Σάββατο 1 Αυγούστου 2009


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΠΙΛΕΚΤΑ ΙΙΙ

30 Αυγούστου 1944: Κατάρρευση στα Βαλκάνια

Τον Αύγουστο του 1944, ο πρεσβευτής της Γερμανίας στο Βουκουρέστι ειδοποιούσε τον Χίτλερ ότι ο δικτάτορας Λέων Αντονέσκου (1882 - 1946) είχε τον βασιλιά και το λαό της Ρουμανίας με το μέρος του. Οι Ρουμάνοι διαθέτανε 23 μεραρχίες, ενώ οι Γερμανοί είχαν άλλες 21. Ο Χίτλερ θεώρησε επαρκείς τις δυνάμεις αυτές και διέταξε τον στρατάρχη φον Βάιχς να υπερασπιστεί τα Βαλκάνια στο σύνολό τους, παρ’ όλο που οι Σοβιετικοί είχαν φτάσει στον ποταμό Προύθο.

Η σοβιετική επίθεση εκδηλώθηκε στις 20 Αυγούστου κι έμοιαζε με χιονοθύελλα μέσα στο καλοκαίρι: Μια τεράστια τανάλια ανοίχτηκε με το ένα σκέλος από τον ποταμό Δνείστερο και το άλλο από το Σερέθ. Στις 23, η τανάλια έκλεισε στον Προύθο, εγκλωβίζοντας τις 16 από τις 21 γερμανικές μεραρχίες. Την ίδια μέρα, οι Ρουμάνοι σταμάτησαν να πολεμούν ή έστρεψαν τα όπλα τους κατά των Γερμανών. Ο βασιλιάς (1940 - 1947) Μιχαήλ είδε την κατάσταση να ανατρέπεται, κάλεσε τον Αντονέσκου στα ανάκτορα και τον συνέλαβε, ενώ ταυτόχρονα ζήτησε ανακωχή. Οι Γερμανοί βομβάρδισαν τα ανάκτορα και ο Μιχαήλ κήρυξε τον πόλεμο της Ρουμανίας κατά της Γερμανίας.

Όσο να συμβούν όλα αυτά, οι Σοβιετικοί συνέχισαν την προέλαση και, στις 30 Αυγούστου, κυρίευσαν το Πλοέστι όπου βρίσκονται οι ρουμανικές πετρελαιοπηγές και την Κονστάντζα. Η γερμανική κατάρρευση στα Βαλκάνια είχε ολοκληρωθεί. Άρχιζε η εκκένωση.

Στις 5 Σεπτεμβρίου, οι σοβιετικές δυνάμεις ενώνονταν, στη Γιουγκοσλαβία, με τους παρτιζάνους του Τίτο, η Βουλγαρία κήρυσσε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας αλλά καταλαμβανόταν από τους Σοβιετικούς και οι γερμανικές δυνάμεις έσπευδαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Στις 12 Οκτωβρίου 1944, ο ΕΛΑΣ έμπαινε στην Αθήνα.

Ο Αντονέσκου εκτελέστηκε το 1946, ενώ ο Μιχαήλ εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί, το 1947. Με εξαίρεση την Ελλάδα, όλα τα βαλκανικά κράτη απέκτησαν κομμουνιστικό καθεστώς που διάρκεσε ως το 1989.

23 Αυγούστου 1975: Τρεις «εις θάνατον»

Οι θεσμικές αλλαγές στην Ελλάδα ολοκληρώθηκαν ακριβώς ένα χρόνο μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο που προκάλεσε την κατάρρευση της χούντας των συνταγματαρχών: Στις 20 Ιουλίου 1975, ορκιζόταν ο πρώτος εκλεγμένος από τη Βουλή, σύμφωνα με τις επιταγές του αναθεωρημένου συντάγματος, πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ήταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος.

Έμενε ένα κεφάλαιο ακόμη για να κλείσει η θλιβερή παρένθεση της δικτατορίας: Η νέμεση. Η δίκη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 άρχισε την επομένη της ορκωμοσίας του Κ. Τσάτσου: Στις 21 Ιουλίου 1975, σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα των φυλακών του Κορυδαλλού. Σιωπηλοί οι άλλοτε πανίσχυροι δικτάτορες άκουγαν τις καταθέσεις των μαρτύρων που ξαναζωντάνευαν τη φρίκη της επτάχρονης χουντικής περιόδου. Ο νόμος της σιωπής ίσχυσε σε όλη τη διάρκεια της δίκης.

Στις 23 Αυγούστου 1975, ο πρόεδρος του δικαστηρίου, εφέτης Γιάννης Ντεγιάννης, ανακοίνωσε την απόφαση: «Γεώργιος Παπαδόπουλος: Εις θάνατον! Νικόλαος Μακαρέζος: Εις θάνατον! Στυλιανός Παττακός: Εις Θάνατον!».

Από ισόβια ως πολύχρονες φυλακίσεις οι λίγοι υπόλοιποι. Οι πολλοί είχαν διαφύγει. Το έγκλημα του επτάχρονου βιασμού της λαϊκής θέλησης είχε κριθεί από το ανώτατο δικαστήριο «στιγμιαίο». Άρχισε και τελείωσε τη νύχτα, 20 προς 21 Απριλίου. Που σήμαινε ότι οι συνειδητοί συνεργάτες της χούντας δεν είχαν διαπράξει αδίκημα. Θα δικάζονταν, αν το πραξικόπημα ως αδίκημα είχε κριθεί «διαρκές».

Νωρίς το απόγευμα της ίδιας μέρας που απαγγέλθηκε η απόφαση του δικαστηρίου, μια σύντομη κυβερνητική ανακοίνωση γνωστοποιούσε ότι η θανατική ποινή των πρωταιτίων μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά. Στον σάλο που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής απάντησε (στις 25 Αυγούστου 1975), με τη φράση: «Όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια». Αυτή η φράση ήταν που ανέστειλε πολλές φορές από τότε την προσπάθεια να δοθεί χάρη στους έγκλειστους του Κορυδαλλού.

Στις 16 Οκτωβρίου 1975, άρχισε η δίκη των υπευθύνων για τη σφαγή του Πολυτεχνείου. Ακολούθησε η δίκη για το πραξικόπημα στην Κύπρο. Σκόρπιες και «κατά περίπτωση» έγιναν οι δίκες των βασανιστών. Όπως τριάντα χρόνια πριν, στη Νυρεμβέργη, άρχισαν με έντονο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και τελείωσαν μέσα σε ένα πέλαγος αδιαφορίας.

Στα χέρια Θεού και... αμερικάνων η κυπριακή άμυνα στην εισβολή

Tριάντα τρία ολόκληρα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον ματωμένο Ιούλιο του 1974, όταν η χώρα έζησε την απόλυτη σχιζοφρένεια: Στην Αθήνα ο κόσμος να πανηγυρίζει στους δρόμους την πτώση της χούντας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ενώ στην Κύπρο οι δύο Αττίλες να δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα στο νησί, βασισμένη στο αίμα, τον πόνο και – πάνω από όλα – την προδοσία.

Το ερώτημα «γιατί οι τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο» απασχόλησε τους στρατιωτικούς δυστυχώς περισσότερο μετά την εισβολή και λιγότερο πριν, με αποτέλεσμα τη διενέργεια ερευνών για το τι έφταιξε. Σήμερα θα γνωρίσουμε τις δύο πρώτες εκθέσεις που συντάχθηκαν από τον στρατό, και έχουν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον να είναι πολύ κοντά στα γεγονότα. Αξίζει τον κόπο να τις δούμε για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τα τραγικά γεγονότα μέσα από το πρίσμα εκείνης της εποχής.

Η πρώτη στρατιωτική έκθεση συντάσσεται λίγες μόνο ημέρες μετά την τουρκική εισβολή και έχει τίτλο: «Εκθεσις αφορώσα εις την εφαρμοσθείσαν τακτικήν και την επιδειχθείσαν μαχητικήν αξίαν των εν Κύπρω εισβαλλουσών Τουρκικών Δυνάμεων, από της 20ής Ιουλίου και επέκεινα» και υπογράφεται από τον αρχηγό ΓΕΕΦ υποστράτηγο Ευθύμιο Καραγιάννη και τον τμηματάρχη του 2ου ΕΓ/ΙΙ/ΓΕΕΦ Γ. Παπασταθόπουλο, που πρέπει να είναι και ο εισηγητής - συντάκτης της.

Λάθη και παραλείψεις

Η έκθεση αυτή προτιμά τον εύκολο δρόμο της καταγραφής των λαθών μόνο του αντιπάλου και της υποτίμησής του, ενώ δεν εστιάζει καθόλου στο τι προηγήθηκε της εισβολής, με την προσπάθεια εξαγωγής της ελληνικής χούντας στην Κύπρο. Διαβάζοντας τις παρατηρήσεις του αναλυτή, νομίζει κανείς ότι οι τούρκοι έκαναν μια αποτυχημένη, γεμάτη λάθη, απόβαση, και τελικά δεν πέτυχαν τον επί χρόνια στρατηγικό στόχο τους:

• «Προτιμότερος μικρός αριθμός πυροβόλων μεγάλου βεληνεκούς, παρά μεγάλος αριθμός πυροβόλων μικρού βεληνεκούς»,

• «διστακτικότητα χρησιμοποιήσεως των αρμάτων. Χρησιμοποιήθηκαν άρματα επί Πενταδάκτυλου, απέφευγαν τη χρήση τους εναντίον ΑΝΣΚ (Αντικειμενικού Σκοπού) όπου η αντιαρματική άμυνα ήταν σταθερή και συνεχής»,

• «ωδηγήθησαν επί των ΑΝΣΚ συντεταγμένα εις φάλαγγα κατά τριάδας λόγω αγνοίας των κανόνων ασφαλείας».

Η πρώτη έκθεση δεν κάλυψε τους παραλήπτες της και υποβλήθηκε δεύτερη από το ΓΕΕΦ, η οποία μέσα σε 62 σελίδες καταγράφει τις απόψεις του Επιτελείου Εθνικής Φρουράς Κύπρου: «Επί των διεξαχθεισών εν Κύπρω πολεμικών επιχειρήσεων από 20 Ιουλίου έως 18 Αυγούστου 1974 (Διαπιστώσεις, σχόλια, συμπεράσματα)».

Οι προδιαγραφές σύνταξης αυτής της νέας έκθεσης, που υπογράφεται και πάλι από τον Καραγιάννη, την κάνουν εξ αρχής ημιτελή. Και δεν μπορεί να είναι αλλιώς, όταν από το ξεκίνημά της ξεκαθαρίζει ότι ως στόχο έχει «να προσδιορισθούν τυχόν διαπιστωθείσαι αδυναμίαι ή ελλείψεις εις το σύστημα αμύνης της Κύπρου, από αυστηρώς στρατιωτικής πλευράς».

Δηλαδή ουσιαστικά επιβάλλει στους συντάκτες της να ασχοληθούν μόνο με το στρατιωτικό μέρος της εισβολής, χωρίς να αναφερθούν καθόλου στο τι προηγήθηκε στη μεγαλόνησο πριν τον «Αττίλα». Πώς όμως μπορεί να κριθούν αποσπασματικά στρατιωτικά γεγονότα, όταν ουσιαστικά η έκβαση των μαχών αυτών είχε κριθεί πριν την εισβολή από εξωτερικούς παράγοντες οι οποίοι δεν αναφέρονται;

Πώς μπορεί να είναι αντικειμενική η έκθεση όταν οι μάχες μακαριακών και ΕΟΚΑ Β’ παρουσιάζονται απλώς ως «διαμάχες» δύο ισότιμων στρατοπέδων, και όχι ως υπονόμευση του νόμιμα εκλεγμένου πρωθυπουργού της χώρας, και όταν ως αιτία χαλάρωσης της εθνικής άμυνας της νήσου εμφανίζεται η μείωση της στρατιωτικής θητείας που εφάρμοσε ο Μακάριος, η οποία είχε αποτέλεσμα τη δημιουργία αντιμιλιταριστικού πνεύματος;

Δυστυχώς, παρ’ ότι η Τουρκία «...ήρχισε να διαφαίνεται ότι επεδίωκε να εκμεταλλευτεί την σημειωθείσαν ενδοελληνικήν πολιτικήν κρίσιν εν Κύπρω...», στο νησί δεν είχαν αντιληφθεί το μέγεθος του κινδύνου, πιστεύοντας στην αρχή ότι η ελληνική χούντα δεν θα τολμήσει να «πατήσει πόδι» στην Κύπρο, και στη συνέχεια ότι η Τουρκία δεν θα πραγματοποιούσε τις απειλές της για εισβολή.

Ετσι, η άμυνα της Κύπρου είχε αφεθεί στα χέρια του «Θεού της Ελλάδος» και των αμερικάνων, άλλοτε με φήμες ότι «ο αμερικανικός παράγων ευνοεί τας εν Κύπρω πολιτικάς εξελίξεις δημιουργουμένου ούτω ενός αισθήματος ασφαλείας εξ εξωτερικής απειλής» και άλλοτε με ελπίδες: «Εκτιμάτο πως η επέμβασις του αμερικανικού παράγοντος θα απέτρεπε την εισβολήν».

Κατά τα άλλα, το ήδη διαβρωμένο λόγω των συνεχών εσωτερικών συγκρούσεων ηθικό των μονάδων στην Κύπρο, γίνεται ακόμα χειρότερο μετά το πραξικόπημα τις 15ης Ιουλίου: «Η εμπλοκή της Ε.Φ. εις το πραξικόπημα επέδρασεν δυσμενώς επί του ηθικού των Μονάδων...», «...αποκορύφωμα της διαμάχης και η συμμετοχή της Ε.Φ. εις ταύτα υπήρξεν απροκαλύπτως ενεργός».

Ετσι, ενώ στην αρχή του «Αττίλα» η μαχητική αξία των μονάδων ήταν καλή, στη διάρκεια της εισβολής, όταν τούρκοι και τουρκοκύπριοι είχαν μεγάλο αριθμό ανδρών στις μονάδες τους, οπλισμό σύγχρονο, αρκετούς τούρκους αξιωματικούς στις Τ/Κ Μονάδες, άριστες επικοινωνίες, καλή προπαρασκευή κ.λπ., στην άλλη πλευρά, λόγω των γνωστών γεγονότων, υπήρχε αντιπαλότητα μεταξύ ελλαδιτών και ελληνοκυπρίων.

Οσο για την επιστράτευση; «...ιδία εις την περιοχήν Λεμεσού εχορηγήθη, υπό συνθήκας πλήρους συγχύσεως, οπλισμός δια τον εξοπλισμόν προσελθόντων εφέδρων και μελών της ΕΟΚΑ Β΄, άνευ χρεώσεως...», ενώ οι δυνάμεις ασφαλείας «...άοπλοι και διηρημέναι, απετέλουν απλούν θεατήν πάσης φύσεως παρανομίας. Ανάλογον ηθικήν και ψυχολογικήν αποδυνάμωσιν υπέστη και η Ε.Φ.».

«Αυτοσυγκρατηθείτε»!

Στο δεύτερο μέρος της έκθεσης περιγράφονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των τούρκων, ξεκινώντας από τη στιγμή της απόβασης με τη βοήθεια βρετανικού ελικοπτεροφόρου «...εγγύς των ακτών της Κυρήνειας πλην του βρετανικού, προσήγγισαν το προγεφύρωμα, απεβίβασαν στρατεύματα, άρματα, οχήματα και υλικά...».

Την ίδια στιγμή το ΑΕΔ πιστεύει ότι πρόκειται για τουρκική άσκηση και συνιστά αυτοσυγκράτηση «προκειμένου να διαπιστωθεί μήπως επρόκειτο διά ρίψιν εφοδίων και ουχί δι’ αλεξιπτωτιστάς». Και ενώ οι εισβολείς ισχυροποιούσαν τις θέσεις τους, οι δυνάμεις των ελλήνων ασχολιόντουσαν με τους τουρκοκύπριους, «...ήρξαντο την εκκαθάρισιν των Τ/Κ θυλάκων και εστιών και την περίσχυσιν των ισχυροτέρων τοιούτων...».

Ο τουρκικός στρατός έχει μπει στην ανοχύρωτη Κύπρο και η έκθεση καταγράφει το τραγικό ντόμινο των συνεχών απωλειών: «Αι διαταχθείσαι ενέργειαι, πλην ασημάντων τοπικών επιτυχιών εν τω συνόλω τους απέτυχον. (...) Το ουσιαστικώς απεδιοργανώθη του διοικητού του σοβαρώς τραυματισθέντος, (...) υπολείμματα τούτου αφίχθησαν εις (...), δεν ηδυνήθη εξαλείψει το προγεφύρωμα λόγω βομβαρδισμού και της διστακτικότητος του διοικητού του. (...) Η επιθετική αναγνώρισις ανεκόπη λόγω εκτεταμένης πυρκαϊάς εις θαμνώδη έκτασιν, (...) νυκτερινή ενέργεια ανεκόπη λόγω καταιγιστικών πυρών, (...) η διαταγή ΓΕΕΦ ανεδιπλώθη εις τας αρχικάς θέσεις λόγω ελλείψεως πυρομαχικών, (...) ηναγκάσθησαν να συμπτυχθούν, (...) απέτυχεν εις τας προσπαθείας να εξαλείψει τούτο (σ.σ.: το προγεφύρωμα), (...) τα τάγματα διελύθησαν εξ ολοκλήρου, (...) η Μονάδα ενεκλωβίσθη και διετάχθη να αυτοδιαλυθεί».

Μνημονεύει και τις Τ/Λ 1 και 3 που επιτέθηκαν αλλά καταστράφηκαν με θυσία του Τσομάκη και του πληρώματός του, καθώς και τη Νο 2 που «εξώκειλεν εις την ακτήν εγκαταλειφθείσα...».

Οι σημαντικότερες μάχες αντίστασης στην εισβολή δεν ήταν αποτέλεσμα συντονισμένης αντίδρασης, αλλά ηρωικών ενεργειών, όπως αυτή του διοικητή Αλευρομάγειρου με το 336 τάγμα επιστράτων (στην οποία μάλιστα δεν αναφέρεται καθόλου η έκθεση Καραγιάννη). Η τελευταία ελπίδα στην υποβοηθούμενη από Αμερική - Αγγλία εισβολή είναι η βοήθεια από την Ελλάδα, η οποία δεν φτάνει ποτέ: «Αι αναμενόμεναι και μη πραγματοποιούμεναι ενισχύσεις εξ Ελλάδος και ιδία αι αεροποιρικαί τοιαύται επέφερον πτώσιν του ηθικού...».

Αποσύνθεση...

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΖΟΟΜ.

Εχουμε φτάσει στις 29 Ιουλίου και οι Μονάδες έχουν φτάσει στα πρόθυρα αποσύνθεσης σε τέτοιο σημείο, ώστε ο αρχηγός ΓΕΕΦ σε αναφορά του ζητά κατάπαυση του πυρός («...άμεσος ανάγκη καταπαύσεως του πυρός προς αποφυγήν ολοσχερούς διαλύσεως των Μονάδων Ε.Φ...»), γιατί σε αντίθετη περίπτωση η διάλυση θα είναι πλήρης, και ο πληθυσμός του νησιού θα στραφεί εναντίον των ελλήνων αξιωματικών και γενικότερα κατά της Ελλάδας. Αν εξαιρέσουμε την παραπάνω τραγωδία, που ήταν και η μόνη που αποφεύχθηκε εκείνες τις ημέρες, το υπόλοιπο δράμα του ελληνισμού συνεχιζόταν.

Παρατηρούνται φαινόμενα ανταρσίας και η αντίσταση που καταβάλλεται «...οφείλεται εις τον ηρωϊσμόν και την ανδρείαν των αξιωματικών μαχομένων εις την πρώτην γραμμήν και καταβαλλόντων μεγάλας προσπαθείας διά να συγκρατήσουν τους οπλίτας...». Δεν λείπουν οι άτακτες υποχωρήσεις, οι λιποταξίες «...εις επικίνδυνον βαθμόν...», αλλά και οι πράξεις ηρωισμού και αυταπάρνησης, «...η πλειονότης των εξ Ελλάδος στελεχών επεδείξατο προσωπικήν ανδρείαν και αυταπάρνησιν, πολλών αξιωματικών αγωνισθέντων μόνων επί κεφαλής δρακός ανδρών εις πλείστας περιπτώσεις καθ’ ας τα τμήματα ετρέποντο εις φυγήν».

Ολα πλέον είναι υπέρ των τούρκων, ακόμα και η καταπατημένη εκεχειρία, που «...ήτο βασικός συντελεστής επιτυχίας των εχθρικών ενεργειών...». Τα προγεφυρώματα και οι ενισχύσεις που έχουν φέρει οι τούρκοι στην κατεχόμενη – πλέον – βόρεια Κύπρο, η έλλειψη αντίδρασης της διεθνούς κοινότητας και της ελληνικής κυβέρνησης, οδηγούν στον Αττίλα ΙΙ και στη σημερινή «Πράσινη γραμμή», που για πολλούς ήταν η προκαθορισμένη από πριν εξέλιξη των πραγμάτων σε συμφωνίες «κάτω από το τραπέζι».

Σε αυτή την άποψη συντελούν και οι οδηγίες του τότε υπουργού Άμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ: «...επιθυμούμεν σοβαράν μεν γνωστήν παρενόχλησιν, αποφυγήν όμως μάχης εκ παρατάξεως ήτις μοιραίως θα διεξαχθή υπό δυσμενεστάτας συνθήκας…».

Για άλλους η μάχη της Κύπρου χάθηκε, για άλλους δεν δόθηκε ποτέ, και για άλλους συνεχίζεται. Οι στρατιωτικοί ρίχνουν την ευθύνη της εισβολής στους πολιτικούς, αυτοί στη δικτατορία, και η δικτατορία στους αμερικάνους, οι οποίοι με τη σειρά τους υποστηρίζουν ότι έκαναν ό,τι μπορούσαν. Οι μόνοι που δεν φαίνεται να φταίνε είναι τα θύματα αυτής της εθνικής προδοσίας, που δεν ήταν λίγα: 989 νεκροί ελλαδίτες και ελληνοκύπριοι στο πραξικόπημα και την εισβολή (εκτός των αγνοουμένων). Στο πραξικόπημα σκοτώθηκαν 98, οι 5 απ’ αυτούς από την Ελλάδα, ενώ στην εισβολή 894, εκ των οποίων795 ελληνοκύπριοι και 99 ελλαδίτες.


26 Ιουλίου 1824: Η μάχη του Αιγαίου

Ολόκληρο τον Ιούλιο του 1824, οι Τούρκοι συγκέντρωναν στρατό στα μικρασιατικά παράλια. Σκοπός τους ήταν να κάνουν απόβαση στη Σάμο και να την κυριεύσουν. Ο ελληνικός στόλος στάθμευε στο Σούνιο και στην Ύδρα. Στις 26 Ιουλίου 1824, τα ελληνικά πλοία σαλπάρισαν, ενώθηκαν και, στις 27, ήταν έξω από την Τήνο, με αρχηγό τον αντιναύαρχο Γεώργιο Σαχτούρη (1783 - 1841). Στις 29, ο ελληνικός στόλος βρισκόταν έξω από την Ικαρία και τη νύχτα άρχισε να πλέει προς τη Σάμο. Ξημέρωνε 30 Ιουλίου, όταν οι βάρδιες ειδοποίησαν πως είχαν φανεί εχθρικά πλοία. Ο Σαχτούρης διέταξε επίθεση. Τρεις τουρκικές σακολέβες γεμάτες στρατό βυθίστηκαν, χτυπημένες από τα ελληνικά κανόνια. Τα υπόλοιπα τουρκικά πολεμικά υποχώρησαν. Τη νύχτα, τα ελληνικά πλοία ανασυγκροτήθηκαν. Πλησίαζε 2 η ώρα, ξημερώματα 31 Ιουλίου, όταν έφτασαν στη Σάμο και σχημάτισαν προστατευτική ασπίδα στο νησί.

Το πρωί, ο ελληνικός στόλος ξανοίχτηκε στα στενά της Μυκάλης, όπου ο Σαχτούρης διαπίστωσε τη μεγάλη συγκέντρωση στρατού που γινόταν εκεί. Ξεκίνησε την επίθεση. Τα τουρκικά μεταγωγικά έσπευσαν να φύγουν. Οι Τούρκοι της παραλίας έτρεξαν στους γύρω λόφους να κρυφτούν. Ο ναύαρχος Μεχμέτ Χοσρέφ πασάς (1769 - 1855), που πριν από ένα μήνα είχε κάψει τα Ψαρά, έκανε αντεπίθεση με 18 φρεγάτες και κορβέτες. Οι Έλληνες τις υποδέχτηκαν με κανονιές. Δυο ελληνικά πυρπολικά βγήκαν μπροστά. Στη θέα τους, οι Τούρκοι υποχώρησαν. Ξαναπροσπάθησαν την επομένη, 1η Αυγούστου. Αυτή τη φορά, ο Σαχτούρης έβγαλε μπροστά τέσσερα μπουρλότα. Οι Τούρκοι ξανάφυγαν δίχως μάχη.

Στις 2 Αυγούστου, νέα απόπειρα. Όμως, ο τουρκικός στόλος δεν πρόλαβε να συναντηθεί με τα πλοία του Σαχτούρη. Έπεσε πάνω σε μερικά ελληνικά που κατέφθαναν να ενισχύσουν το στόλο. Τα ελληνικά πολεμικά επιτέθηκαν στα τουρκικά, βύθισαν μερικά αποβατικά, αιχμαλώτισαν άλλα και σκόρπισαν τα υπόλοιπα. Στις 3 Αυγούστου, τα τουρκικά δεν βγήκαν στ’ ανοιχτά. Στις 4 προσπάθησαν να αιφνιδιάσουν τους Έλληνες που όμως τους περίμεναν. Ο Σαχτούρης αρκέστηκε να βγάλει μπροστά μερικά πυρπολικά. Τα είδαν οι Τούρκοι κι υποχώρησαν πάλι.

Στις 5 Αυγούστου, ο Σαχτούρης έδειχνε αποφασισμένος να ξεμπερδεύει με αυτή την ιστορία. Το ίδιο κι ο Χοσρέφ: Βγήκε από τα στενά έχοντας μπροστά το περήφανο «Μπουρλότ Κορκμάζ» («Άφοβο στα μπουρλότα»). Ήταν ευκαιρία να δράσει ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Πήγε από το πλάι, κόλλησε το πυρπολικό του στο «Μπουρλότ Κορκμάζ» και το τίναξε στον αέρα. Τα υπόλοιπα ελληνικά ξεκίνησαν σφοδρή επίθεση σκορπώντας τον πανικό στους Τούρκους. Μερικά, άρχισαν να κανονιοβολούν τη γεμάτη στρατιώτες παραλία. Οι Τούρκοι βουτούσαν στη θάλασσα να σωθούν και γίνονταν εύκολη λεία στους Έλληνες. Με τρομακτικές απώλειες, ο Χοσρέφ κατάφερε να ξεφύγει. Χώθηκε στον Ελλήσποντο. Η απόβαση στη Σάμο δε θα γινόταν ποτέ.

Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου, το νησί έμεινε στην Τουρκία (όπως και τα Δωδεκάνησα) σε αντάλλαγμα της Εύβοιας. Οι Τούρκοι, όμως, δεν κατάφεραν να πατήσουν στη Σάμο, οι κάτοικοι της οποίας εξακολουθούσαν να πολεμούν. Στα 1834, ο σουλτάνος αναγκάστηκε να αναγνωρίσει το νησί ως υποτελή ηγεμονία. Στα 1912, η Σάμος έγινε οριστικά ελληνική.


12 Ιουλίου 1913: Η μάχη της Κρέσνας

Τα στενά της Κρέσνας βρίσκονται ανάμεσα στα βουνά Μέλεσι και Ορβηλο. Είναι το κυρίαρχο πέρασμα από την Ανατολική Μακεδονία προς τη Δυτική Βουλγαρία. Οδηγούν στη βουλγαρική πόλη Τζουμαγιά. Ως το 1912, τα στενά της Κρέσνας κατέχονταν από τους Τούρκους. Οι Βούλγαροι τα πήραν σχεδόν δίχως μάχη.

Ως τις 10 Ιουλίου 1912, ο ελληνικός στρατός είχε απελευθερώσει ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη και ανάγκασε τους Βουλγάρους να επιστρέψουν στα πριν από το 1912 σύνορά τους. Στις 12 Ιουλίου 1912, εκδηλώθηκε η ελληνική επίθεση στα στενά της Κρέσνας. Οι Βούλγαροι που ξεκίνησαν τον πόλεμο αποβλέποντας στη Θεσσαλονίκη ήταν τώρα υποχρεωμένοι να αμυνθούν μέσα στο έδαφός τους. Νικήθηκαν. Στις 15, ο ελληνικός στρατός έπαιρνε την Τζουμαγιά και κινιόταν απειλητικά στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, προχωρώντας από τα νότια. Από τα βόρεια, οι Ρουμάνοι πλησίαζαν τη Σόφια. Από τα δυτικά, οι Σέρβοι περνούσαν τα σύνορα και προέλαυναν ακάθεκτοι.

Ο βασιλιάς Φερδινάνδος που προκάλεσε τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο, έβλεπε την ήττα να τον κυκλώνει αδυσώπητη. Το βασίλειό του κινδύνευε να χαθεί. Ζήτησε ανακωχή. Νικητές και νικημένος, κάθισαν στο τραπέζι των συνομιλιών, στο Βουκουρέστι. Ο Φερδινάνδος ξανάρχισε τα δικά του: Εντάξει η Θεσσαλονίκη αλλά ήθελε την Καβάλα. Οι Έλληνες αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Ο Φερδινάνδος επέμενε. Πείσθηκε μόνον όταν οι Ρουμάνοι απείλησαν πως θα μπουν στη Σόφια. Και πάλι, κερδισμένος βγήκε. Σύνορο ορίστηκε ο Νέστος. Η Δυτική Θράκη έμεινε στους Βούλγαρους. Θα γινόταν ελληνική ύστερα από επτά χρόνια. Οι τελικές υπογραφές στη συνθήκη του Βουκουρεστίου, όπως ονομάστηκε, μπήκαν στις 28 του Ιουλίου 1913. Ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος είχε τελειώσει. Ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, θα άρχιζε ο Α’ Παγκόσμιος.

Η «αυτοκρατορία» του Κέντρου κλονίζεται από τα μέσα


Σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από τον Ιούλιο του 1965, όταν ο λαός έβαζε στο πολιτικό του λεξιλόγιο νέες λέξεις, που η μια ήταν χειρότερη από την άλλη: βασιλικές επιστολές, αποστασία, ανδρείκελα, δικτατορία. Λίγο ή πολύ τα πρόσωπα και τα γεγονότα αυτής της περιόδου είναι γνωστά και πολυπαρουσιασμένα. Αυτή τη φορά θα αποφύγουμε την αναφορά σε πρόσωπα και καταστάσεις, για να προσπαθήσουμε να δούμε τι είναι αυτό που μετέτρεψε την ελπίδα για βαθιές πολιτικές αλλαγές σε εφιάλτη και κάποιους πολιτικούς σε... χοίρους, όπως είχε πει ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Οταν θέλουμε να αναφερθούμε στην πολιτική ιστορία του τόπου μας τη δεκαετία του ’60, δεν μπορούμε παρά να καταγράψουμε τη χαώδη διαφορά που υπήρχε στις δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας ανάμεσα στην περίοδο πριν από την αποσταΣΙΑ και την περίοδο ύστερα από αυτήν. Μέχρι τον Ιούλιο του 1965 ο ευρύτερος αντιδεξιός χώρος, που ξεκινούσε από την Ενωση Κέντρου και έφτανε μέχρι το παράνομο ακόμη ΚΚΕ, γνώριζε τεράστια λαϊκή αποδοχή, η οποία εκφραζόταν με τη συνεχή άνοδο των δυνάμεων αυτών στις επαναλαμβανόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

Ενας άνεμος ανανέωσης έπνεε παντού και, παρ’ ότι υπήρχαν πολλά ακόμη να γίνουν (νομιμοποίηση ΚΚΕ), τα πρώτα βήματα για ουσιαστική δημοκρατικοποίηση του πολιτικού συστήματος (απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων) έδιναν βάσιμες ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Τη μικρή αυτή «δημοκρατική άνοιξη» έρχεται να διακόψει βίαια η αποσταΣΙΑ οδηγώντας το πολιτικό ρολόι του τόπου αρκετά χρόνια πίσω μέσω της κοινοβουλευτικής παρακμής που οδήγησε τελικά στη δικτατορία.

Στη χώρα κυριαρχούσε το παράδοξο: ενώ το κομματικό σύστημα ήταν δικομματικό, υπήρχε μόνο ένας συνασπισμός εξουσίας: Δεξιά, παλάτι, αμερικάνοι, και συνήθως με την αντίστροφη της σειράς βαρύτητα. Ακόμη και όταν η Ενωση Κέντρου κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του 1964, η εξουσία παρέμεινε ακόμη το ζητούμενο γι’ αυτήν, όπως θα αναφέρει κάποια χρόνια αργότερα και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Πώς φτάσαμε όμως στην ιουλιανή κρίση του 1965 και ποιοι είναι οι κύριοι παράγοντες που οδήγησαν στο ξεπούλημα της κυβέρνησης Παπανδρέου και στην εκποίηση των δημοκρατικών κατακτήσεων;

Η Ενωση Κέντρου

Συνήθως οι αυτοκρατορίες πέφτουν πρώτα εκ των έσω, και από αυτό τον κανόνα δεν μπόρεσε να ξεφύγει η Ενωση Κέντρου, που, παρά την τεράστια λαϊκή αποδοχή, φάνηκε γρήγορα ότι θα έπρεπε να λύσει πρώτα τα εσωτερικά της προβλήματα. Ήδη από την πρώτη ψηφοφορία για την εκλογή προέδρου της Βουλής αρχίζουν να εμφανίζονται οι αντίρροπες δυνάμεις, από τις οποίες είχε συσταθεί η παράταξη, με αποτέλεσμα τριάντα δύο βουλευτές της να καταψηφίσουν τον κυβερνητικό υποψήφιο προκαλώντας την πρώτη κρίση στο κόμμα.

Την κυβερνητική σύγχυση επιβάρυναν οι δύο ισχυροί πόλοι εξουσίας που είχαν διαμορφωθεί μέσα στο κόμμα. Από τη μία, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος στηριζόμενος στην «εσωκομματική επετηρίδα» ανέμενε την απόσυρση του Γεωργίου Παπανδρέου για να φτάσει στην προεδρία του κόμματος, και από την άλλη, ο μόλις αφιχθείς από την Αμερική ανατρεπτικός Ανδρέας Παπανδρέου, που επιχειρούσε να «ρυμουλκήσει» προς τα αριστερά το κόμμα, στηριζόμενος στην αριστερή ρητορική αλλά και στη βαρύτητα του ονόματός του.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου, παρ’ ότι δεχόταν το πολιτικό κόστος της «κατηγορίας» ότι συνεργάζεται με την ΕΔΑ, όχι μόνο δεν προσπάθησε να αξιοποιήσει τη δυναμική της Αριστεράς, αλλά προσπάθησε να αποποιηθεί αυτό τον ρόλο δηλώνοντας συνεχώς ότι κάνει «διμέτωπο αγώνα», ενώ παράλληλα «φλέρταρε» με τη βασιλική εύνοια κάνοντας πολλές φορές τα χατίρια του παλατιού στις τοποθετήσεις κάποιων υπουργών.

Βέβαια, η απόφαση του Παπανδρέου για την αποστράτευση του στρατηγού Γεννηματά, ο οποίος ήταν ο τοποτηρητής του βασιλιά στο στράτευμα, ήταν μια τολμηρή απόφαση για τα δεδομένα της εποχής. Για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο απομακρυνόταν από τον στρατό ο άνθρωπος των ανακτόρων και κατά συνέπεια των αμερικάνων. Βέβαια ήταν μια απόφαση που έπρεπε να ληφθεί πολύ νωρίτερα, όταν ο Παπανδρέου είχε νωπή την απόλυτη λαϊκή εντολή και ήταν πανίσχυρος και όχι τότε που είχε αρχίσει η φθορά. Γενικότερα, η Ενωση Κέντρου αποδείχτηκε πολύ λιγότερο συσπειρωμένη από τη συντηρητική παράταξη και δεν κατάφερε να αποφύγει τις παλινωδίες ανάμεσα σε δραστικές λύσεις και συντηρητικές πρακτικές.

Το εγχώριο κατεστημένο

Ο περιορισμός της ΕΡΕ στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964 σε μόλις 35% του εκλογικού σώματος, σε συνδυασμό με το 53% της Ενωσης Κέντρου και το 12% της ΕΔΑ, όπως ήταν φυσικό, ενεργοποίησε τα ανακλαστικά όλων αυτών των δυνάμεων που θεωρούσαν την κυβέρνηση και την εξουσία δικό τους φέουδο. Ο κομμουνιστικός μπαμπούλας έκανε την επανεμφάνισή του (Παναγιώτης Κανελλόπουλος: «Ο κομμουνισμός έχει διεισδύσει εις όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, ακόμη και εις τα ενόπλους δυνάμεις»).

Κάθε κίνηση της κυβέρνησης για έλεγχο του στρατού και της ΚΥΠ προσκρούει σε βασιλικούς και δεξιούς τοποτηρητές. Παρ’ ότι ο συντηρητικός χώρος ψάχνει τον φυσικό του ηγέτη (ο Καραμανλής έχει φύγει στο εξωτερικό, ο Παύλος έχει φύγει από τη ζωή και ο Κοκός είναι πολύ μικρός και πολύ ανώριμος), ετοιμάζει την αντεπίθεσή του.

Ήδη από τον Ιανουάριο του 1965 η «Καθημερινή», που τότε απηχούσε τις σκέψεις του παλατιού, είχε γράψει ότι «ετέθη σε λειτουργία ο μηχανισμός διάλυσης της Ενωσης Κέντρου». Η νέα άνοδος των δυνάμεων της ΕΔΑ στις δημοτικές εκλογές τον Μάιο του 1964 επιβεβαιώνει όλες τις ανασφάλειες του χώρου και τον κάνει να δείξει το χειρότερό του πρόσωπο.

Στην πρώτη επέτειο της εκλογικής νίκης της Ενωσης Κέντρου στις 19.2.1965 ο τότε αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος μιλώντας σε ανοιχτή συγκέντρωση στην πλατεία Κλαυθμώνος θα πει πράγματα που μετέπειτα θα βαρύνουν την πολιτική του συνείδηση: καλεί ανοιχτά τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος να ανατρέψουν τον πρωθυπουργό, ζητώντας από τον βασιλιά να τον... βοηθήσει σε αυτό λέγοντας ότι η ΕΡΕ θα στήριζε μια τέτοια κυβέρνηση.

Το παρακράτος παίζει την ίδια του την ύπαρξη και δίνει «τα ρέστα» του (υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ σε αντιπερισπασμό για το «Σχέδιο Περικλής», προβοκάτσια στον εορτασμό του Γοργοπόταμου, σαμποτάζ με ζάχαρη στα τανκς του Έβρου από τον μετέπειτα δικτάτορα Παπαδόπουλο, δράση ΕΚΟΦ) και καταφέρνει να φοβίσει κάποιους κεντρώους με συντηρητικές καταβολές.

Σε αυτή την ατμόσφαιρα σύγχυσης ξεσπά η υπόθεση με την «εμπλοκή» του Ανδρέα Παπανδρέου στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και ακολουθούν η μετέπειτα πίεση του Κωνσταντίνου προς τον Γέρο για ξεκαθάρισμα της υπόθεσης, η ρήξη με τα ανάκτορα, με τον Γεώργιο Παπανδρέου να απαιτεί το υπουργείο Εθνικής Αμύνης αντί του Γαρουφαλιά που αρνείται να φύγει από αυτό, και τέλος οι κατάπτυστες βασιλικές επιστολές προς τον εκλεγμένο πρωθυπουργό.

Αν κάποιος είχε διαβάσει το άρθρο της φιλοκαραμανλικής εφημερίδας «Ημέρα» στις 30.6.1965, θα είχε καταλάβει ότι όλα τα παραπάνω ήταν ψηφίδες ενός πίνακα που ήταν ήδη έτοιμος και ότι το τέλος της Ενωσης Κέντρου ήταν προαποφασισμένο...

«Πληροφορούμεθα ότι συνεφωνήθη συσχετισμός εκδηλώσεων μεταξύ ανομοιογενών κυβερνητικών παραγόντων, ως οι κ.κ. Στεφανόπουλος, Μητσοτάκης και Τσιριμώκος, οίτινες, μονολότι εμπνέονται έκαστος από κεχωρισμένους σκοπούς, συνηντήθησαν εις κοινόν έδαφος αντιδράσεως έναντι του Πρωθυπουργού και του υιού του.

ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΓΙΑ ZOOM

Παράλληλοι κινήσεις φέρουν εις το προσκήνιον της αντιδράσεως προς την σημερινήν ηγεσίαν του Κέντρου τα περισσότερα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, τα οποία, ενώ συντηρούν τα προσχήματα της νομιμοφροσύνης προς τον Πρωθυπουργόν, ευρίσκονται και εις οργανικής επαφήν προς τους κ.κ. Στεφανόπουλον, Μητσοτάκην και Τσιριμώκον σχηματίζοντας κατ’ ουσίαν υποκυβέρνησιν εντός των κόλπων της Πολιτικής Επιτροπής.

Η εκπαραθύρωσις αυτή θα εφαρμοσθή είτε εάν ο κ. Γ. Παπανδρέου αντιτάξη άρνησιν εις την κηδεμονίαν είτε ακόμη και αν την αποδεχθή. Τούτο συμβαίνει διότι οι συνασπισθέντες παράγοντες είναι πεπεισμένοι ότι είναι αδύνατος η ομαλή λειτουργία της κυβερνητικής μηχανής με Πρωθυπουργόν τον κ. Γ. Παπανδρέου».

Η νόμιμη κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου ανατρέπεται μόλις 17 μήνες μετά την άνοδό της στην εξουσία. Το «όνειρο» που χιουμοριστικά ανέφερε ο Γεώργιος Παπανδρέου, την πρώτη περίοδο της καλής πολιτειακής συμβίωσης με τον Κοκό, μετατρέπεται σε εφιάλτη. Αντί να γραφτεί ο τέως στην Ενωση Κέντρου, οι βουλευτές του κόμματός του συνωστίζονται στην ανακτορική αυλή, ώστε να κερδίσουν τη βασιλική εύνοια, για να εξασφαλίσουν κάποιον πρόσκαιρο υπουργικό θώκο, σε κάποια από τις επόμενες ευκαιριακές αποστατικές κυβερνήσεις...

Ο ρόλος των αμερικάνων

Ηταν σαφές από την πρώτη στιγμή διακυβέρνησης Παπανδρέου ότι οι αμερικάνοι φαίνονταν να ανησυχούν όχι τόσο από την Ενωση Κέντρου, αλλά από την πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας, κάτι που θα σήμαινε άνοδο της Αριστεράς, με ό,τι συνέπειες μπορούσε να έχει αυτό στα «κεκτημένα» δικαιώματά τους στην περιοχή.

Η επίσκεψη Παπανδρέου στις ΗΠΑ και η μη αποδοχή του σχεδίου Άτσεσον για το Κυπριακό ενεργοποίησε όλα τα φοβικά σύνδρομα των αμερικάνων, οι οποίοι έβλεπαν τον εφιάλτη ενός κεντροαριστερού άξονα μεταξύ Παπανδρέου - Μακάριου που θα έβγαζε εκτός τους σχεδιασμούς τους στην ανατολική Μεσόγειο. Φεύγοντας από την αμερικάνικη πρωτεύουσα, ο Γεώργιος Παπανδρέου ήξερε ότι από εκεί και πέρα οι μέρες του στην εξουσία θα ήταν μετρημένες.

Ετσι, όταν άρχισε η κόντρα του «Γέρου» με τον Κοκό, οι αμερικάνοι δεν πολυσκέφτηκαν τίνος το μέρος θα έπαιρναν και αυτό επιβεβαιώθηκε στα μέσα Ιουνίου του 1965, όταν, σε συνάντηση του γραμματέα του Κοκού Κ. Χοϊδά με τον επιτετραμμένο της αμερικάνικης πρεσβείας Άνσουιτς, ο τελευταίος έδωσε το «πράσινο φως» για τις βασιλικές πραξικοπηματικές ενέργειες. Ο Παπανδρέου είχε ενημερωθεί γι’ αυτές τις εξελίξεις αρκετά νωρίτερα, από έναν απρόβλεπτο «σύμμαχό» του.

Στις αρχές του 1965 ο Αριστοτέλης Ωνάσης τον είχε πληροφορήσει ότι το παλάτι και ο υπουργός άμυνας Πέτρος Γαρουφαλιάς είχαν εξυφάνει συνωμοσία με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησής του. Την εμπιστευτική αυτή πληροφορία είχε δώσει στον Ωνάση ο τότε αρχηγός της CIA Τζον Μακκόν...


5 Ιουλίου 1830: Πέφτει το Αλγέρι

Ιχνη ανθρώπινης παρουσίας χρονολογούνται από την Παλαιολιθική εποχή στην Αλγερία. Στους αρχαίους ιστορικούς χρόνους την κατοικούσαν οι Βερβερίνοι που κατακτήθηκαν από τους Καρχηδόνιους. Οταν η Καρχηδόνα καταστράφηκε, η Αλγερία έγινε τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι κάτοικοί της εκχριστιανίστηκαν τον Δ’ αιώνα, γνώρισαν τις λεηλασίες των Βανδάλων τον Ε’ και υποτάχτηκαν στους Βυζαντινούς τον ΣΤ’ αιώνα. Τον Ζ’ αιώνα, η χώρα πέρασε στους Αραβες κι από τότε έγινε ορμητήριο των περίφημων Αλγερινών πειρατών.

Σε όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα και της Αναγέννησης, οι Αλγερινοί πειρατές ήταν ο φόβος και ο τρόμος της Μεσογείου. Στις αρχές του ΙΣΤ’ αιώνα, έφτασαν εκεί δυο αδέρφια, γιοι Ελληνα εξωμότη από τη Μυτιλήνη. Ηταν ο Χορούκ κι ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Με τους πειρατές του, ο Χορούκ τσάκισε Ισπανούς και Γενουάτες, πήρε πολλές πόλεις και τα φρούρια Τζιλελί και Πενιόν και ίδρυσε την ηγεμονία της Αλγερίας, στα 1515. Ομως, σε μια πειρατική επιδρομή, στα 1518, σκοτώθηκε.

Τον διαδέχτηκε ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ο περιφημότερος από τους πειρατές. Γρήγορα, επεξέτεινε το κράτος του σε όλη την αλγερινή παραλία και, το 1529, κατέστρεψε τον ισπανικό στόλο. Τον ίδιο χρόνο, ο σουλτάνος (από το 1520) Σουλεϊμάν Β’ ο Μεγαλοπρεπής (1494-1566) νικιόταν έξω από τη Βιέννη, όπου σταμάτησε η τουρκική επέκταση προς τα δυτικά. Ο Σουλεϊμάν είχε ήδη κατακτήσει το Βελιγράδι (1521) και τη Ρόδο (1522) κι ονειρευόταν νέες εκστρατείες. Ο Χαϊρεντίν, από την πλευρά του, αφού κατανίκησε τον Κάρολο Ε’ της Ισπανίας που εκστράτευσε στην Τύνιδα, αναζητούσε το 1535, σύμμαχο που θα του εξασφάλιζε την κυριαρχία του στην Τυνησία. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάστηκε στον Σουλεϊμάν που ενθουσιάστηκε και τον διόρισε αρχιναύαρχο του τουρκικού στόλου (1536).

Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα επιτέθηκε εναντίον της Κρήτης (1537 - 1540), καταναυμάχησε τον χριστιανικό στόλο που είχε ναύαρχο τον Γενουάτη Αντρέα Ντόρια (1466 - 1560), λεηλάτησε τα Επτάνησα, την Πάργα και τις Κυκλάδες και γύρισε στο Αλγέρι, όπου ξανανίκησε τον Κάρολο Ε’, σε αποφασιστική μάχη, το 1541.

Στα 1543, ο Σουλεϊμάν συμμάχησε με τον Φραγκίσκο Α’ της Γαλλίας κατά του Καρόλου Ε’. Ο Χαϊρεντίν βρήκε ευκαιρία να ξαναχτυπήσει τον παλιό του εχθρό. Λεηλάτησε την Καλαβρία, πολιόρκησε τη Νίκαια και, το 1544, ξαναγύρισε στην Κωνσταντινούπολη όπου έζησε με τιμές ήρωα, ως το θάνατό του, το 1556.

Εναν αιώνα αργότερα, ο Λουδοβίκος ΙΔ’ της Γαλλίας ήταν αυτός που θέλησε να βάλει τέλος στη μάστιγα των Αλγερινών πειρατών. Απέτυχε οικτρά. Για τους Γάλλους, όμως, η Αλγερία ήταν ένας διαρκής εφιάλτης. Στις 14 του Ιουνίου του 1830, ο γαλλικός στρατός έκανε απόβαση. Παρά τη γενναία αντίσταση του φύλαρχου Αμπν Ελ Καντέρ, οι Γάλλοι μπήκαν στο Αλγέρι, στις 5 του Ιουλίου του 1830, και λίγο αργότερα κυρίευσαν και το Οράν. Τα επόμενα σαράντα χρόνια επεκτάθηκαν ως την έρημο της Σαχάρας (Ελ Γκολέα, 1891).

Η αλγερινή εθνική αφύπνιση άρχισε από το 1930. Χρειάστηκαν όμως 24 χρόνια, ώσπου, στα 1954, να ιδρυθεί το Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης που κήρυξε την επανάσταση κατά των Γάλλων. Ο επαναστατικός αγώνας κράτησε οχτώ χρόνια και το αλγερινό ζήτημα δίχασε τους Γάλλους σε οξύτατο σημείο. Επιτέλους, τον Μάρτιο του 1962, υπογράφηκε η συνθήκη του Εβιάν και, στις 3 Ιουλίου 1962, διακηρύχτηκε η ανεξαρτησία της Αλγερίας. Το 1963, ίσχυσε το σύνταγμα της προεδρικής δημοκρατίας με σοσιαλιστική κατεύθυνση και πρώτος πρόεδρος ανακηρύχτηκε ο ήρωας της επανάστασης, Μπεν Μπελά, που ανατράπηκε το 1965 από τον συνταγματάρχη Ουαρί Μπουμεντιέν.


Η μεγάλη εθνική εκστρατεία εναντίον της... κοντής φούστας


Οταν οι περισσότεροι μιλούν για δικτατορία στην Ελλάδα, αναφέρονται συνήθως σε αυτές της 21ης Απριλίου και της 4ης Αυγούστου, ημερομηνίες που ταυτίστηκαν με στρατιωτικά πραξικοπήματα. Πριν από τρεις ημέρες συμπληρώθηκαν 87 χρόνια από μια λιγότερο γνωστή δικτατορία, που αυτή τη φορά δεν ταυτίστηκε με κάποια ημερομηνία, αλλά με κάποια κοντή φούστα... Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Είμαστε στα μέσα τις δεκαετίας του ’20 και όλα στην Ελλάδα βρίσκονται κάτω από τη βαριά σκιά της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η οικονομία παλεύει να σηκώσει το βάρος των εκατοντάδων χιλιάδων κατατρεγμένων προσφύγων (μετά τον... συνωστισμό τους στην προκυμαία της Σμύρνης...), ενώ ο πολιτικός κόσμος προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε «προδότες» - «πατριώτες» και βενιζελικούς - βασιλικούς.

Όπως ήταν φυσικό, σε ένα τέτοιο πλαίσιο κρίσης οι αυτόβουλοι σωτήρες του έθνους ήταν πολλοί και προέρχονταν φυσικά από τον στρατό, ο οποίος σε όλο το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Το πρόσωπο που ενοποιούσε όλες τις προηγούμενες παρουσίες του στρατού στην επικαιρότητα εκείνης της περιόδου (Επανάσταση στο Γουδί το 1909, Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913, κίνημα της Θεσσαλονίκης το 1916 και εκστρατεία στη Μικρά Ασία 1919-1920) ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος.

Ο παππούς του σημερινού πληθωρικού και απρόβλεπτου πρώην υπουργού, μετά την αποστρατεία του το 1920, θέλησε να διακριθεί και στον πολιτικό στίβο, μόνο που ξέχασε να αφήσει έξω από την πύλη της Βουλής τα όπλα του και τη μιλιταριστική πρακτική του. Η άκαμπτη στάση του ως προέδρου της ανακριτικής επιτροπής που παρέπεμψε τους έξι «υπαίτιους» της μικρασιατικής τραγωδίας στο στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και από εκεί στον θάνατο, έδειξε ότι θα διατηρούσε τις σκληρές του θέσεις και στον νέο του ρόλο. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, αξιοποιώντας τη φήμη που δημιούργησε ως στρατιωτικός, δημιουργεί δικό του κόμμα και μπαίνει στη Βουλή μετά τις εκλογές του 1923.

Παρ’ ότι η σημαντικότερη θέση του κόμματός του ήταν η ανακήρυξη αβασίλευτου πολιτεύματος, ο Πάγκαλος δείχνει από την πρώτη στιγμή ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει από την πολιτική είναι να τη χρησιμοποιήσει για να επιβάλει τις φιλοδικτατορικές του προθέσεις. Ήδη από τον Ιούνιο του 1924 είχε δημοσιοποιήσει τις θέσεις του περί δικτατορίας σε μια σειρά άρθρων του στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος»:

«Ο στρατός εις τα έργα του. Ουδείς ήτο δυνατόν να εκφράσει αντίθετον γνώμην και ουδείς δύναται να αρνηθεί εις τους φρουρούς της πατρίδος και ιδρυτάς της Δημοκρατίας το δικαίωμα να παρακολουθούν αγρύπνως και μετά θερμού ενδιαφέροντος την πορείαν και εξέλιξιν της πολιτικής υμών καταστάσεως... Από την Δ' Εθνικήν Συνέλευσιν και τους αρχηγούς των κομμάτων εξαρτάται να μην καταστή αναγκαία και νέα του στρατού παρέμβασις».

Γρήγορα ξεχωρίζει γι’ αυτές του τις απόψεις και καθίσταται ο νούμερο ένα κίνδυνος του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τον Φεβρουάριο του 1925 μάλιστα η εκτελεστική επιτροπή του ΚΚΕ βγάζει μια προφητική ανακοίνωση για την πολιτική κατάσταση της χώρας, στην οποία ανέφερε ότι η βαθιά πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση του αστικού καθεστώτος θα το υποχρέωνε να οδηγηθεί προς δικτατορικές λύσεις. Πρωταγωνιστές αυτής της δικτατορίας θα ήταν ο Πάγκαλος και ο Κονδύλης.

Όλοι πλέον γνωρίζουν τις σαφείς προθέσεις του Πάγκαλου, αλλά όλοι δείχνουν μια μοιρολατρική αβουλία να τις αποτρέψουν. Στις 24 Ιουνίου 1925 αναγγέλλεται για μια ακόμη φορά η επερχόμενη χούντα, όταν ο τότε υπουργός Στρατιωτικών Γόντικας τον ρωτάει: «Είναι αλήθεια ότι θα κάνεις κίνημα;». «Και βέβαια θα κάνω κίνημα» του απαντάει ο Πάγκαλος.

Πράγματι δύο μέρες μετά, στις 26 Ιουνίου 1925, ο Θεόδωρος Πάγκαλος τήρησε τον λόγο του και, εκμεταλλευόμενος την αδράνεια και απάθεια του πολιτικού συστήματος, με τρία ταυτόχρονα «χτυπήματα» σε Βόρειο Ελλάδα, Αθήνα και στον Ναύσταθμο καταλαμβάνει την εξουσία. Το γεγονός ήταν τόσο βέβαιο ότι θα συνέβαινε, ώστε την προηγούμενη ημέρα το είχε προαναγγείλει όλος ο Τύπος.

Η εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» σημείωνε στο πρωτοσέλιδο της 24ης Ιουνίου: «Η φήμη έφερεν ότι το κίνημα θα εκραγή σήμερον την 4.30 πρωινήν. Η κυβέρνησις είχε χθες την πληροφορίαν ότι η μερίς των αξιωματικών επρόκειτο να προβή εις κίνημα στρατιωτικόν, ορισθείσης μάλιστα και της εκρήξεως αυτού διά την 4.30 πρωινήν ώραν της σήμερον. Επί την πληροφορίαν ταύτη ελήφθησαν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς ματαίωσιν του κινήματος. Αι πληροφορίαι έφερον ότι το κίνημα θα εξεδηλούτο αρχικώς στην Θεσσαλονίκη».

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο αυτής της δικτατορίας είναι η πλήρης αποδοχή της απ’ όλα τα κόμματα. Τέσσερις μέρες μετά, στις 30 Ιουνίου, ο Πάγκαλος αναζητεί εκτός από την εξουσία – την οποία πλέον έχει – και την ταπείνωση της Βουλής, ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης για τη δικτατορία και το απίστευτο είναι ότι την παίρνει, με συντριπτικό μάλιστα ποσοστό. Από τους 397 βουλευτές ψηφίζουν οι 208 και από αυτούς οι 185 δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης, ενώ υπάρχουν μόλις 14 αρνητικές ψήφοι και 9 αποχές. Έναν μόλις χρόνο μετά την ανακήρυξη της πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας, αυτή πέφτει, και με... δημοκρατικό τρόπο, με τις ψήφους των Αλέξανδρου Παπαναστασίου, Γ. Κονδύλη, Σ. Γονατά.

Ο ίδιος όχι μόνο φαινόταν αδιάφορος γι’ αυτές τις διαδικασίες, αλλά αντιμετώπιζε αυτή την κατάσταση σαν παιχνίδι που ήθελε να το κάνει πιο δύσκολο για να έχει ενδιαφέρον: «Το κίνημα, καθώς γνωρίζετε, το είχα προαναγγείλει από μακρού χρόνου, διότι ήθελα να κάμω αυτήν την πρωτοτυπίαν: Να κάμω ένα κίνημα, αφού θα το είχα προαναγγείλει και αφού διά την καταστολήν αυτού θα είχον λάβη οι κρατούντες πάντα τα μέτρα. Χθες το απόγευμα, καθώς γνωρίζετε, επήγα εις την συνέλευσιν (συνεδρίαση της Βουλής), με το μπαστουνάκι μου, ήσυχα - ήσυχα, άκουσα να λένε διάφορες ανοησίες και, όταν η συνεδρίασις διεκόπη, έδειχνα σαν ένας καλός πληρεξούσιος».

Η δικτατορία του Πάγκαλου χαρακτηρίστηκε από τη φαιδρότητά της, την επικινδυνότητά της απέναντι στη χώρα (κρίση με τη Βουλγαρία, μειωτικοί όροι «φιλίας» με τη Σερβία, παντελή έλλειψη ρεαλιστικού στόχου εξωτερικής πολιτικής), την απέχθεια στους πολιτικούς της αντιπάλους (φυλακίστηκαν οι Αλ. Παπαναστασίου, Γ. Καφαντάρης, Γ. Παπανδρέου, Ν. Πλαστήρας, μέχρι και ο Ι. Μεταξάς, αλλά και εκατοντάδες κομμουνιστές), το αντιδημοσιογραφικό μένος (λογοκρισία, συλλήψεις δημοσιογράφων, εκδοτών, κλείσιμο «Ριζοσπάστη», «Καθημερινής»), τα οικονομικά σκάνδαλα, μα πάνω από όλα από τη βαθιά αντιδημοκρατική της αντίληψη, που σε πολλά σημεία θύμιζε τα φασιστικά καθεστώτα που εκείνη την εποχή ανθούσαν στην Ευρώπη και των οποίων ο Πάγκαλος ήταν θαυμαστής, όπως θα έδειχνε και τα χρόνια της κατοχής.

Χαρακτηριστικός τις γκαιμπελικής αυτής αντίληψης είναι ο διάλογος που είχε ο δικτάτορας με κάποιον συνταγματολόγο, όταν ο τελευταίος του ανέφερε ότι δεν μπορεί να μετατρέψει το Σύνταγμα σε προσωπικό του φέουδο: «Με ποιο δικαίωμα, κυρ-Θόδωρε, θα κάμεις μεταβολήν του Συντάγματος;». «Να σου πω με ποιο δικαίωμα. Την πρώτη ημέρα που θα το διαβάσει ο κόσμος, θα εκπλαγεί. Την επομένη θα πει: Για να δούμε. Μπορεί να είναι καλό. Μετά από 5-6 ημέρες θα το έχει ξεχάσει. Μ’ αυτό το δικαίωμα θα το τροποποιήσω».

Στις 26 Αυγούστου 1926 ο Κονδύλης ανατρέπει τη δικτατορία Πάγκαλου και ο τελευταίος συλλαμβάνεται και κρατείται για δύο χρόνια στη φυλακή βάζοντας τέλος σε μια πικρή σελίδα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η δικτατορία Πάγκαλου άφησε πίσω της μια ταπεινωμένη δημοκρατία και μια απομυθοποιημένη εικόνα σοβαρού στρατιωτικού. Πιο χαρακτηριστική και περιεκτική αναφορά σε αυτή την περίοδο αποτελεί το παρακάτω κείμενο του Αλ. Σβώλου:

«Εγελοιοποίησεν εαυτήν διά των ανερμάτιστων και αλλοπρόσαλλών της πράξεων, αλλά εζημίωσεν όσον ηδύνατο την χώραν, διότι, όπως συνήθως συμβαίνει εις τας δικτατορίας, διέφθειρε τα πολιτικά ήθη, κατεπάτησε τας ατομικάς ελευθερίας, εξέθεσε διεθνώς την χώραν δι’ εισβολής εις την Βουλγαρίαν, ενώ εξ άλλου την εδέσμευσεν αφρόνως διά συμφωνιών με την Γιουγκοσλαβίαν και το χειρότερον παρέδωσεν την πολιτικήν εξουσίαν εις ευάριθμους κατώτερους στρατιωτικούς και εις μισθοφόρους των οποίων ήτο ουσιαστικώς αιχμάλωτος».

Οι... κοντές φούστες

Ολες οι «εθνοσωτήριες» δικτατορίες, εκτός από το σκληρό πρόσωπο που παρουσιάζουν προς τους δημοκρατικούς πολίτες, καταφέρνουν να δώσουν έναν τόνο ελαφρότητας στην περίοδο της παντοκρατορίας τους, που δεν βασίζεται βέβαια στην αίσθηση χιούμορ που έχουν, αλλά στην έμφυτη και ακατανίκητη ροπή τους προς τη βλακεία και τη γραφικότητα. Ο Πάγκαλος όχι μόνο δεν ξέφυγε από αυτό τον κανόνα, άλλα έβαλε πολύ ψηλά τον πήχη της γραφικότητας, με την εμμονή του να μακρύνει τις γυναικείες φούστες….

«Ορίζομεν όπως αι κυρίαι και δεσποινίδες αι άνω των 12 ετών, οσάκις περιέρχονται τα δημόσια εν γένει μέρη, ως και όταν εισέρχονται εντός των δημοσίων κέντρων, φέρωσι φούστας ων το κατώτατον άκρον δέον να απέχη από του εδάφους 30 εκ. Του μέτρου θεωρούνται συνυπεύθυνοι οι γονείς ή οι επίτροποι των ανηλίκων κοριτσιών». Αυτή είναι ή περιβόητη διάταξη που χαρακτήρισε όλη τη δικτατορία Πάγκαλου. Εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 1926 – απ’ ό,τι λέγεται καθ’ υπόδειξη της γυναίκας του – και από τότε εξελίχθηκαν κωμικοτραγικές στιγμές στους δρόμους των πόλεων, με τους αστυνομικούς με ένα μέτρο στο χέρι να προσπαθούν να υπολογίσουν τα μήκη στις γυναικείες φούστες.

Σύντομα έγιναν και οι πρώτες συλλήψεις – συνήθως νεαρών κοριτσιών – και, όπως είναι κατανοητό, το μέτρο ήταν τόσο φαιδρό, που γελοιοποίησε και το προφίλ του δικτάτορα. Οι εφημερίδες μιλούσαν για «βαρβαρισμούς», οι γυναίκες αντιδρούσαν, οι πολίτες κρυφογελούσαν και έτρεχαν στις δίκες για να γελάσουν και οι επιθεωρήσεις ανθούσαν. Στην προσπάθειά του να υποστηρίξει το μέτρο, ο Πάγκαλος τα έκανε ακόμη χειρότερα: «Εις την Ελλάδα θεωρείται άσεμνον να εκτίθονται διά στέγνωμα τα εσώρουχα των γυναικών και όμως σήμερον εις δημόσια κέντρα κυρίαι και δεσποινίδες επιδεικνύουν όχι μόνον την καλτσοδέταν των, αλλά και τα εσώρουχα...».

Τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονταν όπως τα είχε υπολογίσει ο δικτάτορας, και το μέτρο πλέον στρεφόταν εναντίον του κύρους του. Στο δίλημμα να το στηρίξει ή να το ακυρώσει επέλεξε τη μέση οδό. Οι έλεγχοι σταμάτησαν διότι, όπως ανακοίνωσε η αστυνομία, οι γυναίκες πειθάρχησαν...


Οταν η κόκκινη αρκούδα «κατάπινε» τον ναζισμόΕκτύπωσηE-mail

Η άνοδος του Χίτλερ στη Γερμανία φάνηκε από την αρχή απειλή για τη Σοβιετική Ενωση. Τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματά του αντιμετωπίζονταν από τη Δύση με την περιβόητη πολιτική του κατευνασμού, καθώς Βρετανία και Γαλλία ήθελαν κάθε φορά να πιστεύουν ότι ο Χίτλερ ικανοποιήθηκε με όσα πήρε και δεν πρόκειται να συνεχίσει τις αρπαγές εδαφών.

Με όλα αυτά, ο Χίτλερ επανέφερε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και άρχισε τον εξοπλισμό της Γερμανίας (1935), ανακατέλαβε τη Ρηνανία (1936), δημιούργησε τον άξονα Ρώμης - Βερολίνου με συμμάχους τις Ουγγαρία και Ιαπωνία, προσάρτησε την Αυστρία (11 Μαρτίου 1938), υπέγραψε τη Συνθήκη του Μονάχου (29 Σεπτεμβρίου 1938), κυρίευσε τη Σουδητία (5 Οκτωβρίου 1938), ολοκλήρωσε την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας (15 Μαρτίου 1939) και υπέγραψε συνθήκη για τα πετρέλαια με τη Ρουμανία (23 Μαρτίου 1939). Οι στόχοι του ήταν παραπάνω από φανεροί. Ο Στάλιν πρότεινε στη Δύση κοινό μέτωπο κατά του άξονα (17 Απριλίου 1939). Η πρόταση απορρίφθηκε.

Ηταν φανερό ότι ο Χίτλερ είχε βάλει υψηλούς κατακτητικούς στόχους και συνεχώς έπαιζε με τους συμμάχους. Ο αληθινός πόλεμος θα στρεφόταν κάποια στιγμή είτε προς τα ανατολικά είτε προς τα δυτικά. Ο Στάλιν θέλησε να κερδίσει χρόνο. Στις 22 Αυγούστου του 1939, η Σοβιετική Ενωση υπέγραφε συνθήκη με τη ναζιστική Γερμανία.

Η Ρωσία εξασφάλιζε τα νώτα της προσωρινά και αποδείκνυε έμπρακτα ότι οι αντικομμουνιστικές υστερίες του Χίτλερ σκοπό είχαν να ρίξουν στάχτη στα μάτια της Δύσης, η οποία συνέχισε να κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Αφυπνίστηκε άγρια την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, όταν οι γερμανικές στρατιές εισέβαλαν στην Πολωνία.

Δυο βδομάδες μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία, στις 16 Σεπτεμβρίου, η Ρωσία υπέγραφε με την Ιαπωνία σύμφωνο μη επίθεσης. Την επομένη, 17 του μήνα, οι σοβιετικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ανατολική Πολωνία, βρήκαν μικρή αντίσταση και αιχμαλώτισαν 217.000 πολωνούς. Δύο μέρες αργότερα (19 του μήνα), οι σοβιετικοί έφτασαν στα σύνορα της Ουγγαρίας και κυρίευσαν την τότε πολωνική πόλη Βίλνα (σήμερα, πρωτεύουσα της Λιθουανίας). Γερμανοί και σοβιετικοί συναντήθηκαν στην καρδιά της Πολωνίας (28 Σεπτεμβρίου 1939) και χάραξαν τα πια κοινά τους σύνορα.

Καθώς στην Ευρώπη μια καταθλιπτική ηρεμία άρχισε να επικρατεί μετά την κατάπαυση του πυρός στην Πολωνία, η Σοβιετική Ενωση κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Φινλανδίας. Η εισβολή ξεκίνησε στις 30 Νοεμβρίου 1939. Σε λιγότερο από τρεισήμισι μήνες όλα είχαν τελειώσει. Στις 12 Μαρτίου 1940, υπογράφηκε η συνθήκη της Μόσχας.

Στις 2 Ιουλίου, η Σοβιετική Ενωση κατέλαβε τη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Βουκοβίνα, τις οποίες απέσπασε από τη Ρουμανία. Στις 25 Αυγούστου 1940, με ταυτόσημες ενέργειες, στη Σοβιετική Ενωση ενσωματώθηκαν η Λιθουανία, η Λετονία και η Εσθονία, ενώ η Δύση είχε ήδη καταρρεύσει. Στις 6 Μαΐου 1941, ο Ιωσήφ Στάλιν αναλάμβανε και πρωθυπουργός της χώρας.

Το «σχέδιο Μπαρμπαρόσα»

Στις 2 Φεβρουαρίου 1941, ένα μεγάλο πολεμικό συμβούλιο στη Γερμανία ρύθμισε τις κατευθυντήριες γραμμές του σχεδίου Μπαρμπαρόσα. Προέβλεπε προέλαση και κατάληψη της Σοβιετικής Ενωσης μέσα σε τέσσερις εβδομάδες. Θα ακολουθούσαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με μικρή ένταση. Οι γερμανικές στρατιές θα έπρεπε να επιστρέψουν ως τα Χριστούγεννα, αφήνοντας στην – όπως υπολόγιζαν – κατακτημένη Ρωσία μόνο τις απαραίτητες δυνάμεις κατοχής.

Στα γερμανοσοβιετικά σύνορα, στην Πολωνία, το πυροβολικό άνοιξε πυρ στις 3.15 τα ξημερώματα, 22 Ιουνίου 1941. Στις 4 το πρωί, ξύπνησαν τον Τσόρτσιλ στο Λονδίνο να του πουν τα νέα. Ενημερώθηκε και ξανάπεσε να κοιμηθεί. Στις 4.30, ο γερμανός πρεσβευτής στη Μόσχα επέδιδε το τελεσίγραφο στον υπουργό Εξωτερικών Βιατσεσλάβ Μιχαήλοβιτς Μολότοφ.

Στις 12.15, ο Μολότοφ με ραδιοφωνική ομιλία ανάγγειλε στον σοβιετικό λαό την εισβολή και τον βομβαρδισμό των πόλεων Ζιτομίρ, Κίεβο και Σεβαστούπολη. Διακόσιοι οι πρώτοι νεκροί και τραυματίες. Ο πόλεμος έχει ξεκινήσει. Ο Στάλιν αναγκαζόταν να επιστρέψει από την Κριμαία.

Οι αμερικανοί ειδικοί προέβλεπαν ότι η Σοβιετική Ενωση θα κατέρρεε σε διάστημα «από έναν έως τρεις μήνες». Ο κόσμος όλος στιγμάτιζε την εισβολή. Τα πρώτα νέα επιβεβαίωναν τις αμερικανικές προβλέψεις για το τρίμηνο. Οι γερμανοί προέλαυναν με τρομερή ταχύτητα. Στις 5 Ιουλίου, τα στρατεύματα του κεντρικού μετώπου κυρίευαν το Μινσκ συλλαμβάνοντας 300.000 ρώσους αιχμαλώτους.

Από τις 7 Ιουλίου, η βόρεια ομάδα στρατιών είχε φτάσει 100 χλμ. από το Λένινγκραντ. Στα νότια, η προέλαση ήταν ακόμα πιο γοργή. Στις 10 Αυγούστου, οι γερμανοί βρίσκονταν στην πόλη Ουμάν. Την κυρίευσαν στις 12, συλλαμβάνοντας άλλους 150.000 αιχμαλώτους. Η Σοβιετική Ενωση έμοιαζε να μην μπορεί να αντισταθεί.

Ο στρατάρχης φον Ρούντσεντ είχε πια ελεύθερο τον δρόμο της όχθης του Δνείπερου που οδηγούσε στο Κίεβο. Οι γερμανοί έπρεπε οπωσδήποτε να κυριεύσουν αυτή την πόλη, αν δεν ήθελαν να έχουν μια μόνιμη απειλή στα πλευρά τους.

Μπήκαν στην πόλη στις 19 Σεπτεμβρίου και συνέλαβαν 665.000 αιχμαλώτους. Δέκα μέρες αργότερα, στιγμάτισαν τη νίκη τους με τη σφαγή του Μπάμπι Γιαρ: στις 29 Σεπτεμβρίου, έριξαν 33.771 εβραίους άνδρες, γυναίκες και παιδιά σε χαράδρα κοντά στο Κίεβο. Η φρικαλεότητα συνεχίστηκε και την επόμενη ημέρα.

Την ίδια μέρα, 29 του μήνα, οι γερμανοί έφτασαν στην Αζοφική Θάλασσα. Η Ουκρανία μπροστά τους φαινόταν ανυπεράσπιστη. Προχώρησαν στην πολιορκία της Σεβαστούπολης κι άρχισαν να πιέζουν την Οδησσό. Βορειότερα, στις 2 Οκτωβρίου, ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση με στόχο τη Μόσχα. Στην προέλασή τους, οι γερμανοί συνέλαβαν άλλους 540.000 αιχμαλώτους. Ως τις 5 Δεκεμβρίου, οπότε ο χειμώνας και τα χιόνια τους σταμάτησαν, είχαν πιάσει πάνω από 2.000.000 αιχμαλώτους.

Στα νότια, η μάχη της Οδησσού κράτησε ως τις 16 Οκτωβρίου. Την ημέρα εκείνη, οι σοβιετικοί εγκατέλειψαν την πόλη. Οι γερμανοί προχώρησαν και, στις 2 Νοεμβρίου, πήραν το Κουρσκ. Στα τέλη του μήνα κυρίευσαν και το Ροστόβ. Το ξαναέχασαν ύστερα από λίγες μέρες όταν οι σοβιετικοί έκαναν ξαφνική αντεπίθεση.

Οι γερμανοί δεν προχώρησαν περισσότερο. Με συμμάχους το χιόνι, τη λάσπη και την παγωνιά, οι σοβιετικοί εξαπέλυσαν τη μεγάλη τους αντεπίθεση σ’ όλα τα μέτωπα στις 6 Δεκεμβρίου του 1941.Την επομένη, οι ιάπωνες χτυπούσαν το Περλ Χάρμπορ.

Η μάχη του Στάλινγκραντ

Η γερμανική επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης ξεκαθάρισε το τοπίο των συμμαχιών. Αναγκαστικά, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μεταβαλλόταν σε μια μέχρις εσχάτων μάχη ανάμεσα στη δημοκρατία και τον υπαρκτό σοσιαλισμό από τη μια πλευρά και τον μιλιταριστικό ολοκληρωτισμό (ναζισμό, φασισμό και στρατοκρατία) από την άλλη. Σε λόγο του (3 Ιουλίου 1941), ο Ιωσήφ Στάλιν κάλεσε τους λαούς που βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία του άξονα να οργανώσουν την αντίστασή τους. Η ανταπόκριση στο κάλεσμα έγινε πρωταρχικό καθήκον για τα παράνομα κομμουνιστικά κόμματα και όχι μόνο.

Παράλληλα, η επίθεση ενεργοποίησε θετικά και όλους τους αντικομμουνιστές. Ο Τσόρτσιλ εκδηλώθηκε την ίδια μέρα της γερμανικής εισβολής. Ο Ρούσβελτ ακολούθησε, επεκτείνοντας και στη Σοβιετική Ενωση την ομπρέλα του νόμου για τον δανεισμό και την εκμίσθωση.

Στις 28 Ιουλίου 1942, οι γερμανικές στρατιές άρχισαν την προέλαση στον Καύκασο. Η κατάληψη του Στάλινγκραντ και η καταστροφή της βιομηχανίας του ήταν μέσα στους αντικειμενικούς στόχους της επίθεσης. Στις 2 Σεπτεμβρίου, η πολιορκία του Στάλινγκραντ είχε αρχίσει. Υστερα από μάχη σώμα με σώμα, οι γερμανοί κυρίευσαν μια σιταποθήκη στην παλιά πόλη. Ομως, ο Στάλιν είχε πει πως «η Ρωσία δεν διαθέτει πια άλλα εδάφη για να παραχωρήσει». Και ο υπερασπιστής της πόλης, στρατηγός Τσουίκοφ, είχε δώσει εντολή: «Η το Στάλινγκραντ θα σωθεί ή θα πέσουν όλοι οι υπερασπιστές του».

Για γερμανούς και σοβιετικούς το δεύτερο ήταν το πιο πιθανό. Η έκτη στρατιά και η τέταρτη θωρακισμένη απειλούσαν να συντρίψουν κάθε εμπόδιο, ενώ τα σοβιετικά στρατεύματα βρίσκονταν μακριά. Όμως, οι δυνάμεις του στρατάρχη Φρειδερίκου φον Πάουλους προχωρούσαν βήμα βήμα, με βαριές απώλειες. Οι μάχες ήταν φονικές και η αντίσταση απεγνωσμένη.

Στα μέσα Οκτωβρίου, οι σοβιετικοί εξακολουθούσαν να κρατούν ένα κομμάτι από τα βιομηχανικά βόρεια προάστια και μερικές δεκάδες μέτρα στο κέντρο της πόλης. Η ηρωική αντίστασή τους επί ενάμιση μήνα συγκέντρωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Η μάχη του Στάλινγκραντ μετατράπηκε σε μάχη γοήτρου κι ο Χίτλερ ήθελε πια τη νίκη με κάθε θυσία. Έστειλε ενισχύσεις: ιταλοί, ρουμάνοι και ούγγροι προστέθηκαν στις δυνάμεις του φον Πάουλους. Το Στάλινγκραντ κρατούσε.

Στις 8 Νοεμβρίου, όταν ξεκίνησε η σοβιετική αντεπίθεση σ’ όλες τις γραμμές του μετώπου, οι γερμανοί δεν είχαν σημειώσει αξιόλογες προόδους. Στις 19, η σοβιετική προέλαση έχει πια φανερό στόχο την ανακούφιση του Στάλινγκραντ. Στις 21, οι στρατιές του φον Πάουλους είχαν κυκλωθεί. Πια, ήταν αυτός που αμυνόταν, οχυρωμένος στην ηρωική πόλη. Ως τον Δεκέμβριο, οι σοβιετικοί είχαν αποκόψει κάθε γραμμή ανεφοδιασμού των γερμανών, που περιόρισαν στα 50 γραμμάρια τη μερίδα του ψωμιού κάθε μέρα.

Στις 8 Ιανουαρίου, οι σοβιετικοί πρότειναν στον φον Πάουλους έντιμη παράδοση. Ο Χίτλερ του το απαγόρευσε. Στις 25, η σοβιετική επίθεση ξανάρχισε. Στις 31, μια σοβιετική μονάδα μπήκε στο κρησφύγετο του γερμανού στρατάρχη και τον αιχμαλώτισε. Δυο μέρες αργότερα, 2 Φεβρουαρίου 1943, οι γερμανοί παραδόθηκαν. Η μάχη του Στάλινγκραντ κράτησε 140 μέρες κι έγινε σύμβολο της αντίστασης κατά των ναζί.

Το Λένινγκραντ και η αντεπίθεση

Ο χειμώνας του 1942 - 43 δεν ήταν τόσο τρομερός στα βόρεια της Σοβιετικής Ενωσης. Οι γερμανοί, που από τα τέλη του 1941 είχαν εγκατασταθεί γύρω από το Λένινγκραντ (επίσημη ονομασία της Πετρούπολης, από το 1924 ως το 1991), πίστευαν ότι πλησίαζε η ώρα να πάρουν την πόλη. Ο στρατάρχης Έριχ φον Μανστάιν έβλεπε πως οι σοβιετικοί στρατιώτες που αιχμαλωτίζονταν από τον γερμανικό στρατό ήταν 15χρονα και 17χρονα αγόρια και κορίτσια. Είχε βεβαιωθεί πως, με λίγη προσπάθεια, η Βέρμαχτ θα έμπαινε στην πόλη. Έκανε μεγάλο λάθος.

Σαν κεραυνός ξέσπασε η σοβιετική αντεπίθεση τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου 1942 με στόχο το Λένινγκραντ. Αδυσώπητη η προέλαση του Kόκκινου Στρατού απωθούσε τους γερμανούς τριάντα με σαράντα χιλιόμετρα κάθε μέρα, ανταποδίδοντας τον κεραυνοβόλο πόλεμο. Στις 12 Ιανουαρίου 1943, η σοβιετική σφήνα είχε χωθεί 500 χιλιόμετρα βαθιά στα γερμανικά πλευρά.

Οι δυνάμεις που πολιορκούσαν το Λένινγκραντ βρέθηκαν ανάμεσα σε δυο πυρά. Κινδύνευαν να κυκλωθούν. Αναπόφευκτα, ήρθε το σύνθημα της υποχώρησης. Οι γερμανοί κατάφεραν ν’ αποφύγουν τη λαβίδα. Συνέχισαν όμως να υποχωρούν, χωρίς σταματημό.

Η κόκκινη θύελλα στα Βαλκάνια

Μετά την παράδοση των γερμανών στο Στάλινγκραντ, οι σοβιετικοί πήραν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Στη Γερμανία, ο Χίτλερ προχώρησε σε νέα επιστράτευση που του απέφερε 1.000.000 άντρες. Οργάνωσε σαράντα μεραρχίες κι εξαπέλυσε νέα επίθεση στις 5 Ιουλίου 1943. Μια σοβιετική αντεπίθεση σταμάτησε τη γερμανική προέλαση και τη μετέτρεψε σε υποχώρηση. Προχωρώντας, οι σοβιετικοί άρχισαν να ανακαταλαμβάνουν τις πόλεις τους και, στις 25 Σεπτεμβρίου 1943, ξαναπήραν το Σμόλενσκ.

Ο χειμώνας του 1943 - 44 μπήκε τρομερός στο ανατολικό μέτωπο. Παντού, οι γερμανοί υποχωρούσαν πίσω, στα σημεία απ’ όπου ξεκίνησαν. Την 1η Μαρτίου 1944, κανένας γερμανός στρατιώτης δεν πατούσε σοβιετικό έδαφος, σ’ όλη την τεράστια γραμμή των συνόρων. Στο ανατολικό μέτωπο, ο Χίτλερ βρισκόταν στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου του 1941, όταν τα στρατεύματά του άρχιζαν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενωσης.

Οι σοβιετικοί συνέχιζαν την προέλαση. Στις 4 Μαρτίου, ο στρατάρχης Ζούκοφ ξεκίνησε νέα επίθεση με στόχο το Τσέρνοβιτς της Ρουμανίας. Οι γερμανοί αμύνονταν λυσσαλέα προσπαθώντας να κερδίσουν χρόνο ώσπου να τους προλάβει η περίοδος της λάσπης. Σ’ αυτές τις περιοχές, όταν τα χιόνια λιώνουν, δημιουργούν απέραντες εκτάσεις παχιάς λάσπης, ιδανικής για τη γεωργία, αλλά τρομερής για τις κινήσεις των μαχητών. Οι γερμανοί είχαν την ελπίδα πως η λάσπη θα σταματούσε τον Ζούκοφ και θα τους έδινε καιρό ν’ ανασυνταχτούν. Μια αντεπίθεσή τους με τρεις θωρακισμένες μεραρχίες αποκρούστηκε.

Η περίοδος της λάσπης αποδείχτηκε θανάσιμη για τους γερμανούς. Η σοβιετική προέλαση συνεχίστηκε με ελαφρά οχήματα που διέθεταν πλατιές ερπύστριες και νικούσαν τη λάσπη. Ο γερμανικός στρατός βρέθηκε μέσα σε κόλαση. Η λάσπη έφτανε ως τα γόνατα κι αχρήστευε τα άρματα. Διαλύονταν.

Η όγδοη στρατιά εξαρθρώθηκε (6 Μαρτίου) από το δεύτερο ουκρανικό σώμα που πέρασε, στις 20 του μήνα, τον ποταμό Μπουγκ. Η τέταρτη θωρακισμένη στρατιά διασπάστηκε κι ο σοβιετικός στρατός μπήκε στο Τσέρνοβιτς στις 24 Μαρτίου. Μέσα σε είκοσι μέρες, η προέλαση του Ζούκοφ είχε καλύψει 200 χλμ. Στις 27 Μαρτίου 1944, οι σοβιετικοί έφτασαν στον Προύθο. Η κατάληψη της Ρουμανίας είχε αρχίσει.

Η σοβιετική επίθεση εκδηλώθηκε στις 20 Αυγούστου κι έμοιαζε με χιονοθύελλα μέσα στο καλοκαίρι: μια τεράστια τανάλια ανοίχτηκε, με το ένα σκέλος από τον ποταμό Δνείστερο και το άλλο από το Σερέθ. Στις 23, η τανάλια έκλεισε στον Προύθο, εγκλωβίζοντας τις 16 από τις εκεί 21 γερμανικές μεραρχίες. Την ίδια μέρα, οι ρουμάνοι σταμάτησαν να πολεμούν ή έστρεψαν τα όπλα τους κατά των γερμανών.

Στις 30 Αυγούστου, η γερμανική κατάρρευση στα Βαλκάνια είχε ολοκληρωθεί. Άρχιζε η εκκΕνωση. Στις 5 του Σεπτεμβρίου, οι σοβιετικές δυνάμεις ενώνονταν στη Γιουγκοσλαβία με τους παρτιζάνους του Τίτο. Η Βουλγαρία κήρυσσε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας, αλλά καταλαμβανόταν από τους σοβιετικούς κι οι γερμανικές δυνάμεις έσπευδαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα.

Τον χειμώνα, η σοβιετική προέλαση επικεντρώθηκε στον «δρόμο για το Βερολίνο». Ο Ζούκοφ πέρασε τον ποταμό Όντερ στις 20 Απριλίου 1945 και μπήκε σφήνα στη γερμανική άμυνα, διασπώντας την σε δυο κομμάτια. Οι δρόμοι για το Βερολίνο άνοιξαν. Στις 21 Απριλίου, οι σοβιετικοί έβλεπαν μπροστά τους τη γερμανική πρωτεύουσα. Στις 22, άρχισαν οι οδομαχίες. Στις 2 Μαΐου, το Βερολίνο είχε καταληφθεί.

Ο Χίτλερ είχε αυτοκτονήσει δυο μέρες πριν.


28 Ιουνίου 1914: Δολοφονία στο Σεράγεβο

«Πρόκειται για μια διαμάχη, όχι τόσο των λαών όσο των κυβερνήσεων που διεκδικούσαν την επικράτηση στο χώρο της Βαλκανικής», έγραψε για τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ο Μορίς Μπομόν. Είχαν προηγηθεί οι διαμάχες για την επικράτηση στην Αφρική, στην Άπω Ανατολή, στην ίδια την Ευρώπη. Και πια τα Βαλκάνια ήταν η μπαρουταποθήκη της Ευρώπης.

Στα 1903, ο βασιλιάς της Σερβίας Ομπρένοβιτς δολοφονήθηκε. Στον θρόνο ανέβηκε ο Καραγεώργη, που ως τότε ζούσε χάρη σε ρωσική επιχορήγηση. Το Βελιγράδι θεωρήθηκε δορυφόρος της Πετρούπολης. Στην περιοχή, υπήρχε και το βασίλειο του Μαυροβουνίου, παραδοσιακός σύμμαχος των Σέρβων. Οι υπόλοιπες περιοχές ανήκαν στην Αυστροουγγαρία: Σλοβενία, Κροατία και Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Η τελευταία προσαρτήθηκε το 1908 και η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε ταπεινωτική για τη Ρωσία που υποστήριζε τη Σερβία. Ο γερμανικός μπαμπούλας, όμως, εμπόδιζε κάθε ενέργεια. Ακολούθησαν οι βαλκανικοί πόλεμοι και το ζήτημα πάγωσε.

Στα 1914, ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν περίπλοκος με τη Σερβία και την Αυστροουγγαρία στα μαχαίρια και τους Γερμανούς και Γάλλους να μισούνται θανάσιμα. Από το 1882, υπήρχε η Τριπλή συμμαχία ανάμεσα στη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία. Η Ιταλία, όμως, είχε υπογράψει μυστική συμφωνία με τους Γάλλους ότι θα έμενε ουδέτερη σε περίπτωση γαλλογερμανικού πολέμου. Η Γαλλία ήταν σύμμαχος με την Αγγλία (Αντάντ) και διαδήλωνε πως δεν θα επιτρέψει σε κανένα να θίξει τη Ρωσία. Και η Ρωσία προστάτευε τη Σερβία.

Τον Ιούνιο του 1914, ο διάδοχος του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, Φραγκίσκος Φερδινάνδος των Αψβούργων, έκανε επίσημη επίσκεψη στο Σεράγεβο, πρωτεύουσα της Βοσνίας Ερζεγοβίνης. Για τους Σέρβους, αυτό ήταν προσβολή. Στις 28 Ιουνίου 1914, στο κέντρο της πόλης, ο διάδοχος και η γυναίκα του Σοφία έπεφταν νεκροί από τις σφαίρες του Σέρβου Γαβριήλ Πρίνσιπ. Η προσβολή είχε ξεπλυθεί. Άρχιζε ο πόλεμος.

Στις 28 Ιουλίου, με την προτροπή της Γερμανίας, ο αυτοκράτορας της Αυστρίας κήρυξε τον πόλεμο στον βασιλιά της Σερβίας. Αυτό σήμαινε και κήρυξη πολέμου κατά του τσάρου της Ρωσίας. Ο αυτοκράτορας της Γερμανίας κήρυξε τον πόλεμο κατά του τσάρου, ως σύμμαχος των Αψβούργων. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο απάντησαν κηρύσσοντας τον πόλεμο κατά της Γερμανίας Η Γαλλία δήλωσε πως θα συμπαρασταθεί στη Ρωσία.

Η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γαλλίας και εισέβαλε στο Βέλγιο, ενώ η Ιταλία και η Ρουμανία ανακοίνωσαν ουδετερότητα. Αναγκαστικά, η Αγγλία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Γαλλία και Αγγλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Αυστροουγγαρίας. Οι συρράξεις γενικεύτηκαν.

Στις 11 Νοεμβρίου 1918, ο πόλεμος είχε τελειώσει. Πολέμησαν 70.000.000 άντρες, σκοτώθηκαν 8.500.000, έμειναν ανάπηροι πάνω από 6.000.000. Ξοδεύτηκαν ποσά ίσα με το 15% του εθνικού πλούτου των εμπολέμων. Και οι τρεις κυρίαρχες αυτοκρατορίες του 1914 δεν υπήρχαν πια, όταν η συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε στις Βερσαλλίες. Ο τσάρος Νικόλαος είχε εκτελεστεί και στη θέση της Ρωσίας υπήρχε η Σοβιετική Ένωση. Η Γερμανία έγινε δημοκρατία. Η Αυστροουγγαρία είχε διαλυθεί, ενώ η μοναρχία έμελλε να καταργηθεί τον επόμενο Σεπτέμβριο.



21 Ιουνίου 1919: Στο Σκάπα Φλόου

Στις 20 Νοεμβρίου 1918 και στα πλαίσια των όρων της συνθήκης για τον τερματισμό του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, μοίρα του βρετανικού ναυτικού υποδέχτηκε έξω από το Έσεξ τα 166 γερμανικά υποβρύχια που έπλεαν στην επιφάνεια το ένα πίσω από το άλλο. Τα συνόδευσε στο λιμάνι του Χάρουιτς, ενώ πλήθος κόσμου παρακολουθούσε σιωπηλά την πομπή. Την επομένη, 21 του μήνα, με ανάλογο τρόπο, οι Βρετανοί παρέλαβαν τα 74 γερμανικά πολεμικά επιφανείας. Με τη δύση του ηλίου, έγινε υποστολή της γερμανικής σημαίας.

Τον Ιούνιο του 1919, οι Γερμανοί υποχρεώθηκαν να παραδώσουν άλλα οκτώ θωρηκτά, οκτώ ελαφρά καταδρομικά και 92 αντιτορπιλικά και τορπιλοβόλα. Από το σύνολο των 182 συνολικά γερμανικών πλοίων που παραδόθηκαν, έντεκα θωρηκτά, πέντε καταδρομικά μάχης, οκτώ ελαφρά καταδρομικά και κάμποσα αντιτορπιλικά βρέθηκαν στη βάση του Σκάπα Φλόου. Η Βρετανία πρότεινε την καταστροφή τους. Η Γαλλία τη διανομή τους μεταξύ των συμμάχων. Το ζήτημα λύθηκε από τα πληρώματά τους. Στις 10 το πρωί της 21ης Ιουνίου 1919, με εντολή του ναυάρχου φον Ράιτερ, τα γερμανικά πληρώματα που «φιλοξενούνταν» στο Σκάπα Φλόου, άνοιξαν τις βαλβίδες των πλοίων τους, ξεκινώντας την αυτοβύθισή τους. Οι Βρετανοί πρόλαβαν να σώσουν ένα θωρηκτό και τρία ελαφρά καταδρομικά.

Η πράξη πανηγυρίστηκε ως ηρωική αλλά οι σύμμαχοι κοστολόγησαν τα χαμένα πλοία και βρήκαν ότι μπορούσαν να τα αντικαταστήσουν με 300.000 τόνους πλωτών δεξαμενών (αξία των θωρηκτών) και 42.000 τόνους πλωτών γερανών (αξία των υπολοίπων). Οι κατασχέσεις στα γερμανικά λιμάνια έγιναν με συνοπτικές διαδικασίες.


14 Ιουνίου 1936: Πεθαίνει ο Μαξίμ Γκόρκι

Γεννημένος στις 28 Μαρτίου 1868, στη Ρωσία, ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ έμεινε ορφανός από πατέρα στα πέντε του. Στα οκτώ, ο παππούς του τον έριξε στη βιοπάλη, να κερδίσει μόνος το ψωμί του. Ανάμεσα σε άλλα, δούλεψε βοηθός σε κατάστημα παπουτσιών, παιδί για θελήματα σε ζωγράφο εικόνων και λαντζιέρης σε ατμόπλοιο του ποταμού Βόλγα. Εκεί, ο μάγειρας του έμαθε ανάγνωση και τον έκανε να λατρέψει το διάβασμα. Οι εργοδότες του τον εκμεταλλεύονταν, η πείνα τον συντρόφευε και τα ρούχα του μαρτυρούσαν τη φτώχεια του από μακριά. Στα 21 του, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Απέτυχε αλλά, ως συγγραφέας, διάλεξε ψευδώνυμο το Γκόρκι που σημαίνει «πικρός». Ήταν, άλλωστε, ένας από τους λίγους λογοτέχνες που γνώρισε στο πετσί του, τι σημαίνει να είσαι προλετάριος και Ρώσος.

Τα βήματά του τον έφεραν στην Πετρούπολη, μαρξιστή και δυναμικό συγγραφέα, συχνά σε σύγκρουση με τον Λένιν, παρ’ όλο που τάχθηκε με τους μπολσεβίκους. Τον συνέλαβαν το 1901, τον έκαναν ακαδημαϊκό το 1902, τον έδιωξαν από την ακαδημία στη συνέχεια αλλά η φήμη του συνεχώς απλωνόταν. Μετά την επανάσταση του 1905, φυλακίστηκε αλλά σύντομα η διεθνής κατακραυγή οδήγησε στην απελευθέρωσή του. Τα επόμενα χρόνια τα έζησε κυρίως στο εξωτερικό, σε ιδεολογική σύγκρουση με τους μπολσεβίκους αλλά, από το 1919, συνεργάστηκε με την κυβέρνηση του Λένιν.

Στα 1923, δημοσίευσε το αριστούργημά του, «Τα πανεπιστήμιά μου». Ουδέποτε πήγε στο πανεπιστήμιο, ό,τι γνώριζε, το έμαθε στους δρόμους, ο τίτλος κορόιδευε τη ματαιοπονία του να σπουδάσει. Οι κακουχίες τον φιλοδώρησαν με φυματίωση αλλά έγραφε ως την τελευταία του πνοή. Στα 1934, έγινε ο πρώτος πρόεδρος της νεοϊδρυμένης Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων. Πέθανε στις 14 Ιουνίου 1936. Δυο χρόνια αργότερα, στη δίκη του Μπουχάριν, εκφράστηκαν υπόνοιες ότι ο Γκόρκι είχε πέσει θύμα τροτσκιστικής συνωμοσίας. Συγγραφέας διηγημάτων και μυθιστορημάτων, θεωρείται ο θεμελιωτής του ρεαλισμού και της κοινωνικής λογοτεχνίας («Η μάνα», «Στα ξένα χέρια», «Ο βυθός», «Τα πανεπιστήμιά μου» κ.ά.)


22 Μαρτίου 1594: Ο Ερρίκος Δ και οι Βουρβόνοι

Το βασίλειο της Ναβάρας βρισκόταν στη θέση του σημερινού ομώνυμου νομού της Ισπανίας κι εκτεινόταν ως τα νότια της σημερινής Γαλλίας. Στα 1562, το βασίλειο είχε κιόλας πίσω του 700 χρόνια ακμής. Τη χρονιά εκείνη, πέθανε ο βασιλιάς Αντώνιος των Βουρβόνων (Bοurbon). Στο θρόνο ανέβηκε ο εννιάχρονος γιος του Ερρίκος, φανατικός ουγενότος προτεστάντης και μετέπειτα αρχηγός τους στον θρησκευτικό πόλεμο που είχε ξεσπάσει από το 1559.

Στη γειτονική Γαλλία, βασίλευε ουσιαστικά η Αικατερίνη των Μεδίκων που, από το 1560, επιτρόπευε τον ανήλικο Κάρολο Θ’ (γεννήθηκε το 1550). Για να κατευνάσει τα πνεύματα, η Αικατερίνη κανόνισε να παντρευτούν ο Ερρίκος της Ναβάρας και η Μαργαρίτα των Μεδίκων, αδερφή του Καρόλου Θ’. Ο γάμος έγινε στις 18 Αυγούστου 1572, ο Ερρίκος γλίτωσε τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, έξι μέρες αργότερα (24.8.1572), κι έφυγε στην επαρχία. Με το γάμο του όμως έμπαινε στη λίστα των διαδόχων του γαλλικού θρόνου.

Στα 1574, ο Κάρολος Θ’ πέθανε και στο θρόνο ανέβηκε ο αδερφός του, Ερρίκος Γ’. Πολέμησε τους Ουγενότους με φανατισμό αλλά αισθάνθηκε να απειλείται ο θρόνος του από τον αρχηγό των καθολικών, Ερρίκο ντε Γκιζ. Ο Γκιζ δολοφονήθηκε, το 1588, οι φανατικοί καθολικοί εξεγέρθηκαν, ο πάπας αφόρισε τον Ερρίκο Γ’ που κηρύχθηκε έκπτωτος κι έφυγε σκαστός από το Παρίσι. Βρήκε τον Ερρίκο της Ναβάρας και συμμάχησε μαζί του. Οι δυο τους βάδισαν κατά του Παρισιού που το υπεράσπιζε ο στρατός του φανατικού καθολικού βασιλιά της Ισπανίας, Φίλιππου Β’. Ομως, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ένας άλλος φανατικός μοναχός κατάφερε να πλησιάσει και να δολοφονήσει τον Ερρίκο Γ’ (1589) που δεν είχε προλάβει να κάνει παιδιά.

Αναγκαστικά πια, σειρά στη διαδοχή είχε ο Ερρίκος της Ναβάρας. Διέθετε όλα τα βασιλικά προσόντα, εκτός από ένα: Ηταν ουγενότος. Νίκησε τους καθολικούς σε μάχη, πολιόρκησε πάλι το Παρίσι και, στις 18 Μαΐου 1593, πήρε τη μεγάλη απόφαση: Εγραψε στον πάπα ζητώντας να κατηχηθεί στον καθολικισμό. Οι φανατικοί αντιστάθηκαν. Δεν είχαν όμως ερείσματα στο λαό, επειδή συνωμοτούσαν με τον Φίλιππο της Ισπανίας να δώσουν το στέμμα της Γαλλίας στην κόρη του, Ισαβέλλα. Οι διαβουλεύσεις πήραν σχεδόν ένα χρόνο. Τελικά, ο Ερρίκος ασπάστηκε τον καθολικισμό κι έγινε αποδεκτός.

Μπήκε στο Παρίσι, ως βασιλιάς Ερρίκος Δ’, στις 22 Μαρτίου 1594. Ο θρόνος πέρασε στους Βουρβόνους που τον κράτησαν ως το 1792, όταν καταργήθηκε η βασιλεία. Τον ξαναπήραν, το 1815, και τον έχασαν, οριστικά, το 1848. Από το 1700, ανέβηκαν και στο θρόνο της Ισπανίας, όπου (με διακοπή από το 1931 ως το 1969) βασιλεύουν ως τις μέρες μας.

Ο Ερρίκος Δ’ χώρισε τη Μαργαρίτα των Μεδίκων (1600) και παντρεύτηκε (6.10.1600) τη Μαρία των Μεδίκων, κόρη του μεγάλου δούκα της Τοσκάνης. Απέκτησαν πέντε παιδιά, ανάμεσα στα οποία και τον κατοπινό Λουδοβίκο ΙΓ’.

Ο Ερρίκος αναδιοργάνωσε το κράτος, ανασυγκρότησε την οικονομία κι αγαπήθηκε από τους υπηκόους του. Στις 13 Απριλίου 1598, εξέδωσε το περίφημο Διάταγμα της Νάντης, με το οποίο οι ουγενότοι ανέκτησαν τα δικαιώματά τους, επιβάλλοντας ουσιαστικά ανεξιθρησκία για τα χριστιανικά δόγματα. Οι καθολικοί δεν του το συγχώρησαν. Στις 14 Μαΐου 1610, ένας φανατικός καθολικός, ο Φραγκίσκος Ραβαγιάκ, σκαρφάλωσε στη βασιλική άμαξα και του κατάφερε τρεις μαχαιριές. Πέθανε, σχεδόν αμέσως.


29 Μαρτίου 1942: Η αλεπού της ερήμου

Ο στρατηγός Ρόμελ και το Αφρικα Κορπ έφτασαν στην Τριπολίτιδα της Λιβύης στις 13 Φεβρουαρίου 1941, ενώ οι Ιταλοί έχαναν τις μάχες τη μια μετά την άλλη. Με αντεπιθέσεις και υποχωρήσεις, σταθεροποίησε την κατάσταση ώσπου μια δυνατή αγγλική προέλαση τον ανάγκασε να εκκενώσει την Κυρηναϊκή, στις 18 Νοεμβρίου 1941. Ομως, οι Αγγλοι δεν βιάζονταν. Ετοιμάζονταν, αργά και μεθοδικά, για το τελειωτικό χτύπημα. Πίστευαν ότι ο Ρόμελ είχε νικηθεί, έμενε με λίγες δυνάμεις και με ηθικό πεσμένο. Αλλωστε, ο Ρόμελ δεν μπορούσε να στηριχτεί στις δυο ιταλικές μεραρχίες που του είχαν διατεθεί.

Ο Γερμανός στρατηγός γνώριζε πως ήταν χαμένος, αν περίμενε πότε θα του επιτεθούν. Διαπίστωσε πως οι αγγλικές δυνάμεις ήταν διασκορπισμένες κι αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί. Στις 13 Ιανουαρίου 1942, ανακοίνωσε στους έκπληκτους αξιωματικούς του το σχέδιο επίθεσης.

Στο αγγλικό στρατηγείο άρχισαν να φτάνουν σίγουρες πληροφορίες πως οι Γερμανοί ετοιμάζονται να υποχωρήσουν στην Τρίπολη της Λιβύης. Εκρήξεις που ακούγονταν από το στρατόπεδο του Ρόμελ, έπεισαν τους Αγγλους ότι οι Γερμανοί κατέστρεφαν, όσα δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους. Δυο γερμανοϊταλικές φάλαγγες βγήκαν μπροστά, στις 21 Ιανουαρίου 1942. Οι Αγγλοι ήταν σίγουροι πως επρόκειτο για κάλυψη της υποχώρησης κι ετοιμάστηκαν ανάλογα, ενώ οι αμμοθύελλες έκρυβαν την επιθετική κίνηση του Ρόμελ. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε απόλυτα. Ωσπου οι Αγγλοι να καταλάβουν, τι συνέβαινε, είχαν χάσει μια θωρακισμένη μεραρχία. Η υποχώρησή τους ήταν η μόνη λύση. Στις 29 Ιανουαρίου, ο Ρόμελ έμπαινε στη Βεγγάζη. Ολόκληρη η δυτική Κυρηναϊκή βρισκόταν πάλι κάτω από τον έλεγχό του. Το μέτωπο σταθεροποιήθηκε για λίγο.

Στις 17 Φεβρουαρίου, ο Ρόμελ επισκέφτηκε τον Χίτλερ και του ζήτησε ενισχύσεις. Ο Χίτλερ αρνήθηκε. Τον απασχολούσε το ανατολικό μέτωπο. Η μόνη βοήθεια που μπορούσε να προσφέρει στο αφρικανικό μέτωπο, ήταν να καταλάβει τη Μάλτα και να τη χρησιμοποιήσει ως ορμητήριο. Αλλωστε, το νησί είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί από τους Αγγλους, καθώς οι εφοδιοπομπές τους δεν κατάφερναν να φτάνουν ως εκεί.

Στις 29 Μαρτίου 1942, ο Χίτλερ άλλαξε γνώμη: Προτεραιότητα είχε η εισβολή στην Αίγυπτο. Αν ο Ρόμελ έφτανε στην Αλεξάνδρεια, τότε ο Χίτλερ θα διέτασσε να παρθεί η Μάλτα.

Τον Απρίλιο, οι μάχες ξανάρχισαν. Ο Ρόμελ μπήκε στην Εν Ελ Γκαζάρα στις 26 Μαΐου και, στις 24 Ιουνίου, πέρασε τα σύνορα της Αιγύπτου. Δεν μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο, γιατί δεν είχε άλλα καύσιμα. Και, μπροστά του, τον περίμενε το Ελ Αλαμέιν.

Η Πρωταπριλιά στις ελληνικές εφημερίδες

Το έθιμο της Πρωταπριλιάς στις εφημερίδες, ανεξαρτήτως του πότε άρχισε και από πού, φαίνεται να φθίνει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Ισως αυτό συμβαίνει επειδή στον τόπο μας φθίνουν το χιούμορ και η φαντασία – απαραίτητα συστατικά μιας καλής πρωταπριλιάτικης φάρσας – ή ίσως διότι πολλές εφημερίδες τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου επιδίδονται σε υπερβολές που αγγίζουν το ψέμα. Εμείς θα τιμήσουμε αυτή την ημέρα αφιερώνοντας λίγο χώρο σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε σαν θεσμοθετημένο ψέμα.

Η τήρηση της Πρωταπριλιάς στις εφημερίδες είναι ταυτόσημη με την ύπαρξη του ελληνικού Τύπου, μια και συναντάμε πολλά τέτοια «ψέματα» στα έντυπα όλων των εποχών. Ο καθωσπρεπισμός της εποχής βέβαια επέτασσε τη γελοιοποίηση του εθίμου όταν αυτό δεν είχε τηρηθεί από την εφημερίδα και προβαλλόταν σαν επιβεβαίωση της σοβαρότητας της εφημερίδας.

Την άνοιξη του 1920 οι βενιζελικές εφημερίδες έκαναν πλάκα στην αντιπολίτευση δημοσιεύοντας σχόλια που την παρουσίαζαν σαν απογοητευμένη και απελπισμένη, κάνοντας την επόμενη ημέρα την «Καθημερινή» να σχολιάζει μέχρι και τη δική της πλάκα, που έλεγε ότι ο Βενιζέλος θα ιδρύσει υπουργείο για τη διενέργεια εκλογών:

«Αι εφημερίδες της κυβερνήσεως εδημοσίευσαν χθες πρώτην Απριλίου διάφορα φαιδρολογήματα εις βάρος της Αντιπολιτεύσεως. Αλλη ότι “εορτάζει”, άλλη ότι “δέχεται επισκέψεις” και λοιπά. (…) Είναι τρομακτικόν, τη αληθεία, να θέτη κανείς δηλώσεις τοσαύτης πολιτικής χρηστότητας εις το στόμα ενός πολιτικού αρχηγού, προκειμένου να εορτάσει ένα φαιδρό έθιμον».

Το έθιμο γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση μετά το 1974, όταν υπήρχε πλέον άπλετη ελευθερία στον Τύπο, ο οποίος είχε ξεμπερδέψει και με τη βασιλεία, που ήταν από τη βάση της ένας θεσμός λογοκρισίας. Κάτι ήξερε άλλωστε γι’ αυτό ο ηγέτης της Αριστεράς, Πασαλίδης, όταν την Πρωταπριλιά του 1967 απαντούσε με τον ίδιο τρόπο στο χιούμορ των δημοσιογράφων που τον ρωτούσαν αν είχε ζητήσει από τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο εντολή σχηματισμού κυβέρνησης της... ΕΔΑ: «Δεν εζήτησα από τον βασιλιά την εντολήν. Θα το έπαιρνε για πρωταπριλιάτικον αστείον».

Το 1982 η «Καθημερινή» δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον ψέμα όταν «αποκάλυπτε» φιλοβασιλική γιάφκα μέσα στην τότε ΕΡΤ 1:

«Ομολόγησαν ότι ανήκαν σε αντικαθεστωτική οργάνωση και ότι ασκούσαν φιλοβασιλική προπαγάνδα οι δύο γυναίκες υπάλληλοι της ΕΡΤ που είχαν τεθεί εκτός υπηρεσίας από την περασμένη Τρίτη λόγω μεταδόσεως του δημοτικού τραγουδιού “Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς”. Αυτό ανακοίνωσε χθες σε ειδική συνάντησή του με τους δημοσιογράφους ο υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου Σάκης Πεπονής, ο οποίος πρόσθεσε ότι, εκτός των δύο υπαλλήλων που ομολόγησαν ήδη τη συμμετοχή τους στην παράνομη οργάνωση, υπάρχουν και άλλοι οκτώ υπάλληλοι της ΕΡΤ 1, εναντίον των οποίων έχουν προκύψει υποψίες και ανακρίνονται συνεχώς».

Από τότε... φραπελιά

Την ίδια χρονιά ο «Μικροπολιτικός» στα «Νέα» ανέφερε ότι ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής θα έγραφε βιβλίο για τον εαυτό του, το οποίο θα προλόγιζε ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου:

«Tην επιμέλεια του βιβλίου, που πέρα από το πολιτικό ενδιαφέρον θα αναφέρεται και σε πολλές άγνωστες λεπτομέρειες από την καθημερινή ζωή του Προέδρου, όπως την αδυναμία του σε μερικά πρόσωπα (π.χ. Θόδωρος) ή σε μερικά πράγματα (γκολφ, σπανακόπιτες κ.λπ.) έκανε και... συνεχίζει (μια και στο αρχικό κείμενο όλο και κάτι προστίθεται κάθε τόσο) ο Πέτρος Μολυβιάτης. Το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται μόνο στο περιεχόμενο του βιβλίου, αλλά και στον πρόλογό του. Γιατί θα τον γράψει – εκτός απροόπτου – ο Ανδρέας Παπανδρέου!

Η πρώτη κρούση έγινε πριν δύο μήνες περίπου, όταν το κείμενο καθαρογράφτηκε, αλλά η “κατ’ αρχήν συμφωνία” έκλεισε κατά την προχθεσινή δίωρη συνάντηση Προέδρου και Πρωθυπουργού. Οπως ακούστηκε, ο Ανδρέας δέχτηκε, εφ’ όσον όλα πάνε καλά και ο Κων. Καραμανλής ξαναβάλει υποψηφιότητα σαν Πρόεδρος το ’85. Θ’ αποτελεί άλλωστε το γεγονός και μια έμπρακτη απόδειξη ότι το ΠΑΣΟΚ θα ψηφίσει Καραμανλή για Πρόεδρο...».

Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, ο απατεώνας τραπεζίτης Κοσκωτάς πρωταγωνιστούσε συχνά στις ειδήσεις αυτής της ημέρας. Εκείνη την περίοδο ο Κοσκωτάς είχε αγοράσει τα πάντα, εκτός από τις εφημερίδες που γραφόταν την πρωταπριλιά ότι αγόρασε. Δηλαδή τον «Ριζοσπάστη» κατά τη «Βραδυνή», τον «Δημοκρατικό Λόγο» κατά τον «Ελεύθερο Τύπο» και το «Ποντίκι» κατά το... «Ποντίκι». Η τελευταία «είδηση» μάλιστα είχε προκαλέσει πολλά τηλεφωνήματα αγανακτισμένων αναγνωστών στα γραφεία της εφημερίδας που κρατάτε...

Πιο κοντά στην αλήθεια είχε βρεθεί η «Ελεύθερη Ωρα», που είχε γράψει ότι ο Κοσκωτάς είχε πτωχεύσει, κάτι που έγινε λίγα χρόνια μετά. Την ίδια χρονιά η «Αυριανή» έγραφε για τον αφορισμό του Τρίτση από την Ιερά Σύνοδο, η «Ελευθεροτυπία» βούλιαζε το «Σισμίκ» στην Τένεδο, η «Πρώτη» το έφερνε στο Τουρκολίμανο, ενώ για τη «Μεσημβρινή» η κυβέρνηση έβγαζε – επιτέλους – τη χώρα μας από το ΝΑΤΟ.

Το 1987 είχαμε ένα περιστατικό στην κρατική τηλεόραση που θυμίζει τη φετινή ιστορία με τη φραπελιά της Δρούζα. Τότε, στην εκπομπή «Κυριακάτικα», που παρουσίαζε η Ελενα Ακρίτα, παρουσιάστηκε ένας τύπος ο οποίος έλεγε ότι είχε ανακαλύψει ένα φάρμακο το οποίο θεράπευε τα πάντα – και φυσικά και τον καρκίνο. Οπως είναι κατανοητό, προκλήθηκε σάλος που οδήγησε τους υπεύθυνους της εκπομπής να ζητήσουν συγγνώμη για τον πανικό που προκάλεσαν. Την ίδια ημέρα η Γενική Γραμματεία Τύπου είχε αναγκαστεί να εκδώσει ανακοίνωση για να διαψεύσει ένα χαρτί που είχε φτάσει σε όλες τις εφημερίδες, το οποίο έλεγε ότι ο Παπανδρέου σε συνάντησή του με τον Σαρτζετάκη είχε ζητήσει από τον τελευταίο τη διενέργεια εκλογών. Γενικότερα το ζήτημα των πρόωρων εκλογών είναι κάτι που παίζει συχνά αυτή την ημέρα και κάτι μας λέει ότι το ίδιο θα συμβεί και φέτος.

Θύματα οι μύστακες

Το 1988 η «Ελεύθερη Ωρα»... δολοφονούσε τον εκδότη της με 32 σφαίρες σε μακάβριο πρωτοσέλιδό της, αλλά δεν φανταζόταν ότι μερικά χρόνια μετά ο Γρηγόρης Μιχαλόπουλος θα περνούσε για μεγάλο διάστημα την πόρτα της φυλακής. Την ίδια χρονιά οι «24 Ωρες» του Κοσκωτά είχαν κάνει κάτι στο οποίο είχε προηγηθεί το «Π» κάποια χρόνια πριν. Είχαν γράψει ότι οι Κωστής Στεφανόπουλος, Γιώργος Γεννηματάς, Αθανάσιος Τσαλδάρης και Αντώνης Τρίτσης είχαν ξυρίσει τα μουστάκια τους χάνοντας κάποιο ποδοσφαιρικό στοίχημα, ενώ το «Π» το 1982 είχε «ξυρίσει» μόνο υπουργούς της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.

Το 1989 η πρωταπριλιάτικη πλάκα που έκανε το «Π», το οποίο έγραψε με σοβαρό τρόπο για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, προκάλεσε ερώτηση στο πρες ρουμ και αναφορά της «είδησης» την επόμενη ημέρα από τη «Βραδυνή» σαν πραγματικής... Εκείνη τη χρονιά «Καθημερινή», «Πρώτη» και «Αυριανή» συμφωνούσαν στην είδηση της απόδρασης του Τόμπρα από τη φυλακή, ενώ οι άλλες εφημερίδες ασχολήθηκαν με τη «Λιανειάδα» της εποχής.

Ο «Ελεύθερος Τύπος» και η «Βραδυνή» συνέπεσαν στην εγκυμοσύνη της Δήμητρας, τα «Νέα» έβαλαν τον Ανδρέα να ανακαλεί το διαζύγιό του με τη Μαργαρίτα, το «Εθνος» παρουσίαζε τη Μαργαρίτα έτοιμη να αποδείξει δικαστικά ότι κοιμόταν μαζί με τον Ανδρέα, ενώ την καλύτερη φωτογραφική πλάκα την είχε η «Μεσημβρινή», η οποία παρουσίαζε τη Μαργαρίτα και τη Δήμητρα να συναντιούνται μυστικά και να τα λένε σαν καλές φίλες!

Πρόεδρος η Πάολα...

Το 1990 ο «Ριζοσπάστης» πρωτοτύπησε παρουσιάζοντας διάγγελμα της επιτροπής νεολαίας του Συνασπισμού, η οποία πρότεινε ανάμεσα στα άλλα:

• Επίδομα τοκετού στον ανύπανδρο πατέρα.

• Τρία εκατομμύρια θέσεις εργασίας από φορμάικα γνωστής ευρωπαϊκής μάρκας.

• Φθηνό αυτοκίνητο για κάθε νέο κάτω των 14 ετών.

• Αύξηση των ομάδων της Α’ Εθνικής σε 240, κατοχύρωση του ευγενούς αθλήματος «γκολφ» ως υποχρεωτικού αθλήματος σε σχολεία και στρατό.

Η «Εξόρμηση» της εποχής έγραψε για απόδραση του Κοσκωτά από τις φυλακές με τη βοήθεια οπαδών του Ολυμπιακού, ενώ η «Ελεύθερη Ωρα» το γιόρτασε κάνοντας την τραβεστί Πάολα Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Γρηγόρη Βαλλιανάτο εκπρόσωπο Τύπου της Αρχιεπισκοπής στη θέση του Χατζηφώτη, τον οποίο είχε στείλει διευθυντή στα «Σιλουέτ». Το πιο «στεγνό» κείμενο το είχε το «Βήμα», που αρνήθηκε το πρωταπριλιάτικο αστείο αναφέροντας ότι «θεωρεί εντελώς περιττή μια τέτοια άσκηση στον χιουμοριστικό εμπαιγμό, γιατί η προεκλογική περίοδος αρκεί».

Οπως είναι κατανοητό, το «Π» πρωταγωνιστούσε πάντα αυτήν την ημέρα και οι δημοσιεύσεις του, εκτός από πλάκα, προκαλούσαν άλλοτε ερωτήσεις στον εκπρόσωπο Τύπου, άλλοτε δημιουργούσαν πολιτικά θέματα εκεί που δεν υπήρχαν, άλλοτε προκαλούσαν σοκ στους αναγνώστες του όταν πουλιόταν στον Κοσκωτά ή όταν «έκλεινε» το 1983, ενώ κάποιες άλλες φορές γινόταν και το ίδιο αντικείμενο φάρσας. Η «Ελευθεροτυπία» το 1991 το... προκαλούσε: «Είδηση που δεν επιδέχεται διάψευση: το “Ποντίκι” πουλήθηκε, αντί ευτελούς μάλιστα ποσού. Περισσότερα θα ανακοινωθούν τη Δευτέρα». Και του χρόνου...

Ο πρωταπριλιάτικος θάνατος του Γεωργίου

Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχουν τα γεγονότα που έχουν συμβεί την πρώτη Απριλίου και που λόγω της ημέρας ήταν δύσκολο να γίνουν πιστευτά στους ανθρώπους της εποχής, με σημαντικότερο από αυτά τον θάνατο του βασιλιά Γεωργίου την 1η Απριλίου 1947. Ο τότε βασιλιάς έπεφτε νεκρός από καρδιακή προσβολή στα ανάκτορα μόλις λίγους μήνες μετά το νόθο δημοψήφισμα που τον είχε φέρει στην Ελλάδα.

Η είδηση του αιφνίδιου θανάτου τού σχετικά νέου – 56χρονου – βασιλιά δεν έγινε πιστευτή από τον κόσμο, μια και όλοι νόμιζαν ότι είναι μια μακάβρια πρωταπριλιάτικη φάρσα. Την επόμενη ημέρα όμως συνειδητοποίησαν ότι η είδηση ήταν αληθινή όταν ξύπνησαν έχοντας πλέον βασιλιά τον Παύλο, που ορκίστηκε την ίδια ημέρα.

Η νέα βασίλισσα Φρειδερίκη, που λόγω της μετέπειτα παντοδυναμίας της πολλοί την παρουσίαζαν σαν «βασιλιά με φουστάνια», γράφει γι’ αυτά τα δύο γεγονότα στην αυτοβιογραφία της:

«Μπαίνοντας στο παλάτι ο υπηρέτης μας είπε: “Ο Βασιλεύς είναι επάνω”. Ο σύζυγός μου τον ρώτησε: “Πέθανε;”. Και ο υπηρέτης απάντησε: “Έτσι νομίζομε”. Τρέξαμε επάνω στο γραφείο, όπου βρήκαμε τον Βασιλέα ξαπλωμένο πάνω στο ντιβάνι, πολύ γαλήνιο, με τα χέρια του σταυρωμένα και ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι του. Είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή».

Η Φρειδερίκη παρακολουθεί την ορκωμοσία της στέψης του άνδρα της ως βασιλιά κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες, θέση στην οποία παρέμεινε καθ’ όλο το διάστημα της βασιλείας του Παύλου. Και δυστυχώς για τον ελληνικό λαό αυτή η περίοδος, που μπορούμε να την ονομάσουμε και συμβασιλεία Παύλου - Φρειδερίκης, δεν ήταν πρωταπριλιάτικο αστείο...

5 Απριλίου 1897: Η ήττα «του '97»

Στα 1896, ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης (1820 - 1905) ήταν ευτυχισμένος άνθρωπος. Ο αντίπαλός του, Χαρίλαος Τρικούπης, είχε εκμηδενιστεί στις εκλογές του 1895 και είχε φύγει στο εξωτερικό. Κι ενώ ο θανάσιμος αντίπαλός του πέθαινε, ο ίδιος ζούσε τον θρίαμβο του να είναι το κεντρικό πρόσωπο της γης καθώς τον ίδιο μήνα (5.4.1896), αναβίωναν στην Αθήνα οι Ολυμπιακοί αγώνες. Εκείνο που τάραζε την ευφορία

ήταν η εξέγερση στην Κρήτη, όπου οι Τούρκοι φορολογούσαν άγρια και τρομοκρατούσαν τους χριστιανούς. Η εξέγερση καταλάγιασε όταν οι μεγάλες δυνάμεις επέβαλαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία να σεβαστεί το Χάτι Χουμαγιούν (παραχωρήσεις στους υποτελείς) με ακόμα πιο ευνοϊκούς όρους.

Η ανάπαυλα στην Κρήτη δεν κράτησε πολύ. Τον Ιανουάριο του 1897, σφαγές χριστιανών από τους Τούρκους οδήγησαν σε γενικευμένη επανάσταση. Ο Δηλιγιάννης έσπευσε να καρπωθεί το πολιτικό όφελος από μια ένωση της μεγαλονήσου κι έστειλε εκεί στρατιωτικές δυνάμεις. Έφτασαν στην Κρήτη τον Φεβρουάριο, με αρχηγό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, υπασπιστή του βασιλιά Γεώργιου. Ο ελληνικός στρατός κυρίευσε το νησί, εκτός από τις τρεις μεγάλες πόλεις, τις οποίες κατέλαβαν στρατεύματα των μεγάλων δυνάμεων.

Στις 5 Απριλίου (18, με το νέο ημερολόγιο) του 1897, η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Ο Δηλιγιάννης δέχτηκε την πρόκληση. Φανταζόταν νέο Εικοσιένα. Όμως, η Ελλάδα ήταν απαράσκευη, με ανοργάνωτο στρατό. Οι Τούρκοι μπήκαν στη Θεσσαλία και νίκησαν. Οι Έλληνες υποχώρησαν και ο Δηλιγιάννης, κάτω από το βάρος της ήττας, παραιτήθηκε στις 16 Απριλίου, έντεκα μέρες μετά την έναρξη των εχθροπραξιών. Στις 5 Μαΐου, στη μάχη του Δομοκού, οι Έλληνες νικήθηκαν και πάλι. Στις 8, ο πόλεμος είχε τελειώσει ταπεινωτικά για την Ελλάδα.

Άρχισαν ατέλειωτες διαπραγματεύσεις. Ευτυχώς, οι καιροί δεν ευνοούσαν την Τουρκία. Στις 4 Δεκεμβρίου 1897, υπογράφηκε η συνθήκη της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με αυτήν, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση τέσσερα εκατομμύρια τουρκικές λίρες. Η Κρήτη κέρδισε την αυτονομία της κάτω από την εγγύηση των μεγάλων δυνάμεων. Τον επόμενο χρόνο, ο πρίγκιπας Γεώργιος διοριζόταν ύπατος αρμοστής στο νησί.


12 Απριλίου 1204: Οι σταυροφόροι στην Πόλη

Στα 1185, στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης ανέβηκε ο Ισαάκιος Αγγελος. Κατάφερε να γλιτώσει την πρωτεύουσά του από το πλιάτσικο των στρατευμάτων της Γ’ Σταυροφορίας (1190), αναλαμβάνοντας να τα περάσει δωρεάν στην Ασία και να τα προμηθεύσει με φτηνά τρόφιμα. Μετά, το έριξε στην πολυτελή ζωή διασπαθίζοντας το δημόσιο χρήμα. Οταν άδειασαν τα ταμεία, ο Ισαάκιος δε δίστασε να κόψει κίβδηλο νόμισμα και να αφαιρέσει το χρυσό και το ασήμι από τα αφιερώματα των ναών.

Αρχισαν εξεγέρσεις. Σε μια από αυτές, οι Βούλγαροι και οι Βλάχοι κατάφεραν να ιδρύσουν το δεύτερο βασίλειο της Βουλγαρίας. Σε μιαν άλλη, αρχηγός ήταν ο αδερφός του, Αλέξιος Γ’ Αγγελος που επικράτησε, συνέλαβε τον Ισαάκιο Αγγελο, τον τύφλωσε κι έκανε τον εαυτό του αυτοκράτορα (1195). Ξεκίνησε κι αυτός με σπατάλες αλλά χρήμα δεν υπήρχε. Προχώρησε στην άγρια φορολογία του λαού. Ηταν τέτοια η ανικανότητά του που οι διάφορες επαρχίες άρχισαν να ανεξαρτητοποιούνται, δημιουργώντας ξεχωριστά κράτη (η οικογένεια Γαβρά στην Τραπεζούντα, ο Ισαάκιος Κομνηνός στον Πόντο και την Παφλαγονία, ο Λέων Σγουρός στην Κόρινθο, Ναύπλιο και Αργος κ.λπ.).

Στα 1202,άρχισε η Δ’ Σταυροφορία με αρχηγό τον κόμη της Φλάνδρας Βαλδουίνο (1171 - 1205). Υποτίθεται ότι θα πήγαιναν να ελευθερώσουν τους Αγιους Τόπους αλλά ξέμειναν στη Ζάρα της Δαλματίας όπου πλιατσικολογούσαν. Εκεί τους βρήκε ο Αλέξιος Δ’ Αγγελος που τον έστειλε ο πατέρας του (ο τυφλός Ισαάκιος) να ζητήσει βοήθεια. Ο Αλέξιος Δ’ τους είπε ότι το χρήμα βρισκόταν στην Πόλη κι όχι στη Ζάρα. Τους έταξε 200.000 ασημένια μάρκα, αν τον βοηθούσαν. Ο Βαλδουίνος πήρε τους σταυροφόρους του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, την οποία και πολιόρκησε (Ιούλιος του 1203). Ο Αλέξιος Γ’ αμύνθηκε στην αρχή. Επειτα, σκέφτηκε πιο ώριμα, πήρε ό,τι υπήρχε στο ταμείο του κράτους και το έσκασε, αφήνοντας πίσω ακόμα και την κόρη του, Ευδοκία. Ο τυφλός Ισαάκιος ξανάγινε αυτοκράτορας, με τον γιο του Αλέξιο Δ’ συναυτοκράτορα.

Είχε φτάσει η ώρα της πληρωμής αλλά τα 200.000 ασημένια μάρκα δεν υπήρχαν. Ο Βαλδουίνος άρχισε ν’ ανυπομονεί, ο Ισαάκιος πέθανε κι ο Αλέξιος Δ’ σκέφτηκε τη φορολογία. Δεν πρόλαβε. Μια συνωμοσία οργανώθηκε, ο αυτοκράτορας πιάστηκε και στραγγαλίστηκε από τον Μούρτζουφλο, που, τον Φεβρουάριο του 1204, έγινε αυτοκράτορας με το όνομα Αλέξιος Ε’. Μαζί με τον θρόνο, ο Αλέξιος Ε’ πήρε και την Ευδοκία ως ερωμένη. Αρχισε να επισκευάζει τα τείχη και να μαζεύει στρατό. Ο Βαλδουίνος τον πήρε είδηση και πολιόρκησε την Πόλη στις 9 Απριλίου. Στις 12 Απριλίου του 1204, οι σταυροφόροι πήραν την Πόλη κι έκαναν τον Βαλδουίνο αυτοκράτορα.

Η δημοκρατία καταρρέει, η χούντα προ των πυλών

Αυτές τις ημέρες συμπληρώνονται 40 ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που ένας εσμός αξιωματικών του στρατού, προλαβαίνοντας τους στρατηγούς του Κοκού, αποφάσισε να «σώσει» τη χώρα από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» βάζοντάς τη στον «γύψο» την 21η Απριλίου 1967.

Σε αυτό και το επόμενο φύλλο θα θυμηθούμε πώς φτάσαμε στην πολιτική και πολιτιστική παρακμή, αλλά και στον εθνικό ακρωτηριασμό που οδήγησαν την Ελλάδα οι γελοίοι συνταγματάρχες, όταν όλες οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου παρακολουθούσαν τη χούντα να έρχεται χωρίς να κάνουν κάτι για να την αποτρέψουν.

Πολλά έχουν γραφτεί για το ποια ήταν η γενεσιουργός αιτία της χούντας και για το πώς η κοινοβουλευτική κατάρρευση της δεκαετίας του ’60 έστρωσε το χαλί στους στρατιωτικούς. Η άκρη του νήματος βρίσκεται στη δεκαετία του ’40 με το δόγμα Τρούμαν και την καθοδήγηση της πολιτικής ζωής της χώρας από τους αμερικάνους, αλλά το κομβικό σημείο της πορείας προς τη χούντα ήταν οι εκλογές του 1958. Τότε που η ΕΔΑ αναδεικνυόταν δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη του τόπου προκαλώντας ανατριχίλα σε αμερικάνους, δεξιούς και παλάτι.

Ο εκλογικός θρίαμβος της ΕΔΑ, μέσα σε ένα βαρύ ψυχροπολεμικό περιβάλλον, ενδυνάμωσε τα πάντοτε ισχυρά αντικομμουνιστικά ανακλαστικά της Δεξιάς. Πλέον οι διωγμοί εις βάρος της Αριστεράς θα γίνονταν πιο συστηματικοί αυξάνοντας τη δυναμική και τις «αρμοδιότητες» των παρακρατικών συμμοριών, που πλέον θα λειτουργούσαν σαν «ομάδες κρούσης» για πάσα χρήση.

Οι παρακρατικοί, με τη βοήθεια του στρατού, άρχισαν να παίζουν «θεσμικό ρόλο», τρομοκρατώντας τον κόσμο στις «οικολογικές» εκλογές βίας και νοθείας του 1961 με την ψήφο των... δέντρων, και έγιναν ανεξέλεγκτοι το 1963 με την εν ψυχρώ δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη. Το μικρό διάστημα διακυβέρνησης της χώρας από την Ενωση Κέντρου δεν ήταν παρά ένα ενοχλητικό διάλειμμα, το οποίο βοήθησε όμως στην ανασύνταξή τους. Μπορεί να είχαν χάσει την πολιτική τους στήριξη από την κυβέρνηση, είχαν όμως διατηρήσει την επιχειρησιακή τους δομή.

Η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου ήταν ανήμπορη να περιορίσει αυτούς τους μηχανισμούς, αναγκάζοντας έτσι τον Γεώργιο Παπανδρέου να κάνει τη γνωστή δήλωση: «Εχουμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία».

Θα θυμάστε επίσης τον Καραμανλή να «αναρωτιέται»: «Ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο» μετά τη δολοφονία Λαμπράκη, όταν πλέον το τέρας που είχε οργανωθεί κατά την οκταετία της διακυβέρνησής του είχε μετουσιωθεί σε μια ανεξέλεγκτη παρακρατική πηγή εξουσίας, μια αντιδημοκρατική «μαύρη τρύπα», μέσα στην οποία έπεφταν πρώτα η Αριστερά και μετά, σιγά σιγά, όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας.

Στον αφρό ο Παπαδόπουλος

Τo 1964 o Γεώργιος Παπανδρέου χάνει μια ευκαιρία να εξαρθρώσει ένα τμήμα αυτών των μηχανισμών, όταν υποτιμά τη δυναμική μιας αναρριχώμενης προσωπικότητας του χώρου. Ο ΚΥΠατζής γραμματέας του «Σχεδίου Περικλής» Γεώργιος Παπαδόπουλος κάνει δολιοφθορά στα τανκς του Εβρου και αποδίδει το σαμποτάζ με τη ζάχαρη στους κομμουνιστές, με αποτέλεσμα τη σύλληψη αρκετών αριστερών του νομού. Μπορούμε να πούμε ότι αυτές είναι οι πρώτες συλλήψεις της χούντας τρία ολόκληρα χρόνια πριν από την κήρυξή της…

Η προβοκάτσια είναι προφανής, αλλά ο «Γέρος» αγνοεί τις παραινέσεις όλων και κρατάει τον Παπαδόπουλο στο στράτευμα για να μην πληγεί η εικόνα του στρατού απέναντι στον λαό. Δεν λαμβάνει υπόψη ούτε το προφητικό τηλεγράφημα από τον βουλευτή Εβρου της Ενωσης Κέντρου Απόστολου Βλασακούδη, που ξεσκεπάζει το σαμποτάζ του εκκολαπτόμενου – ακόμη – αρχιχουντικού:

«Από Τύπον πληροφορηθήκαμεν σκευωρίαν ΕΡΕ περί δολιοφθοράς σημειωθείσης εις μονάδα εν Εβρω.
Διοικητής μονάδος ένθα φέρεται ότι εσημειώθη η δολιοφθορά τυγχάνει ο αντισυνταγματάρχης Παπαδόπουλος, όστις από αφίξεώς του εις ακριτικήν περιοχήν Εβρου δημοσία δηλοί ότι θα κυβερνήσει την Ελλάδα καταφερόμενος κατά της κυβερνήσεως. Ούτος προϋπηρέτησε επί ΕΡΕ εις την ΚΥΠ και υπηρέτησεν την κυβέρνησιν της ΕΡΕ. Εν συνεχεία πληροφορώ υμάς ότι προ μηνός περίπου περιόδευσε νομόν Εβρου πρώην διοικητής χωροφυλακής Εβρου αντισυνταγματάρχης ε.α. Μιχαήλ Διαμαντόπουλος, όστις ήρθε εν επαφή με παρακρατικούς παράγοντας δεξιάς και εν συνεχεία τουτ’ αυτό έπραξε και συνταγματάρχης Χωροφυλακής Σοϊμοίρης. Προ δεκαπενθημέρου διέρρευσε και εκυκλοφόρησε ήδη ότι λίαν συντόμως θα εκδηλωθή εις στρατιωτικήν μονάδα Εβρου σαμποτάζ όπερ θα αποδοθή εις αριστερούς, Παρακαλώ διαταχθή έρευνα προς εξακριβώσιν ανωτέρω. Σημειώσατε ότι από αφίξεως αντισυνταγματάρχου Παπαδοπούλου ακριτικήν περιοχήν Εβρου κύμα φοβίας εξαπελύθη».

Στη Βουλή ο ηγέτης της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού είναι περισσότερο σαφής: Μιλάει για πραξικόπημα: «Και αν αύριον, με ένα νέο πόρισμα, κατονομάσωμεν όχι 10, αλλά 500, 1.000, 10.000 πολίτας, είναι δυνατόν να συγκλονιστεί το καθεστώς των δημοσίων ελευθεριών και είναι δυνατόν με αυτόν τον τρόπον να ξαναεγκαθιδρυθεί το βασίλειον του φόβου εις αυτόν τον τόπου επί τη βάσει οποιασδήποτε αυθαιρέτου, κακοβούλου ενεργείας οιουδήποτε κ. Παπαδοπούλου; Ιδού, έτοιμον το πραξικόπημα».

Κανείς εκείνη τη στιγμή δεν πίστευε ότι το πραξικόπημα θα εκδηλωνόταν τόσο σύντομα και δεν θα ήταν στρατιωτικό, αλλά πολιτικό. Η νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ανατρέπεται από τους αμερικάνους και το παλάτι και στη θέση της παρουσιάζονται 5 πραξικοπηματικές «κυβερνήσεις»: αποστατών (Νόβα, Τσιριμώκου, Στεφανόπουλου), κοινής αποδοχής (Παρασκευόπουλου) και μια διορισμένη από τον βασιλιά (Κανελλόπουλου).

Η τεράστια λαϊκή αντίδραση δεν επιτρέπει σε καμία από αυτές να σταθεί στην εξουσία πάνω από μερικούς μήνες, αλλά στην πολιτική σκηνή υπήρχε ένα κλίμα αποδιοργάνωσης, στον λαό ανασφάλεια και στους στρατιωτικούς... ανυπομονησία: πότε θα καλύψουν το... κενό εξουσίας.

Το διάστημα αυτό της ουσιαστικής ακυβερνησίας της χώρας, όταν η ψήφος του λαού θεωρείται δευτερεύον πολιτικό ζητούμενο, ο αγώνας για την εξουσία γίνεται χωρίς όρους: όποιος προλάβει πρώτος, κάνει τη χούντα και παίρνει την εξουσία. Οι μνηστήρες είναι γνωστοί, αλλά αυτή τη φορά είναι πολυδιασπασμένοι. Αμερικάνοι, παλάτι, πτέρυγα της ΕΡΕ και διαφορετικές ομάδες στρατιωτικών δίνουν μάχη με τον χρόνο: αρχίζει ένας αγώνας δρόμου διαφόρων μουστερήδων, οι οποίοι θέλουν να «αποκαταστήσουν την τάξη» χωρίς να θεωρούν απαραίτητο να αποκαταστήσουν και τη δημοκρατία.

Οι κυρίαρχες φιλοχουντικές τάσεις ήταν τρεις: αυτή που σχεδίαζε το παλάτι με τους στρατηγούς του στρατού, αυτή που προετοίμαζε τμήμα της ΕΡΕ μαζί με τον αυτοεξόριστο Καραμανλή και που ζητούσε αναστολή κάποιων άρθρων του Συντάγματος για λίγο διάστημα (δηλαδή μέχρι να παύσει ο κόσμος να θέλει να ψηφίζει την Ενωση Κέντρου για κυβέρνηση) και αυτή που τελικά επιβλήθηκε, των συνταγματαρχών.

Απ’ την Κική κι απ’ τον... Κοκό

Οι αμερικάνοι «έπαιζαν» με όλους και έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα σε μια χούντα με δημοκρατικό μανδύα ή σε μια δημοκρατία με χουντικό μανδύα. Στο τέλος θεώρησαν τον Κοκό αφερέγγυο (σ’ αυτό δεν είχαν κι άδικο), τα πρόσωπα της συντηρητικής παράταξης αποδυναμωμένα πολιτικά, άρα αδύναμα να επιβάλουν σκληρά μέτρα, και πόνταραν στους λεγόμενους τότε «μικρούς».

Μέχρι πρότινος βέβαια αρνούνταν ότι γνώριζαν όλες αυτές τις «ετοιμασίες», αλλά τα τελευταία χρόνια, μετά και τη «συγγνώμη» του Κλίντον, φέρνουν στο φως νέες πληροφορίες που αποδεικνύουν το αυτονόητο για μας: ήξεραν τα πάντα και συμμετείχαν στα πάντα. Πρόσφατο αποχαρακτηρισμένο έγγραφο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρει κάποια από τις συναντήσεις των συνταγματαρχών οκτώ μήνες πριν από το πραξικόπημα:

«Η ηγεσία της ακροδεξιάς συνωμοτικής ομάδας συναντήθηκε μυστικά στις 13 Δεκεμβρίου 1966 στο σπίτι ενός από τα μέλη της, του αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά. Αυτή η ηγεσία, που αναφέρεται χαλαρά ως Επαναστατικό Συμβούλιο, αποτελείται από τους παρακάτω αξιωματικούς: Παπαδόπουλο, Λαδά, Σταματελόπουλο, Ιωαννίδη, Λέκκα, Ρουφογάλη και Μέξη. Η ομάδα συζήτησε τη σημερινή πολιτική κατάσταση, αλλά δεν αποφάσισε σχετικά με την εγκαθίδρυση δικτατορίας. Δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για μετάθεση ή απομόνωση αριστερών και άλλων αναξιόπιστων ατόμων από τον ελληνικό στρατό».

Την ίδια εποχή στους κόλπους της ΕΡΕ επικρατούσε αναβρασμός. Με δημοκρατικά μέσα (δηλαδή εκλογές) δεν ανέβαιναν στην κυβέρνηση, η συναινετική κυβέρνηση Παρασκευόπουλου είχε καταρρεύσει κι αυτή, η συνταγματική εκτροπή (αποστασία) είχε ήδη γίνει με μηδαμινά αποτελέσματα και ήταν σίγουρο ότι όποτε και να γίνονταν εκλογές θα τις κέρδιζε η Ενωση Κέντρου.

Οι δημοκρατικές λύσεις εξαντλούνταν, η εξουσία ήταν ακόμη μακριά και οι εισηγήσεις γίνονται όλο και πιο ακραίες. Ήδη ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, σε επιστολή του προς τον Καραμανλή τον Οκτώβριο του 1966, είναι σαφής: «Εισηγούμεθα λοιπόν προσωρινή παρεκτροπήν από το πολίτευμα και μία προσωρινήν δικτατορίαν – ίσως ενός έτους».

«Νομότυπη» χούντα

Ο Καραμανλής στην απάντησή του θεωρεί την εκτροπή αναπόφευκτη, λέγοντας ότι πρέπει να προληφθεί, αλλά παράλληλα λέει ότι, αν γίνει, πρέπει να είναι «σχετικά νομότυπος». Αντίστοιχες εισηγήσεις δέχεται ο Καραμανλής από τον Κοκό, ο οποίος του ζητάει να επιστρέψει και να ακούσει τις προτάσεις του για «ριζική αντιμετώπιση της κατάστασης».

Ολοι μιλούν πλέον ανοιχτά για δικτατορία και λίγοι πιστεύουν ότι θα πραγματοποιηθούν οι εκλογές που έχει προκηρύξει η τελευταία παράνομα διορισμένη από το παλάτι κυβέρνηση Κανελλόπουλου για τις 28 Μαΐου. Εξάλλου όλη αυτή η μακρόχρονη πολιτική ανωμαλία γινόταν για να μην ανέβει στην κυβέρνηση η Ενωση Κέντρου, κάτι βέβαιο αν γίνονταν εκλογές.

Οι αμερικάνοι έχουν αποφασίσει τη λύση της χούντας και σε συμπόσιο που γίνεται στις 10 Απριλίου 1967 στο Πανεπιστήμιο «Μάντισον Ουισκόνσιν» για την επέτειο των 20 χρόνων του δόγματος Τρούμαν στην Ελλάδα, ο πράκτορας της CIA Ντάνιελ Μπρούστερ, στην ερώτηση του ακροατηρίου «Βλέπετε τον Γ. Παπανδρέου νικητή των εκλογών;», απαντά κατηγορηματικά: «Εκλογές δεν θα γίνουν στην Ελλάδα».

Μόλις πέντε ημέρες πριν από την κήρυξή της οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» γράφουν: «Ετσι, λοιπόν, παρά τις προσπάθειες που έγιναν για άμβλυνση της κατάστασης, συμπεριλαμβανομένων και των προσωπικών εκκλήσεων εκ μέρους του Κωνσταντίνου και των Ηνωμένων Πολιτειών, ο δρόμος είναι πλέον ελεύθερος για μια πολιτική σύγκρουση, που κατά τη γνώμη υπεύθυνων πολιτικών και διπλωματικών παρατηρητών εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τους δημοκρατικούς θεσμούς της Ελλάδος».

O Ράλλης αναφέρει ότι η ίδια λύση προτάθηκε στον Κοκό: «Του είπαμε ότι, εάν εκτραχυνθεί η κατάσταση και απειληθεί η μορφή του πολιτεύματος, τότε η κυβέρνηση θα εισηγηθεί την άρση ορισμένων άρθρων του Συντάγματος, όπως προβλέπει το άρθρο 91». Το παλάτι δεν υπάρχει λόγος να δεχτεί τη χούντα των άλλων όταν είχε έτοιμη τη δική του, η οποία θα γινόταν τη Μεγάλη Τρίτη, 23 Απριλίου, από τους στρατηγούς...


26 Απριλίου 1828: Πόλεμος «για την Ελλάδα»

Ο Νικόλαος Α’ γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1796 και στέφθηκε τσάρος στις 14 Δεκεμβρίου του 1825. Στα τριάντα χρόνια που κάθισε στον θρόνο, η Ρωσία οδηγήθηκε στο αποκορύφωμα της απολυταρχίας. Στα 1826, όμως, ο κόσμος όλος είχε στραμμένη την προσοχή του στην πολιορκία και την επική άμυνα των Ελλήνων στο Μεσολόγγι.

Η ηρωική έξοδος και η πτώση του Μεσολογγίου (10 Απριλίου του 1826) ξεσήκωσε την παγκόσμια κοινή γνώμη αλλά και έπεισαν τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ ότι το μέλλον βρισκόταν στον τακτικό στρατό. Οι γενίτσαροι εξολοθρεύτηκαν οριστικά σ’ ολόκληρη την επικράτεια.

Απαλλαγμένη από αυτή τη μάστιγα αλλά και πληγωμένη από την άγρια αιματοχυσία, η Οθωμανική αυτοκρατορία είδε τη Ρωσία να απαιτεί με τελεσίγραφο τη ρύθμιση διαφόρων ζητημάτων, που φάνταζαν ως ασήμαντες αφορμές, καθώς ο τσάρος Νικόλαος Α’ επιζητούσε με κάθε τρόπο να βρει ευκαιρία ν’ ανοίξει πόλεμο με τον σουλτάνο. Ο Μαχμούτ τον απέφυγε υπογράφοντας την συνθήκη του Άκερμαν (25 Σεπτεμβρίου 1826), μιας μικρής πόλης στις εκβολές του Δνείστερου ποταμού.

Πέρα από τα εδαφικά κέρδη της, η Ρωσία αποκτούσε δικαίωμα ελεύθερου διάπλου από τον Εύξεινο Πόντο στο Αιγαίο κι αντίστροφα, επέβαλλε την αναγνώριση της αυτονομίας των Σέρβων και ρύθμιζε το καθεστώς στη Βλαχία και στη Μολδαβία: Στο εξής, οι ηγεμόνες τους θα εκλέγονταν από τους βογιάρους με επτάχρονη θητεία. Ο σουλτάνος θα είχε δικαίωμα να παύσει κάποιον μόνον αν συμφωνούσε ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη. Ολα αυτά, όμως, δεν ικανοποιούσαν τον τσάρο που επιζητούσε να βρει τρόπο να βγει στο Αιγαίο. Η ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβριος του 1827) είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την εκκένωση του Μοριά από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ αλλά ο σουλτάνος δεν έδειχνε διάθεση να συνεργαστεί στα υπόλοιπα ζητήματα της «ελληνοτουρκικής διαφοράς». Καλύτερη ευκαιρία για τη Ρωσία δεν μπορούσε να υπάρξει, καθώς οι άλλες δυνάμεις θα δυσκολεύονταν να φέρουν αντιρρήσεις. Στις 26 Απριλίου 1828, ο τσάρος Νικόλαος κήρυξε πάλι τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία με πρόσχημα τη μη αναγνώριση της ελληνικής κρατικής οντότητας. Τα στρατεύματά του κυρίευσαν τις ηγεμονίες, πέρασαν τον Δούναβη, κατέλαβαν τη Βάρνα (Οκτώβριος του 1828) και πολιόρκησαν τη Σιλίστρια. Δεν κατάφεραν να την πάρουν κι υποχώρησαν πέρα από τον Δούναβη. Ξαναπέρασαν το ποτάμι τον επόμενο χρόνο, πήραν τη Σιλίστρια (18 Ιουνίου του 1829), πέρασαν τον Αίμο και κυρίευσαν την Αδριανούπολη. Η νέα συνθήκη (της Αδριανούπολης, 2 Σεπτεμβρίου 1829) επέβαλε στην Οθωμανική αυτοκρατορία να δεχτεί Ρώσο στρατιωτικό διοικητή στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Η αναγνώριση της Ελλάδας αναβλήθηκε για τον επόμενο χρόνο.

Ο σεμνός καπετάν-Γιώτης που «διέθεσε» τα πάντα


«Δεν το ονοματίζω τούτο το χαρτί διαθήκη για το λόγο ότι δεν έχω τίποτα να διαθέσω. Ό,τι βιος είχα, το έχω δώσει στο Κόμμα, στο ΚΚΕ, με τα γνωστά σύμβολά του, τη μαρξιστική - λενινιστική ιδεολογία του, το πρόγραμμά του και τις αρχές του. Πολιτικά δεν έχω επίσης τίποτα να αφήσω. Ό,τι είχα, το έδωσα με τη συγκεκριμένη δράση μου. Να αφήσω πολιτικές ορμήνιες δεν το θεωρώ σοβαρό. Θέλω να επιστρέψω και να ταφώ στον τόπο που γεννήθηκα, στο Παλιοζογλόπι, και συγκεκριμένα στον Αηλιά για να ’χω αγνάντιο. Ο τάφος να είναι απλός, μόνο να φραχτεί για να μη με ξεχώσουν τα αγρίμια. Δεν θέλω λόγους και στεφάνια. Αυτά να εκφραστούν με βοήθεια στο Κόμμα. Γεια σας».

Του Χαρίλαου Φλωράκη είναι το σημείωμα. Το παρέδωσε στην Αλέκα Παπαρήγα, τον Σεπτέμβριο του 1994, σχεδόν έντεκα χρόνια πριν πεθάνει. Και βέβαια το λάθος του ήταν ότι είχε κάτι «να διαθέσει». Την ερχόμενη Δευτέρα, 11 του μήνα, στις 8 το βράδυ, στο σπίτι όπου ζούσε, στο Χαλάνδρι, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ οργανώνει εκδήλωση: το σπίτι θα μετατραπεί σε Επιμορφωτικό Κέντρο και θα φέρει τον τίτλο «Βιβλιοθήκη - Αρχείο Χαρίλαος Φλωράκης». Θα λειτουργεί και ως χώρος πολιτιστικών εκδηλώσεων και θα έχουν ελεύθερη πρόσβαση ερευνητές, σωματεία των εργαζομένων, επιστημονικοί σύλλογοι και κάθε μελετητής.

Ο ίδιος, από τον Οκτώβριο του 1950, στην τρίτη συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, στη Ρουμανία, είχε πει: «Σύντροφοι, οι αγωνιστές που βρίσκονται στη Σοβιετική Ένωση, στη μεγάλη μας πατρίδα, σήμερα βρίσκονται σε μια ανοδική πορεία για την εκπλήρωση της αποστολής που εκφράζεται με το σύνθημα του κόμματός μας: Να κατακτήσουμε τα κάστρα που λέγονται επιστήμη, τέχνη, μόρφωση...».

Γεννήθηκε στο Παλιοζογλόπι, συνοικισμό του χωριού Ζογλόπι (Ραχούλα, σήμερα), στις πλαγιές των Αγράφων της Καρδίτσας. Ήταν 20 Ιουλίου του 1914, μόλις οκτώ μέρες πριν ξεσπάσει ο Μεγάλος Πόλεμος που έμελλε να είναι ο Α’ Παγκόσμιος. Είχε ήδη τρία αδέλφια και θ’ αποκτούσε άλλα δύο. Η κορφή των Αγράφων ήταν «μια ανάσα» από το χωριό του, αλλά ο Χαρίλαος ήθελε να φτάσει ακόμα πιο ψηλά: ήθελε να γίνει αεροπόρος. Του το ξέκοψε ο πατέρας του: «Είναι πολύ επικίνδυνο επάγγελμα». Τον κατέβασε στην Καρδίτσα, όπου διατηρούσε ξυλεμπορικό, «να μάθει γράμματα».

Έμαθε. Στα 15 του, στα 1929, φοιτούσε στην επαγγελματική σχολή «ΤΤΤ» (Ταχυδρομείων, Τηλεγραφίας και Τηλεφωνίας). Θα αποφοιτούσε ως τηλεγραφητής. Τη χρονιά εκείνη (1929) κάποιος του έδωσε να διαβάσει το βιβλιαράκι «Αλφαβητάριο του Κομμουνισμού» του Νικολάι Μπουχάριν. Έτσι γεννήθηκε ο κομμουνιστής Χαρίλαος Φλωράκης.

Την ίδια χρονιά, με τους κομμουνιστές να διώκονται με βάση το «ιδιώνυμο» του Ελευθέριου Βενιζέλου, οργανώθηκε στις Ομάδες Πρωτοπόρων Μαθητών της ΟΚΝΕ (Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας). Έπιασε δουλειά ως τηλεγραφητής και πολέμησε τη δικτατορία Μεταξά (1936 - 1941) μέσα από τις τάξεις του πανίσχυρου σωματείου των «Τριατατικών» (συνδικάτο των «ΤΤΤ»). Στα 1941 έγινε γραμματέας της Εκτελεστικής Επιτροπής της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας του κλάδου κι εντάχθηκε στο ΚΚΕ.

Το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) ιδρύθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1941. Ο Χαρίλαος έγινε μέλος του στις 22 του μήνα. Εργάστηκε για την ανασυγκρότηση του κόμματος με όλες του τις δυνάμεις και σε συνθήκες ολοκληρωτικής παρανομίας, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί δυο φορές.

Τον Απρίλιο του 1942 βρισκόταν ανάμεσα στους οργανωτές και καθοδηγητές της μεγάλης απεργίας των «Τριατατικών», της πρώτης στην κατεχόμενη Ευρώπη. Ένα χρόνο αργότερα (1943) εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ (Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό) κι έφτασε έως τον βαθμό του ταγματάρχη, γνωστός ως καπετάν Γιώτης. Με αυτόν τον βαθμό μετείχε στις μάχες του Δεκεμβρίου του 1944. Το 1945 έγινε μέλος της Επιτροπής Πόλης της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ.

Στον εμφύλιιο

ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΖΟΟΜ

Στη διάρκεια του εμφυλίου (1946 - 1949) ήταν διοικητής της 1ης μεραρχίας του ΔΣΕ (Δημοκρατικού Στρατού) φθάνοντας έως τον βαθμό του υποστράτηγου. Μαζί με τον καπετάν Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου) ήταν επικεφαλής της δύναμης 3.000 ανδρών του ΔΣΕ που, τα μεσάνυχτα της 20ής Ιανουαρίου 1949, με χιονοθύελλα, επιτέθηκαν και ύστερα από τρίωρη μάχη κατέλαβαν το Καρπενήσι.

Όσο διαρκούσε η κατάληψη της πόλης ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο του κυβερνητικού στρατού καταρρίφθηκε. Ο πιλότος του, επισμηναγός Παναγιώτης Τσούκας,έπεσε νεκρός. Ο συγκυβερνήτης, o αμερικάνος αντισμήναρχος Selden R. Edner, πληγωμένος. Βγήκε από τo αεροπλάνο και προσπάθησε να διαφύγει. Τον πρόλαβε ένας αξιωματικός του ΔΣΕ και τον σκότωσε. Ήταν ο μοναδικός αμερικάνος αξιωματικός που σκοτώθηκε σε συνθήκες μάχης. Ο εκτελεστής του, όμως, υπέστη δριμύτατη κριτική: αν τον έπιαναν ζωντανό, θα μπορούσαν να τον ανταλλάξουν με κομμουνιστές κρατούμενους.

Ο ΔΣΕ εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Καρπενήσι στις 8 Φεβρουαρίου. Στις 12 του μήνα ο Φλωράκης μετείχε στη μάχη της Φλώρινας. Ο στρατός που υπερασπιζόταν την πόλη αντιστάθηκε με επιτυχία. Από «καθαρή ανικανότητα» εκείνων που σχεδίασαν την επίθεση, έλεγε αργότερα ο καπετάν Γιώτης. Έτσι κι αλλιώς, τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου (1949), ο εμφύλιος έληξε με ήττα του ΔΣΕ, που μετρούσε 30.000 νεκρούς.

Ο Χαρίλαος πέρασε τα σύνορα. Τον επόμενο χρόνο εκλέχτηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Τον Οκτώβριο του 1950 μετείχε στην τρίτη συνδιάσκεψη, στη Ρουμανία. Πάνω από μισό αιώνα αργότερα, επέμενε «στα μεγάλα λάθη» της ΕΑΜικής ηγεσίας, που εκφράστηκαν στις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας. Αλλά ο Σιάντος «όχι, δεν ήταν προδότης». Τις θεωρίες περί προδοσίας τις απέρριπτε «ακόμα και για τον Γκορμπατσόφ».

Η άνοδος στο ΚΚΕ

Τον Ιούνιο του 1972 πραγματοποιήθηκε η 16η ολομέλεια του ΚΚΕ, η οποία εξέλεξε τον εκτοπισμένο Χαρίλαο Φλωράκη μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Η απόδρασή του οργανώθηκε τον Αύγουστο. Του έμαθαν τέσσερις πέντε γαλλικές λέξεις και τον παρουσίασαν ως μέλος γαλλικής αποστολής. Κατόρθωσε να βγει από τη χώρα. Έφτασε στη Βουδαπέστη κι από εκεί στη Μόσχα.

Στις 20 Δεκεμβρίου 1972, στη 17η ολομέλεια, εκλέχτηκε Α’ γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Ήταν ο 14ος στην ιστορία του κόμματος. Δεκαεπτά μήνες αργότερα θα γινόταν ο, ύστερα από περίπου τρεις δεκαετίες παρανομίας, πρώτος ηγέτης του νόμιμου ΚΚΕ, καθώς επήλθε η πτώση της χούντας.

Γράφει ο Φοίβος Οικονομίδης: «Η νέα μεταπολιτευτική πραγματικότητα και η εξωτερική πολιτική που ξεδιπλώνουν οι κυβερνήσεις Καραμανλή και Παπανδρέου προσφέρουν στην ΕΣΣΔ και τις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες δυνατότητες για μια ουσιαστική εξομάλυνση των σχέσεών τους με την Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα. Το ΚΚΕ θα έπρεπε να συμβάλει θετικά για την εδραίωση της νέας πολιτικής πραγματικότητας στην Ελλάδα».

Όπως αποκάλυψε ο πρώην γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Γρηγόρης Φαράκος στον Φ. Οικονομίδη, «σε όλη τη διάρκεια της ανάδειξης της κυβέρνησης Παπανδρέου και κατοπινά, από την πλευρά των σοσιαλιστικών χωρών υπήρχε πίεση προς το ΚΚΕ (...) ούτως ώστε να μειώνεται η κριτική στάση του κόμματος απέναντι στο ΠΑΣΟΚ.

Ταυτόχρονα, όλο εκείνο το διάστημα υπήρχαν ιδιαίτερες επαφές και συνομιλίες του Φλωράκη με τον Χόνεκερ (της τότε Λ.Δ. της Γερμανίας) και τον Ζίβκοφ (της Βουλγαρίας), τις οποίες σ’ ένα μεγάλο βαθμό μάς τις μετέφερε. Κυρίως μετέφερε τις πολιτικές τους θέσεις, που ήταν πραγματικά πολύ πιεστικές προς αυτή την κατεύθυνση» («Το Σύνδρομο του Οδυσσέα», σελ. 621).

Ο καημός της ΕΣΣΔ

Τον Νοέμβριο του 1974 εκλέχτηκε πρώτη φορά βουλευτής Β' Αθήνας με το ψηφοδέλτιο της Ενωμένης Αριστεράς. Από τότε βουλευτής επανεκλεγόταν συνεχώς έως και το 1990.

Στα 1976 παντρεύτηκε τη Μάγδα Αναγνωστάκη, χήρα αμερικάνου στρατιωτικού. Είχαν γνωριστεί προδικτατορικά στο νοσοκομείο κρατουμένων «Άγιος Παύλος», όπου η Μάγδα εργαζόταν ως νοσοκόμα. Έζησαν παντρεμένοι οκτώ χρόνια, καθώς εκείνη πέθανε το 1984. Ο Χαρίλαος Φλωράκης επανεκλέχτηκε γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής τον Μάιο του 1978, στο 10ο συνέδριο του ΚΚΕ. Το ίδιο έγινε και στο 11ο συνέδριο, τον Δεκέμβριο του 1982, όπως και στο 12ο, τον Μάιο του 1987.

Καταλάβαινε τα βαθύτερα προβλήματα που ταλάνιζαν τη Σοβιετική Ένωση, καθώς τον είχε ενημερώσει γι’ αυτά ο (από τις 16 Ιουνίου 1983) πρόεδρος του Πρεζίντιουμ του Ανωτάτου Σοβιέτ Γιούρι Αντρόποφ. Τον θεωρούσε άνθρωπο με ανοιχτό μυαλό και ορίζοντες. Είχε προβλεφθεί μία συνάντησή τους μισής ώρας, η οποία τελικά κράτησε 3,5 ώρες.

«Ίσως γιατί λεγόταν ότι ήταν ελληνικής καταγωγής» σχολίασε. Σ’ αυτή τη συνάντηση ο Αντρόποφ ήταν πολύ αποκαλυπτικός για τα γραφειοκρατικά προβλήματα της Σοβιετικής Ένωσης και τις αμερικάνικες πιέσεις. Ο Φλωράκης πίστευε ότι ο Αντρόποφ ήταν φωτεινό μυαλό, που μπορούσε να λύσει τελικά πολλά προβλήματα της απέραντης χώρας. Όμως πέθανε τον Απρίλιο του 1984. Ο ίδιος δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να τον «έφαγαν». Ρώτησε τον Λιγκατσόφ και εκείνος το απέκλεισε.

Αν και γνώριζε τα σοβαρά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της Σοβιετικής Ένωσης, μάλλον δεν περίμενε την τελική κατάρρευση. Κάποια στιγμή σχολίασε: «Οι ρώσοι περίμεναν 70 χρόνια. Ο λαός ήταν απογοητευμένος. Η Σοβιετική Ένωση ξόδευε τα λεφτά για τα απελευθερωτικά κινήματα. Σήμερα ο ρωσικός λαός νοσταλγεί το παρελθόν. Λέει ότι τότε ήταν καλύτερα. Αλλά δεν θέλει να γυρίσει στα παλιά. Περιμένει ακόμα κάτι καλύτερο».

Στις 8 Απριλίου του 1989 ανέλαβε πρόεδρος του Συνασπισμού της Αριστεράς. Στη Σοβιετική Ένωση η «εποχή Γκορμπατσόφ» βρισκόταν στο μεσουράνημά της. Στις 11 Ιουλίου του 1989 ο Φλωράκης εκλέχτηκε πρόεδρος του ΚΚΕ, ενώ τη θέση του γενικού γραμματέα κατέλαβε ομόφωνα ο Γρηγόρης Φαράκος. Στις 25 Φεβρουαρίου 1991, στο 13ο συνέδριο του ΚΚΕ, ο Φλωράκης επανεκλέχτηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος. Στις 18 Μαρτίου 1991 αποχώρησε από την ηγεσία του Συνασπισμού της Αριστεράς ταυτόχρονα με τον Λεωνίδα Κύρκο, ενώ πρόεδρος ανέλαβε η Μαρία Δαμανάκη.

Το 1991 γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ αναδείχτηκε η Αλέκα Παπαρήγα. Τρία χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1994, ο Φλωράκης της ενεχείρισε τη «διαθήκη» του. Πέθανε στις 20 Μαΐου του 2005. Σύμφωνα με την επιθυμία του, τον έθαψαν «στον Αηλιά», απ’ όπου «έχει αγνάντιο».

Ο καλός στρατιώτης

Οπως έγραψε ο Φοίβος Οικονομίδης, «είναι το πρώτο ανώτερο στρατιωτικό στέλεχος στην ιστορία του ΚΚΕ που ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος, αν εξαιρέσουμε κάπως τον Γιώργη Σιάντο, που είχε υπηρετήσει τη θητεία του ως υπαξιωματικός του στρατού και ηγήθηκε της ένοπλης σύγκρουσης τον Δεκέμβριο από την πλευρά του ΕΛΑΣ, αφού όμως είχε ήδη αναλάβει την ηγεσία του κόμματος». Εκμεταλλεύτηκε την παρουσία του στη Σοβιετική Ένωση για να σπουδάσει στην Ακαδημία Πολέμου Φρούντζε της Μόσχας, απ’ όπου αποφοίτησε αριστούχος.

Πέρασε στην Ελλάδα παράνομα (1954) για να δουλέψει για την ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων. Τον εντόπισαν και τον συνέλαβαν. Βρισκόταν στη φυλακή όταν ο Νίκος Ζαχαριάδης απομακρύνθηκε από τη θέση του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ (1956). Όπως και άλλοι φυλακισμένοι (ανάμεσά τους και η γυναίκα του Ζαχαριάδη Ρούλα Κουκούλου), χαιρέτισε την αλλαγή, καθώς, κατά την άποψή του, με τον τρόπο αυτόν «τερματιζόταν το ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς».

Πέρασε συνολικά 18 χρόνια στις φυλακές (με ποινές έως ισόβια κάθειρξη) και τις εξορίες. Η μεγάλη δίκη έγινε τον Μάιο του 1960, στο στρατοδικείο της Αθήνας. Στη δίκη αυτή έδειξε και τον μεγάλο σεβασμό που έτρεφε στο γυναικείο φύλο. Στην απολογία του εξέφρασε «τη χαρά» του και χαιρέτισε «την παρουσία γυναικών στα έδρανα των ενόρκων». Η ευαισθησία του αυτή αναδείχτηκε κι όταν εργάστηκε για την εκλογή της Μαρίας Δαμανάκη στην ηγεσία του Συνασπισμού, όπως και της Αλέκας Παπαρήγα στη γενική γραμματεία του ΚΚΕ (1991).

Τον καταδίκασαν για κατασκοπεία κι αποφυλακίστηκε μόλις το 1966. Τον επόμενο χρόνο τον συνέλαβαν πάλι: είχε επέλθει η χούντα της 21ης Απριλίου και ο Χαρίλαος Φλωράκης βρέθηκε από τους πρώτους στον κατάλογο των συλληφθέντων. Εκτοπίστηκε στη Λέρο, τη Γυάρο και τον Ωρωπό.


3 Μαΐου 1469: Ο Νικόλαος Μακιαβέλι

Η αριστοκρατική οικογένεια των Μακιαβέλι της Φλωρεντίας απέκτησε άλλον ένα αρσενικό διάδοχο στις 3 Μαΐου 1469: Τον Νικόλαο που έμελλε να συκοφαντηθεί, να αφοριστεί και να θεωρηθεί συνώνυμος του διαβόλου, επειδή έγραψε με ποιον τρόπο μπορεί κάποιος να αναρριχηθεί και να διατηρηθεί στην εξουσία. Στο έργο του «Ο ηγεμόνας», λέει ότι ο άρχοντας δεν πρέπει να έχει αναστολές προκειμένου να πετύχει το καλό της πατρίδας του που είναι το ...δικό του καλό. Του φόρτωσαν το ρητό «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» που ποτέ δεν είπε. Αντίθετα, έγραψε ότι «οι άνθρωποι πρέπει ή να κερδίζονται από τον ηγεμόνα ή να εξολοθρεύονται, γιατί, αν προσβληθούν, εκδικούνται». Σήμερα, με τον όρο «μακιαβελισμός», εννοούμε τις ενέργειες του ανθρώπου που γίνεται αδίσταχτος προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του.

Ο Νικόλαος Μακιαβέλι, στα 17 του, διορίστηκε υπάλληλος στην αρχιγραμματεία της Δημοκρατίας και πολύ σύντομα έγινε γραμματέας των Δέκα (του συμβουλίου που διοικούσε τη δημοκρατία της Φλωρεντίας). Εμεινε στη θέση αυτή 14 χρόνια και εκπροσώπησε την πατρίδα του σε διπλωματικές αποστολές (από δυο φορές στον αυτοκράτορα της Γερμανίας και στη Ρώμη, τέσσερις στον βασιλιά στης Γαλλίας και πάμπολλες ανά τα πριγκιπάτα και τις δημοκρατίες της Ιταλίας). Ονειρό του ήταν να ενώσει τη χώρα σε ένα πανίσχυρο κράτος αλλά βρισκόταν έξω από της εποχή του. Θα περνούσαν πάνω από τρεις αιώνες, ώσπου τα διάφορα κρατίδια της Ιταλίας να ενωθούν.

Η τεράστια πείρα που απέκτησε με τις αποστολές αυτές και το μεγάλο του συγγραφικό ταλέντο καθρεφτίζονται στις γεμάτες χιούμορ και δηκτικότητα αναφορές του προς το συμβούλιο των Δέκα. Σ’ αυτές, περιγράφει με σαρκασμό τις συναντήσεις που είχε καθώς και τις χειρονομίες τα ελαττώματα και τις προτιμήσεις των συνομιλητών του.

Στα 1512, την εξουσία στη Φλωρεντία πήραν οι Μέδικοι που τον εξόρισαν και δήμευσαν την περιουσία του. Ο Μακιαβέλι οργάνωσε συνωμοσία με άδοξο τέλος. Τον συνέλαβε ο καρδινάλιος Λέων των Μεδίκων (μετέπειτα πάπας Λέων Ι’) που τον φυλάκισε και τον βασάνισε. Ο Μακιαβέλι κατάφερε να μην ομολογήσει κι αφέθηκε ελεύθερος αλλά με την υγεία του κατεστραμμένη. Τότε (1513), έγραψε την κωμωδία του «Μανδραγόρας» που έδειξε ότι θα γινόταν από τους κορυφαίους της λογοτεχνίας, αν ασχολιόταν μ’ αυτήν συστηματικά.

Στα 1519, κατάφερε να συνεννοηθεί με τους Μεδίκους. Στα 1520, ο πρώην βασανιστής του καρδινάλιος Λέων του ανέθεσε να γράψει, με μισθό, την ιστορία της Φλωρεντίας. Παράλληλα, ανέλαβε να ισχυροποιήσει τα τείχη της πόλης. Μια εξέγερση, στα 1527, έδιωξε τους Μεδίκους από την εξουσία και μαζί τους τον Νικόλαο Μακιαβέλι, που πέθανε τον ίδιο χρόνο.

Μετά το θάνατό του, εκδόθηκαν τα έργα του «Ομιλίες στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λίβιου» (1531) και «Ο ηγεμόνας» (1532) που έκαναν τους ισχυρούς της εποχής να λυσσάξουν. Στο δεύτερο, σαρκάζει δίνοντας συμβουλές σε όποιον φιλόδοξο θέλει ν’ αρπάξει την εξουσία, ενώ, στο πρώτο, συμβουλεύει το λαό, πώς να απαλλαγεί από δαύτον.


10 Μαΐου 1968: Ο γαλλικός Μάης

Οι εργατικές πορείες της Πρωτομαγιάς απαγορεύονταν στη Γαλλία, από το 1954, χρονιά του γαλλικού Βατερλό στο Βιετνάμ. Ο πρόεδρος ντε Γκολ και ο πρωθυπουργός Ζορζ Πομπιντού τις επέτρεψαν το 1968.

Η μεγάλη πορεία της CGT (της γαλλικής συνομοσπονδίας εργατών) πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, 1η Μαΐου, χωρίς επεισόδια, κάτω από την άγρυπνη περιφρούρηση του ΚΚ Γαλλίας. Η λήξη της όμως βρήκε να συγκρούονται κομμουνιστές εργάτες και γκρουπούσκουλα (groupuscules, μικρές ομάδες - γκρουπ - εξτρεμιστών της Αριστεράς, τροτσκιστών, μαοϊκών, αναρχικών κ.λπ.). Την επομένη στη Ναντέρ, κάποιος Κον Μπετίτ οργάνωσε «ημέρα εναντίον του ιμπεριαλισμού». Ο κοσμήτορας έκλεισε το εκεί πανεπιστήμιο.

Την Παρασκευή, 3 Μαΐου, η εφημερίδα «Ουμανιτέ» (όργανο του γαλλικού ΚΚ) κυκλοφόρησε με καταγγελία του γ. γ. του κόμματος, Ζορζ Μαρσέ, ενάντια στον «Γερμανό αναρχικό Κον Μπεντίτ», ενώ μια συνέλευση φοιτητών της Σορβόννης αποφάσιζε κατάληψη και ο πρύτανης καλούσε την αστυνομία που χρησιμοποίησε δακρυγόνα για να πετύχει την εκκένωση. Η Σορβόννη έκλεισε, ενώ οι συμπλοκές επεκτάθηκαν στη συνοικία Καρτιέ Λατέν με συλλήψεις 574 φοιτητών, επτά από τους οποίους καταδικάστηκαν σε φυλάκιση.

Ο θρυλικός «Μάης ’68» είχε ξεκινήσει καυτός. Κεντρικό σύνθημα:

«Να είστε ρεαλιστές: Να ζητάτε το αδύνατο». Μέσα από τις συγκρούσεις ξεπήδησε ως ηγετική μορφή ο «Κόκκινος Ντάνι», ο Κον Μπετίτ, ενώ πνευματικός ταγός της εξέγερσης αναδείχθηκε ο εκφραστής του γαλλικού υπαρξισμού, Ζαν Πολ Σαρτρ, 63 χρόνων τότε.

Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν σ’ όλη τη Γαλλία και κορυφώθηκαν την Παρασκευή, 10 Μαΐου, γνωστή ως «νύχτα των οδοφραγμάτων»: Δώδεκα χιλιάδες διαδηλωτές και 60 οδοφράγματα μετέτρεψαν σε φρούριο το Καρτιέ Λατέν. Η επίθεση της αστυνομίας εκδηλώθηκε στις δύο το πρωί. Απολογισμός: Πάνω από 1000 τραυματίες, 469 συλληφθέντες, 69 αυτοκίνητα καμένα. Την επομένη, όλα τα εργατικά συνδικάτα αποφάσισαν γενική απεργία για την Δευτέρα, 13 του μήνα, ενώ ο Πομπιντού ανακοίνωνε μέτρα κατευνασμού που πήγαν στον βρόντο.

Ενισχυμένη από τους εργάτες, η διαδήλωση της Δευτέρας αριθμούσε 750.000 διαδηλωτές. Από την Τρίτη, ξεκίνησαν οι καταλήψεις εργοστασίων με πρώτο του Sud - Aviation στην Νάντη. Ως την Κυριακή, 19, είχαν επεκταθεί και στο δημόσιο (τηλεόραση, συγκοινωνίες, Air France κ.λπ.). Την προηγουμένη, ο Ντε Γκολ επέστρεψε από επίσημο ταξίδι στη Ρουμανία, δηλώνοντας «Ναι στη μεταρρύθμιση, όχι στο καρναβάλι».

Η μάχη πέρασε στο κοινοβούλιο με την κυβέρνηση να βγαίνει αλώβητη από μια πρόταση μομφής της Αριστεράς, ενώ αφαιρέθηκε η γαλλική ιθαγένεια από τον Κον Μπετίτ, που κηρύχθηκε ανεπιθύμητος. Η φοιτητική απάντηση ήταν: «Είμαστε όλοι ανεπιθύμητοι Γερμανοεβραίοι».

Η γενίκευση της κόντρας οδήγησε το γαλλικό φράγκο στην κατάρρευση, κεφάλαια φυγαδεύονταν στην Ελβετία, παρατηρήθηκε έντονη απόκρυψη τροφίμων και μια διαπραγμάτευση στον δρόμο (οδός Γκρενέλ) οδήγησε σ’ ένα πρωτόκολλο που οι εργάτες απέρριψαν.

Στην κορύφωση των γεγονότων του «Μάη του ‘68», στις 29 του μήνα, ο πρόεδρος της Γαλλίας, Σαρλ ντε Γκολ, έφυγε για αυτοσυγκέντρωση και διαλογισμό στη Γερμανία, επισκέπτης στον φίλο του στρατηγό Μασού, διοικητή των εκεί γαλλικών δυνάμεων. Επέστρεψε δριμύς την επομένη, 30 του μήνα, διέλυσε τη Βουλή, προκήρυξε εκλογές κι απήλαυσε μια διαδήλωση 750.000 οπαδών του. Ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση με έντονα τα σημάδια κούρασης στις τάξεις των απεργών. Από τις 31, το αίτημά τους ήταν για νέες διαπραγματεύσεις. Ξεκίνησαν την Κυριακή, 2 Ιουνίου, ενώ οι απεργοί ξαναγύριζαν στις δουλειές τους.

Μια απελπισμένη προσπάθεια αναζωπύρωσης της εξέγερσης δημιούργησε βίαιες συγκρούσεις με νεκρούς, από τις 7 Ιουνίου. Στις 12, οι διαδηλώσεις απαγορεύτηκαν κι έντεκα γκρουπούσκουλα (μικρές ομάδες της Αριστεράς, τροτσκιστές, μαοϊκοί, αναρχικοί κ.λπ.) τέθηκαν εκτός νόμου. Στις 14, αμνηστεύτηκαν οι από το 1962 φυλακισμένοι του OAS (των ακροδεξιών στασιαστών του Αλγερίου) και ο ηγέτης τους, Σαλάν, αφέθηκε ελεύθερος. Στις 18, οι τελευταίοι απεργοί της Ρενώ ξανάπιασαν δουλειά. Ο εκλογικός θρίαμβος ήρθε για τον Ντε Γκολ στις 30 Ιουνίου με 358 από τις 485 έδρες της Βουλής και με την Αριστερά και το Κέντρο να συντρίβονται.

Δέκα μήνες μετά τον εκλογικό θρίαμβό του, ο Κάρολος ντε Γκολ παραιτήθηκε. Είχε κουραστεί, ένα τέταρτο αιώνα στην πρώτη γραμμή, όπως είχαν κουραστεί και οι Γάλλοι να τους τρέχει σε δημοψηφίσματα για ψύλλου πήδημα. Το τελευταίο αφορούσε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που πρότεινε σε μάλλον επουσιώδη ζητήματα. Οι Γάλλοι τις απέρριψαν. Κι ο πρόεδρος παραιτήθηκε! Ήταν 28 Απριλίου του 1969. Νέος πρόεδρος εκλέχτηκε ο Ζορζ Πομπιντού.