ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ: Κάποιες «χαλασμένες συνειδήσεις» |
Η οικονομική πλευρά της Αποστασίας δεν είναι μια πρακτική που άρχισε στα μέσα του Ιουλίου, αλλά μια μεθοδολογία που ξεκίνησε πολύ νωρίτερα και κορυφώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1965 με την κυβέρνηση Στεφανόπουλου. Η διαδικασία είχε κινηθεί αρκετό καιρό πριν. Η εφημερίδα «Ημέρα» στα τέλη Ιουνίου με το προφητικό δημοσίευμά της το παρουσίαζε σαν κάτι δεδομένο: «Η ευθυγραμμισθείσα ηγετική ομάς της Ενώσεως Κέντρου διατηρεί επαφήν και συνεργασίαν με οικονομικήν προσωπικότητα της χώρας, διά την οποίαν ψιθυρίζεται ότι θα κληθή όπως προσφέρει τας υπηρεσίας της, όταν επιστή ο χρόνος». Ποια ήταν η «οικονομική προσωπικότητα της χώρας» που θέλησε να γίνει ο «σπόνσορας» της Αποστασίας; Σίγουρα ξέρουμε ότι σε αυτή την προσπάθεια δεν ήταν μόνη της, αφού είχε «βοήθεια» από το εσωτερικό αλλά και από το εξωτερικό της χώρας. Στην ετήσια έκθεσή του για το 1965, ο άγγλος πρέσβης στην Αθήνα κατηγορεί την κυβέρνηση του Κέντρου για «…ελάττωση εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών εξαιτίας της υπόθεσης Τομ Πάππας και Πεσινέ». (Θυμηθείτε το όνομα του Τομ Πάππας, θα το συναντήσουμε και παρακάτω). Κατ’ αρχήν η συναλλαγή δεν αμφισβητείται ούτε από τον ιστορικό ηγέτη της Δεξιάς Κωνσταντίνο Καραμανλή, που παρά τη διαχρονική του κόντρα με τον Γεώργιο Παπανδρέου έγραψε στο αρχείο του: «Μετά την παραίτησιν του Παπανδρέου εγένοντο επανειλημμέναι απόπειραι διά τον σχηματισμόν κυβερνήσεως εκ των αποστατών, διά την επιτυχίαν των οποίων κατεβάλλοντο συνεχείς προσπάθειες αποσπάσεως και άλλων βουλευτών εκ της Ε.Κ. και μάλιστα με μέσα πολιτικώς και ηθικώς απαράδεκτα». Το ίδιο έκανε με επιστολή του – πάλι προς τον Καραμανλή – το 1966 ο τότε ηγέτης της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ξεχνώντας όμως ότι το κόμμα του στήριζε αυτές τις παραπολιτικές πρακτικές με την ψήφο του μέσα στη Βουλή: «Το χειρότερον – πολύ κακό μάθημα προς την νέαν ελληνικήν γενεάν, που η διαπαιδαγώγησίς της γίνεται κυρίως με το παράδειγμα της ηγέτιδος τάξεως – είναι ότι η απόσπασις των αναγκαίων βουλευτών από τον κ. Παπανδρέου, διά να φτάση η πλειοψηφία εις τον αριθμόν 152, έγινε με εξαγορά συνειδήσεων, με υπουργοποίησιν ανθρώπων που δεν θα εγίνοντο ποτέ υπό άλλας συνθήκας υπουργοί, ακόμη και με άλλα απαράδεχτα μέσα, που τα επληρωφορήθην εξωδίκως αργότερα». O Κωνσταντίνος – αν και άμεσα ωφελημένος – όχι μόνο εμφανίζεται να έχει πλήρη άγνοια, αλλά «βγαίνει» και από τα αριστερά: «Δεν είχα απολύτως καμία ανάμειξη σε αυτό το ταπεινωτικό και εξευτελιστικό για τους θεσμούς παρασκήνιο». Και όταν ο Παπαχελάς τον ρωτάει αν υπάρχει περίπτωση κάποιος δικός του άνθρωπος να έκανε κάτι, αυτός απαντά ότι εδώ και 40 χρόνια δεν το έχει ψάξει...: «Δεν έχω ερευνήσει το θέμα αυτό. Δεν είχα ρωτήσει ποτέ τους Αρναούτη, Χοϊδά και Παπανικολάου αν είχανε επιχειρήσει να εξαγοράσουν βουλευτές. Δεν αμφιβάλλω όμως ότι θα μίλησαν σε κάποιους βουλευτές προκειμένου να τους πείσουν να στηρίξουν τις κυβερνήσεις Νόβα, Τσιριμώκου και Στεφανόπουλου». Δηλαδή ο Κωνσταντίνος μας λέει ότι το πανίσχυρο τότε παλάτι δεν γνώριζε τι γινόταν εκείνο το διάστημα λίγα μέτρα από τα ανάκτορα. Γιατί οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν νυχθημερόν τα γεγονότα μιλούσαν για συναντήσεις αποστατών - βουλευτών στο σπίτι του εφοπλιστή Ποταμιάνου στην οδό Στησιχόρου, μόλις εκατό μέτρα από τα τότε ανάκτορα. Όταν – όπως στην «κυβέρνηση Στεφανόπουλου – οι αποστάτες «πείθονταν» από τους Στεφανόπουλο, Μητσοτάκη, Γαρουφαλιά, Μπακατσέλο, τότε σχηματίζοντας φάλαγγα κατευθύνονταν προς το παλάτι, όπου οι Κωνσταντίνος και Φρειδερίκη τους έβλεπαν από τα παράθυρα να φτάνουν, έχοντας έτοιμο τον αρχιεπίσκοπο για την ορκωμοσία της «κυβέρνησης». Χαρακτηριστική για αυτό το περιστατικό είναι η περιγραφή του Γεώργιου Παπανδρέου: «Ενεκλείσθησαν εις μίαν οικίαν, γειτονική προς τα Ανάκτορα, διά να βεβαιωθή έκαστος ότι υπάρχουν και άλλοι πρόθυμοι προδόται. Και κατόπιν μετεφέρθησαν ομαδόν και πεζή εις τα Ανάκτορα υπό συνοδείαν, προς αποφυγήν δραπετεύσεως διά να ορκισθούν ως υπουργοί και κυβερνήται της χώρας. Αίσχος. Αυτό πλέον δεν είναι απλώς παραβίασις του Πολιτεύματος. Περίγελος του κόσμου κατέστη ο δημόσιος βίος μας». Τα έχασε και ο Σάββας Ακόμα και ο μετέπειτα θεωρητικός της χούντας και εκδότης της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος» Σάββας Κωνσταντόπουλος φαίνεται να ξαφνιάζεται από την αισχρή συναλλαγή: «Όσοι ηγωνίζοντο διά να συγκροτηθεί μια άλλη κυβέρνησις, χρησιμοποιούσαν και αυτοί μέσα κακής ποιότητος. Προσεφέροντο εις τους βουλευτάς χρήματα. Εδίδοντο χαρτοφυλάκια. Παρείχοντο ρουσφέτια στοιχίζοντα εις το δημόσιον ταμείον. Η πολιτική ατμόσφαιρα ανέδιδεν αποπνικτικάς αναθυμιάσεις ηθικής σήψεως». Οι τρόποι που γινόταν η προσέγγιση των υποψηφίων αποστατών διαφέρει. Ο άμεσος ήταν ο πιο διαδεδομένος και ο πιο ωμός. Πέντε βουλευτές της Ε.Κ. (Τ. Κεφαλληνός, Α. Βαδαλούκος, Θ. Παπαναγιώτου, Α. Παπαδόπουλος, και Γ. Λαζαρίδης) τον είχαν καταγγείλει τότε στη Βουλή μιλώντας για «…απόπειρα εξαγοράς με υπουργικούς θώκους και οικονομικά ανταλλάγματα». Ο βουλευτής Πέλλας Πέτσος μάλιστα – πατέρας του Γιώργου Πέτσου – διώχνει από το σπίτι του κάποιον εφοπλιστή που μαζί με βουλευτή της Ε.Κ. του φέρνουν μια βαλίτσα λεφτά λέγοντάς του: «Και όλοι να φύγετε και ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου, εγώ θα παραμείνω στην Ε.Κ. γιατί έτσι πιστεύω ότι υπηρετώ τη Δημοκρατία». Ο Πέτσος, μην αντέχοντας προφανώς τη φόρτιση και την ωμότητα των στιγμών, πεθαίνει μόλις λίγες ημέρες μετά, στις 31 Αυγούστου, σε ηλικία μόλις 55 χρονών από την καρδιά του... Άλλη μορφή προσέγγισης ήταν αυτή που γινόταν μέσω άλλου προσώπου. Μια τέτοια περιγράφει ο τότε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Γεώργιος Μαύρος, ο οποίος είχε καταγγείλει ότι στο γραφείο του τον είχε επισκεφθεί μια φορά ο Τομ Πάππας και κάποια άλλη ένας ελληνοαιγύπτιος «γνωστός πράκτορας της Ιντέλιντζενς Σέρβις», για να τον πείσουν να επηρεάσει τον αδελφό του Φίλιππο και τον γαμπρό του Αντωνίου – βουλευτές – ώστε να ψηφίσουν τον Τσιριμώκο. Σίγουρα όμως το πιο ενδιαφέρον περιστατικό το αφηγείται ο Α. Βοδενάς, στενός συνεργάτης του εκδότη της εφημερίδας «Μακεδονία» Ι. Βελλίδη, ο οποίος θα πιάσει στα χέρια του αυτά τα περίφημα «πακέτα» ή «τούβλα», όπως θα περιγράφονταν κάποιες δεκαετίες αργότερα. Ο Βοδενάς έχει πει ότι πήρε ο ίδιος από τα γραφεία της ESSO PAPPAS κάποια καφέ δέματα και τα πήγε στα γραφεία της εφημερίδας «Μακεδονία» έναν όροφο πιο κάτω, όπου από εκεί περνούσαν βουλευτές και τα έπαιρναν. Κάποια ημέρα είδε στο γραφείο του Βελλίδη τους Τζώνη Σωσσίδη, Αχιλλέα Μπουντουβή, Κώστα Μητσοτάκη και Γιώργο Μπακατσέλο. Εκεί, άκουσε τον Τομ Πάππας να μπαίνει έξαλλος στη συνάντηση δείχνοντας με την παλάμη τα πέντε δάκτυλο του και να φωνάζει: «Φάιβ μίλιον, φάιβ μίλιον». Όταν ο δημοσιογράφος ρώτησε τον Βοδενά τι εννοούσε ο Πάππας, απάντησε : «Υποθέτω ότι μιλούσε για κάποιο ποσόν. Πέντε εκατομμύρια». Για να τονιστεί το θράσος των αποστατών, σημειώνουμε ότι αυτές οι συναντήσεις γίνονταν στο κέντρο της Αθήνας στην οδό Φιλελλήνων, ενώ γύρω η πόλη φλεγόταν από τις λαϊκές κινητοποιήσεις για την Αποστασία... Βέβαια από αυτό το παρασκηνιακό πανηγύρι δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι μυστικές υπηρεσίες των αμερικάνων, που μπορεί να μην έχουν δώσει ακόμη ονόματα, αλλά θεωρούν δεδομένο τον χρηματισμό. Έντεκα χρόνια από τα γεγονότα η «Washington Post» θα γράψει: «H CIA πάντα διέθετε χρήματα για να επηρεάζει τα αποτελέσματα όλων των εκλογών που είχαν διεξαχθεί στην Ελλάδα πριν από το πραξικόπημα του 1967». Ακόμα πιο συγκεκριμένοι ήταν οι «New York Times» με δημοσίευμά τους τον Αύγουστο του 1974 : «Ο John Maury, "σταθμάρχης" της CIA από το 1962 ώς το 1968, εργάστηκε για λογαριασμό των ανακτόρων το 1965. Βοήθησε τον βασιλιά Κωνσταντίνο να εξαγοράσει βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου, ώστε να ανατραπεί η κυβέρνηση Παπανδρέου». Ακόμα και ο επιλεγμένος από τον Νόβα διοικητής της ΚΥΠ κατά την επίμαχη περίοδο αντιστράτηγος Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος αισθάνθηκε μαθητής μπροστά στους δασκάλους της συναλλαγής: «Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια που διηύθυνα την ΚΥΠ είδα συναλλαγές απίστευτες και πώληση αξιωμάτων, που αν δεν τις είχα ζήσει από κοντά δεν θα τις πίστευα». Το καλοκαίρι του 1965 είναι πιθανότατα η περίοδος που έγινε η μεγαλύτερη ανακατανομή εισοδήματος βουλευτών στη χώρα μας. Η «Κίρκη» μεταμόρφωσε και απομυθοποίησε πολλούς. Νομίζουμε ότι τον καλύτερο χαρακτηρισμό για αυτούς τον είχε κάνει ένας πολιτικός αντίπαλος του Γεωργίου Παπανδρέου, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τους αποστάτες ανθρώπους με «χαλασμένες συνειδήσεις»... Του Αναστάση Πεπονή, πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Τη 15η Ιουλίου του 1965 συντελέστηκε μια εκτροπή. Επιχειρήθηκε να μετατεθεί η κυβερνητική πλειοψηφία στην αντιπολίτευση και να καταστεί η αντιπολίτευση κυβερνητική πλειοψηφία. Εμφανής πρωτεργάτης της εκτροπής του 1965 ήταν ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος. Εργαλείο αναγκαίο για την πραγμάτωσή της υπήρξε η Αποστασία, δηλαδή οι αποστάτες υπουργοί και βουλευτές της υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου κυβέρνησης του κόμματος της Ένωσης Κέντρου. Να θυμίσομε ότι εκείνη η κυβέρνηση στηριζότανε στην απόλυτη πλειοψηφία, όχι μόνο της Βουλής, αλλά και του λαού, που στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964 της είχε δώσει το 53% της λαϊκής ψήφου. Ο υπογράφων είναι ένας από κείνους που παρακολούθησαν από κοντά τις πριν και τις μετά τη 15η Ιουλίου εξελίξεις και είχε κάποια συμμετοχή την κρίσιμη εκείνη νύχτα. Όλα αυτά, όπως τα έζησε, περιγράφονται στο βιβλίο του «1961-1981. Τα Γεγονότα και τα Πρόσωπα» (εκδ. Λιβάνη). Ανταποκρινόμενος σε πρόταση που μου έκανε η εφημερίδα «Ποντίκι» θα αναφερθώ εδώ, πολύ συνοπτικά, σε κάποια από τα δεδομένα που αποδεικνύουν: α) ότι η κρίση που κορυφώθηκε το απόγευμα της 15ης Ιουλίου είχε προαποφασιστεί και προσχεδιαστεί και β) ότι η Αποστασία αποτέλεσε το αναγκαίο παρασκευαστικό στάδιο για την οργάνωση και βίαια επιβολή της δικτατορίας του 1967. Ήδη από το φθινόπωρο του 1964 είχα ακούσει στο Καστρί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου για σχεδιασμούς ανατροπής του. Με πηγή τον Αριστοτέλη Ωνάση είχε πληροφορηθεί ότι σχεδιαζότανε η ανάθεση σχηματισμού «κεντρώας» κυβέρνησης σε άλλο πρόσωπο, που όμως δεν είχε ακόμα τότε επιλεγεί. Το είχε πει στον Ωνάση υπουργός του Παπανδρέου. Η «πρόβλεψη» Κανελλόπουλου Τον Φεβρουάριο του 1965 ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος της Δεξιάς, της τότε ΕΡΕ, δήλωνε σε δημόσια συγκέντρωση στην πλατεία Κλαυθμώνος ότι θα στήριζε μια κυβέρνηση μερίδας της Ένωσης Κέντρου, εφόσον θα διαχώριζε τις ευθύνες της από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ο ίδιος είχε βεβαιώσει πολύ αργότερα ότι δεν είχε προηγηθεί συνεννόησή του με τους μετέπειτα αποστάτες. Είναι δύσκολο ν’ αμφισβητηθεί μια διαβεβαίωση του Κανελλόπουλου. Γεννάται όμως το ερώτημα με ποιους άλλους συζήτησε και αποφάσισε αυτή την εξαγγελία του, η οποία επιβεβαιώθηκε μετά 5 μήνες, όταν το κόμμα του στήριζε στη Βουλή τις κυβερνήσεις μιας μικρής μερίδας της Ένωσης Κέντρου, δηλαδή τις κυβερνήσεις των αποστατών που διόριζε ο βασιλιάς. Πρόσφατα δημοσιεύτηκαν πληροφορίες στελεχών της CΙΑ για τους σχεδιασμούς του Κωνσταντίνου να ανατρέψει τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ο Κωνσταντίνος είπε ότι δεν σχολιάζει πληροφορίες πρακτόρων. Όμως ο δημοσιογράφος Αλέξης Παπαχελάς έχει αποκαλύψει από τα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ ότι ο Κωνσταντίνος συζητούσε από τον Ιανουάριο του 1965, όχι με πράκτορες, αλλά με τον ίδιο τον πρεσβευτή των ΗΠΑ Λαμπουίς την απομάκρυνση του Παπανδρέου από την πρωθυπουργία. Υπήρξε όμως και η τελική, και σχεδόν φανερή, προπαρασκευαστική συνεννόηση του βασιλιά με τον Πρόεδρο της Βουλής και ύστερα πρώτο πρωθυπουργό της Αποστασίας, τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα. Έγινε στην Κέρκυρα την 11η Ιουλίου 1965. Βαφτίστηκε εκεί το πρώτο παιδί του βασιλιά, η Αλεξία. Η βάφτιση είχε συνδυαστεί με συνάντηση βασιλιά-πρωθυπουργού. Η συνάντηση έγινε, κράτησε λίγο, συγκεντρωθήκαμε ύστερα όλοι, όσοι συνοδεύαμε τον πρωθυπουργό, στο σπίτι όπου είχε διανυκτερεύσει και δόθηκαν οδηγίες να είναι έτοιμο το αεροπλάνο για άμεση αναχώρηση. Θα αρχίζαμε να μπαίνομε στ’ αυτοκίνητα για το αεροδρόμιο αλλά… κάποιος έλειπε. Είχε μείνει στα ανάκτορα ο Πρόεδρος της Βουλής και έπρεπε να τον περιμένομε. Η συνομιλία του με τον βασιλιά παρατεινότανε, ο Παπανδρέου ξανάδωσε εντολή για αναχώρηση και μόλις την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε ο Νόβας, που στο αεροπλάνο ήταν έκδηλα αμήχανος. Υπάρχει όμως και ο επίλογος. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Κατέβηκα με τους τελευταίους. Στο πίσω μέρος του αεροπλάνου, κάτω απ’ τη σκιά της ατράκτου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τον εκδότη της εφημερίδας «Ελευθερία» Πάνο Κόκκα άκουγαν με προσοχή τον Νόβα. Επέστρεφε από την Κέρκυρα ο πρωθυπουργός, εκείνοι βιάζονταν να ενημερωθούν απ’ αυτόν που θα τον διαδεχόταν. Επιχειρείται να εξηγηθεί και να δικαιολογηθεί η Αποστασία και ο διορισμός κυβερνήσεών της από τον τότε βασιλιά, με επίκληση της εύλογης επιμονής του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, σε συνδυασμό με την κατηγορία κατά του Ανδρέα Παπανδρέου για συμμετοχή στην ΑΣΠΙΔΑ, οργάνωση ασήμαντη και γελοία ελάχιστων κατώτερων αξιωματικών. Όμως, όπως προκύπτει απ’ όσα ενδεικτικά και συνοπτικά εκθέτομε, η αντικατάσταση του Γεωργίου Παπανδρέου, έτσι και η ανατροπή της πολιτικής του, είχε αρχίσει να σχεδιάζεται και να προετοιμάζεται πολύ πριν ανακύψει η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και το συναφές ζήτημα του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Το μαρτυρούν, ανάμεσα σ’ άλλα, και τα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που προαναφέρονται. Πρωτεργάτες και υπερασπιστές της Αποστασίας προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι προσφέρθηκαν να στηρίξουν τις κυβερνήσεις που διόριζε ο βασιλιάς για να αποτραπεί δικτατορία. Συνέβη όμως ακριβώς το αντίθετο. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 για να πετύχει και να επιβάλει τη δικτατορία, έπρεπε να εξασφαλίσει τον πλήρη στρατιωτικό έλεγχο του λεκανοπεδίου της Αττικής. Για την εξασφάλιση αυτού του ελέγχου χρειαζόταν να καταλάβουν οι συνωμότες όλες τις νευραλγικές θέσεις. Το πραξικόπημα ως στρατιωτική επιχείρηση το προετοίμαζαν επί μήνες. Αυτοί οι συνωμότες, γνωστοί ακροδεξιοί και εμφανιζόμενοι ως οι αφοσιωμένοι στον βασιλιά, είχαν τοποθετηθεί από τον Φεβρουάριο του 1964 κι ύστερα, με φροντίδα του υφυπουργού Εθνικής Άμυνας Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, σε διάσπαρτες ανά την Ελλάδα και απόμακρες μονάδες. Ξαναγύρισαν, και κατέλαβαν κατάλληλες για τα σχέδιά τους θέσεις στην Αττική, με την κάλυψη και την πολιτική ευθύνη των κυβερνήσεων της Αποστασίας. Οι αποστάτες, έχοντας δεχτεί να γίνουν «υπουργοί του βασιλέως», δεν μπορούσαν παρά να αποδέχονται όλες τις μεταβολές στις Ένοπλες Δυνάμεις, όπως τους υποδεικνύονταν από τον έμπιστο του βασιλιά ταγματάρχη Αρναούτη, και τον τοποτηρητή του βασιλιά, τον επιλεγμένο από τους ίδιους αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού Γρηγόρη Σπαντιδάκη. Παράλληλα συνεργούσαν στην εκκαθάριση του Στρατού με τη συστηματική αποστράτευση των προσηλωμένων στη δημοκρατική νομιμότητα αξιωματικών. Οι πολιτικοί που συνεργήσανε στο βασιλικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου δεν ήθελαν βέβαια μια ανοιχτή δικτατορία, που άλλωστε θα καταργούσε και τους ίδιους. Έγιναν όμως υπουργοί του βασιλέως. Όφειλαν λοιπόν να συμμορφώνονται με τις κατάλληλα διαβιβαζόμενες επιθυμίες του. |
24 Ιουλίου 1783: Μπολιβάρ, ο Ελευθερωτής |
Ο Σιμόν Μπολιβάρ γεννήθηκε στις 24 του Ιουλίου του 1783 στην κατεχόμενη από τους Ισπανούς Βενεζουέλα. Οι γονείς του είχαν αρκετά χρήματα, ώστε να τον στείλουν να σπουδάσει στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έφυγε πλουσιόπαιδο και γύρισε επαναστάτης, το 1810, στρατευμένος οπαδός του Φραγκίσκο Μιράντα κατά των Ισπανών. Όταν ο Μιράντα αιχμαλωτίστηκε, ο Μπολιβάρ έφυγε στο νησί Κουρασάο, δημιούργησε σώμα από πεντακόσιους επαναστάτες και ξαναγύρισε στη Βενεζουέλα, αρχηγός της επανάστασης. Νίκησε τα ισπανικά στρατεύματα σε 15 μάχες και μπήκε στο Καράκας, θριαμβευτής, τον Αύγουστο του 1813. Στον ενθουσιασμό τους, οι κάτοικοι τον ανέβασαν σε ένα άρμα που έσερναν δώδεκα κορίτσια. Οι Ισπανοί δεν ήταν διατεθειμένοι να χάσουν την αποικία τους. Συμμάχησαν με τους άγριους καβαλάρηδες λιανέρος της κολομβιανής στέπας που άρχισαν να σφάζουν αδιάκριτα γυναίκες και παιδιά. Η τρομοκρατία έφερε αποτέλεσμα. Ο Μπολιβάρ εγκαταλείφθηκε από τους περισσότερους άνδρες του, νικήθηκε και, τον Μάρτιο του 1815, ξανάφυγε στα νησιά. Οργανώθηκε, χρηματοδότησε τη δημιουργία στόλου και βγήκε στις θάλασσες. Σε αλλεπάλληλες ναυμαχίες, κατάστρεψε τον ισπανικό στόλο κι έπειτα βγήκε στη στεριά. Ο στρατός του νικούσε παντού. Ως τα 1819, ελευθέρωσε Βενεζουέλα, Κολομβία και Παναμά. Στα 1820, μια επανάσταση ξέσπασε στην Ισπανία. Ο Μπολιβάρ άρπαξε την ευκαιρία. Συνεχίζοντας τις αλλεπάλληλες νίκες του, ελευθέρωσε το Περού και τον Ισημερινό. Στα 1825, δημιούργησε και τη δημοκρατία της Βολιβίας, ενός κράτους που πήρε το όνομά του. Έξι χώρες του χρωστούσαν την ελευθερία τους από τη μακραίωνη ισπανική κατοχή. Είχε δώσει γι’ αυτές διακόσιες μάχες. Τα κοινοβούλια των κρατών που ελευθέρωσε, του απένειμαν τον τίτλο «Eλ Λιμπερταντόρ» («Ο Ελευθερωτής»). Ονειρευόταν μιαν ομοσπονδία κρατών: Τις Ηνωμένες Πολιτείες του Νότου, όπου θα προσχωρούσαν η Χιλή και η Λαπλάτα (τμήμα της μετέπειτα Αργεντινής). Τον κατηγόρησαν ότι ήθελε να γίνει αυτοκράτορας. Προσφέρθηκε να παραιτηθεί από στρατηγός. Τον αγνόησαν, ενώ κάποιοι αρχομανείς στρατιωτικοί ξεκίνησαν χωριστικές εξεγέρσεις. Απογοητευμένος, αποσύρθηκε το 1830 στη Σάντα Μάρθα της Κολομβίας. Πέθανε πάμφτωχος στις 10 του Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, στα 47 του χρόνια.
Τον Ιούλιο του 1945, ο πόλεμος στην Ευρώπη ήταν παρελθόν. Ο Μουσολίνι είχε εκτελεστεί, ενώ ο Χίτλερ είχε αυτοκτονήσει. Τα προβλήματα, όμως, συσσωρεύονταν και οι νικητές έπρεπε να τα λύσουν. Οι εκπρόσωποι των τριών κυρίαρχων δυνάμεων που σήκωσαν το βάρος του Παγκόσμιου πολέμου (συνεχιζόταν ακόμα στον Ειρηνικό), συναντήθηκαν, στις 17 Ιουλίου 1945, στο Πότσδαμ, ένα προάστιο κοντά στο Βερολίνο. Μόνον ο Ιωσήφ Στάλιν της Σοβιετικής Ένωσης ένιωθε και παλιός στα τραπέζια των συνομιλιών και σίγουρος για το προσωπικό του μέλλον. Οι υπόλοιποι συζητητές μειονεκτούσαν: Ο πρόεδρος της νίκης των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, είχε πεθάνει από τις 12 Απριλίου. Στη θέση του, ερχόταν ο «καινούριος» Χάρι Τρούμαν που θα αποδεικνυόταν σκληρό καρύδι. Κι ο πρωθυπουργός της νίκης, ο Ουίστον Τσόρτσιλ, ήταν ο πιο παλιός του πολέμου αλλά δεν είχε καμιά σιγουριά για το μέλλον του. Στην Αγγλία είχαν γίνει εκλογές από τις 5 του μήνα. Οι κάλπες, όμως, θα άνοιγαν στις 25, οπότε θα έφταναν και οι ψήφοι από τις υπερπόντιες κτήσεις. Έτσι, όταν άρχισε η διάσκεψη, δεν ήξερε αν ήταν ακόμη πρωθυπουργός. Έφερε μαζί του τον εκλογικό του αντίπαλο Κλέμεντ Άτλι και έπραξε σοφά. Στις 25, έμαθε πως δεν ήταν παρά ένας απλός βουλευτής. Ως τότε, όμως, είχε διαμορφώσει όσα ήθελε και είχε μάθει για την ατομική βόμβα που ήδη κατείχαν οι Αμερικανοί. Όταν, στις 3 του Αυγούστου, η διάσκεψη τελείωσε, μια μακροσκελής ανακοίνωση πληροφορούσε την οικουμένη για τις τύχες της, όπως τη διαμόρφωσαν οι τρεις στις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις: Η Γερμανία χωριζόταν στα τέσσερα (από ένα κομμάτι οι τρεις, με την ΕΣΣΔ να παίρνει το πιο μεγάλο, και μια γωνίτσα για τη Γαλλία) που θα αποδεικνυόταν ουσιαστικά πως είχε κοπεί στα δύο (ως το φθινόπωρο του 1990, οπότε ξανάγινε ενιαίο κράτος). Οι πολεμικές επανορθώσεις έμπαιναν σε μια διαδικασία που, ως τα τέλη του 20ού αιώνα, βρισκόταν ακόμα σε εκκρεμότητα. Οι εγκληματίες πολέμου θα περνούσαν από δίκες, που, πέρα από τις αρχικές, αποδείχτηκαν ατελέσφορες καθώς οι ανάγκες του ψυχρού πολέμου θα επιβάλλονταν στην ανάγκη για την απόδοση δικαιοσύνης. Αποφασίστηκε, ακόμη, να μη λεηλατηθούν τα γερμανικά εργοστάσια. Ο Τρούμαν συμφώνησε μια και είχε ήδη πάρει ό,τι χρειαζόταν. Πέρα από την τύχη της Γερμανίας, στη διάσκεψη ρυθμίστηκαν τα θέματα των αποικιών, της Αυστρίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχοσλοβακίας και διακανονίστηκαν τα στρατιωτικά ζητήματα. Όλα τα υπόλοιπα έμειναν για να αντιμετωπιστούν από μια νέα διάσκεψη. Και ήταν αυτά τα υπόλοιπα οι χωριστές συνθήκες που κάθε εμπόλεμο κράτος έπρεπε να υπογράψει με καθέναν από τους νικημένους. Το μπαλάκι πέρασε στη διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών όλων των χωρών που έμελλε να συγκροτηθεί το 1946 στο Παρίσι. Δεν είχαν περάσει ούτε έξι μήνες από τότε που η Ένωση Κέντρου κέρδισε τις εκλογές με το συντριπτικό 53% και ήδη είχε ανοίξει περισσότερα μέτωπα από αυτά που μπορούσε να αντέξει. Την ίδια στιγμή που οι γέφυρες με τον αμερικάνικο παράγοντα περιορίζονταν, λόγω της σύγκρουσης Παπανδρέου - Τζόνσον, με το παλάτι κόβονταν οριστικά. Η αρχική αμοιβαία καχυποψία με τα ανάκτορα είχε εξελιχθεί σε κόντρα εξουσίας, με τις φωτιές ανάμεσά τους να σβήνουν, αλλά τις εστίες να παραμένουν και να σιγοκαίνε. Οι προκλήσεις του παλατιού ήταν συνεχείς και έδειχναν σα να δοκίμαζαν τις αντοχές του πρωθυπουργού. Άλλοτε με τον ορισμό ως νέου Α/ΓΕΣ του εκ των οργανωτών των εκλογών βίας και νοθείας του 1961 Ιωάννη Γεννηματά, που αποδέχτηκε με «βαριά καρδιά» ο Παπανδρέου, και άλλοτε με την εξωφρενική απαίτηση της Φρειδερίκης για έξι εκατομμύρια βασιλική χορηγία προς το πρόσωπό της, που τελικά δεν έγινε ποτέ. Οι εκάστοτε υποχωρήσεις κάθε άλλο παρά αναίμακτες ήταν και χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που δίνει ο αμερικάνος πρεσβευτής Τάλμποτ για το πώς αντέδρασε ο Κοκός όταν η κυβέρνηση αρνήθηκε να του κάνει... δώρο για τον γάμο του την πραξικοπηματική μετατροπή του «Ελληνικού Στρατού» σε «Βασιλικό Στρατό»: «Ο Κωνσταντίνος παρουσίαζε την εικόνα μικρού παιδιού που του είχαν κλέψει το αγαπημένο του παιχνίδι». Καθοριστικός είναι αυτή την περίοδο ο ρόλος του Τύπου, με τις εφημερίδες της αντιπολίτευσης να προσπαθούν να δημιουργήσουν κλίμα αποδιοργάνωσης βλέποντας παντού εχθρούς. Εκτός από τον κλασικό «κομμουνιστικό κίνδυνο», μιλούσαν για την «αυξανόμενη ασυδοσία της ΕΔΑ», υποβοηθούμενη από την κυβερνητική ασυλία, αλλά και για κίνδυνο δικτατορίας. Στο δεύτερο σενάριο θα απαντήσει με τον χαρακτηριστικό του τρόπο ο Γεώργιος Παπανδρέου: «Καλλιεργούνται εις μιαν μερίδαν της άκρας Δεξιάς ευσεβείς πόθοι του απολεσθέντος παραδείσου. Αλλά στερούνται σοβαρότητος. Ουδείς τολμά». Η στοχοποίηση της οικογένειας Παπανδρέου από τον δεξιό Τύπο θα οδηγήσει μάλιστα στην παραίτηση του Ανδρέα, όταν οι εφημερίδες γράφουν για σκανδαλώδη ανάθεση μελετών δημοσίων έργων σε φιλικό του γραφείο. Ο Ανδρέας φεύγει για την Κύπρο ύστερα από πρόσκληση του Μακαρίου, αλλά και αυτή η ενέργεια θα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια εναντίον του, εμπλέκοντάς τον στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Με τον ερχομό του 1965 οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Δίπλα θα διαβάσετε πώς από τον Ιανουάριο κιόλας αμερικάνοι και παλάτι είχαν δρομολογήσει την ανατροπή της κυβέρνησης, καθώς και ποιοι βρέθηκαν πρόθυμοι να βοηθήσουν σε αυτή τη συνταγματική εκτροπή. Τον Φεβρουάριο ο τότε αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος σε ομιλία του στην πλατεία Κλαυθμώνος ζητάει δημόσια αυτό που σχεδιάζεται παρασκηνιακά: αποστασία με την... εγγύηση της ΕΡΕ. Η όξυνση του πολιτικού κλίματος δεν ωφελεί τον Παπανδρέου που, όπως έχουμε πει, έχει την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία. Στην παραπομπή του Κωνσταντίνου Καραμανλή για το σκάνδαλο στη ΔΕΗ, την επιστροφή στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και φυσικά την αποκάλυψη στη Βουλή για το σχέδιο «Περικλής», που αφορούσε τις εκλογές βίας και νοθείας του 1961, η Δεξιά, που πλέον έχει αναθαρρήσει, απαντά με τον «ΑΣΠΙΔΑ». Η ΕΡΕ μιλάει ουσιαστικά για την ύπαρξη αριστερής παραστρατιωτικής οργάνωσης με πολιτικό αρχηγό τον Ανδρέα Παπανδρέου. Με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια, δηλαδή. Ο Παπανδρέου προσπαθεί να εκτονώσει το βαρύ κλίμα και παρότι η έρευνα που γίνεται δεν βρίσκει εμπλοκή του Ανδρέα, ο «Γέρος» αποφασίζει να παραπέμψει τις υποθέσεις «Περικλής» και «ΑΔΠΙΔΑ» μαζί για ανάκριση, ενώ ψηφίζει υπέρ της παραγραφής της υπόθεσης ΔΕΗ - Καραμανλή. Δυστυχώς, όμως, το τέλος της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου ήταν προδιαγεγραμμένο και ό,τι και να έκανε ο ηγέτης της, τίποτα δεν θα μπορούσε να αλλάξει πια. Η ψήφος εμπιστοσύνης που παίρνει από τη Βουλή στις 25 Ιουνίου είναι απλώς η τελευταία πρωθυπουργική χαρά, μια και το παρασκήνιο δουλεύει περισσότερο από το προσκήνιο και το σαμποτάζ του Παπαδόπουλου στον Έβρο το αποδεικνύει. Η πρόθεσή του να αντικαταστήσει τον Α/ΓΕΣ Γεννηματά θα φτάσει μέσω του Πέτρου Γαρουφαλιά στον Κοκό, ο οποίος θα αρνηθεί να αλλάξει τον «άνθρωπό του» στο στράτευμα, που έτσι και αλλιώς δεν είχε καταλάβει ακόμα γιατί δεν είχε ονομαστεί «βασιλικό». Δηλαδή ο Α/ΓΕΣ έλεγε «γιες» μόνο στο παλάτι και όχι στη νόμιμη κυβέρνηση. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ζητάει από τον Γαρουφαλιά να παραιτηθεί και αυτός με την προστασία του παλατιού αρνείται. Όποιος ήθελε να μάθει τι θα ακολουθούσε, δεν είχε παρά να διαβάσει στις 30 Ιουνίου την «Ημέρα» του Γεωργίου Αθανασιάδη. Δυστυχώς για τον τόπο τα μελλούμενα η εφημερίδα τα είχε γράψει στις πολιτικές και όχι στις αστρολογικές στήλες. Και φυσικά έπεσε μέσα σε όλα: «Το ενδοκυβερνητικόν κίνημα κηδεμονεύσεως ή εξοστρακισμού των δύο Παπανδρέου διηυρύνθη κατά το διαρρεύσαν 48ωρον και απέκτησεν συγκολλητικήν ύλην. Πληροφορούμεθα ότι συνεφωνήθη συσχετισμός εκδηλώσεων μεταξύ ανομοιογενών κυβερνητικών παραγόντων, ως οι κ.κ. Στεφανόπουλος, Μητσοτάκης, Τσιριμώκος οίτινες μολονότι εμπνέονται έκαστος από κεχωρισμένους σκοπούς, συνηντήθησαν εις κοινόν έδαφος αντιδράσεως έναντι του πρωθυπουργού και του υιού του». Η εφημερίδα έγραφε επίσης για «αναμέτρηση εντός του Ιουλίου» και ότι οι Παπανδρέου θα παύονταν από την τριανδρία είτε αποδέχονταν το καπέλωμά τους είτε όχι. «Τούτο συμβαίνει διότι οι συνασπισθέντες παράγοντες είναι πεπεισμένοι ότι είναι αδύνατος η ομαλή λειτουργία της κυβερνητικής μηχανής με πρωθυπουργόν τον κ. Γ. Παπανδρέου». Ενώ με τους Τσιριμώκο, Στεφανόπουλο, Μητσοτάκη η κυβερνητική μηχανή δούλευε στο φουλ… Στο επόμενο φύλλο, οι άθλιες επιστολές Κωνσταντίνου στον Παπανδρέου, ο καθοριστικός ρόλος των «φίλων» Μητσοτάκη και Κόκκα, η πρώτη κυβέρνηση αποστατών και η λαϊκή αντίδραση. Ο καθοριστικός μήνας Ιανουάριος Τα έχουμε γνωρίσει όλοι σαν Ιουλιανά, αλλά οι πρόσφατες αποκαλύψεις της εφημερίδας τα «Νέα» δείχνουν ότι θα μπορούσαν να λέγονται Φεβρουαριανά, Απριλιανά κ.λπ. Η εφημερίδα δημοσίευσε πριν από μερικές εβδομάδες μια μυστική έκθεση της CΙΑ, διαβαθμισμένη ως «άκρως απόρρητη», που στάλθηκε με τηλεγράφημα της καλής υπηρεσίας (…) από την Αθήνα στα κεντρικά της γραφεία, στις 21 Ιανουαρίου 1965. Σε αυτό το τηλεγράφημα βγαίνουν μερικοί από τους πολλούς «σκελετούς» της Αποστασίας απ’ το ντουλάπι και αποκαλύπτονται οι ρόλοι κάποιων, που όλοι βέβαια τους γνωρίζαμε, αλλά έχει άλλη... γλύκα να το βλέπεις γραμμένο από τους αμερικάνους. Το κείμενο έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, γι’ αυτό και το αναδημοσιεύουμε ολόκληρο. Καταρχήν μια απλή ανάγνωσή του αρκεί για να καταρρεύσουν τα σενάρια που ακούγονται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια και υποστηρίζουν: * Ότι ο Κοκός σε μια κρίση μεγαλοψυχίας παραδέχεται ότι ο τόνος των επιστολών στον Γεώργιο Παπανδρέου δεν ήταν αυτός που έπρεπε, αλλά αυτό οφειλόταν στο ότι ήταν νέος και άπειρος και ως τέτοιος έκανε ένα «στιγμιαίο» λάθος. Στην πραγματικότητα ο Κωνσταντίνος όχι μόνο είχε σχεδιάσει επί χάρτου μαζί με τη Φρειδερίκη το σχέδιο ανατροπής της νόμιμης κυβέρνησης, αλλά και βιαζόταν να το κάνει γρήγορα πριν ο πρωθυπουργός αλλάξει πρόσωπα - κλειδιά στον στρατό ή γίνει περισσότερο δημοφιλής στον λαό. * Ότι ο Μητσοτάκης αιφνιδιάστηκε από την ταχύτητα εξέλιξης των γεγονότων και ότι ο ίδιος έδωσε τον «υπέρ πάντων αγώνα» για τη διατήρηση της ενότητας της Ένωσης Κέντρου, αλλά το πείσμα του «Γέρου» οδήγησε την κατάσταση στα άκρα, με ουσιαστικό χαμένο και τον Μητσοτάκη, που υπονόμευσε το πολιτικό του μέλλον χωρίς κανένα προσωπικό όφελος. Το έγγραφο της CΙΑ αποκαλύπτει ότι ο Μητσοτάκης, παρά τις μέχρι σήμερα αρνήσεις του, είχε ανοιχτή γραμμή με το παλάτι μέσω του υπασπιστή του βασιλιά Αρναούτη, ώστε να είναι απόλυτα ενήμερος για τις εξελίξεις. Είχε μάλιστα και κάποιον να τον «αβαντάρει»: τον φίλο του και εκδότη της «Ελευθερίας» Πάνο Κόκκα, ο οποίος είχε πάρει «εργολαβικά» από το παλάτι την επιχείρηση συκοφάντησης πατέρα και υιού Παπανδρέου, ζητώντας σαν μοναδικό αντάλλαγμα την υπουργοποίηση του Μητσοτάκη στην αποστατική κυβέρνηση, όπως άλλωστε κι έγινε. * Ότι κάποιοι από τους αποστάτες πιέστηκαν πολύ για να αφήσουν τον Παπανδρέου και ότι η ΕΡΕ ήταν αμέτοχη των γεγονότων. Το έγγραφο της CΙΑ δείχνει ότι ο Στεφανόπουλος όχι μόνο είχε αποδεχτεί τον ρόλο του πρωθυπουργού αποστάτη, αλλά είχε πιάσει ήδη δουλειά προσπαθώντας να επηρεάσει και άλλα στελέχη της Ε.Κ. Ενδιαφέρον είναι το στοιχείο ότι το παρακάτω έγγραφο εμπλέκει και την ΕΡΕ, μια και αναφέρει ότι ενήμερος των εξελίξεων ήταν ένας από την τριανδρία που διοικούσε το κόμμα, ο Κωνσταντίνος Ροδόπουλος, ο οποίος – σύμφωνα με την CΙΑ – «ίσως ενεργεί σε συνεννόηση με τον Καραμανλή». Το βέβαιο είναι ότι αποστάτες πρωθυπουργοί, φιλόδοξοι πρωθυπουργοί και πρώην πρωθυπουργοί ήταν όλοι μαζί στον αγώνα να ρίξουν τον νόμιμο πρωθυπουργό. * Τη διαχρονική ανοησία που ακούγεται από διάφορες... γλάστρες και βασιλικούς για το πόσο πονάει η βασιλική οικογένεια τον τόπο. Όταν εκείνο το διάστημα διαφαίνονταν κάποιες ελπίδες επίλυσης του Κυπριακού με αρκετά ευνοϊκούς για τα σημερινά δεδομένα όρους, το παλάτι επέλεξε για πολλοστή φορά στην ιστορική του πορεία τη διαφύλαξη των δικών του συμφερόντων εις βάρος των εθνικών ζητώντας να μην γίνουν ενέργειες επίλυσης στα Ηνωμένα Έθνη, γιατί σε περίπτωση θετικής έκβασης αυτών, θα αυξανόταν η λαϊκή υποστήριξη στον Παπανδρέου... Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών Τηλεγράφημα μυστικών υπηρεσιών ΘΕΜΑ: «Σχέδια του βασιλέως Κωνσταντίνου να εξαναγκάσει σε παραίτηση τον πρωθυπουργό Παπανδρέου» 1 Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος σχεδιάζει να ασκήσει πίεση, χωρίς όμως να απαιτήσει στον Έλληνα πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου να παραιτηθεί στο εγγύς μέλλον, πιθανόν περί τα τέλη Φεβρουαρίου 1965. Ο βασιλεύς είναι εξαιρετικά οργισμένος για την απόφαση της κυβερνήσεως της 17ης Ιανουαρίου που ζητεί την παραίτηση, σύμφωνα με τον νέο νόμο, του 60% περίπου των αξιωματικών της Χωροφυλακής των βαθμών του λοχαγού και του ταγματάρχου. Ο βασιλεύς θεωρεί (την απόφαση αυτή) ως άλλη μια κίνηση από τον Παπανδρέου να ισχυροποιήσει τη δύναμή του με την τοποθέτηση των δικών του ανθρώπων. Εάν η κυβέρνηση διαρκέσει αρκετούς μήνες περισσότερο, ο βασιλεύς δεν θα είναι εις θέσιν να επιβάλλει την παραίτηση, διότι ο Παπανδρέου θα έχει αποκτήσει επαρκή δύναμη έχοντας τοποθετήσει τους ανθρώπους του σε θέσεις - κλειδιά στις Ένοπλες Δυνάμεις, την Αστυνομία και σε όλη την κυβέρνηση. Ο βασιλεύς θεωρεί την κατάσταση χειρότερη εκείνης προ της παραιτήσεως Καραμανλή. Ο βασιλεύς πιστεύει ότι η κίνηση της κυβερνήσεως προς τα Αριστερά και η εμφανής άνοδος των αριστερών δραστηριοτήτων είναι επικίνδυνες εξελίξεις και ότι (μια) προληπτική ενέργεια πρέπει να ξεκινήσει τώρα. 2 Ως διάδοχο του Παπανδρέου – η τελική επιλογή είναι ακόμη αδιαμόρφωτη – ο βασιλεύς φαίνεται ότι έχει αποφασίσει υπέρ του νυν αντιπροέδρου της κυβερνήσεως Στέφανου Στεφανόπουλου από τον οποίον εζήτησε να βολιδοσκοπήσει κύρια στελέχη της Ενώσεως Κέντρου (Ε.Κ.) και της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως (ΕΡΕ) προκειμένου να εκτιμήσει το σύνολον των δυνάμεων που θα διέθετε ο Στεφανόπουλος για τον σχηματισμό κυβερνήσεως. Σε συνάντηση με τον ηγέτη της ΕΡΕ Κωνσταντίνο Ροδόπουλο, η πηγή (μας) έμαθε ότι ο Στεφανόπουλος είχε επαφή με τον Ροδόπουλο, ο οποίος συμφωνεί να συνεργασθεί, αλλά επιμένει (ζητώντας) ως αντάλλαγμα την ανάληψη των υπουργείων Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως, με την πρόθεση να παραιτηθεί από την ΕΡΕ εφόσον αυτό επραγματοποιείτο. Η προσφορά του Ροδόπουλου εν μέρει υποκινείται από τα προσωπικά του συμφέροντα, αφού σε περίπτωση υπηρεσιακής κυβερνήσεως, κατά πάσα πιθανότητα, θα αναλάβει ως πρωθυπουργός. Είναι επίσης πιθανόν ότι ενεργεί κατόπιν εντολών του Καραμανλή. 3 Τα σχέδια του βασιλέως να εξαναγκάσει σε παραίτηση τον Παπανδρέου περιλαμβάνουν μια σειρά επιθέσεων εναντίον του πρωθυπουργού (Γ. Παπανδρέου) και του υιού του Ανδρέα, μέσω του Πάνου Κόκκα, ο οποίος εδήλωσε σε διαφορετική πηγή ότι συμφωνεί να λάβει θέση εναντίον του Παπανδρέου εφόσον ο υπουργός Οικονομικών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναλάβει ως υπουργός Συντονισμού, ή ως αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως επί οικονομικών θεμάτων σε μια νέα κυβέρνηση. Τις λεπτομέρειες επεξεργάζονται ήδη μεταξύ τους ο βασιλεύς και ο Κόκκας. Οι επιθέσεις από την εφημερίδα του Κόκκα «Ελευθερία» θα αρχίσουν σε δύο ή τρεις εβδομάδες. Ο βασιλεύς θέλει να καταστρέψει την εικόνα του Παπανδρέου με τις επιθέσεις αυτές, αλλά δεν επιθυμεί να αναμιχθεί, ή να κατηγορηθεί εάν οι επιθέσεις αποτύχουν. Ο βασιλεύς συγκεντρώνει όλη την υποστήριξη του παρασκηνίου που μπορεί. Σύμφωνα με τον ταγματάρχη Μιχαήλ Αρναούτη, στρατιωτικό υπασπιστή του βασιλέως, είτε ο βασιλεύς ή ένας εκ των εκπροσώπων του ευρίσκεται εις απευθείας επαφή με τον Μητσοτάκη σχετικά με μελλοντικές κυβερνητικές αλλαγές. 4 Ο βασιλεύς ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως να μη γίνουν ενέργειες εις τα Ηνωμένα Έθνη, ή αλλού, επιδιώκοντας την λύση του κυπριακού προβλήματος, αφού μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να αυξήσει την λαϊκή υποστήριξη για τον Παπανδρέου. Από τις αρχές Ιουνίου του 1943, ο Χίτλερ απέσυρε δυνάμεις από τη Σικελία για να ενισχύσει την άμυνά του στη Σαρδηνία, όπου περίμενε να εκδηλωθεί η συμμαχική απόβαση. Στις αρχές του Ιουλίου, στη Σικελία υπήρχαν δυο γερμανικές μεραρχίες, η μια με κάποια παλιά άρματα μάχης, και έξι ιταλικές με επικεφαλής τον στρατηγό Αλφρέντο Γκουτζόνι. Παλαίμαχος της Αλβανίας, ο Γκουτζόνι δεν πολυπίστευε πως ήταν δυνατό να αποκρούσει μια συμμαχική απόβαση. Όμως, ο Χίτλερ ήταν βέβαιος πως η Σικελία δεν αποτελούσε στόχο. Στις 10 Ιουλίου 1943, έμαθε πόσο λάθος έκανε. Ξημερώματα της μέρας αυτής, έπειτα από ολονύκτιο βομβαρδισμό, οι σύμμαχοι βγήκαν σε ένα ασήμαντο χωριό, εκεί που άλλοτε υπήρχε η αρχαία ελληνική αποικία Γέλα. Ως τη νύχτα, οι συμμαχικές δυνάμεις σταθεροποίησαν το προγεφύρωμα, κυρίευσαν μια πόλη κι απέκτησαν ένα λιμάνι. Η γερμανική αντεπίθεση την επομένη, ανακόπηκε από τα κανόνια των συμμαχικών πλοίων κι ανατράπηκε από τα αεροπλάνα. Ως τις 15 Ιουλίου, ολόκληρη η πεδιάδα είχε καταληφθεί. Στις 20, η συμμαχική επίθεση ξανάρχισε. Στις 22, έπεσε το Παλέρμο. Στις 25, ο Μπενίτο Μουσολίνι αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Στις 28, στη θέση του ανέλαβε ο Πέτρος Μπαντόλιο, που διακήρυξε ότι θα συνεχίσει τον πόλεμο, στο πλάι της Γερμανίας. Όμως, η συμμαχική προέλαση συνεχιζόταν ακάθεκτη. Γερμανοί και Ιταλοί συνωθούνταν στα στενά της Μεσσήνης, από όπου, στις 9 Αυγούστου, άρχισε το πέρασμά τους στην κυρίως Ιταλία. Τα στενά βομβαρδίζονταν τη μέρα αλλά η μετακίνηση γινόταν νύχτα. Ως τις 14 Αυγούστου, οι Άγγλοι κυρίευσαν ολόκληρη την περιοχή, νότια της Αίτνας, ενώ οι Αμερικανοί προέλαυναν από τα βόρεια. Στις 15, έπεσε και η Κατάνη. Ως τις 17 Αυγούστου 1943, στην Ιταλία είχαν περάσει 62.000 Ιταλοί και 40.000 Γερμανοί στρατιώτες. Την ημέρα εκείνη, ο στρατηγός Πάτον μπήκε στη Μεσσήνη. Η μάχη για την κατάληψη της Σικελίας είχε τελειώσει. Αν ο Αύγουστος είναι ο μήνας για «τα μπάνια του λαού», ο Ιούλιος είναι ο μήνας της Αποστασίας και φυσικά του Μητσοτάκη. Τηρώντας λοιπόν αυτό το έθιμο και επειδή το τελευταίο διάστημα υπάρχει μια λογική αναθεώρησης των πραγμάτων που στηρίζεται όχι τόσο στα γεγονότα, αλλά στο ότι δεν έχει μείνει κανένας πρωταγωνιστής από εκείνα τα χρόνια, εκτός από τον Μητσοτάκη, θα έχουμε για όλο τον μήνα ένα μεγάλο αφιέρωμα στο τι έγινε τότε. Επειδή αυτή η νέα τάση αναθεώρησης λέει ότι η Aποστασία δεν ήταν τόσο αποστασία και ο Μητσοτάκης δεν ήταν τόσο Μητσοτάκης, και επειδή δεν θέλουμε να τρελαθούμε εντελώς, σκεφτήκαμε να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πριν ακόμα από την άνοδο της Ένωσης Κέντρου στην κυβέρνηση μέχρι και τις κυβερνήσεις των αποστατών, για να επιβεβαιώσουμε ότι τα εκατομμύρια λαού δεν βγήκαν στον δρόμο γιατί δεν υπήρχε τηλεόραση, αλλά για να διαμαρτυρηθούν, ότι η κυβέρνηση του Παπανδρέου δεν έπεσε γιατί ζαλίστηκε, αλλά γιατί ανατράπηκε, ότι o Κοκός δεν έκανε μια νεανική τρέλα, αλλά ένα οργανωμένο πραξικόπημα και ότι, τέλος, ο Μητσοτάκης δεν ανέβαινε Γολγοθά, όπως λέει ο ίδιος, αλλά έβαζε τα καρφιά. Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να είναι σε έναν οργασμό πολιτικής και οικονομικής ανασυγκρότησης, ζώντας μια παρατεταμένη κοινωνική και πολιτική ειρήνη. Το «γαλατικό χωριό» που αντιστέκεται σθεναρά σε αυτή την αντίληψη είναι φυσικά η χώρα μας, η οποία από τον πόλεμο περνάει στον αιματηρό εμφύλιο και από εκεί στη δεξιά παντοκρατορία. Η Αριστερά και οι άνθρωποί της βρίσκονται αποκλεισμένοι στο περιθώριο και, αν εξαιρεθεί ένα ισχνό – από όλες τις πλευρές – διάστημα που στην κυβέρνηση βρίσκονται πιο κεντρώες δυνάμεις, όπως ο Πλαστήρας, όλες οι εξουσίες της χώρας είναι στα χέρια της «αγίας τριάδας»: αμερικάνοι - παλάτι - Δεξιά. Γνήσιο τέκνο των τριών αποτελεί ο ορισμένος από το παλάτι νεαρός πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, του οποίου η οκταετία διακυβέρνησης μένει αξέχαστη σε όσους ήταν αντίπαλοί του. Η επάνοδος της Αριστεράς στο προσκήνιο μετά το σοκ της ήττας του εμφυλίου, με την ΕΔΑ να έρχεται δεύτερο κόμμα με 25% στις εκλογές του 1958, τρομοκρατεί την «αγία τριάδα» – αλλά και ένα τμήμα του Κέντρου – και ενεργοποιεί όλα τα αντικομμουνιστικά αντανακλαστικά του καθεστώτος. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα αποδομείται η εικόνα του Καραμανλή ως αναμορφωτή - Περικλή και η συμπίεση της Αριστεράς στα συμπεφωνημένα ποσοστά που είχε επιβάλει το χαρτάκι Στάλιν - Τσόρτσιλ γίνεται ο νέος εθνικός στόχος, με τις παρακρατικές ομάδες να αναλαμβάνουν τη «βρόμικη δουλειά». Αυτή η διολίσθηση στην πολιτική ανωμαλία οδηγεί στις εκλογές « βίας και νοθείας» του 1961, που ναι μεν ικανοποιούν προσωρινά τη Δεξιά, αλλά η νομιμοποίηση που δίνεται στις ομάδες αυτές τις μετατρέπει σε ανεξέλεγκτες. Έτσι, σύντομα οδηγούμαστε στη δολοφονία του Λαμπράκη, στο «Ποιος κυβερνάει αυτή τη χώρα;» και σε ένα εισιτήριο με το όνομα Τριανταφυλλίδης για το εξωτερικό. Όλο αυτό το διάστημα οι πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονταν ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά ήταν πολυδιασπασμένες, άρα και ανίσχυρες. Το ταρακούνημα που έδωσε στο πολιτικό σύστημα η παρουσία της ΕΔΑ ως κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης το 1958, οδηγεί στη συσπείρωση αυτών των δυνάμεων, που ενώνονται εσπευσμένα για να δημιουργήσουν την Ένωση Κέντρου. Κυρίαρχοι στο νέο κόμμα είναι ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Ο πόλεμος που είχε αρχίσει να γίνεται από όλα τα μέτωπα στην ΕΔΑ είχε αποδώσει και πολλοί ψηφοφόροι της μετακινούνται στην Ε.Κ. στις εκλογές του 1961. Παράλληλα η δεξιά ασυδοσία, ο ανένδοτος αγώνας του Γεωργίου Παπανδρέου και η δολοφονία Λαμπράκη ριζοσπαστικοποιούν την κεντρώα παράταξη, η οποία με την αντιδεξιά ρητορική της αποσπάει αριστερούς ψηφοφόρους και δίνει ιδεολογικό υπόβαθρο στις ανομοιογενείς δυνάμεις που την αποτελούσαν. Η πολιτική αναταραχή που ακολουθεί τη δολοφονία Λαμπράκη οδηγεί σε πρόωρες εκλογές, τις οποίες κερδίζει η Ε.Κ., αλλά η άρνησή της να συνεργαστεί με την ΕΔΑ φέρνει νέες εκλογές μέσα σε ελάχιστο διάστημα. Ο αιφνίδιος θάνατος του Σοφοκλή Βενιζέλου δύο μόλις εβδομάδες μετά τη δεύτερη εκλογική μάχη, καθιστά τον Γεώργιο Παπανδρέου απόλυτο κυρίαρχο στο κόμμα και ουσιαστικά τον «ορίζει» στρατηγό στην αντιδεξιά αγανάκτηση που υπάρχει σε όλη τη χώρα. Όπως είναι φυσικό, οι εκλογές στις 16 Φεβρουαρίου 1963 οδηγούν σε απόλυτο θρίαμβο την Ε.Κ., που γίνεται κυβέρνηση με το σαρωτικό 53% και 173 έδρες. Η Βαστίλη έχει πέσει, παντού υπάρχει ένα τεράστιο κύμα αισιοδοξίας και δίψας για μια ουσιαστική πολιτική στροφή της χώρας προς το μέλλον. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται. Μετά τον αρχικό ενθουσιασμό, η σκληρή πραγματικότητα αρχίζει να προβάλλει. Ο Γεώργιος Παπανδρέου διαπιστώνει ότι ήταν πιο εύκολο να πάρει την κυβέρνηση παρά την εξουσία. Καταρχήν οι αμερικάνοι δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι με αυτή την αλλαγή. Το καλοκαίρι του 1963 το Στέιτ Ντιπάρντμεντ ήλπιζε ότι: «…η πιο πιθανή έκβαση της ελληνικής κυβερνητικής κρίσης θα είναι η επωφελής για τα βασικά συμφέροντα των ΗΠΑ, δηλαδή μια επιστροφή του Καραμανλή και της ΕΡΕ στην εξουσία». Λίγο παλαιότερα ο μετέπειτα πρόεδρος Λίντον Τζόνσον έγραφε προς τον Κένεντι:«Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την πτώση του πρωθυπουργού Καραμανλή απέναντι σε μια ανεύθυνη αντιπολίτευση». Λίγες ημέρες μετά τις εκλογές, στη συνάντηση του Παπανδρέου με τον τότε αμερικάνο πρέσβη Νόρμπετ Λαμπουίζ, ο δεύτερος έβαζε ένα νέο αγκάθι στα βήματα του νέου πρωθυπουργού: «Aν ο Κωνσταντίνος διαδεχθεί σύντομα τον Παύλο, η βασίλισσα είναι βέβαιον ότι θα διαδραματίσει σημαντικό παρασκηνιακό ρόλο και ίσως προσπαθήσει να τον στρέψει εναντίον του Παπανδρέου». Πράγματι, ο θάνατος του Παύλου είκοσι ημέρες μετά φέρνει στον θρόνο τυπικά τον νεαρό, ανέτοιμο και γενικά ανεπαρκή για έναν τέτοιο ρόλο σε μια τέτοια εποχή Κωνσταντίνο, ο οποίος κάθεται ουσιαστικά στα γόνατα της μητέρας του Φρειδερίκης, η οποία κυριαρχεί στις απόψεις και τις αποφάσεις του, δημιουργώντας έτσι μια άτυπη βασιλική διαρχία. Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς το πρώτο διάστημα η συγκατοίκηση Παπανδρέου - Κωνσταντίνου δείχνει ειδυλλιακή. Ο πρώτος έλεγε ότι «είναι καλό παιδί, θα τον εγγράψουμε και στην Ένωση Κέντρου» και τον στήριζε στη Βουλή δηλώνοντας ότι «Τηρεί εις το ακέραιον το γράμμα και το πνεύμα του πολιτεύματος». Το ίδιο ενθουσιασμένος παρουσιαζόταν και ο Κοκός, αλλά μια πιο προσεκτική παρατήρηση θα έδειχνε ότι υπήρχε αμοιβαία καχυποψία. Ο Κωνσταντίνος είχε εμπιστοσύνη στους δικούς του – τους αμερικάνους δηλαδή – ότι θα τα πήγαινε καλά με τον πρωθυπουργό: «… εκτός αν εκείνος επιχειρήσει να επιβληθεί στον θρόνο. Σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ πιθανό να υπάρξει σύγκρουση με τον Παπανδρέου». Φυσικά αυτόν τον κίνδυνο τον είχε υπόψη του και ο Γέρος, γι’ αυτό άλλωστε σε μια συνομιλία των δυο τους για το τι θα συνέβαινε σε μια πιθανή διαφωνία τους, ο Παπανδρέου απάντησε προφητικά δείχνοντας ότι γνώριζε πολύ καλά ότι η σχέση τους στηριζόταν σε τεντωμένο σχοινί: «Άκουσε, Βασιλεύ. H διαφωνία Βασιλέως και Δεξιάς δεν είναι παρά μία οικογενειακή υπόθεση. Διαφωνία Βασιλέως και Δημοκρατικής Παρατάξεως είναι εθνική τραγωδία». Όπως και έγινε... Δεν της έφταναν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε από εξωτερικούς παράγοντες, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου είχε να αντιμετωπίσει πολλές «φουρτούνες» και μέσα στο δικό της καράβι. Ετερόκλιτοι πολιτικοί χώροι με δικά τους μικροσυμφέροντα είχαν συνασπιστεί κάτω από το κίνητρο της πτώσης της ΕΡΕ. Τώρα όμως που είχαν γίνει κυβέρνηση, έπρεπε να βρεθούν οι κατάλληλες εσωκομματικές ισορροπίες που να ικανοποιούν τους πάντες. Το ότι αυτό δεν θα ήταν εύκολο, φάνηκε μόλις έναν μήνα μετά τις εκλογές, στις 19 Μαρτίου 1963, όταν στην ψηφοφορία για νέο πρόεδρο της Βουλής 30 κυβερνητικοί βουλευτές είπαν όχι στην πρόταση της κυβέρνησης για τον Γ. Αθανασιάδη Νόβα, στην πρώτη ψηφοφορία, και 2 το επανέλαβαν και στη δεύτερη. Οι διαγραφές του Ηλία Τσιριμώκου και του Σάββα Παπαπολίτη ανακαλούνται σύντομα, αλλά το κακό έχει γίνει: η κυβέρνηση του 53% δείχνει σε όλους ότι είναι ευάλωτη και καθόλου συμπαγής. Η δυναμική είσοδος στην κεντρική πολιτική σκηνή του Ανδρέα Παπανδρέου ως υπουργού Προεδρίας έχει ανατρέψει την έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη κομματική επετηρίδα και συγκροτεί μια μικρή αλλά δυναμική ομάδα βουλευτών, η οποία πιέζει προς πιο ριζοσπαστικές πολιτικές αλλά και για πιο σκληρή στάση απέναντι στο παλάτι. Οι θέσεις αυτές τον φέρνουν σε ευθεία αντίθεση με την ισχυρή στο κόμμα ομάδα Μητσοτάκη, που περίμενε τη διαδοχή στην εσωκομματική «ουρά». Εναντίον του Ανδρέα όμως έχουν στραφεί και η ΕΡΕ με τον αντιπολιτευτικό Tύπο, που γνωρίζουν ότι χτυπώντας τον γιο του πρωθυπουργού πλήττουν την κυβέρνηση στην κεφαλή της. Τα πραγματικά δύσκολα για τον Γεώργιο Παπανδρέου και την κυβέρνησή του θα έρθουν με το ταξίδι του στην Αμερική στα τέλη Ιουνίου του 1964. Στην συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργό με τον αμερικάνο πρόεδρο Λίντον Τζόνσον ο πρώτος δέχεται ασφυκτικές πιέσεις για να συναντηθεί με τον τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, ώστε εκεί να αποδεχτεί το σχέδιο Άτσεσον για την επίλυση του Κυπριακού. Ο Γέρος δεν διαφωνούσε με το σχέδιο, αλλά δεν μπορούσε να το επιβάλει στον Μακάριο ο οποίος το αρνιόταν. Το «όχι» του Παπανδρέου στους αμερικάνους, που μέχρι τότε είχαν συνηθίσει σε γονυκλισίες, έπεσε «βαρύ» στον Λίντον Τζόνσον που, όπως θα λέγαμε σήμερα, ενέταξε την κεντρώα κυβέρνηση στον τότε «άξονα του κακού». Το άρθρο των «Τάιμς της Νέας Υόρκης» με τον τίτλο «Ο Τζόνσον ηττήθηκε από τον Παπανδρέου» μπορεί να χαροποίησε πολλούς στην Ελλάδα, άλλά όχι και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ο οποίος είπε σε δικούς του ανθρώπους: «Στην Ελλάδα γυρίζω ως πρωθυπουργός. Αλλά δεν ξέρω για πόσο θα μείνω ακόμη». Είχε δίκιο. Η αντίστροφη μέτρηση για αυτά που θα ακολουθούσαν έναν χρόνο μετά είχε αρχίσει. Στο επόμενο φύλλο θα δούμε το γιατί ο Κοκός είχε την εικόνα «παιδιού που του είχαν κλέψει το αγαπημένο του παιχνίδι», τις επιθέσεις εναντίον Γεωργίου και Ανδρέα Παπανδρέου και το πώς από τον Ιανουάριο αμερικάνοι και παλάτι ετοίμαζαν την Aποστασία. Τη νύχτα της μάχης του Βατερλό, ο Ναπολέοντας μπήκε επικεφαλής της φρουράς του, διέσπασε τις εχθρικές γραμμές και κατάφερε να ξεφύγει. Μεσάνυχτα, 20 Ιουνίου, έφτασε στο Παρίσι. Πέρασε κρυφά κι αθόρυβα. Ξεσηκωμένος από τους μοναρχικούς, ο λαός ζητούσε τον θάνατό του. Σκέφτηκε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του: Ήταν ο Ναπολέοντας Β’ που είχε γεννηθεί στα 1811 κι ονομάστηκε αμέσως βασιλιάς της Ρώμης, πρίγκιπας της Πάρμας και δούκας του Ράιχστατ. Έμεινε στην ιστορία με το όνομα Αετιδέας και ενέπνευσε τον συγγραφέα του "Σιρανό ντε Μπερζεράκ", Εντμόντ Ροστάν (1868 - 1920), να γράψει ομώνυμο έργο (1900). Πέθανε στις 22 Ιουλίου του 1832 χωρίς ποτέ να βασιλεύσει. Οι Πρώσοι όμως συνέχιζαν την προέλαση προς τη γαλλική πρωτεύουσα με σκοπό να τον συλλάβουν και να τον εκτελέσουν. Ο έμπιστός του υπουργός της αστυνομίας Ιωσήφ Φουσέ (1759 - 1820) που παλιά είχε πρωτοστατήσει στην καταδίκη του βασιλιά, τον είχε προδώσει. Τώρα, εργαζόταν για την παλινόρθωση των Βουρβόνων. Μερικοί πιστοί του φίλοι τον έπεισαν να κατέβει στο λιμάνι του Ροσφόρ. Δυο πλοία περίμεναν εκεί να τον μεταφέρουν στην Αμερική. Με χίλιες προφυλάξεις κατάφερε να φτάσει ως τα πλοία. Ήταν αργά. Οι Άγγλοι κάτι υποψιάζονταν και καιροφυλακτούσαν. Ο Ναπολέοντας έστειλε επιστολή στον αντιβασιλιά και διάδοχο της Αγγλίας ζητώντας του φιλοξενία. Στις 3 Ιουλίου 1815, παραδόθηκε στο αγγλικό πολεμικό «Βελλερεφόντης», που τον οδήγησε στο Πλίμουθ. Εκεί, του ανακοινώθηκε πως ήταν «αιχμάλωτος της Ευρώπης» και εξοριζόταν ισόβια στο νησί της Αγίας Ελένης, ένα βράχο καταμεσής στον Νότιο Ατλαντικό. Αρχές Αυγούστου του 1815, τον έβαλαν στο καράβι. Γεμάτο ταλαιπωρίες το ταξίδι κράτησε εβδομήντα ημέρες. Στις 16 του Οκτωβρίου του 1815, ο άλλοτε πανίσχυρος αυτοκράτορας αποβιβάστηκε στην Αγία Ελένη κι εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι που του παραχωρήθηκε. Είχε μαζί του τρεις αξιωματικούς, ένα γιατρό και δώδεκα υπηρέτες. Είχε όμως κι έναν βάναυσο κυβερνήτη του νησιού που ευχαριστιόταν να δημιουργεί προβλήματα στον αιχμάλωτό του. Έζησε άλλα πεντέμισι χρόνια υπαγορεύοντας τα απομνημονεύματά του. Πέθανε στις 5 Μαΐου του 1821, σε ηλικία 52 χρόνων. Η εντυπωσιακή του πορεία είχε στοιχίσει στην Ευρώπη περίπου 4.000.000 νεκρούς. Από αυτούς, οι 1.700.000 ήταν Γάλλοι. Έγινε γνωστός ως ο «βρόμικος πόλεμος», ίσως επειδή για πρώτη φορά η παρουσία της τηλεόρασης έφερνε τη φρίκη μέσα σε όλα τα σπίτια. Όπως σε κάθε πόλεμο, δυστυχώς, δεν θα μπορέσουμε να μάθουμε ποτέ τις χιλιάδες «μικροσφαγές» που έγιναν και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Υπάρχει όμως κάποιο περιστατικό που αφότου έγινε γνωστό δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε. Μιλάμε φυσικά για τον πόλεμο του Βιετνάμ και τη σφαγή στο μικρό χωριού του Νοτίου Βιετνάμ Μι Λάι, σαράντα χρόνια πριν. Ο Γ’ Λόχος της 11ης Ελαφράς Ταξιαρχίας έφτασε στο Βιετνάμ το 1966. Οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν νέοι με μέσο όρο ηλικίας τα 20 έτη, είχαν εκπαιδευτεί στη Χαβάη και θεωρούνταν μια ικανή και μάχιμη μονάδα του αμερικάνικου στρατού. Ένας από τους αξιωματικούς ήταν ο υπολοχαγός Ουίλιαμ Κάλεϊ, ένας νευρικός και ευέξαπτος άνθρωπος που δεν δίσταζε να κάνει ό,τι χρειαστεί για να εντυπωσιάσει τους ανωτέρους του. Ο Κάλεϊ δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους άντρες του και υπήρχαν φορές που ο λοχαγός Μεντίνα τον είχε βρίσει μπροστά σε όλους. Τον Ιανουάριο του 1968 οι βιετκόνγκ και ο τακτικός στρατός ξεκίνησαν μια μεγάλη επιχείρηση που θα διαρκούσε μήνες, την Επίθεση Τετ. Στόχος τους ήταν να χτυπήσουν διοικητικά κέντρα σε όλη την επικράτεια και να στρέψουν τον πληθυσμό ενάντια στην κυβέρνηση της Σαϊγκόν. Στη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων, η υπηρεσία πληροφοριών των αμερικάνων θεώρησε ότι η 48η Ταξιαρχία των βιετκόνγκ στεγαζόταν σε μια συγκεκριμένη περιοχή της επαρχίας Κουάνγκ Νγκάι. Ένα χωριό εντοπίστηκε μέσα στην περιοχή αυτή, το οποίο ονομάστηκε Μι Λάι, και οργανώθηκε σχέδιο επίθεσης που συμπεριλάμβανε την 11η Ταξιαρχία. Ο συνταγματάρχης Χέντερσον προέτρεψε τους αξιωματικούς του να «μπουν μέσα δυναμικά, να εντοπίσουν τον εχθρό και να τον καταστρέψουν μια και καλή». Την προηγούμενη μέρα της αμερικάνικης επίθεσης, ο λοχαγός Μεντίνα ανέφερε στους άντρες του πως στις 7 το πρωί οι άμαχοι θα είχαν φύγει για την αγορά και πως οι εναπομείναντες θα ήταν σίγουρα βιετκόνγκ ή υποστηρικτές τους. Επίσης, οι υφιστάμενοί του τον ρώτησαν αν θα έπρεπε να σκοτώσουν αμάχους. Οι μαρτυρίες δεν συμφωνούν ως προς την απάντησή του, αλλά φέρεται να ενθάρρυνε την εξόντωση των ανταρτών και όλων των « υπόπτων». Η συγκεκριμένη μονάδα του Μεντίνα δεν είχε εμπλακεί σε μάχες τους τελευταίους τρεις μήνες, αλλά είχε υποστεί απώλειες από νάρκες, παγίδες και ελεύθερους σκοπευτές. Οι στρατιώτες της ήταν ανυπόμονοι να «δράσουν». Χαρακτηριστική της κοινωνικής και στρατιωτικής παιδείας των στρατιωτών αυτής της μονάδας ήταν η κρατούσα άποψη που συνοψιζόταν στο «οτιδήποτε δεν είναι λευκό ή νεκρό είναι βιετκόνγκ». Και φυσικά για αυτούς η Συνθήκη της Γενεύης ήταν μάλλον τουριστικό θέρετρο της Αφρικής. Το επόμενο πρωί, ο 3ος Λόχος προσγειώθηκε με ελικόπτερα και προσέγγισε το χωριό, οι κάτοικοι του οποίου δεν έδειξαν σημάδια αντίστασης. Ξαφνικά, μια διμοιρία άνοιξε πυρ εναντίον μιας θέσης όπου πίστευε ότι μπορεί να υπήρχαν βιετκόνγκ. Σύντομα, όλοι οι στρατιώτες βρέθηκαν σε μια κατάσταση αμόκ. Πυροβολούσαν, βασάνιζαν αμάχους, βίαζαν, σκότωναν ανθρώπους, ακόμα και ζώα, και κατέστρεφαν σπίτια και φυτείες. Κάποια στιγμή ο Κάλεϊ συγκέντρωσε μια ομάδα 80 αμάχων στο κέντρο του χωριού και έδωσε διαταγή να τους εκτελέσουν. Στη διάρκεια της ημέρας 400-500 άμαχοι εξοντώθηκαν. Πολλοί από αυτούς είχαν χαραγμένα στα άψυχα σώματά τους τα διακριτικά «C Company», δηλαδή Γ’ Λόχος. Ένας στρατιώτης του λόχου αργότερα δήλωσε: «Δεν χρειαζόταν να αναζητήσεις κανέναν για να σκοτώσεις, απλώς βρίσκονταν εκεί. Τους έκοβα τον λαιμό, τα χέρια, τις γλώσσες, τα μαλλιά. Το έκανα. Πολλοί άλλοι το έκαναν και εγώ απλώς ακολούθησα. Έχασα κάθε έννοια διεύθυνσης». Όσο συνέβαιναν όλα αυτά, ο Χιου Τόμσον, πιλότος ελικοπτέρου, πετούσε πάνω από το χωριό παρατηρώντας τη σφαγή. Ο Τόμσον και το πλήρωμά του είδαν ακόμα και τον ίδιο τον Μεντίνα να δολοφονεί εν ψυχρώ μια γριά γυναίκα και αποφάσισαν να προσγειωθούν. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν ήταν ένα χαντάκι γεμάτο πτώματα, αλλά και ζωντανούς βιετναμέζους που πάσχιζαν να βγουν έξω. Ο Τόμσον ζήτησε από έναν λοχία να τους βοηθήσει και η απάντηση που έλαβε ήταν ότι θα τους «έσωζε από τη μιζέρια τους». Ενώ ο Τόμσον απογειωνόταν, ο εν λόγω λοχίας τους πυροβόλησε όλους. Στη συνέχεια, το πλήρωμα του ελικοπτέρου προσπάθησε να σώσει κάποιους άμαχους που είχαν εγκλωβιστεί μέσα σε ένα όρυγμα. Ο Τόμσον διέταξε το πλήρωμά του να ανοίξει πυρ στους άντρες του Γ’ Λόχου αν επιχειρούσαν να σκοτώσουν τους αμάχους. Επίσης, ο Τόμσον συνομίλησε με τον Κάλεϊ και του ζήτησε να τους βγάλει από το όρυγμα. Η απάντηση του Κάλεϊ ήταν πως «ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό είναι με μια χειροβομβίδα». Ο Τόμσον πάντως κατάφερε να τους απομακρύνει με το ελικόπτερό του αποφεύγοντας την αιματοχυσία. Στον απόηχο του μακελειού, ο στρατός των ΗΠΑ δεν καταμέτρησε τους νεκρούς και οι δύο πλευρές αναφέρουν έπειτα από χρόνια 347 και 504 αντίστοιχα, εκ των οποίων 123 παιδιά κάτω από πέντε ετών. Το περιοδικό του στρατού «Αστέρια και Ρίγες» έγραψε εκείνες τις μέρες για την επιχείρηση: «Οι άντρες του πεζικού σκότωσαν 128 κομμουνιστές στο Μι Λάι σε μάχη που διήρκεσε μια ημέρα». Μια αρχική έρευνα διεξήχθη από τον Χέντερσον, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα πως 22 άμαχοι σκοτώθηκαν χωρίς να υπάρχει πρόθεση. Έξι μήνες αργότερα, ένας στρατιώτης της 11ης Ταξιαρχίας, ο Τομ Γκλεν, έγραψε μια επιστολή προς τον ανώτατο διοικητή των αμερικάνικων δυνάμεων στο Βιετνάμ αναφέροντας τις ακρότητες τις οποίες διέπρατταν οι πεζικάριοι εις βάρος του άμαχου πληθυσμού. Τις κατηγορίες αυτές, καθώς και άλλων στρατιωτών, ανέλαβε να ερευνήσει ο γνωστός μας Κόλιν Πάουελ, πρώην ΥΠΕΞ στην κυβέρνηση Μπους, που τότε ήταν ταγματάρχης. Ο Πάουελ αποφάσισε να στηρίξει τη σταδιοδρομία του και όχι την αλήθεια και έτσι έκρινε πως δεν υπήρξε τίποτα το αξιόμεμπτο σε όλες αυτές τις υποθέσεις. Ένιψε τας χείρας του αναφέροντας ότι «σε πλήρη αντίθεση με αυτές τις περιγραφές βρίσκεται το γεγονός ότι οι σχέσεις του στρατιωτικού προσωπικού με τον γηγενή πληθυσμό του Βιετνάμ είναι άριστες». Η σφαγή του Μι Λάι θα περνούσε στο αρχείο, αλλά ήταν πολλοί αυτοί που είχαν πάρει μέρος στα γεγονότα και ακόμα περισσότεροι εκείνοι που είχαν ακούσει τις διηγήσεις. Ανάμεσά τους ήταν ο Ρον Ρίντεναουερ, στρατιώτης του μοιραίου Γ’ Λόχου, που αποφάσισε να γράψει επιστολές στον πρόεδρο Νίξον, στο Πεντάγωνο και σε διάφορα μέλη του Κογκρέσου. Από όλους τους παραλήπτες των επιστολών, μόνο ένας πολιτικός των Δημοκρατικών, ο Μόρις Ούνταλ, αποφάσισε να κινηθεί για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Αποτέλεσμα των προσπαθειών των παραπάνω ήταν να δικαστεί ο Κάλεϊ και άλλοι στρατιωτικοί τον Σεπτέμβριο του 1969, ενώ σύντομα διέρρευσαν και φωτογραφίες και εξιστορήσεις μαρτύρων σχετικά με το μακελειό. Υπό το βάρος των αποκαλύψεων, ο αμερικάνικος στρατός άρχισε να αλλάζει πορεία και να αναζητά την τιμωρία κάποιων, έστω ως αποδιοπομπαίων τράγων. Έκθεση του στρατηγού Πιρς το 1970 σχετικά με το Μι Λάι είναι ενδεικτική της στροφής αυτής: «Σκότωσαν τουλάχιστον 175-200 βιετναμέζους άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι από αυτούς, μόνο 3 ή 4 ήταν βιετκόνγκ και υπήρχε και αριθμός άοπλων υποστηρικτών τους». Τελικά, παρ’ όλο που ανακρίθηκαν πάνω από 80 στρατιώτες και σε 25 από αυτούς απαγγέλθηκαν κατηγορίες, μόνο ένας τιμωρήθηκε. Ο Κάλεϊ δήλωσε στη δίκη του πως «ένιωθα τότε και ακόμα νιώθω πως έπραξα όπως με διέταξαν, εκτέλεσα τις διαταγές μου και δεν νομίζω ότι έκανα κάτι λάθος». Το 1971 έληξε η δικαστική διαδικασία με την ισόβια καταδίκη του Κάλεϊ, όμως στη συνέχεια ο Νίξον άλλαξε την ποινή του και τελικά έμεινε στη φυλακή μόλις για τέσσερις μήνες. Στην Αμερική υπήρξε μεγάλη διαμάχη σχετικά με το θέμα. Πολλοί ήταν αυτοί που διαδήλωσαν υπέρ του Κάλεϊ, ενώ άλλοι κατέκριναν την απόφαση ως προσπάθεια κάλυψης. Για πρώτη φορά πάντως στα μάτια του λαού τους οι αμερικάνοι στρατιώτες διέπραξαν πράξεις τόσο ακραίες που προκάλεσαν το δημόσιο αίσθημα. Αξίζει να σημειώσουμε επίσης πως ύστερα από 30 χρόνια ο Τόμσον και το πλήρωμά του τιμήθηκαν με το Παράσημο του Στρατιώτη, τη μεγαλύτερη τιμή για πράξη που έγινε εκτός μάχης. Εν τέλει, η σφαγή στο Μι Λάι και οι έρευνες που την ακολούθησαν είναι διδακτική για πολλούς λόγους: είναι ένα σαφές παράδειγμα ότι το λεγόμενο «Διεθνές Δίκαιο» είναι ένα νομικό όπλο εναντίον κάποιων δικτατόρων που δεν έχουν τα κατάλληλα διεθνή ερείσματα, και είναι ένα νομικό κουρελόχαρτο όταν πρέπει να προστατεύσει αδύναμους από ισχυρούς. Είναι πολύ ενδιαφέρον θέμα όταν αναλύεται σε πανεπιστημιακές αίθουσες, αλλά γελοιοποιεί κάθε έννοια δικαίου όταν πρόκειται να καταδικάσει ουσιαστικά ισχυρούς. Επιπλέον, είναι παράξενο πώς η κοινή γνώμη είναι διατεθειμένη να δεχτεί την εξόντωση εκατοντάδων αμάχων από εναέριους βομβαρδισμούς με ναπάλμ (χωρίς άμεση επαφή δηλαδή), ενώ όταν την ίδια πράξη διαπράττει μια μονάδα του πεζικού όλοι μιλούν για έγκλημα. Ιδιαίτερα η κοινή γνώμη στον δυτικό κόσμο αποδεικνύεται πολύ περισσότερο «κοινή» παρά «γνώμη» όταν θρηνεί, αφήνει λουλούδια, διαβάζει αφιερώματα και συγκινείται από τον θάνατο δυτικών, αλλά παράλληλα διαβάζει στα ψιλά γράμματα όλων των ειδών τις τραγωδίες και τις σφαγές που συμβαίνουν σε αυτό που εμείς συνηθίζουμε να ονομάζουμε «τρίτος κόσμος». Πώς το είπαμε το χωριό; Μάι Λάι, Μι Λάι ή Χάι; Και οι νεκροί με τα περίεργα ονόματα ήταν 28 ή 504; Το 1969, η μητέρα του στρατιώτη του Γ’ Λόχου Πολ Μίντλο έκανε την εξής δήλωση: «Τους έστειλα ένα καλό παιδί και εκείνοι τον έκαναν δολοφόνο». Νομίζω πως η αμερικάνικη κινηματογραφική βιομηχανία είναι έτοιμη να δημιουργήσει μια ακόμα ταινία «βασισμένη σε αληθινή ιστορία», η οποία θα μας μιλάει για το δράμα αυτού του ανθρώπου. «Κανένα θηρίο δεν είναι τόσο ολέθριο για την ανθρωπότητα, όσο οι χριστιανοί για τους ομοθρήσκους τους», πίστευε ακράδαντα ο νεαρός αυτοκράτορας Ιουλιανός και κήρυξε την ανεξιθρησκία. Είχε προσωπική πείρα γι’ αυτό, καθώς ήταν ο μόνος ζωντανός από ολόκληρη την αυτοκρατορική οικογένεια, την οποία ο θείος του, αυτοκράτορας Κωνστάντιος Β΄, είχε στο σύνολό της εξολοθρεύσει, αρχίζοντας από τον συναυτοκράτορα αδελφό του Κωνσταντίνο Β’. Αλλά και ο πατέρας του θείου, ο Μέγας Κωνσταντίνος, είχε πνίξει τη γυναίκα του Φαύστα, είχε σκοτώσει τον γιο τους Κρίσπο και είχε εξολοθρεύσει όλες τις οικογένειες των αντιπάλων του. Τη βραδιά πριν από την καθοριστική μάχη στη Μουλβία γέφυρα της Ρώμης, στα 312 μ.Χ., είχε πέσει να κοιμηθεί θεϊκός αυτοκράτορας, γιος του Μίθρα, του θεού Ήλιου, και είχε ξυπνήσει χριστιανός με το λάβαρο του σταυρού να ανεμίζει: «Εν τούτω νίκα». Όταν ο Μεγάλος Κωνσταντίνος έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να στηριχθεί στους χριστιανούς και να πάρει την εξουσία, ούτε καν αντιλαμβανόταν πως γρήγορα θα έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην αλεξανδρινή άποψη περί «υιού ομοουσίου τω πατρί» και σ’ εκείνη της Αντιόχειας, που εξέφραζε ο Άρειος (από το 318), θεωρώντας ότι ο «υιός» είναι «κτίσμα του πατρός» (έκφραση που θεωρήθηκε πιο σαφής και πιο φυσιολογική). Διάλεξε την αλεξανδρινή (Α’ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας, 325), παρά την έκδηλη προτίμησή του στον Άρειο. Ο αρειανισμός, όμως, απλωνόταν όλο και πιο πολύ στην Ανατολή και ήδη χτυπούσε τις πόρτες των Βαλκανίων (τον καταδίκασε και η Β’ Οικουμενική Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, το 381, αλλά εξαλείφθηκε μόλις τον ΣΤ’ αιώνα, επί Ιουστινιανού). Παρ’ όλα αυτά, ο Δ’ μ.Χ. αιώνας είχε ξεκινήσει με τους χριστιανούς να κρύβονται και τους εθνικούς (ειδωλολάτρες) να τους διώκουν αλλά θα τέλειωνε με τους χριστιανούς να επιβάλουν την ποινή του θανάτου σε όποιον θυσίαζε ή ακόμα έμπαινε σε ναό παραδοσιακού θεού. Κάπου στα μισά, ο Ιουλιανός προσπάθησε να φέρει τα πράγματα σε ισορροπία αλλά δεν πρόλαβε. Στον θρόνο έμεινε μονάχα δυο χρόνια, αρκετά για να του προσάψει η Εκκλησία τη ρετσινιά του Αποστάτη και Παραβάτη, επειδή έμεινε πιστός σε όσα είχε διδαχτεί και πίστευε. Τα Βαλκάνια ξανάγιναν θέατρο μαχών, μόλις ο Κωνσταντίνος πέθανε (337) κι ώσπου ο γιος του, Κωνστάντιος, να επικρατήσει ανάμεσα στ’ αδέρφια του (353). Στα 361, τον διαδέχτηκε ο 30χρονος Ιουλιανός, σπουδασμένος στην Αθήνα νεοπλατωνικός και λάτρης της αρχαίας φιλοσοφίας. Κήρυξε την ανεξιθρησκία, ουσιαστικά επαναφέροντας ένα διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου (του 312), και στήριξε τις αρχαίες θρησκείες. Είχε βαθιά την πεποίθηση ότι οι χριστιανοί, χωρίς την κρατική στήριξη, θα τρώγονταν μεταξύ τους. Και όντως το έκαναν, καθώς οι επίσκοποι κοιτούσαν ποιος θα βγάλει από τη μέση τον άλλον, σαν τοπικοί φεουδάρχες που καθένας προσπαθούσε να επεκτείνει την επικράτειά του. Οι εθνικοί αναθάρρησαν αλλά για λίγο. Ο Ιουλιανός πέθανε στις 26 Ιουνίου του 363 και η ανεξιθρησκία μετατράπηκε σε αγώνα επικράτησης ανάμεσα στις παλαιές και τη νέα θρησκεία. Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, που ξέσπασε στην Ουάσιγκτον το 1972, ξεκίνησε από κάτι φαινομενικά ασήμαντο: μια ομάδα διαρρηκτών που πιάστηκε μέσα στο ομώνυμο ξενοδοχείο από την αστυνομία. Η εξέλιξη της υπόθεσης όμως πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας εμπλέκοντας ολοένα και περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης Νίξον και της προεκλογικής του καμπάνιας. Πέρα από τον δικανικό αγώνα που ήταν πολύ έντονος, το Γουότεργκεϊτ αφορά κυρίως τον διαχωρισμό των εξουσιών και την κατάχρησή τους από πολιτικά πρόσωπα. Το Γουότεργκεϊτ μας δείχνει πόσο «αγγελικά πλασμένο» είναι το πολιτικό σύστημα στην υπερδύναμη και αποτελεί ένα πολύ καλό μάθημα για το πώς πρέπει να ασκείται η δημοσιογραφία. Η υπόθεση έχει και αρκετό ελληνικό ενδιαφέρον μια και σε αυτήν εμπλέκονται με διάφορους τρόπους η ελληνική χούντα, ένας έλληνας δημοσιογράφος, καθώς και η εισβολή των τούρκων στην Κύπρο… Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ελπίζουμε να μην μπερδευτείτε από τα πολλά ονόματα που υπάρχουν. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού αυτή η υπόθεση απασχόλησε σχεδόν τέσσερα χρόνια την παγκόσμια επικαιρότητα και οδήγησε στην πρώτη παραίτηση αμερικάνου προέδρου στα χρονικά. Η σύλληψη Στις 17 Ιουνίου 1972 ένας υπάλληλος της ασφάλειας του ξενοδοχείου Γουότεργκεϊτ παρατήρησε στη διάρκεια της βάρδιας του ότι σε κάποιες πόρτες του κτιρίου είχαν τοποθετηθεί κολλητικές ταινίες. Τις αφαίρεσε και συνέχισε τη δουλειά του, αλλά μια ώρα αργότερα το φαινόμενο επαναλήφθηκε. Έτσι κατέφτασε η αστυνομία και συνέλαβε «στα πράσα» πέντε άνδρες, τους Γκονζάλες, Μπάρκερ, Μακ Κορντ, Μαρτίνες και Στούρτζις. Στη συνέχεια της έρευνας συνελήφθησαν και άλλοι δύο συνεργάτες τους, ο Χαντ και ο Λίντι, που τους καθοδηγούσαν από το απέναντι κτίριο. Σκοπός τους ήταν να διαρρήξουν το γραφείο του Λάρι Ο’ Μπράιαν, προέδρου του Δημοκρατικού Κόμματος, το οποίο στεγαζόταν στον συγκεκριμένο χώρο. Τα δύο κόμματα είχαν μπει ήδη στην προεκλογική περίοδο και ο Ο’ Μπράιαν ισχυριζόταν ότι είχε στην κατοχή του σημαντικές αποδείξεις για παράνομες δοσοληψίες του προέδρου Νίξον με τον γνωστό μεγιστάνα Χάουαρντ Χιουζ, καθώς και για άλλες ατασθαλίες. Η φήμη αυτή – η οποία τελικά αποδείχτηκε μπλόφα – είχε θορυβήσει έντονα την κυβέρνηση, καθώς, αν ήταν αλήθεια, θα έδινε σίγουρα τη νίκη στους Δημοκρατικούς. Όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στο γραφείο του Ο’ Μπράιαν ήταν κρυμμένο ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο που ήθελαν να εξαφανίσουν. Ο ρόλος της «Ουάσιγκτον Ποστ» Δύο νεαροί ρεπόρτερ της «Ποστ», ο Μπέρνστιν και ο Γούντγουορντ, αφιερώθηκαν στο θέμα και ξεκίνησαν την έρευνά τους. Με άρθρα τους κάθε εβδομάδα ξετύλιγαν λίγο λίγο το κουβάρι της ιστορίας και άρχισαν να ξεθάβουν σημαντικές πληροφορίες. Αρχικά ανακάλυψαν ότι ο Μακ Κορντ πληρωνόταν από την Επιτροπή Επανεκλογής του Προέδρου. Στη συνέχεια έγραψαν για τη συμμετοχή του Μόρις Στανς, υπεύθυνου για την ανεύρεση χρηματικών πόρων για την καμπάνια του Νίξον. Η μεγαλύτερη επιτυχία τους όμως ήταν οι επαφές τους με το «Βαθύ Λαρύγγι», μια ανώνυμη πηγή από το FBI που επιβεβαίωνε ή απέρριπτε τις δηλώσεις των υπόλοιπων πηγών. Ο DeepThroat, που πήρε αυτό το όνομα από την ομώνυμη πορνογραφική ταινία που σκανδάλιζε τότε τη χώρα, αποκαλύφτηκε το 2005 πως ήταν ο Μαρκ Φελτ, υψηλόβαθμος αξιωματούχος με πρόσβαση σε πολλές ευαίσθητες πληροφορίες σχετικά με την έρευνα. Με τη βοήθεια του Φελτ, οι ρεπόρτερ της «Ποστ» συνέχισαν τις συνταρακτικές αποκαλύψεις τους. Κατέδειξαν ότι ο γενικός εισαγγελέας Τζον Μίτσελ ήλεγχε μυστικό κονδύλιο που προοριζόταν για την κατασκοπία των Δημοκρατικών. Στις 10 Οκτωβρίου του 1972 έγραψαν ότι πηγές από το FBI τους είπαν πως η κατασκοπεία περιλάμβανε τα εξής: «Παρακολουθούσαν τις οικογένειες των υποψηφίων, δημιουργούσαν φακέλους σχετικά με την προσωπική τους ζωή, πλαστογραφούσαν επιστολές και τις υπέγραφαν με τα ονόματά τους. Διέρρεαν ψευδείς πληροφορίες στον Τύπο, παρεμπόδιζαν το πρόγραμμα της εκστρατείας και έκλεβαν εμπιστευτικά αρχεία». Στο άρθρο περιλαμβάνονταν και αρκετά παραδείγματα από τις συγκεκριμένες ενέργειες. Παραδόξως, η «Ποστ» ήταν η μόνη εφημερίδα που ασχολείτο με το θέμα, το οποίο στα τέλη του 1972 δεν είχε λάβει ακόμα μεγάλες διαστάσεις, με αποτέλεσμα ο Νίξον να επανεκλεγεί τον Νοέμβριο, ενώ παράλληλα ο Λευκός Οίκος εξαπέλυε επιθέσεις κατά της εφημερίδας. Ο Νίξον έσπευσε πάντως να «πάρει» και μερικά κεφάλια συνεργατών του για να δείξει ότι δεν έχει καμιά σχέση με το θέμα... Η κλιμάκωση του σκανδάλου Η έρευνα των αρχών ξεκίνησε από τα χιλιάδες δολάρια που είχαν πάνω τους οι διαρρήκτες και στη συνέχεια απλώς ακολούθησαν το χρήμα – «follow the money» όπως λένε οι αμερικάνοι. Μέσα από τους λογαριασμούς των τραπεζών ανακάλυψαν ότι η πηγή ήταν η Επιτροπή Επανεκλογής του Νίξον, η οποία τους πλήρωνε μέσα από μια διαδικασία που αποδείχτηκε επισφαλής. Οι δράστες καταδικάστηκαν τον Ιανουάριο του 1973. Στη διάρκεια της δίκης ένας από αυτούς, ο Μακ Κορντ, έστειλε μια επιστολή στον δικαστή στην οποία έκανε συγκλονιστικές αποκαλύψεις: «Θα σας αναφέρω τα εξής, τα οποία ελπίζω ότι θα σας βοηθήσουν να απονείμετε δικαιοσύνη: 1 Υπήρξαν πολιτικές πιέσεις στους εναγόμενους να δηλώσουν ένοχοι και να σιωπήσουν. 2 Στη δίκη υπήρξε ψευδορκία σχετικά με ζητήματα όπως τη συμμετοχή της κυβέρνησης και τα κίνητρα των κατηγορούμενων. 3 Δεν αναγνωρίστηκαν άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται στην υπόθεση και θα μπορούσαν να καταθέσουν. 4 Το Γουότεργκεϊτ δεν ήταν επιχείρηση της CIA». Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι τα αίτια έφταναν πολύ ψηλά στους κόλπους της κυβέρνησης Νίξον. Μετά το τέλος της δίκης η έρευνα επεκτάθηκε και τον Μάιο ξεκίνησαν ακροάσεις στο Κογκρέσο, στις οποίες ανακρίθηκαν οι άνθρωποι-κλειδιά της υπόθεσης. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, η οποία προβαλλόταν από την τηλεόραση, αναφέρθηκε για πρώτη φορά το όνομα του Νίξον όταν ο Χάουαρντ Μπέικερ ρώτησε «τι ήξερε ο πρόεδρος και πότε το ήξερε;». Η επόμενη μεγάλη αποκάλυψη έγινε από τον Αλεξάντερ Μπάτερφιλντ, εργαζόμενο στον Λευκό Οίκο, ο οποίος ανέφερε διστακτικά ότι υπήρχε ηλεκτρονικό σύστημα στο Οβάλ Γραφείο, το οποίο ηχογραφούσε όλες τις συνομιλίες. Προσέθεσε επίσης ότι σε πολλές αίθουσες συνεδριάσεων είχαν τοποθετηθεί κοριοί. Σε εκείνο το σημείο η δικαιοσύνη ζήτησε να κατασχεθούν οι εν λόγω μαγνητοταινίες, αλλά ο Νίξον αρνήθηκε να τις παραδώσει επικαλούμενος την ασυλία που προέκυπτε από το αξίωμά του. Επιπλέον διέταξε τον γενικό εισαγγελέα να ακυρώσει την απόφαση αυτή, πράγμα που οδήγησε σε κρίση τις σχέσεις μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Ο έλληνας που ήξερε πολλά Πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση είχε και ένας έλληνας, ο Ηλίας Δημητρακόπουλος, ένας σημαντικός παίκτης στις ελληνοαμερικάνικες σχέσεις, γνωστός για την αντιστασιακή του δράση κατά της δικτατορίας, αλλά και για την «αιώνια» κόντρα του με τον Κίσινγκερ, τον οποίο προσπαθεί να οδηγήσει στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τον ρόλο του στο δράμα της Κύπρου. Όντας δημοσιογράφος αφοσιωμένος στο πολιτικό ρεπορτάζ, ο Δημητρακόπουλος είχε ασχοληθεί εκείνα τα χρόνια με τις δοσοληψίες της ελληνικής χούντας με τους αμερικάνους. Μέσα από διάφορες πηγές είχε ανακαλύψει πως η CIA έδινε χρήματα στην ΚΥΠ και στη συνέχεια η ΚΥΠ χρηματοδοτούσε την προεκλογική εκστρατεία του Νίξον. Μεσάζοντας στην όλη δοσοληψία ήταν ο γνωστός πλούσιος ελληνοαμερικάνος φίλος του Νίξον, Τομ Πάπας. Αυτή η ροή χρημάτων ήταν όμως παράνομη με βάση το αμερικάνικο δίκαιο, διότι στοιχειοθετούσε ανάμιξη της CIA στον προεκλογικό αγώνα, καθώς και ανάμιξη μιας ξένης κυβέρνησης στα εσωτερικά των ΗΠΑ. Όταν ο Νίξον πήρε την απόφαση να οργανώσει το σχέδιο των υποκλοπών και της κατασκοπείας, προσπαθούσε να «βουλώσει» τρύπες που θα μπορούσαν να τον καταστρέψουν. Σε αντίθεση με τις μπλόφες του Ο’ Μπράιαν, η ιστορία που είχε να πει ο Δημητρακόπουλος ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Οι συλλήψεις στο Γουότεργκεϊτ έγιναν σχεδόν 4 χρόνια αφότου ο Δημητρακόπουλος είχε παρουσιάσει τις αποδείξεις που είχε στα χέρια του στους Δημοκρατικούς, δηλαδή στον Ο’ Μπράιαν. Ο ίδιος μαρτυρά: «Ο Ο’ Μπράιαν θέλει να με δει, αλλά θέλει να ξέρει ποιο είναι το θέμα. Εγώ τότε είχα δίλημμα. Υποψιαζόμουν ότι η CIA παρακολουθούσε τα τηλέφωνά μου, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να δω τον Ο’ Μπράιαν. Οπότε τον πήρα και του είπα περί τίνος πρόκειται». Έτσι η κυβέρνηση είχε πληροφορηθεί από το 1968 για το επικείμενο γεγονός και η διάρρηξη του Γουότεργκεϊτ το 1972 είχε ως σκοπό τον εντοπισμό των επίμαχων ντοκουμέντων εν όψει των νέων εκλογών. Ο Δημητρακόπουλος είχε πει στον Ο’ Μπράιαν το 1968 ότι θα μπορούσε να φέρει μάρτυρες από την Ελλάδα, αρκεί να τους παρείχαν φιλοξενία και προστασία. Η απάντηση του Ο’ Μπράιαν ήταν: αν κερδίσουμε τις εκλογές δεν θα υπάρξει πρόβλημα. Αν όμως χάσουμε…». Στη συνέχεια η ολιγωρία τους και η πρώτη νίκη του Νίξον έβαλε ένα προσωρινό τέλος στην υπόθεση. Χάθηκε επίσης και μια σπουδαία ευκαιρία να πληγεί η χούντα στην Ελλάδα. Το 1971, όμως, ο Δημητρακόπουλος κλήθηκε να καταθέσει στο Κογκρέσο και το όλο θέμα αναζωπυρώθηκε. Είχε συντάξει ένα δεκασέλιδο μνημόνιο στο οποίο ανέφερε όλα όσα ήξερε για την υπόθεση. Ο ίδιος θεωρούσε πολύ σημαντική την κατάθεση αυτή. Άλλωστε πίστευε πως παρά τη δύναμη της κυβέρνησης «είχα τρεις πανίσχυρους συμμάχους: τη Γερουσία των ΗΠΑ, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τα αμερικάνικα μέσα ενημέρωσης». Η κυβέρνηση του Νίξον ύστερα από ένα σημείο αναγκάστηκε να αναλάβει δράση και έστειλε την ειδική ομάδα να κάνει τη διάρρηξη. Η ανάμιξη του Δημητρακόπουλου στην υπόθεση του στοίχισε δύο απόπειρες απαγωγής και δολοφονίας και στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας από τη χούντα. Μια από τις απόπειρες απαγωγής του από τη Νέα Υόρκη περιλάμβανε μάλιστα τη συμμετοχή ελληνικού υποβρυχίου! Το πολιτικό τέλος του Νίξον Η αποκάλυψη τελικά δεν έγινε με τον τρόπο που είχε σχεδιάσει ο Δημητρακόπουλος, όμως οι Δημοκρατικοί πέτυχαν τον σκοπό τους μέσα από την έκρηξη του γενικότερου σκανδάλου που προέκυψε από το Γουότεργκεϊτ. Η άρνηση του Νίξον να δημοσιοποιήσει τις κασέτες οδήγησαν στην παραίτηση πολλών λειτουργών της δικαιοσύνης και σε δημόσια κατακραυγή, με τον Νίξον να χάνει τον έλεγχο και στη διάρκεια επίσκεψής του στη Ντίσνεϊλαντ να δηλώνει στους δημοσιογράφους πως «δεν είμαι απατεώνας!». Ακολούθησε ένα παζάρι μεταξύ του προέδρου και της δικαιοσύνης και το αποτέλεσμα ήταν να δημοσιοποιηθούν συγκεκριμένα κομμάτια από τις κασέτες. Τελικά τον Ιούλιο του 1974 η υπόθεση οδηγήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, όπου οι δικαστές αποφάνθηκαν πως η ασυλία του Νίξον δεν τον κάλυπτε στο συγκεκριμένο ζήτημα. Αυτό ήταν και το τελικό χτύπημα στην προεδρία του, καθώς από εκεί και πέρα οι άμυνες του Νίξον έπεσαν σαν ντόμινο η μια μετά την άλλη. Στο τέλος, ο Νίξον αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το προεδρικό αξίωμα στις 9 Αυγούστου 1974. Φρόντισε όμως πρώτα να κάνει μια συμφωνία με τον διάδοχό του Τζέραλντ Φορντ: ο νέος πρόεδρος θα τον προστάτευε δίνοντάς του χάρη για τις κατηγορίες που εκκρεμούσαν εναντίον του. Με αυτή του τη συμφωνία ο Νίξον «πήρε μαζί του» τον Φορντ, μια και αυτή ήταν ένας από τους λόγους που ο δεύτερος έχασε τις εκλογές του 1976. Το χάος που επικρατούσε στην αμερικάνικη κυβέρνηση τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974 ήταν η χειρότερη συγκυρία που μπορούσε να υπάρξει για την Κύπρο. Έτσι, ενώ το μαρτυρικό νησί συγκλονιζόταν από το πραξικόπημα και τους δύο Αττίλες, η αμερικάνικη ηγεσία είχε ρίξει όλο το βάρος στο πώς θα σώσει το τομάρι της, έχοντας δώσει απεριόριστο διπλωματικό γήπεδο στον Κίσινγκερ να παίξει τα παιχνίδια του υπέρ των τούρκων. Ο μεγάλος αντίπαλος του Δημητρακόπουλου στην κυριολεξία «ξεσάλωσε» εναντίον της Κύπρου, που στην ουσία ήταν η διαχρονικά μεγάλη χαμένη του Γουότεργκεϊτ. Ο Ιάκωβος Στ’ της Σκοτίας γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου του 1566. Ήταν οκτώ μηνών, όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του. Δέκα μηνών, είδε για τελευταία φορά την μητέρα του, Μαρία Στούαρτ. Στον θρόνο ανέβηκε λίγο μετά τα πρώτα γενέθλιά του. Όσο να ενηλικιωθεί στα 17 του, είδε να δολοφονούνται γύρω του ο ένας αντιβασιλιάς μετά τον άλλο. Οι μισές από τις κουβέντες του ήταν βρισιές. Περπατούσε άτσαλα και μια δυο φορές τον χρόνο υπέκυπτε στις πιέσεις των γύρω του να κάνει ένα μπάνιο. Παντρεύτηκε την καθολική πριγκίπισσα Άννα της Δανίας αλλά ούτε με τον καθολικισμό τα πήγαινε καλά ούτε με τις γυναίκες. Προτιμούσε τους άνδρες, κυρίως προτεστάντες για να μην έχει θρησκευτικά διλήμματα. Προσπάθησε να βάλει την εκκλησία κάτω από την κρατική διοίκηση αλλά δεν τα κατάφερε. Στα 1588, έμαθε ότι το βασιλικό συμβούλιο της Ελισάβετ τον ανακήρυξε διάδοχο του αγγλικού θρόνου ως μόνου, μέσω της αποκεφαλισμένης μητέρας του, Μαρίας Στούαρτ, απογόνου του Ερρίκου Ζ’, ιδρυτή της δυναστείας. Στις 5 Απριλίου του 1603, ο Ιάκωβος Στ’ της Σκοτίας ξεκίνησε μια θριαμβική πορεία προς το Λονδίνο. Έφθασε εκεί ως Ιάκωβος Α’ της Αγγλίας. Τα δυο βασίλεια βρέθηκαν κάτω από το ίδιο στέμμα. Έμελλε και να ενωθούν μετά από 104 χρόνια. Με τους Άγγλους να απεύχονται μια τέτοια λύση: Ήδη, οι Σκοτσέζοι αριστοκράτες που ακολουθούσαν τον Ιάκωβο, τους φαίνονταν αγροίκοι, απολίτιστοι, άπληστοι και γεννημένοι ραδιούργοι. Στα 22 χρόνια της βασιλείας του, ο Ιάκωβος επέδειξε σπάνια ανικανότητα. Στην ουσία, η Αγγλία επέζησε επειδή γύρω του βρέθηκαν ικανοί άνθρωποι, συνεχιστές της ελισαβετιανής πολιτικής και πρακτικής. Το οργανωμένο δίκτυο που πιο πριν προστάτευε την Ελισάβετ, ανακάλυψε έγκαιρα τρεις συνωμοσίες εναντίον του βασιλιά. Η «συνωμοσία της πυρίτιδας», όπως την είπαν (5.11.1605), είχε στόχο την ανατίναξη του κοινοβουλίου και τον θάνατο όλων των εκπροσώπων μαζί με τον Ιάκωβο. Την είχαν οργανώσει φανατικοί καθολικοί. Δεν έμεινε ούτε ρουθούνι τους στο Λονδίνο. Όμως, πλάι στον βασιλιά ευδοκιμούσαν και κάθε είδους αρπακτικά. Το δημόσιο χρήμα για το οποίο τόσο πολύ είχε φροντίσει η Ελισάβετ, διασκορπιζόταν σε αμφίβολες δραστηριότητες που πάντα κάποιους ευνοούσαν. Οι πιστώσεις που το κοινοβούλιο ψήφισε για μια εκστρατεία στη Βοημία (1624), σπαταλήθηκαν. Το κοινοβούλιο κατηγόρησε την αυλή. Το σπέρμα της εξέγερσης ρίζωσε στη γη. Ο Ιάκωβος πέθανε στα 1625. Τον διαδέχτηκε ο γιος του, Κάρολος Α’. Έμελλε να ανατραπεί και να εκτελεστεί από τον Κρόμγουελ και τους «κοινοβουλευτικούς» |