Το χρονικό της «ανταρσίας» του Αντιτορπιλικού «Βέλος» |
|
|
Η«ανταρσία» του Α/Τ «Βέλος» αποτελεί τμήμα και μάλιστα το δυναμικό μέρος του αποκαλούμενου «Κινήματος του Ναυτικού, Μάης 1973». Αυτή η «ανταρσία» του πληρώματος υπό τον κυβερνήτη αντιπλοίαρχο Ν. Παππά κατέρριψε από τις ανακοινώσεις του απριλιανού καθεστώτος την έκφραση «οπερετικό». Έτσι είχαν αποκαλέσει το σχεδιαζόμενο κίνημα τις πρώτες ώρες των συλλήψεων των στελεχών που θα απέπλεαν στις 23 Μαΐου με το μεγαλύτερο μέρος του στόλου ενάντια στη δικτατορία. Το εγχείρημα του Παππά και όσων τον ακολούθησαν (όλοι άγαμοι, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, νεαρής ηλικίας και μόνιμοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί) είχε τα εξής αποτελέσματα: • να ακουστούν οι συλλήψεις και οι βασανισμοί των συναδέλφων τους, • να καταδειχτεί πως τη δικτατορία δεν τη στήριζαν όλοι στις Ένοπλες Δυνάμεις, • να προβληματιστούν όλοι για την ενότητα του ΝΑΤΟ, • να συντηρηθούν το αντιδικτατορικό κλίμα και οι ελπίδες του ελληνικού λαού. Διαφαίνεται πως ο στόχος να εμφανιστούν ως ενδιαφερόμενοι για την ενότητα του ΝΑΤΟ απασχόλησε την ομάδα, όπως και η απόφασή τους να δρουν ως ομάδα ιδεολογικά συμπαγής.Eτσι εξηγείται και η υπογραφή από όλους Πρωτοκόλλου Τιμής, με το οποίο διακηρύσσουν πως μένουν μεν πιστοί στη Βασιλευομένη Δημοκρατία, αλλά θα σεβαστούν «...πάσαν τυχόν μεταβολήν, την οποία θα αποφασίσει ο ελληνικός λαός, ως κυρίαρχος κριτής των τυχών της χώρας....». Η αρχή της «ανταρσίας»
Το χρονικό του Α/Τ «Βέλος» τις ημέρες εκείνες είναι το εξής:
Στις 18 Μαΐου 1973 αποπλέει από τον ναύσταθμο Σαλαμίνας για την εξαμηνιαία άσκηση του ΝΑΤΟ «Deterrent Force» υπό τούρκο διοικητή. Δύο ημέρες νωρίτερα ο ύπαρχος του πλοίου, Δημητριάδης, είχε μετατεθεί παραδίδοντας καθήκοντα στον Ε. Ξενάκη (και οι δύο μυημένοι από τον Παππά, ενώ ο Δημητριάδης περιλαμβάνεται στους συλληφθέντες). Στις 21 καταπλέει με τα υπόλοιπα πλοία της άσκησης στο Ηράκλειο. Εκεί μεσολαβούν τηλεφωνήματα στον Παππά από την Αθήνα, από τους συναδέλφους του της οργάνωσης, αλλά και από τους Π. Κούβαρη και Νικολόπουλο, αξιωματικούς του καθεστώτος που διερευνούν – ιδιαίτερα ο δεύτερος – τις προθέσεις του. Επισημαίνεται πως, κατά τον γράφοντα, η οργάνωση για κίνημα στο Πολεμικό Ναυτικό ήταν γνωστή στις υπηρεσίες ασφάλειας της χούντας μερικούς μήνες νωρίτερα. Eχει διαπιστωθεί χωρίς αμφισβήτηση πως τριπλάσιος και πλέον αριθμός των συλληφθέντων γνώριζε για τη σχεδίαση κινήματος. Μάλιστα από στελέχη του Ναυτικού που είχαν σχέση με αξιωματικούς του στρατού που υπηρετούσαν στην ΚΥΠ είχε ειδοποιηθεί συνάδελφός τους της οργάνωσης από πολύ νωρίς. Την επομένη τα πλοία ξεκινούν για την άσκηση και το ίδιο βράδυ αργά, εν πλω, ο Παππάς πληροφορείται από τον Χρήστο Λυμπέρη, τον κυβερνήτη του Α/Τ «Πάνθηρ», τα της ματαίωσης του εγχειρήματος. Στις 23 και 24 Μαΐου στο «Βέλος» μαθαίνουν για τις συλλήψεις. Την ίδια ημέρα ο Παππάς, έχοντας καταλήξει σε απόφασή του να στραφεί κατά της χούντας χρησιμοποιώντας το πλοίο του, την ανακοινώνει στο πλήρωμά του. Οι άντρες αυτοί πανηγυρίζουν, ελάχιστοι σιωπούν! Αποχωρούν της άσκησης, καταπλέουν στο ιταλικό λιμάνι Φιουμιτσίνο και τριάντα ένας ζητούν πολιτικό άσυλο. Η Ιταλία ξεσηκώνεται, ο κόσμος ολόκληρος το μαθαίνει σε ελάχιστο χρόνο. Τις λεπτομέρειες της όλης κίνησης περιλαμβάνει ο πλωτάρχης Κ. Λεονάρδος σε μάλλον ήπιο πόρισμα προανάκρισης που διενεργεί εν πλω μετά το Φιουμιτσίνο. Ο αρχιπλοίαρχος Δ. Αρβανίτης, που υπηρετούσε στο ΝΑΤΟ, σε αναφορά του περιγράφει τις εκδηλώσεις του πληρώματος και τι διημείφθη με τον Παππά στην προσπάθειά του να τον μεταπείσει. Ο Αρβανίτης (όπως και ο Λεονάρδος) δεν κρύβουν τη διαπίστωση για τον δεσμό που υπάρχει μεταξύ του Παππά και του πληρώματος. « (...) όταν ο Κυβερνήτης απεβιβάζετο, μεγάλος αριθμός του πληρώματος εδάκρυσεν...». Στο ημερολόγιο του πλοίου συναντάμε την εγγραφή: «17.30 επιβίβασις και παραλαβή καθηκόντων των κάτωθι: Κυβερνήτης αντ/πχος Χαρλαύτης - Ύπαρχος αντ/πχος Τραγέας και Αος Μηχανικός αντ/πχος Γκαμαλέτσος...». Η τελευταία κρίσιμη εγγραφή αναφέρει: «16.25 Αποχώρησις Κυβερνήτου, 6 αξιωματικών, 23 υπαξιωματικών και 1 ναύτου προτάκτου...». Αυτό σημαίνει πως οι δύο κυβερνήτες δεν συναντήθηκαν ούτε στην κλίμακα. Η αποχώρηση του Παππά με την ομάδα του, η παραλαβή του Χαρλαύτη και ο απόπλους διαφέρουν μεταξύ τους λίγα λεπτά. Καταγράφεται επίσης πως ο πλοίαρχος Π. Βόσσος «(...) κυβερνήτης την 27.5.73 επέβη μετατεθείς εξ ΑΝ…». Συμπεραίνεται έτσι πως ο Χαρλαύτης έμεινε ως κυβερνήτης μόνον μία ημέρα μέχρι να φτάσει ο Βόσσος, που γνώριζε το «Βέλος», όπου είχε υπηρετήσει ως κυβερνήτης και παλιότερα. Αποπλέει του Φιουμιτσίνο σε λίγο και συμμετέχει στην άσκηση «Driving Force». Η συμμετοχή σε άσκηση, ενώ έχει σηκωθεί παγκόσμιος σάλος, δεν είναι παρά προσπάθεια της χούντας να δείξει πως ελέγχει την κατάσταση και η συνοχή του ΝΑΤΟ διατηρείται. Παγκόσμιο ενδιαφέρον Τις επόμενες ημέρες τα μέσα ενημέρωσης παγκόσμια έστρεψαν την προσοχή όλων στην Ελλάδα. Οι συνεντεύξεις του Παππά και της ομάδας που τον ακολούθησε αποκάλυψαν τα συμβαίνοντα στη χώρα μας. Η ιταλική κυβέρνηση, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις και υπό την πίεση της κοινής γνώμης, είχε αποδεχθεί το αίτημά τους για πολιτικό άσυλο. Από εκεί άρχισε ένα οδοιπορικό που κράτησε μέχρι τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου, όταν η εισβολή των τούρκων στην Κύπρο έφερε τους «στασιαστές» εθελοντικά πίσω στην Ελλάδα και στην ενεργό υπηρεσία στο Ναυτικό. Η ομάδα αυτή, με τον Παππά επικεφαλής, τους έξι νεαρούς σημαιοφόρους, τους είκοσι τρεις μόνιμους υπαξιωματικούς και τον πρότακτο ναύτη, κράτησε τη συνοχή της. Ο Παππάς, βοηθούμενος από τους σημαιοφόρους, συντόνιζε τις προσπάθειες για επιβίωση όλων και για εύρεση εργασίας στη συνέχεια. Η κύρια όμως προσπάθεια όλο αυτό το διάστημα ήταν οι ενέργειες κατά του απριλιανού καθεστώτος. Πλήθος δηλώσεων, συνεντεύξεων, επιστολών και τηλεγραφημάτων εμφανίζονταν στις εφημερίδες και ακούγονταν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Έγιναν επαφές με έλληνες και ξένους, που με τον τρόπο τους μάχονταν τη δικτατορία. Από τις πρώτες δηλώσεις στο εξωτερικό είναι ένα κείμενο για ευαισθητοποίηση των κύκλων του ΝΑΤΟ, που παράλληλα αποκλείει της κομμουνιστικής ιδεολογίας τα μέλη της ομάδας. Ένας από την ομάδα αυτή, ο αντιναύαρχος, σήμερα ε.α., Κ. Γκορτζής ερμηνεύει εύστοχα το περιεχόμενο της δήλωσης ως «(...) δείγμα της πολιτικής οξυδέρκειας τόσο του Παππά όσο και των νεαρών συντρόφων του, που – σωστά – εκτίμησαν ότι τόσο το Κίνημα του Ναυτικού όσο και η κίνηση του “Βέλος” θα έπρεπε να δείξουν προς τα έξω κυρίως – προς τους στηρίζοντες τη χούντα – ότι δεν ήταν κόντρα στα γεωστρατηγικά τους συμφέροντα, ότι οι αντιτιθέμενοι στη χούντα δεν αποτελούσαν κίνδυνο στα συμφέροντά τους. Παράλληλα, έτσι αποδυνάμωσαν κάθε επιχείρημα της χούντας για βασιλοκομμουνιστική ή άλλου είδους συνωμοσία των ολίγων και ανέδειξαν ως αντίθετο σ’ αυτή το σύνολο των Ε.Δ. (...)». Το Α/Τ «Βέλος» θα τελειώσει τα γυμνάσια και θα γυρίσει στη Σαλαμίνα, όπου θα γίνουν και οι τελευταίες μεταβολές στο επιτελείο του. Ο Βόσσος θα μείνει κυβερνήτης στο πλοίο για έναν μήνα, ήτοι μέχρι 26 Ιουνίου που θα παραλάβει ο Ρομποτής (ο λογοτέχνης με το ψευδώνυμο Τάσος Κόρφης, μετέπειτα αρχηγός στόλου), ενώ ο Λεονάρδος θα επιστρέψει την ίδια μέρα για το Επιτελείο Στόλου. Ο Ξενάκης επίσης θα παραδώσει καθήκοντα υπάρχου στον Πάτζαρη και θα τοποθετηθεί σε υποβαθμισμένη θέση. Το ίδιο καλοκαίρι στο Σαιντ Ραφαέλ επιφέρουν νέα ψυχρολουσία στο καθεστώς των Αθηνών όταν οργανώνουν επιχείρηση κατάληψης των εκπαιδευτικών πολεμικών που μετέφεραν τους ναυτικούς δοκίμους σε ευρωπαϊκά λιμάνια όπως κάθε τέτοια εποχή. Καίτοι η επιχείρηση δεν ολοκληρώθηκε, ο σάλος που ξεσηκώθηκε έδωσε νέα πνοή στους καταπιεζόμενους έλληνες και αποτρέλανε τους χουντικούς. Καριέρα... τέλος Τον Παππά και τους υπόλοιπους απασχολεί στο εξωτερικό ο βιοπορισμός, στον οποίο αναφέρεται ο Παππάς σε ενημερωτική επιστολή που απευθύνει στον Καραμανλή. Η επιστολή συντάχθηκε στις 5 Ιουνίου 1974 και, εκτός των άλλων, εκφράζεται έντονα για τον ρόλο του Ν. Βενιζέλου, καίτοι ο τελευταίος ήταν από εκείνους που συνέδραμαν από την πρώτη στιγμή την ομάδα. Παρ’ ότι οι κατηγορίες στρέφονται κατά Βενιζέλου, φαίνεται (και το επιβεβαιώνουν οι ίδιοι έκτοτε) πως τα στελέχη της εταιρείας του εκμεταλλεύτηκαν τους άνδρες του Α/Τ «Βέλος» εν αγνοία του εφοπλιστή. Oλοι οι υπαξιωματικοί και αξιωματικοί που «στασίασαν» και σκόρπισαν στην Ευρώπη δυσκολεύτηκαν στο θέμα της εργασίας, ενώ παράλληλα έτρεχαν στις εκδηλώσεις κατά του καθεστώτος των Αθηνών. Στο ίδιο γράμμα προς τον Καραμανλή ο Παππάς αποκαλύπτει και την επιχείρηση μεταφοράς μιας τορπιλακάτου στη Λιβύη από τη Μάλτα. Eπλευσαν στη Λιβύη στις 18 Οκτωβρίου 1973 με κυβερνήτη τον Ν. Παππά, επιβάτη τον Κ. Μπαντουβά και πλήρωμα τους Ν. Ζησιμόπουλο, Γ. Γούτσο, Γ. Κιμιγκέλη και Δ. Ρουσσόπουλο, όλοι πλην Μπαντουβά μέλη της ομάδας του «Βέλους». Ο Παππάς στέλνει λίγες ημέρες μετά την «ανταρσία» επιστολή και προς τον τότε βασιλιά στη Ρώμη. Το ύφος (ανεξάρτητα από τα περί πειθαρχίας και σεβασμού που αναφέρει) είναι έντονο και επιθετικό. Για την εποχή, εκφράσεις προς τον βασιλιά όπως «έχει υποχρέωση» και πιο κάτω «τούτο αποτελεί αξίωση» ήταν αδιανόητες και μάλιστα όταν προέρχονταν από αξιωματικό, έστω αν αποστολέας και παραλήπτης ήταν χωρίς αρμοδιότητες. Αυτό το κείμενο δεν είναι γραμμένο από «βασιλόφρονα». Μόνον υπό τέτοιες συνθήκες θα έγραφε ένα στέλεχος των Ε.Δ., έστω και ε.α., προς τον βασιλιά (αυτόν εν υπνώσει) με τέτοιον τρόπο. Ο Παππάς δεν ήταν περισσότερο βασιλόφρων από μεγάλο αριθμό αξιωματικών του Ναυτικού, που μάλλον αδιαφορούσαν για τον θεσμό, αλλά υπάκουαν στη «βασιλευομένη δημοκρατία». Στο γράμμα πιέζει να εμφανιστεί ο Κωνσταντίνος και να πάρει θέση. Ο τελευταίος ούτε απάντηση έστειλε ούτε ενδιαφέρθηκε για τα στελέχη ενός πολεμικού πλοίου, που στράφηκαν κατά της χούντας και μάλιστα εγκαταλείποντας τις καριέρες τους από τέτοια ηλικία. Ο Παππάς ήταν από τα στελέχη της οργάνωσης στο Ναυτικό που συμμετείχαν σε όλες τις διαδικασίες για το στήσιμο του μηχανισμού και τη σχεδίαση του Κινήματος. Ο άνθρωπος αυτός δεν σταματούσε μπροστά σε τίποτε. Είχε μυήσει ή ενημερώσει πλήθος αξιωματικούς καθώς και τον τριτοετή σημαιοφόρο του, τον Ζησιμόπουλο. Ο άτυχος αυτός νέος είναι εκείνος που λίγο αργότερα, υπηρετώντας ως δεύτερος μηχανικός σε άλλο αντιτορπιλικό, θα ορμήσει (όπως και άλλοι) σε υπέρθερμο, από έκρηξη καζανιού, διαμέρισμα για να σώσει τους εγκλωβισμένους. Ο ίδιος θα εκπνεύσει σε λίγο συγκλονίζοντας το Ναυτικό. Το φαινόμενο Παππά δεν απαντάται συχνά στις Ε.Δ., ώστε να λεχθεί πως είναι συνήθης τύπος στελέχους. Είναι μοναδικός και ειδικά την επταετία 1967-1974 έρχονται στην επιφάνεια όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που τον ξεχωρίζουν. Αργότερα, ως Α/ΓΕΝ, το μόνο που μένει από την ισοπεδωτική υπηρεσία στη θέση αυτή είναι η αντοχή του σε πιέσεις των αντιστασιακών και «αντιστασιακών». Τα στελέχη του «Βέλους» σπεύδουν στην Ελλάδα με την εισβολή των τούρκων στην Κύπρο πρόθυμοι να πολεμήσουν κατά του εισβολέα. Αποκαθίστανται και οι περισσότεροι σταδιοδρομούν στο Πολεμικό Ναυτικό. Όλες οι διώξεις κατά των «στασιαστών» του «Βέλους» και των «κινηματιών» εκτελούνται με υπογραφή Αραπάκη. Ο ίδιος, ακριβώς ένα μήνα μετά στη μεταπολίτευση, θα τους στέλνει το επισκεπτήριό του ως αρχηγός του ΓΕΝ, όπου θα σημειώνει: «Θερμά συγχαρητήρια διά την δικαίαν επαναφοράν και προαγωγήν σας»! Το Αντιτορπιλικό «Βέλος» συντηρείται από το Ναυτικό ως Μνημείο Αντιδικτατορικής Αντίστασης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και κάθε χρόνο, την επέτειο του Κινήματος του Ναυτικού, γιορτάζεται σ’ αυτό εκδήλωση για τις αντιδικτατορικές ενέργειες των στρατιωτικών κατά την επταετία 1967-1974.
Oι διώξεις Πίσω στην Ελλάδα έχει αρχίσει η ποινική δίωξη και παραπέμπονται όλοι οι «στασιαστές» για λιποταξία «...ισχύοντος του ΜΔ/48 ψηφίσματος...», που δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ αφού μεσολάβησε η μεταπολίτευση. Εν τω μεταξύ οι υπηρεσίες του καθεστώτος (δηλαδή ο Αραπάκης) κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να δυσκολέψουν τη ζωή των αυτοεξόριστων. Τους στερούν τα δικαιώματα αποδημίας, με ό,τι σημαίνει αυτό. Τους αφαιρούν την ιθαγένεια, ενώ απαγορεύουν την είσοδο σε ναυτικές εγκαταστάσεις ως να επρόκειτο να γυρίσουν στην Ελλάδα διαρκούσης της δικτατορίας. Πρόσθετη πράξη (που από οποιονδήποτε φορέα και αν γινόταν θα χαρακτηριζόταν μικροπρεπής, αλλά δείχνει και εκδικητική διάθεση) υλοποιείται με έγγραφο που αναφέρει πως, εφ’ όσον ο Παππάς είναι λιποτάκτης, δεν δικαιούται να παίρνει αντίγραφο φύλλου μητρώου. Ο Σκεμπέας (ο ανακριτής του Κινήματος) προτείνει στο πόρισμά του να γίνει τακτική ανάκριση μεταξύ των άλλων και κατά Παππά, Ζησιμόπουλου, Γκορτζή, Ματαράγκα, Προκοπάκη, Στράτου, Χατζηπέρρου και Καλλίνου. Ο Ραφαηλάκης στην παραπεμπτική του διαταγή για το Κίνημα, και στο σκεπτικό για τους απόντες του «Βέλους», υιοθετεί την πρόταση του Σκεμπέα. Η ποινική δίωξη δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αλλά η πειθαρχική, που είχε αρχίσει παράλληλα, τελείωσε γρήγορα. Οι αξιωματικοί παραπέμπονται σε Πρωτοβάθμιο Ανακριτικό με το ερώτημα της απόταξης. Η πρόταση του Συμβουλίου είναι υπέρ της απόταξης, με το πάγιο αιτιολογικό «(...) διά βαρέα παραπτώματα περί την υπηρεσίαν και πειθαρχίαν και ενεργείας εθνικώς αναξιοπρεπείς, ως και τοιαύτας θιγούσας την Στρατιωτικήν τιμήν και διά λιποταξίαν εις το εξωτερικόν». Η απόταξη υλοποιείται άμεσα. Οι υπαξιωματικοί παραπέμπονται επίσης σε πειθαρχικό συμβούλιο και αποτάσσονται με το αιτιολογικό που ίσχυσε για τους αξιωματικούς. |
|
|
|
Οι στρατηγοί, το Ισλάμ και το... μέλι Οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού του κράτους και δημιουργίας τακτικού στρατού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισαν το 1695 από τον σουλτάνο Μουσταφά Β’. Το 1703 ουλεμάδες (ιεροδιδάσκαλοι και ιεροδικαστές) και γενίτσαροι τον ανέτρεψαν. Επόμενος που προσπάθησε ήταν ο Σελίμ Γ’ (1789 - 1807). Εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Αυτός που κατάφερε να απαλλαγεί από τους γενίτσαρους, αλλά όχι από τους ουλεμάδες, ήταν ο Μαχμούτ Β’. Όταν πέθανε (1839), ο τακτικός στρατός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν γεγονός.
Ο διάδοχός του Αμπντούλ Μετζίτ (1839 - 1861) κήρυξε την ισότητα των υπηκόων της Αυτοκρατορίας και επιχείρησε μεταρρυθμίσεις που σκόνταψαν στους ουλεμάδες. Με τη λήξη του Κριμαϊκού πολέμου (1856) οι ευρωπαίοι πίστεψαν ότι θα έλυναν το «Ανατολικό Ζήτημα» αν εξευρωπαϊζόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Αμπντούλ Μετζίτ τους εξήγησε ότι, για να γίνει κάτι τέτοιο, χρειαζόταν χρήματα. Οι ευρωπαίοι... προθυμοποιήθηκαν. Το χρήμα άρχισε να ρέει άφθονο, χωρίς όμως ποτέ να φθάνει σε επενδύσεις. Η διασπάθισή του ήταν εξόφθαλμη, αλλά οι αγγλογάλλοι είχαν τεράστια υπομονή: «Τίποτε δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη και η Οθωμανική Αυτοκρατορία κινείται στη σωστή κατεύθυνση». Όταν τα λεφτά τέλειωσαν, ο σουλτάνος τύπωσε πληθωριστικό νόμισμα. Ακόμη δυο δάνεια χάθηκαν πριν επενδυθούν. Ούτε την ώρα της αποπληρωμής υπήρξε πρόβλημα: εκδόθηκαν νέα δάνεια για να καλύψουν τα παλιά. Όμως ο σουλτάνος υποσχέθηκε να συμμαζέψει την κατάσταση. Το 1860 η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανάγγειλε τον πρώτο της κρατικό προϋπολογισμό: έσοδα 12 εκατ. λίρες, έξοδα 19,5 εκατ.! Ένα δάνειο κάλυψε το άνοιγμα της ψαλίδας. Ο Αμπντούλ Μετζίτ πέθανε έχοντας βάλει φέσι στη μισή Ευρώπη. Ο Αμπντούλ Αζίζ, που τον διαδέχθηκε (1861 - 1876), αποδείχτηκε εφάμιλλος στο άρμεγμα. Το 1861 πήρε δάνειο 400 εκατ. γαλλικά φράγκα. Το 1862 οκτώ εκατ. αγγλικές λίρες. Τα δάνεια συνεχίστηκαν και ο Αζίζ γλεντούσε το κατά δύναμη: τρεις σύζυγοι, εννιακόσιες στο χαρέμι, 3.000 ευνούχοι, αναρίθμητο υπηρετικό προσωπικό, ασύλληπτα ποσά σπαταλούνταν άσκοπα. Στις 7.10.1875 το άμεσα καταβλητέο ποσό του χρέους έφτασε τα 150 εκατ. λίρες. Ο Αμπντούλ Αζίζ ανακοίνωσε... σεμνά και ταπεινά ότι δεν υπήρχε γρόσι: χρεοκοπία! Οι δανειστές μπορούσαν να κλάψουν τα λεφτά τους. Κατασχέσεις και επιβολές διαχειριστικών ελέγχων δεν περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα εξευρωπαϊσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Άλλωστε ο σουλτάνος απεβίωσε (1876). Ο Αμπντούλ Χαμίτ Β’ άρχισε τη βασιλεία του με νέο σύνταγμα τον Δεκέμβριο του 1876, το οποίο ανέστειλε τον Φεβρουάριο του 1878 προτιμώντας μια απολυταρχική διακυβέρνηση στηριγμένη σε ένα αυταρχικό και αστυνομικό κράτος. Η αποσύνθεση όμως δεν μπορούσε να ανακοπεί.
Η εμφάνιση των νεότουρκων Η μυστική οργάνωση «Ένωση - Πρόοδος» ιδρύθηκε το 1891 με σκοπό να εκσυγχρονίσει και να φιλελευθεροποιήσει την Αυτοκρατορία. Τα μέλη της έμειναν στην ιστορία με το όνομα «νεότουρκοι». Το 1906 η έδρα της μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη. Στις 10.7.1908 ο ηγέτης τους, Εμβέρ μπέης, κήρυξε επανάσταση με σύνθημα την «οθωμανική ισότητα» για όλους, ανεξάρτητα από γένος και θρησκεία, και την επαναφορά του συντάγματος του 1876. Επικράτησε αυθημερόν. Η αντεπανάσταση που ξέσπασε στις 31.3.1909 κατέρρευσε στις 12.4. Ο Χαμίτ καθαιρέθηκε. Νέος σουλτάνος ανακηρύχθηκε ο αδερφός του, Ρεσάτ, ως Μωάμεθ Ε’, ό,τι πιο βολικό μπορούσαν να βρουν οι νεότουρκοι: άνθρωπος αμόρφωτος, ποτέ δεν είχε βγει από το παλάτι. Έχοντας εξασφαλίσει την εξουσία, οι νεότουρκοι διακήρυξαν ότι η «οθωμανική ισότητα» σήμαινε τον εκτουρκισμό όλων των εθνοτήτων της επικράτειας. Προτεραιότητά τους όμως ήταν η βουτιά στο βάζο με το μέλι. Άρχισαν άγριο φαγοπότι και απηνή διωγμό όποιου μπορούσε να τους απειλήσει. Για την ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Εως το 1918, σε τρεις διαδοχικούς πολέμους (με Ιταλία, Βαλκανικούς, Α’ Παγκόσμιο), έχασε Βαλκάνια, Αφρική, Μ. Ανατολή, Αρμενία και Κουρδιστάν. Συρρικνωμένη σε σουλτανάτο στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, τέθηκε υπό συμμαχική κατοχή (Οκτώβριος 1918).
Η εποχή του Κεμάλ Ο γεννημένος το 1880 στη Θεσσαλονίκη πασάς Γαζί Μουσταφά Κεμάλ ανήκε στη γενιά των νεότουρκων. Οι στρατιωτικές επιτυχίες του τον έκαναν δημοφιλή στο στράτευμα, αλλά επικίνδυνο για το καθεστώς. Τον έστειλαν να πολεμήσει τους άτακτους άραβες. Διαμαρτυρήθηκε, παραιτήθηκε, ανακλήθηκε και τοποθετήθηκε διοικητής στο 7ο Σώμα Στρατού. Για λίγο. Σύντομα τοποθετήθηκε επιτελής, πλάι στον διάδοχο. Στις 4.7.1918 ο διάδοχος έγινε σουλτάνος Μωάμεθ ΣΤ’. Ο Κεμάλ του ζήτησε τη διοίκηση του 7ου Σώματος. Το βρήκε εκμηδενισμένο από τους άγγλους. Ήταν η εποχή της διάλυσης. Οι βαρείς όροι της συνθήκης, η αποσύνθεση του στρατού και η λαϊκή μοιρολατρία τον οδήγησαν στη δημιουργία νέας μυστικής οργάνωσης. Η παραχώρηση της Σμύρνης και η εκεί άφιξη του ελληνικού στρατού (2.5.1919) επέσπευσαν τα πράγματα. Στις 25.5.1919 η οργάνωσή του δημοσίευσε μια προκήρυξη. Στις 19.6 αξιωματικοί του στρατού υπέγραψαν το Πρωτόκολλο της Αμάσειας εναντίον του σουλτάνου και της Αντάντ. Ο Κεμάλ μπήκε επικεφαλής της επαναστατικής κυβέρνησης, διέλυσε το σουλτανάτο της Κωνσταντινούπολης κι εξανάγκασε τον Μωάμεθ ΣΤ’ σε παραίτηση. Το σουλτανάτο (1.11.1922) έγινε χαλιφάτο (καταργήθηκε στις 3.3.1924). Στις 29.10.1923 ο Κεμάλ έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας με τον Ισμέτ Ινονού πρωθυπουργό. Το νέο κράτος ονομάστηκε Τουρκία. Μέσα από εσωτερικές αντιθέσεις και κρίσεις, ο Κεμάλ προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις διαχωρίζοντας το κράτος από τη θρησκεία. Καταργήθηκαν χαρέμια και πολυγαμία. Φερετζές και φέσι απαγορεύτηκαν. Η παντοκρατορία των ουλεμάδων εκμηδενίστηκε. Η εκπαίδευση έγινε κρατική και ενισχύθηκε. Η δικαιοσύνη πέρασε στο κράτος και εκσυγχρονίστηκε. Στη δικτατορική δημοκρατία του, όμως, μόνο το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα ήταν νόμιμο. Το 1934 ανακηρύχθηκε Ατατούρκ (Πατέρας της Τουρκίας). Πέθανε στις 15.11.1938.
Η δωδεκαετία του Ινονού Τον διαδέχτηκε ο Ισμέτ Ινονού. Κράτησε τη χώρα ουδέτερη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μπήκε τυπικά στον πόλεμο δυο μήνες πριν από τη λήξη του και αμέσως διακήρυξε ότι η Τουρκία ενδιαφερόταν για την Κύπρο. Προείχε όμως το βάζο με το μέλι. Η Τουρκία βυθίστηκε στην παλιά οθωμανική αποχαύνωση, με μόνη εκσυγχρονιστική πράξη μια ανακατανομή της γης «υπέρ των ακτημόνων», που αποκαλύφθηκε ότι ήταν «υπέρ των εχόντων μέσον». Τον χειμώνα του 1945 το μονοκομματικό κράτος μετατράπηκε σε πολυκομματικό. Η Τουρκία εντάχθηκε στο σχέδιο Μάρσαλ και εισέπραξε 150 εκατ. δολάρια. Μια και δεν υπήρχαν πολεμικές ζημιές να αποκατασταθούν, το χρήμα φαγώθηκε όπως τον παλιό καλό καιρό των σουλτάνων.
Η δεκαετία του Μεντερές Τα οικονομικά σκάνδαλα, η φτώχεια, η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος και κυρίως οι αποκαλύψεις για το ποιοι επωφελήθηκαν από το ξαναμοίρασμα της γης εξαγρίωσαν τον λαό. Στις εκλογές (14.5.1950) το κεμαλικό Λαϊκό Κόμμα καταποντίστηκε. Πανίσχυρο με 408 έδρες, το Δημοκρατικό Κόμμα ανέδειξε πρόεδρο τον Τζελάλ Μπαγιάρ στη θέση του Ινονού και πρωθυπουργό τον Ατνάν Μεντερές. Είχε έρθει η δική τους ώρα για το μεγάλο φαγοπότι. Άρχισαν οι καταχρήσεις. Η αντιπολίτευση διαμαρτυρήθηκε λέγοντας περίπου ότι «κι εμείς φάγαμε, αλλά όχι κι έτσι». Ο Μεντερές ανακάλυψε «αντεθνικώς δρώντες» κι άρχισε διωγμούς εφαρμόζοντας καταπιεστικά μέτρα, οι φτωχοί δεν έβρισκαν στον ήλιο μοίρα, τα σκάνδαλα συγκλόνιζαν τη χώρα κι ένας υπουργός, ο Κιοπρουλού (Εξωτερικών), παραιτήθηκε αηδιασμένος. Ο Μεντερές έστρεψε τα πεινασμένα πλήθη στο «εθνικό θέμα της Κύπρου» ενάντια στις «ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Ελλάδας». Η Τουρκία έγινε, χάρη στη συνθήκη της Ζυρίχης, εγγυήτρια δύναμη (όπως οι Ελλάδα και Βρετανία) της νεότευκτης Κυπριακής Δημοκρατίας. Όμως η φτώχεια του λαού δεν αντιμετωπιζόταν με την επιτυχία του στο Κυπριακό. Οι καταχρήσεις έδωσαν την αφορμή στον κεμαλικό στρατό να επέμβει.
Η ώρα των στρατηγών Το πραξικόπημα εκδηλώθηκε στις 27.5.1960. Η κυβέρνηση ανατράπηκε. Σχηματίστηκε Εθνική Επιτροπή Ενότητας υπό τον στρατηγό Γκιουρσέλ, που ανακηρύχθηκε πρόεδρος. Ο Μεντερές απαγχονίστηκε (1961). Ανέλαβε η «ένοπλη» κυβέρνηση Γκιουρσέλ - Ινονού. Η Τουρκία βρέθηκε υπό τα όπλα του στρατού. Ακολούθησε περίοδος έντασης με την εναλλαγή στην εξουσία των κομμάτων του Ντεμιρέλ, της κεντροδεξιάς και του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Ετζεβίτ, διαδόχου του Ινονού. Η υπό στρατιωτική ομπρέλα επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό έφερε την ίδρυση (1970) του ισλαμικού Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας από τον Νετζμεντίν Ερμπακάν. Οι στρατιωτικοί διέγνωσαν πως ο κοινοβουλευτισμός απαιτούσε κι άλλες διορθωτικές επεμβάσεις. Το 1971 νέο πραξικόπημα τους ξανάδωσε την εξουσία. Το 1974, με τη νίκη του Ετζεβίτ, επανήλθε η δημοκρατία. Η απέραντη φτώχεια και εξαθλίωση έγιναν το εύφορο υπόστρωμα στο οποίο καλλιεργήθηκε ο εθνικισμός με πρώτο στόχο τη «φίλη και σύμμαχο Ελλάδα», η οποία πρόσφερε την ευκαιρία στο πιάτο με το αντιμακαριακό πραξικόπημα. Η εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 δεν τον έσωσε. Ανατράπηκε τον επόμενο Σεπτέμβριο. Ακολούθησε μια εξαετία πολιτικής αναταραχής με εναλλαγή Ετζεβίτ και Ντεμιρέλ στην πρωθυπουργία. Η οικονομία πήγαινε κατά διαόλου και η κοινωνική αναταραχή φούντωνε. Ο στρατός ανέλαβε να «επαναφέρει την τάξη».
Εβρέν και Οζάλ
Στις 12.9.1980 ο στρατηγός Εβρέν ξανάβαλε τη δημοκρατία στο ψυγείο. Στα 1983 έκρινε ότι η χώρα είχε... αποθεραπευτεί κι επέτρεψε εκλογές με νέα κόμματα. Ήταν τα παλιά με νέα ονόματα. Ο αγαπημένος του στρατού Τουργκούτ Οζάλ ίδρυσε το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας και εκλέχτηκε πρωθυπουργός. Η οικονομία της χώρας απέκτησε επιθετικό προφίλ με την αποδοχή της ελεύθερης αγοράς, τις εξαγωγές και τα ανταγωνιστικά προϊόντα, που κατευθύνονταν στη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική. Όμως η ανεργία και τα χαμηλά μεροκάματα κρατούσαν τον λαό στα όρια της ανέχειας. Οι συνθήκες ήταν ιδανικές για τους ξένους επενδυτές, που ανακάλυψαν νέα πόρτα προς τον αραβικό κόσμο. Το ξένο κεφάλαιο πλημμύρισε τη χώρα. Οι στρατηγοί αποφάσισαν ότι μπορούσαν πια να αποσυρθούν. Ένα σύνταγμα ψηφίστηκε το 1988. Ο Οζάλ εκλέχθηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας (1989). Πέθανε το 1993, αλλά ο ώς τότε πρωθυπουργός Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, που τον διαδέχτηκε στην προεδρία της Δημοκρατίας, αποδείχτηκε άξιος συνεχιστής του.
Η εποχή του Ντεμιρέλ Ο Ντεμιρέλ εξελέγη πρόεδρος στις 16.5.1993. Λιγότερο από έναν μήνα αργότερα (14.6) ζήτησε από την Τανσού Τσιλέρ να σχηματίσει κυβέρνηση, δίνοντας στη χώρα την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό. Αποδείχτηκε... άξιο παλικάρι. Στις 20.3.1995 συμφώνησε ο τούρκικος στρατός να εισβάλει στο Ιράκ, σε μια επιχείρηση γενοκτονίας των κούρδων. Άλλοθι, η τρομοκρατία. Αιτία, το άνοιγμα του «νότιου δρόμου» για να περάσει αγωγός πετρελαίου από το Αζερμπαϊτζάν. Το 2002 η «ελλανόδικος επιτροπή» των πετροδολαρίων στεφάνωσε την Τουρκία νικήτρια στον αγώνα δρόμου με αντίπαλο τη Ρωσία, που δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από τον μπελά των τσετσένων. Μετά την πρώτη γυναίκα, η Τουρκία απέκτησε και τον πρώτο ισλαμιστή πρωθυπουργό. Μετ’ εμποδίων. Στις 24.12.1995 σημειώθηκε η πρώτη νίκη ισλαμικού κόμματος σε εκλογές στην 72χρονη λαϊκή ιστορία της Τουρκίας, όταν το Κόμμα της Ευημερίας (μετονομασία του Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας) κέρδισε το 21,32% των ψήφων, την πρώτη θέση, αλλά όχι και την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Μεσολάβησε κυβέρνηση συντηρητικού συνασπισμού με πρωθυπουργό τον Μεσούτ Γιλμάζ, που αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 6.6.1996. Στις 28 του μηνός ο πρόεδρος Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ αποδεχόταν τον Ερμπακάν ως τον πρώτο ισλαμιστή πρωθυπουργό της Τουρκίας σε μια κυβέρνηση συνασπισμού με την Τσιλέρ. Πήγαινε πολύ! Στις 5.3.1997 το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας (οι αρχηγοί των τριών όπλων και της χωροφυλακής) ανακοίνωσε ότι ο Ερμπακάν υπέγραψε δήλωση με την οποία απαιτούσε την πάταξη του φανατικού ισλαμισμού. Δέκα μήνες αργότερα (16.1.1998), με το πιστόλι στον κρόταφο, το συνταγματικό δικαστήριο της Τουρκίας έθεσε εκτός νόμου το Κόμμα της Ευημερίας. Στον Ερμπακάν και σε πέντε ακόμη στελέχη απαγόρευσε την πολιτική δραστηριότητα για τα επόμενα πέντε χρόνια. Μέσα σε πολιτική ένταση ο Μεσούτ Γιλμάζ εξασφάλιζε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή (18.6).
Γκιουλ, όπως Ερντογάν Η εποχή Ντεμιρέλ έληξε τον Μάιο του 2000 μαζί με τη θητεία του. Ο εκλεκτός του στρατού 59χρονος Αχμέτ Νετζντέντ Σεζέρ εκλέχθηκε νέος πρόεδρος, με πρωθυπουργό τον άρρωστο και γέρο πια Ετζεβίτ, που αρνιόταν πεισματικά να παραιτηθεί. Πολιτικός σεισμός συντάραξε την Τουρκία στις εκλογές της 3ης.11.2002: το κόμμα του Ετζεβίτ καταποντίστηκε με μόλις 1,2% των ψήφων! Στη Βουλή μπήκαν το ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που με 35% εξασφάλισε τα δύο τρίτα των εδρών, και το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα του Ντενίζ Μπαϊκάλ, που με 19,5% πήρε τις υπόλοιπες. Το οξύμωρο ήταν ότι ο Ερντογάν δεν είχε δικαίωμα να είναι πρωθυπουργός διότι βρισκόταν «υπό συνταγματική απαγόρευση». Υπέδειξε τον αντιπρόεδρό του Αμπντουλάχ Γκιουλ, στον οποίο ανατέθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης. Η «συνταγματική απαγόρευση» έληξε στις αρχές του 2003. Εφευρέθηκαν επαναληπτικές εκλογές (8.3), στις οποίες ο Ερντογάν εκλέχθηκε πανηγυρικά βουλευτής. Ορκίστηκε πρωθυπουργός. Προσπάθησε να δείξει πρόσωπο «ισλαμιστή μεν, αλλά όχι φανατικού» και προσανατολισμό «ευρωπαϊκό». Πλην όμως ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός συνεπάγεται και την κατάργηση του «βαθέος κράτους» των στρατηγών. Αυτοί αντέδρασαν ως θεματοφύλακες του λαϊκού κράτους «που ίδρυσε ο Κεμάλ και απειλούν οι ισλαμιστές» με τις μαντίλες. Με εξαίρεση τον Ετζεβίτ, του οποίου η σειρά ήρθε όταν πια είχε γεράσει, πρόεδροι της Δημοκρατίας εκλέγονταν οι τρέχοντες πρωθυπουργοί. Πρωθυπουργός όμως φέτος είναι ο Ερντογάν. Οι κεμαλιστές απαίτησαν νέος πρόεδρος (η θητεία του Σεζέρ έληξε στις 5.5) να εκλεγεί εγγυητής του λαϊκού κράτους. Κι αυτός «δεν μπορεί να είναι ο Ερντογάν, του οποίου η γυναίκα εμφανίζεται με μαντίλα». Ο Ερντογάν αντιπρότεινε τον «αδελφό Γκιουλ». Κι αυτού η γυναίκα φορά μαντίλα. Επιστρατεύθηκε το συνταγματικό δικαστήριο που, εννιά χρόνια πριν, είχε ρίξει τον Ερμπακάν. Στις 3 Μαΐου 2007, με ένα πρωτοφανές δικαστικό πραξικόπημα, αποφάνθηκε ότι για την ψηφοφορία εκλογής προέδρου της χώρας απαιτείται η παρουσία στη Βουλή τουλάχιστον των δύο τρίτων των βουλευτών, ώστε να υπάρξει απαρτία! Ο Ερντογάν απάντησε με εκλογές για τις 24 Ιουνίου 2007. Η «αρμόδια επιτροπή» αντιπρότεινε την 22α Ιουλίου 2007 , η οποία έγινε αποδεκτή ομόφωνα από τη Βουλή. |
|
17 Μαΐου 1814: Το σύνταγμα της Νορβηγίας |
|
|
Ο τελευταίος βασιλιάς της Νορβηγίας (Χάκον ΣΤ’) πέθανε το 1380. Ηταν παντρεμένος με την Μαργαρίτα της Δανίας που έτσι έγινε και βασίλισσα της Νορβηγίας. Στα 1397, η Νορβηγία όπως και το Σλέβινγκ – Χολστάιν, Σουηδία, Φερόες, Ισλανδία, Γροιλανδία, Ορκάδες (νησιά βόρεια της Σκοτίας) και Εβρίδες (νησιά ΒΔ της Σκοτίας) ενώθηκαν κάτω από το σκήπτρο της βασίλισσας της Δανίας. Η Νορβηγία υποβιβάστηκε σε δανέζικη επαρχία. Η χώρα μεταβλήθηκε σε θέατρο της δανοσουηδικής αναμέτρησης με αποτέλεσμα άλλοτε να της αφαιρούν εδάφη οι Σουηδοί άλλοτε να τα παίρνουν πίσω οι Δανοί. Οταν, στα 1660, η Δανία απέκτησε απόλυτη και κληρονομική μοναρχία, η φεουδαρχία καταργήθηκε. Τα φέουδα της Νορβηγίας μετατράπηκαν σε διοικητικές περιφέρειες. Η κυβέρνηση της Δανίας άρχισε να πουλά «βασιλικά κτήματα». Το ίδιο έκαναν και οι πρώην φεουδάρχες. Οι αγοραστές πλήθυναν. Η γη πέρασε σε μικρομεσαίους αλλά και μεγάλους ιδιοκτήτες αγρότες. Ο πόλεμος της Δανίας με τους Σουηδούς βρήκε τον Κάρολο ΙΒ’ της Σουηδίας να εισβάλλει στην Νορβηγία, στα 1718. Στις 30 Νοεμβρίου άφησε εκεί την τελευταία του πνοή. Εναν αιώνα αργότερα, αμέσως μετά την εξουδετέρωση του Μεγάλου Ναπολέοντα, η Δανία βρέθηκε με τους νικημένους. Η Σουηδία με τους νικητές. Το συνέδριο της Βιέννης αποφάσισε και η συνθήκη του Κιέλου επικύρωσε να αποσπαστεί από την Δανία η Νορβηγία και να αποδοθεί στην Σουηδία (1814). Ο Φρειδερίκος Ολντενμπουργκ, Δανός αντιβασιλιάς στη χώρα, σήκωσε σημαία επανάστασης. Συγκροτήθηκε εθνοσυνέλευση η οποία ψήφισε σύνταγμα, στις 17 Μαΐου του 1814, μέρα που (από το 1827) καθιερώθηκε ως εθνική γιορτή των Νορβηγών. Ξεκίνησε πόλεμος των Νορβηγών εναντίον όλων. Τον έχασαν αλλά η συνθήκη της ειρήνης αναγνώρισε την ισχύ του συντάγματος, έστω και κάτω από ξένο μονάρχη. Η εκβιομηχάνιση της Νορβηγίας οδήγησε στην δημιουργία αστικής τάξης που σκοπό της έβαλε την απαλλαγή από την σουηδική επικυριαρχία. Η αρχή έγινε με τη συστηματική απόρριψη όλων τον νόμων που ο αντιβασιλιάς έφερνε για ψήφιση στην βουλή. Συνεχίστηκε με την απαίτηση να ιδρυθούν χωριστά νορβηγικά προξενεία και να υψώνεται, διαφορετική από τη σουηδική, σημαία στα εμπορικά πλοία. Οι επόμενες κινήσεις ήταν πιο δραστικές. Στα 1905, η Βουλή ψήφισε να δοθούν στον πρωθυπουργό Μίχελσον όλες οι εξουσίες, τις οποίες είχε ο αντιβασιλιάς. Κηρύχθηκε η διάλυση της ένωσης με την Σουηδία. Η χλιαρή διαμαρτυρία των Σουηδών έδωσε την δυνατότητα στους Νορβηγούς να προκαλέσουν δημοψήφισμα. Εγινε στις 13 Αυγούστου του 1905. Αποτέλεσμα: Υπέρ του χωρισμού από την Σουηδία ψήφοι 368.211. Κατά, ψήφοι 184. Η Συνθήκη Διαχωρισμού ίσχυσε από τις 26 Οκτωβρίου του 1905, ενώ ο βασιλιάς Οσκαρ Β’ της Σουηδίας παραιτήθηκε από τον θρόνο της Νορβηγίας. Η Νορβηγία έγινε ανεξάρτητο βασίλειο με μονάρχη τον πρίγκιπα Κάρολο της Δανίας ως Χάκον Ζ’ (από τις 18 Νοεμβρίου του 1905).
7 Ιουνίου 1822: Το μπουρλότο του Κανάρη |
|
|
Ο ναύαρχος Καρά Αλή ήταν ειδικός στις καταστροφές αλλ’ όχι ιδιαίτερα ικανός στις ναυμαχίες. Οταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, πήγε στο Γαλαξίδι και το κατέστρεψε. Μετά, ναυμάχησε με τον Ανδρέα Μιαούλη έξω από το Μεσολόγγι και νικήθηκε. Τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου 1822, προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση με την καταστροφή της Χίου και την άτιμη παρασπονδία του που οδήγησε στη μεγάλη σφαγή. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης γεννήθηκε το 1790 στα Ψαρά. Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, ήταν ήδη ένας ψημένος ναυτικός. Στα 1822, διψούσε να εκδικηθεί τον Τούρκο ναύαρχο. Ηταν μαζί με τον Μιαούλη, όταν ο ελληνικός στόλος αιφνιδίασε τους Τούρκους, τη νύχτα 18 Μαΐου, με αποτέλεσμα να χτυπιούνται μεταξύ τους, ενώ τα ελληνικά κανόνια βύθιζαν τα πλοία τους. Ομως, ο αντικειμενικός στόχος των Ελλήνων να καταστρέψουν την τουρκική ναυαρχίδα δεν πέτυχε. Γύρισαν στα Ψαρά. Στις 31 Μαΐου, τα σπετσιώτικα πλοία αποχώρησαν παρά τα παρακάλια των Ψαριανών. Την ίδια μέρα, Ψαριανοί και Υδραίοι αποφάσισαν να χτυπήσουν τους Τούρκους με πυρπολικά. Το άλλο πρωί, 1 Ιουνίου, ένα υδραίικο μπουρλότο με αρχηγό τον Ανδρέα Πιπίνο κι ένα ψαριανό με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Κανάρη ξεκίνησαν να συναντήσουν την τουρκική αρμάδα. Ξημέρωνε 7 Ιουνίου 1822, όταν τα δυο πυρπολικά πλησίασαν τα εχθρικά πλοία. Η ναυαρχίδα ήταν φωταγωγημένη καθώς οι Τούρκοι γιόρταζαν το ραμαζάνι κι ο Καρά Αλή φιλοξενούσε σ’ αυτήν όλους τους αξιωματικούς του στόλου. Ο Πιπίνος κόλλησε το μπουρλότο του βιαστικά στην αντιναυαρχίδα χωρίς να καταφέρει να την κάψει. Ο Κανάρης πήγε από τη μεριά που φυσούσε και κόλλησε το δικό του μπουρλότο στη ναυαρχίδα. Μέσα σε λίγα λεπτά, οι φλόγες έζωσαν το πλωτό μεγαθήριο, προκαλώντας πανικό. Καθώς οι εκρήξεις διαδέχονταν η μια την άλλη, ένα φλεγόμενο κατάρτι έπεσε πάνω στο κεφάλι του Καρά Αλή και τον σκότωσε. Από τους 2.000 αξιωματικούς και ναύτες που βρίσκονταν στο πλοίο, ελάχιστοι γλίτωσαν. Το χτύπημα ήταν συντριπτικό. Ο Κανάρης γύρισε στα Ψαρά, όπου τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα. Τα μπουρλότα του έκαναν θραύση στα κατοπινά χρόνια. Στις 29 Ιουλίου 1825, έφτασε ως το λιμάνι της Αλεξάνδρειας προσπαθώντας να κάψει τον τουρκικό στόλο. Μετά την απελευθέρωση, έγινε γερουσιαστής και, με την έξωση του Όθωνα, μέλος της τριανδρίας. Αργότερα, έγινε πρωθυπουργός (1864 - 1865 και 1877). Πέθανε τιμημένος, το 1878.
|
31 Μαΐου 1455: Ο πόλεμος των Δύο Ρόδων |
|
|
Οταν πέθανε ο Εδουάρδος Γ’ της Αγγλίας που ξεκίνησε τον 100ετή πόλεμο με τη Γαλλία, άφησε δυο σειρές απογόνων. Τους δούκες του Λάνκαστερ με έμβλημα το κόκκινο τριαντάφυλλο και τους δούκες της Υόρκης με έμβλημα το άσπρο τριαντάφυλλο. Στα 1453, ο πόλεμος τέλειωσε ταπεινωτικά για τους Αγγλους. Η δυσαρέσκεια κορυφώθηκε κατά του βασιλιά Ερρίκου ΣΤ’ του Λάνκαστερ. Οι εξεγέρσεις του λαού έφταναν ως το Λονδίνο. Ο Ερρίκος κυβερνούσε μόνο χάρη στη δύναμη του στρατού. Ομως, στις 31 Μαΐου 1455, ξανάπεσε σε περίοδο παραφροσύνης. Τότε, ο δούκας της Υόρκης, Ριχάρδος, εγγονός του Εδουάρδου, ανέλαβε επίτροπος του θρόνου για ένα χρόνο. Εξασφαλίζοντας την υποστήριξη των χωρικών, νίκησε τους Λάνκαστερ σε φοβερή μάχη. Αρχισε ο πόλεμος των δύο ρόδων που κράτησε δέκα χρόνια. Στα 1460, ο Ριχάρδος σκοτώθηκε και οι οπαδοί του ανακήρυξαν βασιλιά τον γιο του, Εδουάρδο Δ’ (1442 - 1483). Η Αγγλία συνέχισε να έχει δυο βασιλιάδες, ώσπου, στα 1465, ο Ερρίκος του Λάνκαστερ αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε στον πύργο του Λονδίνου. Πέθανε εκεί, το 1471. Οι Λάνκαστερ εξοντώθηκαν και μοναδικός βασιλιάς έμεινε ο Εδουάρδος της Υόρκης. Τον διαδέχτηκε για ελάχιστους μήνες ο 13χρονος γιος του, Εδουάρδος Ε’ (1470 - 1483) που δολοφονήθηκε από τον θείο του, Ριχάρδο Γ’. Δυο χρόνια αργότερα, οι Τυδώρ θα εκθρόνιζαν τον οίκο της Υόρκης.
|
Το ελληνικό «Διαβολονήσι» πρόγονος του Γκουαντανάμο |
|
|
Eξήντα δύο χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες από την ίδρυση του στρατοπέδου συγκέντρωσης της Μακρονήσου. Δεν είχαν περάσει ούτε δύο χρόνια από τότε που η διεθνής κοινή γνώμη ανακάλυπτε με φρίκη τα ναζιστικά κολαστήρια των Νταχάου, Μαουτχάουζεν και των άλλων, όταν στη χώρα μας έμπαινε σε λειτουργία το πρώτο μεταπολεμικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η Ελλάδα, όχι μόνο δεν ακολουθούσε τον δρόμο της πολιτικής ομαλότητας, αλλά προσπαθούσε να οικοδομήσει το μέλλον της με υλικά από το χειρότερό της παρελθόν.
Η ήττα, στο διπλωματικό επίπεδο, του λαϊκού κινήματος του ΕΑΜ από τους πολιτικούς, που απουσίαζαν στη διάρκεια της τριπλής φασιστικής κατοχής, δημιούργησε το παράδοξο η πλειονότητα των μετά τον πόλεμο στρατευμένων είτε να είχαν πολεμήσει στο πλευρό του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ είτε να ανήκαν στην Αριστερά. Ο κίνδυνος – για το προκαθορισμένο από τις διεθνείς συμφωνίες πολιτικό σύστημα – ο στρατός να «διαβρωθεί» από τους κομμουνιστές και να γίνει... χώρος προπαγάνδας της Αριστεράς, με ό,τι κινδύνους συνεπάγονταν αυτό για το καθεστώς, ήταν η πρώτη καθεστωτική προτεραιότητα. Το πρώτο μέτρο για την αντιμετώπιση του «προβλήματος», η απαλλαγή στράτευσης όσων χαρακτηρίζονταν «επικίνδυνοι», είχε κωμικοτραγικές συνέπειες. Οι στρατιωτικοί γιατροί ανακάλυπταν επιδημία νέων ασθενειών όπως η «αριστερά μυωπία», η «αριστερίτιδα», το «φύσημα στον αριστερό πνεύμονα» και έδιναν χιλιάδες απαλλαγές στράτευσης για λόγους υγείας. Το μέτρο αυτό εγκαταλείπεται όταν πολλοί μη «μολυσμένοι» με «αυξημένα ερυθρά αιμοσφαίρια» εθνικόφρονες δηλώνουν ΕΑΜικοί για να γλιτώσουν τη στράτευση. Ο στρατός περνάει στην αντεπίθεση και ο μετέπειτα επικεφαλής της Μακρονήσου ταξίαρχος Γεώργιος Μπαϊρακτάρης χαράσσει τη νέα τακτική: «Γιατί να θεωρώμεν ικανόν τον καθοδηγητήν κομμουνιστήν εις το να κάνη τους εθνικόφρονας κομμουνιστάς και να παραδεχώμεθα τους εαυτούς μας ανικάνους διά το αντίθετον;». Αποφασίζεται λοιπόν στην αρχή η μάζωξη των υπόπτων στρατιωτών σε ειδικά Τάγματα Σκαπανέων στο Ντουλκασάρ Θεσσαλονίκης, στη Λάρισα και στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης, το 1946. Γρήγορα η τακτική αυτή επεκτείνεται και στους πολίτες με το μέτρο της διοικητικής εκτόπισης κι έτσι, σε ελάχιστο διάστημα μέχρι τις αρχές του 1947, δεκάδες χιλιάδες πολίτες και στρατιώτες έχουν οδηγηθεί στην εξορία. Η μέθοδος των εκτοπίσεων των κάθε λογής «ανεπιθύμητων» της εξουσίας δεν ήταν καινούργια για το ελληνικό κράτος. Άρχισε με τη δικτατορία του Πάγκαλου το 1926 και είχε πρώτους στόχους κατάδικους του κοινού ποινικού δικαίου. Στη συνέχεια το ιδιώνυμο του Βενιζέλου το 1929 και η δικτατορία της 4ης Αυγούστου αξιοποιούν αυτό το νομικό δεδομένο και το στρέφουν εναντίον των κομμουνιστών και των παντός είδους αντιφρονούντων. Αϊ-Στράτης, Φολέγανδρος, Γαύδος, Ανάφη και οι φυλακές Ακροναυπλίας μετατρέπονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αντιφρονούντων. Στη διάρκεια της Κατοχής δείγμα για το τι θα επακολουθούσε μετά τον πόλεμο αποτέλεσαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα βασανιστήρια των ελλήνων αντιφασιστών στη Μέση Ανατολή μετά το εκεί κίνημα τον Απρίλιο του 1944. Εκεί θα συναντήσουμε και πολλούς από τους μετέπειτα σχεδιαστές και πρωταγωνιστές του «θαύματος» της Μακρονήσου. Τον Μάιο του 1947 αποφασίζεται η στρατιωτική εξέλιξη της πρακτικής των εκτοπισμών. Ο στόχος δεν είναι πλέον η απλή εξορία, αλλά επιχειρείται μια ποιοτική αναβάθμιση της βίας, που στόχο δεν έχει πια μόνο την απομάκρυνση των αντιφρονούντων από τα αστικά κέντρα, αλλά αποσκοπεί στην ιδεολογική «ανάνηψή» τους. Δηλαδή στην αποκήρυξη της αρχών τους με κάθε τρόπο, με απώτερο στόχο, φεύγοντας από εκεί, να είναι είτε ιδεολογικά είτε σωματικά είτε ψυχολογικά εξουδετερωμένοι. Χαρακτηριστικό της αντίληψης που είχαν για το θεάρεστο έργο τους οι εμπνευστές της Μακρονήσου αποτελεί η παρακάτω αναφορά του στρατηγού Βεντήρη, που μιλάει για κέντρα αποτοξίνωσης όσων ήταν... εθισμένοι στην Αριστερά: «Τότε απεφασίσθη ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα διά να υποστούν αποτοξίνωσιν, διότι κατά την κατοχήν ήσαν έφηβοι και λόγω της ηλικίας παρεσύροντο από τα απατηλά και δελεαστικά συνθήματα των ερυθρών». Η... αποτοξίνωση γίνεται με τους κλασικούς τρόπους της ταπείνωσης, του εξευτελισμού και των βασανιστηρίων. Οι μέθοδοι βασανιστηρίων ήταν πολλοί και ανάλογοι με τον βαθμό αριστερής... πάθησης των εξόριστων, όπως είχε κατηγοριοποιήσει τους κρατούμενους ο Μπαϊρακτάρης: «Μεταξύ του στρατευομένου λαού υπήρξε και η μερίς των εμφορουμένων υπό της κομμουνιστικής ιδεολογίας, ήτις ενεφανίζετο ως ασθένεια με τας διαφόρους φάσεις της, 1ον στάδιον, 2ον στάδιον κ.λπ., ανίατος». Βιασμοί, εγκλεισμός, το άσκοπο βασανιστήριο του κουβαλήματος της πέτρας, η ψυχολογική τρομοκρατία, οι εικονικές εκτελέσεις, ο καθαρισμός του νησιού από τις γόπες, η ταπείνωση του κουρέματος με την ψιλή, δίψα, πείνα και άθλιο φαγητό, το «αεροπλανάκι», όπου υποχρεωνόσουν να κάτσεις ατέλειωτες ώρες στο ένα πόδι και με τα χέρια στην έκταση, το λιντσάρισμα ήταν κάποια από τα περισσότερο γνωστά βασανιστήρια που μπόρεσαν να δημιουργήσουν οι ανθρωποφύλακες της Μακρονήσου. Το νησί μετατρέπεται σε τόπο μαρτυρίου για 50 με 100 χιλιάδες αγωνιστές, οι οποίοι πέρασαν εκεί από ένα καθαρτήριο ζώντων ψυχών, που προετοιμάζονταν για να βγουν «εξαγνισμένες» στον μεταπολεμικό Άδη για την ελληνική Αριστερά. Οι εξόριστοι είχαν τοποθετηθεί για την ελληνική κοινωνία «κάτω από χαλάκι» και, επειδή δεν εμφανίζονταν, πολλοί πίστεψαν ότι είχαν πάψει να υπάρχουν. Η Μακρόνησος πλέον γίνεται πρότυπο αντικομμουνιστικής αντιμετώπισης και έτσι παρελαύνουν από εκεί βασιλείς, υπουργοί, καλλιτέχνες, ιερείς, οι οποίοι μιλούν με ενθουσιασμό για το «εθνικό έργο» που επιτελείται στο νησί, ενώ στην Αθήνα γίνονται εκθέσεις ανανηψάντων. Μέρος της εθνικής ντροπής της Μακρονήσου δεν είναι μόνο η πολιτική εκδικητικότητα και ο ανθρώπινος εξευτελισμός των βασανιστηρίων, αλλά και ο πνευματικός κατήφορος σημαντικών πολιτικών ανθρώπων της εποχής. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχωρίζουν οι... παιάνες με τους οποίους ύμνησαν το κολαστήριο οι Κωνσταντίνος Τσάτσος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Στο ίδιο ολίσθημα θα υποπέσει και ο μετριοπαθής στη συνέχεια πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος αρκετά χρόνια αργότερα θα ζητήσει συγγνώμη για τις παρακάτω δηλώσεις του: «Το έργον της Μακρονήσου, αναγνωριζόμενον ήδη διεθνώς ως παράδειγμα και πρότυπον άξιον μιμήσεως εις όλας τας ελευθέρας χώρας του κόσμου, αποτελεί τίτλον τιμής δι’ όλους εκείνους οι οποίοι συνέβαλαν και συμβάλλουν εις την πραγματοποίησίν του. Οι ανανήψαντες της Μακρονήσου πρέπει να θεωρηθούν δύο φορές Έλληνες, διότι είναι μια φορά ως γεννηθέντες τοιούτοι και άλλη μια φορά Έλληνες ως ανακτήσαντες μετά γόνιμον ψυχικήν δοκιμασίαν την ελληνικήν των συνείδησιν». Οι ανανήψαντες, «μετά από γόνιμον ψυχικήν δοκιμασίαν», πράγματι υπάρχουν και, όταν δεν μετατρέπονται σε σκληρότερους βασανιστές των πρώην συντρόφων τους, επιδεικνύονται ως λάβαρα από το καθεστώς με παρελάσεις στην Αθήνα ή στέλνονται στην πρώτη γραμμή του εμφυλίου πολέμου. Η πραγματικότητα δεν είναι τόσο ρόδινη για τους εμπνευστές αυτής της φρικώδους διαδικασίας. Οι περισσότεροι μακρονησιώτες κρατούμενοι αντιστέκονται με όποιον τρόπο μπορούν. Δεν λείπουν οι απόπειρες αυτοκτονίας, ατομικές και ομαδικές, ενώ πολλές είναι και οι ομαδικές εξεγέρσεις. Η κορυφαία και πιο τραγική από αυτές συμβαίνει στα τέλη Φεβρουαρίου 1948, όταν, ύστερα από στάση των κρατουμένων και ωμή επέμβαση των φυλάκων, ακολουθεί η εν ψυχρώ δολοφονία 17 αόπλων εξόριστων. Η σφαγή αυτή θα οδηγήσει στην εντατικοποίηση των βασανισμών, που πλέον θυμίζουν τις τελευταίες ημέρες των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η σκληρότερη περίοδος ήταν όταν καταλάβαιναν ότι πλησιάζει το τέλος τους. Οι αντιδράσεις από το εξωτερικό για το «Γκουαντάναμο» της εποχής πλήθαιναν όσο κι αν η κυβέρνηση προσπαθούσε να παρουσιάσει τη Μακρόνησο σαν πρότυπο αντιμετώπισης του κομμουνιστικού κινδύνου. Μέχρι το 1949 στο νησί μεταφέρονται και οι εξόριστοι από Ικαρία, Αϊ-Στράτη, Λήμνο και Τρίκερι, αλλά το τέλος του εμφυλίου, νικηφόρο για τη Δεξιά, ανακουφίζει τους αμερικάνους, που δίνουν την έγκριση για τη σταδιακή αποσυμφόρηση του νησιού από τους κρατούμενους. Η αρχή της δεκαετίας του 1950 φέρνει τη σταδιακή παρακμή της Μακρονήσου ως στρατοπέδου συγκέντρωσης. Η τελευταία μαζική μεταφορά γίνεται τον Ιανουάριο του 1950, όταν φτάνουν στο «Διαβολονήσι» 1.200 κρατούμενες από το Τρίκερι και μέχρι το 1954 το στρατόπεδο απλώς συντηρείται έχοντας μικρό αριθμό εξόριστων. Η τυπική κατάργηση του κολαστηρίου το 1957 βάζει τέλος στο μεγαλύτερο πείραμα θεσμοθετημένης και συστηματικής βίας στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Η φρίκη της Μακρονήσου αποτελεί διαχρονικό μήνυμα πως υπό συγκεκριμένες συνθήκες μπορούν και στην Ελλάδα, όπως παντού άλλωστε, να παρουσιαστούν φαινόμενα πολιτικού κανιβαλισμού που οδηγούν στην έκπτωση του ανθρώπινου είδους. Η ιστορική μνήμη και η δημοκρατική συνείδηση είναι ο μόνος δρόμος αποτροπής μιας φρικιαστικής επανάληψης της τραγωδίας της Μακρονήσου...
Η δήλωση Τσάτσου για τη Μακρόνησο Ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος είχε αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στη σπαρτιατική αυτή πολιτεία της Μακρονήσου δημιουργούνται οι πρωτοπόροι μιας νέας ηθικής και κοινωνικής ζωής της Ελλάδας, (...) αυτοί θα είναι στο μέλλον οι φορείς και οι ενσαρκωταί του μεγαλύτερου γεγονότος που λαμπρύνει κάθε φορά την ιστορία της ανθρωπιάς επί του υλισμού και της βίας. (...) Η Μακρόνησος είναι προπαντός ένα μεγάλο εκπαιδευτήριο και γυρεύει να στηριχθεί στον ορθόν λόγον. (...) Μακάρι όλη η Ελλάδα να ήταν μια Μακρόνησος. (...) Ολοι στη ζωή μας πρέπει να περνάμε ένα Μακρονήσι. Η Μακρόνησος μακραίνει και πλαταίνει. Σε λίγο θα σκεπάσει όλη την Ελλάδα. Το εύχομαι. Ήρθα ως δάσκαλος. Θα ήθελα να βρισκόμουν στη θέση σας. Η ζωή που περνάτε εδώ είναι μια ευλογία. Θέλω να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για ό,τι είδα σήμερα. Αυτό το θέαμα μου δίνει δύναμη και θα το διακηρύξω παντού».
24 Μαΐου 1881: Η Θεσσαλία ελληνική |
|
|
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος που ξέσπασε στις 24 Απριλίου 1877, τερματίστηκε με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που υπογράφτηκε στις 3 Μαρτίου 1878. Η νικημένη Τουρκία αναγνώριζε μια ανεξάρτητη Βουλγαρία που θα απλωνόταν από τον Δούναβη ως τη Θεσσαλία και παραχωρούσε εδάφη της στη Ρωσία. Παράλληλα, αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Σερβίας, του Μαυροβούνιου και της Ρουμανίας. Όμως, με τον τρόπο αυτό, η Ρωσία γινόταν ο αποκλειστικός ρυθμιστής της κατάστασης στην Ανατολική Ευρώπη, γεγονός που δε συνέφερε τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Μια πρώτη τροποποίηση της συνθήκης ήταν η Βουλγαρία να μείνει ηγεμονία υποτελής στην Τουρκία και να περιοριστεί ως τη Μακεδονία, χωρίς τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, την Κοζάνη και τα Σέρβια. Και πάλι, οι άλλες δυνάμεις δεν ικανοποιήθηκαν. Κυρίως, η Αγγλία θιγόταν από τις ρυθμίσεις. Αποφασίστηκε να γίνει ένα συνέδριο που να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Στις 13 Ιουνίου 1878, ξεκίνησε το συνέδριο του Βερολίνου, στο οποίο κλήθηκαν να μετάσχουν δίχως ψήφο η Ελλάδα, η Σερβία, η Ρουμανία, το Μαυροβούνιο, η Περσία και οι Αρμένιοι ως έθνος. Κατέληξε να περιορίσει την υποτελή στους Τούρκους Βουλγαρία ως τον Αίμο, με την περιοχή από τον Αίμο ως το Αιγαίο αυτοδιοικούμενη (Ανατολική Ρωμυλία). Με τη συνθήκη του Βερολίνου, η Βοσνία Ερζεγοβίνη δόθηκε στην Αυστροουγγαρία, διάφορα εδάφη στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Ρουμανία και την Περσία, ενώ στην Ελλάδα επιδικάστηκαν η Θεσσαλία και η Ήπειρος νότια του Καλαμά. Όμως, άλλα εδάφη εννοούσε η Τουρκία ότι δόθηκαν στην Ελλάδα κι άλλα επέμεναν οι Έλληνες. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1881, οι πρεσβευτές των ενδιαφερομένων χωρών άρχισαν νέο κύκλο διαπραγματεύσεων στην Κωνσταντινούπολη. Το αποτέλεσμα ήταν και πάλι σε βάρος της Ελλάδας που έπαιρνε τη Θεσσαλία εκτός από την Ελασσόνα κι, από την Ήπειρο, μόνο την Άρτα. Οι υπογραφές μπήκαν στις 24 Μαΐου 1881, αφήνοντας ανοιχτούς τους λογαριασμούς ανάμεσα στις δυο χώρες. Στα 1885, η υποτελής Βουλγαρία μπήκε στην αυτοδιοικούμενη Ανατολική Ρωμυλία και την κατέλαβε. Οι λογαριασμοί έμελλε να ξεκαθαρίσουν στους Βαλκανικούς πολέμους. |
|
|
|
|
|
|
|
|
|