βρετανοί να στέλνετε τα πλοία σας; Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός απαιτεί η Βρετανία, οι ΗΠΑ και η Γαλλία να αποσύρουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις, τα πλοία, τα αεροπλάνα και τους πεζοναύτες που είναι σταθμευμένα στον Γιανγκ Τσε και τον Γουανγκπού και σε άλλα μέρη της Κίνας. Επίσης, να αποσυρθούν από τα κινεζικά χωρικά ύδατα, το έδαφος και τον αέρα και να μη βοηθήσουν τον εχθρό του κινεζικού λαού να πολεμά».

Η εποχή που οι αποικιοκράτες απαγόρευαν την είσοδο στους κήπους των κινέζικων πόλεων σε κινέζους και σκύλους είχε περάσει…

Η επιτυχία των Κόκκινων πάντως οφείλεται στο ότι από νωρίς είχαν δει τη σύγκρουση με τις κυβερνητικές δυνάμεις ως κάτι ευρύτερο. Ο Μάο και συνολικά η ηγεσία των κομμουνιστών δεν έβλεπαν την εμφύλια αντιπαράθεση ως μια στρατιωτική σύρραξη, αλλά σαν έναν καθολικό κοινωνικό αγώνα, και ο Λαϊκός Στρατός δεν αντιπροσώπευε απλά μια στρατιωτική μηχανή, αλλά κάτι παραπάνω. Ο Μάο σε έργο του με τίτλο «Διορθώνοντας λαθεμένες ιδέες στο Κόμμα» από το 1929 αναφέρει:

«Ο Κινεζικός Κόκκινος Στρατός είναι ένα ένοπλο σώμα που εκπληρώνει τους πολιτικούς σκοπούς της επανάστασης. Ο Κόκκινος Στρατός δεν πρέπει να περιορίσει τον εαυτό του στον ένοπλο αγώνα. Εκτός από το να μάχεται για να καταστρέψει τη στρατιωτική ισχύ του εχθρού, πρέπει και να πετύχει άλλους σημαντικούς σκοπούς, όπως την προπαγάνδα, την οργάνωση των μαζών, τον εξοπλισμό τους, και να τις βοηθήσει να αποκτήσουν επαναστατική πολιτική ισχύ και να εγκαθιδρύσουν οργανώσεις του Κόμματος».

Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας γίνεται και η πρώτη πράξη που οδήγησε στο πολιτικό ζήτημα του Θιβέτ που απασχολεί την επικαιρότητα σήμερα λόγω των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας σε όλο τον κόσμο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, αδυνατώντας σε εκείνη τη φάση να επέμβουν με οποιονδήποτε τρόπο στην περιοχή, άφησαν την κυβέρνηση του Θιβέτ στην τύχη της.

Το Πεκίνο απαίτησε τον χειμώνα του 1950 την παραχώρηση της θιβετιανής εθνικής άμυνας και την αναγνώριση της χώρας ως τμήμα της Κίνας. Μετά την αναμενόμενη άρνηση των εκπροσώπων του Θιβέτ, 40.000 στρατιώτες εισέβαλαν σε αυτό και κατέλαβαν τη χώρα οδηγώντας την κατάσταση στο σημερινό αδιέξοδο.

Ο πολυετής εμφύλιος πόλεμος, ο σινο-ιαπωνικός πόλεμος, η βίαιη αποτίναξη του φεουδαρχικού παρελθόντος της, μαζί με την πολιτιστική επανάσταση και τους ερυθροφρουρούς που ακολούθησαν, δημιούργησαν στη χώρα ποταμούς αίματος που ήταν αποτέλεσμα των ποταμών οργής που είχαν συσσωρευτεί τα προηγούμενα χρόνια από την αποικιοκρατική πρακτική διακυβέρνησης. Σήμερα, η Κίνα προτιμάει να κάνει άλματα προς τη λεγόμενη «ελεύθερη οικονομία», αλλά στο ζήτημα της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών και του Θιβέτ διακρίνει κανείς την πολιτική κληρονομιά του Μάο.

Η Κίνα πασχίζει να αναλάβει τον ρόλο της υπερδύναμης, αλλά για να το καταφέρει πρέπει να διαμορφώσει και να εξαγάγει μια νέα ιδεολογία και εκεί φαίνεται να βρίσκεται το πρόβλημά της, μια και η ηγεσία της μοιάζει εγκλωβισμένη ανάμεσα στις εμμονές, την ανασφάλεια του Κόμματος και την εσωστρέφεια.