Σάββατο 1 Αυγούστου 2009


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΠΙΛΕΚΤΑ VIII


8 Νοεμβρίου 1923: Το πραξικόπημα της μπιραρίας


Ο Αδόλφος Χίτλερ γεννήθηκε στο Μπραουνάου της Πάνω Αυστρίας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Πασάου της Βαυαρίας και το Λιντς της Αυστρίας. Τα χτυπήματα της μοίρας άρχισαν απανωτά στα 16 του: Πρώτα έχασε και τους δυο γονείς του κι έπειτα προσβλήθηκε από περιπνευμονία που του άφησε κληρονομιά μιαν έντονη νευροπάθεια. Θέλησε να γίνει ζωγράφος αλλ’ απέτυχε στις εισαγωγικές της Σχολής Καλών Τεχνών. Προσπάθησε για αρχιτέκτονας αλλά και κει απέτυχε. Βόλεψε τα όνειρά του δουλεύοντας βοηθός κτίστη και ελαιοχρωματιστής. Στα 20, κατάφερε να βρει δουλειά σχεδιαστή σε αρχιτεκτονικό γραφείο. Στα 23 του, κρίθηκε ανίκανος για στράτευση. Παρ’ όλα αυτά, στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο παρουσιάστηκε εθελοντής στον στρατό της Βαυαρίας.

Ούτε αυτή τη φορά στάθηκε τυχερός: Εισέπνευσε δηλητηριώδη αέρια, αρρώστησε κι αποστρατεύτηκε. Στα 1919, κατατάχτηκε ως προπαγανδιστής στη Ράισβερ, το εθελοντικό στράτευμα των Γερμανών, καθώς η συνθήκη των Βερσαλλιών απαγόρευε τη διατήρηση τακτικού στρατού. Αυτή η συνθήκη και η ήττα ήταν που τον πότισαν με το δηλητήριο της ρεβάνς, καθώς από τη φύση του τσαλαβουτούσε στον υπερεθνικισμό. Αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική. Κάποιοι αναφέρουν ότι διατάχθηκε να αναμιχθεί για να παρακολουθεί τις κινήσεις μιας ομάδας ερασιτεχνών υπερεθνικιστών.

Ο Χίτλερ μπήκε στην ομάδα, στα 1919, χωρίς να έχει ιδέα για τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της εποχής του. Διέθετε, όμως, συναρπαστική ευγλωττία και άκρατο σωβινισμό. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, στις 24 Φεβρουαρίου του 1920, ο Χίτλερ ήταν αρχηγός της ομάδας και πραγματοποιούσε την πρώτη του δημόσια εκδήλωση, στο Μόναχο, όπου διάβασε τις «25 Θέσεις» του: Ένα συνοθύλευμα από θέσεις του πανγερμανισμού, του σοσιαλισμού, του φασισμού και της θεωρίας για την ιεραρχία των φυλών. Μαζί, και ένας καινούριος όρος: «Ζωτικός χώρος». Η Γερμανία είχε ανάγκη από περισσότερο ζωτικό χώρο, προκειμένου να μπορούν να ζουν ανεκτά οι Γερμανοί. Κι αυτήν την ανάγκη για «ζωτικό χώρο» επρόκειτο να πληρώσει η ανθρωπότητα, είκοσι χρόνια αργότερα.

Στα 1923, το γερμανικό μάρκο είχε εκμηδενιστεί και οι άνεργοι, στη χώρα, έφταναν τα 2.000.000, αριθμό πρωτοφανή για την εποχή. Ο Χίτλερ θεώρησε πως ήρθε η ώρα να κάνει πραξικόπημα, χρησιμοποιώντας τα 20.000 μέλη των ταγμάτων εφόδου, που είχε οργανώσει (Πραξικόπημα της Μπιραρίας, 8 Νοεμβρίου του 1923). Η απόπειρα απέτυχε και ο Χίτλερ καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε χρόνων (1η Απριλίου 1924). Ο εθνικισμός είχε βρει ένα νέο είδωλο στο πρόσωπο του έγκλειστου. Κινήθηκαν οι μηχανισμοί κι ο Χίτλερ αμνηστεύτηκε στις 20 Δεκεμβρίου του 1924. Ξανάφτιαξε την ομάδα του με την υποστήριξη του στρατηγού Έριχ Λούντεντορφ, που ήδη ήταν βουλευτής. Λιγότερο από εννέα χρόνια αργότερα, θα γινόταν κυρίαρχος της Γερμανίας.


Ο κήρυκας της τούρκικης «εθνικής καθαρότητας»...

Με αφορμή τη συμπλήρωση 71 χρόνων από τον θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ στις 10 Νοεμβρίου 1938 – θα γνωρίσουμε ποιος ήταν ο αναμορφωτής του σύγχρονου τουρκικού κράτους και πώς χάραξε την εξωτερική πολιτική της χώρας η οποία – σε αντίθεση με την ελληνική – χαρακτηρίζεται από μια διαχρονική συνέπεια στους στόχους αλλά και στη μεθοδολογία της. Επίσης θα δούμε πώς διαφοροποιείται ο κεμαλισμός από το ισλαμικό στοιχείο στην πολιτική της Τουρκίας.

Ο Κεμάλ γεννήθηκε στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, που τότε ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γύρω στο 1881. Ακολούθησε στρατιωτική εκπαίδευση, καταλήγοντας στην Αυτοκρατορική Στρατιωτική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης, και σύντομα απέκτησε τον βαθμό του λοχαγού. Ήδη στην Ακαδημία ήταν εμφανείς οι πολιτικές του απόψεις, καθώς εξέδιδε εφημερίδα την οποία διένεμε σε κλειστό κύκλο, εκφράζοντας κριτική στο υπάρχον καθεστώς του σουλτάνου, κάτι που του κόστισε σύντομη φυλάκισή του.

Με την αποφυλάκισή του ιδρύει μυστικό σωματείο με μέλη στελέχη του στρατού. Συμμετείχε στον ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911 στη Λιβύη και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου διακρίνεται αποκρούοντας τους αγγλογάλλους στην Καλλίπολη. Από τότε αρχίζει να γίνεται λαοφιλής, αφού του προσάπτουν επίθετα όπως «υπερασπιστής του Ισλάμ».

Μοιραία συμμετέχει και στις στρατιωτικές ήττες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1918 και μετά, έχοντας τη διοίκηση του νοτιοανατολικού μετώπου. Αποφεύγει μετά βίας την αιχμαλωσία και κατηγορεί τους ανωτέρους του για την ταπεινωτική ανακωχή του Μούδρου, με την οποία η αυτοκρατορία του σουλτάνου χάνει πολλά εδάφη. Ο ίδιος σχολιάζει την κατάσταση ως εξής:

«Όταν αποβιβάστηκα στη Σαμψούντα τη 19η Μαΐου 1919, η κατάσταση ήταν η ακόλουθη: Η ομάδα δυνάμεων που αποτελούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ηττηθεί στον Μεγάλο Πόλεμο. Ο οθωμανικός στρατός είχε ηττηθεί σε όλα τα μέτωπα και είχε υπογραφεί εκεχειρία υπό δριμείς όρους. Ο Βαϊντενίν, ο χαλίφης, αναζητούσε κάποιο τρόπο να σώσει τον εαυτό του και τον θρόνο του. Το Υπουργικό Συμβούλιο ήταν αδύναμο και εστερείτο επιρροής και θάρρους. Ήταν δουλοπρεπώς αβρό και πειθήνιο στη βούληση του σουλτάνου και μόνον. Πρόθυμο να προσυπογράψει οτιδήποτε θα μπορούσε να διατηρήσει το ίδιο και τον σουλτάνο στην εξουσία».

Μπορεί η ημερομηνία γέννησής του να μην είναι σίγουρη, αλλά, όταν αργότερα οι συντάκτες μιας εγκυκλοπαίδειας τον ρώτησαν πότε γεννήθηκε, ο ίδιος απάντησε τη 19η Μαΐου 1919, όταν ξεκίνησε να οργανώνει στη Σαμψούντα την επανάστασή του, και ουσιαστικά αποφάσισε να συγκρουστεί ανοιχτά με την Υψηλή Πύλη, την οποία θεωρούσε προσκείμενη προς τα ξένα συμφέροντα: «Την 8η Ιουνίου 1919 ο υπουργός Πολέμου με διέταξε να επιστρέψω στην Κωνσταντινούπολη. Αρνήθηκα να υπακούσω τη διαταγή ανάκλησής μου και συνέχισα να ηγούμαι του εθνικού κινήματος και των μεθοδεύσεων. Συνεπώς βρισκόμουν τώρα σε ανοιχτή ανταρσία».

Ακολουθούν τα Εθνικά Συνέδρια στο Ερζερούμ και τη Σεβάστεια τον Ιούλιο του 1919, όπου ο Κεμάλ συγκαλεί τη «Μεγάλη Εθνοσυνέλευση», η οποία εκλέγει προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον ίδιο. Η Τουρκία έχει πλέον δύο κυβερνήσεις: του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν έρμαιο της αγγλικής πολιτικής, και της Άγκυρας με τους νεότουρκους. Ο σουλτάνος τον καταδικάζει σε θάνατο, αλλά πλέον έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τον ίδιο...

Οι πρώτοι που συνειδητοποίησαν τι σήμαιναν αυτές οι ανακατατάξεις ήταν οι εθνικές μειονότητες της χώρας. Έλληνες, αρμένιοι, γεωργιανοί είχαν στηρίξει στην αρχή το κίνημα των νεότουρκων πιστεύοντας ότι θα τερμάτιζε το διεφθαρμένο καθεστώς του σουλτάνου που είχε προκαλέσει στις αρχές του αιώνα την εθνική εκκαθάριση των αρμενίων. Το παλαιό σύνθημα «Ένα έθνος - μια θρησκεία» είχε μετατραπεί τώρα από τους νεότουρκους στο «Η Τουρκία στους τούρκους», αλλά ο παρονομαστής της ιδεολογίας παρέμενε ίδιος: η εθνική και θρησκευτική «καθαρότητα» της χώρας δεν χωρούσε καμία άλλη εθνότητα, καμία άλλη θρησκεία.

Πρώτος εύκολος στόχος του Κεμάλ και των ομάδων που τον ακολουθούσαν ήταν ο ελληνισμός του Πόντου. Η βιαστική προθυμία των ποντίων για αυτονομία, μαζί με την ουσιαστική εγκατάλειψή τους από την Ελλάδα που είχε άλλες βλέψεις στην περιοχή, αλλά και η προσπάθεια του τουρκικού εθνικιστικού στρατού να απαλλαχτεί από προβλήματα στα μετόπισθεν ώστε να ασχοληθεί στη συνέχεια αποκλειστικά με τον ελληνικό στρατό, τους παραδίδει στα χέρια άτακτων στρατιωτικών ομάδων στην αρχή και στην οργανωμένη εξόντωσή τους στη συνέχεια.

Ολόκληρες περιοχές του Πόντου γίνονται στόχος των ίδιων ληστρικών συμμοριών που είχαν πρωτοστατήσει και στη σφαγή των αρμενίων. Ο Λόιντ Τζορτζ, βρετανός πρωθυπουργός, δήλωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων: «Δεκάδες χιλιάδες ανδρών, γυναικών και παιδιών απελαύνονταν και πέθαιναν. Ήταν καθαρή ηθελημένη εξολόθρευση. “Εξολόθρευση” δεν είναι δικιά μου λέξη. Είναι η λέξη που χρησιμοποιεί η Αμερικανική Αποστολή».

Το 1920 το κίνημα του Κεμάλ έχει γίνει πλέον de facto κυβέρνηση της χώρας μετά τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας τον Μάιο. Στην κρίσιμη καμπή του Μικρασιατικού Πολέμου, ο Κεμάλ έδειξε ότι, εκτός από ικανός στρατιωτικός και ηγέτης, μπορούσε να είναι και δεινός διπλωμάτης. Προέβη σε συνεννοήσεις με πολλές από τις ξένες δυνάμεις και, προσφέροντας οικονομικά και πολιτικά ανταλλάγματα, απέκτησε την υποστήριξή τους.

Οι σοβιετικοί αποδέχτηκαν το κίνημα του Κεμάλ διότι το προτιμούσαν από μια ισχυρή αγγλογαλλική παρουσία στην περιοχή τους, ενώ οι ιταλοί του παρέδωσαν στρατιωτικό υλικό, αποκομίζοντας οικονομικά δικαιώματα στο μελλοντικό τουρκικό κράτος. Με τη βοήθεια των όπλων, των σφαγών και της διπλωματίας, ο Κεμάλ κατόρθωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα να μετατρέψει το status quo από αυτό των Σεβρών σε αυτό της Λωζάννης.

Η Τουρκία όχι μόνο δεν διαλύθηκε, όπως ουσιαστικά προέβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών, αλλά έφτασε στη δημιουργία ενός καινούργιου κράτους, απαλλαγμένου από το ξεπερασμένο σουλτανάτο αλλά και από τις ανεπιθύμητες εθνικές μειονότητες, καταφέρνοντας μάλιστα μέσα από τη Συνθήκη της Λωζάννης να αποκτήσει και διεθνή νομιμότητα. Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε μετατραπεί σε Κεμάλ Ατατούρκ, δηλαδή «Πατέρας των Τούρκων».

Το 1923 γίνεται πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τουρκίας και εισάγει προοδευτικά μέτρα, ενδεικτικά της κατεύθυνσης που θα έχει η πολιτική του: νέος αστικός κώδικας στα πρότυπα της Ελβετίας, νέος ποινικός κώδικας όμοιος με τον ιταλικό, καθιέρωση του λατινικού αλφαβήτου αντί για το αραβικό, απαγόρευση της πολυγαμίας και δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες.

Η εξωτερική πολιτική του τα πρώτα χρόνια μετά την εγκαθίδρυση του τουρκικού κοσμικού κράτους ήταν μια πολιτική ουδετερότητας, που σαν σκοπό της είχε να δώσει τη δυνατότητα στην ηγεσία να επιλέξει εκείνη τους συμμάχους της και να προστατεύσει το κράτος από εξωτερικές απειλές. Σύνθημά της ήταν – μετά τις εθνικές εκκαθαρίσεις – το «Ειρήνη στο εσωτερικό και ειρήνη στον κόσμο»...

Πάνω απ’ όλα ο Κεμάλ δημιούργησε μια διαχρονική ιδεολογία, τον κεμαλισμό, που σε μεγάλο βαθμό ήταν επικεντρωμένη στο πρόσωπό του. Διαχώρισε τη θρησκεία από το κράτος και, αντί του θεοκρατούμενου χαλιφάτου, εγκαθίδρυσε μια συντηρητική και απόλυτη εξουσία με σκοπό να καλλιεργήσει εθνική συνείδηση. Αυτό διαφοροποίησε την Τουρκία σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη του αραβικού κόσμου, ειδικά αν λάβουμε υπόψη την τάση για δυτικού τύπου μεταρρυθμίσεις.

Ο Κεμάλ, όμως, δεν κατάφερε να μετατρέψει την Τουρκία σε δυτικού τύπου κράτος, όπως οραματίστηκε, μια και στην πράξη τα ισλαμικά στοιχεία αποδείχτηκαν βαθιά ριζωμένα στην κουλτούρα του λαού και μετατράπηκαν και σε πολιτική δύναμη ικανή να ανταγωνιστεί τον κεμαλισμό.

Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το κεμαλικό κατεστημένο είχε να ασχοληθεί με την πολιτική απειλή του Ισλάμ από τη μια και της Αριστεράς από την άλλη. Επίσης, ακόμη και στις μέρες μας, που η Αριστερά έχει χάσει μέρος της δύναμής της στην Τουρκία, βλέπουμε ότι το πολιτικό σκηνικό διαμορφώνεται μέσα από έναν συμβιβασμό κεμαλιστών και ισλαμιστών.

Ο Κεμάλ υποτίθεται ότι άφησε στους συνεχιστές του έργου του μια παρακαταθήκη και κάποιους στόχους που όφειλαν να υπηρετήσουν. Όσον αφορά τον έναν από αυτούς, δηλαδή την ακεραιότητα της χώρας, οι τούρκοι στρατηγοί και η πολιτική ηγεσία έδειξαν ξεχωριστή ικανότητα. Επιλέγοντας τις σωστές συμμαχίες και δαπανώντας μεγάλα ποσά στις ένοπλες δυνάμεις, κατάφεραν όχι μόνο να μην απειληθεί η τουρκική κυριαρχία, αλλά και να προβάλουν αξιώσεις σε γειτονικές χώρες, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και σήμερα πλέον το Ιράκ.

Ο άλλος στόχος της κεμαλικής πολιτικής ήταν η μετατροπή της Τουρκίας σε δυτικού χαρακτήρα κράτος. Οι σημερινοί κεμαλιστές, όμως, αν και επιφανειακά προσκείμενοι στη Δύση, στην πραγματικότητα είναι διατεθειμένοι να προβούν μόνο εν μέρει στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την ένταξη στην Ε.Ε., θέλοντας να καρπωθούν τα οικονομικά και πολιτικά οφέλη χωρίς να κάνουν πράξη τις θυσίες που απαιτούνται.

Ο λόγος είναι ότι μια αληθινή μεταρρύθμιση συνεπάγεται πολιτικές ελευθερίες που θα απειλούσαν την εξουσία του κεμαλικού καθεστώτος (όπως εκφράζεται στις ένοπλες δυνάμεις και τον πολιτικό χώρο). Το κεμαλικό κατεστημένο έχει αποδειχτεί ευάλωτο, και σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν αναγκάστηκε να καταφύγει σε πραξικοπήματα και απειλές προκειμένου να παραμείνει κυρίαρχο. Παρατηρούμε λοιπόν το οξύμωρο της όλης προσπάθειας.

Όλα αυτά εκφράζονται στην πράξη και με την κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη μηδενική ανοχή σε άλλες εθνότητες εντός του εδάφους της Τουρκίας. Ο Κεμάλ και οι συνεχιστές του προσπάθησαν με γενοκτονίες και διωγμούς να δημιουργήσουν ένα εθνικό ομογενοποιημένο κράτος. Ενώ πέτυχαν να εξοντώσουν ή να διώξουν όλους τους μειονοτικούς πληθυσμούς και να καταστήσουν το τουρκικό έδαφος «εθνικά καθαρό», απέτυχαν στο να καθιερώσουν μια αληθινά τούρκικη εθνική ταυτότητα.

Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν δεν προέρχονταν από τον λαό, αλλά από το αντιδημοκρατικό καθεστώς. Οι πολιτιστικές παραδόσεις των τούρκων καταπιέστηκαν και έδωσαν λόγο ύπαρξης στον ισλαμισμό και την Αριστερά ως πολιτικές οντότητες. Έτσι έφτασε η Τουρκία να έχει καταπιεσμένες δυνάμεις που αναζητούν διέξοδο και ελευθερίες από τη μια και ένα ανασφαλές στρατοκρατούμενο κεμαλικό καθεστώς από την άλλη.

Ελεγχόμενη δημοκρατία, κοινοβουλευτική στρατοκρατία, δημοκρατία ανατολικού τύπου, πρότυπο δημοκρατικής διακυβέρνησης για μουσουλμανικές χώρες, όπως και να χαρακτηρίσει κάποιος την κεμαλική Τουρκία, το σίγουρο είναι ότι η ατιμωρησία και η διεθνής νομιμοποίηση των γενοκτονιών που προκάλεσε «ενέπνευσε» λίγα χρόνια αργότερα τον ναζισμό στο να χρησιμοποιήσει τις ίδιες μεθόδους επιβολής. Ο Κεμάλ έφτιαξε μια γέφυρα για να περάσει η Τουρκία στην Ευρώπη, μόνο που κάτω απ’ αυτήν τη γέφυρα υπάρχουν ποταμοί αίματος...

1 Νοεμβρίου 1968: Γροθιά στα τανκς

Το πρώτο εξάμηνο του 1968 κύλησε ευτυχισμένο για τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Είχε απαλλαγεί από βασιλικούς κι ανάκτορα, είχε διορίσει μαριονέτα αντιβασιλιά τον Γεώργιο Ζωϊτάκη και είχε πείσει όσους ήθελαν να πεισθούν ότι έλεγχε απόλυτα την κατάσταση. Στις 20 Ιουνίου, ορκίστηκε η τρίτη χουντική κυβέρνηση, με έντονο πολιτικό προφίλ: Ελάχιστοι στρατιωτικοί υπήρχαν σ’ αυτήν. Με τα ξερονήσια και τις φυλακές γεμάτες, τα στρατοδικεία σε οργασμό και τους βασανιστές του ΕΑΤ - ΕΣΑ σε πλήρη δράση, ο Παπαδόπουλος προσπαθούσε να περάσει στο εξωτερικό την εικόνα του λαοπρόβλητου σωτήρα.

Το πρώτο χτύπημα ήρθε στις 13 Αυγούστου. Ο Αλέκος Παναγούλης απέτυχε να τινάξει στον αέρα τον δικτάτορα αλλά πέτυχε να διαλαληθεί σ’ όλο τον κόσμο πως ο λαός αντιδρούσε. OΠαναγούλης υπονόμευσε την παραλιακή λεωφόρο Σουνίου, απ’ όπου περνούσε ο Παπαδόπουλος, πηγαίνοντας από το Λαγονήσι στη Αθήνα. Βιάστηκε, όμως, να πυροδοτήσει κι ο δικτάτορας γλίτωσε. Η χούντα προσπάθησε να περάσει την απόπειρα ως μεμονωμένο επεισόδιο. Πριν, όμως, να καταλαγιάσουν οι εντυπώσεις, ήρθε το αναπάντεχο: Στη 1 Νοεμβρίου 1968, πέθανε σε ηλικία ογδόντα χρόνων ο Γεώργιος Παπανδρέου. Αν και καταργημένος από τις 15 Ιουλίου 1965, εξακολουθούσε να είναι ο τελευταίος εκλεγμένος πρωθυπουργός της Ελλάδας. Ήταν μια λεπτομέρεια που δεν πρόσεξε η χούντα. Έδωσε άδεια για δημόσια κηδεία.

Στις 3 Νοεμβρίου 1968, αμέτρητα πλήθη κατέβαιναν προς το κέντρο της Αθήνας, ν’ αποχαιρετήσουν τον νεκρό. Δεξιοί, κεντρώοι κι αριστεροί, παραμερίζοντας τις πολιτικές και ιδεολογικές τους διαφορές, σχημάτισαν μια απέραντη παναθηναϊκή διαδήλωση που εξελίχθηκε σε βροντερό αντιχουντικό συλλαλητήριο. Ήταν η πρώτη, κι ίσως η τελευταία, φορά που ο Γεώργιος Παπανδρέου προσαγορευόταν ομόφωνα με το επίθετο «Γέρος της Δημοκρατίας», με το οποίο τον αποκαλούσαν οι οπαδοί του. Και ήταν στην κηδεία του.

Για τη χούντα των συνταγματαρχών, το παναθηναϊκό ξέσπασμα αποτελούσε μήνυμα σαφές, όμοιο μ’ εκείνο που οι Αθηναίοι έστειλαν στους Γερμανούς κατακτητές, 25 χρόνια πριν, στην κηδεία του Κωστή Παλαμά. Όμως, ήταν δύσκολο να κλειστεί ένας ολόκληρος λαός στη φυλακή. Η λαϊκή αντίσταση επρόκειτο να κορυφωθεί στο Πολυτεχνείο.


5 Οκτωβρίου 1854: Θεσσαλία και Σεβαστούπολη


Ο τσάρος Νικόλαος Α’ (1796 - 1855) ανέβηκε στον θρόνο το 1826 κι από την αρχή βάλθηκε να αποσπάσει εδάφη από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Το παλιό όνειρο, να διαδεχτεί η Ρωσία τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, έγινε στόχος του. Με αφορμή την καταπάτηση των δικαιωμάτων που είχε η ορθόδοξη εκκλησία στους Αγίους Τόπους, κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία, στα 1853. Όμως, ο πόλεμος αυτός έπληττε τα αγγλογαλλικά συμφέροντα στην περιοχή. Αγγλία και Γαλλία συμμάχησαν με τους Τούρκους κι έστειλαν εκστρατευτικό σώμα στην Κριμαία. Άρχισε ο Κριμαϊκός πόλεμος.

Στον ελληνικό χώρο επικράτησε ενθουσιασμός. Ο Όθων μελετούσε μια επέμβαση στη Θεσσαλία. Στις αρχές του 1854, ελληνικά εθελοντικά ανταρτικά σώματα πέρασαν τα σύνορα και μπήκαν στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Ο Θεόδωρος Γρίβας έφτασε ως το Μέτσοβο αλλ’ αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Θεσσαλία, όπου δρούσε ο στρατηγός Χριστόδουλος Χατζηπέτρου. Απέτυχαν να καταλάβουν τον Δομοκό, πήραν την Καλαμπάκα. Η Αυστρία φοβήθηκε μήπως η επαναστατική κίνηση επεκταθεί και στις δικές της σλαβικές περιοχές. Πρότεινε στην Αγγλία να δεχτεί τουρκική αίτηση για παροχή βοήθειας εναντίον των ελληνικών επαναστατικών κινημάτων.

Στις 7 Μαρτίου, μια τουρκική διακοίνωση ζητούσε από τον Όθωνα να ανακαλέσει τους Έλληνες αξιωματικούς από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία και Πρωσία κάλεσαν την Ελλάδα να υπακούσει. Η ελληνική απάντηση κρίθηκε ανεπαρκής, ενώ τον Απρίλιο ο Τσάμης Καρατάσος έκανε απόβαση στο Άγιο Όρος. Το προσωπικό της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα αποχώρησε κι ο σουλτάνος κατέφυγε στην προσφιλή μέθοδο των απελάσεων.

Ο Όθωνας απάντησε απαγορεύοντας τη διαμονή Τούρκων μουσουλμάνων μέσα στα όρια του Ελληνικού κράτους. Και δήλωσε αγέρωχα ότι θα έμπαινε επικεφαλής του ελληνικού στρατού αναγγέλλοντας την έναρξη της διαδικασίας απελευθέρωσης των υπόδουλων Ελλήνων. Μια αγγλογαλλική προσβλητική διακοίνωση (8 του Απριλίου του 1854) τον κάλεσε «να κάτσει στ’ αβγά του». Στις 12 Μαΐου, ο γαλλικός στόλος μπήκε στο λιμάνι κι ο γαλλικός στρατός έκανε απόβαση στον Πειραιά. Ο Όθωνας διακήρυξε την ελληνική ουδετερότητα, πρωθυπουργός διορίστηκε ο έμπιστος των Άγγλων Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και, ως τις 6 του Ιουνίου, τα εθελοντικά σώματα γύρισαν πίσω από τα σύνορα.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1854, τα αγγλογαλλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν σε σημείο, που απείχε μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από τη Σεβαστούπολη, ρωσική πόλη στη Μαύρη θάλασσα. Έφτασαν έξω από την πόλη και στις 27 του μήνα στρατοπέδευσαν. Οι ημέρες περνούσαν με γενική απραξία. Ξαφνικά, στις 25 Οκτωβρίου 1854, οι Ρώσοι έκαναν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των αγγλικών θέσεων. Οι Άγγλοι αντιστάθηκαν σθεναρά κι ανάγκασαν τους αντιπάλους τους να υποχωρήσουν. Τότε, ο Άγγλος στρατηγός διέταξε να επιτεθεί το ιππικό. Η επέλαση ήταν φοβερή, διέσπασε τις ρωσικές γραμμές, ανέτρεψε τα κανόνια τους. Οι Ρώσοι κλείστηκαν στα τείχη της Σεβαστούπολης. Οι Αγγλογάλλοι την πολιόρκησαν στενά από την ίδια μέρα ενώ το γεγονός έγινε αιτία να συντεθεί το μουσικό κομμάτι που τιτλοφορείται «Επέλαση του ελαφρού ιππικού».

Η πολιορκία της Σεβαστούπολης κράτησε περίπου ένα χρόνο, ώσπου οι Γάλλοι πήραν το οχυρό Μαλακόφ που δεσπόζει στην περιοχή αναγκάζοντας τους Ρώσους να εγκαταλείψουν την πόλη. Ο τσάρος Αλέξανδρος Β’ που διαδέχτηκε τον Νικόλαο, πρότεινε ειρήνη. Η ανακωχή ίσχυσε από τις 26 Φεβρουαρίου 1856. Η συνθήκη της ειρήνης υπογράφηκε, στις 31 Μαρτίου 1856, στο Παρίσι. Τον Φεβρουάριο του 1857, τα αγγλογαλλικά στρατεύματα αποχώρησαν κι από την Ελλάδα. Η Θεσσαλία έμελλε να γίνει ελληνική 23 χρόνια αργότερα.

18 Οκτωβρίου 1827: Εκστρατεία στη Χίο



Ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε εκλεγεί κυβερνήτης της Ελλάδας από τις 2 του Απριλίου του 1827 αλλά δεν είχε ακόμη φτάσει στην Ελλάδα, όταν έπεσε στους Τούρκους η ακρόπολη της Αθήνας. Ο Γάλλος φιλέλληνας υπερασπιστής της στρατηγός Κάρολος Φαβιέρος (1782 - 1850) δεν μπορούσε να καταπιεί την ήττα. Σκεφτόταν ένα χτύπημα που να πονούσε τους Τούρκους. Η ναυμαχία στο Ναβαρίνο (8.10.1827) του έδωσε την ευκαιρία που αναζητούσε: Θα χτυπούσε τη Χίο. Αυτή τη φορά, δεν υπήρχε τουρκικός στόλος να κάψει το νησί, όπως είχε γίνει πριν από πέντε χρόνια. Από τις 12 Οκτωβρίου, άρχισε τις ετοιμασίες.

Στις 17 του μήνα, ο ελληνικός στόλος έπιανε στο νησί. Ο Φαβιέρος έβγαλε στη στεριά 2.000 άνδρες. Την επομένη, 18 Οκτωβρίου 1827, έβγαλε και τα κανόνια. Ο Τούρκος διοικητής του νησιού έβγαλε χίλιους άνδρες να σταματήσουν την απόβαση. Οι Έλληνες τους πετσόκοψαν και τους ανάγκασαν να γυρίσουν στο κάστρο, όπου υπήρχαν άλλοι χίλιοι Τούρκοι κι Αλβανοί. Το ίδιο βράδυ, οι Έλληνες έστησαν καρτέρι κι αφάνισαν ένα τουρκικό στρατιωτικό τμήμα που βάδιζε προς το κάστρο. Βρήκαν να κουβαλά σάκους με χρήματα από τις εισπράξεις των φόρων που πλήρωναν τα Μαστιχοχώρια. Ως τα μεσάνυχτα, ολόκληρο το νησί είχε ελευθερωθεί, με εξαίρεση το κάστρο που κρατούσε. Ο Φαβιέρος το πολιόρκησε.

Τις επόμενες μέρες, εκπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων επισκέφτηκαν τον Φαβιέρο και του ζήτησαν να αποσύρει τις δυνάμεις του. Το νησί δεν ήταν στον λογαριασμό να γίνει ελληνικό. Ο Φαβιέρος αρνήθηκε. Έσφιξε τον κλοιό και, παράλληλα, έκανε επιδρομές στα απέναντι παράλια της Μικράς Ασίας. Το 1828, τον βρήκε πολιορκεί ακόμα το κάστρο.

Στις 6 Ιανουαρίου 1828, ο Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα κι ανέλαβε κυβερνήτης. Γρήγορα, συνειδητοποίησε πως η Χίος δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στην ελληνική επικράτεια. Ανακάλεσε τις δυνάμεις του, ενώ οι Τούρκοι έστελναν ενισχύσεις. Ο Φαβιέρος θύμωσε κι έφυγε από την Ελλάδα. Δυο χρόνια αργότερα, συμμετείχε στην Ιουλιανή επανάσταση, στην πατρίδα του.

Νίκος Καζαντζάκης: Μια απροσκύνητη ψυχή σπάει τα όρια του κόσμου

Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τον Οκτώβρη του 1957 οπότε ο Νίκος Καζαντζάκης συναντά για τελευταία φορά το φιλοσοφικό δίλημμα που καθόρισε τη ζωή και το έργο του: χάνει τη μάχη με το φθαρτό σώμα και κατακτά την αθανασία του πνεύματος. Πολλοί τότε στην Ελλάδα χάρηκαν για αυτή την απώλεια πιστεύοντας πως, αφού θα απουσίαζε το φθαρτό σώμα του, θα γλίτωναν από το έργο του. Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά την απώλειά του, το έργο του είναι πιο «επικίνδυνο» παρά ποτέ στην κάθε μορφής κοσμική εξουσία.

Ο Νίκος Καζαντζάκης, ένα όνομα ταυτόσημο με τη νεοελληνική λογοτεχνία, υπήρξε ένας από τους πιο παραγωγικούς αλλά και αμφιλεγόμενους συγγραφείς, που σήμερα εξακολουθεί να προβληματίζει, να εμπνέει, να διαβάζεται και να διχάζει. Πρόκειται για έναν αυθεντικό πολίτη του κόσμου, που ταξίδεψε όσο λίγοι στην εποχή του, γνώρισε διαφορετικούς πολιτισμούς, ενώ τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες γνωρίζοντας την παγκόσμια αναγνώριση.

Γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1883, Παρασκευή των Ψυχών (κάτι που ερμηνεύτηκε από τη μαμή ως σημάδι ότι θα γινόταν δεσπότης) στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, στους Βαρβάρους, τη σημερινή Μυρτιά. Το 1907 μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, όπου θα παρακολουθήσει διαλέξεις του Μπερξόν, ο οποίος θα έχει καθοριστική επιρροή στη σκέψη του έλληνα συγγραφέα: «Ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από μερικά άλυτα φιλοσοφικά ρωτήματα που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα» σχολιάζει.

Αργότερα, το 1910, παντρεύεται τη Γαλάτεια Αλεξίου, συνιδρύει τον Εκπαιδευτικό Όμιλο και συνδέεται φιλικά με τον Σικελιανό. Οι δύο διανοούμενοι ταξιδεύουν μαζί στο Άγιο Όρος για 40 ημέρες και εκεί ο Καζαντζάκης θα γνωρίσει το έργο του Δάντη, ο οποίος θα είναι η τρίτη από τις προσωπικότητες που κυριάρχησαν στη σκέψη του (οι άλλες ήταν ο Όμηρος και ο Νίτσε).

Στην πραγματικότητα, εκτός από τους φιλοσόφους και στοχαστές, υπάρχει και άλλη μια επιρροή: το επαναστατικό και αδάμαστο πνεύμα της Κρήτης των νεανικών του χρόνων που πάσχιζε να ελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό.

Το 1919 εργάζεται ως γενικός διευθυντής του υπουργείου Περιθάλψεως της κυβέρνησης του Βενιζέλου, με καθήκον τον επαναπατρισμό των ελλήνων του Καυκάσου, τις κακουχίες των οποίων περιγράφει στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ο Καζαντζάκης υποστήριξε με πάθος το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, το «Μεγάλο Ξημέρωμα», όπως το χαρακτήριζε, θεωρώντας τον Βενιζέλο ικανό να το πραγματοποιήσει.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την πτώση του Βενιζέλου, ο Καζαντζάκης στρέφεται προς τον σοσιαλισμό ιδρύοντας την Πολιτική Σοσιαλιστική Ομάδα, η οποία σαν κύριο σύνθημά της είχε το τρίπτυχο «Ελευθερία, Δημοκρατία, Σοσιαλισμός». Όμως το κλίμα εκείνη την εποχή στην Ελλάδα δεν ευνοεί τέτοιες ιδέες, με αποτέλεσμα να συλληφθεί.

Ξεκινά μια σειρά από ταξίδια στο εξωτερικό, σε χώρες όπως η Αυστρία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Σοβιετική Ένωση, η Παλαιστίνη, η Κύπρος και η Ισπανία. Τα περισσότερα από αυτά τα ταξίδια τα έκανε ως ανταποκριτής του «Ελεύθερου Τύπου» και της «Καθημερινής». Ύστερα από 5 χρόνια καταλήγει στην Αίγινα, όπου θα γράψει την πασίγνωστη πλέον «Οδύσσεια» με μέγεθος 33.333 στίχους, έργο το οποίο ο Καζαντζάκης θεωρεί το κορυφαίο του, καθώς και μια συλλογή των ταξιδιωτικών του άρθρων.

Στη συνέχεια, έπειτα από μια περίοδο απόστασης από την ενεργό πολιτική, επιλέγει να εκφράσει πιο ενεργά την υποστήριξή του προς τον κομμουνισμό και το σοβιετικό μοντέλο, συμμετέχοντας σε δημόσιους διαλόγους και εκφράζοντας ανοιχτά τα πιστεύω του, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου δίωξή του μαζί με τον Δημήτριο Γλυνό ύστερα από μια ομιλία τους στο θέατρο «Αλάμπρα» όπου προκλήθηκαν επεισόδια.

Ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο σε εκείνη την περίοδο της ζωής του Καζαντζάκη ήταν ο Ιστράτι, δημοφιλής ελληνορουμάνος συγγραφέας, με τον οποίο ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση και στην Ελλάδα. Ο Ιστράτι μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι υπήρξε ο «ξεναγός» του έλληνα συγγραφέα στον σοσιαλισμό όπως αυτός υλοποιήθηκε στη Σοβιετική Ένωση.

Μετά το τέλος του πολέμου πολιτεύεται με τη Σοσιαλιστική Εργατική Κίνηση και διατελεί για πολύ σύντομο διάστημα υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση ενότητας του Σοφούλη. Ο Δημήτρης Δουκάρης, ποιητής, διηγείται ένα ενδιαφέρον περιστατικό των ημερών εκείνων που εκφράζει το πώς τα πολιτικά πιστεύω του Καζαντζάκη ήταν συνυφασμένα με τα θρησκευτικά του.

«Μόλις είχε δημιουργηθεί η μικρή ανεξάρτητη ομάδα “Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση”. (...) Με πρόεδρο τον Καζαντζάκη και γραμματέα τον Άγγελο Προκοπίου, το νεοφανές “σοσιαλιστικό κόμμα” ζητούσε να κάνει αισθητή την παρουσία του. (...) “Ο Θεός μαζί σας” είπε μόλις πέρασε το κατώφλι. (...) Το είπε με έναν ιδιαίτερο, θα έλεγα συνθηματικό τονισμό αυτό το “ο Θεός μαζί σας”, για να καταλάβομε. Για να μη χρειαστεί να μας πει αυτό που κάποτε έγραψε στην Έλλη Αλεξίου: “Και ξέρεις ποιον Θεό εννοώ”. Εμείς ξέραμε, ήταν περιττές οι επεξηγήσεις».

Επίσης, μας διηγείται πώς ο Καζαντζάκης έφτασε στο σημείο να παραιτηθεί από τη θέση του στην κυβέρνηση Σοφούλη:«Τότε ακριβώς ο Ηλίας Τσιριμώκος κάλεσε βιαστικά όλες τις σοσιαλιστικές ομάδες σε σύσκεψη, με βασικό σκοπό την ενοποίησή τους. Ο Καζαντζάκης συμφώνησε. Πρόεδρος του ενοποιημένου σοσιαλιστικού κόμματος εκλέχτηκε ο Αλέξανδρος Σβώλος. Ο Καζαντζάκης και πάλι, φυσικά, συμφώνησε. Του είπαν πως συνέπεια όλων αυτών θα ήταν να παραιτηθεί από την κυβέρνηση Σοφούλη και ο Καζαντζάκης συμφώνησε ακόμη μια φορά».

Απογοητευμένος λοιπόν, παραιτείται όταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ενώνονται, αλλά το 1946 προτείνεται για το βραβείο Νόμπελ. Ενώ ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα το κέρδιζε, εκδηλώθηκε λυσσώδης αντίδραση της Εκκλησίας και της Ακαδημίας Αθηνών, με την τελευταία μάλιστα να στέλνει στη Σουηδία σαν τραγικό εκπρόσωπό της τον λογοτέχνη Σπύρο Μελά ώστε να αποτρέψει τη βράβευση. Η Ακαδημία κατάφερε να χάσει ο Καζαντζάκης το Νόμπελ και η ίδια τη φερεγγυότητά της.

Από εκείνη τη στιγμή ο Καζαντζάκης αφιερώνεται αποκλειστικά στο λογοτεχνικό του έργο και ακολουθούν τα πιο γόνιμα χρόνια του, αφού ολοκληρώνει τα: «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Αλέξης Ζορμπάς», «Καπετάν Μιχάλης» και «Ο Τελευταίος Πειρασμός». Με αυτές τις δημιουργίες έρχεται και η οριστική ρήξη του με την ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τον αφορίζει το 1953 κατηγορώντας τον ως αιρετικό.

Από το 1954 και μετά έχει απαγορευτεί κάθε αναφορά του Καζαντζάκη στο ραδιόφωνο και τον Τύπο. Ο εκδότης Γιάννης Γούδελης αναφέρει: «Όταν μια μέρα ο Ανδρέας Καραντώνης ανέφερε το όνομα Καζαντζάκης, εκλήθη σε απολογία. Ποιος, ο Ανδρέας Καραντώνης, που, όπως ξέρετε, το όνομά του ήταν ταυτόσημο με του κομμουνιστοφάγου. Και χάρη στην επέμβαση πολλών παραγόντων δεν εξεδιώχθη ο Καραντώνης, γιατί ανέφερε αυτό το “κόκκινο φίδι” που λεγόταν Καζαντζάκης».

Ο αφορισμός της Εκκλησίας προκάλεσε την αντίδρασή του και απαντά μάλλον υποτονικά: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: Σας εύχομαι να ’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να ’στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Η σκέψη του Καζαντζάκη ήταν όντως «αιρετική», όμως κάποιοι που τον χαρακτήρισαν άθεο (επικαλούμενοι και τη σχέση με τον Νίτσε) είχαν άδικο. Η έννοια του Θεού και ο μεταφυσικός προβληματισμός κυριαρχεί στο έργο του, από την «Ασκητική» ώς τον «Τελευταίο Πειρασμό».

Πρόκειται όμως για μια διαφορετική προσέγγιση του Θείου, βασιζόμενη στην προσωπική εμπειρία, ανεξάρτητη από αντικειμενικά κριτήρια. Ο Καζαντζάκης αποπειράται να αναφερθεί σε μια ανθρώπινη εμπειρία, μια σχέση με τον Θεό ανεξάρτητη από τις θρησκείες και το δόγμα. Ο Θεός δρα ως μέτρο, οριοθετεί τον αγώνα του πνεύματος του ανθρώπου έναντι της ύλης και, υπερβαίνοντας ο άνθρωπος τον φόβο και την ελπίδα, γίνεται ελεύθερος. «Οι άνθρωποι, ο καθένας χωριστά, λυτρώνουν τον Θεό τους, γίνονται Σωτήρες του Θεού» εξηγούσε ο Καζαντζάκης.

Για τον Καζαντζάκη ο ορισμός της ελευθερίας είναι η απουσία κάθε φόβου αλλά και κάθε ελπίδας, καθώς πρόκειται για αλληλοτροφοδοτούμενες έννοιες. Εκτός από την ορθόδοξη Εκκλησία, τον Καζαντζάκη αφόρισε και η παπική Εκκλησία, συμπληρώνοντας τον «Τελευταίο Πειρασμό» στον κατάλογο με τα απαγορευμένα βιβλία (στα οποία ανήκε και η θεωρία του Γαλιλαίου…). Ο Καζαντζάκης τους τηλεγραφεί «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «Στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».

Η μεγάλη ικανότητά του ως συγγραφέα έγκειται στο ότι μπορούσε να εκλαϊκεύσει υψηλά νοήματα της φιλοσοφίας και της μεταφυσικής δίχως να μειώνει την αξία τους και εκφράζοντάς τα σε ποικίλες μορφές: μυθιστόρημα, ποίημα, δοκίμιο ή άρθρο, ο Καζαντζάκης εκφραζόταν το ίδιο άνετα μέσα από όλες τις μορφές του γραπτού λόγου. Άλλο κατόρθωμα είναι ότι βρήκε τρόπο να κάνει τα έργα του κατανοητά και προσβάσιμα σε ανθρώπους οποιασδήποτε καταγωγής και παράδοσης.

Η πραγματικότητα είναι ότι είχε τολμηρές ιδέες, προοδευτικές και αιχμηρές, μια ιδιοσυγκρασία που ποτέ δεν ανέχτηκε τις καθιερωμένες εξουσίες, με τον ίδιο τρόπο που η Κρήτη δεν ανέχτηκε τον ζυγό των τούρκων στα νιάτα του. Λογικό και επόμενο ήταν να ταράξει τους «άγιους πατέρες» σε Ανατολή και Δύση. Δυστυχώς η ορθόδοξη Εκκλησία έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να κάνει με έναν ξεχωριστό άνθρωπο μια γόνιμη αντιπαράθεση θεολογικών απόψεων και αναλώθηκε σε κατηγορίες, «ταμπέλες»,«συνωμοσίες» και αφορισμούς, χωρίς να μπει ποτέ στον κόπο να διεισδύσει ουσιαστικά στο έργο του.

Ο Νίκος Καζαντζάκης πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 στο Φράιμπουργκ σε ηλικία 74 ετών ύστερα από ένα ταξίδι στην Κίνα. Μια μόλυνση σε συνδυασμό με την ασιατική γρίπη ήταν τα αίτια του θανάτου. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Κρήτη για την κηδεία και στην πομπή προπορεύονταν σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου φέροντας τα βιβλία του.

Στη διάρκεια της ζωής του υπήρξε σπουδαίος συγγραφέας, πιστός, πατριώτης, κάποιες περιόδους κομμουνιστής και πάντοτε πολίτης του κόσμου επειδή όριζε ο ίδιος το περιεχόμενο αυτών των επιθέτων και δεν τα άφηνε να τον ορίζουν εκείνα. Τελικά ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος.

«Με θαρρούν λόγιο, διανοούμενο, γραφιά.

Και δεν είμαι τίποτε απ’ αυτά.

Τα δάχτυλά μου, όταν γράφω,

δεν μελανώνουνται, αιματώνουνται.

Θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο:

μια απροσκύνητη ψυχή».


11 Οκτωβρίου 1862: Η έξωση του 'Οθωνα


To σύνταγμα που προέκυψε από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, δεν έλυσε τα πολιτικά προβλήματα της Ελλάδας. Ούτε τα κοινωνικά. Ο Όθων εξακολουθούσε ν’ ανακατεύεται στην πολιτική, ν’ ανεβάζει και να κατεβάζει κυβερνήσεις, ουσιαστικά, να κυβερνά. Υπήρχε, όμως, κι άλλος μπελάς: Στην εξουσία ανακατευόταν και η βασίλισσα Αμαλία. Και, βέβαια, το σύνταγμα δεν έδινε ψωμί στους πεινασμένους ούτε αποκατέστησε τους αγωνιστές του 21.

Στα 1844, ο Ιωάννης Κωλέττης (1774 - 1847) γύρισε γαλλόφιλος από το Παρίσι, ίδρυσε το «γαλλικό», όπως ονομάστηκε, κόμμα, ανέτρεψε τον αρχηγό του «αγγλικού» κόμματος και πρωθυπουργό, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (1791 - 1865), και κυβέρνησε τρία χρόνια. Στα 1847, προχώρησε σε εκλογές, τις πήρε με μεγάλη πλειοψηφία αλλά πέθανε. Ακολούθησαν πάνω από δέκα ταραγμένα χρόνια. Ο Μαυροκορδάτος ξανάγινε πρωθυπουργός, το 1853, η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και οι εξεγέρσεις έγιναν συχνό φαινόμενο. Τα ίδια συνεχίστηκαν και με τον Δημήτριο Βούλγαρη (1801 - 1877) που έγινε πρωθυπουργός το 1855. Μέσα σ’ όλα, οι ξένες δυνάμεις επενέβαιναν ανοιχτά στα ελληνικά πολιτικά πράγματα κι έφτασαν, στον Κριμαϊκό πόλεμο, να καταλάβουν Αθήνα και Πειραιά (Μάιος 1854 - Φεβρουάριος 1857), για να εμποδίσουν την Ελλάδα να πολεμήσει κατά της Τουρκίας.

Στα 1859, ένας νέος βουλευτής μπήκε στην πολιτική σκηνή: Ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης (1829 - 1879) που πήρε τις περισσότερες ψήφους στο Μεσολόγγι. Διακήρυξε πως για όλα έφταιγε το στέμμα. Ξεκίνησε ανοιχτή αντιμοναρχική εκστρατεία και, γρήγορα, έγινε ίνδαλμα των φοιτητών. Μέρα με τη μέρα, το αντιβασιλικό ρεύμα ογκωνόταν. Ο Δημήτριος Βούλγαρης προσχώρησε. Τον ακολούθησαν κι άλλοι πολιτικοί. Η νεολαία απαιτούσε «να φύγουν οι Βαυαροί». Ένα κίνημα στο Ναύπλιο αντιμετωπίστηκε από τον Αθανάσιο Μιαούλη. Για να σώσουν την κατάσταση, ο Όθων και η Αμαλία έκαναν μια μεγάλη περιοδεία στην Πελοπόννησο. Αναθάρρησαν κι ετοίμασαν μια δεύτερη στην Αιτωλοακαρνανία. Απόγονος γενιάς αρματολών, ο Θοδωράκης Γρίβας (1797 - 1862) ύψωσε σημαία επανάστασης στη Βόνιτσα. Ήταν 10 Οκτωβρίου 1862.Την ίδια μέρα, επαναστάτησε και η Πελοπόννησος. Στην Αθήνα, ο καθηγητής του πανεπιστημίου Νικόλαος Σαρίπολος (1817 - 1887) έγραψε μια προκήρυξη.

Η περιοδεία στην Αιτωλοακαρνανία ματαιώθηκε. Η βασιλική θαλαμηγός κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά, στις 11 Οκτωβρίου 1862. Οι επιβάτες της δε βγήκαν στη στεριά. Το πρωί, η προκήρυξη του Νικολάου Σαρίπολου είχε δημοσιευτεί από τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη: Καταργούσε τη βασιλεία του Όθωνα και συγκαλούσε εθνοσυνέλευση. Ο λαός είχε βγει στους δρόμους. Στην προκυμαία του Πειραιά, τα πλήθη υποδέχτηκαν τη θαλαμηγό με αποδοκιμασίες. Ο Όθων και η Αμαλία προτίμησαν να οδηγήσουν τη θαλαμηγό στη Σαλαμίνα, όπου διανυχτέρευσαν. Την επομένη, 12 Οκτωβρίου, έφυγαν για πάντα από την Ελλάδα.

Μερικά χρόνια πριν, στα εγκαίνια του πανεπιστημίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε πει: «Το σπίτι ετούτο θα φάει το σπίτι εκείνο». Έδειχνε τα ανάκτορα. Ο Όθων πέθανε το 1867 στο Μόναχο. Επτά χρόνια αργότερα, πέθανε και η Αμαλία.


Οι πύλες της ντροπής για τον ανθρώπινο πολιτισμό

Συμπληρώνονται 49 χρόνια από τη μέρα που η ίδρυση του γκέτο της Βαρσοβίας άνοιξε τις πύλες της φρίκης για τους εβραίους και τις πύλες της ντροπής για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η εξέγερση στο γκέτο τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του έχει σημαντική ιστορική αξία, γιατί είναι η μοναδική οργανωμένη αντιστασιακή πράξη των εβραίων κατά των γερμανών στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν γνωρίζουμε αν αυτή η επέτειος είναι γνωστή στους έλληνες βουλευτές, αλλά πολύ θα θέλαμε να μας πει τις απόψεις του για αυτό το γεγονός ένα καινούργιο μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου, ο Θανάσης Πλεύρης.

Η Γερμανία καταλαμβάνοντας τη Βαρσοβία το φθινόπωρο του 1939 βρήκε τον πολιτικό κόσμο της Πολωνίας σε βαθιά αποσύνθεση, με τις περισσότερες προσωπικότητες να έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Αυτό διευκόλυνε το έργο των κατακτητών και πριν περάσει καιρός οι πράξεις των ναζί σε συνδυασμό με την προπαγάνδα είχαν δημιουργήσει ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τους εβραίους, οι οποίοι βρίσκονταν σε κατάσταση πανικού. Από τον Νοέμβριο του 1939 υποχρεώνονταν να φοράνε το αστέρι του Δαβίδ στο χέρι και απαγορευόταν να έχουν μηνιαίο εισόδημα πάνω από 500 ζλότι τον μήνα (τη στιγμή που ένα κιλό ψωμί κόστιζε 40 ζλότι).

Επίσης, απαγορεύονταν οι αγοραπωλησίες με «άρειους», η περίθαλψή τους από «άρειους» γιατρούς, να χρησιμοποιούν τα μαζικά μέσα μεταφοράς και να φτιάχνουν ψωμί, ενώ κινδύνευαν να εκτελεστούν ανά πάσα στιγμή για ασήμαντους λόγους. Όπως αναφέρει ο Μάρεκ Έντελμαν στο έργο του «Οι Μάχες του Γκέτο», 53 άνδρες που διέμεναν στον αριθμό 9 της οδού Ναλέβκι εκτελέστηκαν επειδή ένας από αυτούς συνεπλάκη με πολωνό αστυνομικό. Όλα αυτά ήταν μια πραγματικότητα πριν ακόμη αρχίσει να λειτουργεί το γκέτο.

Το γκέτο της Βαρσοβίας ήταν το πρώτο που δημιουργήθηκε, όταν στις 16 Οκτωβρίου του 1940 ο γερμανός διοικητής Χανς Φρανκ αποφάσιζε να κλείσει τους 400.000 εβραίους της πόλης, που αντιστοιχούσαν στο 37% του πληθυσμού της, σε έναν χώρο που ως έκταση αντιστοιχούσε στο 4,5% της πόλης. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ήταν έτοιμο. Περιτοιχισμένοι και απομονωμένοι οι έγκλειστοι ήταν πλέον υπό τον απόλυτο έλεγχο των δημίων τους, οι οποίοι ασκούσαν έλεγχο στις μετακινήσεις και στις ποσότητες αγαθών που λάμβαναν.

Ο μέσος όρος τροφής που αντιστοιχούσε στους κατοίκους του γκέτο ανερχόταν στο ένα εικοστό απ’ ό,τι στους γερμανούς πολίτες. (Είναι απίστευτο ότι – κατ’ αναλογία – σήμερα οι ισραηλινοί επιβάλλουν οι ίδιοι αυτοί τη φορά συνθήκες γκετοποίησης σε πιο ανίσχυρους, με τη δημιουργία του νέου τοίχους του αίσχους στην Παλαιστίνη).

Η στρατηγική των ναζί ήταν να δημιουργήσουν μια πλασματική ατμόσφαιρα στον πληθυσμό, να καλλιεργήσουν μια ομιχλώδη κατάσταση όπου μόνο η επιβίωση μέρα με τη μέρα θα είχε σημασία, ενώ οι εφημερίδες και κάθε είδους ενημέρωση για τις εξελίξεις εκτός του γκέτο απαγορεύονταν. Η λογική ήταν ότι, αν οι έγκλειστοι είχαν να ασχοληθούν μόνο με την προσωπική τους επιβίωση, θα απείχαν από οποιαδήποτε προσπάθεια συλλογικής αντίδρασης.

Οι πολύ σκληρές συνθήκες διαβίωσης έφεραν στην επιφάνεια μια νέα «συντεχνία» καιροσκόπων που προμήθευε τους κατοίκους του γκέτο με φαγητό και άλλα απαραίτητα αγαθά. Πακέτα εκτοξεύονταν πάνω από τα τείχη και αδυνατισμένα παιδιά τα έπιαναν τρέχοντας στη μέσα μεριά προσπαθώντας να αποφύγουν τις σφαίρες των σκοπών. Λόγω της μεγάλης πυκνότητας, οι αρρώστιες θέριζαν τον πληθυσμό και σε συνδυασμό με την πείνα οι θάνατοι εκτοξεύτηκαν στους έξι χιλιάδες ανά μήνα.

Στον πολιτικό τομέα, οι γερμανοί είχαν θεσπίσει το Εβραϊκό Συμβούλιο, μια αρχή που υποτίθεται θα διοικούσε το γκέτο, αποτελούμενη από εκπροσώπους των εβραίων και με τη δική της αστυνομία για να διατηρεί την «τάξη». Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα χειραγωγημένο όργανο που βοηθούσε το έργο των κατακτητών. Στα τέλη του 1940 άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι οι ναζί συγκέντρωναν εβραίους και τσιγγάνους από κατακτημένες περιοχές και τους δολοφονούσαν με αέρια στο Τσέλμνο και σε άλλες τοποθεσίες.

Η αρχική αντίδραση στο γκέτο ήταν ότι επρόκειτο για διαφορετική περίπτωση που δεν θα είχε άμεση σχέση με τους ίδιους, μια και ακόμη δεν είχαν αποδεχτεί ότι όλα αυτά ήταν μέρος ενός ενιαίου σχεδίου εξόντωσης. Πάντως, μετά την πρώτη τάση άρνησης, τα κόμματα των γκετοποιημένων εβραίων αποφάσισαν ότι δεν θα αποδέχονταν μια τέτοια μοίρα με τα χέρια κατεβασμένα.

Από τους 400.000 κατοίκους του γκέτο, οι 100.000 είχαν ήδη πεθάνει πριν αρχίσουν οι γερμανοί να τους στέλνουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μια και οι γερμανοί στρατιώτες είχαν αποκτηνωθεί τόσο, ώστε πυροβολούσαν μερικές δεκάδες περαστικούς την ημέρα χωρίς κανέναν λόγο. Ένας από αυτούς, ο Γιόζεφ Μπλος, μέλος της αστυνομικής δύναμης, αποκαλούμενος «Φρανκενστάιν», είχε το πιο φριχτό ρεκόρ: 300 δολοφονίες σε έναν μόνο μήνα, με τα περισσότερα θύματα να είναι παιδιά του δρόμου. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης είχαν σαν φυσικό αποτέλεσμα τη δημιουργία αντιστασιακών ομάδων οι οποίες προετοίμαζαν την ένοπλη αντίδραση.

Η προτελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε μεταξύ του Ιουλίου και του Σεπτεμβρίου του 1942, όταν οι ναζί έστειλαν 254.000 κατοίκους του γκέτο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Τρεμπλίνκα. Η πρώτη εξέγερση έγινε στις 18 Ιανουαρίου 1943, όταν οι γερμανοί προσπάθησαν να στείλουν κι άλλους εβραίους στην Τρεμπλίνκα. Οι δύο συμπλοκές που έγιναν στους δρόμους του γκέτο έφεραν μια πρόσκαιρη νίκη στους εγκλείστους, οι οποίοι κατέκτησαν μια θλιβερή προσωρινή νίκη: μείωσαν τον αριθμό των καταδικασμένων σε εξόντωση εβραίων από 8.000 σε 5.000...

Αξίζει να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι οι δυνάμεις των δύο πλευρών ήταν οι εξής: Οι γερμανοί είχαν 2.090 στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένων 821 Ες Ες, με διοικητές τον Οντίλο Γλομπότσνικ, τον Φέρντιναρντ φον Σάμερν-Φράνκενεγκ και τον Χούργκεν Στρουπ που αντικατέστησε τον Φράνκενεγκ. Οι εβραίοι διέθεταν 600-1.000 μαχητές και φυσικά τον άοπλο εναπομείναντα πληθυσμό, συν τη βοήθεια της πολωνικής αντίστασης όταν και όπου αυτή ήταν δυνατή.

Οι ένοπλες οργανώσεις τους ονομάζονταν Εβραϊκή Μαχητική Οργάνωση με ηγέτη τον Μόρντεκαϊ Ανιέλεβιτς και Ένωση Εβραϊκού Στρατού του Πάβελ Φρένκελ. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε πρόσωπα όπως ο Γιτζάκ Ζούκερμαν, ο Μάρεκ Έντελμαν, ο Χένρι Ιβάντσικ και η Ζίβια Λούμπετκιν.

Η κορύφωση της σύγκρουσης αυτής ήρθε την άνοιξη του 1943, όταν οι γερμανοί αποφάσισαν να «τελειώνουν» με το γκέτο. Όπως ήταν φυσικό, οι εβραίοι με το μόλις ένα πολυβόλο και τα λιγοστά τους όπλα μπορεί να κατάφεραν να αποκρούσουν τις γερμανικές δυνάμεις αρκετές φορές προκαλώντας απώλειες, αλλά τελικά οι γερμανοί χρησιμοποιώντας τανκς, πυροβολικό και αεροπορία κατάφεραν να μπουν μέσα στο γκέτο. Τις εικόνες που ακολούθησαν μπορούν να καταλάβουν μόνο όσοι έζησαν τα Καλάβρυτα και την Κάνδανο.

Τη φρίκη περιγράφει ο σφαγέας του γκέτο υποστράτηγος των Ες Ες Στρόουπ στην αναφορά που έκανε στη συνέχεια : «Η αντίσταση, την οποία προέβαλαν οι εβραίοι, μπορούσε να τσακιστεί μόνο με την αδιάκοπη και ενεργητική χρησιμοποίηση των δικών μας τμημάτων κρούσεως ημέρα και νύχτα… Αποφάσισα λοιπόν να καταστρέψω ολόκληρη την εβραϊκή συνοικία, βάζοντας φωτιά σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο…

Οι εβραίοι τότε βγήκαν από τους κρυψώνες τους και τις τρώγλες τους. Όχι σπάνια έμεναν μέσα στα καιγόμενα κτίρια μέχρις ότου, εξαιτίας της ζέστης και του φόβου μήπως καούν ζωντανοί, αποφάσιζαν να πηδήξουν από τους επάνω ορόφους αφού προηγουμένως έριχναν στον δρόμο στρώματα και άλλα είδη επιστρώσεως. Με τα κόκαλά τους τσακισμένα, προσπαθούσαν ακόμη να προχωρήσουν έρποντας στον δρόμο, προς τα κτίρια που δεν είχαν ακόμη πυρποληθεί…

Χώθηκαν μάλιστα και στους υπονόμους, αλλά έπειτα από την πρώτη εβδομάδα η διαμονή εκεί έπαυε να είναι ευχάριστη. Άνδρες των μαχίμων Ες Ες ή του μηχανικού της Βέρμαχτ κατέβαιναν θαρραλέα μέσα στους κρυψώνες για να βγάλουν έξω τους εβραίους… Ήταν πάντοτε αναγκαία η χρήση καπνογόνων για να τους βγάλουμε έξω. Ένας μεγάλος αριθμός εβραίων, που δεν μπορεί να υπολογιστεί ακριβώς, εξοντώθηκε με την ανατίναξη των υπονόμων και των τρωγλών.

Όσο περισσότερο διαρκούσε η αντίσταση των εβραίων, τόσο πιο σκληρά ενεργούσαν τα μάχιμα Ες Ες, η αστυνομία και η Βέρμαχτ. Εξετέλεσαν ακούραστα το καθήκον τους με απόλυτη συνεργασία και στάθηκαν υποδείγματα στρατιωτών… Μόνο με τις συνεχείς και ακούραστες προσπάθειες όλων κατορθώσαμε να συλλάβουμε 56.065 εβραίους, των οποίων η εξόντωση μπορεί να αποδειχτεί. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν εκείνοι που πέθαναν κατά τις ανατινάξεις ή τις πυρκαγιές, αλλά των οποίων ο αριθμός δεν μπορεί να εξακριβωθεί».

Εκείνες τις τελευταίες στιγμές της καταστολής της εξέγερσης, πολλοί μαχητές προσπάθησαν να διαφύγουν προς την ύπαιθρο, όπου οι πολωνοί αντιστασιακοί τους περίμεναν για να τους εντάξουν στην αντίσταση. Όπως αναφέρει ο Έντελμαν, μια χούφτα από αυτούς τα κατάφεραν περνώντας μέσα από τους υπονόμους, αφού χρειάστηκε να παραμείνουν εκεί επί 48 ώρες, με τα βρόμικα νερά να φτάνουν στο σαγόνι τους.

Στα πρόθυρα της εξάντλησης εμφανίστηκαν ξαφνικά στους δρόμους της Βαρσοβίας, όπου οι κάτοικοι έκπληκτοι έβλεπαν εβραίους έπειτα από πολύ καιρό. Αυτοί που επέζησαν οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο Τρεμπλίνκα που έτσι και αλλιώς θα ήταν ο τελικός προορισμός τους.

Το τραγικό φινάλε του γκέτο της Βαρσοβίας που οι γερμανοί ονόμασαν «Μεγάλη επιχείρηση» γράφτηκε με την αναφορά που έκανε ο υποστράτηγος των Ες Ες Στρόουπ,όπου σαν τίτλος της υπήρχε με γοτθικά στοιχεία η φράση: «Δεν υπάρχουν ποια εβραϊκές κατοικίες στη Βαρσοβία».

Ο έλληνας φύρερ

Τα τελευταία χρόνια επιχειρείται μια εκστρατεία άρνησης του εβραϊκού ολοκαυτώματος ή ο περιορισμός του σε αναμενόμενες πολεμικές «παράπλευρες απώλειες», όπου αναφέρουν ότι οι εβραίοι απλώς... συνωστίζονταν στις πύλες των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Πιο αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος αυτών των θεωριών στην Ελλάδα είναι ο επονομαζόμενος «έλληνας φύρερ», ο Κωνσταντίνος Πλεύρης. Ο «Νεοταξικός» – για τους παλιότερους – Πλεύρης εξέδωσε πριν από λίγο καιρό ένα βιβλίο – το οποίο μάλιστα διαφημίζεται στην τηλεόραση από τον βουλευτή του ΛΑΟΣ Άδωνι Γεωργιάδη – με τον τίτλο «Εβραίοι: όλη η αλήθεια». Δημοσιεύουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα όχι από την αναφορά του υποστρατήγου των Ες Ες, αλλά από το βιβλίο του Πλεύρη, σημεία από το οποίο έχουμε και πρόσφατα δημοσιεύσει με αφορμή τη δίκη του:

«Ο Ναζισμός, λοιπόν, γνωρίζων καλώς τα Εβραϊκά σχέδια, απεφάσισε, όπως αλλού περιγράφω, να εκδιώξει τους Εβραίους από την Ευρώπην. Και έπραξε κατά την γνώμην μου πολύ ορθώς. Η απαλλαγή της Ευρώπης από τους Εβραίους είναι επιβεβλημένη, διότι ο Εβραϊσμός συνιστά απειλή κατά της ελευθερίας των Εθνών».

«Το βιβλίον μου που τώρα διαβάζετε είναι μια απλή απόδειξις ότι εμείς δεν υπολογίζομεν τους Εβραίους. Τους καταφρονούμε διά την ηθικήν των, διά την θρησκείαν των, διά τας πράξεις των, που όλα μαζί αποδεικνύουν ότι είναι υπάνθρωποι».

«Ο Χίτλερ κατηγορήθη για κάτι που αληθώς δεν συνέβη. Αργότερα η ιστορία της ανθρωπότητος θα τον κατηγορήσει διότι, ενώ ηδύνατο να απαλλάξει την Ευρώπην από τους Εβραίους, δεν το έκανε… Αγαπητοί μου κύριοι Εβραίοι, εγώ δεν σας ζητώ να υποστήτε όσα τα ιερά σας βιβλία διδάσκουν να υποστώμεν εμείς από εσάς… Είσθε εγκληματίαι, διότι αυτό εδίδαξε η θρησκεία σας. Είσθε δολοφόνοι, διότι από παιδιά εγαλουχήθητε στο έγκλημα. Επομένως εμείς οι άλλοι δικαιούμεθα να σας αντιμετωπίσωμεν. Και θα το κάνωμεν».

«Τέτοιας εκτάσεως ενότητα και κινητοποίησιν ουδέποτε εγνώρισε η Ευρώπη, ώστε ευλόγως και δικαίως θα συμπεράνωμεν ότι η ήττα του Ναζισμού σημαίνει ήττα της Ευρώπης».

«Οι Εβραίοι απαιτούν να σεβώμεθα τους ανύπαρκτους νεκρούς των. Εγώ προσωπικώς, και υπαρκτοί να ήσαν, διατί να τους σεβαστώ;».

«Απελευθερωθείτε από την Εβραϊκήν προπαγάνδα, που σας εξαπατά με τα ψεύδη περί στρατοπέδων συγκεντρώσεων, θαλάμων αερίων, “φούρνων” και τα άλλα παραμύθια του ψευτο-ολοκαυτώματος».

«Έτσι θέλουν οι Εβραίοι. Διότι μόνο έτσι καταλαβαίνουν. Εντός 24 ωρών στο εκτελεστικό απόσπασμα».

Σημειώνουμε ότι σε δίκη που έγινε τον προηγούμενο μήνα για παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου ο εισαγγελέας χαρακτήρισε το βιβλίο επιστημονικό έργο...

Οκτωβρίου 1957: Ο Σπούτνικ στο διάστημα

Ένα αστείο μπιπ μπιπ μπιπ συνόδευσε την θριαμβευτική ιαχή του ανθρώπου, όταν κατόρθωσε να ξεπεράσει τη γήινη βαρύτητα και να εξαποστείλει το πρώτο του αντικείμενο σε διαστημική τροχιά. Ο ήχος αυτός εκπεμπόταν από τον πρώτο τεχνητό δορυφόρο που εκτοξεύτηκε στις 4 Οκτωβρίου 1957. Ήταν ο Σπούτνικ 1 που ζύγιζε 83 κιλά κι έκανε τη διαστημική του περιφορά γύρω από τη Γη σε 96 λεπτά.

Η μυθολογία θέλει τον Ίκαρο, πρώτο άνθρωπο που πέταξε στο διάστημα. Πλησίασε, όμως, τον ήλιο πάρα πολύ, με αποτέλεσμα να λιώσουν τα κέρινα φτερά του και να τον κάνουν να γκρεμιστεί και να πνιγεί στη θάλασσα. Ο Λουκιανός είναι ο πρώτος γνωστός σ’ εμάς που διηγήθηκε φανταστική πτήση στη Σελήνη, τον Β’ μ.Χ. αιώνα. Στην «Αληθινή ιστορία» του, περιγράφει πώς ένας ανεμοστρόβιλος άρπαξε το πλοίο του και το έριξε στο φεγγάρι. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι καταπιάστηκε στα σοβαρά με την αεροδυναμική και την πτητική μηχανική. Ο αστρονόμος και μηχανικός Γιόχαν Κέπλερ (1571 - 1630) έγραψε μυθιστορήματα διαστημικής φαντασίας με πραγματικά επιστημονικά δεδομένα και με ακριβή περιγραφή των κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν στη Σελήνη.

Στα 1793, ο άνθρωπος κατόρθωσε να πετάξει με αερόστατο (21.11.1793). Τον επόμενο αιώνα, η φαντασία του Ιούλιου Βερν έστειλε τον άνθρωπο, γι’ άλλη μια φορά στο φεγγάρι. Στον 20ό αιώνα, ήρθαν όλα μαζί: Το αεροπλάνο, ο πύραυλος V-2 και ο ανταγωνισμός των δυο υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Ένας ανταγωνισμός που οδήγησε τον άνθρωπο στη διαστημική εποχή.

Μετά τον Σπούτνικ 1, στις 3 Νοεμβρίου 1957, εκτοξεύτηκε ο Σπούτνικ 2 με επιβάτη τη σκυλίτσα Λάικα που γύρισε νεκρή. Οι επόμενοι, όμως, επιβάτες στάλθηκαν στο διάστημα κι επέστρεψαν σώοι και αβλαβείς.



27 Σεπτεμβρίου 1831: Η δολοφονία του Καποδίστρια


Στα τρεισήμισι χρόνια, από τον Ιανουάριο 1827, οπότε ανέλαβε κυβερνήτης της Ελλάδας, ως τον Σεπτέμβριο 1831, ο Καποδίστριας κατάφερε να αναδιοργανώσει τον στρατό με τον Δημήτριο Υψηλάντη και να διώξει τους Τούρκους από τη Ρούμελη (εκτός από την ακρόπολη της Αθήνας) και από την Πελοπόννησο. Πέτυχε να αναγνωριστεί η Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος με διεύρυνση των συνόρων που οι δυνάμεις πρότειναν. Εξάλειψε τη ληστοκρατία και την πειρατεία, ίδρυσε παντού δημοτικά σχολεία κι έφτιαξε διδασκαλείο. Οργάνωσε τη γεωργία, ίδρυσε γεωργική σχολή και καθιέρωσε την καλλιέργεια της πατάτας. Δημιούργησε Τράπεζα, έκοψε ελληνικό νόμισμα, οργάνωσε τη Δικαιοσύνη και τα οικονομικά του κράτους και ξόδεψε την προσωπική του περιουσία, τσοντάροντας σε δημόσια έργα. Ουσιαστικά, παρέλαβε χάος και δημιούργησε κράτος.

Τριάντα χρόνια στην υπηρεσία του τσάρου, δεν τα πήγαινε και τόσο καλά με τις δημοκρατικές διαδικασίες. Κυβερνούσε συγκεντρωτικά με συγκαλυμμένη απολυταρχία. Παραμέρισε και δυσαρέστησε τον Μαυροκορδάτο, τους Μαυρομιχάληδες, τον Μιαούλη κι άλλους που μοιράζονταν την εξουσία, πριν να έρθει. Η επιμονή του να θέλει διεύρυνση των συνόρων σε βάρος της Τουρκίας, δυσαρεστούσε μόνιμα τη Γαλλία που παρουσιαζόταν εκείνο τον καιρό ως ο μόνιμος προστάτης του σουλτάνου. Και η ύπαρξή του ανέστελλε την πραγματοποίηση ενός από τους όρους του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου: Να εγκαθιδρυθεί στην Ελλάδα κληρονομική βασιλεία. Ξένοι πράκτορες ανέλαβαν δράση: Με ενέργειες του Ανδρέα Μιαούλη, η Ύδρα και η Σύρος αποστάτησαν, ενώ οι Μαυρομιχάληδες υποκίνησαν στάση στη Μάνη. Ο Καποδίστριας απάντησε συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο αδερφός του Πετρόμπεη, Κωνσταντίνος, και ο ανιψιός του, Γεώργιος, μπήκαν κάτω από αστυνομική παρακολούθηση.

Ο πολιτάρχης, όπως λεγόταν τότε ο αρχηγός της αστυνομίας, αντί να αλλάζει κάθε βδομάδα τους δύο χωροφύλακες συνοδούς των Μαυρομιχαλαίων, όπως είχε εντολή, τους άφησε 40 μέρες. Έτσι, οι παρακολουθούμενοι κατάφεραν να τους κάνουν συνεργούς. Λίγες μέρες πριν από τη δολοφονία του Καποδίστρια, οι παρακολουθούμενοι και οι συνοδοί τους χωροφύλακες μπήκαν σε κατάστημα όπλων στο Ναύπλιο. Οι Μαυρομιχάληδες πήραν δυο καινούρια, αγόρασαν και τσακμακόπετρες, τα δοκίμασαν πυροβολώντας μέσα στο μαγαζί, τα βρήκαν εντάξει, τα πλήρωσαν κι έφυγαν. Την Παρασκευή, 25 του Σεπτεμβρίου, μια γρια πήγε στην πολιταρχία και κατάγγειλε πως άκουσε τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη να κουβεντιάζουν με τους δυο χωροφύλακες ότι έπρεπε να σκοτώσουν τον Καποδίστρια το Σάββατο, 26 του Σεπτεμβρίου, μπροστά στην εκκλησία. Η αναφορά έφτασε στον πολιτάρχη που απέφυγε να ειδοποιήσει οποιονδήποτε. Το Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου, ο Καποδίστριας ήταν κρυολογημένος και δε βγήκε από το σπίτι. Η επιχείρηση αναβλήθηκε για την άλλη μέρα.

Πρωί Κυριακής, 27 Σεπτεμβρίου 1831, ο Ιωάννης Καποδίστριας βγήκε από το σπίτι του, στο Ναύπλιο, για να πάει στην εκκλησία του αγίου Σπυρίδωνος. Στα σκαλιά, τον πρόλαβαν οι Μαυρομιχάληδες και οι δύο χωροφύλακες. Πυροβόλησαν και οι τέσσερις. Ο κυβερνήτης έπεσε νεκρός. Νεκρός έπεσε και ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, καθώς τον τραυμάτισε ένας από τους φρουρούς του Καποδίστρια και το πλήθος τον λιντσάρισε.

Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης και οι δυο χωροφύλακες πήγαν κατευθείαν στο σπίτι του Γάλλου πρεσβευτή, βαρόνου Ρουάν, όπου βρήκαν καταφύγιο. Ο Μαυρομιχάλης παρέδωσε στον πρεσβευτή το όπλο του και οι χωροφύλακες τέσσερα. Εκεί τους βρήκε και ο πολιτάρχης που φοβήθηκε μήπως αποκαλυφθεί και ο δικός του ο ρόλος.

Ο φρούραρχος του Ναυπλίου, ο Πορτογάλος φιλέλληνας Αντόνιο Φιγκέιρα ντ’ Αλμέιντα, πήγε στο σπίτι του Γάλλου και ζήτησε να του παραδοθούν οι δολοφόνοι. Ο Ρουάν αρνήθηκε ζητώντας ένταλμα. Ο φρούραρχος γύρισε το απόγευμα με ένταλμα. Το υπέγραφαν τα μέλη της προσωρινής επιτροπής που σχηματίστηκε μετά τη δολοφονία: Ο αδερφός του Ιωάννη, Αυγουστίνος Καποδίστριας, ο αρχηγός του γαλλικού κόμματος, Ιωάννης Κωλλέτης, και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο πρεσβευτής απάντησε πως δεν αναγνωρίζει καμιά προσωρινή επιτροπή. Ο Αλμέιντα περίπου του είπε: «Ή τους παραδίδεις με το καλό ή θ’ αφήσω τα πλήθη να μπουν μέσα, οπότε ούτε για σένα εγγυώμαι ούτε γι’ αυτούς».

Παραδόθηκαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν ο Μαυρομιχάλης και ο ένας χωροφύλακας σε θάνατο, ενώ ο άλλος σε 20 χρόνια φυλακή. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης εκτελέστηκε. Οι χωροφύλακες αμνηστεύτηκαν. Στα 1838, ο καταδικασμένος σε θάνατο ήταν λοχίας και ο άλλος σωματοφύλακας των Μαυρομιχάληδων.

Η συνέχεια είναι γνωστή: Με τη δολοφονία του Καποδίστρια, ενεργοποιήθηκε το άρθρο του πρωτοκόλλου του Λονδίνου που όριζε πως η Ελλάδα θα είχε κληρονομική μοναρχία. Ο Όθων έφτασε στο Ναύπλιο στις 25 Ιανουαρίου 1833. Νωρίτερα, στις 30 Αυγούστου 1832, η διάσκεψη του Λονδίνου αποδεχόταν την αξίωση του νεκρού πια κυβερνήτη να γίνει ελληνοτουρκικό σύνορο η γραμμή Άρτας - Βόλου.


20 Σεπτεμβρίου 1687: Ο Μοροζίνι στην Αθήνα



Το Δουκάτο της Αθήνας υπέκυψε στους Τούρκους το 1456. Οι Τούρκοι πήραν την Κρήτη (1669) στα χρόνια του σουλτάνου Μωάμεθ Δ’ (1648 - 1687). Προσπάθησαν και στην Αυστρία. Ο Μεγάλος Βεζίρης Καρά Μουσταφά έφτασε μπροστά στη Βιέννη και την πολιόρκησε (1682) χωρίς να επιχειρήσει έφοδο, περιμένοντας να πέσει από την πείνα. Όμως, έσπευσαν οι Πολωνοί σύμμαχοι των Αυστριακών και διέλυσαν τους πολιορκητές (1683). Ο Καρά Μουσταφά ξέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον περίμενε ο δήμιος του σουλτάνου.

Οι Βενετσιάνοι θέλησαν να επωφεληθούν. Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι κυρίευσε την Πρέβεζα και το κάστρο της Κορώνης σφάζοντας την εκεί τουρκική φρουρά (1684). Πέρασε διασχίζοντας όλη την Πελοπόννησο και ξεσήκωσε τους Έλληνες σε επανάσταση. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1687, πολιόρκησε την Αθήνα. Μια οβίδα του τίναξε τον Παρθενώνα στον αέρα (26 Σεπτεμβρίου). Στις 28, οι Βενετσιάνοι πήραν την πόλη και κάλεσαν σε επανάσταση και τους Στερεοελλαδίτες. Σύλησαν αρχαιότητες κι άφησαν τους επαναστάτες της Στερεάς στο έλεος του τουρκικού λεπιδιού. Στις 9 Απριλίου του 1688, μόλις έξι μήνες μετά την κατάληψη της πόλης, η Αθήνα ερήμωσε καθώς, μαζί με τους Βενετσιάνους, την εγκατέλειψαν και οι Αθηναίοι. Έφυγαν στην Πελοπόννησο. Για τρία χρόνια, ψυχή δεν περπατούσε στην άλλοτε κραταιά και πολυάνθρωπη πόλη.

Με ενέργειες του πατριαρχείου, η Υψηλή Πύλη αμνήστευσε τους φυγάδες Αθηναίους και τους κάλεσε να επιστρέψουν στα σπίτια τους (1691). Λίγοι γύρισαν. Οι πολλοί έμειναν σε άλλα μέρη, στη Ζάκυνθο κυρίως. Όμως, η «μαγιά» απέδωσε. Έναν αιώνα αργότερα, η Αθήνα ανακαλύφθηκε ξανά από τους ξένους, εραστές του αρχαιοελληνικού κάλλους.


3 Απριλίου 1770: Οι Κολοκοτρωναίοι

Δυο γενιές καπεταναίοι, οι Κολοκοτρωναίοι ήταν η ελπίδα των ραγιάδων κι ο τρόμος των Τούρκων στον Μοριά. Τα δημοτικά τραγούδια τους υμνούσαν, τραγουδώντας ότι «δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν». Στο όνομά τους και οι Τούρκοι ορκίζονταν, «αν λέω ψέματα, να με βρει σπαθί κολοκοτρωνέικο».

Κυνηγημένος, μετά ορλοφικά, ο Κωστάκης Κολοκοτρώνης μαχόταν τους Τούρκους, καθυστερώντας τους, ώστε να προλάβουν οι δικοί του να ανέβουν τα βουνά της Μάνης. Οι Τουρκαλβανοί έσφαζαν αδιάκριτα και η καπετάνισσα σκαρφάλωνε το Ραμαβούνι με την κοιλιά στο στόμα. Στις 3 Απριλίου 1770, δεν άντεχε άλλο. Ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο. Την ξεγέννησαν. Αγόρι και θα το βάφτιζαν Θεόδωρο. Ο παππούς του, ο καπετάνιος στον καιρό του Γιάννης Κολοκοτρώνης, είδε το μωρό κι είπε λυπημένα: «Τούτο το παιδί θα παντρευτεί, θα κάνει παιδιά κι αγγόνια και πάλι λευτεριά δε θα δούμε». Δεν έζησε να δει το λάθος του.

Στα 1780, ο Κωστάκης Κολοκοτρώνης έπεσε στη μάχη μαζί με τ’ αδέρφια του Γεωργάκη και Γιαννάκη. Ο Θεόδωρος ήταν ακόμα δέκα χρόνων παιδί. Το σπαθί των Κολοκοτρωναίων χάθηκε από τον Μοριά. Για επτά χρόνια. Στα 1787, ο Μοριάς αντηχούσε από την είδηση, προκαλώντας διαφορετικά συναισθήματα σε Τούρκους και ραγιάδες: «Βγήκε Κολοκοτρώνης καπετάνιος στα βουνά». Ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οπλαρχηγός στα 17 του, «αμούστακο καπετανάκι, χατιρικά», όπως αργότερα έλεγε ο ίδιος. Αλλά οι κλέφτες δεν κάνουν χατίρια. Δεν ήταν μόνο το όνομα που τον έκανε «καπετανάκι». Σοβαρός, λιγομίλητος, φοβερός στο σπαθί και άσος στο σημάδι, με σωστή κρίση, ήταν στ’ αλήθεια αρχηγός. Από τότε, τον είπαν «Γέρο». Κι ο γέρος του Μοριά, κολοκοτρωνέικη γενιά, δε θα γεννούσε σκλάβους.

Ήταν τέτοιες οι καταστροφές που προκαλούσε στους Τούρκους, ώστε τον Ιανουάριο του 1806, έφτασε στη Μάνη φιρμάνι που καλούσε χριστιανούς και μουσουλμάνους να τον εξολοθρεύσουν, απειλώντας με σφαγές όποιους θα τον βοηθούσαν. Έφτασε κι ένα συνοδικό έγγραφο του ανήμπορου να αντιδράσει πατριάρχη που γνωστοποιούσε ότι η εκκλησία αφόρισε τους Κολοκοτρωναίους.

Ύστερα από μάχες και κυνηγητό όλο το χειμώνα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέρασε στα Κύθηρα και από εκεί, στη Ζάκυνθο (Μάιος του 1806). Τον επόμενο χρόνο, ξεκίνησε συνεννοήσεις με τον Γάλλο διοικητή της Κέρκυρας με στόχο να ξαναπεράσει στη Μάνη, να επαναστατήσει την Πελοπόννησο και να δημιουργήσει εκεί ένα χριστιανοοθωμανικό κράτος, απαλλαγμένο από τον σουλτάνο. Όμως, οι Γάλλοι έφυγαν από τα Επτάνησα, ήρθαν οι Άγγλοι κι ο Κολοκοτρώνης, μυημένος πια στη Φιλική Εταιρεία, έπρεπε να περιμένει ως τον Ιανουάριο του 1821, για να περάσει στη Μάνη και να γίνει ο στρατηγός κι, αργότερα, ο αρχιστράτηγος της επανάστασης.