Σάββατο 1 Αυγούστου 2009



ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΠΙΛΕΚΤΑ V



Το μεγαλύτερο λάθος της σύγχρονης δημοκρατίας


Εβδομήντα πέντε χρόνια έχουν περάσει από τον Μάρτιο του 1933, που η δημοκρατία έφτασε στο πιο τραγικό αδιέξοδό της τον προηγούμενο αιώνα. Μιλάμε φυσικά για την ουσιαστική παράδοση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στον πιο δηλωμένο εχθρό της, Αδόλφο Χίτλερ.

Η κατάρρευσή της, που είχε ξεκινήσει από το τέλος Ιανουαρίου, όταν ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος, πήρε μορφή με το κάψιμο του Ράιχσταγκ, και ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο με τις διώξεις εβραίων και κομμουνιστών, και τη δημιουργία του πρώτου στρατοπέδου συγκέντρωσης. Επειδή ξεχνάμε εύκολα, αξίζει να θυμηθούμε πώς έφτασε ο Χίτλερ στην εξουσία.

Ο Χίτλερ, μετά την εμπειρία του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου τραυματίστηκε και έζησε από κοντά την πτώση της χώρας του, διαμόρφωσε την ιδεολογία του σχετικά με το πεπρωμένο των γερμανών και την ανωτερότητά τους σε σχέση με τα άλλα έθνη. Στη συνέχεια προσπάθησε να ασχοληθεί με την πολιτική ενεργά.

Η ήττα και οι επαχθείς όροι που επιβλήθηκαν από τους νικητές είχαν σημαδέψει την ψυχολογία του γερμανικού λαού στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Διάφοροι εθνικιστές, όπως ο ίδιος ο Χίτλερ, απέδιδαν την ήττα στη δραστηριότητα των μαρξιστών, τους οποίους θεωρούσαν προδότες. Συνεπώς, από νωρίς ο Χίτλερ είχε ξεκαθαρίσει τις θέσεις του, οι οποίες δεν άλλαξαν ουσιαστικά ώς το τέλος.

Ο Χίτλερ εντάχθηκε στο Γερμανικό Εργατικό Κόμμα το 1919 και εκεί του παρουσιάστηκε η ευκαιρία να ξεδιπλώσει τις εντυπωσιακές ρητορικές του ικανότητες. Σύντομα ισχυροποιήθηκε στα πλαίσια του κόμματος και άλλαξε το όνομά του σε Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP). Από το 1921 και μετά, ο Χίτλερ έγινε ο ηγέτης του, αλλά ήταν ακόμα περιορισμένων δυνατοτήτων, καθώς οι δραστηριότητες περιορίζονταν κυρίως στη Βαυαρία.

Το 1923 ο Χίτλερ θα προβεί σε μια πραξικοπηματική απόπειρα στο Μόναχο, το λεγόμενο «πραξικόπημα της μπυραρίας». Ήταν όμως μια πρόωρη προσπάθεια εκ μέρους του και καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση (θα μείνει μόνο 8 μήνες στη φυλακή). Δυστυχώς ο μόνος που «έμαθε» από τα λάθη που έγιναν σε αυτό το πραξικόπημα ήταν ο ίδιος ο Χίτλερ, και όχι το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας που τον υποτίμησε. Το μόνο σίγουρο πάντως ήταν ότι με την τολμηρή αυτή προσπάθεια ο Χίτλερ έγινε ευρύτερα γνωστός.

Στη φυλακή, με τη βοήθεια του Ρούντολφ Ες, έγραψε το διαβόητο «Ο Αγών Μου», στο οποίο είναι σαφές το ποιοι είναι οι αντίπαλοί του: η δημοκρατία, η οποία θα έχει αποτέλεσμα τον κομμουνισμό.

«Η Δημοκρατία της Δύσης σήμερα είναι ο προπομπός του μαρξισμού, ο οποίος θα ήταν αδιανόητος χωρίς αυτήν. Είναι η δημοκρατία και μόνο αυτή, που παρέχει σ’ αυτή την πανούκλα (τον μαρξισμό) το έδαφος στο οποίο εξαπλώνεται. Με το πρόσωπο του κοινοβουλευτισμού, που είναι η εξωτερική έκφρασή της, η δημοκρατία δημιούργησε ένα τερατούργημα βρόμας και φωτιάς».

Επίσης, προβάλλει το αίτημα για «ζωτικό χώρο» (Lebensraum), δηλαδή για επανάκτηση των χαμένων γερμανικών εδαφών και προσάρτηση των εδαφών όπου ζούσαν γερμανικοί πληθυσμοί. Από εκείνο το σημείο και μετά ο Χίτλερ βρίσκει πολλούς τρόπους να γίνει δημοφιλής, αλλά αδυνατεί ακόμα να μετατρέψει το κόμμα του σε μεγάλη δύναμη.

Όταν από το 1928 και μετά ήρθε η τεράστια οικονομική κρίση της εποχής από την οποία και η Γερμανία υπέφερε, ο Χίτλερ ανακάλυψε ένα έρεισμα με το οποίο εδραίωσε το NSDAP στην πολιτική σκηνή. Η εκπληκτική αντίληψη του για το πώς να χειρίζεται τις μάζες βρίσκει πρόσφορο έδαφος στη διάρκεια της ύφεσης και σπεύδει να προσθέσει στη λαϊκή δυσαρέσκεια και μια αντισημιτική χροιά. Στόχος του είναι όχι μόνο να κερδίσει τη λαϊκή υποστήριξη, αλλά και αυτή της άρχουσας τάξης, βρίσκοντας και δημιουργώντας μια σειρά από εχθρούς.

Ως εθνικιστής, ο Χίτλερ ήταν σε θέση να δίνει μεγάλες υποσχέσεις και στους εργάτες και στους βιομηχάνους. Με την πάροδο του χρόνου κατορθώνει να μεταμορφώσει την απαισιοδοξία του γερμανικού λαού σε καταπιεσμένη οργή κατά των δυτικών δημοκρατιών, κατά των κομμουνιστών και κατά των εβραίων.

Έτσι, οι ναζί που στις εκλογές του 1928 είχαν ποσοστό 2,6% φτάνουν στο 18,3% το 1930 (αριθμώντας 100.000 μέλη) και το 1932 αναδεικνύονται δεύτεροι με 35% (800.000 μέλη). Στις εκλογές νικητής είναι ο μοιραίος Πάουλ Φον Χίντενμπουργκ, που γίνεται πρόεδρος. Ο διανοούμενος Σεμπάστιαν Χάφνερ μας δίνει την εικόνα της Γερμανίας εκείνη την περίοδο:

«Ο αέρας στη Γερμανία γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός εκείνο το καλοκαίρι του 1932. Η κυβέρνηση Μπρίνιγκ έπεσε χωρίς να καταλάβει κανένας το γιατί, έγινε μια "παρένθεση" με κυβέρνηση Πάπεν - Σλάιχερ που κράτησε έξι μήνες γεμάτους πολιτικά μαγειρέματα άγνωστων αριστοκρατών, η δημοκρατία καταλυόταν λίγο - λίγο και τελικώς το σύνταγμα ανεστάλη, το Ράιχσταγκ διαλύθηκε, επανεξελέγησαν οι ίδιοι βουλευτές και πάλι ξαναδιαλύθηκε. Τον Αύγουστο η κυβέρνηση Πάπεν - Σλάιχερ άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Χίτλερ. Του πρόσφερε τη θέση του αντικαγκελαρίου και τον Νοέμβριο και αυτήν τη θέση του καγκελάριου».

Υπό αυτές τις ανώμαλες πολιτικά συνθήκες ο Χίτλερ έφτασε στις εκλογές της 30ής Ιανουαρίου του 1933. Ήταν η έκτη αναμέτρηση μέσα σε έναν χρόνο. Όλοι περίμεναν πως τίποτα το οριστικό δεν θα προέκυπτε πάλι. Για άλλη μια φορά θα σχηματιζόταν κυβέρνηση εθνικής ενότητας – και όντως έτσι έγινε με τον Χίτλερ να συμμετέχει.

Με μια μοιραία απόφαση, ο γηραιός Χίντενμπουργκ τον διόρισε καγκελάριο, δίνοντάς του με αυτόν τον τρόπο την εξουσία που χρειαζόταν για να προωθήσει τα σχέδιά του. Ο Χίντενμπουργκ προέβη στην απόφαση αυτή υπό την πίεση των μεγάλων συμφερόντων. Η Γερμανία είχε έξι εκατομμύρια ανέργους και η οικονομία βρισκόταν σε δυσχερέστατη θέση. Ο Χίτλερ υποσχόταν επανεκκίνηση της πολεμικής βιομηχανίας, συνεπώς νέες θέσεις εργασίας.

Η άρχουσα τάξη, όντας παραδοσιακών καταβολών, δεν εμπιστευόταν τον Χίτλερ, αλλά τον είχε ανάγκη για να κάνει τη βρόμικη δουλειά που δεν ήθελαν να κάνουν οι ίδιοι: Να καταστείλει την Αριστερά και τον συνδικαλισμό, να δημιουργήσει στη συνέχεια νέες θέσεις εργασίας, ώστε στο τέλος να επανέρχονταν οι ίδιοι να κυβερνήσουν. Την πολιτική αυτή αφέλεια την πλήρωσε όλος ο κόσμος και φυσικά η ίδια η Γερμανία.

Αμέσως μετά τη νίκη αυτή των ναζί, τα SS και τα SA (Sturm Abteilungen, Τάγματα Εφόδου) παρέλασαν στους δρόμους και χαιρετούσαν τους ηγέτες του κόμματος σηκώνοντας το χέρι τους. Ήταν η πρώτη φορά που παρουσιαζόταν αυτή η εικόνα που για την επόμενη δεκαετία θα κυριαρχούσε στη Γερμανία και όχι μόνο.

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ πως κανείς δεν περίμενε τότε την τροπή που θα έπαιρναν τα πράγματα στο άμεσο μέλλον. Ο Φον Πάπεν δήλωνε πως «σε δύο μήνες θα έχουμε περιθωριοποιήσει τον Χίτλερ». Ούτε οι ίδιοι οι ψηφοφόροι του δεν πίστευαν ότι θα διαρκούσε πολύ η κυβέρνηση εκείνη. Αμέσως μετά τη νίκη του, ο Χίτλερ θέτει σε εφαρμογή ένα δυναμικό και αδίστακτο σχέδιο με σκοπό να εξουδετερώσει τους πολιτικούς του εχθρούς.

Στις 22 Φεβρουαρίου απομακρύνει από την κυβέρνηση τους Χανς Γκέοργκ Σλέβινγκερ και Μαριάν Αντρέ, που ήταν έμπιστοι του Χίντενμπουργκ. Με αυτή την κίνηση ο Χίτλερ έκανε φανερό πως δεν υπολόγιζε τίποτα πλέον, ούτε καν να ικανοποιήσει τον ευεργέτη του.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως παράλληλα με την απομάκρυνση των πολιτικών του αντιπάλων, το ναζιστικό κόμμα έθεσε σε εφαρμογή και το πασίγνωστο πρόγραμμα του Συγχρονισμού (Gleichschaltung), μέσω του οποίου θα πετύχαινε τους κοινωνικούς σκοπούς του.

Μέσα από τη διαδικασία αυτή, η γερμανική κοινωνία κατρακύλησε στον απολυταρχισμό και την κατάπνιξη της ατομικότητας. Σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής, οι ανάγκες του προσώπου θυσιάζονταν για την επίτευξη των στόχων του καθεστώτος. Διαφορετικές φωνές δεν ήταν ανεκτές. Μέσα σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα ξεκίνησε μια σειρά αποφάσεων σύμφωνων με τον Συγχρονισμό που θα έφερναν μεγάλες αλλαγές.

Στις 27 Φεβρουαρίου το Ράιχσταγκ καίγεται προβοκατόρικα από πράκτορες των ναζί. Την επόμενη μέρα ο Χίντενμπουργκ εκδίδει νόμο με τον οποίο περιορίζονται τα δικαιώματα που προέβλεπε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης και έτσι ξεκινάει ο διωγμός των κομμουνιστών. Περιττό να αναφέρουμε ποιος πίεσε τον πρόεδρο να εκδώσει αυτόν τον νόμο. Νέες εκλογές στις 3 Μαρτίου δίνουν στο κόμμα 43,9% και 288 έδρες. Η καταστροφή του Ράιχσταγκ επέτρεψε στους ναζί να προβούν πιο γρήγορα σε αντιδημοκρατικούς νόμους και διατάγματα.

Στις 23 Μαρτίου το Κοινοβούλιο αναθέτει με την Πράξη Εξουσιοδότησης όλη τη νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση. Σε όλη τη διάρκεια του 1933 έχουμε ανάλογες αποφάσεις: Στις 14 Ιουλίου, με έναν νόμο - σταθμό, όλα τα πολιτικά κόμματα κηρύσσονται παράνομα, εκτός από το εθνικοσοσιαλιστικό. Δηλαδή, μόλις μερικούς μήνες μετά την άνοδο στην εξουσία ο Χίτλερ ουσιαστικά είχε κατατροπώσει μια από τις πιο εδραιωμένες δημοκρατίες της Ευρώπης και την είχε μετατρέψει σε έρμαιο της δικτατορίας του.

Στις 30 Ιανουαρίου 1934 καταργείται το ομόσπονδο κράτος και όλες οι αρμοδιότητες μεταφέρονται στην κεντρική κυβέρνηση. Συγκεντρώνεται λοιπόν όλη η εξουσία στα χέρια των ναζί. Στις 30 Ιουνίου 1934 έρχεται η σειρά των ενδοκομματικών αντιπάλων.

Στους κόλπους των εθνικιστικών οργανώσεων υπήρχαν και διαφορετικές απόψεις από του Χίτλερ. Εκείνη τη «Nύχτα των Mεγάλων Mαχαιριών», δολοφονούνται πολλοί πρώην σύμμαχοι του Χίτλερ και αποκεφαλίζονται τα τάγματα εφόδου που αριθμούσαν 225.000 ενόπλους το 1932 και που τόσο τον είχαν βοηθήσει στο παρελθόν. Ύστερα από εκείνη τη νύχτα, μόνο τα SS θα συνέχιζαν τη δράση τους, με νέα ηγεσία.

Τέλος, στις 2 Αυγούστου πεθαίνει ο Χίντενμπουργκ και εκδίδεται νόμος που ενοποιεί το αξίωμα του προέδρου με αυτό του καγκελάριου. Αναθέτει όλες τις εξουσίες στον Fόhrer und Reichskanzler Adolf Hitler. Σε δημοψήφισμα που ακολούθησε, το 88,2% έδωσε λευκή επιταγή στον Χίτλερ. Το πρώτο κεφάλαιο έχει πλέον γραφτεί.

Το 1934 ο Χίτλερ φροντίζει να δολοφονήσει τους Σλέβινγκερ και Αντρέ (ο ένας πέθανε στη διάρκεια κυνηγιού και ο άλλος «αυτοκτόνησε»). Το 1935 εντείνεται ο αντισημιτισμός με τους νόμους της Νυρεμβέργης που αποκλείουν τους εβραίους από τα δημόσια λειτουργήματα. Μετά τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς, ο Χίτλερ είχε πλέον ολοκληρώσει τη δουλειά τού μεγάλου κεφαλαίου. Πειθήνιοι εργάτες χωρίς εκπροσώπηση εργάζονταν για τη Μεγάλη Γερμανία, ενώ οι κομμουνιστές αποτελούσαν μίασμα για το ναζιστικό καθεστώς.

Τα επόμενα βήματα του Χίτλερ ήταν να αναπτύξει τον βιομηχανικό τομέα, να φτιάξει πλήθος δημοσίων έργων και φυσικά να ανορθώσει την πολεμική βιομηχανία. Η ανεργία μειώθηκε δραστικά. Το 1935 η υποχρεωτική θητεία επαναφέρθηκε, παρά την απαγόρευση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, και συνέπειά της ήταν η δημιουργία περίπου 36 μεραρχιών. Το ναυτικό και η αεροπορία εκσυγχρονίστηκαν.

Ο Χίτλερ προχώρησε όμως και ένα βήμα παραπέρα. Προσάρτησε τη Ρηνανία και υποστήριξε τον Φράνκο στην Ισπανία, προετοιμάζοντας τις ένοπλες δυνάμεις για το μέλλον. Κάπου εκεί άρχισε και η υποτονική αντίδραση εκ μέρους των δυτικών. Συγκεκριμένα, οι άγγλοι έκαναν το μέγα λάθος να υπογράψουν συνθήκη με την οποία επιτρεπόταν στη Γερμανία να ναυπηγήσει στόλο εκ νέου (κάτι που πλήρωσαν αργότερα από τις «αγέλες» των U-Boat). Έπειτα απ’ όλα αυτά η Γερμανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών, το 1936. Άξιο απορίας είναι πώς ο Χίτλερ κατάφερε σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα να κάνει τόσο ισχυρό το ναζιστικό κόμμα και να κατατροπώσει τον συνδικαλισμό, τους κομμουνιστές και τους μειονοτικούς πληθυσμούς μαζί.

Οι γερμανοί σοσιαλιστές, που αποτελούσαν μια ισχυρή δύναμη στην πολιτική (με ένα εκατομμύριο μέλη), βρέθηκαν ξαφνικά εκτός νόμου αμέσως μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ. Ακολούθησε εκκαθάριση με χιλιάδες από τα στελέχη τους να δολοφονούνται ή να φυλακίζονται. Την ίδια μοίρα είχαν και όσοι από τα συνδικάτα διαφωνούσαν με τους νέους κανόνες. Η αλήθεια είναι ότι οι εκπρόσωποι αυτών των παρατάξεων έδειξαν ολιγωρία εκείνο το κρίσιμο διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου του 1933 και ο Χίτλερ τους αιφνιδίασε ολοκληρωτικά.

Στη νέα ναζιστική Γερμανία, το μεγάλο κεφάλαιο κυριαρχούσε. Εκτός από τους ίδιους τους γερμανούς βιομηχάνους, υπήρξαν και πολλοί δυτικοί επενδυτές, οι οποίοι επωφελήθηκαν από τη σχέση τους με το ναζιστικό καθεστώς. Αναφέρουμε ενδεικτικά τον Ροκφέλερ και την IBM που αργότερα ήταν υπεύθυνη για τη μηχανοργάνωση των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Ως βαθύτερες αιτίες των παραπάνω εντοπίζουμε τις εξοντωτικές διατάξεις της συνθήκης ειρήνης του Α’ Παγκοσμίου που έφεραν τη Γερμανία σε αδιέξοδο, τη λαθεμένη διπλωματία των δυτικών δυνάμεων και την αδυναμία αντίδρασης εκ μέρους των γερμανικών πολιτικών θεσμών. Αυτοί ήταν οι λόγοι που επέτρεψαν στον Χίτλερ να εκμεταλλευτεί τη συσσωρευμένη οργή του γερμανικού λαού και να τη χρησιμοποιήσει τόσο καταστροφικά για την Ευρώπη και όλο τον κόσμο.


27 Μαρτίου 1940: Ο Σπύρος Λούης

Ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε στο Μαρούσι της Αττικής το 1872 και καμιά σχέση δεν είχε με τον αθλητισμό. Στα 24 του, ζούσε στο Μαρούσι, έβγαζε το ψωμί του πουλώντας νερό με τη σούστα του κι ήταν βαθιά απελπισμένος, καθώς οι γονείς της καλής του και μοιραίας Ελένης έδειχναν να μην τον θέλουν. Ήταν η χρονιά που θα διεξάγονταν στην Αθήνα οι πρώτοι σύγχρονοι και παγκόσμιας εμβέλειας Ολυμπιακοί αγώνες (1896). Το γεγονός άφηνε τον Σπύρο αδιάφορο. Όμως, η καλή του έμαθε για τον χαμό που γινόταν σχετικά με το «νέο άθλημα», τον μαραθώνιο:

Το πώς παντρεύτηκε στο μυαλό του Γάλλου λόγιου Μισέλ Μπρελ η νίκη των Αθηναίων εναντίον των Περσών στον Μαραθώνα με τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, δεν έχει ξεκαθαριστεί. Πρότεινε όμως στον Κουμπερτέν ένα πρωτότυπο αγώνισμα: Δρόμο αντοχής από τον Μαραθώνα ως το Καλλιμάρμαρο. Και υποσχέθηκε ότι ο ίδιος θα αθλοθετούσε βαρύτιμο ασημένιο κύπελλο για τον νικητή. Η ιδέα έγινε δεκτή κι έτσι δημιουργήθηκε το άθλημα του μαραθωνίου δρόμου.

Η πρωτιά των Ολυμπιακών αγώνων συνδυάστηκε με την πρωτιά του νέου αγωνίσματος που ξαφνικά έγινε «εθνική υπόθεση» όλων. Οι φήμες οργίαζαν: Ως και προίκα από τον εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Αβέρωφ λεγόταν ότι θα εξασφάλιζε ο νικητής. Η ελληνική ομάδα ήταν πολυπληθής και καλά προπονημένη. Με τον ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλο που είχε οριστεί αφέτης, να παρακολουθεί άγρυπνα την κατάσταση.

Η Ελένη κατέβασε την φαεινή ιδέα:

«Αν τρέξεις στον Μαραθώνιο και νικήσεις, οι δικοί μου δεν θα μπορούν να πουν όχι».

Μια κουβέντα ήταν. Ούτε είχε ξανατρέξει ούτε ήξερε πολλά για τον αθλητισμό, τη μεγάλη ιδέα και τον οπλίτη της αρχαιότητας. Την αγαπούσε όμως. Παρουσιάστηκε στον αθλίατρο και ζήτησε να τρέξει. Δεν ανήκε σε σύλλογο, δεν είχε προπονητή, δεν ήξερε καν τη διαδρομή. Με την επιμονή του, δέχτηκαν να τον δοκιμάσουν. Έτρεξε χίλια μέτρα κι ήρθε δεύτερος και καταϊδρωμένος, ολόκληρα είκοσι δευτερόλεπτα πίσω από τον αθλητή που τον έβαλαν να συναγωνιστεί. Η συμμετοχή του απορρίφθηκε.

Τον έπιασε μαύρη απελπισία: Έχανε την Ελένη! Και ξαφνικά, άκουσε μια άγρια φωνή που του φάνηκε μελωδία: «Τι θέλεις εσύ εδώ;». Ήταν ο υπεύθυνος για την ελληνική ομάδα, αφέτης συνταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος, που τον είχε ορντινάντσα στον στρατό. «Να τρέξω, κύριε συνταγματάρχα, αλλά δεν μ’ αφήνουν».

Ο συνταγματάρχης ανέλαβε να καθαρίσει, λέγοντας στον αρχίατρο ότι ο νεαρός είχε τρομερή αντοχή: «Από τους Αμπελόκηπους, τον έστελνα στο Σύνταγμα για τσιγάρα και γυρνούσε σε είκοσι λεπτά». Η συμμετοχή του Σπύρου Λούη εγκρίθηκε «κατά παρέκκλισιν».

Καταμεσήμερο, δόθηκε το σύνθημα της εκκίνησης: Τέσσερις ξένοι αθλητές, δώδεκα Έλληνες κι ο νερουλάς από το Μαρούσι. Ως το Πικέρμι, μπροστά πήγαινε ο Αυστραλός, πίσω του ο Γάλλος, πιο πίσω ο Ούγγρος, μετά ο Άγγλος κι ακολουθούσαν οι Έλληνες με τον Λούη τελευταίο. Στο Πικέρμι, ήπιε ένα ποτήρι κρασί να καρδαμώσει. Με τίποτα δεν θα την έχανε την Ελένη. Ξεκίνησε να τους περνά τον ένα μετά τον άλλο. Τα νέα μαθεύτηκαν στο στάδιο, όπου 60.000 θεατές κραύγαζαν ρυθμικά «Έλλην, Έλλην».

Ο Σπύρος Λούης μπήκε στο στάδιο νικητής και ακμαίος, με χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και πενήντα δευτερόλεπτα, συντρίβοντας το ρεκόρ των προκριματικών κατά δεκαπέντε λεπτά. Κανένας όμως δεν ασχολιόταν με το ρεκόρ. Χαμένος στις αγκαλιές παραληρούντων πριγκίπων και απλών Ελλήνων, ζούσε τον θρίαμβό του. Ξενύχτησε διασκεδάζοντας. Του υποσχέθηκαν λαγούς με πετραχήλια. Κατάφερε να πάρει μια καινούρια σούστα. Και βέβαια να παντρευτεί τη μοιραία Ελένη. Ποιοι γονείς μπορούσαν ν’ αρνηθούν στον ήρωα;

Δεν ξανάτρεξε. Στους Ολυμπιακούς του 1936, μπήκε σημαιοφόρος της ελληνικής ομάδας στο στάδιο του Βερολίνου. Στα 1938, ακριβώς 42 χρόνια μετά τον θρίαμβό, τιμήθηκε με ισόβια σύνταξη που του παραχώρησε η γενέτειρά του κοινότητα Αμαρουσίου Αττικής. Πέθανε στις 27 Μαρτίου 1940.


20 Μαρτίου 1916: Η κατάρρευση της Σερβίας


Η υπογραφή της βουλγαρογερμανικής συνθήκης (6 Σεπτεμβρίου 1915) και η επιστράτευση των Βουλγάρων (9 του μήνα) προκάλεσαν την άμεση αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης (Βενιζέλου), ενώ μαινόταν ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος. Διέταξε επιστράτευση, κάλεσε τις δυνάμεις της Αντάντ να χρησιμοποιήσουν τη Θεσσαλονίκη για στήριξη των Σέρβων και ζήτησε από τον βασιλιά να τιμήσει την υπογραφή του στην ελληνοσερβική συνθήκη (της 19ης Μαΐου 1913). Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε. Η απόβαση των Αγγλογάλλων στη Θεσσαλονίκη ολοκληρώθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου.

Ο Σέρβος αρχιστράτηγος, Ράντομιρ Πούτνικ, διέθετε 200.000 άνδρες και το μόνο που είχε να κάνει ήταν να διεξάγει πόλεμο φθοράς, με την ελπίδα ότι η ελληνική και η αγγλογαλλική βοήθεια θα έφθαναν έγκαιρα. Πληροφορήθηκε ότι ελληνική δεν θα έφθανε ποτέ. Της Αντάντ αργούσε. Κι ο εχθρός οργανωνόταν: Επτά γερμανικές και αυστριακές μεραρχίες μαζεύονταν στη δυτική μεριά, κοντά στην κοιλάδα που σχηματίζουν ο Δούναβης και ο Σαύος. Άλλες επτά γερμανικές μεραρχίες συγκεντρώνονταν βόρεια του Δούναβη. Και δυο διπλές βουλγαρικές ήταν έτοιμες να εισβάλουν από τα ανατολικά σύνορα της Σερβίας.

Η προπαρασκευή πυροβολικού ξεκίνησε στις 5 Οκτωβρίου 1915. Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 6 του μήνα. Στις 9, αυστριακές και γερμανικές δυνάμεις κυρίευαν το Βελιγράδι, ενώ οι Βούλγαροι εισέβαλλαν στη Σερβία από τα ανατολικά. Οι Σέρβοι συνεχώς υποχωρούσαν, ενώ οι Αγγλογάλλοι που κινήθηκαν από τη Θεσσαλονίκη να τους βοηθήσουν, κόλλησαν έξω από τα ελληνικά σύνορα όπου τους σταμάτησαν οι Βούλγαροι. Ο σερβικός στρατός εξοντωνόταν. Υπολείμματά του στριμώχνονταν στη νοτιοδυτική Σερβία, με τον Πούτνικ να προσπαθεί κάτι να κάνει, δίνοντας εντολές από το φορείο με το οποίο τον μετέφεραν. Μαζί τους ακολουθούσε ο βασιλιάς Πέτρος.

Οι Αγγλογάλλοι αναγκάστηκαν να γυρίσουν άπρακτοι στη Θεσσαλονίκη (18 Δεκεμβρίου). Η καταδίωξη των Σέρβων από τους Γερμανούς, Αυστριακούς και Βούλγαρους σταμάτησε όταν ό,τι απέμεινε από τον σερβικό στρατό πέρασε στην Αλβανία. Μέσα στον άγριο χειμώνα και διαβαίνοντας δυσπρόσιτα βουνά, οι Σέρβοι, στρατός και πρόσφυγες, έφτασαν στην Αδριατική. Στις 20 Μαρτίου 1916, πέρασαν στην Κέρκυρα. Ο Πούτνικ έφυγε στη γαλλική Νίκαια. Πέθανε εκεί στις 17 Μαΐου 1917, στα εβδομήντα του χρόνια.

Η κατάληψη της Σερβίας είχε ολοκληρωθεί από τις 4 Δεκεμβρίου 1915, όταν οι Βούλγαροι μπήκαν στο Μοναστήρι. Οι Αυστριακοί στράφηκαν στο ξεχασμένο Μαυροβούνιο. Ως τις 23 Ιανουαρίου 1916, το είχαν κυριεύσει, με τον βασιλιά του, Νικόλαο, να έχει διαφύγει στο εξωτερικό.


Η αρχή του τέλους για την κυπριακή ανεξαρτησία

Αν οι τελευταίες κυπριακές εκλογές θεωρούνταν εξαρχής καθοριστικές για το μέλλον της Μεγαλονήσου, αυτό οφείλεται στο ότι, 49 χρόνια πριν, ο Φεβρουάριος του 1959 είχε δημιουργήσει έναν ασφυκτικό κλοιό «καντονοποίησης» του νησιού, που όσο περνά ο χρόνος γίνεται πιεστικότερος για τους ελληνοκύπριους και κατοχυρώνεται θεσμικά για τους τουρκοκύπριους.

Η δεκαετία του ’50 είναι αυτή που έθεσε τις βάσεις για τα σημερινά προβλήματα της Κύπρου. Η άνοδος του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας έφερε αρχικά την αποτυχημένη προσπάθεια για ένωση με την Ελλάδα και στη συνέχεια τον ένοπλο αγώνα για ανεξαρτησία, το μπάσιμο των τούρκων στο παιχνίδι, την εξορία του Μακαρίου στις Σεϋχέλλες και τα απανωτά «σχέδια λύσης», όλα προσαρμοσμένα στις απαιτήσεις άγγλων και τούρκων.

Τα σχέδια αυτά ήταν τόσο δυσμενή για τους ελληνοκύπριους, ώστε ο Καραμανλής, απαντώντας στον Μακ Μίλαν για την πρότασή του, προτιμούσε την αγγλική κυριαρχία από τη «λύση»: «Εφ’ όσον αποκλείετε διά του σχεδίου σας επί μίαν επταετίαν το κύριο θέμα, δηλαδή το δικαίωμα του κυπριακού λαού να αποφαίνεται περί της τύχης του, θα ήτο περισσότερον εποικοδομητική ακόμη και η πρότασή σας περί προσωρινής λύσεως μιας δημοκρατικής αυτοκυβερνήσεως, υπό την βρετανικήν κυριαρχίαν, αναβαλλομένης της λύσεως του κυρίου θέματος δι’ ευθετώτερον χρόνον».

Το Κυπριακό πλέον χρησιμοποιείται από τους τούρκους ως εστία έντασης, με πρώτους ζημιωμένους τους έλληνες της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι δέχονται τις συνέπειες αυτής της αλλαγής πλεύσης με τα Σεπτεμβριανά το 1955. Την ίδια στιγμή οι τούρκοι αρχίζουν να δραστηριοποιούνται παραστρατιωτικά στη βόρεια Κύπρο με τη βοήθεια των βρετανών και να υποδαυλίζουν στους τουρκοκυπριακούς πληθυσμούς τη λογική τής «μη συμβίωσης» με τους ελληνοκύπριους, προετοιμάζοντάς τους έτσι για την επερχόμενη διχοτόμηση.

Μέσα σε αυτό το βαρύ κλίμα εμφανίζεται η διπλωματική κόπωση της Ελλάδας, που αρχίζει να βλέπει το Κυπριακό σαν ένα «βαρίδι» που θέλει να διώξει από πάνω της με κάθε τρόπο, μια και οι βρετανοί δημιουργούν διλήμματα ασφαλείας σε Αθήνα και Λευκωσία πιέζοντας τις ηγεσίες τους για μια συμβιβαστική λύση. Ο Καραμανλής επανεκλέγεται το 1958 και έχει πρώτη προτεραιότητα την απεμπλοκή της κυβέρνησής του από το Κυπριακό.

Λίγες ημέρες μετά τις εκλογές γίνεται σύσκεψη με την παρουσία του Καραμανλή, του υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ, του υφυπουργού Εξωτερικών Γεώργιου Σεφέρη, του διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών Γεώργιου Χριστόπουλου, των πρεσβευτών μας σε Ουάσιγκτον, Άγκυρα, Λονδίνο, καθώς και των αντιπροσώπων μας σε ΝΑΤΟ και ΟΗΕ, με μοναδικό θέμα το Κυπριακό.

Εκεί αποφασίζεται ο τερματισμός της γραμμής Αυτοδιάθεσης - Ένωσης και η εξεύρεση άλλης λύσης με μυστικές διαπραγματεύσεις. Οι διαπραγματεύσεις αυτές γίνονται εν γνώσει του Μακαρίου, αλλά η γραμμή Αθήνας - Λευκωσίας δεν είναι πια αρραγής, μια και ο κύπριος ηγέτης βλέπει ότι η Αθήνα βιάζεται να κλείσει το θέμα.

Έτσι φτάνουμε στον Φεβρουάριο του 1959, όταν με συνεχείς συναντήσεις σε Ζυρίχη και Λονδίνο των εκπροσώπων των τριών μερών – που ήταν από την πλευρά των ελληνοκύπριων ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο Κιουτσούκ εκ μέρους της τουρκοκυπριακής κοινότητας καθώς και οι πρωθυπουργοί και ΥΠΕΞ της Ελλάδας (Καραμανλής - Αβέρωφ), της Τουρκίας (Μεντερές - Ζορλού) και της Μεγάλης Βρετανίας – καθορίζεται η τύχη (και η τραγωδία) της Μεγαλονήσου.

Το μόνο θετικό της συνθήκης αυτής, ότι η Κύπρος για πρώτη φορά στην ιστορία της γίνεται ανεξάρτητη, αντισταθμίζεται από το ότι η λύση αυτή είναι έξω ακόμη και από τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ. Ο Μακάριος διαφωνεί με το κείμενο της συμφωνίας και, με ορατό το ενδεχόμενο να οδηγηθούν οι συνομιλίες σε ναυάγιο, ο Καραμανλής απειλεί λέγοντας: «Αν θέλετε εσείς να συνεχίσετε τον αγώνα, θα πρέπει να αναζητήσετε αλλού συμπαράσταση». Τελικά, απομονωμένος και αποκαρδιωμένος, ο Μακάριος αναγκάζεται να υπογράψει.

Με βάση το Σύνταγμα του νέου κράτους, ο Πρόεδρος θα ήταν ελληνοκύπριος και ο αντιπρόεδρος τουρκοκύπριος. Οι αποφάσεις θα λαμβάνονταν με δικαίωμα βέτο του καθενός στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, κάτι που δημιουργούσε προβλήματα και απαιτούσε προσεκτικές κινήσεις.

Επιπλέον προβλεπόταν ενιαία Βουλή με αντιπροσώπευση 70% για τους ελληνοκύπριους και 30% για τους τουρκοκύπριους (παρόλο που εκπροσωπούσαν μόλις το 18% του πληθυσμού του νησιού), καθώς και ξεχωριστές Βουλές για ζητήματα πολιτιστικά, εκπαιδευτικά και θρησκευτικά. Όσον αφορά τον ένοπλο αγώνα των κύπριων τα προηγούμενα χρόνια, δόθηκε αμνηστία και αφέθηκαν ελεύθεροι οι πολιτικοί κρατούμενοι.

Εν ολίγοις οι συνθήκες δημιουργούσαν ένα δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα που έμοιαζε με ομοσπονδία και το οποίο ήταν προϊόν της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής. Εκτός όμως από τη Συνθήκη που καθόριζε το Σύνταγμα του νέου κράτους, μεγαλύτερη σημασία είχε η λεγόμενη Συνθήκη Εγγυήσεων.

Με βάση το επίμαχο 2ο άρθρο της Συνθήκης: «Η Ελλάς, το Ηνωμένον Βασίλειον και η Τουρκία, λαμβάνουσαι υπό σημείωσιν τας υποχρεώσεις της Δημοκρατίας της Κύπρου τας καθιερουμένας υπό του άρθρου 1, αναγνωρίζουν και εγγυώνται την ανεξαρτησίαν, την εδαφικήν ακεραιότητα και την ασφάλειαν της Δημοκρατίας της Κύπρου».

Με αυτόν τον τρόπο δινόταν το δικαίωμα επέμβασης της Τουρκίας στο νησί επίσημα, αφού ήταν πλέον εγγυήτρια δύναμη. Επίσης, με βάση τις συνθήκες Ζυρίχης - Λονδίνου, απαγορευόταν η ένωση της Κύπρου με οποιοδήποτε άλλο κράτος, καθώς και οι δραστηριότητες που έτειναν προς αυτόν τον σκοπό. Η Μεγάλη Βρετανία με τη σειρά της εξασφάλισε με τις συμφωνίες μια παράταση της παρουσίας της στο νησί, το οποίο ανέκαθεν θεωρούσε πολύ σημαντικό γεωστρατηγικά για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου.

Πιο συγκεκριμένα, οι άγγλοι έθεσαν όρους προκειμένου να ανεξαρτητοποιηθεί η Κύπρος. Από αυτούς, ο πιο κρίσιμος ήταν η διατήρηση των στρατιωτικών βάσεων στις περιοχές Ακρωτήριο - Επισκοπή - Παραμάλι και Δεκέλεια -Πέργαμος - Αγ. Νικόλαος. Στις συμφωνίες αναφέρονται τα εξής: «…ότι θέλουσι εξασφαλισθή εις την Κυβέρνησιν του Ηνωμένου Βασιλείου τα δικαιώματα εκείνα, άτινα είναι αναγκαία προκειμένου να καταστή δυνατό να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικώς αι δύο ως άνω περιοχαί ως στρατιωτικαί βάσεις».

Μεγάλοι νικητές αυτής της συνθήκης ήταν οι τούρκοι, οι οποίοι μέχρι τότε ακολουθούσαν την καταστατική Διακήρυξη του Σιβάς, που ανέφερε ότι: «η Τουρκία δεν αποβλέπει εις την προσάρτησιν εδαφών μη κατοικουμένων κατά πλειοψηφίαν από Τούρκους», και φυσικά αμέσως μετά η Βρετανική Αυτοκρατορία, η οποία, καίτοι παραπαίουσα, κατάφερε να διατηρήσει τον γεωστρατηγικό της ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο.

Όσο για τη μαρτυρική Κύπρο, το μέλλον έδειξε τι σήμαινε γι’ αυτήν η «κουτσή» αυτή ανεξαρτησία: έρμαιο των αποφάσεων άγγλων - τούρκων - ΟΗΕ, όλοι να έχουν πανίσχυρο στρατό στα εδάφη της εκτός από την ίδια και με στέρεες τις βάσεις για την τούρκικη εισβολή και κατοχή, που ήρθε 15 χρόνια μετά.

Στον απόηχο της υπογραφής των συμφωνιών, ο Μακάριος επιστρέφει θριαμβευτής έπειτα από τρία χρόνια στην Κύπρο, αλλά στην Αθήνα κανείς δεν συμμερίζεται τη θριαμβολογία του Καραμανλή. Ο ηγέτης της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού μιλάει για «ατιμωτική Ανταλκίδειον ειρήνην με κατάληξη ένα πολυπλοκότατον και διαβολικόν σύστημα σε βάρος της Κύπρου», ο Ηλίας Τσιριμώκος της «Δημοκρατικής Ενώσεως» φοβάται πως «δεν εκλείσαμεν, αλλά δημιουργήσαμεν ένα Κυπριακό ζήτημα, του οποίου τις συνέπειες θα ίδωμεν εις το μέλλον, ίσως πολύ συντομότερα από όσον φοβούμεθα», ενώ ο Σπύρος Μαρκεζίνης δηλώνει πως «εάν επρόκειτο να φύγουν οι Άγγλοι διά να έλθουν οι Τούρκοι, εγώ τουλάχιστον προτιμώ τους Άγγλους».

Σήμερα, έχοντας το προηγούμενο της λύσης Ανάν και των συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου, συμπεραίνουμε πως δεν έχουν αλλάξει και τόσο πολλά στην αντιμετώπιση του Κυπριακού από τους αμερικάνους και τους βρετανούς. Εξακολουθούν να επιζητούν την εγκαθίδρυση μιας συνομοσπονδίας που θα διαιρέσει de facto το νησί σε δύο μέρη.

Οι κύπριοι έχουν κάθε λόγο να φοβούνται ότι αυτό δεν είναι παρά το πρώτο βήμα προς την ίδρυση και αναγνώριση ενός τουρκοκυπριακού κράτους. Ακόμα χειρότερα, μετά το βίωμα του αποτυχημένου συστήματος που εγκαθίδρυσαν οι συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, η ηγεσία της Κύπρου δεν πρέπει να δώσει ξανά την ευκαιρία για μια ενιαία διακυβέρνηση της νήσου, η οποία θα βρίσκεται διαρκώς εγκλωβισμένη και ανήμπορη να ξεπεράσει τους δομικούς περιορισμούς της. Αυτήν ακριβώς την αδυναμία ενδέχεται να εκμεταλλευτούν πάλι οι τούρκοι για να ολοκληρώσουν τους σκοπούς τους.

Από την άλλη όμως, υπάρχει και η ανάγκη για μια βιώσιμη λύση. Η Άγκυρα εξακολουθεί να στέλνει τούρκους άποικους στο βόρειο τμήμα σε μια προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων και δείχνει να δικαιώνεται για αυτό. Το διεθνές δίκαιο – όπως επιβεβαιώνεται και από τις εξελίξεις στο Κόσοβο – αποδεικνύεται ένα διεθνές δίκτυο ισχυρών, όπου ένας στρατός διπλωματών αγωνίζεται να κατοχυρώσει και να νομιμοποιήσει τα συμφέροντα των μεγάλων απέναντι στους ανίσχυρους, θεσμοποιώντας έτσι τον πανάρχαιο νόμο της ζούγκλας.

Σε αυτή τη ζούγκλα εμείς θα απαντήσουμε με τα λόγια του μεγάλου μας ποιητή και διπλωμάτη Γεώργιου Σεφέρη που, παρά τη ρήξη του με τον Ευάγγελο Αβέρωφ για το ζήτημα, δεν κατάφερε να επιβάλει τις προφητικές θέσεις που είχε για τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου:

«Τώρα, διά του προσχεδίου, η δικλείς αυτή περιέρχεται εις χείρας των τούρκων: η διχοτόμησις προετοιμάζεται ως ώριμος καρπός (διεθνείς τίτλοι, χωρισμός των δύο πληθυσμών, ουδείς συγχωνευτικός αυτών θεσμός αναλογία). Την στιγμήν που θα το εθεώρουν σκόπιμον θα ήτο τόσον εύκολον να προωθήσουν τας επιδιώξεις των. Υπό τοιαύτας συνθήκας το οριστικόν ελληνοτουρκικόν καθεστώς της νήσου πάλι μεταβατικόν θα ήτο κατ’ ουσίαν – μεταβατικόν προς τον διαμελισμόν – και είναι προβληματικόν αν θα μας εξασφάλιζε την περιπόθητον γαλήνην».






13 Μαρτίου 1848: Ο Μέτερνιχ και το πανέρι


Ο πρίγκιπας Κλήμης Μέτερνιχ γεννήθηκε το 1773 στην Αυστρία, σπούδασε κι έγινε διπλωμάτης καριέρας. Το 1806, ήταν πρεσβευτής της χώρας του στο Παρίσι. Το 1809, στα 36 του χρόνια, έγινε υπουργός Εξωτερικών της αυστριακής αυτοκρατορίας, θέση που κράτησε περίπου σαράντα χρόνια. Ήταν υπέρμαχος της παραμονής των αυτοκρατορικών καθεστώτων σε όλη τη Γη, πολέμησε με πάθος κάθε επανάσταση, εθνικοαπελευθερωτική ή κοινωνική, και υπήρξε ο αρχιτέκτονας της Ιερής Συμμαχίας που δημιουργήθηκε το 1815, μετά το συνέδριο της Βιέννης. Σκοπός της ήταν η δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής ομοσπονδίας των εστεμμένων που θα φρόντιζε για τη διαιώνιση των καθεστώτων. Ονομάστηκε συμμαχία των βασιλιάδων κατά των λαών. Ο Μέτερνιχ κατόρθωσε να επιβάλει τις απόψεις του, παρά την αντίδραση των υπουργών της Γαλλίας, πρίγκιπα Καρόλου Μαυρίκιου Ταλεϊράνδου, και της Ρωσίας, Ιωάννη Καποδίστρια.

Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, ο Μέτερνιχ προέδρευε στο συνέδριο του Λόιμπαχ. Εκεί, ήταν κι ο τσάρος Αλέξανδρος Α’, όταν έφτασε η επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο τσάρος τη διάβασε περήφανος για τον υπασπιστή του («πάντα έλεγα πως είναι γενναίος άνθρωπος», ακούστηκε να λέει), αλλά ο Μέτερνιχ ξεσήκωσε τους πάντες εναντίον των Ελλήνων. Μόνο χάρη στις προσπάθειες του Καποδίστρια, η Ρωσία κράτησε ουδέτερη στάση απέναντι στην ελληνική επανάσταση κι όχι εχθρική, όπως ο Μέτερνιχ θα ήθελε. Όμως, η ίδια η ελληνική επανάσταση ήταν που κατάφερε το καίριο πλήγμα κατά του δημιουργήματός του. Η Ιουλιανή επανάσταση, στη Γαλλία (1830), και η βελγική (1834), οδήγησαν στην οριστική διάλυση της Ιερής Συμμαχίας. Ο Μέτερνιχ, όμως, παρέμενε στο πόστο του.

Στις 29 Φεβρουαρίου 1848, τα νέα από το επαναστατημένο Παρίσι (Φεβρουριανή επανάσταση), έφτασαν στη Βιέννη. Σαν από σύνθημα, ο λαός ξεσηκώθηκε ζητώντας σύνταγμα. Ο Μέτερνιχ προσπάθησε να πείσει τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο να αρνηθεί. Όμως, είχαν αλλάξει οι καιροί. Ο Μέτερνιχ παραιτήθηκε από υπουργός. «Είμαι αυτό που υπήρξα», είπε. Ο λαός τον πήρε στον κυνήγι.

Καθώς η νύχτα απλωνόταν, στις 13 Μαρτίου 1848, ένα δίτροχο αμάξι γλιστρούσε στους δρόμους της Βιέννης. Το έσερνε ένα μόνο άλογο και το οδηγούσε ένας μόνον αμαξάς. Κουβαλούσε ένα μεγάλο πανέρι. Μέσα στο πανέρι, αδύναμος και γερασμένος, ο 75χρονος άλλοτε πανίσχυρος υπουργός, ο πρίγκιπας Κλήμης Μέτερνιχ το έσκαγε για την Αγγλία.

Γύρισε στην Αυστρία το 1851, όταν ησύχασαν τα πράγματα. Όμως, κανένας δεν ήθελε πια να τον ακούσει. Αποσύρθηκε από την πολιτική. Πέθανε το 1859, σε ηλικία 86 χρόνων.




6 Μαρτίου 1910: Κιλελέρ


Με αίτημα την διανομή των τσιφλικιών, οι αγρότες του θεσσαλικού κάμπου οργάνωσαν συλλαλητήριο στη Λάρισα, για τις 6 Μαρτίου 1910. Από πολύ πρωί, αγρότες των γύρω χωριών έφταναν στη Λάρισα κρατώντας μαύρες και κόκκινες σημαίες και φωνάζοντας συνθήματα υπέρ των απαλλοτριώσεων. Σε λίγο, μια απίστευτη φήμη κυκλοφορούσε: Ο στρατός άνοιξε πυρ στο Κιλελέρ και σκότωσε αγρότες. Η φήμη επιβεβαιώθηκε.

Το τρένο για τη Λάρισα περνά από το χωριό Κιλελέρ. Αγρότες του χωριού ανέβηκαν στο πρωινό τρένο κι απαίτησαν να πάνε στο συλλαλητήριο της Λάρισας χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο. Με το ίδιο τρένο ταξίδευαν ο διευθυντής σιδηροδρόμων Θεσσαλίας, Πολίτης, και τμήματα στρατού, ευζώνων και χωροφυλακής που μετακινούνταν σε άλλες μονάδες. Ο Πολίτης διέταξε τους σιδηροδρομικούς να κατεβάσουν τους αγρότες με τη βία, πράγμα που έγινε. Στις βρισιές του Πολίτη, οι αγρότες απάντησαν με λιθοβολισμό. Μερικά τζάμια έσπασαν.

Ένα χιλιόμετρο έξω από το χωριό, το τρένο αναγκάστηκε να σταματήσει, καθώς περίπου 800 αγρότες είχαν καταλάβει τις γραμμές ζητώντας να πάνε στη Λάρισα, χωρίς εισιτήρια. Ο Πολίτης, σε συνεργασία με ορισμένους τσιφλικάδες που έτυχε να ταξιδεύουν με το ίδιο τρένο, ζήτησε από τους αξιωματικούς του στρατού να χτυπήσουν. Στους πυροβολισμούς, οι αγρότες απάντησαν με έφοδο στο τρένο και λιθοβολισμούς. Οι στρατιώτες χτύπησαν στο ψαχνό. Δυο αγρότες έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες, τρίτος τραυματίστηκε και το τρένο ξεκίνησε όσο γρήγορα μπορούσε. Πέρασε από το επόμενο χωριό, Τσουλάρ, χωρίς να σταματήσει. Οι αγρότες το πήραν με τις πέτρες κι ο στρατός ξαναχτύπησε. Άλλοι δυο νεκροί και δεκαπέντε τραυματισμένοι.

Τα νέα έφτασαν στη Λάρισα και μετατρέψανε το συλλαλητήριο σε εξέγερση. Ο στρατός ακροβολίστηκε κι έκλεισε τις εισόδους. Αγρότες που έρχονταν από τα Φάρσαλα και το Νεμπεγλέρ, εμποδίστηκαν να προχωρήσουν. Τα όπλα των στρατιωτών τους σημάδευαν. Ιππικό με γυμνά ξίφη ήταν έτοιμο για επέλαση, ενώ άνδρες του μηχανικού είχαν καταλάβει την κεντρική πλατεία. Όμως, οι αγρότες που ήταν μέσα στην πόλη από το πρωί, έκαναν έφοδο προς τα έξω, διέσπασαν τις γραμμές κι επέτρεψαν στους έξω να μπουν. Ο επικεφαλής αξιωματικός έδωσε διαταγή στο ιππικό να επέμβει. Ξέσπασαν μάχες ιππικού και αγροτών, ενώ οι άνδρες του μηχανικού άνοιξαν πυρ στο κέντρο της πόλης. Ύστερα από ώρες, ο στρατός πήρε την πλατεία. Το αίμα των αγροτών έβαψε τους δρόμους της πόλης, οι συνοικίες της οποίας εξακολουθούσαν να βρίσκονται στα χέρια τους. Άρχισαν διαπραγματεύσεις. Οι αγρότες απαιτούσαν να γίνει το συλλαλητήριο. Η νομαρχία αναγκάστηκε να το επιτρέψει.

Έγινε στην πλατεία για την οποία τόσο αίμα είχε χυθεί. Οι αγρότες ενέκριναν ψήφισμα, με το οποίο κατάγγελλαν τις βιαιότητες, ζητούσαν να ψηφιστούν τα νομοσχέδια για τις απαλλοτριώσεις και να διανεμηθούν επιτέλους τα 250.000 στρέμματα που οι Ευαγγέλης και Κωνσταντίνος Ζάππας είχαν χαρίσει στο κράτος. Η κυβέρνηση του Στέφανου Δραγούμη απάντησε με διωγμούς «των πρωταιτίων». Τα τσιφλίκια άρχισαν ν’ απαλλοτριώνονται από την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου που εκλέχτηκε την επόμενη χρονιά (1911).

Το υπέροχο 1848: 161 χρόνια από «την εποχή των επαναστάσεων»


Από τα γραφεία της «Νέας Εφημερίδας του Ρήνου», ο διευθυντής της Καρλ Μαρξ συντόνιζε την επανάσταση στην Κολονία. Ο Φρίντριχ Ένγκελς οργάνωνε τον ξεσηκωμό στο Έλμπερφελντ και στο Μεγάλο Δουκάτο της Βάδης. Στο Ντίσελντορφ, ο μαθητής τους Φερδινάνδος Λασάλ πρωτοστατούσε στην αντίσταση της πρωσικής Εθνοσυνέλευσης ενάντια στο στέμμα.

Στο συνέδριο της Πράγας, ο Μιχαήλ Μπακούνιν εκλεγόταν ανάμεσα στους αρχηγούς της επανάστασης ενάντια στους Αψβούργους. Κρυμμένος σε ένα πανέρι, ο στυλοβάτης των Αψβούργων και αρχιτέκτονας της Ιερής Συμμαχίας, πανίσχυρος άλλοτε κόμης Κλήμης Μέτερνιχ, το έσκαγε νύχτα από τη Βιέννη.

Ήταν το 1848, ακριβώς πριν από 160 χρόνια, και η Ευρώπη κόχλαζε μέσα στη δίνη των επαναστάσεων που τη σάρωναν απ’ άκρη σ’ άκρη. H «εποχή των επαναστάσεων», που ξεκίνησε από τη Γαλλία ορμητική το 1789, συμπλήρωνε θεαματικά τον εξηντάχρονο κύκλο της. Η αντίδραση οργανώθηκε και χτύπησε αλύπητα. Οι ξεσηκωμοί πνίγηκαν στο αίμα. Όμως, ο κόσμος πια ήταν εντελώς διαφορετικός.

Ο Καρλ Μαρξ σύρθηκε στο Κακουργιοδικείο της Κολονίας (Νοέμβριος 1852). Η κατηγορία που τον βάραινε ήταν «δημόσια πρόκληση σε στάση». Αθωώθηκε αποδεικνύοντας ότι «μοναδικό έγκλημά του ήταν η υπεράσπιση της επανάστασης των αστών εναντίον της γερμανικής φεουδαρχίας». Δεν ήταν ακριβώς έτσι. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο που είχε κυκλοφορήσει στις 21 Φεβρουαρίου 1848, ο ίδιος ο Μαρξ χάραζε τη γραμμή:

«Στη Γερμανία, κάθε φορά που η αστική τάξη εκδηλώνεται επαναστατικά, το κομμουνιστικό κόμμα παλεύει μαζί της ενάντια στην απόλυτη μοναρχία, ενάντια στη φεουδαρχική γαιοκτησία και τον μικροαστισμό». Και κατέληγε: «Οι κομμουνιστές εργάζονται παντού για τη σύνδεση και τη συνεννόηση των δημοκρατικών κομμάτων όλων των χωρών».

Τα χρόνια, λίγο πριν από τη μεγάλη επανάσταση του 1789, η κατάσταση ήταν τραγική στη Γαλλία. Από τα 25 εκατομμύρια των κατοίκων, γύρω στις 400.000 αριστοκράτες και ανώτεροι κληρικοί ζούσαν πλουσιοπάροχα, μοιράζοντας μεταξύ τους τα αξιώματα και τις θέσεις - κλειδιά. Οι υπόλοιποι πεινούσαν. Πάνω από 130.000 κατώτεροι ιερωμένοι ζούσαν ζητιανεύοντας ή δουλεύοντας ως εργάτες στα τσιφλίκια. Οι σιταποθήκες άδειασαν το 1788, ενώ τρομακτικές θύελλες και χαλάζι κατέστρεψαν την παραγωγή.

Χρεωμένοι οι μικροϊδιοκτήτες συνέρρεαν στις πόλεις αναζητώντας δουλειά. Τα μεροκάματα έπεφταν, ο πληθωρισμός έτρεχε με 50%, ψωμί δεν υπήρχε, οι προβλέψεις για τη νέα σπορά ήταν δυσοίωνες. Την καταστροφή της γεωργίας ακολούθησε η βιομηχανική κρίση. Η ανεργία ανέβαινε σε δυσθεώρητα ύψη και τα μηνύματα του διαφωτισμού έβρισκαν πρόσφορο έδαφος. Στη βυθισμένη στο χάος Γαλλία, οι εξεγέρσεις έγιναν καθημερινό φαινόμενο.

Στις 16 Αυγούστου 1788, η χώρα χρεοκόπησε. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ’ ανακάλεσε (23 Σεπτεμβρίου) το Κοινοβούλιο που είχε καταργήσει και προκήρυξε (25 του μήνα) εκλογές για την ανάδειξη μελών στο συμβούλιο των γενικών τάξεων (Γενική Συνέλευση των Τάξεων). Έγιναν τον Φεβρουάριο του 1789. Οι συνεδριάσεις ξεκίνησαν τον Μάιο. Τον Ιούνιο, με πρόταση του ρήτορα της τρίτης τάξης (των αστών), κόμη ντε Μιραμπό, το συμβούλιο μετατράπηκε σε Εθνοσυνέλευση. Ήταν ο ίδιος που, απειλώντας στέμμα, αριστοκράτες και ιεράρχες, περιέγραψε τη δύναμη της απεργίας:

«Προσέχετε!» είχε πει. «Μην εξοργίζετε αυτόν τον λαό, που παράγει το παν και που, για να γίνει τρομερός, αρκεί να μείνει ακίνητος».

Όμως, η γενική απεργία ακόμα, τότε, ως μορφή πάλης ήταν άγνωστη. Μόλις γύρω στα 1830 ο όρος χρησιμοποιήθηκε στη Βρετανία. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο αγνοεί τη λέξη. Ο Μαρξ θα την υιοθετήσει χρόνια αργότερα και η Α’ Διεθνής θα ιδρυθεί για να την προασπίσει (1864).

Τον Ιούλιο του 1789, ο λαός της Γαλλίας εκείνα που καταλάβαινε ήταν τα λόγια του δημοσιογράφου Καμίλ Ντεμουλέν, ο οποίος ωρυόταν στους κήπους του δούκα της Ορλεάνης: «Στα όπλα, πολίτες! Οι μισθοφόροι του βασιλιά θα χτυπήσουν. Στα όπλα, πολίτες!».

Η πτώση της Βαστίλης (14 Ιουλίου 1789) σηματοδότησε το ξεκίνημα της Γαλλικής Επανάστασης και ταυτόχρονα την έναρξη της εξηντάχρονης «εποχής των επαναστάσεων», με τους όπου γης αστούς να ξαναθυμούνται την ξεχασμένη τους εθνική συνείδηση. Ακριβώς επειδή αυτοκράτορες, βασιλιάδες και φεουδάρχες είχαν χωρίσει τον κόσμο σε ιδιοκτησίες τους και στήριζαν την εξουσία τους στην καταπίεση και την ισοπέδωση των υπηκόων που αποτελούσαν περιουσιακό τους στοιχείο.

Η άμεση κατάργηση της δουλοπαροικίας στη Γαλλία του 1789 έμελλε να περάσει στη Ρωσία μόλις το 1860. Και η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την ίδια χρονιά, έμελλε να υιοθετηθεί από τον ΟΗΕ στα μέσα του 20ού αιώνα.

Η αντίδραση κατάφερε να επιβληθεί στα 1815. Η Ιερή Συμμαχία («των εστεμμένων εναντίον των λαών», όπως την είπαν) έθεσε σκοπό της τη διατήρηση του status quo και την πάταξη κάθε επαναστατικής κίνησης, είτε απελευθερωτικής είτε κοινωνικοπολιτικής. Όμως, ο σπόρος της Γαλλικής Επανάστασης είχε βρει εύφορο έδαφος και μπόρεσε να βλαστήσει. Οι εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις ελλήνων και σέρβων στα Βαλκάνια συνέπεσαν με τους ξεσηκωμούς των λαών της Νότιας Αμερικής, που απαλλάχτηκαν από τα στέμματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.

Οι βέλγοι αποτίναξαν τον ζυγό του «Ενωμένου Βασιλείου των Κάτω Χωρών» (1830) και οι βούλγαροι μόλις μάθαιναν τη δική τους εθνική ταυτότητα. Ούγγροι, τσέχοι, κροάτες, σλοβένοι ανακάλυπταν την εθνική τους υπόσταση που έντεχνα οι Αψβούργοι της Αυστριακής Αυτοκρατορίας είχαν ρίξει στη λήθη, με τους ρουμάνους και τους πολωνούς να διαπιστώνουν ότι οθωμανοί και ρώσοι δεν ήταν απαραίτητα τα φυσικά τους αφεντικά.

Τα ίδια χρόνια, οι ανήσυχοι γάλλοι συνέχιζαν να κινούνται. Η επανάσταση του 1830 έριξε τον βασιλιά Κάρολο Ι’ κι έφερε στον θρόνο τον Λουδοβίκο Φίλιππο (τον «αστό βασιλιά», όπως τον είπαν, επειδή κυκλοφορούσε με τα πόδια και βαριόταν την εθιμοτυπία). Στα 1840, νέα απόπειρα εναντίον του θρόνου απέτυχε.

Καθώς πλησίαζε το 1848, το αίτημα της καθολικής ψηφοφορίας γινόταν όλο και πιο επιτακτικό. Οι ιδέες του διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 έβρισκαν πρόσφορο έδαφος και στις κατακερματισμένες Γερμανία και Ιταλία, όπου οι λαοί πίστευαν ότι η διέξοδος από την καταπίεση άκουγε στο όνομα της εθνικής ενοποίησης.

Η Ευρώπη βρισκόταν σε έκδηλο αναβρασμό. Αρκούσε μια σπίθα, για να ανάψει το φιτίλι και να οδηγήσει στην έκρηξη. Και η σπίθα αυτή χτύπησε στη Σικελία, όπου, κατά τραγική ειρωνεία, ξέσπασε χωριστικό κίνημα.

Ο Φερδινάνδος Β’ ήταν βασιλιάς των Δύο Σικελιών (Νάπολης και Σικελίας), έχοντας έδρα του τη Νάπολη, με τους ναπολιτάνους να καταπιέζουν τους σικελούς. Στις 9 Ιανουαρίου 1848, εξεγέρθηκαν στο Παλέρμο, ζητώντας αυτονομία από τη Νάπολη. Η επανάσταση εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη τη Σικελία, με τους αριστοκράτες και τους αστούς να συνασπίζονται ζητώντας φιλελεύθερο σύνταγμα.

Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να το παραχωρήσει (29 Ιανουαρίου), ενώ, για να αποφύγουν ανάλογες περιπέτειες, έσπευσαν ν’ ακολουθήσουν ο μεγάλος δούκας της Τοσκάνης Λεοπόλδος Β’, ο βασιλιάς Κάρολος Αλβέρτος της Σαρδηνίας και ο πάπας Πίος Θ’ στο κράτος του της Ρώμης.

Στη Γαλλία, τον ίδιο καιρό, το αίτημα λεγόταν «καθολική ψηφοφορία». Η Βουλή το απέρριψε και οι βασιλόφρονες το γιόρτασαν με τσιμπούσι στην αυλή των ανακτόρων. Η δημοκρατική αντιπολίτευση οργάνωσε αντισυμπόσιο για τις 22 Φεβρουαρίου 1848, με θέμα ακριβώς την καθολική ψηφοφορία. Η κυβέρνηση απαγόρευσε την εκδήλωση και διέταξε την αστυνομία να καταστρέψει τις εγκαταστάσεις όπου θα γινόταν.

Στη στιγμή, φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές ενώθηκαν σε κοινή αντιπολίτευση, ενώ τα οδοφράγματα στήθηκαν στο Παρίσι. Ήταν τέτοια η λαϊκή οργή, που ο «αστός βασιλιάς» Λουδοβίκος Φίλιππος παραιτήθηκε υπέρ του 10χρονου εγγονού του κι έφυγε στο Λονδίνο. Ο λαός κατέλαβε το Κοινοβούλιο και ανακήρυξε τη Δεύτερη Δημοκρατία. Ήταν 25 Φεβρουαρίου 1848.

Στις 29 του μήνα, τα νέα από το επαναστατημένο Παρίσι έφτασαν στη Βιέννη. Σαν από σύνθημα, ο λαός ξεσηκώθηκε ζητώντας σύνταγμα. Ο Μέτερνιχ προσπάθησε να πείσει τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο ν’ αρνηθεί. Όμως, είχαν αλλάξει οι καιροί. Παραιτήθηκε από υπουργός. «Είμαι αυτό που υπήρξα» είπε. Στις 13 Μαρτίου, ο λαός ξεσηκώθηκε και τον πήρε στο κυνήγι.

Στα γερμανικά κράτη, οι επαναστάσεις ξέσπασαν σχεδόν ταυτόχρονα με τη Γαλλική. Όμως, εκεί, δημιουργήθηκαν τρεις τάσεις: η δημοκρατική, που προσέβλεπε σε μια γερμανική δημοκρατία, η παν-γερμανική, που ήθελε ενιαία Γερμανία με την Αυστρία στους κόλπους της, και η της «Μικρής Γερμανίας», που εξαιρούσε την Αυστρία από την ένωση. Ως μοχλό για την ενοποίηση, οι γερμανοί έβλεπαν την Πρωσία που τότε αποτελούσε μεγάλη δύναμη.

Στη Φρανκφούρτη, ένα συνέδριο των δημοκρατικών γερμανών ξεκίνησε τον Ιούνιο. Άλλο συνέδριο, πανσλαβικό, άρχισε στις 2 Ιουνίου στην Πράγα. Στις 16, μεταβλήθηκε σε μεγάλη λαϊκή εξέγερση εναντίον του αυτοκράτορα. Η Ευρώπη φλεγόταν από τα Βαλκάνια ώς τον Ατλαντικό. Χωρίς συνοχή. Και χωρίς αλληλοκάλυψη. Μάταια οι επαναστατημένοι ιρλανδοί περίμεναν να τους βοηθήσουν οι δημοκράτες γάλλοι στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν από τη βρετανική καταπίεση.

Η αντίδραση μεθόδευε τη δική της παρέμβαση. Η Βιέννη κυριεύτηκε στις 31 Οκτωβρίου. Παραιτήθηκε ο Φερδινάνδος κι αυτοκράτορας ανέλαβε (2 Δεκεμβρίου) ο Φραγκίσκος Ιωσήφ. Θα έμενε στον θρόνο ώς το 1916.

Το σύνταγμα της γαλλικής δημοκρατίας ψηφίστηκε στις 4 Νοεμβρίου. Ένας παλιός γνώριμος παρουσιάστηκε στην πολιτική σκηνή. Ήταν ο ανιψιός του μεγάλου Ναπολέοντα, ο Λουδοβίκος Κάρολος Ναπολέων Βοναπάρτης.

Το 1840, είχε αποπειραθεί να ανατρέψει τον Λουδοβίκο Φίλιππο και να γίνει αυτοκράτορας. Απέτυχε, αιχμαλωτίστηκε, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, φυλακίστηκε στο φρούριο του Αμ, απ’ όπου δραπέτευσε, και, στα 1848, όταν πια ο Λουδοβίκος Φίλιππος είχε παραιτηθεί, εμφανίστηκε ως υπέρμαχος της δημοκρατίας και εγγυητής των ναπολεόντειων ιδεών.

Στις εκλογές για την Προεδρία της Δημοκρατίας (10 Δεκεμβρίου) πήρε πεντέμισι εκατομμύρια ψήφους, ενώ οι δυο κύριοι αντίπαλοί του δεν κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν (αθροιστικά) ούτε δύο εκατομμύρια.

Στις εκλογές του Μαΐου του 1849, οι δημοκρατικοί αποτελούσαν μικρή μειοψηφία. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης κατάφερε να παρουσιαστεί ως προστάτης της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά δεν δίστασε, όταν η Βουλή τού αρνήθηκε αναθεώρηση του συντάγματος, να προχωρήσει σε πραξικόπημα (2 Δεκεμβρίου 1851), που επικυρώθηκε με νέο δημοψήφισμα, αλλά και συλλήψεις, φόνους και εκτοπισμούς.

Την ίδια χρονιά (1851), ο Μέτερνιχ επέστρεψε στη Βιέννη. Τα πράγματα είχαν ησυχάσει για τους κρατούντες σε ολόκληρη την ήπειρο. Όμως, κανένας δεν ήθελε πια να τον ακούσει. Αποσύρθηκε από την πολιτική και πέθανε το 1859 σε ηλικία 86 χρόνων, προλαβαίνοντας έτσι να δει τον θάνατο της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας, που ουσιαστικά τον έριξε: στις 14 Ιανουαρίου 1852, το νέο γαλλικό σύνταγμα ήταν έτοιμο.

Στις 7 Νοεμβρίου, η νεοσύστατη γερουσία πρότεινε ο πρόεδρος της δημοκρατίας να γίνει κληρονομικός αυτοκράτορας. Ένα ακόμη δημοψήφισμα επικύρωσε την πρόταση. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης έγινε «αυτοκράτορας με την ψήφο του λαού» ως Ναπολέων Γ’.

Στο Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Δανία, οι εστεμμένοι προχώρησαν σε θεσμικές ειρηνικές μεταρρυθμίσεις και απέφυγαν τα κινήματα. Στη Γερμανία, ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ’ ύψωσε τη μαύρη, κόκκινη και χρυσή σημαία, σύμβολο της γερμανικής ενότητας.

Η Αυστρία και η Ρωσία τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τα σχέδιά του (1850). Ήδη, οι Αψβούργοι είχαν αντεπιτεθεί ενάντια στους τσέχους στην Πράγα (17 Ιουνίου 1848), ενώ ο αυστριακός στρατός «επέβαλε την τάξη» στη Λομβαρδία, τη Βιέννη και το Βερολίνο. Η τάξη αποκαταστάθηκε στη Ρώμη με γαλλική επέμβαση και στην Ουγγαρία με τη βοήθεια του ρωσικού τσαρικού στρατού.

Το άμεσο αποτέλεσμα της αντίδρασης ήταν να καταργηθούν οι φιλελεύθερες δημοκρατικές ή εθνικές κατακτήσεις που παραχωρήθηκαν στη διάρκεια των επαναστάσεων. Η απόλυτη μοναρχία επανεγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ιταλία. Οι κυβερνήσεις συμμάχησαν με τη μεσαία τάξη και το ιερατείο, που τρομοκρατήθηκαν από τη σοσιαλιστική ροπή των επαναστατημένων. Οι αστυνομικές δυνάμεις ενισχύθηκαν, ενώ ξέσπασε απηνής διωγμός του Τύπου και των συνδικάτων. Όμως, η καταστολή μόνο βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα μπόρεσε να πετύχει.

Η απελευθέρωση από τους Αψβούργους και η ενοποίηση των ανεξάρτητων κρατιδίων της Ιταλίας ολοκληρώθηκαν το 1861, δημιουργώντας ενιαίο βασίλειο.

Η Γαλλία κέρδισε οριστικά τη δημοκρατία στα 1871. Οι αυτοκρατορίες των Αψβούργων και των πρώσων διαλύθηκαν στα 1918 και οι ευρωπαίοι υποτελείς τους κέρδισαν την ανεξαρτησία τους, όταν για τους νικημένους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ίσχυσε η «αρχή των εθνοτήτων».

Οι ανά την υφήλιο υποτελείς των νικητών έπρεπε να περιμένουν ώς τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη δεκαετία του 1960.



21 Φεβρουαρίου 1913: Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Παύσατε πυρ! Για τα προπορευόμενα τμήματα του ελληνικού στρατού που είχαν κιόλας φτάσει στα περίχωρα της πρωτεύουσας της Ηπείρου, η διαταγή αυτή ένα και μόνο μπορούσε να σημαίνει: Τα ελάχιστα χιλιόμετρα που απέμεναν ως το κέντρο των Ιωαννίνων, θα καλύπτονταν δίχως μάχες. Οι Τούρκοι είχαν παραδοθεί. Ήταν 21 Φεβρουαρίου 1913, ώρα 5.30 το πρωί. Η ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε 24 ώρες νωρίτερα. Ως τη νύχτα, οι αντικειμενικοί στόχοι είχαν επιτευχθεί. Οι Έλληνες μπήκαν στην πόλη στοιχισμένοι με τα όπλα επ’ ώμου, την επομένη το πρωί, κάτω από τις επευφημίες των κατοίκων. Η σκλαβιά είχε κρατήσει πολύ: 483 χρόνια...

Περίπου τέσσερις μήνες χρειάστηκε ο ελληνικός στρατός για να καλύψει την απόσταση από την Άρτα ως το Μπιζάνι. Και λιγότερο από 24 ώρες, για να πάρει τα οχυρά και τα Γιάννενα. Ο πόλεμος του 1912 - 13 δεν μπορούσε να διεξαχθεί από τους Έλληνες, σε πολλά μέτωπα. Αναγκαστικά, στα δυτικά, τα πράγματα έμεναν πίσω. Ο Οκτώβριος του 1912 βρήκε στην Άρτα περίπου 8.200 Έλληνες στρατιώτες κι αξιωματικούς με 24 πυροβόλα. Απέναντί τους, οι Τούρκοι διέθεταν πάνω από 15.000 πεζούς, μια ίλη ιππικού κι αναρίθμητα πυροβόλα: Μόνο στο οχυρωμένο από τους Γερμανούς Μπιζάνι είχαν στηθεί 112 βαριά κανόνια.

Παρ’ όλ’ αυτά, ο ελληνικός στρατός πήρε, στις 21 Οκτωβρίου, την Πρέβεζα και, στις 28, έδιωξε τους Τούρκους από τα Πέντε Πηγάδια, αποκρούοντας την επίθεση του Εσάτ Πασά. Νέα ελληνική επίθεση, στις 29 Νοεμβρίου, ανάγκασε τους Τούρκους να υποχωρήσουν στο οχυρωμένο Μπιζάνι που φρουρεί με τον όγκο του την προσπέλαση προς τα Γιάννενα. Η τουρκική αντεπίθεση, δυο μέρες αργότερα, αποκρούστηκε κι ο χειμώνας διέκοψε τις εχθροπραξίες, δίνοντας περιθώριο στους αντιπάλους να οργανωθούν. Δυο νέες μεραρχίες από το Μοναστήρι ήρθαν τον Νοέμβριο να ενισχύσουν την τουρκική άμυνα, αλλά η απελευθέρωση μονάδων από το μέτωπο της Μακεδονίας έδωσε την ευκαιρία να ενισχυθούν και οι ελληνικές δυνάμεις. Με επικεφαλής τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο, οι ελληνικές ενισχύσεις ελευθέρωσαν Φλώρινα και Καστοριά κι ενώθηκαν με το στρατό της Ηπείρου. Ο Κωνσταντίνος μπήκε αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων. Οι μάχες ξανάρχισαν στις 7 Ιανουαρίου.

Τα ξημερώματα της 20ής Φεβρουαρίου 1913, μια φαινομενικά τεράστια δύναμη χτύπησε τους Τούρκους στο ανατολικό πλευρό τους. Η επίθεση ήταν εικονική. Η κύρια δύναμη χτύπησε στα δυτικά, άνοιξε το δρόμο και με την ξιφολόγχη και κάτω από πολικό ψύχος πήρε το ένα μετά το άλλο τα τουρκικά οχυρά. Το απόγευμα, οι Έλληνες κατηφόριζαν κατά την πόλη. Καθώς βράδιαζε, πήραν το στρατόπεδο του τουρκικού πυροβολικού, στον Άγιο Ιωάννη. Φωτισμένα, τα Γιάννενα τους περίμεναν. Στις 11 τη νύχτα, ο Εσάτ πασάς προσπαθούσε να βρει τρόπο να έρθει σε επαφή με το ελληνικό στρατηγείο για να παραδοθεί. Ήξερε πως όλα είχαν τελειώσει. Η Ήπειρος ήταν ελληνική.



Εν κρυπτώ και παραβύστω η συμφωνία για ένταξη στο ΝΑΤΟ


Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ελλάδα κατεστραμμένη οικονομικά και διχασμένη πολιτικά, άρα έτοιμη να συνεχίσει αυτό που είχε αφήσει στη μέση ο πόλεμος: την εξάρτησή της από τον ξένο παράγοντα.

Μετά την τετραετή απόλυτη στρατιωτική κυριαρχία του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ στη χώρα κατά τη διάρκεια της αντίστασης, η «τάξη» άρχισε να αποκαθίσταται με τα Δεκεμβριανά στην αρχή και στη συνέχεια με τον εμφύλιο: η Αριστερά περνάει στο περιθώριο, εξαντλημένη και συρρικνούμενη, η βρετανική αυτοκρατορία αφήνει τη θέση της στους αμερικάνους, στους οποίους γονυπετείς προσφεύγουν σύσσωμα τα αστικά κόμματα της εποχής εν όψει του «κομμουνιστικού κινδύνου».

Η δικαίωσή τους δεν άργησε να έρθει. Η εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν «κλειδώνει» πολιτικά τη χώρα στην αμερικάνικη επιρροή, και η βοήθεια στη διαλυμένη οικονομία την κάνει απόλυτα εξαρτώμενη από αυτήν. Η απόλυτη αυτή στήριξη στις συντηρητικές δυνάμεις της χώρας μετατρέπει τη δεξιά από κόμμα σε καθεστώς με βασιλική κορώνα.

Έτσι η δεξιά συσπειρώνει την ανερχόμενη μεσαία τάξη, η οποία εκπροσωπούσε το κυρίαρχο σύνθημα της εποχής: Ανασυγκρότηση και ανοικοδόμηση στα δυτικά πρότυπα. Πράγματι, η αμερικάνικη βοήθεια συνετέλεσε σε μια οικονομική βελτίωση των οικονομικών δεικτών μέσω της άναρχης ανοικοδόμησης και της μαζικής αστικοποίησης, αλλά και στην ισοπέδωση των πολιτικών δεικτών: δουλική εξάρτηση από τους αμερικάνους, εξορίες και διωγμοί για την αριστερά.

Η πρώτη προσέγγιση της Ελλάδας για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ γίνεται στις αρχές του 1951 και ήταν αρνητική, μια και οι υποψήφιοι εταίροι μάς είχαν σε πολύ χειρότερη μοίρα από ό,τι έχουν σήμερα τα Σκόπια, τα οποία θέλουν και αυτά την ένταξή τους. Μας είχαν κατατάξει κάπου ανάμεσα στην Τουρκία και το Ιράν… Σε έκθεση του Γραφείου Υποθέσεων Εγγύς Ανατολής αναφέρονταν τα παρακάτω ενδιαφέροντα: «Δεν είμαστε σε θέση να μελετήσουμε σήμερα σύμφωνα ασφαλείας με την Ελλάδα, την Τουρκία, το Ιράν ή άλλες χώρες της Εγγύς Ανατολής, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε αν οι σημερινές μας δυνατότητες είναι αρκετές για να υπερασπίσουμε τα ζωτικά μας συμφέροντα στην Ευρώπη».

Η ένταξή μας στο ΝΑΤΟ θα αργούσε αρκετά, αν οι τούρκοι ακολουθώντας τις κεμαλικές εντολές δεν πίεζαν για τη δική τους είσοδο, αρνούμενοι έτσι τη συμμετοχή τους σε μεσανατολικές συμμαχίες. Όταν η πίεσή τους έφερε αποτέλεσμα, και από τη στιγμή που το δόγμα Τρούμαν όριζε τα δύο αυτά κράτη ως «ενιαίο χώρο» στα πλαίσια της στρατηγικής της αναχαίτισης του κομμουνισμού, τότε θεωρήθηκε δεδομένη και η αυτόματη δική μας ένταξη.

Οι αμερικάνοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι προκειμένου να ανταγωνιστούν επαρκώς την ΕΣΣΔ θα έπρεπε να παίξουν σωστά τον γεωπολιτικό ρόλο της ναυτικής δύναμης. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να προβούν σε μια σειρά από συμμαχίες με κράτη-κλειδιά γύρω από τα εδάφη του αντιπάλου τους και με αυτόν τον τρόπο να είναι σε θέση να τον απειλούν διαρκώς προβάλλοντας την παγκόσμια ισχύ τους. Ο ΥΠΕΞ Ντιν Άτσεσον σε ομιλία του στη Γερουσία είχε δηλώσει σχετικά με την Ελλάδα και την Τουρκία τα εξής:

«Αρκεί να ρίξωμεν ένα βλέμμα εις τον χάρτην, διά να ειδώμεν ποία είναι η στρατηγική σημασία των δύο χωρών διά την δυτικήν άμυναν: Φρουρούν τας ανατολικάς προσβάσεις προς την Μεσόγειον, περιλαμβανομένων και των στενών της Ιταλίας, από την Μαύρην Θάλασσαν προς την Κεντρικήν Μεσόγειον. Επιπλέον, η Τουρκία πλευροκοπεί τας χερσαίας οδούς, αι οποίαι άγουν από την Ρωσίαν προς τας πλούσιας πετρελαιοπηγάς της Μέσης Ανατολής. Είναι δε γνωστή η απόφασις της Ελλάδος και της Τουρκίας να διατηρήσουν την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν των και να αναπτύξουν περαιτέρω την δύναμίν των εις αποφασιστικόν φράγμα εναντίον του επιθετικού κομμουνισμού, ιδιαιτέρως εις την Μέσην Ανατολήν».

Ενδεικτική του πλαισίου όπου θα λαμβανόταν μια τόσο σημαντική απόφαση ήταν η συζήτηση στη Βουλή: συζήτηση - απόφαση και ψήφιση της απόφασης για ένταξη της χώρας στον ΝATOϊκό άξονα γίνεται στις 18 Φεβρουαρίου 1952, βιαστικά μέσα σε λίγες ώρες, ενώ κάποιοι δεν έβρισκαν καν τον λόγο να συζητάνε για μια τόσο αδιαμφισβήτητη απόφαση. Είμαστε κοντά στο τέλος της κυβέρνησης Πλαστήρα, που δείχνει να έχει παράλληλη πορεία με τον ηγέτη της: καλών προθέσεων αλλά κουρασμένη και άρρωστη «σέρνεται» από δεξιά - παλάτι - αμερικάνους σε πιο συντηρητικές θέσεις, όπως ο νόμος 375 περί κατασκοπείας, η εκτέλεση Μπελογιάννη και στο τέλος η ένταξή μας στο ΝΑΤΟ.


14 Φεβρουαρίου 1956: Το συνέδριο της αποσταλινοποίησης



Ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Ιωσήφ Στάλιν, πέθανε στις 5 Μαρτίου 1953, σε ηλικία 74 χρόνων. Ο θάνατός του δρομολόγησε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Την επομένη του θανάτου (6 Μαρτίου) ανακοινώθηκε ότι πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου ανέλαβε ο Γκεόργκι Μαλένκοφ που, όπως και ο Στάλιν, συγκέντρωσε στο πρόσωπό του και τα αξιώματα του γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και του αρχηγού του κράτους. Αντιπρόεδροι ανακοινώθηκαν οι Μπέρια, Μολότοφ, Μπουλγκάνιν και Λαζάρ Καγκάνοβιτς. Το Ανώτατο Σοβιέτ προσδιορίστηκε να συγκληθεί στις 14 Μαρτίου του 1953. Εκεί, ο Μαλένκοφ ανακοίνωσε ότι παραιτήθηκε από γραμματέας του κόμματος «για να αφοσιωθεί στο κυβερνητικό έργο». Με τομεάρχες τον Βιατσεσλάβ Μολότοφ στις εξωτερικές υποθέσεις, τον Νικολάι Μπουλγκάνιν στις στρατιωτικές και τον ως τότε αρχηγό Ασφαλείας, Λαβρέντι Μπέρια, στις εσωτερικές. Στη θέση του γενικού γραμματέα του κόμματος προωθήθηκε ο β’ γραμματέας, Νικήτα Χρουστσόφ. Στις 27 Ιουνίου, ο Μπέρια καθαιρέθηκε. Πέρασε από δίκη κι εκτελέστηκε τον επόμενο Δεκέμβριο.

Ήδη όμως, πολλά είχαν αλλάξει. Στο εσωτερικό της απέραντης Σοβιετικής Ένωσης φυσούσε δειλά άνεμος ανανέωσης, εκτοπισμένοι γύριζαν στις πατρίδες τους και πολιτικοί κρατούμενοι απελευθερώνονταν, ενώ αποφάσεις αρμοδίων οργάνων αποκαθιστούσαν διαγραμμένους και διέγραφαν «σκληροπυρηνικούς». Οι επικρίσεις εναντίον της Δύσης συνεχίζονταν αλλά σε πιο ήπιους τόνους, οι αερομαχίες πάνω από την διαιρεμένη Γερμανία σταμάτησαν και, στις 27 Ιουλίου του 1953, υπογραφόταν η «Συνθήκη της Κορέας» που έδινε τέλος στον τρίχρονο πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου σκοτώθηκαν 1,6 εκατομμύρια Κορεάτες και Κινέζοι και 118.000 άνδρες των στρατευμάτων των Ηνωμένων Εθνών. Σταθερά, άρχισε να προβάλλεται η ανάγκη για «ειρηνική συνύπαρξη» των δύο κόσμων.

Στις 25 Ιανουαρίου του 1955, το Ανώτατο Σοβιέτ αποφάσιζε τη λήξη και τυπικά της εμπόλεμης κατάστασης με την Γερμανία.

Ο ψυχρός πόλεμος δεν είχε καταργηθεί. Απλά είχε υποβαθμιστεί. Στις 14 Μαΐου 1955, στην πολωνική πρωτεύουσα, υπογράφτηκε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας με ιδρυτικά μέλη τις Σοβιετική Ένωση, Αλβανία, Βουλγαρία, Τσεχοσλοβακία, Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, Ουγγαρία, Πολωνία και Ρουμανία. Αργότερα η Αλβανία στράφηκε προς την Κίνα, ενώ η Ρουμανία έμελλε να είναι το μόνιμα «άτακτο παιδί», με επιλογές κόντρα στην Σοβιετική Ένωση.

Το 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου του 1956. Ήταν το πρώτο μετά τον θάνατο του Στάλιν. Η «βόμβα» έσκασε στις 25 του μήνα. Την ημέρα εκείνη, στο βήμα του συνεδρίου ανέβηκε ο γραμματέας Νικήτα Χρουστσόφ. Με τον λόγο που εκφώνησε, αποκήρυσσε την προσωπολατρία του Ιωσήφ Στάλιν και κήρυσσε την «αποσταλινοποίηση». Τα σκάγια από τις αιχμές έπαιρναν ξώφαλτσα και την ηγεσία της Λαϊκής Κίνας του Μάο Τσε Τουνγκ. Την επομένη, η κινεζική αντιπροσωπεία στο συνέδριο γύριζε στο Πεκίνο αλλά, για την Σοβιετική Ένωση, μια νέα εποχή ξεκινούσε.




Συμφωνία της Βάρκιζας: Ο δρόμος που οδήγησε στη «λευκή

τρομοκρατία




Το μεταπολεμικό σκηνικό στην Ελλάδα υπήρξε ταραχώδες, με την Αριστερά να επιχειρεί να αποκτήσει μέρος της πολιτικής εξουσίας και τη Δεξιά να προσπαθεί να συντρίψει τους αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με τη βοήθεια των βρετανών. Αυτή η διαμάχη εκφράστηκε ανοιχτά με ένοπλο αγώνα στη διάρκεια των Δεκεμβριανών και έληξε προσωρινά με την ήττα του ΕΑΜ στην Αθήνα, αφήνοντάς το να ελέγχει μόνο την ύπαιθρο, εκεί όπου οι κυβερνητικές δυνάμεις δεν ήταν ακόμα ισχυρές.

Αμέσως μετά τις δυσμενείς αυτές εξελίξεις για την ελληνική Αριστερά ακολούθησε η Συμφωνία της Βάρκιζας, που υπογράφτηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 και αυτή την εβδομάδα συμπληρώνονται 63 χρόνια από την υπογραφή της στο υπουργείο Εξωτερικών. Προηγουμένως είχε συμφωνηθεί ανακωχή μεταξύ των δύο πλευρών που προετοίμαζε το έδαφος για έναν γενικότερο συμβιβασμό.

Ένα βασικό ερώτημα ήταν το κατά πόσο θα μπορούσε ο ΕΛΑΣ να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα μετά την ήττα του Δεκεμβρίου. Αν ήταν ικανός δηλαδή να μεταφέρει τη μάχη εκτός πόλης, εκεί όπου οι υπέρτερες δυνάμεις του θα μπορούσαν σίγουρα να καταφέρουν περισσότερα ενάντια στους βρετανούς, που θα δυσκολεύονταν να αναπτυχθούν σε άγνωστες για αυτούς περιοχές, και πολύ μακριά από τη «Σκομπία».

Χαρακτηριστικά, ο Σαράφης δηλώνει πως «ο ΕΛΑΣ είχε δυνατότητες σε τρόφιμα, πυρομαχικά και έμψυχο υλικό να κάνει πόλεμο για πολύ καιρό κατά των άγγλων και των κυβερνητικών ελλήνων και στην περίπτωση αυτή έπρεπε να προετοιμαστεί».

Για την άλλη πλευρά, το ερώτημα ήταν τι ακριβώς χρειαζόταν προκειμένου να αναγκαστεί ο ΕΛΑΣ να συνθηκολογήσει. Μια νέα στρατιωτική ήττα, «απονομιμοποίηση» στα μάτια του λαού ή κάτι άλλο; Ο στρατάρχης των βρετανών Αλεξάντερ σε επιστολή του προς τον Τσώρτσιλ πιστεύει ότι αυτό μπορεί να γίνει με πολιτικά μέσα: «Σημειώνω τα γεγονότα αυτά για να κάνω σαφή την κατάσταση και να σας υπογραμμίσω ότι, κατά τη γνώμη μου, το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με στρατιωτικά μέσα. Η λύση θα ευρεθή στον πολιτικό τομέα».

Όπως καταλαβαίνουμε, η Δεξιά, παρά τη νίκη της στα Δεκεμβριανά, κάθε άλλο παρά παντοδύναμη ήταν, μια και η εξουσία της περιοριζόταν στην Αθήνα, ενώ στην επαρχία κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ίδια χρονική περίοδο γίνεται η Διάσκεψη της Γιάλτας, όπου χαράσσεται ο μεταπολεμικός χάρτης της Ευρώπης, ενώ τη δική μας τύχη την είχε καθορίσει το χαρτάκι μεταξύ Τσώρτσιλ - Στάλιν με το περίφημο ποσοστό 90-10.

Υπό το βάρος αυτής της συμφωνίας ήταν αναμενόμενο ότι η στάση ουδετερότητας που θα κρατούσε η Μόσχα απέναντι στις δυνάμεις τις Αριστεράς θα καθόριζε και την εξέλιξη της σύγκρουσης. Το αν αυτή η απόφαση της Μόσχας έφτασε στην ηγεσία του ΚΚΕ ή αν αυτή αποσιωπήθηκε η υποβαθμίστηκε είναι από τότε ένα πολύ αγαπημένο θέμα συζήτησης για την Αριστερά, αλλά έχει μόνο φιλοσοφικό ενδιαφέρον για την ιστορία.

Γεγονός - κλειδί στο ζήτημα της εξωτερικής ενίσχυσης του ΕΛΑΣ αποτέλεσε το περίφημο τηλεγράφημα του Δημητρώφ τον Ιανουάριο του 1945, στο οποίο αναφέρεται: «Ο Παππούς (Στάλιν) νομίζει ότι με τη σημερινή διεθνή κατάσταση η ένοπλη ενίσχυση προς τους έλληνες συντρόφους απέξω γενικά αδύνατη... Έλληνες και ΕΛΑΣ πρέπει να καθορίσουν τα περαιτέρω βήματά τους, ξεκινώντας από αυτήν ακριβώς την κατάσταση, όχι ευνοϊκή γι’ αυτούς. Δεν πρέπει τραβήξουν σχοινί...

Για το ελληνικό κόμμα, το σπουδαιότερο είναι να μην επιτρέψει να απομονωθεί από μάζες ελληνικού λαού και από δημοκρατικές ομάδες που ανήκουν στο ΕΑΜ».

Στις διαπραγματεύσεις της Βάρκιζας, που διήρκεσαν από τις 29 Ιανουαρίου μέχρι τις 12 Φλεβάρη, πήραν μέρος από την κυβέρνηση Πλαστήρα ο υπουργός Εξωτερικών Σοφιανόπουλος, ο Π. Ράλλης και ο Ι. Μακρόπουλος, ενώ το ΕΑΜ εκπροσωπούσε ο Σιάντος, ως γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ο Παρτσαλίδης της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ και ο Η. Τσιριμώκος. Δυστυχώς για το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, ό,τι κέρδιζε στα πεδία των μαχών με το αίμα των αγωνιστών του, το έχανε στα γραφεία των διασκέψεων με το μελάνι της ηγεσίας του. Το ίδιο έγινε και στη Βάρκιζα.

Η συμφωνία προέβλεπε τον αφοπλισμό του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, την απελευθέρωση των αιχμαλώτων και μερική αμνηστία. Η παράγραφος - κλειδί της συμφωνίας ήταν αυτή στην οποία αναφερόταν ότι «εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος».

Η ερμηνεία που έδωσε η Δεξιά στην παράγραφο αυτή οδήγησε στην κατάρρευση όλων των υπόλοιπων που συμφωνήθηκαν, όπως ήταν η θεμελίωση της ελευθερίας του Τύπου και η κυβερνητική δέσμευση για τη συγκρότηση εθνικού στρατού με συμμετοχή των ΕΛΑΣιτών. Επιπλέον, η κυβέρνηση υποσχόταν να «εξασφαλίσει, σύμφωνα προς το Σύνταγμα και τας απανταχού καθιερωμένας Δημοκρατικάς Αρχάς, την ελευθέραν εκδήλωσιν των πολιτικών φρονημάτων των πολιτών».

Συμφωνήθηκε η εκκαθάριση των δωσιλόγων και, τέλος, αποφασίστηκε να γίνει δημοψήφισμα και εκλογές στο προσεχές μέλλον.

Το «Έθνος» εκείνης της ημέρας ανέφερε τα εξής: «Αι συνεννοήσεις ετερματίσθησαν σήμερον την 4ην πρωινήν. Οι ηγέται των δύο αντιπροσωπειών κ.κ. Σοφιανόπουλος και Σιάντος μετά το αίσιον πέρας των διαπραγματεύσεων εξέφρασαν προς τους βρετανούς αντιπροσώπους κ.κ. MacMillan και Leeper τας θερμότατας ευχαριστίας των διά τον τερματισμόν του εμφυλίου σπαραγμού και την ειρήνευσιν της χώρας μας».

Ύστερα από λίγες μέρες, στις 15 Φεβρουαρίου, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ ανακοινώνει πως ο αγώνας είχε φτάσει στο τέλος του, θεωρώντας ότι τερματίστηκε μόνο το σκέλος της αντιστασιακής δράσης, έχοντας όμως σαν δεδομένο ότι για το δεύτερο μέρος που περιελάμβανε την προάσπιση των λαϊκών ελευθεριών ο αγώνας θα ήταν συνεχής και αδιαπραγμάτευτος.

Στην πράξη, τα εννέα άρθρα της Συμφωνίας δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Ο ΕΛΑΣ από τα 70.000 όπλα που κατείχε παρέδωσε περίπου 49.000. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ ήταν διατεθειμένα να διεκδικήσουν μια πολιτική λύση, αλλά η πολιτικά προφητική δυσπιστία του το οδήγησε στο να βρίσκεται σε στρατιωτική ετοιμότητα, την οποία αξιοποίησε μετά τις διώξεις της «λευκής τρομοκρατίας». Πώς έφτασε όμως το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο σημείο να υπογράψει κάτι που ήταν προφανέστατα λιγότερο από αυτό που αρχικά επιθυμούσε αλλά και άξιζε;

Από την αρχή των διαπραγματεύσεων φάνηκε η προσπάθεια των δεξιών και των βρετανών να πλήξουν την ευρεία λαϊκή υποστήριξη του ΕΑΜ και να το παρουσιάσουν ως καθαρά αριστερή οργάνωση με ερείσματα μόνο στο ΚΚΕ.

Ενδεικτικό αυτής της τακτικής ήταν το ότι ο αρχιεπίσκοπος - αντιβασιλέας Δαμασκηνός, με την παρακίνηση των βρετανών, είχε ζητήσει να αποτελείται η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ μόνο από κομμουνιστές χωρίς τη συμμετοχή ατόμων από άλλους χώρους, με προφανή στόχο τον εγκλωβισμό του κινήματος αποκλειστικά σε κομμουνιστικά όρια, άρα και την εύκολη στοχοποίησή του στη συνέχεια, όπως και έγινε.

Ένα άλλο ενδιαφέρον γεγονός για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων ήταν ο «περίεργος» ρόλος που έπαιξε ο Τσιριμώκος ως μέλος της τριμελούς αντιπροσωπείας του ΕΑΜ, όταν ζήτησε να συναντηθεί με τον αντιβασιλέα Δαμασκηνό. Όπως μαρτυρά ο Μακ Μίλαν, εκπρόσωπος της αγγλικής κυβέρνησης στην Ελλάδα τότε, ο Δαμασκηνός τους ενημέρωσε σχετικά με τα όσα είπαν στη συνάντησή τους οι δύο άνδρες:

«Ο Τσιριμώκος ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα για μας, αφού μας είχε δώσει πληροφορίες από τα πριν σχετικά με τη γραμμή που θα ακολουθούσαν, και ήταν διατεθειμένος την κατάλληλη στιγμή να τους προδώσει».

Και με τη σειρά του, το αγγλικό ΥΠΕΞ ενημερώνει τον Τσώρτσιλ πως ο Τσιριμώκος «αποκάλυψε τους όρους που προτίθονταν να θέσουν και δεσμεύτηκε να ψηφίσει εναντίον τους στα δύο βασικά σημεία, δηλαδή τη γενική αμνηστία και την είσοδο των κομμουνιστών στην κυβέρνηση».

Όλα αυτά φανερώνουν πως η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν εν μέρει προϊόν υπόγειων συνεννοήσεων και εν μέρει συνέπεια του δισταγμού του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα, αφού, ενώ πριν από τις διαπραγματεύσεις είχε θέσει ως αυστηρό όρο την εφαρμογή γενικής αμνηστίας, τελικά έκανε πίσω σ’ αυτή τη βασική του θέση δείχνοντας υποχωρητικότητα και ηττοπάθεια. Αντί να γίνει η Βάρκιζα μια συμφωνία μεταξύ ίσων, έγινε τελικά μια συμφωνία ανάμεσα σε νικητές και ηττημένους.

Παρ’ όλα αυτά οι δυνάμεις της Αριστεράς είχαν φύγει ευχαριστημένες από τη Βάρκιζα και είναι αντιπροσωπευτικές οι δηλώσεις των Σιάντου - Ζαχαριάδη λίγο διάστημα μετά. Ο Σιάντος στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» αναφέρει πως η Βάρκιζα ήταν μια απαραίτητη συμφωνία που εξέφραζε τον συσχετισμό των δυνάμεων και έγινε για να τερματίσει την ένοπλη σύγκρουση, ενώ ο Ζαχαριάδης δήλωνε πως ήταν μια απαραίτητη διπλωματική κίνηση προκειμένου να ανασυνταχθούν οι λαϊκές δυνάμεις, προσθέτοντας όμως πως θα μπορούσαν να είχαν αποσπάσει καλύτερους όρους.

Η «λευκή τρομοκρατία» που ξεκίνησε από την επόμενη ημέρα της συμφωνίας οδήγησε στην επίθεση στο Λιτόχωρο, και από εκεί στο επόμενο αιματοβαμμένο στάδιο της εμφύλιας σύγκρουσης που διήρκεσε ώς το 1949, αλλά σημάδεψε την πολιτική ζωή του τόπου για πολλές δεκαετίες.

Η φιλοδυτική κυβέρνηση έσπευσε να χρησιμοποιήσει τη Συμφωνία της Βάρκιζας όχι για να την εφαρμόσει, αλλά για να κερδίσει χρόνο προκειμένου να εδραιώσει το μεταπολεμικό καθεστώς το οποίο ήθελε ο Τσώρτσιλ. Σε αυτή την προσπάθεια καθοριστικό ρόλο έπαιξε η δράση παρακρατικών ακροδεξιών συμμοριών που έδρασαν σε όλη τη χώρα και που μετέφεραν την τρομοκρατία και στο απομακρυσμένο χωριό.

Είναι φανερό πάντως ότι οι δύο πλευρές δεν ήταν έτοιμες ακόμα για μια ουσιαστική προσέγγιση που θα οδηγούσε σε πολιτική λύση, με κύριους υπεύθυνους του άγγλους που επέδειξαν αδιαλλαξία η οποία βασιζόταν στα διεθνώς συμφωνημένα. Βαθύτερο όμως αίτιο του εμφυλίου ήταν η ριζωμένη τάση της νεοελληνικής πολιτικής να εξαρτάται από ξένες δυνάμεις, ανήμπορη να αρθρώσει δικό της λόγο και να χαράξει το δικό της μέλλον.


Ο αιχμάλωτος των ιαπώνων που... πολέμησε στην Κοκκινιά

Από την έναρξη του B’ Παγκοσμίου Πολέμου (1 Σεπτεμβρίου 1939), ταξίδευε συνεχώς με ποντοπόρα πλοία. Στην ίδια πάντα ματωμένη ρότα των θαλάσσιων πολεμικών μεταφορών. Bίωσε την πολύνεκρη βύθιση του πλοίου του από γερμανικό πολεμικό σκάφος. O ίδιος σώθηκε περιπετειωδώς, έστω και ως τραυματίας, για να οδηγηθεί τελικά στην κόλαση των γιαπωνέζικων στρατοπέδων συγκέντρωσης αιχμαλώτων. Eκεί υπέφερε και βασανίστηκε άγρια επί δυόμισι χρόνια. Kαθημερινά ζούσε το μαρτύριο της πείνας και την αγωνία του εξ ασιτίας θανάτου. Σε κάποιο απ’ αυτά τα στρατόπεδα η θνησιμότητα των αιχμαλώτων έφτασε το 80%!

Άντεξε όμως σ’ αυτά τα κολαστήρια μελλοθανάτων, έστω κι αν είχε γίνει... σκελετός. Aπελευθερώθηκε τον Aύγουστο του 1945, με την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Iαπωνίας. Kι όταν γύρισε στην Eλλάδα το 1949, τον έπιασε η Aσφάλεια με την εξής απίθανη κατηγορία:

Συμμετοχή στα Δεκεμβριανά του 1944 και μάλιστα ως ανθυπολοχαγός του EΛAΣ. Δηλαδή τον κατηγορούσαν ότι συμμετείχε στη μάχη της Kοκκινιάς ενώ ήταν ακόμη αιχμάλωτος των ιαπώνων!

Aυτή ήταν η υποδοχή που επιφύλασσε η πατρίδα στον πειραιώτη ναυτικό Γιώργο B. Eυγενή μετά την πολύχρονη συμμετοχή του στις νηοπομπές του θανάτου και τα μαρτύριά του στα γιαπωνέζικα στρατόπεδα.

Tη συγκλονιστική οδύσσειά του με το ελληνικό φορτηγό «Eυγενία Λιβανού», όπου υπηρετούσε ως β’ μηχανικός, αφηγείται ο Γιώργος Eυγενής μέσα από τις σημειώσεις που άφησε. Ξεκινά ως εξής:

«Tην 24η Σεπτεμβρίου 1942 αναχωρήσαμε εκ Σεν Tζον του Kαναδά διά την Bομβάην, φορτωμένοι με πυρομαχικά, όπλα, κανόνια, βάσεις κανονιών, τανκς, ατσάλια, τρόφιμα, ελαστικά, χαρτί ρόλους, ουίσκι, διάφορα άλλα είδη πρώτης ανάγκης προοριζόμενα διά τον αγγλικόν στρατόν των Iνδιών».

Aκολουθεί η περιγραφή της βύθισης του πλοίου από το γερμανικό καταδρομικό «Mitchel» (ο Eυγενής το αναφέρει ως «πειρατικόν» επειδή ήταν καμουφλαρισμένο σε φορτηγό):

«Eις τας 7.12.42 μας εβύθισε το υπ’ αριθμόν 28 γερμανικόν πειρατικόν, 300 μίλια νοτιοανατολικώς της Mαδαγασκάρης. Mα αυτό δεν ήτο ναυάγιον. Ήτο μια νύχτα στα οχυρά του Στάλινγκραντ, αφού μας ετορπίλισε και συγχρόνως μας αχρήστευσε και τον ασύρματον με τους κανονιοβολισμούς όπου εύρε οικτρότατον θάνατον ο ασυρματιστής Λεωνίδας Στεργιάδης... Eκάη ζωντανός, διότι επήρε ο ασύρματος φωτιά και είχε τραυματισθεί και δεν ημπορούσε να φύγει ούτε και κανείς ημπόρεσε να τον βοηθήσει... Eγώ ευρισκόμουν στο μπάνιο και, όπως ήμουν γυμνός με τις σαπουνάδες στα μούτρα, επρόλαβα και πήγα στην κάμαρά μου. Πήρα τα χαρτιά μου, ένα πανταλόνι, το σωσίβιό μου και έναν μανδύα στρατιωτικόν... Ήθελα να πάρω και κάτι λεπτά που είχα στα ρούχα μου, αλλά δεν πρόλαβα. Eκείνη τη στιγμή έσκασε μια οβίδα στην κάμαρα του α’ μηχανικού και τα βλήματα ήλθαν στην κάμαρά μου. Hναγκάσθην να φύγω και βγήκα στο κατάστρωμα».

Λίγο μετά, άλλη οβίδα έπεσε στην καπνοδόχο, προκαλώντας τον τραυματισμό του ήρωά μας στο «δεξιόν μέρος του στήθους».

Aκολούθησε περιπετειώδης εγκατάλειψη του βυθιζόμενου πλοίου από τους επιζήσαντες, κάτω από τις 65 ομοβροντίες των πυροβόλων του «Mitchel». O Eυγένης κατάφερε κολυμπώντας να επιβιβαστεί σε σωσίβια βάρκα, όπου βρίσκονταν ήδη:

«O πλοίαρχος Kώστας Παπαλιός, οι ανθυποπλοίαρχοι N. Σκαρβέλης και Σάφι Φατάχ (αιγύπτιος), ο α’ μηχανικός B. Παραβίας, ο γ’ μηχανικός A. Aντωνιάδης, ο καμαρότος Γ. Xρυσάνθης, ο αρχιθερμαστής Π. Kαλογριάς και ο άγγλος ναύτης - πυροβολητής».

Mόλις ξημέρωσε, οι ναυαγοί είδαν ζωντανούς σε μια σχεδία τον λιπαντή N. Γεώργαρο και τους ναύτες B. Kασιώτη και Γ. Mαμουζέλο. Eπίσης, «σε ένα τραπέζι επάνω τον αργεντίνο θερμαστή Έκτορ Kοδόι». Tότε το πειρατικό περισυνέλεξε τους διασωθέντες ναυαγούς. Eκτός από τους παραπάνω, διέσωσε και τον γιουγκοσλάβο θερμαστή Σίμο Γκλάβα. Tο «Eυγενία Λιβανού» πήρε μαζί του στον υγρό τάφο τους εξής 9 ναυτικούς μας:

Nίκο Λιαρούτσο, υποπλοίαρχο, Λεωνίδα Στεργιάδη, ασυρματιστή, Στέλιο Zερβό, γ’ μηχανικό, Mανόλη Πούλιο, ναύκληρο, Γιώργο Παναγιωταρίδη, ναύτη (ο Eυγενής τον αναφέρει ως Παναγιωταράκη), Bαγγέλη Bαρβούζο, ναύτη, Bαγγέλη Kουλιάτσο, μάγειρα, Λεωνίδα Γεωργαντή, θερμαστή, Γιώργο Pούσσο, βοηθό θαλαμηπόλου.

O Γιώργος Eυγενής αναφέρει ότι το πλήρωμα του «Mitchel» τους φέρθηκε πολύ καλά. Tον ίδιο και άλλους 4 τραυματίες τους νοσήλευσαν στο νοσοκομείο του πειρατικού. Eπίσης μνημονεύει και το εξής:

«O γιουγκοσλάβος θερμαστής, ονόματι Σίμο Γκλάβα, τρελάθηκε μέσα εις το πειρατικόν την ημέρα της βυθίσεως του αγγλικού εξοπλισμένου φορτηγού “Empire March” εις τας 2 Iανουαρίου 1943...».

Στο «Mitchel» οι ναυαγοί του «Eυγενία Λιβανού» παρέμειναν πάνω από 3 μήνες. H αγωνία τους ήταν μεγάλη διότι κινδύνευε η ζωή τους από τυχόν επίθεση συμμαχικών αεροπλάνων ή πλοίων. Γράφει χαρακτηριστικά ο Eυγενής:

«Δεν θα γλιτώναμε. Θα γινόμαστε ηφαίστειο ύστερα από τόσα πυρομαχικά που είχε μέσα το πειρατικόν».

Στα κολαστήρια

Στις 15 Mαρτίου 1943 οι γερμανοί παρέδωσαν τους έλληνες ναυαγούς στους συμμάχους τους ιάπωνες, στο λιμάνι του Kόμπε, όπου υπήρχε και στρατόπεδο αιχμαλώτων πραγματικό κάτεργο. «Aπό τώρα και στο εξής αρχίζει η ζωή των μαρτυρίων της πείνας, του ξυλοκοπήματος μέχρι αναισθησίας και των εξ ασιτίας θανάτων» γράφει ο ήρωάς μας. Mερικά ενδεικτικά παραδείγματα:

1 «H τροφή μας ήταν η εξής: το πρωί ένα κεσεδάκι του γιαουρτιού ρύζι, δίχως λάδι ή λίπος και ραπάνια. Kι αυτά νερόβραστα. Για να βρεις μέσα ραπάνια, έπρεπε να κάμεις βουτιά. Mέχρι τον Iούνιο του 1943 το μεσημέρι μάς έδιναν 50 δράμια ψωμί κι αλατισμένα φύκια της θάλασσας. Tο βράδυ το ίδιο ρύζι και σούπα. Tην Kυριακή δεν είχε ψωμί. Mόνο ρύζι. Kι αυτό δυο φορές την ημέρα... Mετά, τον Iούνιο του 1943, μας έκοψαν το ψωμί και την εβδομαδιαία ανάπαυση... H Iαπωνία ήθελε να κερδίσει τον πόλεμο. Kαι επειδή εστερείτο εργατικών χεριών, έπρεπε να δουλεύουμε εμείς...

»Άλλοι από εμάς δούλευαν στα εργοστάσια σιδήρου, άλλοι στα ελαιουργεία, άλλοι στα εργοστάσια γραφίτη, όπου γινόσουνα μαύρος σαν τον αράπη. Σ’ αυτό το εργοστάσιο, όσοι δούλευαν τον χειμώνα, το 80% απέθνησκον από φυματίωση λόγω του ψύχους και της ασιτίας... Άλλοι δούλευαν στο λιμάνι ξεφορτώνοντας μαούνες και βαπόρια. Kαι αν τυχόν δεν κουβαλούσες τουλάχιστον 150 - 200 τσουβάλια έως το μεσημέρι, σε άφηναν νηστικό επειδή ήσουν άχρηστος. Kαι κάθε άχρηστος αιχμάλωτος έπρεπε να πεθάνει. Aπό την ημέρα που συστήθηκε αυτό το στρατόπεδο και μέχρι τον Mάιο του 1944, είχαν αποθάνει το 45% αγγλοαμερικανοί και αυστροκαναδοί».

2 Oι αιχμάλωτοι, προκειμένου να επιβιώσουν, έκλεβαν τρόφιμα από τις στρατιωτικές αποθήκες, παρ’ ότι κινδύνευαν να εκτελεστούν, όπως είχε συμβεί αρκετές φορές.

3 Aπό τον Mάιο του 1945, οι αιχμάλωτοι ζούσαν εφιαλτικές στιγμές λόγω έναρξης των βομβαρδισμών από την αεροπορία των HΠA που γίνονταν κατά κύματα. Eυτυχώς γλίτωσαν.

4 Aργότερα, πολλοί αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Nομάτσι. Aνάμεσά τους ο ήρωάς μας και άλλοι 5 έλληνες. Eκεί οι στρατιωτικοί τους παρέδωσαν σε πολίτες για να τους χρησιμοποιούν ως «δούλους» σε ιδιωτικές εταιρείες. Mάλιστα, τους υποχρέωσαν να υπογράψουν «συμβόλαιο δουλείας» για όσο χρόνο θα ζούσαν. Aκολούθησε νέος κύκλος βασανιστηρίων, περισσότερη δουλειά και λιγότερο φαγητό, που ήταν: «κριθάρι σπασμένο, σαν αυτό που δίνουν στα γέρικα άλογα... Aπό 89 κιλά που ήμουν όταν συνελήφθην από τους γερμανούς, έφτασα τα 45».

(Στις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης των αιχμαλώτων στα γιαπωνέζικα στρατόπεδα αναφέρεται και ο N. Πηγαδάς στο βιβλίο του «Eθελοντές στα κονβόι του θανάτου», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις «Tο Ποντίκι»).

Tο μαρτύριο των αιχμαλώτων - σκελετών έληξε με τη συνθηκολόγηση της Iαπωνίας (15.8.45). O ήρωάς μας ταλαιπωρήθηκε πολύ μεταφερόμενος διαδοχικά σε συμμαχικά στρατόπεδα και νοσοκομεία, σε νησιά του Eιρηνικού και στο Xονγκ Kονγκ.

Tελικά, «εις τας 18.3.46 εφθάσαμε στην Aγγλία με αγγλικό αεροπλανοφόρο, μετά επτάμηνον περιπέτειαν... Eδώ δεν τελείωσαν τα βάσανά μας. Διότι, δυστυχώς, το γραφείο του Σ. Λιβανού (σ.σ.: του πλοιοκτήτη του «Eυγενία Λιβανού») δεν μας έχει εξοφλήσει ακόμη τους δεδουλευμένους μισθούς... Mας λέγει να πάμε στην Eλλάδα και να τα πάρουμε δικαστικώς»! Tέτοια αναλγησία η εταιρεία Λιβανού.

Στο μεταξύ, απ’ το 1939 ο Γιώργος Eυγενής είχε αφήσει στον Πειραιά σύζυγο και 3 μικρά παιδιά: τον Bασίλη, τη Θεοφανώ και τον Mάρκο.

O Bασίλης, που έγινε αργότερα α’ μηχανικός, θυμάται:

«Στην Kατοχή υποφέραμε κι εμείς. H μητέρα μας, Θεοδώρα την έλεγαν, έκανε ό,τι μπορούσε μέχρι που υποθήκευσε και το σπίτι μας. Eγώ πωλούσα τσιγάρα στους δρόμους, αλλά τι να κερδίσω... Tο 1943 δούλεψα στο μηχανουργείο Bλασσόπουλου - Παπανικολάου, που το ’χαν επιτάξει οι γερμανοί».

O ίδιος υπογραμμίζει πως ο πατέρας του γύρισε στο σπίτι το 1949. Δηλαδή είχαν να τον δουν 10 χρόνια. Aυτό έγινε επειδή ο Γιώργος Eυγενής δεν ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα με άδεια χέρια.

Mπαρκάρισε στην Aγγλία και ταξίδευε στο εξωτερικό για να στέλνει χρήματα στην οικογένειά του και να εξοφλήσει χρέη της κατοχής.

Η σύλληψή του το 1949, με το που πάτησε το πόδι του στην Eλλάδα, δεν είχε, ευτυχώς, άλλες συνέπειες. H σκευωρία της Aσφάλειας για δήθεν συμμετοχή του στα Δεκεμβριανά κατέρρευσε. Mάλιστα, το υπουργείο Eμπορικής Nαυτιλίας είχε επίσημα και εγγράφως βεβαιώσει ότι ο Γιώργος Eυγενής ήταν αιχμάλωτος στην Iαπωνία κατά την επίμαχη περίοδο. Eπιπλέον, το YEN τον τίμησε το 1951 απονέμοντάς του το μετάλλιο του «Xαλκού Σταυρού του Nαυτικού Aγώνα».

O ήρωάς μας έφυγε από τη ζωή το 1977 σε ηλικία 76 χρόνων.


31 Ιανουαρίου 1929: Ο Λέων Τρότσκι

Γόνος εβραϊκής ρωσικής οικογένειας, ο Λέιβα Μπρονστάιν γεννήθηκε το 1879. Στα 1896, δρούσε εναντίον του τσάρου με το ψευδώνυμο Λέων Τρότσκι. Γνώρισε φυλακίσεις, εξορίες και τρομερούς διωγμούς. Επέζησε και τα πρώτα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου βρισκόταν στο Παρίσι, πολεμικός ανταποκριτής. Στα 1916, τον απέλασαν. Στα 1917, βρέθηκε στην Πετρούπολη κι έγινε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του εκεί σοβιέτ. Τον Ιούλιο, τον συνέλαβαν. Τον Αύγουστο, αποφυλακίστηκε. Έγινε πρόεδρος του σοβιέτ της Πετρούπολης, προσχώρησε οριστικά στους μπολσεβίκους και βρέθηκε πρόεδρος της Επαναστατικής Επιτροπής που οργάνωσε και συντόνισε την επανάσταση του Οκτώβρη στην πρώην τσαρική πρωτεύουσα.

Με την επικράτηση των μπολσεβίκων, ο Λένιν τον όρισε υπουργό Εξωτερικών και διαπραγματευτή της ειρήνης με τους Γερμανούς. Μετά την επιτυχή συμφωνία, ανέλαβε να οργανώσει τον κόκκινο στρατό. Νίκησε αντεπαναστάτες και εισβολείς. Ο Λένιν τον θαύμαζε και τον προετοίμαζε για διάδοχό του. Τον ίδιο καιρό, ο Στάλιν προσεταιριζόταν την γραφειοκρατία, καθώς η υγεία του Λένιν χειροτέρευε και το τέλος αναμενόταν. Επήλθε τον Ιανουάριο του 1924. Ο Στάλιν κατάφερε ώστε η διαθήκη του Λένιν να μη διαβαστεί στην κρίσιμη συνεδρίαση. Ορίστηκε ανώτατο όργανο η «τρόικα των καθαρών»: Ιωσήφ Στάλιν, Λέον Καμένεφ, Γκριγκόρι Ζινόβιεφ. Πρώτη πράξη της τριανδρίας ήταν να καταδικάσουν την αριστερή αντιπολίτευση του Τρότσκι που κατηγορούσε την αυξανόμενη επιβολή της γραφειοκρατίας και κάποιες επιλογές στην οικονομική πολιτική. Σε λίγο, ο Στάλιν έμεινε μόνος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Τον Ιανουάριο του 1925, «απάλλαξε» τον Τρότσκι από τα καθήκοντά του ως Επιτρόπου των Στρατιωτικών. Τον Μάιο, τον έστειλε στις ακίνδυνες θέσεις του προέδρου της επιτροπής παραχωρήσεων, του αρχηγού της ηλεκτροτεχνικής διεύθυνσης και του προέδρου της επιστημονικής και τεχνικής διεύθυνσης βιομηχανίας.

Ταυτόχρονα, ο Στάλιν προωθούσε τον «σταλινισμό», τη θεωρία για τον σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα. Ο Τρότσκι αντέτασσε τη διεθνιστική ουσία του μαρξισμού. Ο έντονος αγώνας ανάμεσα στον Στάλιν και στον Τρότσκι έληξε τον Ιανουάριο 1928, όταν ο πρώτος πέτυχε την πλειοψηφία στο 15ο συνέδριο, καθιστώντας μειοψηφία την «παλιά φρουρά» που εστήριζε τον αντίπαλό του. Η Γκεπεού συνέλαβε τον Τρότσκι και τον έστειλε εξορία στα σύνορα με την Κίνα. Ένα χρόνο αργότερα, στις 31 Ιανουαρίου 1929, ο Τρότσκι απελαυνόταν στην Τουρκία με την κατηγορία της «αντεπαναστατικής δράσης». Έμεινε εκεί τέσσερα χρόνια, ώσπου να καταφέρει να καταφύγει στο Παρίσι. Στα 1935, βρέθηκε στη Νορβηγία. Κάποια στιγμή, κι εκεί τον συνέλαβαν. Στις 9 Ιανουαρίου 1937, πατούσε το πόδι του στο Μεξικό. Τον δολοφόνησαν εκεί, στις 20 Αυγούστου 1940.


Η «Ματωμένη Κυριακή» στην... Κύπρο του Βορρά


«Κάψτε ό,τι είναι αγγλικό εκτός από το κάρβουνο». Αυτό ήταν το σύνθημα με το οποίο μεγάλωναν οι βορειοϊρλανδοί για πολλές γενιές πίσω, και δείχνει το μέγεθος τις αντίδρασής τους απέναντι στη διαχρονική αγγλική καταπίεση. Στις 30 Ιανουαρίου συμπληρώνονται 36 χρόνια από την ημέρα που έμεινε στην Ιστορία ως «Ματωμένη Κυριακή».

Ημέρες με αυτόν τον ματωμένο τίτλο υπάρχουν αρκετές στην παγκόσμια Ιστορία, με προεξάρχουσα για εμάς την Κυριακή στις 3 Δεκέμβρη του 1944 οπότε η αιματοχυσία της Πλατείας Συντάγματος οδήγησε στα Δεκεμβριανά και από εκεί στον εμφύλιο.

Τα συγκεκριμένα γεγονότα έχουν πολλές ομοιότητες με τα γεγονότα που περιγράφουμε σήμερα, όταν σε μια διαδήλωση στο Ντέρι της Β. Ιρλανδίας οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις άνοιξαν πυρ ενάντια σε ιρλανδούς διαδηλωτές σκοτώνοντας 14 άτομα, ανάμεσά τους και 6 ανήλικους. Αυτή ήταν η δεύτερη μαύρη Κυριακή του ιρλανδικού ζητήματος, με πρώτη αυτή της 21ης Νοεμβρίου 1920 με τα γεγονότα στο γήπεδο Croke Park. Εμείς θα ασχοληθούμε με αυτήν του 1972, την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε μόνο αφού εξετάσουμε το ιστορικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο εκτυλίχτηκε.

Για ολόκληρες δεκαετίες μαινόταν η διαμάχη σχετικά με τη Βόρεια Ιρλανδία μεταξύ ιρλανδών και βρετανών και μεταξύ καθολικών και προτεσταντών. Εξαιτίας των βρετανικών πιέσεων οι ιρλανδοί είχαν προχωρήσει στην ίδρυση μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης (τρομοκρατικής για την άλλη πλευρά), του IRA (Ιρλανδικός Απελευθερωτικός Στρατός) προκειμένου να διεκδικήσουν με τη βία ό,τι δεν μπορούσαν με ειρηνικά μέσα.

Εν τω μεταξύ, όπως αποκάλυψε αργότερα, το 1973 ο δημοσιογράφος των «Τimes» Άλεξ Μίτσελ, υπήρχε οργανωμένο σχέδιο από την πλευρά των άγγλων για την αποσταθεροποίηση της περιοχής, το οποίο προέβλεπε τη συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών, του στρατού και ορισμένων πολιτικών προσώπων.

Από τις αρχές του Ιανουαρίου του 1972 οι βρετανοί είχαν προχωρήσει σε μαζικές συλλήψεις καθολικών στο Μπέλφαστ με τη δικαιολογία ότι υποστήριζαν τον IRA, ενώ παράλληλα είχαν επιβάλει την παράταση του κανονισμού που απαγόρευε τις διαδηλώσεις στις επίμαχες περιοχές. Τη διαδήλωση στο Ντέρι διοργάνωσε η Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της Β. Ιρλανδίας με βασικούς στόχους την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων και την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από τη Βόρεια Ιρλανδία. Η Ένωση αυτή είχε δημιουργηθεί από φοιτητές, εργάτες και αριστερούς με την υποστήριξη πλήθους άλλων οργανώσεων, και η δράση της επικεντρωνόταν σε 6 βασικά σημεία:

1 Στην ισοτιμία όλων των πολιτών, καθολικών και προτεσταντών.

2 Στην απόσυρση των οδοφραγμάτων από τις καθολικές συνοικίες.

3 Στην κατάργηση όλων των νόμων που επέβαλλαν διακρίσεις.

4 Στη δίκαιη λύση ειδικών ζητημάτων, όπως το στεγαστικό και η διανομή των αγροτικών εκτάσεων.

5 Στη διάλυση της RUC, δηλαδή της Βασιλικής Προτεσταντικής Αστυνομίας.

6 Στην κατάργηση του άρθρου 5 που προέβλεπε κήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης.

Η αστυνόμευση της περιοχής είχε ανατεθεί στο 1ο Τάγμα του Συντάγματος αλεξιπτωτιστών των βρετανών υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Ντέρεκ Ουίλφορντ, μια στρατιωτική μονάδα που ήταν γνωστή για τη σκληρότητά της, ενώ στον χώρο βρίσκονταν και ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Παρά το τεταμένο κλίμα, η διαδήλωση εξελίχθηκε αρχικά ήσυχα και, όταν οι διαδηλωτές – που αριθμούσαν περίπου 10.000 άτομα – έφτασαν μπροστά στα οδοφράγματα, οι διοργανωτές αποφάσισαν να τη σταματήσουν εκεί και να αποχωρήσουν προς την αίθουσα όπου θα γινόταν η κύρια εκδήλωση.

Έλαβαν χώρα μικρής κλίμακας αψιμαχίες, όπως η ρίψη πετρών από τους διαδηλωτές και η χρήση δακρυγόνων από την αστυνομία, αλλά αυτά ήταν συνηθισμένα πράγματα για τη συγκεκριμένη εποχή και τον συγκεκριμένο χώρο. Εκείνη τη στιγμή όμως, αναπτύχθηκαν οι βρετανοί αλεξιπτωτιστές και παράλληλα κατέφτασαν τεθωρακισμένα, ενώ οι δυνάμεις καταστολής άρχισαν να καταδιώκουν και να συλλαμβάνουν κάποιους από αυτούς που είχαν παραμείνει στον χώρο. Τότε ήταν που ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, που είχαν αποτέλεσμα τον θάνατο ενός δεκαεπτάχρονου.

Στη συνέχεια επικράτησε χάος. Οι στρατιώτες πυροβολούσαν εν ψυχρώ ακόμη και άτομα που προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους τραυματίες, όπως ο Μπέρναρντ Μακ Γκίγκαν που δολοφονήθηκε ενώ προσπαθούσε να βοηθήσει κάποιον κουνώντας λευκό μαντίλι. Συνολικά, 13 δολοφονούνται επιτόπου, 26 τραυματίζονται από τα πυρά και άλλος ένας ξεψυχάει έπειτα από 4 μήνες.

Ο Τζον Χιουμ, βουλευτής των εργατικών, παρών στη διαδήλωση, μαρτυρά ότι οι αλεξιπτωτιστές πυροβολούσαν αδιάκριτα το άοπλο πλήθος που πάσχιζε να διαφύγει και αυτός πρώτος χαρακτήρισε εκείνη τη μέρα «Ματωμένη Κυριακή». Η επίσημη εκδοχή του στρατού είναι ότι υπήρχαν βάσιμες υποψίες για την παρουσία μελών του IRA στη διαδήλωση, οι οποίοι υποτίθεται ήταν οπλισμένοι με όπλα και βόμβες και έριχναν μολότοφ.

Όμως, καμία ενέργεια μέλους του IRA δεν ξεκίνησε το μακελειό και κανένας στρατιώτης δεν τραυματίστηκε εξαιτίας μιας τέτοιας ενέργειας. Κανείς δεν συνελήφθη με όπλα πάνω του και βρέθηκαν 4 μολότοφ στο σακίδιο ενός μόνο νεκρού, κάτι το οποίο πολλοί το θεώρησαν προβοκάτσια της αστυνομίας. Ο Ιβάν Κούπερ του IRA είχε δεσμευτεί ότι κανένα οπλισμένο μέλος του δεν θα έπαιρνε μέρος στη διαδήλωση. Στην πράξη, φαίνεται ότι ορισμένα μέλη του IRA οπλοφορούσαν στη συγκέντρωση και υπάρχουν μαρτυρίες ότι δύο από αυτούς πυροβόλησαν. Όμως, η εξαπόλυση πυρών από την πλευρά των αλεξιπτωτιστών μαρτυρά ότι δεν είχαν συγκεκριμένους στόχους, αλλά έβαλλαν αδιάκριτα.

Ο Χούμπερτ Ο’ Νιλ, που είχε την αστυνομική διοίκηση της πόλης τότε, ανακοίνωσε το 1973, με το τέλος της πρώτης έρευνας: «Νομίζω ότι ο στρατός παρεκτράπη εκείνη τη μέρα και πυροβόλησαν χωρίς να σκεφτούν τι έκαναν. Πυροβολούσαν αθώους ανθρώπους. Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να έπαιρναν μέρος σε μια απαγορευμένη διαδήλωση, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την είσοδο των στρατιωτών και το αδιάκριτο πυρ. Θα έλεγα χωρίς ενδοιασμό ότι ήταν καθαρός, απροκάλυπτος φόνος. Ήταν φόνος».

Στην πραγματικότητα τα γεγονότα ήταν προδιαγεγραμμένα καθώς οι στρατιωτικές δυνάμεις είχαν ενημερωθεί τις προηγούμενες ημέρες να περιμένουν την ανταλλαγή πυρών και ενθαρρύνθηκαν να «σκοτώσουν μερικούς», με βάση μαρτυρίες των ίδιων των στρατιωτών στις επιτροπές που ακολούθησαν την τραγωδία.

Το ότι η σφαγή ήταν οργανωμένη επίδειξη ισχύος των βρετανών αποδεικνύεται μια και, παρ’ όλα τα στοιχεία που υποδείκνυαν την ευθύνη των στρατιωτών, κανένας τους δεν καταδικάστηκε ως φυσικός και κανένας διοικητής ως ηθικός αυτουργός.

Οι συνέπειες της «Ματωμένης Κυριακής» ήταν κυρίως δύο και ήταν και οι δύο αρνητικές για τους άγγλους: πολλοί ιρλανδοί προσχώρησαν στις τάξεις του IRA και ακόμα περισσότεροι αποδέχτηκαν πλέον ότι ο ένοπλος αγώνας αποτελούσε τη μόνη λύση, και επίσης η κοινή γνώμη στην Αγγλία και παγκοσμίως ευαισθητοποιήθηκε για το ιρλανδικό ζήτημα, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν έρευνες και να συσταθούν επιτροπές που ασχολήθηκαν με το ιρλανδικό ζήτημα, που πλέον γινόταν ένα διεθνές θέμα.

Στις 31 Δεκεμβρίου 2004, οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών ΜΙ5 και ΜΙ6, στο πλαίσιο του αποχαρακτηρισμού των απορρήτων εγγράφων τους μετά την πάροδο 30 ετών, φανέρωσαν κάποια ενδεικτικά στοιχεία. Από αυτά φαίνεται ότι υπήρχαν συνεννοήσεις μεταξύ Λονδίνου και Δουβλίνου για να περιοριστεί το κίνημα που εκπροσωπούσε η Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της Β. Ιρλανδίας. Επίσης, τα στοιχεία αποκαλύπτουν πως οι στρατιωτικές δυνάμεις που ήταν εγκατεστημένες στο Ντέρι είχαν διαταγές να χρησιμοποιούν πυρά χωρίς να χρειάζεται η σύμφωνη γνώμη της υψηλόβαθμης ηγεσίας.

Δύο έρευνες έγιναν από την αγγλική κυβέρνηση πάνω στα γεγονότα της «Ματωμένης Κυριακής». Η πρώτη, η οποία διεξήχθη αμέσως μετά την τραγωδία, απάλλαξε τους εμπλεκόμενους στρατιωτικούς από κατηγορίες φυσικής ή ηθικής αυτουργίας. Χρειάστηκαν μόλις μερικοί μήνες για να ανακοινωθεί αυτή η απόφαση, η οποία κατακρίθηκε από τα μέσα ενημέρωσης και το κοινό αίσθημα ως προϊόν πολιτικών σκοπιμοτήτων. Η δεύτερη ξεκίνησε το 1998 υπό το βάρος των λαϊκών αιτημάτων και έγινε με την πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Μπλερ και υπό τη διεύθυνση του λόρδου Σάβιλ.

Στις 29 Μαΐου 2007, με την έρευνα Σάβιλ να εκκρεμεί ακόμα, ο στρατηγός Σερ Μάικ Τζάκσον που ήταν δεύτερος στην ιεραρχία των άγγλων στα αιματηρά γεγονότα εκείνου του Γενάρη δήλωσε: «Δεν έχω αμφιβολία ότι αθώοι άνθρωποι πυροβολήθηκαν». Ο ίδιος στρατιωτικός επέμενε επί 30 χρόνια ότι αυτοί που σκοτώθηκαν ήταν αποκλειστικά μέλη του ΙRΑ. Ίσως τέτοιες δηλώσεις από τους πρωταγωνιστές να σημαίνουν κάτι για τους συγγενείς των θυμάτων από τη στιγμή που οι κυβερνήσεις δεν φαίνονται πρόθυμες να τιμωρήσουν τους ενόχους.

Το Μπέλφαστ σήμερα έχει μια θλιβερή πρωτιά. Είναι μια πρωτεύουσα που βλέπει τον πληθυσμό της να μειώνεται δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες (κατά 11% από το 1980). Αιτία είναι η διάρκεια και η ένταση των συγκρούσεων που ανάγκασαν πολλούς κατοίκους να μετακομίσουν, καθώς και η μεγάλη ανεργία. Αξίζει να σημειώσουμε πως 3.000 άτομα έχουν σκοτωθεί και περίπου 35.000 έχουν τραυματιστεί τα τελευταία 30 χρόνια. Οι απώλειες από την πλευρά των καθολικών είναι κυρίως άμαχοι και από την άλλη πλευρά ένοπλοι των στρατιωτικών δυνάμεων.

Σήμερα, μετά τη συμφωνία του 1998, παραμένουν 5.000 βρετανοί στρατιώτες στη Β. Ιρλανδία. Από το 2005, ο IRA έχει και επίσημα καταθέσει τα όπλα του στο πλαίσιο της απόφασης των ιρλανδών να προωθήσουν πιο ειρηνικά μέσα για την επίλυση του προβλήματος. Φαίνεται ότι το ζήτημα της Βόρειας Ιρλανδίας έχει περάσει σε πιο ήσυχα νερά, όμως οι πληγές του παρελθόντος που προκάλεσαν σφαγές, όπως αυτή της «Ματωμένης Κυριακής» του 1972, δεν σβήνουν εύκολα από τη συλλογική μνήμη.

Η κατοχή του βορείου τμήματος της Ιρλανδίας από τους άγγλους έχει πολλές ομοιότητες με την κατοχή της βόρειας Κύπρου από τους τούρκους. Βεβαίως, από τη στιγμή που το βορειοϊρλανδικό ζήτημα αφορά μια μεγάλη πρώην αποικιοκρατική δύναμη όπως η Αγγλία, λογικό είναι να χαίρει μεγαλύτερης δημοσιότητας και προσοχής από την παγκόσμια κοινή γνώμη. Αν το τραγικό γεγονός του θανάτου του Σολωμού είχε συμβεί σε κάποιον ιρλανδό καθολικό, σίγουρα θα προβαλλόταν πολύ περισσότερο στα διεθνή ΜΜΕ.




24 Ιανουαρίου 1822: Ο θάνατος του Αλή πασά


Στα 1803, ο Αλή ήταν πασάς της Ηπείρου, βαλεσής (διοικητής) της Ρούμελης και προϊστάμενος δημόσιας ασφάλειας Μακεδονίας και Θράκης. Τον ίδιο καιρό, ο γιος του Βελής έγινε διοικητής της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου. Έτσι, ο Αλή πασάς έφτασε να είναι κύριος ολόκληρης της Ελλάδας. Στα επόμενα χρόνια, επεξέτεινε την κυριαρχία του σ’ ολόκληρη τη Βόρεια Ήπειρο. Στα 1819, αγόρασε την Πάργα από τους Άγγλους και ήταν πια αφέντης ολόκληρης της Νότιας Βαλκανικής. Ο στρατός του έφτανε τους 80.00 άντρες. Ανάμεσά τους, οι πιο ονομαστοί Έλληνες αρματολοί.

Αφιερώθηκε σε ειρηνικά έργα, φτιάχνοντας σχολειά και δρόμους κι έχοντας εισόδημα 300.000 χρυσές λίρες το χρόνο. Ονειρεύτηκε να φτιάξει ένα δικό του κράτος, αποτινάσσοντας την έτσι κι αλλιώς χαλαρή τουρκική κυριαρχία. Όμως, ο σουλτάνος τον κατάλαβε κι άρχισε να του αφαιρεί ένα ένα τα πασαλίκια. Ο Αλή έφερε τις δυνάμεις του στα Γιάννενα, συμμάχησε με τους Σουλιώτες, στους οποίους επέτρεψε να γυρίσουν στην πατρίδα τους, κι επαναστάτησε.

Εναντίον του στάλθηκαν ο Πασόμπεης κι ο Χουρσίτ πασάς με ισχυρές δυνάμεις, ενώ πολλοί δικοί του τον εγκατέλειψαν. Οι Σουλιώτες του στάθηκαν. Στα 1821, ξέσπασε και η ελληνική επανάσταση στη Μολδοβλαχία, στον Μοριά και στη Ρούμελη. Οι Σουλιώτες, μαζί με Αλβανούς, μπήκαν στην Άρτα, στις 17 Νοεμβρίου 1821, κι έμειναν εκεί ως το Δεκέμβριο, οπότε οι Αλβανοί χάλασαν τη συμμαχία. Οι Σουλιώτες έφυγαν στο Σούλι κι ο Αλή έμεινε μόνος. Οι Τούρκοι, με προδοσία, πήραν τα Γιάννενα κι ο Αλή οχυρώθηκε στο παλάτι του, στο Ιτς Καλέ, το οποίο επικοινωνούσε με τις μπαρουταποθήκες. Ήταν αποφασισμένος να τιναχτεί στον αέρα, αν στριμωχνόταν.

Ο Χουρσίτ φοβήθηκε μήπως τιναχτούν στον αέρα κι οι θησαυροί του Αλή πασά κι απέφυγε να επιτεθεί. Έστειλε τον Αλή Χασάν, πασά της Εύβοιας, να συμβουλεύσει τον πολιορκημένο να ζητήσει χάρη από τον σουλτάνο. Και υποσχέθηκε να συνηγορήσει. Ο Αλή πασάς δέχτηκε. Λίγες μέρες αργότερα, ο Αλή Χασάν ειδοποίησε πως ήρθε το φιρμάνι, με το οποίο ο σουλτάνος έδινε χάρη. Ο Αλή πασάς το πίστεψε κι ειδοποίησε τον φρούραρχο να παραδώσει το κάστρο. Πήγε στο νησάκι της λίμνης, να συναντήσει τον Αλή Χασάν. Αυτός του έδειξε το φιρμάνι: Έλεγε πως έπρεπε να τον αποκεφαλίσουν. Πριν να προλάβει ο Αλή πασάς να κάνει τίποτα, έπεσε νεκρός, στα 78 του χρόνια. Ήταν 24 Ιανουαρίου 1822. Οι θησαυροί του δεν βρέθηκαν ποτέ.




17 Ιανουαρίου 1821: Η επανάσταση των Βλάχων


Ο Θεόδωρος Βλαδιμιρέσκου ήταν Βλάχος οπλαρχηγός, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Στις 17 Ιανουαρίου του 1821, με τη βοήθεια της Φιλικής Εταιρείας που ετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, βγήκε από το Βουκουρέστι με 25 άνδρες. Σ’ αυτούς ενώθηκαν ακόμα έντεκα κι όλοι μαζί πέρασαν στη Μικρή Βλαχία, όπου, στις 21 του μήνα, αιχμαλώτισαν έναν τοπικό διοικητή. Μια επαναστατική προκήρυξη, που εξέδωσε, αποσαφήνιζε τις προθέσεις του:

Καλούσε τον λαό της Βλαχίας να επαναστατήσει εναντίον των βογιάρων και των φορέων της εξουσίας. Ο λαός, κυρίως αγρότες, πύκνωσε τις τάξεις των επαναστατών, ενώ οι προύχοντες στην αρχή δεν τον πήραν στα σοβαρά. Καθώς όμως το επαναστατικό κίνημα απλωνόταν, άρχισαν να στέλνονται εναντίον του στρατιωτικά αποσπάσματα. Μόνο που, συμπτωματικά, σχεδόν όλοι οι επικεφαλής των αποσπασμάτων αυτών ήταν από καιρό μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία. Έτσι, άλλοι απλά ενώνονταν μαζί του, άλλοι έψαχναν και δήθεν δεν μπορούσαν να τον εντοπίσουν κι άλλοι έβρισκαν ευκαιρία για να του πάνε πολεμοφόδια, τρόφιμα και χρήματα.

Ο Βλαδιμιρέσκου ένιωσε αρκετά δυνατός, καθώς εξουσίαζε σχεδόν ολόκληρη τη Βλαχία. Στις 20 Μαρτίου, μια νέα προκήρυξη ξεκαθάριζε πως ο ίδιος συγκέντρωνε στα χέρια του όλες τις εξουσίες και πως αυτός ήταν ο μόνος αρμόδιος για κάθε ζήτημα. Όλα αυτά υποδήλωναν τάση για αυτονόμησή του από το κίνημα της Φιλικής Εταιρείας και του Αλέξανδρου Υψηλάντη που εκείνο τον καιρό βρισκόταν σε εξέλιξη και σε καλή πορεία. Όταν όμως, στις 14 Μαΐου, οι Τούρκοι μπήκαν στο Βουκουρέστι, ο Βλάχος αρχηγός ζήτησε από τον Υψηλάντη να επανενώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια στην Υψηλή Πύλη αλλά έγραψε και στον τοπικό πασά ζητώντας διαπραγματεύσεις. Για κακή του τύχη, η επιστολή έφτασε στα χέρια του Υψηλάντη που ανέθεσε στον Γεωργάκη Ολύμπιο να τον συλλάβει.

Ο Ολύμπιος εύκολα κατάφερε να τον παρασύρει στην πόλη Τεργοβίστι, όπου είχαν μεταφέρει την έδρα τους οι επαναστάτες. Με εντολή του Υψηλάντη, ο Βλαδιμιρέσκου εκτελέστηκε αναπολόγητος. Η επανάσταση των Βλάχων έσβησε ελάχιστο διάστημα πριν να διαλυθεί και το επαναστατικό κίνημα της Φιλικής Εταιρείας στη Μολδοβλαχία.

ΚΤΕ: Η αποτυχημένη κίνηση δημιουργίας ενός ΟΗΕ


Συμπληρώνονται 90 χρόνια από την πρώτη προσπάθεια επιβολής ενός συμφωνημένου από τις μεγάλες δυνάμεις παγκοσμιοποιημένου status quo: τη δημιουργία του προδρόμου του ΟΗΕ, την Κοινωνία των Εθνών. Με τη βιομηχανική επανάσταση, τις μεγάλες ανακαλύψεις και τη συνεπακόλουθη εξέλιξη των μέσων μεταφοράς τα κράτη ήρθαν πιο κοντά το ένα στο άλλο.

Με τον σιδηρόδρομο, το αυτοκίνητο και αργότερα το αεροπλάνο, οι σχέσεις των κρατών έγιναν πιο στενές, πιο εύκολες και πιο άμεσες. Απόρροια των παραπάνω ήταν η εντατικοποίηση των επαφών τους και μια μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση μέσω της αύξησης των εμπορικών ροών και της διακίνησης των πρώτων υλών. Πολλοί οικονομολόγοι μάλιστα συγκρίνουν τον βαθμό παγκοσμιοποίησης του εμπορίου τη δεκαετία του 1920, πριν από το μεγάλο κραχ, με τη δεκαετία του 1980. Πέρα όμως από το εμπόριο, η σύσφιγξη των σχέσεων έφερε και τη διακίνηση ιδεών και ιδεολογιών σχετικών με τις διεθνείς σχέσεις και την κοινωνία γενικότερα.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος κατέδειξε ότι εκτός από θετικά στοιχεία υπήρχαν και μεγάλοι κίνδυνοι σε αυτόν τον νέο κόσμο. Πολλοί θεωρητικοί επανεπεξεργάστηκαν την ιδέα για μια υπερεθνική εξουσία, μια κεντρική αρχή που θα μπορούσε να κανονικοποιήσει το διεθνές σύστημα ώστε να αποφευχθεί η τραγωδία του παγκόσμιου πολέμου στο μέλλον.

Το όλο νόημα ήταν ότι τα κράτη οικειοθελώς θα παρέδιδαν μέρος των εξουσιών τους στην Αρχή αυτή και μέρος των στρατιωτικών τους δυνάμεων θα δεσμεύονταν για την αστυνόμευση τυχόν παραβατών της διεθνούς νόμιμης τάξης. Παρόμοιες ιδέες βρίσκουμε στην ανθρώπινη ιστορία από την παγκόσμια αυτοκρατορία του Αλέξανδρου ώς το έργο του Καντ.

Στην πράξη όμως τα κράτη δεν φάνηκαν διατεθειμένα να εμπιστευτούν τις εξουσίες τους σε κανέναν διεθνή οργανισμό ή όργανο υπερεθνικού χαρακτήρα. Προτίμησαν τη διακυβερνητική μορφή για την εκπροσώπησή τους και την παραδοσιακή διπλωματία ως το μέσο. Το πλήγμα όμως του πολέμου ήταν αρκετό για να τα παρακινήσει να ιδρύσουν έναν παγκόσμιο Oργανισμό, στον οποίο θα εμπιστεύονταν τουλάχιστον ένα ελάχιστο των προσδοκιών τους για την κοινή συνύπαρξη.

Οι πρώτες επαφές για τον σκοπό αυτόν έγιναν, όπως ήταν φυσικό, στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης στο Παρίσι το 1919. Είχε προηγηθεί η διακήρυξη των Δεκατεσσάρων Σημείων του προέδρου Ουίλσον που έθεταν τις βάσεις μιας νέας αμερικανικής πολιτικής η οποία έβαζε τέλος στον απομονωτισμό της χώρας αυτής. Επίσης, το τελευταίο από τα σημεία ανέφερε σαφώς τη δημιουργία «ενός γενικού συνδέσμου εθνών, ο οποίος θα εγγυάται την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα όλων των κρατών, μικρών και μεγάλων».

Ο Ουίλσον, αυτός ο «τυφλός και κουφός Δον Κιχώτης» κατά τον άγγλο οικονομολόγο Τζων Κέυνς, αποδείχτηκε η καθοριστική μορφή σε αυτές τις συζητήσεις. Είχε ένα ακαδημαϊκό υπόβαθρο στις πολιτικές επιστήμες και μια ιδιαίτερη αντίληψη για την ηθική, την οποία σκόπευε να μετουσιώσει σε κάτι πραγματικό.

Φανατικός υποστηρικτής της ιδέας της συλλογικής ασφάλειας, ο Ουίλσον προέτρεψε τους άλλους τρεις ηγέτες του Συμβουλίου των Τεσσάρων, δηλαδή τον Κλεμανσώ, τον Τζωρτζ και τον Ορλάντο να προβούν στην ίδρυση του Oργανισμού που τελικά ονομάστηκε Κοινωνία των Εθνών. Στον αντίποδα οι ευρωπαίοι ηγέτες ήταν πιο παραδοσιακοί στις απόψεις τους με πρώτο και καλύτερο τον Κλεμανσώ, ο οποίος όντας 78 ετών εκπροσωπούσε πιο συντηρητικές απόψεις.

Ο Κλεμανσώ άλλωστε ήταν που είχε διατυπώσει τη διάσημη φράση «ο Παντοδύναμος Θεός είχε μόνο δέκα εντολές, ο Ουίλσον έχει δεκατέσσερις».

Επίσης, εκτός από τις προσωπικότητες που πρωταγωνιστούσαν στις διαπραγματεύσεις, σημασία είχε και το φλέγον ζήτημα της Γερμανίας. Οι νικητές καλούνταν να αποφασίσουν πώς ακριβώς θα διαχειρίζονταν το θέμα των αποζημιώσεων.

Το Παρίσι ήταν υπέρ πιο απόλυτων και αυστηρών αποφάσεων. Ακόμα και ο Τζωρτζ το 1918 είχε υποσχεθεί πως «θα έστυβε τη Γερμανία μέχρι να τρίξει και το τελευταίο της κουκούτσι». Έπρεπε όμως να είναι προσεκτικοί ώστε να μην οδηγήσουν τους γερμανούς να αναζητήσουν συμμαχία στα ανατολικά με τη Ρωσία, όπου συνέβαιναν κοσμογονικές αλλαγές.

Έπειτα από αμοιβαίες παραχωρήσεις, οι Τέσσερις αποφάσισαν ότι η έννοια της συλλογικής ασφάλειας που θα εφήρμοζαν στον νέο Oργανισμό θα προέβλεπε κάποιες αυτόματες οικονομικές και εμπορικές κυρώσεις στους παραβάτες. Όμως στο επίμαχο ζήτημα των στρατιωτικών κυρώσεων υπήρχαν ασάφειες, καθώς το θέμα εξαρτιόταν από τη βούληση του Συμβουλίου της ΚτΕ να προτείνει τα κατάλληλα μέτρα στην κάθε περίπτωση.

Ο Ουίλσον συγκεκριμένα φοβόταν ότι οι αυτόματες στρατιωτικές κυρώσεις θα έκαναν πιο δύσκολη την επικύρωση της Συνθήκης από τη Γερουσία. Τελικά, αυτό αποδείχτηκε ένα από τα κύρια σημεία που αποδυνάμωσε τη λειτουργία της ΚτΕ.

Σε όλα αυτά υπήρχε και μια πρόσθετη διάσταση, δηλαδή η ανησυχία των μικρών κρατών ότι θα γίνουν έρμαια των μεγάλων. Επίσης, σε έναν κόσμο με σύνορα σαφώς πιο ρευστά απ’ ό,τι σε άλλες χρονικές περιόδους, υπήρχαν δυνάμεις που επεδίωκαν την ανατροπή του εδαφικού καθεστώτος και δυνάμεις που υποστήριζαν το status quo. Άρα οι εμπνευστές της ΚτΕ στην προσπάθειά τους να συμπεριλάβουν στον Oργανισμό όσο το δυνατόν περισσότερα έθνη κατέληξαν να συμβιβάσουν αυτά τα διαφορετικά συμφέροντα.

Τελικά η ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών αποφασίστηκε στις 25 Ιανουαρίου 1919 και πραγματοποιήθηκε με το πρώτο μέρος της Συνθήκης των Βερσαλλιών στις 28 Ιουνίου του ίδιου έτους. Κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η ευρύτητα των σκοπών και ο οικουμενικός χαρακτήρας. Αρχικά, μέλη του Oργανισμού ήταν 44 κράτη, τα περισσότερα μέλη της Αντάντ. Η ειρωνεία ήταν ότι η Γερουσία των ΗΠΑ αρνήθηκε να επικυρώσει τη Συνθήκη παρακινούμενη από τους Pεπουμπλικάνους. Ο επόμενος πρόεδρος, Χάρντινγκ, δηλώνει πως «η ΚτΕ είναι νεκρή».

Όσον αφορά τη δομή της ΚτΕ, έμοιαζε αρκετά με τον γνώριμο σε εμάς ΟΗΕ. Είχε δηλαδή μια Γενική Συνέλευση όπου συμμετείχαν όλα τα μέλη, έναν γενικό γραμματέα και το Συμβούλιο στο οποίο συμμετείχαν 4 μόνιμα μέλη (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία) και 4 μέλη από τα υπόλοιπα κράτη.

Η λήψη αποφάσεων γινόταν με ομόφωνη ψήφο του Συμβουλίου και ταυτόχρονη πλειοψηφία στη Συνέλευση. Επιπλέον, στο πλαίσιο της ΚτΕ λειτουργούσαν και πολυάριθμες επιτροπές καθώς και το Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης, το οποίο ήταν υπεύθυνο για σημαντικό όγκο νομολογίας στον τομέα του διεθνούς δικαίου.

Όμως η Κοινωνία των Εθνών είχε κάποια θεμελιώδη τρωτά σημεία που προδιέγραφαν την αποτυχία της, με σημαντικότερο αυτών το σύστημα των κυρώσεων. Οι μεγάλες δυνάμεις έδειξαν φειδώ στην υιοθέτηση στρατιωτικών μέτρων καταφεύγοντας στα οικονομικά. Τα κράτη όμως που δέχονταν αυτούς τους περιορισμούς μπορούσαν κάλλιστα να συναλλαγούν με κράτη μη μέλη της ΚτΕ (τα οποία ήταν πολυάριθμα). Άρα τον Oργανισμό έβλαψε και το γεγονός ότι δεν ήταν πραγματικά παγκόσμιος, αλλά περιορισμένης συμμετοχής.

Η πιο μεγάλη αποτυχία της ΚτΕ ήταν φυσικά η ανικανότητά της να αποτρέψει τη γιγάντωση του ναζισμού στη Γερμανία, που οδήγησε τον κόσμο σε έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο και φυσικά στην κατάρρευση της ίδιας. Όταν έγινε φανερό ότι αναδυόταν η μεγάλη απειλή του ναζισμού στη Γερμανία, οι γάλλοι και οι άγγλοι επέλεξαν την οδό του κατευνασμού αντί να κινηθούν δραστικά και να προσπαθήσουν να επιβάλουν αυστηρές κυρώσεις στο πλαίσιο της ΚτΕ.

Έτσι, βήμα βήμα, ο Χίτλερ μπόρεσε να αναπτύξει την πολεμική βιομηχανία του και να επικρατήσει στα γειτονικά κράτη. Από το 1930 και μετά η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία αποχώρησαν από την ΚτΕ, η καθεμία για τους δικούς της λόγους. Αυτό ήταν το σημείο δίχως γυρισμό για τον Oργανισμό, αλλά και για την ειρήνη. Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν μπει πλέον σε τροχιά σύγκρουσης πληρώνοντας την πολιτική του παρελθόντος.

Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Θ. Χριστοδουλίδης σχολιάζοντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών: «Τα κάτοπτρα της αίθουσας αντανακλούσαν συρρικνωμένο το είδωλο της Γερμανίας, με έντονη την έκφραση της μνησικακίας στο βλέμμα της, καθώς αποχωρούσε από τις Βερσαλλίες, τον προθάλαμο της επόμενης καταστροφής».

Υπήρχαν όμως και άλλοι παράγοντες που δεν επέτρεψαν στην ΚτΕ να γίνει σημαντικός παίκτης στο διεθνές σύστημα. Ενώ ο Ουίλσον και πολλοί άλλοι ήταν υπέρ της εφαρμογής της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών, στην πράξη η αρχή αυτή εφαρμόστηκε επιλεκτικά και με βάση τα συμφέροντα των μεγάλων οδηγώντας σε περαιτέρω αποδυνάμωση και απονομιμοποίηση της ΚτΕ.

Όσον αφορά την Ελλάδα, η οποία έγινε κατευθείαν μέλος του Oργανισμού, οι προσδοκίες της μάλλον διαψεύστηκαν. Η ΚτΕ δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια των γεγονότων της περιόδου 1919-1922 στη Μικρά Ασία, ούτε εκδήλωσε προσπάθεια να αποτρέψει την καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού. Μόνο το 1925, όταν ελληνικά στρατεύματα επιτέθηκαν στη Βουλγαρία, η ΚτΕ εκδήλωσε την αντίθεσή της με αποτέλεσμα την απόσυρσή τους.

Συμπερασματικά, αν άφησε κάτι η Κοινωνία των Εθνών στους μετέπειτα πολιτικούς, αυτό ήταν η θεώρησή της ως ένα ευγενές αλλά αποτυχημένο εγχείρημα, αποτέλεσμα της προσπάθειας ενός ιδεαλιστή προέδρου. Οι επιτυχίες της αφορούν περισσότερο κάποιες διαδικασίες διαιτησίας και επίλυσης περιφερειακών διαφορών και την πλούσια νομολογία του δικαστηρίου.

Αν δεχτούμε τις απόψεις των ρεαλιστών, κανένας Oργανισμός δεν μπορεί να διασφαλίσει την ειρήνη σε έναν κόσμο τόσο ποικιλόμορφο και άναρχο όσο ο δικός μας. Πράγματι, στην πράξη είδαμε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ΟΗΕ ότι οι υπερδυνάμεις προχωρούσαν στην εφαρμογή της στρατηγικής τους χωρίς να λογοδοτούν ουσιαστικά πουθενά.

Αν το Συμβούλιο Ασφαλείας περιόρισε σε κάποιες περιπτώσεις τις βλέψεις τους, αυτό οφειλόταν περισσότερο στο αντίπαλο δέος παρά στον ίδιο τον Oργανισμό. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αντί να ενισχυθεί ο ρόλος του ΟΗΕ φτάσαμε σε μια ακόμα χειρότερη κατάσταση, όπου η Ουάσιγκτον, κάνοντας επίδειξη ισχύος, κουρελιάζει όλες τις αρχές του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών τακτικά.

Δυστυχώς, σήμερα δεν υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση για να εκσυγχρονιστεί η δομή και η λειτουργία του ΟΗΕ, και δύσκολα θα τη βρει κανείς αυτή την πρόθεση στη νεοσυντηρητική ηγεσία των ΗΠΑ ή στη Ρωσία του πετρελαίου. Ο ΟΗΕ σήμερα δείχνει να έχει εκφυλιστεί και να λειτουργεί πλέον ως ένα όργανο ανθρωπιστικής βοήθειας και ακαδημαϊκών μελετών.

Τι πρέπει να κάνουμε; Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποδεχτούμε τις διεθνείς σχέσεις ως το αντίστοιχο της φιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας, δηλαδή ως ένα αυτορρυθμιζόμενο σύνολο κρατών που το καθένα φροντίζει το συμφέρον του. Η διεθνής συνεργασία, η επίλυση διαφορών και το διεθνές δίκαιο έχουν εξελιχθεί μέσα στον χρόνο και αποτελούν πολύτιμα εργαλεία.

Η σημαντικότερη συμβολή που προσέφερε η ΚτΕ στις επόμενες γενιές είναι η ίδια η αποσύνθεσή της με τις φρικτές για όλους συνέπειες. Ας ελπίσουμε η σημερινή αποσύνθεση του ΟΗΕ να μην έχει τα ίδια αποτελέσματα.



Οι... «χούλιγκανς» γράφουν την Ιστορία

Η συμπλήρωση 41 χρόνων από τον Μάη του 1968 αναπόφευκτα μας φέρνει στον νου μια σειρά από επαναστατικά κινήματα που έχουν υπάρξει ανά τις εποχές. Βέβαια έχουμε συνηθίσει να ασχολούμαστε μόνο με εξεγέρσεις και επαναστάσεις που συνέβησαν από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, ίσως επειδή αυτές έχουν επιπτώσεις στις σημερινές ιδεολογικές τάσεις και πολιτικά κινήματα.

Σήμερα θα ρίξουμε βάρος σε μια πολύ παλαιότερη ανταρσία εναντίον της εξουσίας της εποχής, και συγκεκριμένα στη Στάση του Νίκα, που σημειώθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 532 μ.Χ. και έδειξε ακόμη μια φορά ότι κάθε αυτοκρατορία έχει στην πορεία της μια περίοδο αποσταθεροποίησης εκ των έσω.

Οι... Θύρες του Βυζαντίου

Η ιδιομορφία αυτής της σύγκρουσης είναι ότι οι πρωταγωνιστές της θυμίζουν κάποιους αντίστοιχους σημερινούς «στρατούς» του αθλητισμού που η ανεκτικότητα της πολιτείας και η επιβράβευση των παραγόντων τούς καθιστούν πολλές φορές ασύδοτους και ανεξέλεγκτους. Στα χρόνια του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστινιανού, τον ρόλο αυτόν είχαν οι ομάδες του ιπποδρόμου, δηλαδή οι Βένετοι, οι Πράσινοι, οι Λευκοί και οι Ρούσσοι.

Εκείνα τα χρόνια, ιδίως οι δύο πρώτες ομάδες είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη και εκτός από καθαρά αθλητικά σωματεία αποτελούσαν και παράπλευρα όργανα εκδήλωσης διαφωνίας όταν η εξουσία υιοθετούσε αντιλαϊκές πολιτικές.

Στους κόλπους τους οι Δήμοι αυτοί, όπως αποκαλούνταν, συμπεριλάμβαναν μια ευρεία ποικιλία κοινωνικών ομάδων. Μπορούσε κάποιος να αναγνωρίσει στον συγκεκριμένο χώρο από συγκλητικούς μέχρι συμμορίτες και λαϊκούς. Ο ίδιος ο Ιουστινιανός, τον οποίο ο ιστορικός Προκόπιος χαρακτηρίζει «άρχοντα των δαιμόνων», υποστήριζε τους Βένετους.

Όταν ο Ιουστινιανός έγινε αυτοκράτορας το 527, φρόντισε να εκδώσει ένα διάταγμα με το οποίο απαγόρευε την «αταξίαν» από τα χρώματα του ιπποδρόμου. Στο διάταγμα αυτό απέφευγε να δηλώσει την προτίμησή του προς τους ορθόδοξους Βένετους, μια και ήταν ακόμη νέος στον θρόνο και δεν ήθελε να προκαλέσει. Τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άσχημη τροπή το 531, όταν διάφορα μέλη των Βένετων και των Πράσινων είχαν συλληφθεί με την κατηγορία του φόνου.

Ο Ιουστινιανός όμως φάνηκε πολύ ανεκτικός σε αυτή την παρεκτροπή και, αντί να τους επιβάλει τη θανατική ποινή όπως προβλεπόταν από τον νόμο, επέλεξε απλώς να τους φυλακίσει.

Οι σύνδεσμοι όμως φάνηκαν ανένδοτοι, καθώς διεκδικούσαν να απαλλαχθούν τελείως από τις κατηγορίες, κάτι που ο αυτοκράτορας δεν δέχτηκε καν να συζητήσει. Έτσι φτάνουμε στον Ιανουάριο του 532, οπότε στον χώρο του ιπποδρόμου οι Πράσινοι και οι Βένετοι αποδοκιμάζουν έντονα τον Ιουστινιανό αιφνιδιάζοντας τον νέο ακόμη αυτοκράτορα, που δεν είχε μπορέσει να δει την ουσία αυτής της αντίδρασης.

Αιτία οι ανισότητες

Το θέμα των καταδικασμένων δεν ήταν παρά η αφορμή, και όχι η ουσιαστική αιτία, η οποία ήταν οι κοινωνικές ανισότητες της Κωνσταντινούπολης. Όπως μας ενημερώνει ο Τηλέμαχος Λούγγης: «Ο κόσμος που έρχεται για ποικίλους λόγους στην Κωνσταντινούπολη δεν έχει συνήθως χρήματα για να στεγαστεί» λέει ο πανηγυριστής των κτισμάτων του Ιουστινιανού Προκόπιος, ενώ αντίθετα οι πλούσιοι χτίζουν αληθινά ανάκτορα, όχι από ανάγκη: «άλλες ύβριν και τρυφήν όρον ουκ έχουσαν». Οι Βένετοι και οι Πράσινοι είχαν γίνει άτυποι φορείς συγκέντρωσης αυτής της κοινωνικής πίεσης, μια και είχαν δεχτεί στις τάξεις τους όλους τους δυσαρεστημένους και αδικημένους.

Αλλά δεν ήταν μόνο τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα δυσαρεστημένα. Ο Ιουστινιανός είχε επιβάλει νέους φόρους, είχε περικόψει τα δικαιώματα των ευγενών, είχε επιτεθεί στη μεγάλη ιδιοκτησία με μια σειρά διοικητικών μέτρων εναντίον της, ενώ πολλοί αξιωματούχοι συμπεριφέρονταν με τρόπο αυταρχικό. Πιθανότατα οι ευγενείς και τα μέλη της Συγκλήτου προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τους Βένετους και τους Πράσινους για να χτυπήσουν τον αυτοκράτορα, να δημιουργήσουν μια χαοτική κατάσταση με στόχο να πάρουν πίσω τα χαμένα τους προνόμια και παράλληλα να αποδυναμώσουν πολιτικά τον Ιουστινιανό.

Οι Βένετοι και οι Πράσινοι τότε προέβησαν σε μια επαναστατική ενέργεια: εξεγέρθηκαν πυρπολώντας περιοχές της πόλης και κτίρια όπως το μέγαρο της Συγκλήτου, επαύλεις ευγενών και την παλιά Αγία Σοφία, ενώ εισέβαλαν και στις φυλακές φωνάζοντας το γνωστό σύνθημα «Νίκα», το οποίο χρησιμοποιούσαν συνήθως στις αρματοδρομίες. Οι στασιαστές απαιτούσαν την απομάκρυνση του έπαρχου Ιωάννη του Καππαδόκη, που ήταν υπεύθυνος για τη φορολογία, και του Τριβωνιανού, που είχε ως ευθύνη του την αναθεώρηση του ποινικού κώδικα.

«Έριξαν» τον Ιουστινιανό!

Ο Ιουστινιανός, πιεζόμενος από τις συνθήκες, αναγκάστηκε να δεχτεί αυτές τις αξιώσεις, αλλά οι στασιαστές ήταν πλέον ανεξέλεγκτοι όχι μόνο στις ενέργειες, αλλά και στα αιτήματα και, συνειδητοποιώντας τη δύναμή τους, προχώρησαν ακόμη περισσότερο: ονόμασαν νέο αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανιψιό του αυτοκράτορα Αναστασίου του Α’.

Το Βυζάντιο είχε φτάσει σε μια κρίσιμη στιγμή στην πρώιμη ιστορία του, όπου θα κρινόταν το μέλλον της αυτοκρατορικής εξουσίας, και ο Ιουστινιανός κλήθηκε να πάρει μια δύσκολη απόφαση: να φύγει από τη Βασιλεύουσα και να ανασυνταχθεί αλλού ή να παραμείνει και να προσπαθήσει να συντρίψει τη Στάση με όποιες δυνάμεις διέθετε; Τότε καθοριστική ήταν η παρέμβαση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, που τον έπεισε τελικά να παραμείνει εντός των τειχών, λέγοντάς του την περίφημη φράση: «Καλόν εντάφιον η βασιλεία, Αύγουστε».

Οι άνδρες που επέλεξε ο Ιουστινιανός στην προσπάθειά του να σώσει τον θρόνο του ήταν οι στρατηγοί Βελισσάριος και Μούνδος, οι οποίοι έπεισαν και οι ίδιοι τον αυτοκράτορα να μείνει στην πόλη, αφού πρώτα τον διαβεβαίωσαν ότι ανά πάσα στιγμή θα κατέφθαναν στρατιωτικές δυνάμεις από τις γύρω περιοχές.

Αλλά και στις τάξεις των επαναστατημένων υπήρχαν διχογνωμίες. Μοιραία ήταν και η απόφαση του συγκλητικού Ωριγένη, που τους έπεισε να μην επιτεθούν στη φρουρά του παλατιού, η οποία αριθμούσε τρεις χιλιάδες άντρες υπό τον ευνούχο στρατηγό Ναρσή, αλλά να ανασυνταχθούν και να περιμένουν πιθανή αντεπίθεση του αυτοκράτορα.

Επίσης, με βάση μαρτυρίες όπως του Προκόπιου, είναι πολύ πιθανό ο Υπάτιος και άλλοι στις τάξεις των στασιαστών να έπαιζαν σε διπλό ταμπλό επιβεβαιώνοντας την ιστορική πραγματικότητα ότι δεν πέφτουν μόνο οι αυτοκρατορίες εκ των έσω, αλλά και οι εξεγέρσεις. Εικάζει ο Προκόπιος ότι αυτοί έδωσαν στον Ιουστινιανό την πληροφορία ότι οι στασιαστές θα συγκεντρώνονταν στον ιππόδρομο εκείνη τη μοιραία Κυριακή.

Η σφαγή των στασιαστών

Η διαταγή για την καταστολή της Στάσης δόθηκε στις 18 Ιανουαρίου. Οι στασιαστές εγκλωβίστηκαν στον ιππόδρομο, όπου και σφαγιάστηκαν από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις. Ο Υπάτιος και ένας αριθμός αριστοκρατών και συγκλητικών εκτελέστηκαν και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν. Συνολικά, θεωρείται ότι την εβδομάδα της εξέγερσης έχασαν τη ζωή τους περίπου τριάντα χιλιάδες στασιαστές.

Για τον Ιουστινιανό δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ταιριαστός χώρος για τη συντριβή των στασιαστών από τον ιππόδρομο, το ίδιο τους το άντρο. Ένας χώρος όπου συγκεντρωνόταν η αφρόκρεμα της πόλης σε τακτά χρονικά διαστήματα για να θαυμάσει τις αρματοδρομίες. Στο εξής ο Ιουστινιανός θα μπορούσε να τους υπενθυμίζει ότι ο ιππόδρομος μπορούσε να προσφέρει και πιο αιματηρά θεάματα με πρωταγωνιστές αυτούς που θα τολμούσαν να τον ανατρέψουν. Η Στάση του Νίκα ενεγράφη στο συλλογικό υποσυνείδητο της Πόλης ως σύμβολο της ισχύος του αυτοκράτορα.

Όμως η Στάση του Νίκα είχε σοβαρές συνέπειες και για την ίδια την αυτοκρατορία, η οποία βρισκόταν τότε σε μια μεταβατική περίοδο. Αν ο Ιουστινιανός είχε αποτύχει να την καταστείλει, τότε οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις του δεν θα εφαρμόζονταν ποτέ, μια και θα επικρατούσαν πιο συντηρητικοί πολιτικοί και τα πράγματα θα έμεναν στάσιμα.

«Μια εξουσία που την εγκαταλείπουν όλοι, συνήθως καταρρέει, καθώς η δύναμή της λιγοστεύει μέρα με τη μέρα» σχολιάζει ο Ωριγένης, μέλος και ο ίδιος της παλιάς αριστοκρατίας που έφθινε. Με την κατάργηση της δουλείας η τάξη αυτή έχασε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής της και όσοι ήταν προσκείμενοι σε αυτή επιζητούσαν διακαώς να ανατρέψουν τους μεταρρυθμιστές αυτοκράτορες. Η Σύγκλητος ήταν τότε ό,τι είχε απομείνει από την εκπροσώπηση της παλιάς τάξης. Στην πραγματικότητα, με την πάροδο του χρόνου δεν εξαφανίστηκε η παλιά τάξη, απλώς μεταλλάχτηκε σε ένα νέο μόρφωμα.

Αρχή μεγαλείου

Για τον Ιουστινιανό η νίκη αυτή ήταν πολύ σημαντική, αφού μπορούσε απερίσπαστος πλέον να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που εκείνος επιθυμούσε χωρίς να φοβάται τις αντιδράσεις. Ο Τριβωνιανός και ο Καππαδόκης επανήλθαν στις θέσεις τους. Εκτελέστηκε το νομοθετικό έργο που συνοψιζόταν στον Corpus Juris Civilis, τον νέο αστικό κώδικα που αποτέλεσε μνημειώδες έργο.

Επίσης, ο Ιουστινιανός ξεκίνησε την ανοικοδόμηση της Πόλης εφαρμόζοντας ένα φιλόδοξο σχέδιο που συμπεριλάμβανε υδραγωγεία, γέφυρες, οχυρωματικά έργα και φυσικά την ανέγερση της Αγίας Σοφίας με σχέδιο του Ανθέμιου και του Ισίδωρου. Χωρίς εσωτερικές ενοχλήσεις αφιερώθηκε στην αντιμετώπιση εξωτερικών απειλών στην Ανατολή. Για όλους αυτούς τους λόγους ο Ιουστινιανός κέρδισε το επίθετο «Μέγας» και «τελευταίος των Ρωμαίων».

Τα γεγονότα αυτά μας δίνουν ένα πιθανό δίδαγμα για το σήμερα όσον αφορά το πώς μη πολιτικές οργανώσεις όπως οι αθλητικοί σύνδεσμοι μπορούν υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις να συσπειρώσουν κοινωνικές δυνάμεις και να τις εκφράσουν καλύτερα από τα κόμματα ή τις υπόλοιπες παραδοσιακές πολιτικές κινήσεις.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η επόμενη επανάσταση θα μπορούσε να ξεκινήσει από τις... Θύρες 7, 13, 21 και 4 (αν και τα δύο συνεχόμενα ντέρμπι τις επόμενης εβδομάδας χρειάζονται προσοχή), παρ’ ότι οι ίδιες αυτοχαρακτηρίζονται ως χώροι που συσπειρώνουν αμιγή κοινωνικά χαρακτηριστικά (λαϊκοί - αστοί - αδικημένοι κ.λπ.).


10 Ιανουαρίου 403 π.Χ.: Ο Θρασύβουλος και η Δημοκρατία

Με την ήττα των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς, το 405 π.Χ., έληξε ουσιαστικά ο Πελοποννησιακός πόλεμος που άρχισε το 431 π.Χ. Οι Σπαρτιάτες πολιόρκησαν την Αθήνα και την ανάγκασαν, τον Μάρτιο του 404, να παραδοθεί. Στη νικημένη πόλη τοποθέτησαν τους «τριάκοντα τυράννους», που εγκατέστησαν ολιγαρχία κι άρχισαν διωγμούς εναντίον των δημοκρατικών πολιτών. Όσοι μπορούσαν, έφευγαν και έβρισκαν καταφύγιο στην Κόρινθο και στη Βοιωτία.

Ένα από τα θύματα των τριάντα ήταν και ο στρατηγός Θρασύβουλος που, το 411 π.Χ., είχε ανατρέψει το ολιγαρχικό πολίτευμα στη Σάμο. Ο Θρασύβουλος κατάφερε να το σκάσει στη Θήβα όπου συγκέντρωσε περίπου εβδομήντα δημοκρατικούς. Τέλη Δεκεμβρίου με αρχές Ιανουαρίου του 403 π.Χ., πέρασε στην Αττική και κυρίευσε τη Φυλή. Οι τριάντα τύραννοι έστειλαν εναντίον του τους 3.000 προνομιούχους οπλίτες και ιππείς. Η επίθεση έγινε στις 10 Ιανουαρίου 403 π.Χ. αλλά οι ολιγαρχικοί νικήθηκαν αφήνοντας στο πεδίο της μάχης εκατό νεκρούς. Άρχισαν πολιορκία.

Όσο, όμως, δεν έπεφτε η Φυλή, τόσο πλήθαιναν οι υπερασπιστές της καθώς και άλλοι δημοκρατικοί έρχονταν να ενωθούν μαζί τους. Στα τέλη Ιανουαρίου, οι αρχικοί εβδομήντα του Θρασύβουλου είχαν γίνει επτακόσιοι. Με αιφνιδιαστική έξοδο, κατάφεραν να διαλύσουν τους πολιορκητές, σκοτώνοντας 120 από αυτούς. Ως τον Απρίλιο του 403 π.Χ., οι δημοκρατικοί είχαν φτάσει τους χίλιους. Τότε, ο Θρασύβουλος έφυγε από τη Φυλή και κατέλαβε τη Μουνιχία (το λιμάνι ανάμεσα στον Πειραιά και το Φάληρο), όπου, τον Μάιο, δόθηκε αποφασιστική μάχη. Οι ολιγαρχικοί νικήθηκαν, έχοντας 70 νεκρούς, ανάμεσα στους οποίους κι ο αρχηγός των τριάντα τυράννων, Κριτίας.

Οι Σπαρτιάτες έσπευσαν να βοηθήσουν το καθεστώς που οι ίδιοι εγκαθίδρυσαν αλλά ο στρατός του Θρασύβουλου μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο κι αριθμούσε πολλές χιλιάδες μαχητές. Τον Σεπτέμβριο του 403 π.Χ., ο Θρασύβουλος μπήκε θριαμβευτής στην Αθήνα κι αποκατέστησε τη Δημοκρατία. Οι ολιγαρχικοί δεν άντεξαν πάνω από 18 μήνες.