Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΠΙΛΕΚΤΑ ΙΙ


11 Ιανουαρίου 532: Η «Στάση του Νίκα»

Γεννημένος το 482, ο Ιουστινιανός ήταν 45 χρόνων, όταν έγινε αυτοκράτορας (527). Μια πρώην εταίρα και ηθοποιός του Ιπποδρόμου, η πανέμορφη Θεοδώρα, έγινε γυναίκα του κι έμελλε να τον στηρίξει στις δύσκολες ώρες. Πρώτη δουλειά του ήταν να βρει άξιους συνεργάτες:

Ο νομομαθής Τριβωνιανός δημιούργησε την ιουστινιάνειο νομοθεσία. Ο πρωθυπουργός, Ιωάννης Καππαδόκης, ανέλαβε να βάλει τάξη στα οικονομικά του κράτους, οι στρατηγοί Βελισάριος και Ναρσής ασχολήθηκαν με τον στρατό, ενώ ο ίδιος βάλθηκε να οργανώσει το κράτος της απόλυτης «ελέω θεού» μοναρχίας, μη επιτρέποντας σε άλλους να έχουν λόγο για το τι και με ποιόν τρόπο θα γίνει. Η σιδερένια του διοίκηση δυσαρέστησε τις πολιτικές ομάδες των «δήμων» που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους στον Ιππόδρομο. Βάλθηκε να τις εξουδετερώσει αλλά συνάντησε την αντίδρασή τους:

Ξέσπασε στον Ιππόδρομο, στις 11 Ιανουαρίου 532: Οι εκπρόσωποι των Πράσινων, του πιο δυνατού από τα σωματεία, του υπέβαλαν παράπονα για την καταπίεση και τη δυσβάσταχτη φορολογία. Ο αυτοκράτορας απέρριψε τα αιτήματα ως απαράδεκτα. Ηταν η αφορμή. Αμέσως, με τους Πράσινους ενώθηκαν και οι Βένετοι (γαλάζιοι, το δεύτερο σε δύναμη σωματείο) κι όλοι μαζί προχώρησαν σε εξέγερση κατά του Ιουστινιανού, ανακηρύσσοντας αυτοκράτορα κάποιον Υπάτιο. Οι στασιαστές πήραν με το μέρος τους μεγάλο τμήμα του στρατού, βγήκαν στους δρόμους, έκαψαν πολλές συνοικίες και την εκκλησία της Αγίας Σοφίας που συμβόλιζε την αυτοκρατορική εξουσία κατ’ εντολή του θεού και, για μια στιγμή, φάνηκε να επικρατούν. Στις επιθέσεις τους, χρησιμοποιούσαν την κραυγή «Νίκα, νίκα» και γι’ αυτό η εξέγερση ονομάστηκε «Στάση του Νίκα».

Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, ο Ιουστινιανός σκέφτηκε να φύγει στη Θράκη. Η Θεοδώρα έπεσε πάνω του να τον μεταπείσει. Ο στρατηγός Βελισάριος μάζεψε μισθοφόρους και στρίμωξε τους στασιαστές στον Ιππόδρομο. Την έκτη ημέρα, η στάση είχε σβήσει. Στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και στον Ιππόδρομο, οι νεκροί έφταναν τους 30.000.

Θριαμβευτής ο Ιουστινιανός δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Από την επομένη, ξεκίνησε για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία η μακραίωνη περίοδος της απόλυτης μοναρχίας μέσα από την εξύψωση του ρόλου της Εκκλησίας. Πρώτο έργο του αυτοκράτορα ήταν η ανοικοδόμηση νέου ναού της Αγίας Σοφίας, πιο λαμπρού και πιο επιβλητικού από τον προηγούμενο. Ο θεμέλιος λίθος μπήκε σχεδόν αμέσως: Στις 23 Φεβρουαρίου 532. Πέντε χρόνια αργότερα, στις 27 Δεκεμβρίου 537, έγιναν τα εγκαίνια. Εκθαμβος από το θέαμα, ο Ιουστινιανός αναφώνησε: «Νενίκηκά σε, Σολομών», εννοώντας ότι η Αγία Σοφία είναι πιο επιβλητική από τον περίλαμπρο ναό του βασιλιά των Ιουδαίων.


25 Ιανουαρίου 1712: Ο Φρειδερίκος και η Πρωσία

Ενθουσιασμένος από τη βοήθεια που του πρόσφερε στον πόλεμο με τους Τούρκους, ο αυτοκράτορας της Γερμανιας, Λεοπόλδος, χάρισε στον γιο του μεγάλου εκλέκτορα του Μαδεμβούργου, Φρειδερίκο, ένα κομμάτι γης στα βορειοανατολικά της χώρας και τον έχρισε βασιλιά. Έτσι, γεννήθηκε το κράτος της Πρωσίας. Αυτό έγινε στα 1701, αν και η Πρωσία είχε και παλαιότερα γνωρίσει τη μοναρχία (τον 15ο αιώνα). Ο Φρειδερίκος έζησε σαν βασιλιάς δώδεκα χρόνια. Τον διαδέχτηκε ο γιος του, Φρειδερίκος-Γουλιέλμος Α’, που οργάνωσε τον στρατό και μια καλή διοίκηση στο βασίλειό του, προετοιμάζοντας το έδαφος για τον δικό του γιο.

Στις 25 Ιανουαρίου 1712, γεννήθηκε ένας ακόμη Φρειδερίκος. Εμελλε να ονομαστεί «Μεγάλος». Ηταν εγγονός του πρώτου. Από μικρός, έδειξε έφεση στα γράμματα και σπάνιες στρατηγικές ικανότητες. Οταν ο πατέρας του πέθανε, στα 1740, ανέβηκε στο θρόνο με το όνομα Φρειδερίκος Β’ κι αμέσως μετείχε στον πόλεμο για τη διαδοχή της Αυστρίας (1740-1748). Νίκησε τα στρατεύματα της Μαρίας Θηρεσίας και, με τη συνθήκη της Δρέσδης (1745), προσάρτησε τη Σιλεσία (περιοχή που σήμερα ανήκει στην Πολωνία).

Στο διάστημα της ειρήνης, έδειξε τα κυβερνητικά του προσόντα, οργανώνοντας το σιδερένιο πρωσικό κράτος, βοηθώντας τα γράμματα και μετακαλώντας σοφούς της εποχής στην έπαυλή του στο Σαν Σουσί. Ηταν και ο ίδιος συγγραφέας και συλλέκτης έργων τέχνης κι αντιπροσώπευσε αυτό που ονομάστηκε «φωτισμένη δεσποτεία» του 18ου αιώνα.

Στα 1756, η Μαρία Θηρεσία της Αυστρίας, έχοντας συμμάχους τη Γαλλία και τη Ρωσία, ξεκίνησε τον Επταετή πόλεμο, με σκοπό να πάρει πίσω τη Σιλεσία. Ο Φρειδερίκος συμμάχησε με την Αγγλία που τον βοήθησε οικονομικά κυρίως και κατάφερε να τα βγάλει πέρα. Η ειρήνη, στις 15 Φεβρουαρίου 1763, βρήκε τους αντιπάλους στα εδάφη που κατείχαν προπολεμικά. Ακολούθησε ο πρώτος διαμελισμός της Πολωνίας κι ο Φρειδερίκος προσάρτησε στο βασίλειό του την Πρωσική Πολωνία.

Πέθανε το 1786, σε ηλικία 74 χρόνων, αφήνοντας στους διαδόχους του τη δύναμη που θα συνέτριβε τον Ναπολέοντα και θα γινόταν, εκατό χρόνια αργότερα, η ψυχή της μεγάλης γερμανικής αυτοκρατορίαs.

Από το ΕΑΜ αστυνομικών στον... Μπαλάσκα

Με αφορμή τις πρόσφατες συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις των αστυνομικών, άλλοτε στο «σπίτι τους», στα γραφεία της Ν.Δ., και άλλοτε αλλού, «ανακαλύψαμε» μια παλαιότερη συνδικαλιστική δραστηριότητα του κλάδου ξεχασμένη από τον χρόνο. Συνήθως η εικόνα της αστυνομίας στη χώρα μας είναι ταυτισμένη με ό,τι πιο αναχρονιστικό και καταπιεστικό έχει γνωρίσει ο ελληνικός λαός, ιδίως όταν αναφερόμαστε στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου.

Κι όμως, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα αναπτύχθηκε μια πολύ δυνατή οργάνωση αστυνομικών ενταγμένων στο ΕΑΜ, η οποία δεν δίστασε να κηρύξει απεργία για τη μαχητική διεκδίκηση των αιτημάτων του κλάδου... Η αλήθεια είναι ότι οι πληροφορίες για τη σημαντική αυτή κινητοποίηση είναι ελάχιστες (κάθε καινούργιο στοιχείο για το γεγονός είναι δεκτό), αλλά έστω και έτσι θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε αυτή την ξεχασμένη γωνιά της Iστορίας.

Μπαίνοντας οι γερμανοί στην Αθήνα φρόντισαν να περιορίσουν αμέσως τον οπλισμό του αστυνομικού σώματος στο ελάχιστο. Απαγορεύτηκε στους αστυνομικούς να κατέχουν ατομικά όπλα και επιτράπηκε να έχουν μαζί τους μόνο τα υπηρεσιακά περίστροφα με 12 φυσίγγια, ενώ στη δύναμη του σώματος έμειναν μόλις 20 αυτόματα όπλα με 50 παλαιά ντουφέκια μόνο για την εκπαίδευση των αστυνομικών. Όπως είναι κατανοητό, πολλά στελέχη της αστυνομίας ένιωσαν απλώς ότι άλλαξαν προϊστάμενο και υπηρέτησαν τη γερμανική διοίκηση και τις ντόπιες προδοτικές «κυβερνήσεις» με υπερβολικό ζήλο, ακόμα και όταν απέναντί τους βρίσκονταν έλληνες πατριώτες.

Ομως ένα μεγάλο μέρος του αστυνομικού σώματος συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση είτε βγαίνοντας στο βουνό, είτε εντασσόμενο στις δυνάμεις του ΕΑΜ αστυνομικών, που πληροφορίες λένε ότι είχε φτάσει να έχει 1.700 μέλη σε σύνολο 3.500 αστυνομικών! Ας μην ξεχνάμε πως όσοι δεν συνεργάστηκαν με τον κατακτητή αντιμετώπιζαν και αυτοί τα ίδια προβλήματα επιβίωσης όπως ο υπόλοιπος ελληνικός λαός.

Ετσι τον Ιούνιο του 1943 οι αστυνομικοί των Αθηνών, αρνούμενοι την εξαθλίωση, κηρύσσουν απεργία, που πιστεύουμε ότι αποτελεί μοναδικό γεγονός σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη: «Από της 6ης πρωινής της 23ης Ιουνίου 1943 οι κατώτεροι αστυνομικοί υπάλληλοι των αστυνομικών διευθύνσεων Αθηνών και Πειραιώς κατέρχονται σε απεργία διαρκείας για την λύση των προβλημάτων τους».

«Σκασμός, αυθαδέστατε!»

Οι μέθοδοι δράσης των αστυνομικών ήταν δύο: οι κινητοποιήσεις, αλλά και η λευκή απεργία (ναι, αυτό που ακούστηκε ότι θα έκαναν και οι σημερινοί απόγονοί τους). Δημιουργείται Κεντρική Επιτροπή Αγώνα, η οποία συντάσσει τα αιτήματα του κλάδου, το πρόγραμμα δράσης και πηγαίνει στη συνάντηση που κανονίζεται την επόμενη κιόλας ημέρα με τον αρμόδιο «υπουργό» Ταβουλάρη.

Για να καταλάβετε τη σοβαρότητα των προσώπων που είχαν θέσεις στις προδοτικές αυτές κυβερνήσεις, διαβάστε την περιγραφή που κάνει για αυτή τη συνάντηση ο πρόεδρος της απεργιακής επιτροπής Χ. Παπαναστασίου: Οι απεργοί διατυπώνουν τα αιτήματά τους, ο «υπουργός» φωνάζει «είσαστε κομμουνιστές», και εκείνη τη στιγμή ανοίγει... αδιάφορος την πόρτα ο «πρωθυπουργός» Ράλλης, ο οποίος παρακολουθούσε μέχρι τότε τη συζήτηση από την... κλειδαρότρυπα:

«Σ’ αυτή τη στιγμή ο πρωθυπουργός Ράλλης, που παρηκολούθη από την κλειδαρότρυπα του εγγύς εβρισκομένου δωματίου, ανοίγει την πόρτα αδιάφορος, και κάνοντας δήθεν ότι δεν γνωρίζει τίποτε, με ένα τσιγάρο στο στόμα απευθύνεται στον Ταβουλάρη και του λέγει:

– Δώσε μου φωτιά, Τάσο. Τι συμβαίνει; Τι είναι αυτοί;

– Είναι αστυνομικοί, απαντά ο υπουργός.

– Μήπως είναι από τους απεργούς; ερωτά ο Ράλλης.

– Οχι, κύριε πρόεδρε, είναι καλά παιδιά, είναι από εκείνους που απείργησαν, απαντά ο Ταβουλάρης.

– Είπα κι εγώ, λέγει ο Ράλλης.

Ο αντιπρόσωπος των απεργών προχωρεί ένα βήμα εμπρός από την επιτροπή και σε υψηλό τόνο λέγει στον Ράλλη: “Διά την αποκατάστασιν της αλήθειας είμεθα υποχρεωμένοι, κύριε πρόεδρε, να σας αναφέρουμε ότι είμεθα απεργοί, εκπρόσωποι όλων των τμημάτων και υπηρεσιών της αστυνομικής διευθύνσεως και ότι η απεργία είναι καθολική. Φαίνεται ότι σας υποβάλλουν ψευδείς εκθέσεις και σας αποκρύπτουν την αλήθεια”. Επειδή το ύφος της ομιλίας ήτο έντονο και με χειρονομίες, το δε περιεχόμενο θαρραλέο, ο Ράλλης αλλόφρων πλησιάζει τον ομιλήσαντα και του λέγει: “Σκασμός, αυθαδέστατε, θα διατάξω την σύλληψίν σου”».

Η συνάντηση είναι άκαρπη και οι απεργοί στα πλαίσια των κινητοποιήσεών τους συναντούν και τον τότε αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ο οποίος είναι φυσικά κατά της απεργίας και υπέρ της διατήρησης της «τάξης»: «Οι αστυνομικοί δεν πρέπει να απεργούνε γιατί είναι άνθρωποι του κρατικού μηχανισμού».

Εκπληκτική νίκη

Η απεργία φτάνει την τέταρτη ημέρα και οι αστυνομικοί από τη στιγμή που δεν εργάζονται παραδίδουν τα όπλα τους στις υπηρεσίες για να μην χαρακτηριστούν ένοπλοι αντάρτες. Μετά την έκτη ημέρα απεργίας άρχισαν να εμφανίζονται συμβιβαστικές προτάσεις και από τις δύο πλευρές, μέχρι που στις 30 Ιουνίου επήλθε η τελική συμφωνία μεταξύ «κυβέρνησης» και απεργών, οι οποίοι τελικά επέστρεψαν στα αστυνομικά τμήματα.

Η πρωτόγνωρη αυτή κινητοποίηση εδώ θα έφτανε στο τέλος της, αλλά η κατοχική «κυβέρνηση» δεν μπορούσε να αντέξει αυτό το «πισώπλατο» χτύπημα από μια υπηρεσία που θεωρούσε δεδομένο ότι θα ήταν πάντα στις διαταγές της, και αθετεί τη συμφωνία απολύοντας 450 κατώτερους αστυνομικούς που θεώρησε σαν πρωταίτιους της κινητοποίησης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η Κεντρική Επιτροπή Αγώνα να μετατραπεί σε Κεντρική Επιτροπή Eπαναφοράς των Aπολυμένων, και να ξεκινήσει νέος κύκλος κινητοποιήσεων.

Ο νέος αυτός αγώνας κράτησε δύο μήνες και η επιστροφή στην υπηρεσία των 450 απολυμένων δεν ήταν μόνο μια συνδικαλιστική νίκη, αλλά ένας θρίαμβος του ΕΑΜ μέσα στην καρδιά του συστήματος.

Στο κλίμα αυτού του ενθουσιασμού, πολλοί πιστεύουν ότι αυτή η νίκη θα αλλάξει δομικά το μέλλον στη σχέση αστυνομίας - πολίτη, προβάλλοντας μια άλλη εικόνα των σωμάτων ασφαλείας μέσα από το παράνομο έντυπο της εποχής «Αστυνομικό Βήμα»:

«Η 8ήμερη απεργία μας δεν ήταν μονάχα ένας αγώνας για την ζωή μας, αλλά ήταν ένα κομμάτι του τιτάνιου αγώνα που διεξαγάγει ο Ελληνικός Λαός για τη ζωή του, για τη λευτεριά του. Με απεργίες, με διαδηλώσεις ματαίωσε την πολιτική επιστράτευση, ματαίωσε την κάθοδο των Βουλγάρων και βάζει καθημερινά μεγάλα εμπόδια στη διεξαγωγή του πολέμου στους Αξονίτες. Ο Ελληνικός Λαός μάς θεωρεί τώρα ένα κομμάτι του και ενθουσιάζεται για τους αγώνες μας και για τη στάση μας στις εκδηλώσεις του. Kαθήκον μας είναι να διαφωτίσουμε τους λίγους καθυστερημένους συναδέλφους μας».

Δυστυχώς αυτή η αλλαγή εκδημοκρατισμού της αστυνομίας δεν έγινε ποτέ και η τελευταία αποτέλεσε βασικό πυλώνα οπισθοδρόμησης στο μετεμφυλιακό κράτος και παρακράτος της Δεξιάς, δημιουργώντας μέχρι και σήμερα αστυνομικούς «παλικαράδες» τύπου Μπαλάσκα, και δεξιοκεντρική αστυνομική αντίληψη τύπου: «Στα γραφεία της Ν.Δ. κάναμε κατάληψη στο σπίτι μας».

Και δυστυχώς δεν ακολουθήθηκε το σύνθημα με το οποίο κατέληγαν τα παράνομα φυλλάδια των αστυνομικών της Κατοχής: «Έλληνες αστυνομικοί (Αστυνομίας Πόλεων και Χωροφυλακής). Στιγματίζετε τους δολοφόνους. Ζητείτε την αποπομπήν τους από το Σώμα. Αποδοκιμάστε τους. Ζητείτε την τιμωρία τους. Μην εκτελείτε εντολές που στρέφονται εναντίον Ελλήνων πατριωτών. Εναντίον του ελληνικού λαού»!


Οι νότες του Βασίλη Τσιτσάνη κόντρα στη σκληρή λογοκρισία

Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε πει για αυτόν ότι «(...) είναι η μόνη απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό», ο Μάνος Χατζιδάκις ότι «(…) ξάπλωσε απ’ άκρου εις άκρον σε όλη τη χώρα έναν ευαίσθητο ερωτισμό», ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης «θα ήθελα να λογίζομαι σαν απλός μαθητής του». Μιλάμε φυσικά για τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον σημαντικότερο – μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη – συνθέτη του λαϊκού μας τραγουδιού. Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 22 ολόκληρα χρόνια από τον θάνατό του. Εφυγε ανήμερα των γενεθλίων του...

Μια λιγότερη φωτισμένη πτυχή της πορείας του μεγάλου μας συνθέτη είναι η πολιτική του πλευρά. Μπορεί βέβαια να μην εντάχθηκε ποτέ σε μια παράταξη, αλλά, εκτός του ότι ένα τόσο σημαντικό έργο δεν μπορεί παρά να είναι και πολιτικό, πολλές φορές με τα τραγούδια του συμμετείχε ενεργά σε όλη την ταραγμένη εποχή που έζησε. Είναι η περίοδος που στην Αριστερά υπάρχει η συζήτηση σχετικά με την καλλιτεχνική αξία και την «ηθική» του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Ο Τσιτσάνης με τη μουσική του όχι μόνο διαλύει και την τελευταία αμφισβήτηση της λαϊκότητας του ρεμπέτικου τραγουδιού, αλλά γίνεται ταυτόσημο του αγώνα και της λαϊκής παράδοσης για την Αριστερά.

Τα χρόνια της κατοχής

Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 και έπαιξε τις πρώτες του νότες με τη μαντόλα του πατέρα του, η οποία ήταν η μοναδική κληρονομιά που του άφησε μόλις πέθανε. Η δεκαετία του 1940 με την κατοχή και τον εμφύλιο ήταν η πιο δύσκολη, αλλά και η πιο δημιουργική περίοδος για τον νεαρό συνθέτη, που εκείνη την εποχή έγραψε πολλά από τα σημαντικότερα «πολιτικά» του τραγούδια.

Πάνω από το 30% των στίχων εκείνης της περιόδου ασχολούνται με πολιτικά και κοινωνικά θέματα και θίγουν τα προβλήματα των εργατών, καθώς και τη φτώχεια και την κοινωνική αδικία. Βέβαια αυτό γίνεται τις περισσότερες φορές συγκεκαλυμμένα, μια και η σκληρή λογοκρισία της εποχής δεν αφήνει περιθώρια ελεύθερης έκφρασης.

Στη διάρκεια της κατοχής δεν φαίνεται να έχει καμία πολιτική δραστηριότητα πέραν των τραγουδιών του. Εκτός από τις συνθέσεις του που μιλάνε έμμεσα για εκείνες τις ημέρες, άρα μπορούν και κυκλοφορούν ελεύθερα, υπάρχουν και κάποια «κρυφά», τα οποία τραγουδιούνται μόνο μεταξύ φίλων και που δεν γραμμοφωνούνται ποτέ, με αποτέλεσμα να ξεχαστεί στην πορεία η μουσική τους. Μεταξύ αυτών είναι και ένα τραγούδι για το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, το οποίο τραγούδαγε ο Τσιτσάνης στο μαγαζί που είχε στη Θεσσαλονίκη το 1946.

Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος σε συνομιλία του με τον Κώστα Χατζηδουλή αρνείται οποιαδήποτε κομματική ένταξη λέγοντας ότι οι δημιουργίες του ήταν περισσότερο συνθέσεις συμπαράστασης στο αντιστασιακό κίνημα, αλλά όχι ένταξης σε αυτό:

«Ακουσέ με: Μήπως δεν έγραψα στο τραγούδι μου, στο χασάπικο της κατοχής, για το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, την ΕΠΟΝ και όλα αυτά; Τα είπαμε πριν χρόνια και τα δημοσίευσες. Και επειδή λοιπόν έγραψα αυτό το τραγούδι σημαίνει ότι ήμουν στο ΕΑΜ ή σε οποιοδήποτε κόμμα; Αυτά είναι φοβερά πράγματα! Εγώ έπρεπε να συμπαρασταθώ στους αντάρτες που πολεμούσαν στα βουνά τους κατακτητές, και αυτό έκανα. Δεν είχα άλλο σκοπό. Γνώριζα πάρα πολλούς οργανωμένους αριστερούς, αλλά και ΕΔΕΣίτες τότε στη Θεσσαλονίκη. Ε, και έρχονταν οι αριστεροί και έλεγαν “γράψε κάτι και για μας Τσιτσάνη” κι όλα αυτά. Κι έγραψα δύο όπως έχω ξαναπεί, την τελευταία χρονιά, δηλαδή τo ’44, πριν φύγουν οι γερμανοί, τα οποία τραγουδούσαμε σε στενό κύκλο».

Ο μεγάλος δάσκαλος μπορεί να αρνείται την πολιτική ένταξη, αλλά δεν αρνείται να πάρει θέση για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου: «Πρώτον, και να ήμουνα, δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπομαι, διότι δεν είναι ρετσινιά. Ε; Τιμή είναι. Διότι οι ΕΑΜίτες δεν υπήρξαν προδότες, δεν συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Συνεννοηθήκαμε;».

Της ίδιας εποχής είναι και το τραγούδι «Αιώνες περάσαν»: «Κρυμμένο στην καρδιά μου 35 χρόνια, το παίζαμε στη Θεσσαλονίκη (στο ουζερί Τσιάνη) με δέκα μαντολίνα. Είναι χορωδιακό τραγούδι και το τραγουδούσαμε κρυφά στα σπίτια τα απογεύματα κάτω από την ελπίδα της λευτεριάς».

Σε άλλη συνέντευξή του δηλώνει: «Ομως, το δεύτερο, το επαναστατικό εμβατήριο “Αιώνες πέρασαν με νεκρικά σκοτάδια”, που είναι μαρς και χορωδιακό, το έγραψα για την Ελλάδα και τον λαό της και όχι για οργανώσεις. Οπως και το “Μπλόκο” που γραμμοφώνησα τελευταία».Το τραγούδι αυτό ακούγεται για πρώτη φορά στο CD «Γεια σου ζωή μου όμορφη», που κυκλοφόρησε το 2004, με ανέκδοτα τραγούδια που έχει επιλέξει η σύζυγός του Ζωή και ο (Ρακοσυλλέκτης) Κώστας Χατζηδουλής.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γνωστό σε όλους μας τραγούδι «Τρελέ τσιγγάνε», που όλοι το γνωρίζουμε σαν ένα εξαιρετικό ερωτικό τραγούδι. Στην πραγματικότητα ο «τρελός τσιγγάνος» της στιχουργού Ιωάννας Γεωργακοπούλου ήταν υπαρκτό πρόσωπο, αντάρτης του ΕΛΑΣ που εκτελέστηκε από τους γερμανούς. Το τραγούδι αυτό στη συνέχεια θα γίνει αντικείμενο διαμάχης μεταξύ της Γεωργακοπούλου και του Τσιτσάνη, ενώ στη μελωδία του θα βασιστεί και το «Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι».

Τα χρόνια του εμφυλίου

Η πληγή του εμφυλίου πολέμου δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο και πολλές από τις συνθέσεις του, παρά τον φόβο της λογοκρισίας, περνούν το μήνυμά τους και γίνονται ύμνος στα χείλια όλων των αντιμαχομένων. Το «Κάνε λιγάκι υπομονή», το «Η κοινωνία βαριά στενάζει», η «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα εκείνης της εποχής.

Ο ίδιος ο Τσιτσάνης έλεγε για το «Κάποια μάνα αναστενάζει» ότι: « Η σειρά, η ουρά των μανάδων από την οδό Λυκούργου, όπου ήταν το πρατήριο της Κολούμπια, έφτανε μέχρι την Ομόνοια. Ουδείς δίσκος, ούτε από συλλέκτες, ευρέθη σε καλή κατάσταση από τους 35.000-40.000 που έχουν πουληθεί. Όλοι είναι καταφαγωμένοι. Γι’ αυτό ειδικά το τραγούδι πρέπει να πω ότι από μουσικής πλευράς το θεωρώ από τις κορυφαίες μουσικές μου συνθέσεις». Κάποιες φορές μάλιστα οι αριστεροί αλλάζουν τη στροφή που λέει «(...) ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη ξενιτιά» και την κάνουν «(...) ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη Ικαριά».

Στη συνέχεια θα μιλούσε με πόνο για τα χρόνια εκείνα: «Το “Για μια κόρη ξελογιάστρα” είναι κι αυτό της εποχής εκείνης της πιο φριχτής της ιστορίας μας και εύχομαι να μην γνωρίσουν τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, τα δισέγγονά μας, τα τρισέγγονά μας αυτή τη φρίκη του αδελφοκτόνου πολέμου».

Παρά τις προκλήσεις των καιρών, ο Τσιτσάνης αποφασίζει να υπερασπιστεί τις αρχές του μόνο μέσα από τη μουσική του. «Χίλιες φορές θα επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια; Κουράστηκα πια! Φυσικά δεν μπορούσα να γράψω τραγούδι και για τον Ζέρβα. Επανέρχομαι, λοιπόν, και σου λέω ότι εγώ άκουσα τις συμβουλές του Σεργιάνη και του Μουσχουντή και έμεινα έξω από τις οργανώσεις. Γράφ’ το με κεφαλαία. Ο Τσιτσάνης δεν οργανώθηκε ποτέ και πουθενά!».

Η σχέση του με τον Μουσχουντή

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σχέση του Τσιτσάνη με τον αμφιλεγόμενο αστυνομικό διευθυντή Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του ’40, Νίκο Μουσχουντή. Για κάποιους ο Μουσχουντής είναι γνωστός σαν άνθρωπος της πιάτσας που αγαπούσε το ρεμπέτικο τραγούδι και τους ανθρώπους του, οι περισσότεροι όμως τον γνωρίζουν σαν μέλος της σκευωρίας του παρακράτους που δημιούργησε εκείνο τον καιρό στη Θεσσαλονίκη την «Υπόθεση Πολκ», ενώ για τον Γρηγόρη Στακτόπουλο ήταν ο προσωποποιημένος εφιάλτης μέχρι το τέλος της ζωής του.

Σε κάθε περίπτωση ο τότε αστυνομικός διευθυντής λάτρευε τον Τσιτσάνη και η σχέση τους επισφραγίστηκε όταν το 1942 έγινε κουμπάρος στον γάμο του με τη Ζωή Σαμαρά. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Τσιτσάνης μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον Μουσχουντή χαρακτηρίζοντάς τον «(...) άγιο αστυνομικό διευθυντή, που ακόμα και οι κλέφτες και οι διαρρήκτες κλάψανε στην κηδεία του».

Η σχέση του με τον Παπανδρέου

Η γνωριμία τους ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’30 και συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του Τσιτσάνη. Ο ένας έτρεφε τεράστια εκτίμηση για τον άλλον και, όποτε συναντιόντουσαν σε κάποια κοινωνική εκδήλωση ή σε κάποιο μαγαζί όπου έπαιζε ο Τσιτσάνης, στο τέλος αποτραβιόντουσαν σε μια γωνία και μιλούσαν για τα αγαπημένα τους θέματα: μουσική και γυναίκες. Όταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ρώτησε τον Τσιτσάνη πώς καταφέρνει και συνδυάζει την κουμπαριά με τον Μουσχουντή και τη φιλία με τον Ανδρέα Παπανδρέου, αυτός του απάντησε:

«Παράξενο σου φαίνεται; Ο ένας ήτανε ο καλύτερος αστυνομικός κι ο άλλος ο μεγαλύτερος πολιτικός. Μακάρι να ήταν κουμπάρος μου κι ο Ανδρέας!..». Η τελευταία τους συνάντηση έγινε τρεις μήνες πριν από τον θάνατο του συνθέτη, όταν ο Ανδρέας τον είχε καλέσει να τραγουδήσει στη γιορτή του.

ΥΓ.: Πολλά στοιχεία αντλήθηκαν από κατά καιρούς συνεντεύξεις του μεγάλου συνθέτη στον Κώστα Χατζηδουλή, καθώς και από το τεύχος - αφιέρωμα του περιοδικού «Λαϊκό Τραγούδι» στον Βασίλη Τσιτσάνη.

ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΑΜ / ΕΛΑΣ

Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά

της Ελλάδος τα γερά παιδιά

το ντουφέκι πάντα συντροφιά

πολεμούν για την ελευθεριά

Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ

της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας

Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς

ΑΙΩΝΕΣ ΠΕΡΑΣΑΝ

Αιώνες πέρασαν με νεκρικά σκοτάδια

φτάνει, σταθείτε, δειλοί

ο λαός να χαρεί την αυγούλα τη χρυσή

π' ανατέλλει σ' όλους λεύτερη ζωή.

Σκλάβοι, δεσμώτες, αδέλφια,

σκελετωμένα κορμιά

ζωή καινούργια, τραγούδια, χαρά,

δώσατε σεις λευτεριά.

Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της Σαπίλας

στραγγαλιστές του λαού

καταφρόνια και σκλαβιά, μαστιγώματα,

ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά...

ΚΑΠΟΙΑ ΜΑΝΑ ΑΝΑΣΤΕΝΑΖΕΙ

Κάποια μάνα αναστενάζει

Μέρα νύχτα ανησυχεί.

Το παιδί της περιμένει

Που έχει χρόνια να το δει

Πάνω στην απελπισιά της

Κάποιος την πληροφορεί

Ότι ζει το παλικάρι

Κι οπωσδήποτε θα ’ρθεί.

Με υπομονή προσμένει

Και λαχτάρα στην καρδιά

Ο λεβέντης να γυρίσει

Απ’ τη μαύρη ξενιτιά.

ΤΡΕΛΕ ΤΣΙΓΓΑΝΕ

Τρελέ τσιγγάνε, για πού τραβάς,

Μέσα στη νύχτα μόνος πού πας;

Ο χωρισμός σου είναι καημός

Μες στην καρδιά μου παντοτινός

Μη φεύγεις μόνος και βιαστικός

Σαν να ’σουν ξένος περαστικός.

Σκλάβα σου μ’ έχεις παντοτινά

Πάρε και μένα στα μακρινά.

Τρελέ τσιγγάνε, τι με κοιτάς;

Έρημη μόνη με παρατάς.

Πάμε, τσιγγάνε, πριν την αυγή

Θα ’ρθω μαζί σου και όπου βγει

ΚΑΝΕ ΥΠΟΜΟΝΗ

Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει,

Κοντά σου θα ’ρθει μια χαραυγή,

Καινούργια αγάπη να σου χαρίσει

Κάνε λιγάκι υπομονή.

Δίωξε τα σύννεφα απ’ την καρδιά σου

Και μες στο κλάμα μην ξαγρυπνάς.

Τι κι αν δεν βρίσκεται στην αγκαλιά σου

Θα ’ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς.

Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει

Κι ο έρωτάς σας θα αναστηθεί.

Καινούργια αγάπη θα σου ζητήσει

Κάνε λιγάκι υπομονή.

ΤΗΣ ΓΕΡΑΚΙΝΑΣ ΓΙΟΣ

Ούτε στρώμα να πλαγιάσω,

Ούτε φως για να διαβάσω

Το γλυκό σου γράμμα, ωχ μανούλα μου.

Καλοκαίρι κι είναι κρύο,

Ένα μέτρο επί δύο

Είναι το κελί μου, ωχ μανούλα μου.

Μα εγώ δε ζω γονατιστός,

Είμαι της Γερακίνας γιος.

Τι κι αν μ’ ανοίγουνε πληγές,

Εγώ αντέχω τις φωτιές.

Μάνα μη λυπάσαι,

Μάνα, μην με κλαις.

Ενα ρούχο ματωμένο

Στρώνω για να ξαποσταίνω

Στο υγρό τσιμέντο, ωχ μανούλα μου.

Στο κελί το διπλανό μου

Φέραν κάποιον αδελφό μου,

Πόσα θα τραβήξει, ωχ μανούλα μου.

1 Φεβρουαρίου 1862: Τα «Ναυπλιακά»

Το σύνθημα «Να φύγουν οι Βαυαροί» δονούσε την Ελλάδα στα 1862 καθώς κορυφωνόταν ο αντιμοναρχικός αγώνας. Την 1η Φεβρουαρίου του 1862, ξέσπασαν τα «Ναυπλιακά»: Η εναντίον του Οθωνα επανάσταση. Χίλιοι στρατιώτες υπό τους Πάνο Κορωναίο, Αρτέμιο Μίχο και τον δικαστικό Γ. Πετιμεζά. Μαζί με τους περίπου χίλιους πολιτικούς κρατούμενους στην Ακροναυπλία που απελευθερώθηκαν και μερικές εκατοντάδες νέους εθελοντές που σχημάτισαν ιερό λόχο, ξεκίνησαν αντιδυναστικό αγώνα. Η βασιλική κυβέρνηση του Αθανάσιου Μιαούλη έστειλε εναντίον τους στρατό 7.000 ανδρών. Μέσα Μαρτίου του 1862, η επανάσταση είχε κατασταλεί. Οι πολλοί από τους επαναστάτες αμνηστεύτηκαν. Οι μη αμνηστευμένοι, μαζί με 190 που θέλησαν να τους ακολουθήσουν, μπήκαν στο γαλλικό πολεμικό «Πελεκάνος» και το αγγλικό «Κάστορας» κι έφυγαν από την Ελλάδα. Ομως, η χώρα έβραζε. Για να σώσουν την κατάσταση, ο Οθωνας και η Αμαλία έκαναν μια μεγάλη περιοδεία στην Πελοπόννησο. Αναθάρρησαν κι ετοίμασαν μια δεύτερη στην Αιτωλοακαρνανία. Απόγονος γενιάς αρματολών, ο Θεοδωράκης Γρίβας (1797 - 1862) ύψωσε σημαία επανάστασης στη Βόνιτσα. Ο Οθωνας εκθρονίστηκε τον επόμενο Οκτώβριο (12/10/1862).


8 Φεβρουαρίου 1725: Ο Μέγας Πέτρος της Ρωσίας

Οταν, το 1682, πέθανε ο τσάρος Θεόδωρος, τ’ αγόρια αδέρφια του ήταν ακόμη πιτσιρίκια. Η αδερφή τους Σοφία (1656 - 1704) ανέβηκε στο θρόνο με επανάσταση, επίτροπος του ελαφρά χαζού Ιβάν και του Πέτρου (γεννήθηκε το 1672). Ο Πέτρος γευόταν τη ζωή, γλεντούσε κι ανδρωνόταν, ψήλωνε, έμοιαζε με γίγαντα κι ονειρευόταν. Επαναστάτησε, όταν είδε την αδερφή του Σοφία να υποδέχεται με τιμές νικητή τον νικημένο από τους Τατάρους στρατηγό και εραστή της. Τη συνέλαβε (1689), την έκλεισε σ’ ένα μοναστήρι κι άφησε τη μάνα τους, Ναταλία, να κυβερνά. Οταν κι αυτή πέθανε, αποφάσισε πως ώρα ήταν να κυβερνήσει ο ίδιος: Πέτρος ο Α’. Σε λίγο, θα τον έλεγαν Μεγάλο Πέτρο.

Στα 1695, εκστράτευσε κατά των Τούρκων αναζητώντας διέξοδο στις νότιες θάλασσες. Κατάφερε να πολιορκήσει το Αζόφ αλλά διαπίστωσε πως οι αξιωματικοί του δεν ήξεραν να κουμαντάρουν το στράτευμα και οι πυροβολητές του δεν μπορούσαν να σημαδέψουν τα τείχη. Του πήρε ένα χρόνο να διορθώσει την κατάσταση. Στις 28 Ιουνίου 1696, μπήκε στο Αζόφ. Είχε πια το λιμάνι που γύρευε. Δεν είχε πλοία. Ούτε ναυπηγούς. Αποφάσισε να μάθει ο ίδιος ναυπηγική.

Στα 1697, σε ηλικία 25 χρόνων, έφυγε κρυφά από τη Ρωσία κι άρχισε να περιοδεύει την Ευρώπη. Δούλεψε εργάτης σε ναυπηγείο, προσέλαβε ειδικευμένους τεχνίτες, έμαθε να συγκρατεί τις βάρβαρες ορμές του και να φέρεται σαν βασιλιάς κι ετοίμασε την προσωπική του επανάσταση. Τον πληροφόρησαν ότι στη Ρωσία ξέσπασε κίνημα. Οσο να γυρίσει, οι κινηματίες είχαν τουφεκιστεί.

Στα 1699, ξεκίνησε τον εξευρωπαϊσμό της Ρωσίας. Με τα ίδια του τα χέρια κούρεψε τα γένια των βογιάρων. Στις 20 Αυγούστου, καθιέρωσε το ευρωπαϊκό ντύσιμο. Στις 20 Δεκεμβρίου, εισήγαγε το νέο ημερολόγιο.

Ακολούθησαν οι πόλεμοι με τον Κάρολο ΙΒ’ της Σουηδίας. Η τελευταία μάχη δόθηκε στην Πολτάβα, στις 8 Ιουλίου 1709. Όταν τελείωσε, ο σουηδικός στρατός είχε καταστραφεί. Ο Πέτρος πήρε τη Ρίγα κι ολόκληρη την Εσθονία (1710) και το Ιάσιο, κατάργησε τη ρωσική Δούμα, ανασυγκρότησε την οικονομία, αναδιοργάνωσε τη διοίκηση, συγκρότησε τον πολυπόθητο πολεμικό του στόλο και συγκρούστηκε με τους Τούρκους, ξεσηκώνοντας τους Ελληνες που τραγουδούσαν στο όνομά του. Εξέδωσε προκήρυξη με την οποία τους καλούσε να επαναστατήσουν και ονόμασε τον εαυτό του «Ρωσογραικών αυτοκράτορα», εξάπτοντας τη φαντασία. Στις ελληνικές εκκλησιές, μνημόνευαν τ’ όνομά του κι ο Αγαθάγγελος προφήτευε τον λυτρωμό που θα έφερνε το ξανθό γένος.

Ηταν η πρώτη εκδήλωση του ρωσικού ενδιαφέροντος για έξοδο στο Αιγαίο. Ως το τέλος του αιώνα, οι Έλληνες είχαν να υποφέρουν πολλά, κυρίως στα χρόνια της Μεγάλης Αικατερίνης.

Στις 22 Οκτωβρίου του 1721, ο Μεγάλος Πέτρος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών, εγκαταλείποντας τον τίτλο του τσάρου.

Πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1725. Κληροδότησε στους διαδόχους του ολόκληρη την ανατολική ακτή της Βαλτικής και μια καινούρια πόλη: Την Αγία Πετρούπολη, μετέπειτα Λένινγκραντ, ξανά Πετρούπολη, προωθημένο λιμάνι στον μυχό του Φιννικού κόλπου. Ιδρύθηκε στις 27 Μαΐου 1703 και ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ρωσικού κράτους. Τα επόμενα 215 χρόνια, η Μόσχα έμελλε να ζήσει στη σκιά της νέας πόλης.


2 Φεβρουαρίου 1848: Οδοφράγματα στο Παρίσι



Καθώς το πρώτο μισό του 19ου αιώνα πλησίαζε στην ολοκλήρωσή του, η Ευρώπη ζούσε μέσα σε κοινωνικές και εθνικές αναστατώσεις που τη συγκλόνιζαν. Η Αυστρία του Μέτερνιχ προσαρτούσε ό,τι απέμενε από την Πολωνία, κατακτούσε τη Φεράρα και προκαλούσε τα μικρά ιταλικά κράτη που άρχιζαν να βλέπουν προς την εθνική τους δικαίωση. Στην Αγγλία γινόταν το πρώτο διεθνές συνέδριο των εργατικών ενώσεων κι ο Καρλ Μαρξ τύπωνε (Ιανουάριος 1848) το «κομμουνιστικό μανιφέστο», εισάγοντας τη θεωρία της πάλης των τάξεων.

Στη Γαλλία, το αίτημα της εποχής λεγόταν «καθολική ψηφοφορία». Ενα συμπόσιο είχε οργανωθεί για τις 22 Φεβρουαρίου 1848 με θέμα ακριβώς την καθολική ψηφοφορία. Η κυβέρνηση το απαγόρευσε. Στη στιγμή, φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές ενώθηκαν σε κοινή αντιπολίτευση, ενώ τα οδοφράγματα στήθηκαν στο Παρίσι. Ηταν τέτοια η λαϊκή οργή που ο βασιλιάς Λουδοβίκος Φίλιππος παραιτήθηκε υπέρ του 10χρονου εγγονού του κι έφυγε στο Λονδίνο. Ο λαός κατέλαβε το κοινοβούλιο κι ανακήρυξε τη δεύτερη δημοκρατία (25.2.1848). Δημοψήφισμα, στις 23 Απριλίου 1848, επικύρωσε την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, ενώ η επαναστατική ορμή ξεπέρασε τα όρια της Γαλλίας κι απλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το σύνταγμα της δημοκρατίας ψηφίστηκε στις 4 Νοεμβρίου. Η εκλογή προέδρου της δημοκρατίας ορίστηκε για τις 10 Δεκεμβρίου. Η δεύτερη γαλλική δημοκρατία είχε ζωή τριών χρόνων.

Ενας παλιός γνώριμος παρουσιάστηκε στην πολιτική σκηνή. Ηταν ο ανιψιός του μεγάλου Ναπολέοντα, Λουδοβίκος Κάρολος Ναπολέων Βοναπάρτης. Το 1840, είχε αποπειραθεί να γίνει αυτοκράτορας της Γαλλίας και να ανατρέψει τον βασιλιά Λουδοβίκο Φίλιππο. Είχε αποτύχει, αιχμαλωτίστηκε, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, φυλακίστηκε στο φρούριο του Αμ, από όπου δραπέτευσε, και, στα 1848, όταν πια ο Λουδοβίκος Φίλιππος παραιτήθηκε, εμφανίστηκε υπέρμαχος της δημοκρατίας και εγγυητής των ναπολεόντειων ιδεών. Στις εκλογές για την προεδρία της δημοκρατίας, πήρε πεντέμισι εκατομμύρια ψήφους, ενώ οι δυο κύριοι αντίπαλοί του δεν κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν (αθροιστικά) ούτε δύο εκατομμύρια.

Στις εκλογές του Μαΐου 1949, οι δημοκρατικοί ήταν μια μικρή μειοψηφία. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης κατάφερε να παρουσιαστεί ως προστάτης της λαϊκής κυριαρχίας αλλά δε δίστασε, όταν η βουλή αρνήθηκε να αναθεωρήσει το σύνταγμα, να προχωρήσει σε πραξικόπημα (2 Δεκεμβρίου 1851) που επικυρώθηκε με νέο δημοψήφισμα (21 του μήνα) αλλά και συλλήψεις, φόνους και εκτοπισμούς. Στις 14 Ιανουαρίου 1852, το νέο σύνταγμα ήταν έτοιμο. Στις 7 Νοεμβρίου, η νεοσύστατη γερουσία πρότεινε ο πρόεδρος της δημοκρατίας να γίνει κληρονομικός αυτοκράτορας. Ενα ακόμη δημοψήφισμα επικύρωσε την πρόταση. Την 1η Δεκεμβρίου 1852, ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης ήταν «αυτοκράτορας με την ψήφο του λαού» ως Ναπολέων Γ’. Η δεύτερη γαλλική δημοκρατία είχε πεθάνει.

Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης βασίλευσε άλλοτε απολυταρχικά κι άλλοτε φιλελεύθερα ως το 1870, οπότε νικήθηκε από τους Γερμανούς, αιχμαλωτίστηκε, κηρύχτηκε έκπτωτος κι έφυγε από τη Γαλλία. Πέθανε το 1873.

8 Μαρτίου 1917: Η «επανάσταση του Φλεβάρη»ΕκτύπωσηE-mail

Ενώ μαινόταν ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, τον Φεβρουάριο του 1917, ταυτόχρονα με την κατάρρευση του ρωσικού μετώπου όπου οι δυνάμεις των κεντρικών αυτοκρατοριών προέλαυναν, ο τσάρος Νικόλαος Β’ έδωσε διαταγή να διαλυθεί η Δούμα, το ρωσικό κοινοβούλιο που είχε μόλις δέκα χρόνων ζωή. Τα μέλη της Δούμας αρνήθηκαν, ενώ δυο τάγματα της τσαρικής φρουράς και τα σοβιέτ των εργατών στάθηκαν στο πλευρό τους. Η σύγκρουση πήρε τη μορφή επανάστασης. Στις 8 Μαρτίου 1917 (23 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο), ξέσπασαν στην Αγία Πετρούπολη απεργίες και διαδηλώσεις. Εμειναν στην Ιστορία με το όνομα «Επανάσταση του Φλεβάρη» και οδήγησαν στην πτώση του τσάρου και στο σύντομο μεσουράνημα του σοσιαλεπαναστάτη Αλέξανδρου Κερένσκι (1881 - 1970). Πρώτα έγινε υπουργός Δικαιοσύνης κι έπειτα υπουργός των στρατιωτικών. Ο στρατηγός Λέων Κορνίλοφ (1870 - 1918) έσπευσε να τον υποστηρίξει. Η Δούμα ψήφισε τη μεταβολή του πολιτεύματος σε δημοκρατία και στις 15 Μαρτίου ο τσάρος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Η εξουσία είχε περάσει στη Δούμα. Στις 4 Απριλίου του 1917, ο 47χρόνος Βλαδίμηρος Ιλιτς Ουλιάνοφ Νικόλαος Λένιν έφτασε από το εξωτερικό στον σιδηροδρομικό σταθμό της Πετρούπολης κι αμέσως εκφώνησε λόγο στους συγκεντρωμένους. Στη συνείδηση των πολιτών είχε δημιουργηθεί ο ηγέτης της επανάστασης που πλησίαζε.

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα

Ο Φεβρουάριος του 1943 ήταν ένας δύσκολος μήνας για τον γερμανικό στρατό κατοχής της Αθήνας. Οι συνεχείς κινητοποιήσεις του αθηναϊκού λαού, άλλοτε φοιτητών, άλλοτε δημοσίων υπαλλήλων και τραπεζικών, τους έδιναν να καταλάβουν πως, μετά την αρχική παγωμάρα, ήταν ανεπιθύμητοι στην πόλη. Την ένταση είχαν επιτείνει οι φήμες ότι οι γερμανοί θα έκαναν πολιτική επιστράτευση, κάτι που αρνιόταν η δοσιλογική κυβέρνηση.

Μέσα σε αυτό το φορτισμένο κλίμα, η είδηση του θανάτου του Κωστή Παλαμά, ενός ανθρώπου που το έργο του συσπείρωνε τον λαό ενάντια στον εχθρό και του έδινε δύναμη για αντίσταση, δεν ήταν μήνυμα πένθους, αλλά ξεσηκωμού. Παρά το ότι οι δυνάμεις κατοχής μόλις πριν από λίγες ημέρες είχαν ανακοινώσει ότι «πάσα συγκέντρωσις πολιτών θα διαλύηται διά των όπλων» και ο δοσίλογος πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος είχε απαγορεύσει επί ποινή θανάτου να πλησιάζουν το γραφείο του διαδηλωτές σε απόσταση 200 μέτρων, την ημέρα της κηδείας ο κόσμος τούς ανάγκασε όχι μόνο να πάρουν πίσω τις αποφάσεις τους, αλλά να παρευρεθούν και οι ίδιοι σε αυτή.

Λόγω των δυσκολιών που περνούσε την εποχή της Κατοχής ο λαός, ο θάνατος πολλών πνευματικών ανθρώπων είχε περάσει απαρατήρητος, και έτσι ήθελαν οι γερμανοί να περάσει και ο θάνατος του Κωστή Παλαμά. Παρά τις προσπάθειες, όμως, η είδηση ταξίδεψε σε κάθε γωνιά της κατοχικής πρωτεύουσας και πάνω από 5.000 αθηναίοι έφτασαν στο κοιμητήριο, ώστε να πουν το ύστατο χαίρε στον μεγάλο ποιητή.

Το κλίμα εκείνης της ημέρας δίνεται από τον Αλέξη Πανσέληνο στο μυθιστόρημά του «Κουτσός Αγγελος»: «Αυτός ο κόσμος που λιμοκτονούσε και σερνόταν ως το γόνα στα αίματα, αυτό το κοπάδι τρομαγμένων ζώων που τα βράδια κρυβόταν, που ξεπρόβαλλαν το πρωί να βρουν να φάνε, αυτό το κουβάρι τα έντομα που σπασμωδικά τιναζόταν πότ’ εδώ και πότ’ εκεί, τα παράξενα πλάσματα με τις αλλόκοτες εμφανίσεις και τα σκισμένα ρούχα, τους σπάγκους και τα χαρτόνια, τα σακιά και τους τσίγκους, τι έγνοια είχαν για τον ξεχασμένο γεράκο με το ξερό πηγάδι στην αυλή του;

Η λαχτάρα του λαού

Ενας ποιητής, για μένα, όπως και για κάθε άλλον άνθρωπο γεννημένο στην Αμερική, δεν ήταν παρά κάποιος που έγραφε ποιήματα – χρησιμοποιώντας γλώσσα που δυσκόλευε τον απλό άνθρωπο να καταλάβει. Εδώ φαίνεται πως ο ποιητής ήταν κάτι άλλο, πιο κοντινό στην καθημερινή ζωή».

Τι ήταν αυτό που έφερε όλο αυτό τον κόσμο στο Α’ Νεκροταφείο; Ο Παλαμάς άλλωστε δεν ήταν ο πρώτος άνθρωπος του πνεύματος που έφευγε την περίοδο της Κατοχής. Το 1941 είχε πεθάνει ο Ηλίας Βουτιερίδης, το 1942 οι Ρώμος Φιλύρας, Μιχάλης Αργυρόπουλος και Αναστάσιος Δρίβας, το 1943 ο Μήτσος Παπανικολάου, ενώ έναν χρόνο μετά δολοφονήθηκε ο Τέλλος Αγρας και αυτοκτόνησε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Και φυσικά μην ξεχνάμε την αυτοκτονία της Πηνελόπης Δέλτα την ημέρα που υψωνόταν η σβάστικα στην Ακρόπολη. Κανενός όμως από αυτούς τους ξεχωριστούς ανθρώπους η κηδεία του δεν έγινε πράξη συλλογικής αντίστασης όπως αυτή του Παλαμά, και αυτό έδειχνε πολλά και για τη βαρύτητα του εθνικού ποιητή στην ελληνική κοινωνία, αλλά και για τη λαχτάρα του λαού για ελευθερία, που δεν μπορούσε πλέον να κρυφτεί μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού.

Οι γερμανοί αναγνώριζαν την αξία του ποιητή και ήθελαν να τον τιμήσουν, αλλά γρήγορα κατάλαβαν ότι εκείνη την ημέρα δεν θα ήταν αυτοί οι πρωταγωνιστές. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κηδείας έμειναν σε απόσταση από τα τεκταινόμενα, παραμένοντας μουδιασμένοι και αμήχανοι, απέναντι σ’ αυτήν την αντιστασιακή κινητοποίηση στην οποία είχε μετατραπεί ο αποχαιρετισμός στον Κωστή Παλαμά. Μόλις που μπόρεσαν να αφήσουν ένα στεφάνι, και αποχώρησαν βιαστικά αντιμετωπίζοντας την παγωμάρα του πλήθους. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι όταν ο γερμανός αξιωματικός κατέθεσε στεφάνι, η μεγάλη μας ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη μη αντέχοντας τη βεβήλωση του ποιητή φώναξε: «Σκατά»...

Εκτός από εκπροσώπους του γερμανικού και ιταλικού στρατού κατοχής, στο Α’ Νεκροταφείο παρευρισκόταν και ο κατοχικός πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος, ο οποίος συνάντησε και αυτός την αδιαφορία του κόσμου. Ολοι μιλούν για μια ατμόσφαιρα μεγάλης συγκίνησης, αναμεμιγμένη με προσδοκία για ελευθερία και απέχθεια προς τους προσκυνημένους που «λέρωναν» την κηδεία του ποιητή. Η κατοχική κυβέρνηση μπορεί να έκανε την κηδεία δημοσία δαπάνη, αλλά θα προτιμούσε να μην την κάνει και δημόσια. Φυσικά εκτός από αυτούς εκεί βρισκόταν σύσσωμος ο πνευματικός κόσμος της Ελλάδας: Άγγελος Τερζάκης, Σωτήρης Σκίπης, Ηλίας Βενέζης, Άγγελος Σικελιανός, Μαρίκα Κοτοπούλη, Πέτρος Χάρης κ.ά. Οσοι έζησαν εκείνες τις στιγμές δεν πρόκειται να ξεχάσουν ποτέ τον αποχαιρετισμό του Αγγελου Σικελιανού προς τον μεγάλο μας ποιητή:

« Ηχήστε, οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, / δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα...

Βογγήστε, τύμπανα πολέμου... οι φοβερές σημαίες,/ ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!»

Συγκλονιστική περιγραφή

Πιστεύουμε όμως ότι η συγκλονιστικότερη περιγραφή τού τι έγινε εκείνη τη θλιμμένη Κυριακή στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών είναι αυτή του φοιτητή που κράτησε στους ώμους του το φέρετρο του Παλαμά, και υπάρχει στο βιβλίο του Χρήστου Λάζου, «Ελληνικό Φοιτητικό Κίνημα 1821-1973».

«Για μια στιγμή δεν ακούγεται τίποτα. Και τότε ακούγεται ο Σικελιανός. Βγαίνει μπροστά και πάνω απ’ τον νεκρό απαγγέλλει βροντές.

Ηχήστε, οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές…

Η βροντώδης φωνή ραγίζει θαρρείς τους τοίχους. Και τις καρδιές. Φλάμπουρα, νομίζω, ξεπετάγονται από παντού. Οι ανάσες κρατιούνται… Οι “προσκυνημένοι” κάνουν σύσταση να μη συνεχιστεί το “κακό”. Μα ο κόσμος έχει κιόλας υπακούσει στον Παλαμά. Και “μέθυσε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα” Ανυπάκουος κι ο Σκίπης μπαίνει μπροστά και βρίζει τον κατακτητή. Κλαίγοντας ακατάπαυστα κάνει το στόμα του ντουφέκι. Και χτυπάει: “Μέσ’ από τα κάγκελα τ’ αόρατα / της απέραντής μας φυλακής / μέσα στο κελί το σκοτεινό μας / δεν εβάσταξες τον πόνο της φυλής / κι έπεσες σα δρυς απ’ τα χτυπήματα / κάποιων μαύρων ξυλοκόπων…”.

…Με την αντάρα στα μάτια γυρίζει ο Σικελιανός σε μας: Ελάτε δω σεις οι νέοι, οι φοιτητές, φωνάζει. Σε σας ανήκει, εσείς να τον πάτε. Τα χάνουμε για μια στιγμή. Μετά ριχνόμαστε στο φέρετρο, παραμερίζοντας ο ένας τον άλλο. Το σηκώνουμε. Προχωράμε. Φτάνουμε στον τάφο. Ο λάκκος ήταν ανοιγμένος. Βγάζω το στεφάνι από το κεφάλι μου και τ’ ακουμπώ στο φέρετρο. Τότε είδα πως από την άλλη μεριά αυτός που βαστούσε τον Παλαμά ήταν ο Σικελιανός. Ενας γερμανός επίσημος, εκ μέρους του πληρεξούσιου για την Ελλάδα, άφησε το στεφάνι του φτύνοντας τον ποιητή με τα λόγια: “Το Τρίτο Ράιχ στον Κωστή Παλαμά. Χάιλ Χίτλερ”. Ο Σικελιανός γλιστράει. Πάει να πέσει. Δίνει μια με το χέρι του και ξεβρομίζει “κατά λάθος” το φέρετρο.

Ανάσταση και Καθαρή Δευτέρα

Κατεβάζουν το φέρετρο. Ο λαός γονατίζει. Ο Σικελιανός ρίχνει μια φούχτα χώμα. Η Κοτοπούλη άλλη μια. Εγώ επίσης. Γύρω στις άκριες, γραμμές ολόκληρες από καραμπινιέρους και Γερμανούς παραφυλάνε. Μια φοιτήτρια κι ένας γέροντας λιποθυμούν. Να ’ναι απ’ τη συγκίνηση; Η απ’ την πείνα; Θυμήθηκα τους στίχους του Παλαμά: “Η μεγαλοσύνη στα έθνη / δε μετριέται με το στρέμμα / με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται / και με το αίμα”.

Δεν ξέρω αν ο κ. Αλτεμπουργκ είχε υπόψη του αυτούς τους στίχους. Εμείς πάντως το πεινασμένο και σκλάβο έθνος είχαμε κάτι άλλο να του πούμε: τον Εθνικό μας Υμνο. Τον αρχίζει πρώτος ο Γεώργιος Κατσίμπαλης και σε λίγο τον παίρνει το ξελευτερωμένο πλήθος και το σκορπάει στους ανέμους. Αντιβουίζει ο τόπος λευτεριά. Και τρέμουν οι άσπροι σταυροί… Η κηδεία γίνεται Ανάσταση και Καθαρή Δευτέρα…».

Η Κυριακή αυτή που ήταν η αιτία να συναντηθούν ο επικήδειος του Αγγελου Σικελιανού για τον θάνατο του Κωστή Παλαμά και ο Εθνικός Υμνος του Διονυσίου Σολωμού, αποτέλεσε κομβικό σημείο για τον λαό της Αθήνας στη διάρκεια της Κατοχής. Οι αθηναίοι συνειδητοποίησαν τη δύναμή τους και το επόμενο διάστημα το βουβό ποτάμι της κηδείας εξελίχθηκε σε οργισμένες κινητοποιήσεις το επόμενο διάστημα μέχρι την αποχώρηση των γερμανών από την πόλη.

Ο Παλαμάς στη δίκη της 17Ν

Η ποίηση του Παλαμά προκάλεσε και πάλι πολλές αντιδράσεις μόλις πριν από λίγα χρόνια, όταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας θέλησε να τελειώσει την απολογία του στην πρώτη δίκη της 17 Νοέμβρη με στίχους του ποιητή. Η απαγγελία του – εκτός από τη συγκίνηση του ίδιου – προκάλεσε και πολλές αντιδράσεις στην αίθουσα του δικαστηρίου. Πολλοί από το κοινό χειροκρότησαν και φώναξαν συνθήματα υπέρ του, ενώ η πλευρά των θυμάτων με τον αδελφό του Κ. Περατικού, τον αδελφό του Π. Μπακογιάννη πάγωσε, ενώ ακούστηκε η χήρα του Π. Ρουσέτη να φωνάζει: «Χειροκροτείτε τους εγκληματίες».

Ο Κουφοντίνας επέμεινε: «Χθες το βράδυ που έγραφα, ξενύχτησα κιόλας, ήθελα να γράψω ακόμα ένα κεφάλαιο, έναν επίλογο. Δεν το έγραψα. Θα σας πω μερικούς στίχους του Παλαμά:

Παιδί το περιβόλι μου / που θα κληρονομήσεις, / όπως το βρεις κι όπως το δεις / να μην το παρατήσεις. / Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και βρέξε το πιο στέρεα / και πλούτισε τη χλόη του και πλάταινε τη γη του, / κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεκτα, πέσουν καιροί οργισμένοι, / κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα κι όσα δέντρα, / για τίποτ' άλλο δεν 'φελούν, παρά για μετερίζια.

Μη φοβηθείς το χαλασμό, φωτιά, τσεκούρι τράβα, / ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε, το περιβόλι κόφτο / και χτίσε κάστρο πάνω του και ταμπουρώσου μέσα / για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα, / που όλο την περιμένουμε κι όλο κινά για να 'ρθει / κι όλο συντρίμμι χάνεται, στο γύρισμα των κύκλων».


1 Mαρτίου 1821: Η ασπίδα της επανάστασης

Ενας ταχυδρόμος έφερε το δυσάρεστο μήνυμα στην Υψηλή Πύλη, την 1η Μαρτίου 1821: Ο υπασπιστής του τσάρου Αλέξανδρου Α’ της Ρωσίας, στρατηγός Αλέξανδρος Υψηλάντης, εδώ και πέντε μέρες, ξεσήκωσε τους Ελληνες της Μολδοβλαχίας σε επανάσταση και βοηθά και τους Βλάχους του Βλαδιμηρέσκου που επαναστάτησαν από τις 17 Ιανουαρίου. Για τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, το μήνυμα ήταν σαφές: Ο τσάρος παρασπόνδησε, την ώρα που η οθωμανική αυτοκρατορία είχε προβλήματα, και προσπαθούσε να του πάρει κι άλλα εδάφη. Το ίδιο, άλλωστε είχε κάνει και η μεγάλη Αικατερίνη, καμιά τριανταριά χρόνια πριν.

Με τον Αλή πασά επαναστατημένο και τους Σουλιώτες να έχουν γυρίσει στα μέρη τους και να ξαναχτυπούν τους Τούρκους, στην Ηπειρο, τους Μολδαβούς ξεσηκωμένους στο Δούναβη και με προβλήματα στην Περσία, στη Συρία (με τους Δρούζους), στην Αραβία (με τους σεΐχηδες) και στην Αίγυπτο που έδειχνε χωριστικές τάσεις, ένα του έλειπε του Μαχμούτ: Να ανοίξει μέτωπο και με τους Ρώσους. Θα περνούσε καιρός, ώσπου να μάθει πως ο τσάρος δεν είχε καμιά σχέση. Ως τότε, η ασπίδα της επανάστασης θα κρατούσε τους Τούρκους μακριά από την Πελοπόννησο. Το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας είχε πετύχει στο ακέραιο.

Στις 21 Φεβρουαρίου, οι Ελληνες είχαν την πρώτη τους «ανεπίσημη» σύγκρουση με τους Τούρκους, τους οποίους εξόντωσαν στο Γαλάτσι της Μολδαβίας. Στις 23 του μήνα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε απευθυνθεί «προς το έθνος της Μολδαβίας» διαβεβαιώνοντάς τους ότι οι Έλληνες θα σταθούν στο πλευρό τους. Στις 24, στο Ιάσιο της Μολδαβίας, δημοσιοποίησε την προκήρυξή του με τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Ηταν η προκήρυξη της επανάστασης. Αρχιζε με την αναγγελία: «Η ώρα ήλθεν, ω Ελληνες». Και κατέληγε: «Εις τα όπλα, λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς μας προσκαλεί». Την ίδια μέρα, έγραφε στον τσάρο, ζητώντας τη βοήθειά του.

Τα νέα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, 1 Μαρτίου, μέρα που ο Υψηλάντης άφηνε το Ιάσιο και με 2000 επαναστάτες βάδιζε δυτικά, παραγγέλλοντας στους Ελληνες ναυτικούς, στο Γαλάτσι, να αναπλεύσουν τον Δούναβη και να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία. Εφτασε στο Βουκουρέστι.

Αντιδρώντας, ο σουλτάνος Μαχμούτ ετοίμαζε θρησκευτικό πόλεμο, φανατίζοντας τους Τούρκους. Προγραμμάτισε γενική σφαγή των χριστιανών. Ομως, ο ανώτατος θρησκευτικός αρχηγός των Οθωμανών, Χατζή Χαλίλ εφέντης, αρνήθηκε να υπογράψει τον φετφά. Την ίδια ώρα, 49 Φαναριώτες που κατείχαν ανώτατες θέσεις, υπέγραψαν κοινή δήλωση ότι «το γένος αγνοεί την επαναστατικήν εταιρείαν». Στις 23 Μαρτίου, διαβάστηκε στις εκκλησίες αμνηστία του σουλτάνου προς τους επαναστάτες, με την προϋπόθεση ότι θα κατέθεταν τα όπλα, και αφορισμός του Αλέξανδρου Υψηλάντη από το ορθόδοξο πατριαρχείο. Ο αφορισμός υπογράφηκε με τη σκέψη ότι έτσι θα γλίτωναν οι Ελληνες της Πόλης. Αλλ’ από τις 24 Μαρτίου, οι Τούρκοι άρχισαν να δολοφονούν όποιον είχε ίδιο όνομα με κάποιον επαναστάτη.

Ομως, η επανάσταση δεν μπορούσε πια να ανακοπεί. Την ημέρα που οι επαναστάτες αφορίζονταν, στις 23 Μαρτίου, η Μεσσηνιακή Σύγκλητος ανάγγελλε την επίσημη έναρξη του Αγώνα με την «προειδοποίησιν προς τας ευρωπαϊκάς αυλάς». Ανάλογη προκήρυξη επιδιδόταν στους προξένους των ευρωπαϊκών δυνάμεων, στις 26 Μαρτίου, από το Αχαϊκό Διευθυντήριο.

15 Μαρτίου 44 π.Χ.: Η δολοφονία του Καίσαρα

Το 46 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρ έφυγε από την Αίγυπτο, νίκησε τους οπαδούς του Πομπήιου στη Θάψο (46 π.Χ.) και στη Μούνδα (45 π.Χ.) και μπήκε νικητής στη Ρώμη που του επιφύλαξε θεϊκές τιμές. Ηταν ο μόνος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Εγινε ισόβιος δικτάτορας και σύμβουλος για δέκα χρόνια. Η δημοκρατία φαινόταν να υποκλίνεται μπροστά του. Πανίσχυρος ώστε να μπορεί να δημοσιοποιεί τον παράνομο δεσμό του με την Κλεοπάτρα της Αιγύπτου, ανίκητος στρατηγός και λαοφιλής ώστε να αποτελεί κίνδυνο για τη ρωμαϊκή δημοκρατία, ο Ιούλιος Καίσαρ βάδιζε στον δρόμο του πεπρωμένου του. Δημοκράτες, μέλη της συγκλήτου, οργάνωσαν συνωμοσία.

Ηταν οι «ειδοί του Μαρτίου», 15 του μήνα, 44 π.Χ. Ρωμαϊκές γιορτές προς τιμή του Δία. Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ είχε προειδοποιηθεί από οιωνοσκόπο «να φοβάται τις ειδούς του Μαρτίου». Ο Καίσαρ βγήκε από το σπίτι του στη Ρώμη και κατευθύνθηκε προς το κτίριο της Συγκλήτου. Στον δρόμο, συναντήθηκε με τον οιωνοσκόπο. Γελώντας, του είπε: «Ηλθον αι ειδοί του Μαρτίου»! Εκείνος του απάντησε: «Ηλθον αλλά δεν παρήλθον».

Οι δημοκρατικοί συνωμότες τον περίμεναν αποφασισμένοι. Ανάμεσά τους, ο Κάσιος, ο «τελευταίος των Ρωμαίων» όπως τον αποκαλούσαν εξαιτίας της τιμιότητάς του. Και ο Βρούτος, για πολλούς γιος τού Καίσαρα. Ο Καίσαρ αντιμετώπισε ατάραχος τα υψωμένα ξίφη. Κατέρρευσε, όταν είδε και τον γιο του ανάμεσα στους συνωμότες:

«Και συ, τέκνον Βρούτε;», είπε και σκέπασε το κεφάλι του, σημάδι ότι εγκαταλείπεται στους φονιάδες.

Ομως, η Δημοκρατία δεν είχε νικήσει. Οι τυραννοκτόνοι όπως αποκλήθηκαν, Κάσιος και Βρούτος, αναγκάστηκαν να φύγουν στην Ανατολή. Πάνω από το πτώμα του Καίσαρα, ιδρύθηκε η τριανδρία των εκδικητών: Οκταβιανός, Μάρκος Αντώνιος, Λέπιδος.

Ο Λέπιδος έμεινε να φυλάει την έτοιμη να ξεσηκωθεί υπέρ της δημοκρατίας Σύγκλητο. Οι δυο άλλοι μάζεψαν στρατό και βγήκαν στην Ελλάδα, να αντιμετωπίσουν τους δημοκρατικούς. Ο Βρούτος είχε νικήσει τον Γάιο Αντώνιο στη Μακεδονία και ήδη βρισκόταν στη Μ. Ασία (43 π.Χ.). Ο Κάσιος νίκησε τον Πόπλιο Δολαβέλα στη Συρία (επίσης 43 π.Χ.). Βρούτος και Κάσιος ενώθηκαν και βάδισαν προς τη Μακεδονία. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Βρούτος, όταν ακόμα βρισκόταν στον Ελλήσποντο, έζησε μια νύχτα παραισθήσεων: Είδε το φάντασμα του Ιουλίου Καίσαρα να τον επισκέπτεται στη σκηνή του και να του λέει: «Εις Φιλίππους όψει με» (να με δεις στους Φιλίππους) ή «Οψόμεθα εις Φιλίππους» (θα ιδωθούμε στους Φιλίππους).

Πραγματικά, η μεγάλη μάχη δόθηκε στους Φιλίππους, στα 42 π.Χ. Ο Βρούτος είχε απέναντί του τον Οκταβιανό και τον νίκησε. Ο Κάσιος είχε απέναντί του τον Μάρκο Αντώνιο από τον οποίο ηττήθηκε. Κάποιοι του είπαν ότι και ο Βρούτος είχε ηττηθεί. Στήριξε το σπαθί του στα χέρια ενός απελεύθερου και ρίχθηκε στη γυμνή κόψη του. Ο Βρούτος βρήκε το πτώμα του. Μέσα στη σύγχυση, ο στρατός του Κάσιου πέρασε στις αντίπαλες γραμμές. Ο Βρούτος δεν είχε καμιά τύχη. Η δεύτερη μάχη έγινε μετά από είκοσι μέρες. Ο Βρούτος νικήθηκε κι αυτοκτόνησε.



ΜΑΡΙΝΟΣ ΑΝΤΥΠΑΣ: Αγιος των κολίγων, εφιάλτης των τσιφλικάδων

Αυτή τη χρονιά συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη δολοφονία του μοναχικού αγωνιστή του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα Μαρίνου Αντύπα. Ο βίαιος θάνατός του ήταν η απαρχή της επανάστασης των κολίγων, που οδήγησε τρία χρόνια μετά στα γεγονότα του Κιλελέρ και τη μεγάλη κοινωνική αναδιανομή που ακολούθησε.

Ο Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Φερεντινάτα της Κεφαλλονιάς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 έρχεται στην Αθήνα να σπουδάσει στη Νομική Σχολή και εκεί έρχεται σε επαφή με σοσιαλιστικούς κύκλους και δραστηριοποιείται στον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο. Η σχέση του με τον Σοσιαλιστικό Σύλλογο επιβεβαιώνεται και από το δημοσίευμα της 1.3.1896 στην εφημερίδα «Σοσιαλιστής» που έβγαζε ο Καλλέργης: «Περί τα μέσα του 15ημέρου τούτου, εν Βιτρινίτση, ο σοσιαλιστής Μ. Αντύπας, φοιτητής της Νομικής, ομίλησε ενώπιον 200 περίπου προσώπων αναπτύξας τας σοσιαλιστικάς αυτού ιδέας...».

Το 1896 παίρνει μέρος ως εθελοντής μαζί με άλλους συμφοιτητές του στην επανάσταση της Κρήτης, όπου τραυματίζεται στο στήθος. Η έντονη κριτική που ασκεί στο παλάτι για την έκβαση των γεγονότων της Κρήτης, καθώς και η συμμετοχή του στο συλλαλητήριο της 14 Σεπτεμβρίου του 1897, στην Ομόνοια, στο οποίο επιτέθηκε πάλι ως ομιλητής στο παλάτι, τον οδηγεί το 1897 στις σκληρές φυλακές της Αίγινας. Εκεί μένει για έναν χρόνο αποκτώντας τον χαρακτηρισμό του επικίνδυνου.

Το υπουργείο Δικαιοσύνης, με την υπ’ αριθμ. 4176 διαταγή του, ουσιαστικά δίνει εντολή για τον βασανισμό του: «Να μπει ο Αντύπας στην απομόνωση και να μη συνδιαλέγεται κανένας μαζί του. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του προς τα παραπάνω, να τον δέσουν μέσα στο κελί και να τον θέσουν υπό άναλον δίαιτα».

Επιστέφει στην Κεφαλλονιά το 1900, χωρίς το πτυχίο της Νομικής στα χέρια του, αλλά έχοντας πλέον άσβεστο πάθος για τις αρχές του. Εκεί εκδίδει την εφημερίδα «Ανάστασις», η οποία εξαιτίας των διώξεων που δέχεται δεν βγάζει δεύτερο φύλλο και αναστέλλει προσωρινά την έκδοσή της. Την επανεκδίδει το 1904, ενώ παράλληλα ιδρύει στην Κεφαλλονιά την πολιτικοεκπαιδευτική λέσχη «Η ισότης», δημιουργώντας και νέα προβλήματα στις αρχές, που τον οδηγούν σε δίκη, η οποία όμως είχε ως αποτέλεσμα την αθώωσή του.

Το 1906 λαμβάνει μέρος στις εκλογές, αλλά δεν καταφέρνει να εκλεγεί βουλευτής. Την ίδια χρονιά βαφτίζει στην Κεφαλλονιά τα παιδιά ενός φίλου του και ενός βοηθού του πατέρα του δίνοντάς τους τα ονόματα... Αναρχία και Επανάσταση. Εντρομοι – φανταζόμαστε – οι γονείς των παιδιών, αλλάζουν ύστερα από χρόνια τα ονόματα και μετατρέπουν το Αναρχία σε Αννα και το Επανάσταση σε... Ανάσταση.

Τον Ιούνιο του 1906 βρίσκεται στην τελευταία διαδρομή της ζωής του στη Θεσσαλία ως επιστάτης των κτημάτων του θείου του. Με τον πλούσιο γεωπόνο Γεώργιο Σκιαδαρέση είχε συναντηθεί το 1903, όταν είχε βρεθεί στη Ρουμανία και τον είχε πείσει να αγοράσει μεγάλες αγροτικές εκτάσεις στον θεσσαλικό κάμπο. Πράγματι ο Σκιαδαρέσης πείθεται και αγοράζει έκταση 300.000 στρεμμάτων στην περιοχή των Τεμπών, μαζί
με τον άλλο κεφαλλονίτη Μ. Μεταξά. Η έκταση αποτελεί πρώην τσιφλίκι του Αλή Πασά και η πλευρά Σκιαδαρέση παίρνει την περιοχή που έχει έδρα το Λασποχώρι (Ομόλιο). Επιστάτες στα κτήματα διορίζονται ο Παναγιώτης Σκιαδαρέσης και ο Μαρίνος Αντύπας.

Οπως ήταν αναμενόμενο, ο Αντύπας δεν έχει καμία σχέση με τη μέχρι τότε εικόνα του βίαιου και άξεστου επιστάτη που αποτελούσε το «μαντρόσκυλο» του εκάστοτε μεγαλοτσιφλικά. Το λεξικό της εφημερίδας «Ανεξάρτητος» την περίοδο του μεσοπολέμου αναφέρει:

«Δεν ήτο ο επιστάτης, το όργανον δηλαδή ενός φεουδάρχου, αλλά ο παλαιός Αντύπας. Καθημερινώς επροπαγάνδιζε την χειραφέτησιν των σκλάβων αγροτών. Εκαμε διαλέξεις, περιοδείας εις τα γύρω χωριά (περιφερείας Πυργετού) και με μίαν λέξιν ύψωσε την σημαίαν του Αγροτισμού. Βεβαίως δεν επροπαγάνδιζε την χωρίς καμμίαν αποζημίωσιν απαλλοτρίωσιν των τσιφλικίων αλλά “την παραχώρησιν τούτων εις τους γεωργούς κατόπιν δικαίας και λογικής αποζημιώσεως των τσιφλικιούχων”. Διά την εποχήν εκείνην όμως η προπαγάνδα αυτή ήτο μία επαναστατική προπαγάνδα».

Ο Αντύπας αποδεικνύεται, δηλαδή, όχι επιστάτης του ιδιοκτήτη θείου του, αλλά «επιστάτης» των δικαιωμάτων των κολίγων και των ελευθεριών των ταπεινωμένων. Σύμμαχος σε αυτές του τις ενέργειες βρίσκει τον θείο του, που, παρ’ ότι μεγαλοϊδιοκτήτης, συναινεί στις ενέργειες του Αντύπα για περισσότερες παροχές στους κολίγους. Ο Γ. Καψάλης στο βιβλίο του «Μαρίνος Αντύπας» αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Είναι Κυριακή απόγευμα, ένας τελάλης φωνάζει στους δρόμους του χωριού για τη σύναξη των κατοίκων στην πλατεία. Και είναι εκεί συνταγμένοι άντρες - γυναίκες. Τους μιλάει πως ο Σκιαδαρέσης, ο ιδιοκτήτης, τους χαρίζει τα χρέη, αφού κι αυτός μεσολάβησε. Πως από φέτος (1906) και κάθε χρόνο θα παραδίνουν μόνο το 25% της σοδειάς τους στον ιδιοκτήτη – και όχι το 75%, όπως έκαναν ώς τότε. Και πως, όσοι θέλουν, μπορούν – με λογική τιμή – να αγοράσουν όσα στρέμματα θέλουν και να γίνουν ιδιοκτήτες οι ίδιοι. Πανζουρλισμός από εκδηλώσεις χάρης κι ευγνωμοσύνης. Τον θεωρούν “θεό” τους. Δεν προφταίνουν να τον αγκαλιάζουν και να τον φιλούν άντρες, γυναίκες, γεροντάκια, κοπέλες και παιδιά. Τους αναγγέλλει επίσης ότι στο Λασποχώρι θα ιδρύσει Γεωργική Σχολή...».

Οπως ήταν αναμενόμενο, αυτά τα κηρύγματα και οι πράξεις του Αντύπα κάθε άλλο παρά περνούσαν απαρατήρητα στους μεγαλοτσιφλικάδες, που, ενώ έβλεπαν να έχουν τη συνενοχή της κυβέρνησης και την ανοχή των χωρικών, έβρισκαν ένα απρόσμενο αντίπαλο.

Ο ίδιος καταλάβαινε τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε και γι’ αυτό, άλλωστε, έκανε στους κολίγους τη γνωστή δήλωση με την οποία προέβλεπε τον θάνατό του. Γνώριζε ότι οι συστάσεις που του είχαν γίνει από τη Νομαρχία και τη Χωροφυλακή της περιοχής να μην ξεσηκώνει τους κολίγους δεν ήταν παρά προειδοποιήσεις. Αλλά, όπως φάνηκε, ούτε αυτός μπορούσε να κάνει πίσω στις αρχές του ούτε οι μεγαλοτσιφλικάδες μπορούσαν να μην παίξουν τον ιστορικό τους ρόλο, που θα οδηγούσε στο τέλος και στην πτώση τους.

Ετσι, στις 9 Μαρτίου 1907, ο Μαρίνος Αντύπας δολοφονείται στον Πυργετό από τα χέρια του Αριστείδη Κυριακού, ο οποίος ήταν επιστάτης του συνεταίρου του θείου του. Ο δολοφόνος παίρνει γι’ αυτή την πράξη την αμοιβή των 12.200 δραχμών. Ηταν μια πράξη που κόστισε στους μεγαλοτσιφλικάδες πολύ φτηνά το 1907, αλλά πολύ ακριβά το 1910 με την επανάσταση των κολίγων...

Ο θάνατος του Αντύπα απογοητεύει τον θείο του, ο οποίος πουλάει τα κτήματα και φεύγει από την περιοχή, ανακουφίζει τους τσιφλικάδες και ξεσηκώνει τους κολίγους, που έβλεπαν να χάνουν τον μοναδικό σύμμαχο και την ελπίδα τους για μια καλύτερη ζωή. Πλέον οι κολίγοι καταλαβαίνουν τη δυναμική τους και οι τσιφλικάδες ανακαλύπτουν ότι στον κάμπο η γη που καλλιεργούν οι δουλοπάροικοί τους δεν καρπίζει μόνο πλούτη, αλλά και οργή.

Το ίδιο ανακουφισμένη από τη δολοφονία φάνηκε να ήταν και η κυβέρνηση στην Αθήνα. Η «Εστία» της εποχής ουσιαστικά λέει για τον Aντύπα «ας πρόσεχε», ενώ παράλληλα απειλεί ότι όποιος έχει τέτοιες αντιλήψεις θα πάθει το ίδιο:

«Η είδηση περί του φόνου του δικηγόρου Μ. Αντύπα εις το κτήμα Σκιαδαρέση εν Θεσσαλία προξένησεν εντύπωσιν εν Αθήναις, όπου ανεξαρτήτως των σοσιαλιστικών ιδεών του ο Αντύπας απήλαυε συμπαθειών. Ο ατυχής δικηγόρος πίπτει θύμα ατυχώς αυτών των αρχών του, τας οποίας από έτους και πλέον εφήρμοζεν εις το μέγα κτήμα του θείου του το οποίον διηύθυνε. Τούτο αποδεικνύει ότι ο σοσιαλισμός εν Ελλάδι μόνο εις ιδέας πρέπει να υπάρχει και να τηρείται απόστασις από της εφαρμογής των αρχών του».

Η στιγμή της δολοφονίας

Για τις τελευταίες του στιγμές υπάρχει η συγκλονιστική κατάθεση που έδωσε στη Χωροφυλακή ο άλλος επιστάτης των κτημάτων και ξάδελφος του Αντύπα, Παναγιώτης Σκιαδαρέσης:

«Εκαθήμεθα εις το κάτω πάτωμα της οικίας μας και ετρώγαμεν, ότε περί την 11ην ο Αντύπας εγερθείς μετέβη όπως παραλάβη εκ του δωματίου του επιστολή τινά, πλην εύρε την θύραν του διαδρόμου κλειστή και έκρουσεν όπως του ανοίξουν. Ο εντός κοιμώμενος Ιωάννης Κυριακού εγερθείς του ύπνου ηρνήθη ν’ ανοίξη. Έπειτα όμως ανοίξας είπε εις τον Αντύπα ότι ουδέν δικαίωμα έχει να εισέλθη εις την οικίαν του. Εκ τούτου προκλήθη φιλονικία και αντηλλάγησαν βαρείαι φράσεις μετά τας οποίας ο Κυριακού λαμβάνει το όπλον διά του οποίου πυροβολεί και χτυπά τον Αντύπα ελαφρώς εις την κεφαλήν. Ότε όμως ούτος έφευγεν εδέχθη δεύτερον πυροβολισμόν διά δικάννου όπλου εις την οσφυακήν χώραν και πίπτει εις τας αγκάλας μου.

Μετά μία ώρα εξέπνευσε λέγων “Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία”. Ο φονεύς αμέσως εκλείσθη εις το δωμάτιό του, άλλως θα εφονεύετο υπό των χωρικών, οίτινες ελάτρευαν τον Αντύπα. Μετ’ ολίγον ο φονεύς παρεδόθη εις τον καταφθάσαντα αστυνόμον».

Βέβαια, ο αστυνόμος, κάθε άλλο παρά είχε πρόθεση να δώσει την ορθή διάσταση των πραγμάτων και να βοηθήσει στην παραδειγματική τιμωρία του δολοφόνου. Ετσι, τηλεγράφησε στο υπουργείο Εσωτερικών ότι «Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου».

Η ιδεολογία του

Η ιδεολογία του Μαρίνου Αντύπα παραμένει ακόμα και σήμερα σημείο τριβής διαφόρων τάσεων. Οι αναρχικοί σημειώνουν τη βάφτιση της Αναρχίας και της Επανάστασης, αλλά και τις κατά καιρούς ανατρεπτικές δηλώσεις του σχετικά με «καθαίρεσιν των βασιλέων, εξαφάνισιν των πλουσίων, κατεδάφισιν των στρατώνων, κατάργησιν των κοινωνικών

τάξεων». «Είμεθα επαναστάται! Ούτος είναι ο τίτλος μας και διά τούτο καυχώμεθα! Ζητούμεν την παγκόσμιαν Ελευθερίαν - Ισότητα - Αδελφότητα. Ζητούμεν μίαν πατρίδα περιλαμβάνουσαν σύμπασαν την ανθρωπότητα. Μίαν τάξιν ανθρώπων, την των εργαζομένων. Αναφωνούμεν: Ζήτω ο εις και μόνος άρχων λαός».

Το ίδιο πιστεύουν και αυτοί που υποστηρίζουν τη σοσιαλιστική του κατεύθυνση,

παρουσιάζοντας ανάλογες δηλώσεις του: «Είμαι Σοσιαλιστής όνομα και πράγμα, φέρω τον τίτλο μου πιστώς και υπερηφάνως. Πιστεύω ως Παντοκράτορα, ποιητή ορατών τε και αοράτων, την εργασίαν, και ως ομοούσιον και αχώριστον τριάδα της ευτυχίας και της ειρήνης, την Ελευθερία, την Ισότητα και την Αδελφότητα».

Κάποιοι άλλοι τον αναφέρουν σαν αναρχοχριστιανοκοινωνιστή: «(...) αντικατάστασιν του Θεού, ον κηρήσουσι οι τύραννοι και δεσπόται, διά του αληθούς Θεού, ον εκήρυξεν ο Χριστός».

Ο Γ. Κορδάτος, στην «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα» αναφέρει:

«Ούτε ξένες γλώσσες ξέρει ούτε μόρφωση σοσιαλιστική έχει. Τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του Τολστόι, του Κροπότκιν, του Μπέμπελ, του Ζολά κ.ά. τον επηρεάζουν πολύ.

Θα είχε διαβάσει επίσης την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης καθώς και τις αναρχικές μπροσούρες που είχαν κυκλοφορήσει... στην Πάτρα, στον Πύργο και αλλού. Το δίχως άλλο κι απ’ τα φυλλάδια του Καλλέργη και του Δρακούλη κάτι θα πήρε. Στο μυαλό του, όμως, δεν ξεχώριζε τον Τολστόι από τον Μπέμπελ, τον Ζολά από τον Κροπότκιν. Ολους τους έπαιρνε για σοσιαλιστές της ίδιας μάρκας».

Το σίγουρο είναι ότι ο Αντύπας είχε δεχτεί επιρροές καταρχήν από το μεγάλο κίνημα του αναρχισμού που υπήρχε τον 19ο αιώνα στην Κέρκυρα και στην πορεία επηρεάστηκε από τις σοσιαλιστικές αντιλήψεις που συνάντησε στην Αθήνα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμη και αν το πολιτικό του στίγμα δεν ήταν απόλυτα σαφές – με βάση τα σημερινά δεδομένα – οι μέθοδοί του ήταν σαφέστατες: αγώνας, διεκδίκηση, σύγκρουση. Σαν ένδειξη σεβασμού προς τους αγώνες του και τον θάνατό του, ας αφήσουμε να τον χαρακτηρίσουν ιδεολογικά οι τελευταίες λέξεις που – κατά τον Παναγιώτη Σκιαδαρέση – είπε πριν ξεψυχήσει:

Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία.

Η κρυφή γοητεία του κράτους των χωροφυλάκων


Είναι αρκετοί οι βουλευτάδες που ζητούν τον διορισμό των – κατά κανόνα... «εθνικοφρόνων» – φίλων, συγγενών και ψηφοφόρων τους ως φυλάκων σε φυλακές!

Διόλου περίεργο, αν αναλογιστεί κάποιος ότι μιλάμε για την περίοδο 1945-1967, την εποχή δηλαδή της πλήρους κυριαρχίας του μετεμφυλιακού κράτους, πριν από τη νομιμοποίηση της Αριστεράς, η οποία έγινε με μεγάλη καθυστέρηση αμέσως μετά την κατάρρευση της χούντας. Με τους αριστερούς της χώρας στα ξερονήσια και τις φυλακές όλης της χώρας, οι ανάγκες σε φύλακες ήταν προφανώς... αυξημένες και ποια καλύτερη λύση από τους έμπιστους των βουλευτών του χωροφυλακίστικου κράτους .

Βεβαίως αυτή είναι μόνο μια κατηγορία ρουσφετολογικών διορισμών, καθώς ο μπαξές είναι πλουσιότατος και δείχνει μια απλή αλήθεια: ότι όχι μόνο το ρουσφέτι έχει μείνει αμετάβλητο, αλλά και η θεματολογία του είναι σχεδόν πανομοιότυπη με τη σημερινή, κι ας έχουν περάσει σαράντα χρόνια από τη λήξη της εξεταζόμενης περιόδου και εξήντα από την έναρξή της: εύρεση εργασίας, μείωση ποινών της τροχαίας, μεταθέσεις φαντάρων και δημοσίων υπαλλήλων κάθε κατηγορίας, μέχρι και εγκρίσεις στεγαστικών δανείων – βλέπετε, τότε ακόμη οι τράπεζες ήταν μόνο κρατικές και η αποδοχή μιας ανάλογης αίτησης ήταν στην... αρμοδιότητα του ρουσφετολογικού μηχανισμού των βουλευτών.

Βεβαίως τα απαράλλαχτα, στο πέρασμα του χρόνου, ρουσφέτια δεν αποδεικνύουν μόνο το πόσο οι ανάγκες των προσφευγόντων σε αυτά είναι διαχρονικές, αλλά και πόσο η αντίληψη των αντιπροσώπων του έθνους έχει παραμείνει, παρά την παρέλευση δεκαετιών, τραγικά ίδια...

Ιωάννης Δημητρακόπουλος

«Σας παρακαλώ θερμώς όπως ενδιαφερθήτε προσωπικώς και τοποθετηθεί ως φύλαξ των αποθηκών ΔΕΣ ο ανάπηρος πολέμου Λινάρδος Γεώργιος δια τον οποίον ενδιαφερόμεθα όλως εξαιρετικά. Να με συγχωρείτε δια τας συχνάς ενοχλήσεις μου, ευρίσκομαι εις την ανάγκην, ο κόσμος είναι απαιτητικός, η πολιτική αυτά έχει. Πάντα προσπαθήσατε να φανείτε χρήσιμος εις τους ανθρώπους μου».

Είμαστε στο 1945 και ο Ιωάννης Δημητρακόπουλος, τότε αρχηγός του Εθνικού Κόμματος Ελλάδος, μέσα σε λίγες γραμμές περιγράφει την απόγνωση του πολιτικού απέναντι στις απαιτήσεις των οπαδών του: «Βρίσκομαι σε ανάγκη, ο κόσμος είναι απαιτητικός».

Αθανάσιος Ταλιαδούρος

«Ενώπιον σας εκκρεμεί αίτησις του κ. Ευάγγελου Μουστάκα κατοίκου Σοφάδων περί χορηγήσεως δανείου προς ανέγερσιν της εκ των σεισμών καταστραφείσης οικίας του και σας παρακαλώ θερμώς όπως εγκρίνητε ταύτην διότι και εξ ιδίας αντιλήψεως γνωρίζω ότι ο ειρημένος υπάγεται εις την κατηγορίαν των δικαιουμένων δανείου, διότι ναι μεν κατοικεί ενταύθα, αλλά στερείται στέγης ιδιοκτήτου».

Πολλές φορές το αυτονόητο δικαίωμα των θυμάτων φυσικών καταστροφών για βοήθεια από το κράτος γίνεται αποτέλεσμα συναλλαγής με την εξουσία, με στόχο όπως εδώ το αυτονόητο : Ένα δάνειο προς πληγέντα από τον σεισμό στα Κουφάλια το 1955. Ήταν τα χρόνια που για να πάρεις δάνειο έπρεπε να έχεις μέσον βουλευτή

Απόστολος Κακλαμάνης

«Παρακαλώ θερμώς όπως ενδιαφερθήτε δια τον φίλον κ. Πολίτην Παύλον, έχοντα ανάγκην δι’ οικογενειακούς λόγους να μετατεθή από Καρουσάδες Κέρκυρας, ένθα υπηρετεί ως ταχ/κος ταξινόμος, εις την πόλιν της Κέρκυρας. Ενδιαφέρομαι όλως ιδιαιτέρως και θα υποχρεώσετε εάν πραγματοποιηθή η αιτούμενη μετάθεσίς του. Ευχαριστώ και διατελώ μετά τιμής».

Το παραπάνω αίτημα ανήκει στα «χαμηλής δυναμικής» ρουσφέτια, που ζητούσαν κάποια μετάθεση εντός των ορίων του νομού, όπως εδώ που ζητείται μια μετάθεση από χωριό της Κέρκυρας μέσα στην πόλη. Για αυτές τις «εξυπηρετήσεις» ρουτίνας πολλές φορές δεν ασχολιόταν ο υπουργός - βουλευτής, αλλά κάποιος που είχε υψηλή θέση στο γραφείο ή στο υπουργείο του. Το ενδιαφέρον σε αυτό το ρουσφέτι είναι ότι το αίτημα αυτό το υπογράφει ο μετέπειτα πρόεδρος της Βουλής Απόστολος Κακλαμάνης, που τότε (1964) ήταν απλώς γενικός γραμματέας του υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας…

Αθανάσιος Τσαλδάρης

«Υπό του Τσαπακίδη Παναγιώτου Ιωάννου, υπεβλήθη εις την αρμόδιαν υπηρεσίαν της ΕΣΣΟ – PAPAS αίτησίς του με αρ. πρωτ. 9701 φ.2ος προκειμένου να προσληφθή εις υπηρεσία τινά. Θερμή παράκλησις μου όπως η ανωτέρω τύχη του υμετέρου ενδιαφέροντος και εξετασθή μετ’ ευμενείας το θέμα προσλήψεώς του. Πρόκειται περί προσώπου αξίου πάσης υποστηρίξεως το δε ενδιαφέρον μου είναι ζωηρόν. Με θερμάς ευχαριστίας».

Ένα ακόμα δείγμα της συναλλαγής της πολιτικής εξουσίας με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Εδώ ο μετέπειτα πρόεδρος της Βουλής Αθανάσιος Τσαλδάρης ζητάει μόλις δύο μήνες πριν από τη δικτατορία τη βοήθεια του διευθυντή της ESSO Papas για πρόσληψη προσώπου «αξίου πάσης υποστηρίξεως».

Αθανασιάδης - Νόβας

«Ο υπηρετών είς Ναύπακτον ως Αγροτικός Διανομεύς κ. Αντώνιος Παπαδογιώργος του Ιωάννου, προσεχώς θα κριθή υπό του Συμβουλίου προκειμένου ν’ αποφασίση δια την μονιμοποίησιν του. Παράκλησις όπως ενδιαφερθήτε να μονιμοποιηθή».

Όταν ο Αθανασιάδης - Νόβας δεν έγραφε ποιήματα, και δεν συμμετείχε στην αποστασία, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια τον θεσμικό του ρόλο, μια και τότε ήταν πρόεδρος της Βουλής, ζητούσε να προλάβει την κρίση του συμβουλίου που θα έκρινε τη μονιμοποίηση ψηφοφόρου του

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης

«Σας παρακαλώ θερμώς όπως ενδιαφερθήτε και προσληφθή Νομικός Σύμβουλος της Εταιρίας ο Δικηγόρος Θεσσαλονίκης κ. Δημήτριος Γεωργουδάκης. Τον συνιστώ θερμώς».

Και αν πιο πάνω ο Αθανάσιος Τσαλδάρης ζητούσε ρουσφέτι από τον διευθυντή της ESSO Papas, ο Μητσοτάκης όχι ζητάει ρουσφέτι από τον ίδιο τον Πάπας – που απ’ ό,τι φαίνεται εκείνη την εποχή είχε πολλές δουλειές με πολιτικούς – αλλά και του υποδεικνύει πoιον νομικό σύμβουλο να προσλάβει στην επιχείρησή του. Βλέπετε, Μητσοτάκης είναι αυτός…

Τάσης Δρούλιας

«Η Κοινωνία του Αιγίου ΠΑΡΑΚΑΛΕΙ ΘΕΡΜΩΣ όπως μη μετατεθή έξ Αιγίου προαγόμενος ο Σωτήριος Μεντζελόπουλος, Καθηγητής Θεολογίας. Η απουσία του θα γίνη πολύ αισθητή λόγω της κοινωνικής και φιλανθρωπικής του δράσεως. Προσθέτω ότι ούτος τυγχάνει προστάτης 8μελούς οικογένειας».

Σε αυτή την περίπτωση βρίσκουμε ένα διαφορετικό αίτημα από την «κοινωνία του Αιγίου» που μέσω του βουλευτή της ΕΡΕ Τάση Δρούλια ζητάει να ΜΗΝ προαχθεί ο καθηγητής Θεολογίας της περιοχής, όχι γιατί δεν είναι καλός, αλλά ακριβώς για τους αντίθετους λόγους: Έχει «κοινωνική και φιλανθρωπική δράση» και είναι « προστάτης 8μελούς οικογένειας».

Γεώργιος Παπανδρέου

«Σας παρακαλώ θερμώς όπως ενδιαφερθήτε δια την πρόσληψιν του Δασκαλάκη Ιωάννου του Ηρακλέους είς την υπάρχουσαν κενήν θέσιν φύλακος είς τα φυλακάς Ηρακλείου Κρήτης. Πρόκειτε περί φιλοτίμου και εργατικού νέου αξίου πάσης υποστηρίξεως. Σχετικά δικαιολογητικά έχουσι υποβληθή και ευρίσκονται είς την αρμόδιαν Διεύθυνσιν του Υπουργείου σας».

Οι «υποχρεώσεις» των πολιτικών και οι ανάγκες για «εξυπηρέτηση» των ψηφοφόρων τους είναι διακομματικές και κάποιες φορές ενώνουν και τους σκληρότερους αντιπάλους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Γεωργίου Παπανδρέου που ενώ ως αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου βρισκόταν σε σκληρή αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Καραμανλή έναν μόλις χρόνο πριν τον πρώτο ανένδοτο το 1960, δεν δίσταζε να ζητήσει από υπουργό της κυβέρνησης ΕΡΕ τον διορισμό φύλακα σε φυλακές του Ηρακλείου Κρήτης. Αν η πρόσληψη τελικά έγινε, δεν είναι απίθανο ο φύλακας που διορίστηκε από την Ένωση Κέντρου το 1960 λίγα χρόνια μετά στη δικτατορία να φύλαγε οπαδό της Ένωσης Κέντρου.

Ένωση Κέντρου

«Έχομεν την τιμήν να σας συστήσωμεν την κομιστρίαν της παρούσης Δ/δα Βασιλικήν Σασλόγλου, κάτοικον Χαλανδρίου και θερμήν οπαδόν της Ενώσεως Κέντρου Χαλανδρίου και μέλος ταύτης και να παρακαλέσωμεν όπως επιδείξητε το ενδιαφέρον σας δια την πρόσληψιν ταύτης ως υπαλλήλου του Ο.Τ.Ε. είς του οποίου τάς διαγωνισμόν της 12.7.1964 συμμετέσχεν. Τυγχάνει πρόσωπον άξιον του προσωπικού σας ενδιαφέροντος διότι δια της εργασίας θέλει ενισχύσει την πατρικήν της οικογένειαν. Διατελούμε μετά βαθυτάτης εκτιμήσεως».

Εδώ βλέπουμε ένα ενδιαφέρον αίτημα για ρουσφέτι που δεν γίνεται από ένα πολιτικό πρόσωπο, αλλά από έναν κομματικό φορέα. Η τοπική οργάνωση Ένωσης Κέντρου Χαλανδρίου έναν μόλις χρόνο πριν τα Ιουλιανά ίσως καταλαβαίνει ότι το Κέντρο δεν θα βρίσκεται για καιρό στην κυβέρνηση και προσπαθεί να βάλει στο Δημόσιο όσους δεν μπορούσαν να μπουν τα χρόνια της παντοκρατορίας της Δεξιάς. Όσες οικογένειες δεν πρόλαβαν να «αποκαταστήσουν» κάποιο μέλος της οικογένειάς τους εκείνη την περίοδο, θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι το 1981...

Αθανάσιος Κανελλόπουλος

«Σας παρακαλώ να εγκρίνετε την μετάθεσιν είς Θεσσαλονίκην (Γ περιφέρειαν κ. Μαρίνη) του προσωπικού μου φίλου Κωνστ. Μπέντα Επιθεωρητού Δημ. Σχολείων Καστοριάς, όστις έχει 29ετη λίαν ευδόκιμον υπηρεσίαν είς την Δυτικήν Μακεδονίαν έξ ής 6ετή είς Καστοριάν, και επί πλέον διότι έχει υιόν δια το Πανεπιστήμιον, προς τούτοις δε πλούσιαν εθνικής δράσιν».

Τουλάχιστον ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος είχε μια συνεπή στάση. Είναι το τρίτο του ρουσφέτι που βρίσκουμε και αυτό αναφέρεται και πάλι σε εκπαιδευτικό. Εδώ που τα λέμε δεν φαίνεται να έχει άδικο. Ύστερα από 29 χρόνια στη Δυτική Μακεδονία, έξι στην Καστοριά, και αφού έπειτα από τόσα χρόνια το κράτος δεν του δίνει σύνταξη, θα συμφωνούσαμε και εμείς έστω στη μετάθεσή του στη Θεσσαλονίκη.

Αλέκος Καραμανλής

«Διαβιβάζουμε ημίν συννημένως δικαιολογητικά του Νικολάου Βλάχου περί διορισμού του είς το προσωπικό φυλάξεως των φυλακών του Κράτους και παρακαλώ όπως εξετάσητε μετ’ ευμενείας τα έν αυτή γνωρίσητε δε ημίν και τω ενδιαφερομένω σχετικώς».

Να και άλλος εκπρόσωπος της οικογένειας του μέχρι σήμερα πρωθυπουργού Καραμανλή επί το έργον. Εδώ ο Αλέκος Καραμανλής, αδελφός του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου, ζητάει την πρόσληψη φύλακα για να φυλάει τις φυλακές «του Κράτους», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Αυτό που δεν αναφέρει ο θείος είναι ποιος θα προστατέψει τους φύλακες...

Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

«Η επιφέρουσα την παρούσα επιστολή μου τυγχάνει εξαδέλφη μου και εκ των καλυτέρων συγγενών μου. Σε παρακαλώ όλως κατ’ ιδίαν να εξεταστή ευμενώς η περίπτωσις μειώσεως της επιβληθείσης ποινής αφαιρέσως αδείας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου της (πούλμαν). Επεβλήθησαν δύο ποιναί. Η μία ενός μηνός και η ετέρα τριών. Καταλήγων παρακαλώ και πάλιν, όπως γίνη υπέρ αυτής κάθε δυνατήν προσπάθειαν για την μείωσιν της ποινής, διότι πέραν της συγγενείας πρόκειτε και περί μοναδικής προστάτιδος πολυμελούς οικογενείας. Με αγάπη».

Το ότι ο βουλευτής Πιερίας ζητάει ρουσφέτι για να μειωθεί η ποινή αφαίρεσης άδειας κυκλοφορίας της εξαδέλφης του, το καταλαβαίνουμε. Αυτό που δεν μπορούμε να καταλάβουμε είναι πώς αυτή η γυναίκα εν έτει 1962 οδηγούσε πούλμαν...


6 Σεπτεμβρίου 1955: Πογκρόμ στην Πόλη

Το Κυπριακό βρισκόταν σε έξαρση, στα 1955. Την 1η Απριλίου, η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών), ξεκινούσε τον ένοπλο αγώνα, ύστερα από την αποτυχία των αγγλοελληνικών διαπραγματεύσεων. Στις 23 Αυγούστου, ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Αντνάν Μεντερές, δήλωνε πως η Κύπρος ή θα έμενε κάτω από την αγγλική κυριαρχία ή θα δινόταν στη χώρα του. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, μια τριμερής διάσκεψη ξεκινούσε τις εργασίες της στο Λονδίνο. Για τις 7 του μήνα, η τουρκική κυβέρνηση είχε δώσει άδεια να γίνει συλλαλητήριο «κατά των ιμπεριαλιστικών βλέψεων της Ελλάδας στην Κύπρο». Το προηγούμενο απόγευμα, 6 Σεπτεμβρίου 1955, η εφημερίδα «Ινσταμπούλ Εξπρές» κυκλοφόρησε με τεράστιους τίτλους: «Βόμβα κατέστρεψε το σπίτι, όπου γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ, στη Θεσσαλονίκη». Το είπε και το κρατικό τουρκικό ραδιόφωνο. Έλειψε, όμως, ο συγχρονισμός: Η βόμβα έσκασε καμιά ώρα αργότερα, ενώ στην Πόλη πλήθη αγανακτισμένων Τούρκων πολιτών μαζεύονταν ήδη ζητώντας εκδίκηση.

Στις 5 το απόγευμα, ομάδες νεαρών συγκροτούσαν μαχητικές διαδηλώσεις στις συνοικίες της Κωνσταντινούπολης. Κάποιοι ανάμεσά τους άρχισαν να φωνάζουν «Θάνατος στους Γκιαούρηδες». Από τις 6, ξεκίνησαν οι επιθέσεις και οι λεηλασίες ελληνικών καταστημάτων. Ως τις 8, η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχο των κυβερνητικών πρακτόρων. Οι επιθέσεις απλώθηκαν στις συνοικίες, ο όχλος έβαζε φωτιά στις εκκλησίες, ανέτρεπε τάφους, λήστευε. Τα πρακτορεία μεταδίδανε φρικιαστικές εικόνες. Η προβοκάτσια στρεφόταν εναντίον του Μεντερές. Στις 8.30’, έφιππη αστυνομία και πυροσβεστική προσπάθησαν να διαλύσουν τα στίφη. Δεν τα κατάφεραν. Οι φωτιές αποτέφρωναν εκκλησίες κι ολόκληρες ελληνικές συνοικίες. Στις 10 τη νύχτα, κλήθηκε ο στρατός. Μεσάνυχτα, κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος. Μέσα στον χαμό, 2.057 Τούρκοι συνελήφθησαν για διαρπαγές και καταστροφές.

Τρομακτικός ο απολογισμός: Δυο Έλληνες νεκροί. Ο ένας, γέρος καλόγερος που κάηκε ζωντανός μέσα στη μονή Βαλουκλή, όπου συλήθηκαν και οι τάφοι των πατριαρχών. Συλήθηκε και το ελληνικό νεκροταφείο του Σισλή. Από τις 84 χριστιανορθόδοξες εκκλησίες της Πόλης, έμειναν άθικτες οι εννέα. Οι 29 καταστράφηκαν από πυρκαγιές, οι 46 λεηλατήθηκαν. Ούτε οι σχολές γλίτωσαν. Αφαιρέθηκαν όσα μπορούσαν να μεταφερθούν, από τα ασημικά ως τα μολύβια του «Ζάππειου Παρθεναγωγείου» και της «Μεγάλης του γένους Σχολής». Καταστράφηκαν εγκαταστάσεις ελληνικών εφημερίδων. Ο παγκόσμιος τύπος, την άλλη μέρα, μιλούσε για βαρβαρικές επιδρομές. Ο Μεντερές έκανε δηλώσεις: Έφταιγαν οι κομμουνιστές. Στη Θεσσαλονίκη, συνελήφθησαν ως δράστες της βομβιστικής ενέργειας ο φύλακας του τουρκικού προξενείου Μεχμέτ Χασάν Ογλού και ο φοιτητής Οκτάι Εγκίν που αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος και το έσκασε στην Τουρκία, όπου του έγινε υποδοχή ήρωα.

Πέντε χρόνια αργότερα, στα 1960, ο Μεντερές ανατράπηκε από τον στρατό, δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε. Ανάμεσα σ’ αυτά, για τα οποία βρέθηκε ένοχος, ήταν και το πογκρόμ στην Πόλη. Ο ίδιος ο Μεντερές, στην απολογία του, το είχε χαρακτηρίσει πατριωτική πράξη.


«Ενδιαφέρομαι θερμότατα διά τον διορισμόν των κάτωθι»

Οι κυβερνητικές θητείες στην Ελλάδα χωρίζονται σε δύο μεγάλες περιόδους: την πρώτη – συνήθως – τριετία, κατά την οποία μας λένε ότι θα περάσουμε μια οικονομική στενωπό, και την τελευταία χρονιά πριν από τις εκλογές, όταν ανακοινώνουν περιχαρείς ότι η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης απέδωσε, άρα μπορούν να κάνουν πλέον παροχές. Το κενό της έλλειψης των συλλογικών παροχών της πρώτης τριετίας καλούνται να καλύψουν οι βουλευτές με ατομικές παροχές, τα επονομαζόμενα ρουσφέτια.

Το ρουσφέτι μπορεί να είναι τουρκική λέξη, αλλά, όπως και με τον καφέ, μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε άνετα αγαπημένη ελληνική συνήθεια, μια και είναι από τις πολλές νεοελληνικές συνήθειες που συνδέουν απευθείας τη σύγχρονη καθημερινότητά μας με την τουρκοκρατία, για να μην πούμε με την περίοδο της φεουδαρχίας. Ουσιαστικά μιλάμε για μια πολιτική εξαγορά συνειδήσεων με συναλλαγή «κάτω από το τραπέζι», που περιλαμβάνει την ανταλλαγή της υπόσχεσης ψήφου με την υπόσχεση παράτυπης διαδικασίας ή τη δήθεν αποκατάσταση αδικίας με τη δημιουργία μιας άλλης.

Βέβαια στα ρουσφέτια που θα διαβάσουμε παρακάτω δεν θα δούμε τους νόμους και τα νομοσχέδια - ρουσφέτια προς τους «συμμάχους» μας στο εξωτερικό και προς τους μεγαλοεπιχειρηματίες στο εσωτερικό, αλλά αιτήματα ανθρώπων που ζητούν την εύνοια της πολιτικής εξουσίας για προσωπικά θέματα. Ο Γεώργιος Ράλλης ως πρωθυπουργός είχε δηλώσει το 1980 ότι «το ρουσφέτι είναι κατάρα», αλλά πολλοί βουλευτές της παράταξής του – και όχι μόνο – αποδείχτηκαν «καταραμένοι», μια και όχι μόνο δεν το αρνήθηκαν, αλλά βάσισαν και την πολιτική τους καριέρα σε αυτό.

Το υλικό προέρχεται από την εξαιρετική και περιορισμένη για συλλέκτες έκδοση «Ρουσφετολογικά σημειώματα» από τις εκδόσεις «Συλλογές» και περιλαμβάνει πολλά ρουσφετολογικά «λουλούδια» βουλευτών, πολιτευτών και παρατρεχάμενων από το 1945 έως το 1967. Διατηρούμε την ορθογραφία των αρχικών κειμένων σε αυτά τα ευτελούς αξίας χαρτάκια, που μπορούσαν με ένα «εγκρίνεται» ή «απορρίπτεται» στην άκρη να αλλάξουν τη ζωή πολλών ανθρώπων.

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης

«Προαγωγαί φυλάκων

1. Εμμανουήλ Νυστηζάκης, Φυλακών Αγυιάς - Χανίων. Συγκεντρώνει άπαντα τα προσόντα και ιδίως γραμματικά γνώσεις. Χρησιμοποιείται τώρα εις Γραμματείαν Φυλακών.

2. Γεώργιος Καβρουδάκης. Ιδίων Φυλακών».

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν πάντα ένας πρακτικός άνθρωπος που έβλεπε μακριά. Γνωρίζοντας ότι ύστερα από μερικά χρόνια κανείς δεν θα θυμάται τι είχε γίνει στο παρελθόν, αποφεύγει να πλατειάζει στα αιτήματά του, και είναι λιτός και περιεκτικός. Στο ρουσφέτι που ζητάει για τις προαγωγές που θα γίνουν στις φυλακές Αγιάς Χανίων, ζητώντας την προαγωγή δύο δικών του ανθρώπων, αποφεύγει ακόμα και τα τυπικά μια κλασικής επιστολής ρουσφετιού όπως «Ευχαριστώ», «Με φιλικούς χαιρετισμούς», «Μετά τιμής» κ.λπ.

Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας

«Αγαπητέ συνάδελφε,

Σας παρακαλώ θερμότατα όπως ενδιαφερθήτε και διορισθή ως φύλαξ φυλακών ο συμπατριώτης και φίλος Γεώργιος Ναντέλης. Είναι ένα εξαιρετικό παιδί, φτωχό και προστάτης πολυμελούς οικογενείας και άξιος πάσης υποστηρίξεως. Το ενδιαφέρον μου είναι μέγιστον και θέλετε με υποχρεώσει. Σχετικά δικαιολογητικά του διεβιβάσθησαν εις την Νομαρχίαν Ιωαννίνων με αριθμό πρωτοκόλλου 27796/19-5-58. Ευχαριστώ θερμώς, Με αγάπην».

Αντίθετα με τον Μητσοτάκη, ο «βλάχος» Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας στηρίζει το αίτημά του στο συναίσθημα, χρησιμοποιώντας λέξεις όπως «θερμότατα», «εξαιρετικό παιδί», «φτωχό», «συμπατριώτης μου». Σημειώνουμε ότι την εποχή του ρουσφετιού (1959) ο Αβέρωφ ήταν πανίσχυρος υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Καραμανλή

Αχιλλέας Καραμανλής

«Σας παρακαλώ θερμώς όπως μεριμνήσετε δια τον διορισμόν ως φυλάκων φυλακών των κάτωθι υποψηφίων δι ούς ενδιαφερόμεθα ιδιαιτέρως».

Ο αδελφός του Κωνσταντίνου Καραμανλή, Αχιλλέας, τότε (1960) ήταν διευθυντής του ιδιαίτερου γραφείου του πρωθυπουργού αδελφού του, ενώ τώρα είναι υποψήφιος βουλευτής στο κόμμα που ίδρυσε ο αδελφός του και πρόεδρος (και πρωθυπουργός) είναι ο ανιψιός του...

Γεώργιος Ανδριανόπουλος

«Θα με υποχρεώσετε πολύ, εάν θελήσετε να ενδιαφερθήτε ίνα προσληφθή ως φύλαξ φυλακών ο Αναστάσιος Μπέσης, δι όν σας είχον παρακαλέσει και παλαιότερον. Ενδιαφέρομαι προσωπικώς».

Πολλές φορές η προσπάθεια του βουλευτή για την «αποκατάσταση» των ψηφοφόρων του είναι συνεχής και διαρκεί όσο τον πιέζει ο ψηφοφόρος. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (και ενός από τους ιστορικούς ιδρυτές του Ολυμπιακού) Γεωργίου Ανδριανόπουλου, ο οποίος στην επιστολή του στον υπουργό Δικαιοσύνης το 1958 τονίζει ότι «σας είχον παρακαλέσει και παλαιότερον».

Μανώλης Κεφαλογιάννης

«Θα σε παρακαλέσω θερμώς και όλως ιδιαιτέρως όπως εκδηλώσης το προσωπικόν σου ενδιαφέρον δια τον διορισμόν ως φύλαξ φυλακών του κομιστού της παρούσης Τιτομιχελάκη Γερασίμου έξ Ηρακλείου Κρήτης. Δεν παραλείπω να σου γνωρίσω ότι θέλω πολύ να φανώ χρήσιμος».

Και επειδή αυτές οι «εξυπηρετήσεις» είναι «δανεικές», πολλές φορές οι βουλευτές δεν ξεχνούν να υπενθυμίζουν στους συναδέλφους τους ότι η ζωή και η πολιτική κάνουν κύκλους, και μπορεί την επόμενη ημέρα οι ρόλοι να έχουν αντιστραφεί. Αυτό κάνει και ο υπουργός Οικισμού Μανώλης Κεφαλογιάννης το 1959: «(...) θέλω πολύ να σου φανώ χρήσιμος».

Ναπολέων Ζέρβας

«Φίλτατε Κε Καθηγητά,

Θερμώς σας παρακαλώ όπως προσέξητε την κατωτέρω υπόθεσιν δια την οποίαν το ενδιαφέρον μου είναι μέγιστον. Έδωσε εξετάσεις είς την Οδοντιατρικήν ο Σεραφείμ Ιωάννου Καραφέρης. Ούτος είναι ένας άριστος νέος που η οικογένειά του ολοκαυτώθηκε στον Εθνικό μας αγώνα. Είναι υιός αναπήρου συμπολεμιστού μου και θα με υποχρεώσετε προσωπικά εάν τον βοηθήσετε και εισαχθή, δεδομένου ότι ως με διαβεβαίωσε, έγραψε πολύ καλά».

Τα ρουσφέτια δεν είναι απαραίτητο να απευθύνονται από πολιτικούς σε πολιτικούς, και μερικές φορές υπάρχουν και πιο περίεργοι συνδυασμοί όπως εδώ. Το 1955 ο πρώην στρατηγός του ΕΔΕΣ Ναπολέων Ζέρβας ζητούσε από τον καθηγητή Πανεπιστημίου Γεράσιμο Αλεβιζάτο την εισαγωγή κάποιου υποψήφιου φοιτητή στην Οδοντιατρική σχολή, χρησιμοποιώντας σαν επιχείρημα την εθνική προσφορά της οικογένειας του ενδιαφερόμενου, και υιοθετώντας τη γνωστή βεβαιότητα όλων αυτών που δίνουν εξετάσεις : «… δεδομένου ότι ως με διαβεβαίωσε, έγραψε πολύ καλά».

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

«Θερμότατα σας παρακαλώ όπως ενδιαφερθήτε όλως ιδιαιτέρως δια τον διορισμόν είς την περιφέρειαν Αχαΐας της δημοδιδασκαλίσσης Ναυσικάς Κεφαλά δια την οποίαν ενδιαφέρομεν προσωπικώς. Η ανωτέρα είναι θύμα των συμμοριτών, μοναδική προστάτις της οικογένειάς της, είναι δε αξία πάσης υποστηρίξεως».

Από ό,τι φαίνεται ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος είχε ειδικευτεί στα αιτήματα της εκπαιδευτικής κοινότητας μια και εδώ ζητάει τον διορισμό δασκάλας. Το επιχείρημα «θύμα συμμοριτών» έχει διπλό στόχο: Καταρχήν τον συναισθηματικό και δεύτερον να τονιστεί ότι η αιτούσα είναι «εθνικόφρων».

Πέτρος Γαρουφαλιάς

«Αγαπητέ κ. Συνάδελφε,

Ο συμπολίτης και φίλος Κων. Τζουβάρας, Ταχ. Επιθεωρητής, κατείχε τον βαθμόν του Περιφερειακού Ταχυδρομικού Δ/ντου 3/Α προαχθείς δια πίνακος συνταχθέντος το έτος 1963. Ο Πίναξ ούτος ηκυρώθει δια της υπ’ αριθ. 1573/64 αποφάσεως του Συμβουλίου Επικρατείας. Επικείμενης της επανεξετάσεως του πίνακος τούτου παρά του αρμοδίου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, υπομιμνήσεων προγενεστέραν μου επιστολήν, παρακαλώ να προαχθή είς τον όν κατείχε, προ της ακυρώσεως του πίνακος, βαθμόν. Ενδιαφέρομαι όλως ιδιαιτέρως και προσωπικώς».

Απ’ ό,τι φαίνεται ο Πέτρος Γαρουφαλιάς είχε πάντα μια τάση να παρακάμπτει τη νομιμότητα. Σε αυτό το ρουσφέτι ζητάει την παράκαμψη της απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας που είχε ακυρώσει την προαγωγή του «συμπολίτη και φίλου» του. Βέβαια αυτό το ρουσφέτι δεν είναι τίποτα μπροστά στο «ρουσφέτι» που έκανε έναν χρόνο μετά στο παλάτι ρίχνοντας ουσιαστικά τη νόμιμη κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου.

Μιχάλης Παπακωνσταντίνου

«Αγαπητέ Βαγγέλη,

Θερμή παράκλησις όπως ενδιαφερθήτε και καταλάβει την θέσιν ταξινόμου ο φίλος μου Ταχυδρομικός διανομεύς Ι. Φειζίδης εις Ταχυδρομικόν Γραφείον Πτολεμαΐδος.

Παρακαλώ ενημερωθώ σχετικώς. Με αγάπη».

Μερικές φορές οι απαντήσεις στα αιτήματα δεν έρχονταν ποτέ και έτσι ο βουλευτής δεν μπορούσε να αποδείξει στον ψηφοφόρο του πως «έκανε ό,τι μπορούσε». Αυτό προσπαθούσε να αποφύγει ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου όταν ως υφυπουργός Εθνικής Άμυνας το 1964 ζητούσε ενημέρωση για την εξέλιξη του ρουσφετιού του στο αίτημα του «φίλου» του.

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

«Αγαπητέ μου κ. Καλλία,

Από πολλού καιρού εκκρεμεί το ζήτημα της μεταθέσεως έκ του Γυμνασίου Πόρου είς το Γυμνάσιον Παλαιού Φαλήρου του εξαιρετικού μου φίλου και συγγενούς καθηγητού Κων/νου Κανελλοπούλου. Θερμότατα σας παρακαλώ, επειδή πρόκειται περί ανθρώπου ζώντος πραγματικήν οικογενειακήν τραγωδίαν ενδιαφερθήτε δια την πραγματοποίησιν της ανωτέρω μεταθέσεως. Ενδιαφέρομαι πραγματικώς».

Και φυσικά όταν ο βουλευτής υποβάλλει αιτήματα για τον κάθε ψηφοφόρο, δεν θα μπορούσε παρά να κάνει το ίδιο όταν πρόκειται για κάποιον δικό του άνθρωπο. Αυτό έκανε και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος το 1953 όταν ως υπουργός Εθνικής Αμύνης ζητούσε τη μετάθεση φίλου και συγγενή καθηγητού.

Παύλος Βαρδινογιάννης

«Παρακαλώ θερμώς όπως εξετασθή μετά συμπαθείας η υποβληθείσα αίτησις του αστικού διανομέως του Ταχ. Γραφείου Ρεθύμνης, Μυζήθρα Ευάγγελον περί μετατάξεώς του είς Ταξινόμησιν δια τους κατωτέρου λόγους: 1) Υπηρεσίαν συνολικώς 18 ετών. 2) Χρησιμοποιείται ήδη ώς ταξινόμος, εις κενήν θέσιν. 3) Είναι θύμα πολέμου (αδελφός φονευθέντος εν πολέμω). 4) Έχει υπηρεσίαν εις Εθνικήν Αντίστασιν καθ’ όλην την διάρκειαν της κατοχής. 5) Έχει υπηρετήσει εις Αλβανικόν πόλεμον καθ’ όλην την διάρκειαν τούτον».

Είμαστε στο 1964, στην κυβέρνηση είναι η Ένωση Κέντρου, στην εξουσία το παλάτι και ο Παύλος Βαρδινογιάννης ζητάει να εξεταστεί «με συμπάθεια» το πλήρες και τεκμηριωμένο με επιχειρήματα ρουσφέτι για τη μετάταξη του ψηφοφόρου του.

Στέφανος Στεφανόπουλος

Φίλε κ. Τομ,

«Σας συνιστώ τον φίλο μου κ. Λυκούργον Πολιουδάκην, δια τον οποίον έχομεν και τηλεφωνικώς επικοινωνήσει. Παρακαλώ θερμώς, όπως ενδιαφερθείτε δια την ικανοποίησιν του αιτήματός του. Με φιλικούς χαιρετισμούς».

Μια άλλη ενδιαφέρουσα κατηγορία ρουσφετιών είναι αυτά που ζητάνε πολιτικοί από μεγαλοεπιχειρηματίες. Εδώ ο άλλος πρωθυπουργός των αποστατών Στεφανόπουλος, ζητάει λίγους μήνες πριν από τη δικτατορία κάποια «διευκόλυνση» όχι από οποιονδήποτε επιχειρηματία, αλλά από τον διάσημο ελληνοαμερικανό Τομ Πάπας, που «διέπρεψε» μάλιστα στη διάρκεια της δικτατορίας. Η προσφώνηση μάλιστα « Φίλε Τομ» δείχνει τις καλές σχέσεις των δύο, που η ιστορία θα κρίνει ποια περίοδο αναπτύχθηκαν….


Η απαγωγή του «τρομοκράτη» και «υποκινητή αναρχικών»

Η διάσκεψη του Λονδίνου αποτελεί ίσως το πιο κομβικό σημείο μέχρι σήμερα στην πορεία του Κυπριακού, με έναν νέο παίχτη – την Τουρκία – να μπαίνει δυναμικά, αλλά από την πίσω πόρτα, στο παιχνίδι.

Μέχρι το 1954 η Τουρκία έδειχνε αμέτοχη για τα τεκταινόμενα στην Κύπρο, γι’ αυτό και το ζήτημα δεν υπήρχε καν στην ατζέντα των σχέσεών της με την Ελλάδα. Η στρατηγική του «διαίρει και βασίλευε» των Εγγλέζων και η μεταπολεμική έξαρση του εθνικισμού στην Τουρκία οδήγησαν στη Διάσκεψη του Λονδίνου, όπου για πρώτη φορά η Τουρκία εμφανιζόταν ως ισότιμος συνομιλητής.

Ο Μακάριος δεν κατάφερε να αποφύγει τη συμμετοχή της στη διάσκεψη, παρόλο που σωστά διέβλεπε ότι από εκεί και πέρα οι Τούρκοι θα έπαιζαν τον ρόλο του μόνιμου προβοκάτορα υπέρ των άγγλων στις συνομιλίες, χρησιμοποιώντας τους τουρκοκύπριους ως πολιτικούς ομήρους. Βάζοντας την Τουρκία στο παιχνίδι οι άγγλοι κέρδιζαν χρόνο, εμφάνιζαν το ζήτημα όχι ως διεθνές αλλά ως διμερές πρόβλημα, του οποίου αυτοί δεν αποτελούσαν μέρος του, αλλά θα έπαιζαν τον ρόλο του ειρηνευτή.

Η τριμελής του Λονδίνου οδηγείται συστηματικά σε ναυάγιο και ο αρχηγός της τουρκικής αντιπροσωπείας δηλώνει ότι: «Αν η Ελλάδα επιμείνει στο αίτημα της αυτοδιάθεσης, θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην Κύπρο και στη φιλία μας».

Έξι ώρες μετά την αποχώρηση της τουρκικής αντιπροσωπείας από το Λονδίνο γίνεται η προβοκάτσια με την έκρηξη στο σπίτι του Ατατούρκ στην Θεσσαλονίκη, και τα προσχεδιασμένα «Σεπτεμβριανά», που αρχίζουν στην Κωνσταντινούπολη, δείχνουν ότι το Κυπριακό θα ήταν πλέον η εύκολη λύση για την Τουρκία, όποτε θέλει να εκδιώξει την ελληνική της μειονότητα και να στριμώξει την ελληνική κυβέρνηση.

Και ενώ στην Ελλάδα πεθαίνει ο Παπάγος και τα ανάκτορα επιβάλλουν ως νέο πρωθυπουργό τον Καραμανλή, στην Κύπρο οι αποικιοκράτες άγγλοι αναβαθμίζουν την παρουσία τους με την έλευση του άγγλου στρατάρχη Τζον Χάρτινγκ, που έχει εντολή να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στο νησί με κάθε τρόπο:
Με συμφωνία ή με τη βία.

Στην πρώτη του συνάντηση με τον Μακάριο ο Χάρτινγκ καταλαβαίνει ότι θα έχει έναν δύσκολο αντίπαλο, όταν οι δύο τους κάθονται σε ένα πράσινο τραπέζι με τσόχα και μια τράπουλα στη μέση. Ο Χάρτινγκ ανακατεύει την τράπουλα και λέει: «Μακαριότατε, προτείνω να παίξουμε με ανοιχτά χαρτιά». «Τα χαρτιά μου είναι ανοιχτά, εξοχότατε» απαντά ο Μακάριος. «Δες τε τα. Γράφουν μόνο μια λέξη, αυτοδιάθεση»...

Οι σκληρές διαπραγματεύσεις κρατάνε για μήνες, αλλά είναι ξεκάθαρο πλέον ότι ο ένας δεν εμπιστεύεται τον άλλον, γι’ αυτό παράλληλα οι δύο πλευρές κάνουν κρυφές στρατιωτικές ετοιμασίες, ενώ δεν λείπουν και οι μαχητικές αντιαποικιοκρατικές διαδηλώσεις.

Στην εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, σε απαγορευμένη από τους άγγλους διαδήλωση, χιλιάδες κύπριοι συγκρούονται με την αγγλική αστυνομία, με αποτέλεσμα 350 τραυματίες, έναν νεκρό και 100 συλληφθέντες. Η αγγλική διοίκηση, σε απάντηση για τα επεισόδια, καταδικάζει σε απαγχονισμό το στέλεχος της ΕΟΚΑ Μιχάλη Καραολή.

Αυτή τη φορά οι μαχητικές διαδηλώσεις γίνονται στην Αθήνα, με αποτέλεσμα των τραυματισμό εκατοντάδων αστυνομικών και διαδηλωτών. Το ίδιο δυναμικές είναι και οι διαδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα, και ενδεικτικό αυτής της σκληρότητας είναι τα γεγονότα των Πατρών, όπου όταν ο μητροπολίτης Θεόκλητος προσπάθησε να ηρεμήσει τους διαδηλωτές αυτοί του επιτέθηκαν τραβώντας του τα γένια και σχίζοντάς του τα ρούχα.

Η απαγωγή α λα Οτζαλάν

Μια ιδιαίτερη παράμετρος της περιπέτειας του Μακαρίου τη δεκαετία του ’50 είναι αυτή της απαγωγής του από τους άγγλους αποικιοκράτες, που σε πολλά στοιχεία θυμίζει την υπόθεση Οτζαλάν. Οι πολύμηνες συνομιλίες μεταξύ Μακαρίου - Χάρτινγκ είχαν ξαναρχίσει από τις αρχές Ιανουαρίου 1956, αλλά ήταν ξεκάθαρο πια ότι το μόνο που πρόσφεραν και στους δύο ήταν χρόνο, ώστε να προετοιμάζουν τις επόμενες κινήσεις τους.

Η άποψη αυτή παγιώθηκε μετά την άκαρπη συνάντηση του Μακαρίου με τον βρετανό υπουργό Αποικιών Λένοξ Μπόιντ, όπου διαφώνησαν σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα του προβλήματος. Η σταγόνα όμως που ξεχείλισε το ποτήρι για τους άγγλους ήταν η άρνηση του Μακαρίου να καταδικάσει την ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ, που είχε ξεκινήσει από την 1η Απριλίου 1955. Πλέον ο Μακάριος ήταν για τους άγγλους «τρομοκράτης» και ως τέτοιον θα τον αντιμετώπιζαν από εκεί και πέρα .

Ο ίδιος γνώριζε τις συνέπειες αυτής του της άρνησης και στις 2 Μαρτίου δήλωνε στην αγγλόφωνη εφημερίδα «Τάιμς οφ Σάιπρους»: «Θα πρέπει τώρα να προετοιμαστώ για το γεγονός ότι τα νέα μέτρα της τάξεως θα με πλήξουν προσωπικά».

ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΖΟΟΜ

Στις 9 Μαρτίου 1956 ο Μακάριος ξεκινούσε να επισκεφθεί την Αθήνα για να έχει την πρώτη συνομιλία του με τη νέα κυβέρνηση Καραμανλή, που – αν και μειοψηφία – είχε βγει με τα κόλπα του εκλογικού νόμου στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου. Φτάνοντας το αμάξι του Μακάριου στο αεροπλάνο της τότε ΤΑΕ, ένα αγγλικό στρατιωτικό αυτοκίνητο του έκλεισε τον δρόμο ζητώντας του να το ακολουθήσει σε ένα ελικόπτερο.

Μαζί του βρίσκονταν ο επίσκοπος Κυρήνειας Κυπριανός, ο ιερέας Παπασταύρος Παπαθαγγέλου και ο δημοσιογράφος Πολύκαρπος Ιωαννίδης.

Το ελικόπτερο τους μετέφερε στην αεροπορική βάση της Δεκελείας, και από εκεί στις Σεϋχέλλες. Την ίδια στιγμή στην Αθήνα εξελίσσονταν κωμικοτραγικές στιγμές, με τους επίσημους και αρκετό κόσμο να περιμένουν να υποδεχτούν τον αρχιεπίσκοπο, αλλά αυτός να μην εμφανίζεται.

Οι εξηγήσεις που προσπάθησε να δώσει η αδελφή του, που και αυτή βρισκόταν εκεί, περισσότερο μπέρδεψαν τους πάντες παρά τους βοήθησαν: «Χάθηκε από το πρόσωπο της γης, σαν να ανελήφθη προς τους ουρανούς. Δεν ξέρω τι τον κάνανε». Η ελληνική κυβέρνηση αγνοούσε πλήρως τα γεγονότα, και έμαθε την αλήθεια το ίδιο βράδυ, όταν το αγγλικό υπουργείο Αποικιών στο Λονδίνο σε ανακοίνωσή του μιλούσε για εκτόπιση γιατί: «Ήταν υποκινητής του αναρχικού κινήματος και αρνήθηκε να αποκηρύξει τους τρομοκράτες».

Όπως ήταν φυσικό, παρά την κυβερνητική απαγόρευση, νέες μεγάλες διαδηλώσεις ξέσπασαν σε όλη την χώρα, και αυτή τη φορά η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη, μια και οι επιθέσεις των διαδηλωτών γενικεύτηκαν εναντίον οτιδήποτε ξένου, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται τραγελαφικά φαινόμενα, με το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας» να σκεπάζει την ονομασία του με ελληνικές σημαίες, ενώ το «Πικαντίλι» να μετονομάζεται βιαστικά σε «Κύπρος μπαρ»….

Η κυβέρνηση ξέρει καλά τα αίτια των λαϊκών διαδηλώσεων αλλά προσπαθεί να τα υποβαθμίσει στα μάτια των άγγλων, ρίχνοντας τα βάρη – που αλλού- στην Αριστερά: «Η ΕΔΑ και ο παράνομος μηχανισμός του ΚΚΕ είχαν οργανώσει αιματηράν εξέγερσιν. Κομμουνισταί οπλισμένοι με κάθε είδους επιθετικά μέσα, ως ξύλα σίδερα, λίθους, φιάλας πλήρεις βενζίνης, θα επιτίθεντο εναντίων πρεσβειών, προξενείων κ.λπ. Η επίθεσίς των κατά των δυνάμεων της τάξεως, θα ήτο αδίστακτος και λυσσώδης μέχρι θανάτου».

Στις 28 Μαρτίου 1957 ο υπουργός Αποικιών Λέξον Μπόιντ ανακοινώνει στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι ο Μακάριος είναι ελεύθερος να φύγει από τις Σεϋχέλλες, και να πάει οπουδήποτε εκτός από την Κύπρο. Έτσι ο – ακόμα – εξόριστος ηγέτης αναχωρεί με το τάνκερ του Ωνάση «Ολύμπικ Θάντερ» και στις 17 Απριλίου του 1957 φτάνει στην Ελλάδα, μετά από 15 μήνες αιχμαλωσίας.

Στην Αθήνα του γίνεται πρωτοφανής υποδοχή, κάτι που κάνει έξαλλο τον τούρκο πρωθυπουργό Μεντερές, που τον χαρακτηρίζει και αυτός με τη σειρά του ως τρομοκράτη: «Η Ελλάδα αν θέλει ας βάλει στο κεφάλι της σαν στέμμα αυτόν τον παπά. Αν θέλει ας τον λατρέψει σαν Θεό. Για εμάς δεν είναι παρά ένας σημαδεμένος τρομοκράτης».

Ο λόγος του Μακάριου από τη «Μεγάλη Βρετανία» – που έχει μετονομαστεί πλέον σε «Πτι Παλαί» – είναι πύρινος, αλλά γνωρίζει καλά ότι η πορεία του κυπριακού ζητήματος δεν μπορεί πια να είναι ίδια. Στην Κύπρο η δράση της ΕΟΚΑ και της τουρκοκυπριακής – υποστηριζόμενη από τους άγγλους ΤΜΤ (Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης) – έχουν δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο αίματος και χάους.

Τα αγγλικό σχέδιο του «διαίρει και βασίλευε» λειτουργεί άψογα, και αυτή τη φορά ο εχθρός δεν είναι ο άγγλος αποικιοκράτης, που κάποια ημέρα θα φύγει από το νησί, αλλά ο τουρκοκύπριος γείτονας που πρέπει να συμβιώσει μαζί του. Οι άγγλοι, έχοντας δημιουργήσει ένα δεύτερο μέτωπο στους ελληνοκυπρίους, μπορούν να σκληραίνουν εκ του ασφαλούς τη στάση τους, φτάνοντας σε απαγχονισμούς κυπρίων μαχητών. Για δεύτερη φορά μετά τα Δεκεμβριανά, οι άγγλοι φαίνονται να κερδίζουν και αυτή τη μάχη.

Ήδη ακούγονταν αρκετές φωνές για συμβιβασμό και οι παρασκηνιακές συνομιλίες με την ελληνική κυβέρνηση δεν γίνονται πλέον για το πώς θα εκπληρωθεί ο όρκος της Φανερωμένης για την ένωση, αλλά για τους όρους του συμβιβασμού. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται πλέον όλοι, ΝΑΤΟ, αμερικάνοι, άγγλοι, με τον ΟΗΕ ουδέτερο παρατηρητή των γεγονότων.

Τα αγγλικά σχέδια Ράτκλιφ και Μακ Μίλλαν που απορρίπτει ο Μακάριος περιγράφουν το όριο των απαιτήσεων που μπορεί να έχει στην πιθανή λύση, ενώ η εξομοίωση Ελλάδας και Τουρκίας στο Κυπριακό, που έκανε ο τότε υπουργός των Ηνωμένων Πολιτειών Ντάλλας, δείχνουν στην ελληνική κυβέρνηση τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει.

Οι συνεχείς συναντήσεις των υπουργών εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας Αβέρωφ και Ζορλού, δείχνουν να πλησιάζουν σε παρασκηνιακή συμφωνία με την επιμέλεια των αγγλοααμερικάνων.

Αυτή τη φορά είναι ο Μακάριος που σύρεται από την ελληνική κυβέρνηση στη συνδιάσκεψη της Ζυρίχης – στην αρχή – και του Λονδίνου στη συνέχεια. Ο Μακάριος δεν ήταν κάθετα αντίθετος σε αυτά που υπέγραψε, οι πιέσεις όμως που δέχτηκε γι’ αυτή του την υπογραφή από όλους, αδυνατίζουν εξ ορισμού το πολιτικό βάρος της απόφασής τους. Το αμερικάνικο «Τάιμ» έγραψε χαρακτηριστικά για το κλίμα που συνάντησε ο Μακάριος στη Ζυρίχη:

«Ο Έλλην Πρωθυπουργός δήλωσε ξερά στον Μακάριο: η ελληνική κυβέρνηση είναι δεσμευμένη με τις συμφωνίες της Γενεύης. Δεν θα τις εγκαταλείψει. Ή δέξου τη συμφωνία αυτή, ή θεωρείσαι υπεύθυνος για την αποτυχία του Συνεδρίου». Τις συνέπειες αυτής της υπογραφής τις γνωρίζουμε όλοι, μόνο που οι κύπριοι τις βιώνουν και στην καθημερινότητά τους...