ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΠΙΛΕΚΤΑ VII 13 Δεκεμβρίου 1967: «Από χωρίου εις χωρίον» |
Ξημερώματα, 21 του Απρίλη του 1967, οι πραξικοπηματίες απομόνωσαν τον βασιλιά Κωνσταντίνο στο Τατόι και τη μητέρα του Φρειδερίκη στο Ψυχικό. Πρωί της ίδιας μέρας, ο Κωνσταντίνος μεταφέρθηκε στο Πεντάγωνο, όπου του ζητήθηκε να ορκίσει τη νέα «κυβέρνηση». Η χούντα των συνταγματαρχών χρειαζόταν επίσημη αναγνώριση. Στη συνέχεια, θα έβλεπαν με ποιον τρόπο θ’ απαλλάσσονταν από τον βασιλιά. Κι ο Κωνσταντίνος που αιφνιδιάστηκε, χρειαζόταν χρόνο για να οργανωθεί ώστε να μπορέσει, αργότερα, να επιβάλει τους δικούς του στρατηγούς. Κατέληξαν σε ένα κυβερνητικό σχήμα που εκπροσωπούσε και τις δυο πλευρές. Το καλοκαίρι, ο Κωνσταντίνος επισκέφτηκε τον Καναδά, όπου έκανε την γκάφα να δηλώσει πως η κυβέρνηση δεν είταν δική του. Οι πραξικοπηματίες είχαν τον νου τους. Ένα βασιλικό αντιπραξικόπημα οργανώθηκε για τις 26 του Οκτώβρη αλλά ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή. Νέα ημερομηνία ορίστηκε η 13 του Δεκέμβρη του 1967. Οι στρατηγοί φαντάζονταν πως ελέγχανε το στράτευμα. Κι ο Κωνσταντίνος πίστευε πως ο λαός θα του συμπαραστεκόταν. Ξεχνούσε πως ο ίδιος είχε καταργήσει τον νόμιμο πρωθυπουργό της χώρας Γεώργιο Παπανδρέου. Κι ότι η μητέρα του είχε εξαναγκάσει τον προηγούμενο εκλεγμένο πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή να φύγει στο εξωτερικό. Άλλωστε, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που θα διακινδύνευαν τη ζωή τους για ν’ απαλλαγεί η χώρα από μια χούντα και ν’ αποκτήσει μιαν άλλη. Το βασιλικό αντιπραξικόπημα εκδηλώθηκε με ηλίθιο τρόπο. Στην ουσία, ελάχιστες στρατιωτικές μονάδες κινήθηκαν. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι φιλοβασιλικοί διοικητές συνελήφθησαν από τους υφισταμένους τους. Για τη χούντα των συνταγματαρχών, το αντιπραξικόπημα ήταν ουρανοκατέβατο δώρο. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να φύγει στη Ρώμη, ενώ, από το ραδιόφωνο, αναμεταδιδόταν η ίδια ανακοίνωση: Ότι κινήθηκε ενάντια στη νομιμότητα, ο στρατός δεν τον ακολούθησε κι αυτός το έσκασε «κρυπτόμενος από χωρίου εις χωρίον». Την ίδια μέρα, 13 του Δεκέμβρη, ο στρατηγός Γεώργιος Ζωιτάκης ορκιζόταν αντιβασιλιάς και, με τη σειρά του, όρκιζε τη νέα κυβέρνηση. Πρωθυπουργός και υπερυπουργός ο Γεώργιος Παπαδόπουλος που παραιτήθηκε από τον στρατό, όπως και οι Νικ. Μακαρέζος και Στυλ.Παττακός. Λίγο καιρό αργότερα, ο Ζωιτάκης θ’ απολυόταν. Εξήντα πέντε ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από τον Δεκέμβρη του 1944, όταν το αίμα που χύθηκε στην πλατεία Συντάγματος οδήγησε στη μάχη της Αθήνας και επώασε την τελική σύγκρουση του εμφυλίου πολέμου μερικούς μήνες μετά. Σε αυτό το φύλλο θα αναζητήσουμε το νήμα της ρήξης από τις αρχές της κατοχής μέχρι τα γεγονότα του Δεκέμβρη και στο επόμενο θα δούμε τι έγινε στην πολιορκημένη πόλη μέχρι και την επίσκεψη του Τσώρτσιλ σε αυτήν. Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός «λάθους» της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά η πρώτη φάση ενός ξεκαθαρίσματος που θα επέβαλλε διά της στρατιωτικής βίας τον νικητή που είχε από πριν ορίσει η αμείλικτη διπλωματική βία των μεγάλων δυνάμεων. Για την Ελλάδα είχε ήδη καθοριστεί η σφαίρα επιρροής στην οποία θα ανήκε και τα Δεκεμβριανά ήταν το έναυσμα για να βρεθεί ο διαχειριστής αυτής της εξουσίας, ο οποίος θα αναλάμβανε τη διαχείριση της χώρας. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας το 1941 και την έναρξη της ναζιστικής κατοχής, στη χώρα σημειώθηκε μια πρωτοφανής πολιτικοστρατιωτική αλλαγή. Η κυβέρνηση μαζί με όλους τους τότε νόμιμους πολιτικούς μηχανισμούς εγκατέλειψε τη χώρα για τη Μέση Ανατολή και το Κάιρο, αφήνοντας πίσω της ένα τεράστιο κενό εξουσίας το οποίο ήρθαν να «καλύψουν» οι πιο ανόμοιοι σχηματισμοί. Πολιτικά υπήρχε γερμανική εξουσία, με δωσιλογική κυβέρνηση νομιμοποίησης της πρώτης, διαχείρισης της καθημερινότητας και εξυπηρέτησης των γερμανικών προτεραιοτήτων. Στην παρανομία υπήρχε και πάλι το ΚΚΕ, αλλά αυτή τη φορά ως μόνη ενεργή πολιτική δύναμη στη χώρα, που με την τεράστια λαϊκή αποδοχή που σημείωσε η δημιουργία του ΕΑΜ τον Σεπτέμβριο του 1941 περνούσε μετά τις δεκαετίες κατασυκοφάντησής του στην κοινωνική καταξίωση και την πολιτική νομιμοποίηση. Το ίδιο διάστημα η πολιτική επιρροή της εξόριστης κυβέρνησης, καθώς και κάποιων παλιών πολιτικών μηχανισμών που είχαν παραμείνει στη χώρα, ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Η κυριαρχία του ΕΛΑΣ Στρατιωτικά στα εδάφη μας υπήρχαν γερμανικά, βουλγαρικά και ιταλικά στρατεύματα, με κάποια από αυτά να προχωρούν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τοπικών πληθυσμών με στόχο τη δημιουργία τετελεσμένων που θα οδηγούσαν στη μεταπολεμική αλλαγή συνόρων. Παράλληλα η δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας στο πλευρό των κατοχικών δυνάμεων από τη δωσιλογική κυβέρνηση Ράλλη όξυνε την καταπίεση ιδίως στην επαρχία, μια και αυτά τα τάγματα εφόδου με το πρόσχημα του κομμουνιστικού κινδύνου λειτουργούσαν ως «δούρειος ίππος» των δυνάμεων κατοχής εναντίον των ανταρτών αλλά και τοπικών πληθυσμών. Ανάμεσα σε αυτό τον κυκεώνα φασιστικής βίας κυρίαρχη δύναμη αντίστασης αναδεικνύεται ο ΕΛΑΣ, που από τον Φεβρουάριο του 1942 αποτελούσε το στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ. Σημαντικό στρατιωτικό μερίδιο στην κατοχική Ελλάδα είχαν και οι άλλοι αντάρτικοι σχηματισμοί (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.λπ.) και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, που με τη βοήθεια των εγγλέζων βοηθούσε την αντίσταση με στρατιωτικές αποστολές από το εξωτερικό. Όλοι όμως γνώριζαν ότι κύρια πολιτική δύναμη εντός της χώρας ήταν το ΕΑΜ, που είχε την υποστήριξη όχι μόνο των ελλήνων κομμουνιστών, αλλά και των περισσότερων μετριοπαθών πολιτών, ιδίως στις λαϊκές τάξεις και τους διανοούμενους, ενώ ο ΕΛΑΣ είχε τον de facto στρατιωτικό έλεγχο της ελληνικής υπαίθρου μακριά από τα αστικά κέντρα. Άρα, αν κάποιος ήθελε μετά το τέλος του πολέμου να πάρει τα πολιτικοστρατιωτικά ηνία της χώρας, έπρεπε ή να τα ζητήσει από το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ ή να τα πάρει με τη βία. Επιλέχτηκε το δεύτερο, με μια απαραίτητη στάση στο πρώτο... Η απελευθέρωση της Αθήνας στις 12 Οκτωβρίου 1944 δημιουργεί ένα κλίμα παλλαϊκού ενθουσιασμού, αλλά φέρνει στην επιφάνεια και τα συσσωρευμένα προβλήματα, με κυριότερα για τον λαό την κατάρρευση της οικονομίας και τις δυσκολίες στον επισιτισμό. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, από την άλλη, παρ’ ότι από τις 23 Οκτωβρίου είναι πρωθυπουργός στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ξέρει ότι η πραγματική εξουσία είναι στα χέρια της Αριστεράς και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Η παρουσία τεσσάρων ΕΑΜικών υπουργών σε χαμηλόβαθμα πόστα ενοχλεί, αλλά γνωρίζει ότι τη συγκεκριμένη στιγμή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, μια και οι δυνάμεις του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ είναι παντού και διαθέτουν οπλισμό, ενώ έχουν και τη λαϊκή αποδοχή. Τα πράγματα αρχίζουν να διαφοροποιούνται όταν όλο και περισσότερες στρατιωτικές μονάδες των εγγλέζων φτάνουν στην Αθήνα, φέρνοντας στην αρχή ελαφρύ οπλισμό και στη συνέχεια τανκς και αεροπλάνα, ερχόμενοι στην αρχή σαν απελευθερωτές, στη συνέχεια σαν εγγυητές της ειρήνη και στο τέλος – όπως θα δούμε παρακάτω – ως στρατός κατοχής. Παράλληλα οι άγγλοι χρησιμοποιούν τον επισιτισμό – του οποίου έχουν την ευθύνη – ως μέσο εκβιασμού του λαού, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η συνέχιση της διανομής του είχε σχέση με τις πολιτικές εξελίξεις. Το «δαχτυλίδι» του Στάλιν Οι προθέσεις των βρετανών είχαν γίνει ήδη γνωστές από την περίοδο της κατοχής. Ενίσχυαν την αντίσταση όταν χρειαζόταν να υποστηρίξει τις θέσεις τους, αλλά δεν θα άφηναν ποτέ ένα μη ελεγχόμενο από αυτούς λαϊκό κίνημα όπως το ΕΑΜ να αποκτήσει εξουσία που θα τους έριχνε από την πρωτοκαθεδρία τους, ιδίως όσο πλησίαζε το τέλος του πολέμου. Η επικύρωση αυτής της τακτικής ήρθε τον Οκτώβριο του 1944 όταν στη συνάντηση Στάλιν - Τσώρτσιλ στη Μόσχα ο πρώτος έδωσε το «δαχτυλίδι» της μεταπολεμικής επικυριαρχίας των βρετανών στην Ελλάδα. Οι βρετανοί ήταν πλέον ελεύθεροι να χειριστούν το ελληνικό ζήτημα όπως ήθελαν έχοντας εξασφαλίσει την ανοχή των σοβιετικών. Η μάχη της Αθήνας είχε ήδη κριθεί, αλλά κανείς δεν είχε ειδοποιήσει την ελληνική Αριστερά γι’ αυτό. Η γεωστρατηγική θέση της χώρας δεν άφηνε περιθώρια συναισθηματισμών στον Τσώρτσιλ, που διεμήνυσε στους στρατηγούς του τους στόχους του: «Τι να την κάνω την Μπολόνια αν χάσω την Αθήνα;». Η τελική ευθεία Οι δυνάμεις που συγκροτούσαν το ΕΑΜ είχαν επιλέξει τη γραμμή της νομιμότητας, συμμετέχοντας στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, τηρώντας τα συμφωνημένα και περιμένοντας την επιβράβευση του εθνικού τους ρόλου που είχαν στη διάρκεια της κατοχής. Τα πράγματα όμως εξελίχτηκαν πολύ διαφορετικά από τις προσδοκίες τους. Ήδη με τη συμφωνία του Λιβάνου είχαν αποδεχτεί τη μεταπολεμική πρωτοκαθεδρία της εξόριστης κυβέρνησης και τώρα θα πλήρωναν το αντίτιμο εκείνης της υπογραφής. Η απόφαση Παπανδρέου στις 7 Νοεμβρίου για διάλυση μέχρι την 1η Δεκεμβρίου της Πολιτοφυλακής του ΕΛΑΣ και μέχρι της 10 Δεκεμβρίου του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, οδηγούσε τα πράγματα στην τελική ευθεία. Ο ΕΛΑΣ συμφώνησε με την προϋπόθεση ο νέος κρατικός στρατός που θα συγκροτείτο θα περιλάμβανε όλες τις πρώην αντιστασιακές ένοπλες ομάδες, ενώ θεωρούσε δεδομένη την παραδειγματική τιμωρία όσων συμμετείχαν στα Τάγματα Ασφαλείας. Στα παρασκήνια, όμως, οι άγγλοι εκδηλώνουν τις αληθινές προθέσεις τους. Ο Τσώρτσιλ με τηλεγράφημά του στον τότε υπουργό Εξωτερικών Ήντεν αναφέρει: «Περιμένω ανοιχτή σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε, υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε διαλέξει με προσοχή το έδαφος». Με άλλα λόγια, οι άγγλοι θα δέχονταν είτε την άνευ όρων παράδοση του ΕΑΜ είτε την ανοιχτή σύγκρουση με αυτό με κάθε αντίτιμο. Ενώ ο ΕΛΑΣ ζητούσε τον αφοπλισμό και των υπόλοιπων αντιστασιακών ομάδων, η είσοδος στην Αθήνα της φιλοβασιλικής στρατιωτικής ομάδας 3η Ορεινή Ταξιαρχία άλλαζε δομικά τον συσχετισμό δυνάμεων στην πόλη δημιουργώντας ένα νέο στρατιωτικό τετελεσμένο, που έναν μήνα μετά θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη δεκεμβριανή σύγκρουση. Ο ερχομός της 4ης Ινδικής Μεραρχίας, μαζί με την άρνηση του Σκόμπι για εξαίρεση από τον αφοπλισμό της Ορεινής Ταξιαρχίας, της Αστυνομίας - Χωροφυλακής καθώς και της ακροδεξιάς Χ, σήμαινε για την Αριστερά ένα ακόμα τελεσίγραφο. Με την πλάτη στον τοίχο Ο συσχετισμός δυνάμεων είχε πλέον αλλάξει και το ΕΑΜ, βλέποντας ότι είναι πλέον με την πλάτη στον τοίχο, προσπαθεί να επηρεάσει τις εξελίξεις με τον τρόπο που μέχρι τότε τον είχε κάνει να αποκτήσει λαϊκή αποδοχή: με τον αγώνα. Tην 1η Δεκέμβρη αποσύρει όλους τους υπουργούς του από την κυβέρνηση, καλώντας τον λαό στο γνωστό συλλαλητήριο της Κυριακής 3 Δεκεμβρίου, και σε γενική απεργία την επόμενη ημέρα. Ο καμβάς της σύγκρουσης ήταν έτοιμος, και το μόνο που έμενε ήταν η σπίθα που θα άναβε τη φωτιά. Οι άγγλοι ρίχνουν προκηρύξεις στην Αθήνα με τις οποίες εκβίαζαν τον αθηναϊκό λαό λέγοντάς του ότι η υποστήριξή του στην Aριστερά θα κλόνιζε τη συναλλαγματική σταθερότητα με αποτέλεσμα την επιστροφή της πείνας, ενώ απαιτούσαν τον αφοπλισμό των ανταρτών ώς τις 10 Δεκέμβρη. Η ώρα της ρήξης είχε φτάσει. Η συγκέντρωση του άμαχου πλήθους προς την πλατεία Συντάγματος είχε ξεκινήσει από τις 10 το πρωί, και όλα κινούσαν ειρηνικά μέχρι που η διαδήλωση έφτασε στη διασταύρωση Πανεπιστημίου και Β. Σοφίας απέναντι από το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας. Εκεί κοντά βρισκόταν το αρχηγείο της αστυνομίας, όπου οι άγγλοι μαζί με τις φιλοδεξιές δυνάμεις παρακολουθούσαν ανήσυχοι τα τεκταινόμενα. Όλα δείχνουν ότι οι πρώτοι πυροβολισμοί έπεσαν από το μπαλκόνι του αρχηγείου της αστυνομίας. Ο τότε διευθυντής της αστυνομίας Άγγελος Έβερτ το επιβεβαιώνει έμμεσα, απλώς το ντύνει με αρκετό «κομμουνιστικό κίνδυνο»: «Βάσει των υπευθύνων διαταγών τας οποίας είχον, διέταξα και εγώ υπευθύνως την βίαιαν διάλυσιν των επιτιθεμένων διαδηλωτών», ενώ κάποια άλλη φορά είχε δηλώσει ότι έδρασε προληπτικά, αφού «ουδεμία εγγύησις περί των φιλειρηνικών διαθέσεων των διαδηλωτών ήτο δυνατόν να υπάρξει». Ανεξάρτητα από το πού έπεσαν οι πρώτες σφαίρες, το βέβαιο είναι ότι οι νεκροί και τραυματισμένοι διαδηλωτές ήταν δεκάδες. Παρά τη σφαγή, οι διαδηλωτές επιστρέφουν στην πλατεία, σκεπάζουν με λουλούδια τους νεκρούς, ενώ γίνονται κανονικά και οι ομιλίες. Ο εμφύλιος αρχίζει Την επόμενη ημέρα της κηδείας των θυμάτων μπορεί να σημειώνονται μικρότερης κλίμακας επεισόδια, αλλά όλοι ξέρουν ότι η εμφύλια διαμάχη έχει αρχίσει. Στην πλατεία Συντάγματος εξελίσσονται συγκλονιστικές στιγμές: «Μερικοί άνδρες και γυναίκες άφηναν πρόχειρους ξύλινους σταυρούς στα σημεία που είχε χυθεί το αίμα των θυμάτων. Τα φέρετρα παρατάχτηκαν σε μια γραμμή εκεί όπου τα θύματα των πυροβολισμών της Κυριακής είχαν πέσει. Όλοι γονάτισαν σε σιωπηλή προσευχή. Μερικοί κρατούσαν πανό με το αίμα των θυμάτων». Η κυβέρνηση Παπανδρέου κλονίζεται, αλλά η διαταγή του Τσώρτσιλ προς τον πρεσβευτή του στην Ελλάδα είναι σαφής: «Ο Παπανδρέου να παραμείνει στη θέση του. Αν επιμένει να παραιτηθεί, θα πρέπει να κλειδωθεί σε ένα δωμάτιο μέχρι να ξαναέρθει στα λογικά του». Παράλληλα τηλεγραφεί στον Σκόμπι: «Είσθε υπεύθυνος διά την τήρησιν της τάξεως εις τας Αθήνας και διά την καταστροφήν όλων των ομάδων ΕΑΜ - ΕΛΑΣ... Εάν τούτο το επιτύχετε χωρίς αιματοχυσίαν, θα είναι κατόρθωμα διά σας, αλλά και με αιματοχυσίαν θα είναι επίσης κατόρθωμα εάν αυτή είναι απαραίτητος». Τα ψέματα τέλειωσαν. Οι άγγλοι μπαίνουν και ένοπλα στη διαμάχη και τον επόμενο μήνα το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ θα έχει πολλούς αντιπάλους και κανέναν σύμμαχο... |
Η σύλληψη του «κόκκινου δασκάλου» |
Πριν από λίγες ημέρες συμπληρώθηκαν 57 χρόνια από τη σύλληψη του Νίκου Πλουμπίδη, που οδήγησε στη δίκη και στη συνέχεια στην εκτέλεσή του με το όνομα του ΚΚΕ στο στόμα του, παρ’ ότι το ίδιο το κόμμα όχι μόνο τον είχε αφήσει ακάλυπτο, αλλά ουσιαστικά τον είχε διαπομπεύσει δημόσια κατηγορώντας τον ως προδότη. Ο Πλουμπίδης γεννιέται στην Αρκαδία το 1902 και, παρόλο που μεγαλώνει σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και ένδειας, καταφέρνει να γίνει δάσκαλος, Η πορεία της ζωής του αλλάζει όταν έρχεται σε επαφή με το συνδικαλιστικό - εργατικό κίνημα, με φυσική συνέπεια την ένταξή του στο ΚΚΕ το 1926. Η δράση του οδηγεί σε συλλήψεις και βασανισμούς που συνέπεια έχουν τα προβλήματα υγείας. Στη διάγνωση της φυματίωσης από τους γιατρούς που του δίνουν μόνο έξι μήνες ζωής ο Πλουμπίδης απαντάει: «Αφού πρόκειται να πεθάνω σε έξι μήνες, ας τους ζήσω όσο μπορώ πιο έντονα, πιο αγωνιστικά». Και έτσι έκανε, καθώς στη συνέχεια εκλέγεται μέλος στην Εκτελεστική Επιτροπή της Συνομοσπονδίας των Δημοσίων Υπαλλήλων και στη Γραμματεία της ΓΣΕΕ. Αργότερα, το 1935, συμμετέχει και στο 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ενώ το 1938 ηγείται του Γραφείου Μακεδονίας-Θράκης του κόμματος. Έναν χρόνο μετά συλλαμβάνεται και βασανίζεται για άλλη μια φορά, ενώ εξορίζεται παρά την επιβαρημένη υγεία του. Στην κατοχή είναι ο καθοδηγητής των απεργιακών κινητοποιήσεων στην Αθήνα, και πρωτοστατεί στη μεγάλη διαδήλωση στις 5 Μαρτίου 1943 ενάντια στην επιστράτευση. Στον εμφύλιο δεν ανεβαίνει στο βουνό, αλλά παραμένει στην Αθήνα δουλεύοντας για την ανασυγκρότηση του κομματικού μηχανισμού, και από το 1949, μετά τη σύλληψη του Στέργιου Αργυριάδη, τίθεται επικεφαλής του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ στην Αθήνα. Το πλουσιότατο αυτό βιογραφικό σήμαινε ότι η σύλληψή του αποτελούσε έναν μεγάλο στόχο για το μετεμφυλιακό καθεστώς. Τον Νοέμβριο του 1952 η χώρα ήταν στον αστερισμό των εκλογών – που επανέφεραν τη Δεξιά με το σκληρότερό της πρόσωπο στην κυβέρνηση μετά το σύντομο διάλειμμα του Πλαστήρα – με την Αριστερά στην παρανομία να έχει δεχτεί συντριπτικά χτυπήματα σε όλες τις γραμμές της, αλλά να υποστηρίζει προεκλογικά το «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας», και τους αμερικάνους να έχουν την απόλυτη εξουσία στη χώρα. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό για την Αριστερά πλαίσιο, στις 25 Νοεμβρίου 1952 συλλαμβάνεται στο σπίτι του στον Κολωνό ο επικεφαλής του παράνομου μηχανισμού στην Αθήνα – και φυσικά καταζητούμενος – Νίκος Πλουμπίδης. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ασφάλεια τον παρακολουθούσε στενά και ουσιαστικά δεν τον συλλάμβανε για να έχει άμεση πρόσβαση σε όλο το παράνομο δίκτυο του ΚΚΕ. Άλλωστε ο Πλουμπίδης ήταν εμφανής στόχος της Ασφάλειας από τότε που προσπάθησε να σώσει τον Μπελογιάννη με την περίφημη επιστολή του. Αυτό τον ισχυρισμό έρχεται να ενισχύσει το ότι η σύλληψή του έγινε μόλις δέκα ημέρες μετά τη νίκη του Συναγερμού στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952. Αν η Ασφάλεια είχε όλα τα στοιχεία για τη σύλληψη του Πλουμπίδη, σίγουρα δεν θα την πραγματοποιούσε πριν από τις εκλογές, γιατί θα χρεωνόταν την επιτυχία η αποχωρούσα κυβέρνηση Κέντρου και θα αδυνάτιζαν τα εναντίον της αντικομμουνιστικά συνθήματα του Συναγερμού. Και, αν για τον Πλουμπίδη η σύλληψη ήταν ένας αναμενόμενος αιφνιδιασμός, αυτό που ακολούθησε δεν θα μπορούσε να το φανταστεί ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του. Δύο μέρες μετά τη σύλληψή του, από τον ραδιοφωνικό σταθμό της «Ελεύθερης Ελλάδας» ακούγεται το παρακάτω μήνυμα: «Η Κ.Ε. του ΚΚΕ ανακοινώνει ότι ο Νίκος Πλουμπίδης, ή Μπάρμπας, είναι από 27ετίας πράκτορας της Ασφάλειας μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ, συνεργάτης του Σιάντου. (...) Από τις μεγάλες προδοσίες του είναι ότι παρέδωσε στην Ασφάλεια και στον δήμιο τον λαϊκό ήρωα Νίκο Μπελογιάννη. Η αμερικάνικη κατασκοπεία και η μοναρχοφασιστική Ασφάλεια τώρα που κατάλαβαν ότι ο πράκτοράς τους ξεσκεπάζεται, σκηνοθέτησαν τη νέα σύλληψη του Πλουμπίδη για να τον καλύψουν...». Δηλαδή η ηγεσία του κόμματος κατηγορεί τον φυλακισμένο αγωνιστή ότι είναι συνεργάτης των δεσμοφυλάκων του… Ο «Μπάρμπας» παγώνει, σκέφτεται και καταλαβαίνει πολλά, αλλά δεν ξεχνά την κομματική πειθαρχία και το ότι προς τα έξω το κόμμα πρέπει να εμφανίζεται ενωμένο, και έτσι δηλώνει: «Το κόμμα κάνει λάθος. Είμαι λευκός, αλλά πειθαρχώ στο κόμμα και στον αρχηγό του». Γιατί ο Ζαχαριάδης «αποκαθήλωσε» με τόσο άγριο τρόπο αυτόν τον συνεπή αγωνιστή - εργάτη του κόμματος; Μια πρώτη απάντηση είναι το παγκόσμιο κλίμα της εποχής. Βρισκόμαστε εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, και στις δύο πλευρές βασιλεύει η καχυποψία και οι υπόνοιες, ενώ τα «καρφώματα» είναι από όλους προς όλους. Στην Αμερική είμαστε στην περίοδο του μακαρθισμού, στην Ανατολική Ευρώπη υπάρχουν παντού «πράκτορες του ιμπεριαλισμού», ενώ στην Ελλάδα η Αριστερά μετά την ήττα της στον εμφύλιο περνάει μια περίοδο μεγάλης εσωστρέφειας. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι ο «κόκκινος δάσκαλος» πλήρωσε τις διαφωνίες του με τον Ζαχαριάδη, που δεν ήταν λίγες: ήταν αντίθετος με τα «Δεκεμβριανά», με την αποχή από τις εκλογές του 1946, με τη γραμμή « Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας», με την επιστολή Ζαχαριάδη προς τον Μεταξά στην έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, και γενικότερα είχε πολλές πολιτικές διαφωνίες με τον τότε ηγέτη του ΚΚΕ. Ανεξαρτήτως του ποια ήταν τα αίτια του «αδειάσματος» του Πλουμπίδη από τον Ζαχαριάδη, το βέβαιο είναι ότι αυτή τη διαφωνία η Ασφάλεια άλλοτε την υποδαύλιζε, άλλοτε την αξιοποιούσε, ενώ κατ’ άλλους τη δημιούργησε. Έτσι, από την πρώτη στιγμή της σύλληψης του Πλουμπίδη οι αρχές περνούσαν και υπερτόνιζαν τη γραμμή της κόντρας μέσα στο ΚΚΕ για ευνόητους λόγους. Στο βιογραφικό του Πλουμπίδη που μοιράζει στους δημοσιογράφους η Ασφάλεια δείχνει τις προθέσεις της: «Kατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Πλουμπίδης έλαβεν την αντίθετον προς τον Ζαχαριάδην θέσιν... Ο Ζαχαριάδης κατά το 7ον συνέδριον του ΚΚΕ, το 1945, του έκαμε δριμυτάτην κριτικήν, παρά ταύτα όμως (ο Πλουμπίδης) εξελέγη εκ νέου μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ». Το ίδιο σενάριο περνούσε και στις εφημερίδες της εποχής: «Αι αστυνομικαί αρχαί αναμένουν ότι ο Πλουμπίδης μετά την σύλληψίν του θα προβή εις ομολογίας εις βάρος του Ζαχαριάδη, αι οποίαι – κατά την αστυνομίαν – θα είναι συντριπτικαί διά τον Ζαχαριάδη και θα κρίνουν την τύχην του τελευταίου ως αρχηγού του ΚΚΕ» («Προοδευτική Αλλαγή»). Ό,τι και από τα παραπάνω να ίσχυε, το μόνο βέβαιο είναι από αυτή τη σύλληψη η Αριστερά είχε δεχτεί ένα νέο ισχυρό χτύπημα, το κράτος της Δεξιάς ήταν ισχυρότερο από ποτέ, και στη χειρότερη μοίρα από όλους βρισκόταν ο ίδιος ο Πλουμπίδης: φυλακισμένος, αποκομμένος και ταπεινωμένος από το ίδιο του το κόμμα, με το ραδιόφωνο της «Ελεύθερης Ελλάδας» να συνεχίζει να τον κατηγορεί, και βαριά άρρωστος. Αρχίζει να συνέρχεται από τα γεγονότα, όταν βρίσκει νέο πεδίο αγωνιστικής δράσης. Ο γιος του, Δημήτρης Πλουμπίδης, προλογίζοντας το βιβλίο του Παπαχρίστου «Ν. Πλουμπίδης - Ντοκουμέντα», αναφέρει ότι «ξαναβρήκε τις δυνάμεις του, όταν συνέλαβε στο μυαλό του την πολιτική γραμμή υπεράσπισής του. “Τιμή μου είναι η τιμή του κόμματος” είναι η ακριβής έκφραση αυτής της πολιτικής γραμμής, καθώς διαβάζεται και αντίστροφα, δηλαδή “η ατίμωσή μου είναι και ατίμωση του κόμματος”, άρα το κόμμα αποκαθιστώντας τον Ν. Πλουμπίδη αποκαθιστά και τον εαυτό του». Η δίκη του ξεκίνησε στις 24 Ιουλίου με τις κατηγορίες που βάραιναν και τον Μπελογιάννη: Κατασκοπεία και παράβαση του Α.Ν. 375. Στο δικαστήριο παρ’ ότι είναι πλέον βαριά άρρωστος και χωρίς ελπίδα σωτηρίας, εμφανίζεται ψύχραιμος και δυναμικός, ενώ κάθε μέρα έχει στα χέρια του ένα γαρίφαλο. Οι εφημερίδες της εποχής εξακολουθούν να παίζουν το σενάριο τις εσωκομματικής κόντρας. Η «Αθηναϊκή» τον αποκαλεί «Υπ' αριθ. 2 Θεό των εντοπίων κομμουνιστών», ενώ άλλες πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα δημοσιεύοντας ότι το ΚΚΕ πιθανώς θα δολοφονούσε τον Πλουμπίδη επειδή δεν ήθελε να φτάσει στο δικαστήριο. Ο ίδιος αργότερα απαντάει σε όλα αυτά με μια επιστολή του που δημοσιεύτηκε στην «Προοδευτική Αλλαγή» στις 25.7.1954 και ουσιαστικά συνιστά την «απολογία» του: «Το δημοσίευμα δεν είναι έργον συντάκτου, αλλά επιτελικά οργανωμένο σχέδιο των σκοτεινών κύκλων που ενδιαφέρονται να πλήξουν τον λαό και να παρουσιάσουν εμένα σαν προδότη, τη δε ηγεσία του κόμματός μου σαν δολοφόνους και ν’ αποδώσουν σ’ αυτή ό,τι τυχόν μέλλει να μου συμβή. Δεν με επεσκέφθη κανένας αξιωματικός της στρατιωτικής δικαιοσύνης, παρά μόνο ο εισηγητής του στρατοδικείου, στις 29.12.52, όταν έλαβε την απολογία μου. Το δημοσίευμα έχει σκοπό να μειώσει το κόμμα που έχει βαθιές ρίζες στον λαό. Δεν έκανα σε κανέναν τις συκοφαντικές δηλώσεις που βάζουν στο στόμα μου. Εις απάντησιν δηλώνω τα ακόλουθα: 1 Το ΚΚΕ είναι τόσο ισχυρό, ώστε δεν μπορεί να το διασπάσει κανείς. 2 Δεν φοβάται τις αποκαλύψεις κανενός είδους προδότη, γιατί οι σκοποί και οι επιδιώξεις του είναι καθαρές σαν κρύσταλλο. 3 Δεν με χωρίζει καμιά διαφορά με την ηγεσία του κόμματός μου. Η ανακοίνωση του κόμματος περί αποκηρύξεώς μου είχε σκοπό να προφυλάξει το κόμμα από έναν υποτιθέμενο εχθρό και οφείλεται σε σφαλερές ενδείξεις και υποβολιμαίες πληροφορίες. Πάντως, πιστεύω ότι το κόμμα θα επανεξετάσει εν καιρώ το ζήτημα. Η απόφαση του κόμματος, οποιαδήποτε κι αν είναι, θα είναι για μένα σεβαστή. 4 Δεν είμαι προδότης, αλλά ήμουν, είμαι και θα είμαι πιστός στο κόμμα». Οι δίκες Μπελογιάννη - Πλουμπίδη είχαν πολλά κοινά χαρακτηριστικά και φυσικά την ίδια κατάληξη. Η εκτέλεση του Πλουμπίδη έγινε στις 13 Αυγούστου στο Δαφνί, και ο αγωνιστής δάσκαλος εκτός από τις σφαίρες των στρατιωτών πήρε μαζί του και τις μεταδόσεις της «Ελεύθερης Ελλάδας» που άλλοτε έλεγαν ότι δεν εκτελέστηκε και άλλοτε ότι φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό. Στην πραγματικότητα, οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι πέθανε με το όνομα του ΚΚΕ στο στόμα του και ότι δεν δέχτηκε τη Θεία Κοινωνία και να του δέσουν τα μάτια. Η κομματική δικαίωσή του θα έρθει το 1958, όταν η 9η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ τον αποκατέστησε ως αγωνιστή, αναφέροντας ότι «…δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να στηρίζει την κατηγορία του προβοκάτορα και του χαφιέ». Ελπίζουμε όλα αυτά τα χρόνια κάποιος να πήγε αυτή την απόφαση στον χώρο της θυσίας του. Είναι σίγουρο ότι ο «Μπάρμπας» θα την περίμενε.. Ο Ιωσήφ Στάλιν ήταν ακόμη απασχολημένος με τις μάχες του Λένινγκραντ και του Στάλινγκραντ, όταν έγινε η διάσκεψη στην Καζαμπλάνκα (14.1.1943), και δεν είχε μετάσχει σ’ αυτήν. Δέκα μήνες αργότερα, πολλά είχαν συμβεί. Κυριότερο, η απόβαση στη Σικελία (10.7.1943) και η συμμαχική προέλαση στην Ιταλία. Όμως, οι Γερμανοί εξακολουθούσαν να πιέζουν στο ανατολικό μέτωπο. Το φθινόπωρο, οι υπουργοί Εξωτερικών της Αγγλίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης συναντήθηκαν για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Δεν καταλήξανε πουθενά. Μια διάσκεψη κορυφής ορίστηκε στην Τεχεράνη, μήπως οι ηγέτες βρούνε λύση εκεί όπου οι υπουργοί αποτύχανε. Οι αντιπροσωπείες έφτασαν, εκεί, στις 28 Νοεμβρίου. Οι Σοβιετικοί καταλύσανε στην πρεσβεία τους. Οι Αμερικανοί είχαν προβλήματα. Τους προτάθηκε να μετακομίσουν κι αυτοί στη σοβιετική πρεσβεία. Δέχτηκαν. Η μετακόμιση έγινε στις 29 Νοεμβρίου 1943. Την ίδια μέρα, συναντήθηκαν ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ κι ο Ιωσήφ Στάλιν, για πρώτη φορά στη ζωή τους. Ένας πρακτικογράφος κατέγραψε τη συνομιλία που έγινε στο πόδι. Πρώτος ο Ρούσβελτ είπε: «Χαίρομαι που σας συναντώ. Προσπάθησα πολύ καιρό για να το πετύχω». Ο Στάλιν απάντησε: «Χαίρομαι κι εγώ γι’ αυτή τη συνάντηση που, από δικό μου φταίξιμο, καθυστέρησε τόσο πολύ. Ήμουν, όμως, εξαιρετικά απασχολημένος με στρατιωτικές υποθέσεις». Ο Ρούσβελτ ενδιαφέρθηκε για την κατάσταση στο ανατολικό μέτωπο κι ο Στάλιν τον κατατόπισε. Ξαφνικά, τα θέματα της διάσκεψης έμπαιναν στα όρθια. Ίσως αυτό να ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε ο Στάλιν να περιμένει, καθώς η τυχαία συνομιλία γινόταν χωρίς τον Τσόρτσιλ. Ο Άγγλος μάλλον προτιμούσε μια στριμωγμένη Σοβιετική Ένωση. Όμως, εκείνη την ώρα δεν ήταν παρών. Έτσι, όταν ο Στάλιν ολοκλήρωσε την ενημέρωση, ο Ρούσβελτ είπε: «Ένα από τα θέματα που έχουμε να συζητήσουμε, είναι και το πώς θα καταφέρουμε να αποσυρθούν από το ανατολικό μέτωπο τριάντα με σαράντα γερμανικές μεραρχίες». Ο Στάλιν έσπευσε να συμφωνήσει: «Αυτό θα ήταν πολύ εποικοδομητικό». Έτσι, απλά, έμπαινε το θέμα της δημιουργίας ενός νέου δυτικού μετώπου. Στις συνομιλίες που ακολούθησαν ως την 1η Δεκεμβρίου, Ρούσβελτ και Στάλιν κράτησαν κοινή γραμμή που μάταια προσπάθησε να σπάσει ο Τσόρτσιλ. Άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την απόβαση στη Νορμανδία. Παρ’ ότι το τραγούδι, στη διάρκεια της χούντας, είχε έναν ρόλο... «κρυφού σχολειού» της αντίστασης, τελικά οι αναφορές στον κορυφαίο ξεσηκωμό είναι αντιστρόφως ανάλογες της σημασίας και του ρόλου του: * «Η αγάπη θέλει πείσμα, και ο πόλεμος τραγούδι». Αντάρτικο τραγούδι. * «Στα παιδιά και τους εργάτες, τους πολίτες τους οπλίτες, τα πλακάτ και τη σκανδάλη που κτυπά, η συγκέντρωση ανάβει και όλα είναι συνειδητά». Διονύσης Σαββόπουλος. Από τη μεταπολίτευση και μετά, για την εξέγερση του Πολυτεχνείου έχουν μιλήσει και έχουν εκφέρει άποψη όλοι, απ’ όλους τους χώρους. Σήμερα άποψη για τα γεγονότα θα έχουν οι ποιητές και οι στιχουργοί, μια και θα προσεγγίσουμε μια λιγότερο φωτισμένη πλευρά του Νοέμβρη, αυτή που αναφέρεται στα ποιήματα και τα τραγούδια που ξεπήδησαν μέσα από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Όλοι γνωρίζουμε τη σημασία που είχε το τραγούδι στη διάρκεια της χούντας, το οποίο δεν θα ήταν υπερβολή να αναφέρουμε ότι αποτέλεσε το... «κρυφό σχολειό» της αντίστασης στη χούντα. Ύστερα απ’ αυτό θα περίμενε κανείς ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου, που αποτέλεσε την εκρηκτική ύλη στην πτώση της δικτατορίας, θα είχε «τιμηθεί» με ανάλογο τρόπο από το ελληνικό τραγούδι. Στην πράξη όμως οι αναφορές αυτές δεν είναι πολλές και είναι συνήθως αποσπασματικές. Τα τραγούδια που υπάρχουν για τη 17 Νοέμβρη αναφέρονται στην εξέγερση και τους πρωταγωνιστές της, ενώ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι οι νεότεροι καλλιτέχνες βλέπουν τα γεγονότα περισσότερο αποστασιοποιημένα και συνδυάζουν το Πολυτεχνείο με τα συνηθισμένα επεισόδια σε κάθε επέτειο, που πλέον αποτελούν φολκλόρ του εορτασμού. Αυτή τη φορά λοιπόν ας αφήσουμε τους στίχους να μιλήσουν μόνοι τους και ας μη φορτώσουμε την εξέγερση με άλλα λόγια και αναλύσεις. Πολυτεχνείο (απόσπασμα) (Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης, Μουσική: Ανδρέας Μικρούτσικος) Τι να ξεχάσω και πώς ο τάφος τους είναι νωπός με το δικό μου τρέχουνε σώμα με το δικό μου ουρλιάζουνε στόμα. ...Ουρλιάζαν τα ασθενοφόρα έπεσε φονικό στη χώρα αίμα το αίμα τους γυρεύει τώρα. Χουλιγκάνοι (Στίχοι - μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος) Θύρα επτά και θύρα κάτω από τις ερπύστριες. Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο (Στίχοι - μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος) Η δίκη του έγινε τον άγριο Νοέμβρη, το ένιωθε άραγε κι εκείνος; Δεν πα’ να μας χτυπάν (Στίχοι - μουσική: Νικόλας Άσιμος) Δεν πα’ να μας χτυπάν με όλμους και κανόνια δεν πα’ να μας χαλάν τα πιο όμορφά μας χρόνια θα βάλουμε μπροστά τη μαύρη και την κόκκινη σημαία για μας, για μια ζωή πιο λεύτερη, πιο νέα. Δεν είναι αυτή ζωή κι από τ’ αφεντικά μας δεν είναι ανθρώπινα τα μεροκάματά μας αυτοί καλοπερνούν κι εμείς αγωνιάμε αν θα ’χουμε δουλειά για να ’χουμε να φάμε. Το δίκιο μας εμπρός να βγάλουμε στους δρόμους μπουρλότο και φωτιά σε κράτος κι αστυνόμους. Τον ξέρουμε καλά της γης μας τον αφέντη μας έμαθε πολλά το αίμα του Νοέμβρη. «Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων εμείς καθόμασταν τα βράδια και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου». Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας. Θα βάλουμε μπροστά τη μαύρη και την κόκκινη σημαία μ' αγώνα η λευτεριά μας είναι αναγκαία. «Γυρνά ο καιρός» (Στίχοι - μουσική: Νίκου Ζιώγαλα) Γυρνά ο καιρός, γυρνά ο καιρός, ο αέρας δυναμώνει βάζω της μνήμης τα φτερά και βλέπω την οθόνη στην Πλάκα και στο Σύνταγμα, με φίλους ξεχασμένους σε μια ταινία εποχής να ’μαστε συ κι εγώ. Πέντε χρόνια μετά το εξήντα οκτώ... Έμοιαζε σαν παραίσθηση, έτρεχα μαγεμένος το χέρι σου στο χέρι μου, Νοέμβρης μεθυσμένος σαν ψυχεδέλεια τρελή, που παίζει με το ψέμα φλόγες του πάθους κι έκσταση, αίμα στο σκηνικό τρέχεις εσύ από ’κεί, κι εγώ από ’δώ... Γυρνά ο καιρός, γυρνά ο καιρός κι ό,τι με συντροφεύει μέσα μου ζει αθάνατο κι έτσι θα πορευτώ Μακριά απ’ τη φθορά που μένει εδώ... Πού με πας, εικόνα, που με πας; Με πονάς, για αγάπη όταν μιλάς. Εικόνα, πού με πας... Νοέμβρης ’90 (Στίχοι - μουσική: Διονύσης Τσακνής) Τη μέρα αυτή που διάλεξα εδώ μπροστά σας να σταθώ τραγούδια και μισόλογα στο φως να καταθέσω. Πώς πήρα τέτοια απόφαση δεν ξέρω αν θ’ αντέξω η μέρα αυτή θυμίζει μακελειό. Νοέμβρης ήταν η χρονιά κι εδώ γινόταν του χαμού εγώ ήμουν δεκαεννιά κι αυτή εβδομήντα τρία. Και να που ερωτεύτηκα κάποια χρονολογία κι ο έρωτας κρατάει για καιρό. Μα έχει ο καιρός γυρίσματα μεγάλωσε κι αυτή κι εγώ μεγάλωσαν κι οι φίλοι μου εκεί γύρω στα σαράντα. Στα κόμματα γαντζώθηκαν κι εγώ δεν ξέρω τι να πω και άλλοι στο σπιτάκι τους για πάντα. Η απόσταση μας έσωσε μα οι θύμησες πληγώνουν και λέμε σαν βρισκόμαστε τα ίδια και τα ίδια. Μα νιώθω σαν μικρό παιδί που πάλι το μαλώσανε και φεύγω σε μια άγονη επαρχία. Κοιτάζω πάλι πίσω μου δυο γιους απόκτησα κι εγώ δεκαεφτά Νοέμβρηδες μου βάρυναν την πλάτη. Σημαίες και γαρύφαλλα εμπόριο κι απάτη και λόγοι επισήμων στο κενό. Κρατάω το στόμα μου κλειστό τα χείλη μου ματώσανε κι αυτοί που μας προδώσανε ανέραστοι να μείνουν. Κουφάλες δεν ξοφλήσαμε αυτό έχω μόνο να τους πω τα όνειρα των εραστών δε σβήνουν. Σταματήστε να κατέβω (Στίχοι - μουσική: B.D Foxmoor των Active Member) Εμένα άλλο με τρώει, άλλο μου φταίει δε μπορώ να καταλάβω πολλά και τι να λέει 19 Νοέμβρη για χάρη του μαλάκα έφαγα δακρυγόνο ενώ είχα πάει για πλάκα. Τα μάλλινα (Στίχοι - μουσική: Σταμάτης Μεσημέρης) Ποιος μέτρησε απ’ το μείον ως το δέκα σκαλοπάτια στη σειρά πού πάει όταν χάνεται ένα αστέρι πώς έσβησε ο δάσκαλος που υμνούσε του Καβάφη τα κεριά γιατί μυρίζουν λάστιχα στα μέσα του Νοέμβρη; Η γιορτή (Στίχοι Νίκου Βουρλιώτη, μουσική Μιχάλη Παπαθανασίου των Goin’ Thro*gh) Βλέπω φωτιές, καπνούς στους δρόμους κάποιοι τρέχουν μοιάζουν πως απόψε στο μυαλό τους κάτι έχουν ίσως φταίει ο Νοέμβρης που έχει έρθει στη γιορτή του ντυμένος με στεφάνια στην πιο γιορτινή μορφή του. Μια πόλη περιμένει πανηγύρι έχει στήσει να γλεντήσει με ντουντούκες και τραγούδια κάτι θέλει ν’ αναστήσει με σημαίες και φωνές, με συνθήματα κι οργή ετοιμάσανε τα κόμματα κι απόψε μια γιορτή. Ευκαιρία για ένα λόγο, στο μπαλκόνι, στην TV πρέπει το μήνυμα κι η θέση μας απόψε ν’ ακουστεί Δυνατά, πιο δυνατά, πιο δυνατά, πιο δυνατά! Δώστε νέες υποσχέσεις για να είναι όλοι καλά. Κι αν οι μνήμες μιας γενιάς δίνουν μάχη κάθε μέρα, αν οι λέξεις έχουν γίνει συννεφάκια στον αέρα, ο Νοέμβρης θα ’ναι πάντα για τα κόμματα γιορτή θα ’ναι πάντα η ευκαιρία για δηλώσεις... Με σημαίες, με τραγούδια, με φωνές και μουσική τα κόμματα ετοιμάσανε γι’ απόψε μια γιορτή. Με σημαίες, με τραγούδια, με φωνές και μουσική ευκαιρία για δηλώσεις, ευκαιρία για γιορτή Δεκαεφτά Νοεμβρίου, νύχτα επεισοδιακή ντυμένοι όλοι οι δρόμοι στο μπλε και στο χακί. Έκτακτα δελτία ενδιαφέροντος μηδέν οι πολιτικοί σ’ έκτακτο ανακοινωθέν. Καίγεται η Αθήνα για άλλο ένα βράδυ καταδικασμένη να ’χει άλλο ένα σημάδι και μια Ελλάδα ολόκληρη με τέτοια ιστορία να γίνεται τροφή για τα άγρια θηρία. Ποιος αργοπεθαίνει, πάντα κάποιος τη θρηνεί γιατί έτσι επιβάλλει η πολιτική να ’χεις πάντα ένα λόγο για οτιδήποτε συμβαίνει και να κλαις με μαύρο δάκρυ για οτιδήποτε πεθαίνει. Γιορτάζουμε απόψε μια επέτειο μεγάλη ψηλά, κρατήστε, πατριώτες, το κεφάλι Ο Νοέμβρης για τα κόμματα είναι μια γιορτή. Μη χάσετε το βράδυ τις δηλώσεις στην TV. Aλλά και οι ποιητές μας δεν μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστοι από τη θυσία για την ελευθερία, με κορυφαία στιγμή – για εμάς – την απαγγελία του εθνικού ύμνου προς τους στρατιώτες από τον εκφωνητή του Πολυτεχνείου Δημήτρη Παπαχρήστου. Μικρό δείγμα αυτών των ποιητικών καταθέσεων είναι τα παρακάτω ποιήματα που έχουν αφετηρία τους αγωνιστές του Νοέμβρη. 1050 χιλιόκυκλοι (Κωστούλα Μητροπούλου) «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!» Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα, δεν σου ’στειλε ένα μήνυμα μητέρα, αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιου σου, ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου. «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!» Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι, χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα, σε στόματα μανάδων η κατάρα. Και τα κορίτσια και τ’ αγόρια που μιλούσαν, τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μετρούσαν, δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία, κι αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία. «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!» Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο, δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο, λένε πως είναι τέσσερις κι είναι εκατό οι μανάδες, πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και σώπασαν χιλιάδες. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος (Τάσος Λειβαδίτης) Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο. Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω. Κάθε κραυγή σου θα ’ναι μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων. Κάθε χειρονομία σου θα ’ναι για να γκρεμίζει την αδικία. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις, ούτε στιγμή να ξεχαστείς. Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε. Μια στιγμή αν ξεχαστείς, αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στη δίνη του πολέμου, έτσι και σταματήσεις για μια στιγμή να ονειρευτείς εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές. Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις για να ζήσουν οι άλλοι. Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι ένα οποιοδήποτε πρωινό. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι μπρος στα ντουφέκια! Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή (Νικηφόρος Βρεττάκος) Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ’ όνομά μας. Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους Κήπους και τις πολιτείες μας. Πάνω στο χώμα σου Είμαστε. Έχουμε πατρίδα. 'Έχω κρατήσει μέσα μου την τουφεκιά σου. Γυρίζει μέσα μου ο φαρμακερός ήχος του πολυβόλου. Θυμάμαι την καρδιά σου που άνοιξε κι έρχονται στο μυαλό μου κάτι εκατόφυλλα τριαντάφυλλα που μοιάζουνε σαν ομιλία του απείρου προς τον άνθρωπο. Έτσι μας μίλησε η καρδιά σου. Κι είδαμε πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος κι έγινε μεγαλύτερος για να χωρά η αγάπη. Το πρώτο σου παιχνίδι, Εσύ. Το πρώτο σου αλογάκι, Εσύ. Έπαιξες τη φωτιά. Έπαιξες το Χριστό. Έπαιξες τον Αϊ Γιώργη και το Διγενή. Έπαιξες τους δείχτες του ρολογιού που κατεβαίνουν τα μεσάνυχτα. Έπαιξες τη φωνή της ελπίδας εκεί που δεν υπήρχε φωνή. Η πλατεία ήταν έρημη. Η πατρίδα είχε φύγει. Νομίζουμε ότι δεν θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερο επίλογο στην επέτειο του Πολυτεχνείου από τους στίχους του Διονύση Τσακνή: Κουφάλες δεν ξοφλήσαμε αυτό έχω μόνο να τους πω τα όνειρα των εραστών δε σβήνουν. Ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1917. Η οικογένειά του είναι από τις ισχυρές των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο ίδιος υπηρέτησε στο αμερικανικό ναυτικό και, στη συνέχεια, εκλέχτηκε γερουσιαστής Μασαχουσέτης με το κόμμα των Δημοκρατικών. Αν και μόλις 43 χρόνων, έβαλε υποψηφιότητα για πρόεδρος, στις εκλογές του 1960, για την τετραετία 1961-1965. Κατάφερε να εκλεγεί με διαφορά λίγων εκατοντάδων χιλιάδων ψήφων από τον αντίπαλό του Ρίτσαρντ Νίξον, αντιπρόεδρο του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ την οκταετία 1952-1960. Ο στιβαρός του χαρακτήρας, η σαφής τοποθέτησή του κατά των φυλετικών διακρίσεων και ο τρόπος, με τον οποίο χειρίστηκε την κρίση της Κούβας, τον αναδείξανε προσωπικότητα με παγκόσμιο κύρος. Παρ’ όλα αυτά, η δημοτικότητά του στις πολιτείες του Νότου συνεχώς έπεφτε. Κύρια αιτία ήταν ο αδερφός του Ρόμπερτ Κένεντι (γεννήθηκε το 1925): Ως υπουργός Δικαιοσύνης, χτύπησε ανελέητα το έγκλημα, εισηγήθηκε νόμους για τα ατομικά δικαιώματα και επέβαλε στα πανεπιστήμια να εγγράφουν μαύρους φοιτητές, δικαίωμα που είχαν αποκτήσει με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σε όλα αυτά, προστέθηκε και η προώθηση από το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων του Μπάρι Γκολντγουότερ ως υποψήφιου για τις εκλογές του 1964. Κι ο Γκολντγουότερ ήταν γνήσιος συντηρητικός και υστερικός Τεξανός. Αποφασίστηκε μια προεδρική περιοδεία στο Τέξας με σκοπό να ξανακερδηθούν οι χαμένοι ψηφοφόροι. Τον πρόεδρο συνόδευε η δημοφιλής γυναίκα του Ζακλίν κι ο Τεξανός αντιπρόεδρος Λίντον Τζόνσον (γεννήθηκε το 1908). Στις 22 Νοεμβρίου 1963, το προεδρικό αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ντάλας, μεγάλη πόλη του Τέξας. Δυο ανοιχτά αυτοκίνητα διατέθηκαν στους επισήμους: Στο πρώτο, επιβιβάστηκαν το προεδρικό ζευγάρι κι ο κυβερνήτης της πολιτείας, Κόναλι. Στο δεύτερο, ο αντιπρόεδρος Τζόνσον. Η πομπή προχώρησε προς το κέντρο της πόλης. Ήταν 12.30 μεσημέρι, τοπική ώρα, όταν έπεσαν οι πυροβολισμοί. Ο κυβερνήτης Κόναλι τραυματίστηκε βαριά. Ο πρόεδρος Κένεντι δέχτηκε μια σφαίρα στο λαιμό και μια στο κεφάλι. Μάταια, η Ζακλίν έπεσε πάνω του, να τον προφυλάξει με το σώμα της. Ήταν αργά. Ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι ξεψύχησε μισή ώρα αργότερα στο νοσοκομείο. Η αστυνομία του Ντάλας έδρασε αστραπιαία. Οι πρώτες μαρτυρίες ανέφεραν πως οι πυροβολισμοί είχαν πέσει από ένα παράθυρο, στον τελευταίο όροφο μιας αποθήκης σχολικών βιβλίων. Στις 2 το μεσημέρι, συνέλαβαν τον υπάλληλο της αποθήκης Λι Όσβαλντ, ως ένοχο. Ο κατηγορούμενος αρνιόταν την ενοχή. Πέρασε όλη τη νύχτα στην ανάκριση. Το πρωί, αποφασίστηκε η μεταφορά του σε μέρος πιο ασφαλές. Στις 11.21 το πρωί, 23 Νοεμβρίου, ενώ οι κάμερες της τηλεόρασης κάλυπταν τη μεταγωγή, ένας άνδρας βγήκε μπροστά στους συνοδούς της ασφάλειας, έβγαλε όπλο και πυροβόλησε τον Όσβαλντ που έπεσε νεκρός. Τον συνέλαβαν, αμέσως. Ήταν ο Τζακ Ρούμπι, πασίγνωστος στον υπόκοσμο του Τέξας. Θέλησε, είπε, να εκδικηθεί τον φονιά του προέδρου. Λίγους μήνες αργότερα, δημοσιεύτηκε μια φωτογραφία. Εικόνιζε τον Λι Όσβαλντ στην είσοδο της αποθήκης, τη στιγμή της δολοφονίας. Περίπου τον ίδιο καιρό, ανακοινώθηκε πως ο Τζακ Ρούμπι πέθανε στη φυλακή από καρκίνο. Στον πολιτικό τομέα, τα πράγματα κύλησαν ομαλά. Ο Λίντον Τζόνσον διαδέχτηκε τον Κένεντι στην προεδρία, την ίδια εκείνη μέρα της δολοφονίας. Πήρε και τις εκλογές του 1964, ως πρόεδρος για την τετραετία 1965-1969. Στις επόμενες εκλογές, ο Ρόμπερτ Κένεντι διεκδικούσε το χρίσμα των δημοκρατικών για την προεδρία. Δολοφονήθηκε, τον Ιούνιο του 1968. Ο υποψήφιος που τον αντικατέστησε, καταποντίστηκε. Επιτέλους, τις εκλογές για την τετραετία 1969 - 1973 τις κέρδισε ο ρεπουμπλικάνος Ρίτσαρντ Νίξον. Χάρη στο σκάνδαλο του Γουότεργκέιτ, όπως αποδείχτηκε. Μισό αιώνα μετά τη δολοφονία του Τζον Κένεντι, τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Δύο ήταν οι μεγάλες επαναστάσεις στην παγκόσμια ιστορία : Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 και η Οκτωβριανή Επανάσταση που έλαβε χώρα από τις 24 Φεβρουαρίου 1917 ώς τις 31 Οκτωβρίου του 1920. Τα γεγονότα αυτά δεν αποτέλεσαν σταθμούς μόνο για τα κράτη στα οποία έλαβαν χώρα, αλλά επηρέασαν βαθύτατα ολόκληρο τον κόσμο, γιατί δεν ήταν μόνο αλλαγές στην εξουσία και τη διακυβέρνηση, αλλά επαναστάσεις ιδεών. Η Οκτωβριανή Επανάσταση πήρε το όνομά της από την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων στις 24 Οκτωβρίου του 1917 από τους μπολσεβίκους, τα οποία χρησιμοποιούσε ως έδρα η προσωρινή ρωσική κυβέρνηση. Τα αίτια του αναβρασμού και της βαθιάς ρήξης των κοινωνικών ομάδων με την κατεστημένη εξουσία πρέπει όμως να αναζητηθούν πολύ πιο παλιά, την εποχή που ο Μαρξ και ο Ένγκελς συνέγραψαν τα έργα τους, αλλά και στον Ντοστογιέφσκι που το 1880 έγραφε στο «Ημερολόγιο ενός συγγραφέα»: «Δεν μπορεί πια ένα μέρος από την ανθρωπότητα να κρατάει σκλαβωμένη όλη την υπόλοιπη... Η αφύσικη αυτή κατάσταση πραγμάτων και τα άλυτα αυτά πολιτικά προβλήματα δεν είναι δυνατόν παρά να οδηγήσουν σ’ έναν τεράστιο, τελειωτικό πόλεμο με τη συμμετοχή όλων, που θα ξεσπάσει σε τούτον τον αιώνα». Όπως παρατηρούσε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε διά παντός τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, δημιουργώντας νέες τάξεις και σχέσεις μεταξύ τους. Από τη μία υπήρχαν οι κεφαλαιούχοι, που είχαν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, και από την άλλη οι εργάτες, οι οποίοι στερούνταν ιδιοκτησίας αυτών των μέσων παρόλο που συμμετείχαν σε αυτή. Η προλεταριοποίηση των εργατών επέφερε συσσωρευμένες πιέσεις, οι οποίες αναζητούσαν διέξοδο. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μαρξ στο έργο του «Σχετικά με την κριτική της πολιτικής οικονομίας»: «Οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξής τους, σε αντίθεση με τις υφιστάμενες παραγωγικές σχέσεις ή με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, που στα πλαίσιά τους αναπτύσσονταν ώς τότε. Οι σχέσεις αυτές, από μορφές των παραγωγικών δυνάμεων, γίνονται τα δεσμά τους. Τότε σημαίνει η ώρα της κοινωνικής επανάστασης». Οι ιδέες της Γαλλικής Eπανάστασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου σε συνδυασμό με τις απόψεις του Μαρξ και του Ένγκελς ήταν οι πλέον κατάλληλες για να αποτελέσουν τη βάση της ιδεολογίας της εργατικής τάξης στην πάλη της αυτή. Το επιστέγασμα όμως ήταν ο Λένιν, ο οποίος συνέλαβε το «Στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης», ένα κείμενο που ανέλυε τον τρόπο με τον οποίο η εργατική τάξη θα αγωνιζόταν για τους σκοπούς της. Ο Λένιν είχε ιδρύσει από το 1895 στην Πετρούπολη την «Ένωση του αγώνα για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης» και το 1898 στο Μινσκ, το «Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα». Στο εσωτερικό του κόμματος αυτού αναπτύχθηκαν δύο ομάδες, οι μπολσεβίκοι και οι μενσεβίκοι. Οι πρώτοι μετεξελίχθηκαν αργότερα σε αυτόνομη οντότητα και κυριάρχησαν στο επαναστατικό κίνημα. Επίσης, οι επαναστατικές τάσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας είχαν διάφορες αποχρώσεις σε εκείνα τα πρώιμα στάδια. Ο Τρότσκι είχε ιδρύσει τη «Νοτιορωσική Εργατική Ένωση» το 1897 και το 1904 συγγράφει μια δριμεία κριτική κατά του Λένιν στο βιβλίο «Τα πολιτικά μας καθήκοντα», δείγμα των διαφορετικών απόψεων που υπήρχαν ανάμεσα στη μετέπειτα ηγεσία. Καταλύτης για την επίσπευση των γεγονότων αποτέλεσε η ήττα της Ρωσίας στον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904. Οι επαναστατικές δυνάμεις άντλησαν περισσότερη υποστήριξη από την απογοήτευση του λαού για την εξουσία όταν σε διαδήλωση που έγινε σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν 5.000 άτομα. Ακολουθεί η ανταρσία του πληρώματος του πασίγνωστου θωρηκτού «Ποτέμκιν» και γενικευμένες απεργίες που ανάγκασαν τον τσάρο να παραχωρήσει με βαριά καρδιά κάποια δικαιώματα και να προβεί στη σύσταση κυβέρνησης και εθνοσυνέλευσης. Αυτή η κοινωνική αντίδραση ήταν ουσιαστικά μια πρόβα για ό,τι θα ακολουθούσε. Η επαναστατική δράση συνεχίστηκε με πρωτοστάτες τον Λένιν και τον Τρότσκι, ο οποίος εξορίζεται, αλλά κατορθώνει να επιστρέψει στην Πετρούπολη και από εκεί στο Λονδίνο, όπου διοργανώνει την Πέμπτη Σύνοδο του Κόμματος (στην οποία συμμετείχε και ο Στάλιν). Όλες αυτές οι επαναστατικές ιδέες έβρισκαν ισχυρότερα ερείσματα σε εκείνες τις χώρες όπου η μοναρχική διακυβέρνηση ήταν περισσότερο αυταρχική. Στις αρχές του 1910 αυτή η χώρα ήταν η Ρωσία, όπου ο τσάρος αντιμετωπίζοντας σημαντικά προβλήματα προσπαθούσε να διαφυλάξει την κυριαρχία του με ολοένα και μεγαλύτερη αυταρχικότητα. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε τη χαριστική βολή στις μοναρχίες της Ευρώπης. Η τσαρική Ρωσία δεν αποτέλεσε εξαίρεση, καθώς μετά την ήττα του 1904, οι εξελίξεις στο ανατολικό μέτωπο δημιούργησαν μια πολύ δυσμενή κατάσταση για τον θρόνο. Λόγω των συνεχών ηττών και της πείνας πολλοί στρατιώτες λιποτακτούσαν, ενώ παρόμοιες ελλείψεις μάστιζαν και τις πόλεις. Στις 15 Μαρτίου 1917 ο Τσάρος Νικόλαος ο Β’ αναγκάζεται να υποβάλει την παραίτησή του και δημιουργείται κυβέρνηση φιλοαστική με την υποστήριξη των μεγαλοαστών και των γαιοκτημόνων. Οι μενσεβίκοι και οι μπολσεβίκοι δεν στηρίζουν αυτή την ύστατη προσπάθεια διάσωσης της παλαιάς τάξης και ο Λένιν που βρίσκεται στη Μόσχα απαιτεί να δοθεί «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Ακολουθούν εσωτερικές διεργασίες στους κόλπους των επαναστατών και απεργίες που καταστέλλονται από τις δυνάμεις ασφαλείας που ήταν πιστές στην προσωρινή κυβέρνηση. Έτσι λήγει η λεγόμενη Φεβρουαριανή Επανάσταση. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ο στρατηγός των κοζάκων Κορνίλωφ επιχειρεί πραξικόπημα, αλλά αποτυγχάνει λόγω της έλλειψης υποστήριξης από τους εργάτες και τους ίδιους τους στρατιώτες. Ο Τρότσκι αποφυλακίζεται και μετατρέπει την Κόκκινη Φρουρά σε κανονική στρατιωτική δύναμη. Είναι πλέον η πιο δημοφιλής μορφή της Επανάστασης. Στο μεταξύ, οι γερμανικές δυνάμεις προέλαυναν ολοένα και πιο κοντά στην πρωτεύουσα Πετρούπολη δημιουργώντας έτσι μια χαοτική κατάσταση στην πόλη, στην οποία βρίσκεται και ο Λένιν του οποίου η πρόταση για ένοπλο αγώνα γίνεται δεκτή με ψήφους 10-2 στις 1ο Οκτωβρίου. Η κυβέρνηση προσπαθεί να τους ακινητοποιήσει στέλνοντας θωρακισμένα αυτοκίνητα στα γραφεία της εφημερίδας «Ραμπότσι Πουτ». Η προσπάθεια αποτυγχάνει και η εφημερίδα κυκλοφορεί με τίτλο την ανατροπή της κυβέρνησης. Ο Τρότσκι έχοντας κερδίσει την υποστήριξη της φρουράς της πόλης, θέτει σε εφαρμογή το σχέδιό του, δηλαδή ένα πραξικόπημα εκτελεσμένο προσεκτικά σε τακτικό και επικοινωνιακό επίπεδο. Οι στρατιωτικές δυνάμεις καταλαμβάνουν άμεσα κάθε δημόσιο κτίριο, την Κεντρική Τράπεζα και τις γέφυρες της πόλης. Αυτό προκαλεί την ουσιαστική διάλυση της προσωρινής κυβέρνησης και τον περιορισμό της στα χειμερινά ανάκτορα. Ο Λένιν δυσκολεύτηκε να πιστέψει την ευκολία με την οποία επιβλήθηκαν οι επαναστάτες και πείστηκε μόνο όταν άκουσε τις πληροφορίες που κατέφθαναν από τις ομάδες κρούσης. Στη συνέχεια, με συμμετοχή και του ναυτικού κατελήφθησαν και τα χειμερινά ανάκτορα. Ταυτόχρονα, έφτασαν ειδήσεις ότι η Μόσχα και άλλες πόλεις υποστήριζαν τη νίκη των επαναστατών. Ο Λένιν έγινε πρόεδρος της νέας κυβέρνησης των Επιτρόπων του Λαού και στις 7 Νοεμβρίου λαμβάνει χώρα το Β’ Παρρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ στο Ινστιτούτο Σμόλνι. Ο Τζον Ριντ στο βιβλίο «Δέκα ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» μας εξηγεί πώς ήταν η πλειονότητα των συμμετεχόντων: «Μεγάλες μάζες απεριποίητων στρατιωτών, αγριεμένων εργατών, αγροτών, φτωχών ανθρώπων γερασμένων και βαθιά χαραγμένων από την άγρια μάχη της καθημερινής επιβίωσης». Το Συνέδριο αποφασίζει βαθιές τομές για τη ρωσική κοινωνία: εθνικοποίηση της ιδιοκτησίας, διανομή της γης και έλεγχος της παραγωγής από τους εργάτες. Χαρακτηριστικά, στο επίσημο κείμενο αναφερόταν: «Η σοβιετική εξουσία θα προτείνει άμεση δημοκρατική ειρήνη σε όλα τα έθνη και άμεση εκεχειρία σε όλα τα μέτωπα. Θα εγγυηθεί την ελεύθερη μεταβίβαση της γης των γαιοκτημόνων, της βασιλικής περιουσίας και των μοναστηριών στις Επιτροπές Γης, θα εγγυηθεί τα δικαιώματα των στρατιωτών επιβάλλοντας πλήρη εκδημοκρατισμό του στρατού, θα εγκαθιδρύσει εργατικό έλεγχο στην παραγωγή, θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την παροχή ψωμιού στις πόλεις και ειδών πρώτης ανάγκης στα χωριά και θα εγγυηθεί επίσης το δικαίωμα όλων των εθνοτήτων που ζουν στη Ρωσία για αυτοδιάθεση». Στη συνέχεια, η νεοσυσταθείσα κυβέρνηση συνασπισμού (όπου την πλειοψηφία είχαν οι σοσιαλεπαναστάτες) συνάπτει ανακωχή με τη Γερμανία. Τον Φεβρουάριο ο Τρότσκι ιδρύει τον Κόκκινο Στρατό και τον Μάρτιο η πρωτεύουσα μεταφέρεται στη Μόσχα για λόγους ασφαλείας. Εν τω μεταξύ, εκείνους τους μήνες έχουμε την ανεξαρτητοποίηση πολλών κρατών, όπως η Λευκορωσία, η Αρμενία και η Γεωργία. Όμως τα προβλήματα δεν σταματούν ακόμα καθώς μερικούς μήνες μετά την ανατροπή της κυβέρνησης έρχεται μια σειρά εξωτερικών παρεμβάσεων. Οι δυτικές δυνάμεις βλέπουν τις διεθνείς συνθήκες που είχε υπογράψει το προηγούμενο καθεστώς να απειλούνται και αντιδρούν στις εξελίξεις αυτές με ποικίλους τρόπους: ιαπωνικές δυνάμεις έχουν αποβιβαστεί στα ανατολικά ενώ αγγλογαλλικές δυνάμεις αποβιβάζονται στον Αρχάγγελο και το Μούρμανσκ. Παράλληλα ενισχύουν διάφορους στρατιωτικούς του παλαιού καθεστώτος με όπλα και εφόδια για να χτυπήσουν την Επανάσταση από πολλές πλευρές. Σαν αντίδραση, οι μπολσεβίκοι δολοφονούν τον τσάρο και ο Τρότσκι προσπαθεί να αναδιοργανώσει το στράτευμα. Είναι όμως δύσκολο εξαιτίας της προπαγάνδας των μπολσεβίκων που επί σειρά ετών έστελναν αντιμιλιταριστικά μηνύματα στην προσπάθειά τους να διαλύσουν τον στρατό του τσάρου. Έτσι, λοιπόν, η Επανάσταση φτάνει σε ένα κρίσιμο σημείο, διότι η επιτυχής εισβολή ξένων δυνάμεων θα μπορούσε να χρεωθεί από τους οπαδούς του παλαιού καθεστώτος ως αποτέλεσμα των πράξεων του νέου καθεστώτος με συνέπεια αναζωπύρωση της διαμάχης μεταξύ τους. Όμως για άλλη μια φορά οι ηγέτες της Επανάστασης στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Ο Τρότσκι ταξιδεύει παντού με το «θωρακισμένο τρένο» του οργανώνοντας και εμψυχώνοντας τα στρατεύματα στις κρίσιμες μάχες. Ο Λένιν χαιρετά την κρίσιμη νίκη στο Καζάν ως εξής: «Ας είναι για εμάς το σύμβολο ότι θα συντρίβουμε κάθε αντίσταση των εκμεταλλευτών και θα διασφαλίζουμε τη νίκη του παγκόσμιου σοσιαλισμού». Ακολουθεί η διάσωση της Πετρούπολης από επίθεση δυνάμεων υπό τον «λευκό» στρατηγό Γιούντενιτς και η απώθηση παρόμοιων προσπαθειών στη Νότια Ρωσία. Σε αυτές τις επιχειρήσεις εντάσσεται και η αποτυχημένη εκστρατεία της Κριμαίας, στην οποία συμμετείχαν και ελληνικές δυνάμεις. Στις εξελίξεις υπάρχει και μια διφορούμενη μορφή που τα επόμενα χρόνια θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη μετεξέλιξη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Πρόκειται για τον Ιωσήφ Στάλιν, τότε μέλος του υπουργικού συμβουλίου (Επίτροποι του Λαού) ο οποίος στις μάχες ενάντια στους πολωνούς διέταξε αυτοβούλως τις δυνάμεις του να επιτεθούν σε μια προσπάθεια να καρπωθεί την επιτυχία ο ίδιος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία κενού που εκμεταλλεύτηκαν οι πολωνοί για να διεισδύσουν και να νικήσουν τον σοβιετικό στρατό. Τελικά υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο εξαντλημένων αντιπάλων, με τον Στάλιν να δέχεται επικρίσεις αλλά να μην τιμωρείται. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1920 πλέον, με το πέρας του εμφυλίου πολέμου και των εξωτερικών παρεμβάσεων ολοκληρώνεται η πρώτη επαναστατική περίοδος, με τους θριαμβευτές της να επιδίδονται στο εξής στην ανοικοδόμηση και την αναδιοργάνωση της χώρας, με ένα πολιτικό «πείραμα» που θα εφαρμοζόταν στην πράξη για πρώτη φορά. Όσον αφορά το μέλλον, ο ίδιος ο Τρότσκι μας παρουσιάζει εύγλωττα τις προβλέψεις του στην «Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης»: «Βασιζόμαστε στην ελπίδα ότι η δική μας επανάσταση θα γίνει ο προπομπός της ευρωπαϊκής επανάστασης. Αν οι ευρωπαϊκές μάζες δεν συντρίψουν τον ιμπεριαλισμό, τότε η επανάστασή μας θα μπει σε θανάσιμο κίνδυνο. Είτε η ρώσικη επανάσταση θ’ ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου της ευρωπαϊκής επανάστασης, είτε ο ιμπεριαλισμός θα συντρίψει τη δικιά μας επανάσταση». Οι επαναστατικές ιδέες βρήκαν υποστηρικτές και πρόσφορο έδαφος στα εδάφη που εκμεταλλεύονταν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις. Η κατάσταση εκεί ήταν παρόμοια με αυτή της τσαρικής Ρωσίας: αντί για κεφαλαιούχοι και προλετάριοι υπήρχαν αποικιοκράτες και εκμεταλλευόμενοι ντόπιοι πληθυσμοί. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα κομμουνιστικά κινήματα κατέλαβαν την εξουσία σε πληθώρα τέτοιων κρατών, ακόμα και στην Κίνα, καθιστώντας τη Σοβιετική Ένωση υπερδύναμη. Όμως, ενώ κυριάρχησαν σε περιφερειακό επίπεδο, απέτυχαν να νικήσουν στην Ευρώπη, εκεί που η επικράτησή τους θα σήμαινε την ολοκληρωτική νίκη επί του καπιταλισμού. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς αυτό που προέβλεψε ο Τρότσκι, ότι δηλαδή η αντίδραση του καπιταλισμού (σε συνδυασμό με πολλούς άλλους ενδογενείς παράγοντες) κατέπνιξε τις επαναστάσεις και επικράτησε, έστω και προσωρινά. Γιατί, όπως διδάσκει ο Μαρξ, ο καπιταλισμός έχει τους δικούς του αυτοκαταστροφικούς παράγοντες και, από την άλλη, η επανάσταση επαναλαμβάνεται όσο υπάρχουν οι αιτίες που οδηγούν σε αυτή. Ο πασάς Γαζί Μουσταφά Κεμάλ γεννήθηκε το 1880 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στην ανώτατη πολεμική σχολή της Κωνσταντινούπολης, όπου γαλουχήθηκε με τις νεωτεριστικές κινήσεις, έκφραση των οποίων ήταν το κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος» της Θεσσαλονίκης. Η φοιτητική του δράση εντοπίστηκε από τις μυστικές υπηρεσίες του σουλτάνου. Έτσι, όταν αποφοίτησε, τον έστειλαν να υπηρετήσει στη Δαμασκό, όπου, όπως φαντάζονταν, θα ήταν ακίνδυνος. Εκεί, ο Κεμάλ δημιούργησε μυστική οργάνωση με το όνομα «Βατάν» (Πατρίδα). Τον υποψιάστηκαν και τον μεταθέσανε στη φρουρά της Ιόππης, ένα οπισθοδρομικό χωριό της Παλαιστίνης με αποπνικτικό περιβάλλον, που έμελλε να ενωθεί, μετά από μισόν αιώνα, με το Τελ Αβίβ. Ο Κεμάλ μπόρεσε να αποκαταστήσει επαφή με τη Θεσσαλονίκη, να την επισκέπτεται κρυφά και, ταυτόχρονα, να διαπρέπει στην Ιόππη. Κατάφερε να προαχθεί στον βαθμό του λοχαγού και να μετατεθεί κανονικά στη Θεσσαλονίκη, το 1907. Την επόμενη χρονιά, ξέσπασε το κίνημα των Νεότουρκων, που πέτυχε την κατάργηση της σουλτανικής απολυταρχίας και τη δημιουργία συντάγματος. Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β’ αναγκάστηκε να παραιτηθεί, στις 31 Μαρτίου 1909, και να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του σε περιορισμό. Όταν ξέσπασε ο τουρκοϊταλικός πόλεμος του 1911, ο νέος σουλτάνος, Μωάμεθ Ε’ (1844-1918), έστειλε τον Κεμάλ στη Βόρεια Αφρική. Ήταν ακόμη στην Τριπολίτιδα, όταν άρχισε ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος. Ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως επιτελάρχης, ανακατέλαβε την χερσόνησο της Καλλίπολης από τους Βουλγάρους και, ως συνταγματάρχης, απέκρουσε τους Άγγλους, το 1915, στο ίδιο σημείο. Έγινε υποστράτηγος και στάλθηκε στον Καύκασο, όπου ανάκτησε δυο περιοχές. Όμως, είχε γίνει πολύ δημοφιλής στο στράτευμα και θεωρήθηκε επικίνδυνος. Τον έστειλαν να πολεμά τους άτακτους Άραβες στη Χετζάζη. Διαμαρτυρήθηκε, παραιτήθηκε και τοποθετήθηκε διοικητής του 7ου σώματος στρατού, που είχε στόχο τη Βαγδάτη. Για λίγο. Σύντομα, ανακλήθηκε και τοποθετήθηκε επιτελής, πλάι στον διάδοχο του θρόνου. Όταν ο διάδοχος, το 1918, ανέβηκε στον θρόνο ως Μωάμεθ ΣΤ’ (1861 - 1926), ο Κεμάλ του ζήτησε να ξαναπάρει τη διοίκηση του 7ου σώματος, στην Παλαιστίνη. Όταν έφτασε εκεί, το βρήκε εκμηδενισμένο από τους Άγγλους. Ήταν η εποχή της διάλυσης. Στις 30 Οκτωβρίου 1918, πάνω στο αγγλικό θωρηκτό «Αγαμέμνων», έξω από τη Λήμνο, η Οθωμανική αυτοκρατορία υπέγραφε την ανακωχή κι έμπαινε κάτω από συμμαχική κατοχή. Οι βαρείς όροι της συνθήκης, η αποσύνθεση του στρατού και η λαϊκή μοιρολατρεία οδήγησαν τον Κεμάλ στη δημιουργία μυστικής οργάνωσης στον στρατό. Η παραχώρηση της Σμύρνης και η εκεί άφιξη του εληνικού στρατού επισπεύσανε τα πράγματα. Στις 25 Μαΐου 1919, η οργάνωση του Κεμάλ δημοσίευσε μια προκήρυξη. Στις 19 του Ιουνίου, ανώτατοι κι ανώτεροι αξιωματικοί υπέγραφαν το πρωτόκολλο της Αμάσειας, εναντίον του σουλτάνου και της Αντάντ. Οι επαναστατικές πράξεις γίνονταν δημόσια: Εθνικός κανονισμός της οργάνωσης, εθνικός όρκος, πρόγραμμα για τις υποβαθμισμένες ανατολικές περιοχές. Ο σουλτάνος έκλεισε τη Βουλή κι έκανε συλλήψεις (16.3.1920). Ο Κεμάλ απάντησε με εκλογές στις μη κατεχόμενες περιοχές (23 Απριλίου) και εθνοσυνέλευση, στην Άγκυρα. Ο ίδιος μπήκε αρχηγός της επαναστατικής κυβέρνησης. Οργάνωσε στρατό, νίκησε στη Αρμενία, έκλεισε ειρήνη και κατάφερε να αναγνωριστεί από τη Σοβιετική Ένωση. Μέσα σε ένα χρόνο, διέλυσε το σουλτανάτο της Κωνσταντινούπολης, επωφελήθηκε από τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα και προσεταιρίστηκε την Αντάντ. Νίκησε τον ελληνικό στρατό κι εξανάγκασε τον Μωάμεθ ΣΤ’ σε παραίτηση. Στις 29 Οκτωβρίου 1923 γινόταν ο πρώτος πρόεδρος της δημοκρατίας με τον Ισμέτ Ινονού πρωθυπουργό. Επανεκλέχτηκαν κι οι δυο, το 1927. Μέσα από εσωτερικές αντιθέσεις και κρίσεις, ο Κεμάλ προχώρησε σε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις εισάγοντας το λατινικό αλφάβητο και διαχωρίζοντας το κράτος από τη θρησκεία. Η χειραφέτηση της γυναίκας ήρθε μέσα από την κατάργηση των χαρεμιών και της πολυγαμίας, καθώς και την απαγόρευση του φερεντζέ και του φεσιού. Στη δημοκρατία του, μόνο το λαϊκό κόμμα ήταν νόμιμο. Στα 1934, έγινε Ατατούρκ (πατέρας της Τουρκίας). Πέθανε στις 15 Νοεμβρίου 1938 και στην προεδρία τον διαδέχτηκε ο πρωθυπουργός του, Ισμέτ Ινονού. |