Στο Στρασβούργο, μια μικρή γαλλική πόλη κοντά στα σύνορα με τη Γερμανία, όπου θα γινόταν η Σύνοδος του ΝΑΤΟ, λήφθηκαν τόσο ισχυρά μέτρα ασφαλείας που κατέληξαν σε αστυνομική περιστολή της καθημερινής ζωής των κατοίκων, στην προσβολή της αξιοπρέπειάς τους μια και τους ανάγκασαν να φέρουν σφραγίδα επάνω τους που να πιστοποιεί ότι είναι κάτοικοι της πόλης (!) και στην ανατροπή της αίσθησης σταθερότητας και ασφάλειας που έδιναν μέχρι τώρα οι δυτικές δημοκρατίες στους πολίτες τους. Μην ξεχνάμε ότι και οι δικτατορίες επικαλούνται λόγους ασφάλειας ως αιτία για την αστυνόμευση, που μπορεί μάλιστα να είναι και αληθινή αιτία. Δεν λέμε ότι πρέπει οι Σύνοδοι να γίνονται χωρίς μέτρα ασφαλείας σε κάποια έκφραση παιδικής αφέλειας, αλλά εννοούμε ότι θα πρέπει οι ηγέτες να σκεφθούν σοβαρά τι είναι αυτό που οδήγησε σε μια τέτοια ανάγκη (αν όντως υπάρχει τέτοια βέβαια). Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι και για το κοινό έγκλημα λαμβάνονται μέτρα προστασίας με κατάργηση των ατομικών ελευθεριών όπως με τις κάμερες παρακολούθησης, φαινόμενο το οποίο π.χ. στο Λονδίνο είναι πολύ έντονο με τις μισό περίπου εκατομμύριο κάμερες, τότε το πρόβλημα αναδεικνύεται τεράστιο. Γιατί αυτή η ανάγκη δείχνει ότι η κοινωνία (τοπικά ή διεθνώς ή και τα δύο) νοσεί βαριά, περιλαμβάνοντας στην κοινωνία και την ηγεσία της. Δεν βλέπουν τα σημεία των καιρών, την κοινωνική αποσύνθεση, την έλλειψη στόχων ζωής και προοπτικών; Δεν βλέπουν τη διεθνή δυσαρμονία που μετά την λήξη του ψυχρού πολέμου ανάμεσα στα δύο μεγάλα μπλοκ έχει εξαπλωθεί ανάμεσα σε όλες τις χώρες, μικρές και μεγάλες, που επί τόσες δεκαετίες είχαν την αυταπάτη ότι το μόνο που έφταιγε ήταν η επιρροή των ισχυρών, χωρίς να αναλογίζονται και τον εαυτό τους. Οι στόχοι ζωής ατόμων και εθνών ήταν και είναι μόνον η υλική ευμάρεια καθώς και η υπεροχή έναντι των υπολοίπων, η οποία είναι ανταγωνιστικό στοιχείο και μπορεί να πάρει πολλές μορφές από την πιο πρωτόγονη όπως το χρήμα ως μέσο ανάδειξης μέχρι την πιο λεπτή όπως ο πολιτισμός. Όμως και στις δύο περιπτώσεις καλλιεργούνται μόνον οι κτητικές τάσεις, ο ατομισμός, η υπεροχή της ομάδας ή του έθνους με στόχο αυτή καθαυτή την υπεροχή και όχι τις ιδιότητες που τη συνιστούν. Έτσι τελικά και βαθμιαία ο άνθρωπος οδηγείται σε αντικοινωνικές συμπεριφορές που αποσυνθέτουν τον κοινωνικό και διεθνή ιστό και οδηγούν τους σχετικά πιο υγιείς ανθρώπους σε απόγνωση. Αυτό συμβαίνει γιατί, ακόμη και στην περίπτωση της πολιτισμικής υπεροχής, η υπεροχή αυτή (αν βέβαια είναι αληθινή, γιατί μπορεί να είναι και μία αυταπάτη) γίνεται ένα είδωλο και κάθε είδωλο είναι ένας υλισμός που δεν οδηγεί πουθενά αλλού παρά μόνον στην άρνηση της ύπαρξης των άλλων μέσω υποβάθμισής τους μέσα στη συνείδησή μας. Πέραν τούτου μία τέτοια υπεροχή είναι αμφισβητούμενη, όπως για παράδειγμα τέτοια πολιτισμική υπεροχή είναι για τη Δύση η ελεύθερη και ισότιμη με του άντρα θέση της γυναίκας στην κοινωνία, ενώ για άλλες χώρες αποτελεί πολιτισμική υπεροχή η ακριβώς αντίθετη κατώτερη θέση της γυναίκας. Προφανώς εδώ ο κανόνας αλήθειας δεν βρίσκεται στον πολιτισμικό φονταμενταλισμό ως διαφορετικότητα, αλλά στον κανόνα αρχής και εν προκειμένω στην αρχή της ισότητας και της ελευθερίας. Είναι φανερό ότι είναι αναγκαία μία άλλη ματιά τόσο απέναντι στα ελαττώματά όσο και απέναντι στα προτερήματα τα δικά μας και των άλλων. Αυτό είναι απαραίτητο γιατί είναι τρομερά δύσκολη η δίοδος ανάμεσα σε πράγματα που φαίνονται τόσο αντιφατικά μεταξύ τους, όπως ο άνθρωπος ως άτομο, η ομάδα και η ανθρωπότητα συνολικά, γιατί αυτά συγκρούονται μεταξύ τους στο επίπεδο συμφερόντων και αξιολόγησης δικαιωμάτων και αυταξίας. Αν μάλιστα υπολογίσουμε μέσα στα ενδιαφέροντά μας και το μη ανθρώπινο περιβάλλον, τότε τα πράγματα γίνονται δραματικά για τις αντοχές των ανθρώπων. Θα πρέπει λοιπόν να αναφέρουμε τρεις θεμελιώδεις όψεις βίας που είναι βαθιά αντικοινωνική και που επηρεάζει μεγαλύτερα σύνολα: 1) Η πρώτη είναι οπωσδήποτε η βία της φτώχειας και της έλλειψης δημοκρατικού πολιτισμού και όχι μόνον θεσμών. Αυτή η βία δεν είναι συνήθως σε αληθινή αντιστοίχιση με την ανάγκη και τη δικαιοσύνη, αλλά η υπάρχουσα ανάγκη και κοινωνική αδικία καταλήγει να αποτελεί πλην άλλων και ένα πρόχειρο πεδίο για ανάδειξη της ελλοχεύουσας τάσης του ανθρώπου για επιβολή και εκδίκηση τόσο προσωπική όσο και αφηρημένη. Δηλαδή οι πράξεις των ανθρώπων για αποκατάσταση της ισότητας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας μπορεί να μη στοχεύσουν τελικά κυρίως σε αυτές τις αρχές, αλλά συχνά να εκτραπούν σε μία άλογη βία που τείνει να πάρει τη θέση της προηγούμενης άδικης και βίαιης επιβολής και χωρίς καμμία σύνδεση με τις παραπάνω επικληθείσες αρχές. Αυτό μπορεί να συμβεί στις επαναστάσεις και σε κάθε είδους αντίδραση προς την κοινωνική αδικία. Η πραγματικά ορθή αντίδραση θα απαιτούσε μία καλύτερη κατανόηση του περιεχομένου των επιδιωκόμενων αρχών, των κινήτρων και της αληθινής ανάγκης. 2) Η δεύτερη είναι η βία του φονταμενταλισμού και των συνυφασμένων και με αυτόν συμφερόντωνόπως π.χ. της απαξίωσης της γυναικείας ύπαρξης στη μισή σχεδόν υδρόγειο με τη στήριξη βέβαια του ανδρικού πληθυσμού. Εδώ η Δύση δεν έχει δείξει αληθινό ενδιαφέρον για θεσμικό και πολιτικό μετασχηματισμό όπως αυτό φαίνεται στην περίπτωση του Αφγανιστάν με τη συνέχιση της σαρία και σ’ ένα μικρότερο βαθμό στο Ιράκ. Αυτό απαξιώνει τη Δύση στο επιχείρημά της για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε αυτού του είδους τη βία υπάρχει ο κίνδυνος η βούληση των υποταγμένων ανθρώπων να συναινεί σε αυτήν, να συναινούν δηλαδή στο να είναι θύματα, οπότε εδώ μπορεί να αναδειχθεί ένα κατά βάση φιλοσοφικό πρόβλημα, αυτό της μη σύμπτωσης της ατομικής βούλησης με την αρχή της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας και η εξεύρεση λύσης είναι θέμα ειλικρινούς διαβούλευσης και όχι της στρατηγικής. 3) Η τρίτη είναι αυτή της στρατηγικής βίας υπό τις δύο εκδοχές της∙ της βίας που ασκούν ισχυρά πολιτικοοικονομικά, πολιτισμικά και στρατιωτικά συμφέροντα και από την άλλη η τρομοκρατική βίαυπό την έννοια του ασύμμετρου αιφνιδιασμού και της τυφλής προσβολής κοινωνικών συνόλων και στόχων, η οποία δυστυχώς κατάφερε να μοχλεύσει (πράγμα που πιθανόν να ήταν σκοπούμενο) και να οδηγήσει σε ένα νέο αστυνομικό αυταρχισμό τις κοινοβουλευτικά ώριμες κατά τα άλλα κοινωνίες μας σε συνέργεια με τους φονταμενταλιστές της Δύσης. Εδώ πρέπει να καταθέσουμε όμως και την άποψη ότι όποιο και να είναι το άλλοθι της ασύμμετρης βίας, είναι βαθιά ενάντια στον άνθρωπο και την ανθρωπιστική ανάπτυξη και στρεβλώνει τις πολιτικές εξελίξεις οδηγώντας σε έναν ομοιοπολικό (όμοιου χαρακτήρα) και το ίδιο ανίερο φονταμενταλισμό. Σε αυτό δεν μπορεί να υπάρξει άλλοθι. 4) Υπάρχει και η ατομική ή κοινωνική βία που δεν αφορά μεγάλα σύνολα ή είναι τελείως περιστασιακή και σπάνια, χωρίς να δημιουργεί ισχυρά και πάγια διαχεόμενο σε χώρο και χρόνο κλίμα βίας στην κοινωνία και η οποία μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, άμεσες ή έμμεσες. Και εδώ χρειάζεται προσοχή, γιατί η βία σαν έννοια έχει πολύ ευρύ περιεχόμενο (πολύ ευρύτερο από όσο φανταζόμαστε) και μπορεί ο τρόπος που την αντιλαμβάνεται κανείς να χρησιμοποιηθεί εποικοδομητικά ή όχι. Οι βίαιες αντιδράσεις λοιπόν ενός ανθρώπου εκτός εξουσίας μπορεί να οφείλονται σε διάφορους λόγους όπως π.χ.: α) Μπορεί κάποιος στην προσπάθεια να πετύχει τους στόχους του να αντιδρά εγωιστικά και αντικοινωνικά με παραβατικό τρόπο. Αυτή η συμπεριφορά αποτελεί μία μορφή βίας ακόμη και όταν δεν στοχεύει στην ζωή των άλλων αλλά σε άλλα στοιχεία της υπόστασής τους π.χ. την περιουσία τους. Η εγκληματική συμπεριφορά όμως αντιμετωπίζεται από το ποινικό δίκαιο των χωρών και έχει επί μακρόν συζητηθεί ο τρόπος αντιμετώπισής της, αλλά όπως αποδεικνύουν τα πράγματα όχι και τόσο επιτυχώς. Η διαβούλευση απέτυχε όπως φαίνεται από το ότι τα κράτη καταφεύγουν σήμερα σε περιστολή των ατομικών ελευθεριών για έλεγχο της εγκληματικότητας, πράγμα που δεν είναι εποικοδομητικό, αντί να προσπαθήσουν να θεραπεύσουν τα αίτια που είναι το πραγματικά καλύτερο για το σύνολο. β) Ίσως απλά και ανθρώπινα ένας άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει και διαμαρτύρεται για να ακουστεί ή κάνει κάτι για την κατάστασή του, πράγμα όμως που μπορεί να γίνει με θεμιτούς ή αθέμιτους τρόπους ανάλογα με το πολιτισμικό αποτύπωμα του ανθρώπου ή το βαθμό της απόγνωσής του, οπότε θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε κάποτε και την αδιαφορία της κοινωνίας και του κράτους ως μία μορφή βίας. γ) Η παραπάνω κοινωνική αδιαφορία πρέπει να αντιμετωπιστεί κάποτε σαν μορφή βίας που ασκείται μέσω παράλειψης να πράξει η κοινωνία αυτό που είναι χρέος της να πράξει είτε νομικά είτε ηθικά. Αυτή η αδιαφορία βέβαια σπανίως αντιμετωπίζεται από τον νόμο (εξάλλου θα ήταν αδύνατο κάτι τέτοιο, γιατί η ηθική δεν επιβάλλεται), αλλά ακριβώς σε αυτά τα σημεία στα οποία δεν μπορεί να υπεισέλθει ο νόμος βρίσκονται οι αναζητούμενες λύσεις: δηλαδή στη συνείδηση των ατόμων και της κοινωνίας. Αλλά δυστυχώς είναι και αυτή αναζητούμενη. Το ότι κάποιος είναι επιτυχημένος αλλά αντικοινωνικός και επαρμένος, σαν αυτούς τους άγγλους τραπεζικούς που πετούσαν ειρωνικά και προσβλητικά στους διαδηλωτές 10λιρα από τα παράθυρα της τράπεζας κατά τις πρόσφατες διαδηλώσεις του Λονδίνου είναι μία ψυχολογική μορφή βίας (π.χ. απέναντι σε εκείνους που είχαν μείνει άνεργοι λόγω της τραπεζικής κρίσης), ενώ η σκέτη αδιαφορία θα ήταν πιο λεπτή και απροσδιόριστη βία. Η συμπεριφορά εκείνη έδειξε υπερμεγέθη έπαρση και μια βαθιά ριζωμένη αίσθηση τάξεων, όχι καλύτερη από τις κάστες των Ινδιών, η οποία όμως αίσθηση δεν διαθέτει τουλάχιστον ταυτόχρονα και εκείνη την αξιοπρέπεια που έστω ορισμένοι από την ανώτερη τάξη διέθεταν, όπως ο αριστοκράτης που στο ναυάγιο του Τιτανικού έβαλε τη γυναίκα του στη σωστική λέμβο, ενώ ο ίδιος επέστρεψε στο πλοίο για να πεθάνει «σαν άντρας» ή με κώδικα τιμής, για να μην υποβαθμίζουμε τις έννοιες ρατσιστικά. δ) Επίσης κάποιος μπορεί να θέλει να ασκήσει πολιτικές και άλλες πιέσεις, ορθές ή λανθασμένες(όπως η διαφθορά), σε ένα πολιτικό και κοινωνικό ιστό, που μπορεί νομίμως να ξεκινά από μια απλή διαμαρτυρία ή πίεση και να φθάνει πέραν του νομίμου σε σοβαρή απειλή κατά της κοινωνικής τάξης, ασφάλειας και ελευθερίας. Μπορεί βέβαια η ανάλυση της βίας να επεκταθεί σε πλείστες όψεις της ανθρώπινης ζωής που δεν θα γινόταν αντιληπτή ως βία. Το πρόβλημα γεννιέται από το ότι όλες οι πιέσεις αυτού του είδους μπορεί να θεωρηθούν ως μία μορφή βίας, εφόσον τείνουν στο να επιβάλουν σε άλλους κάτι που δεν θέλουν. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα βασίζονται σε μία τέτοια αντίληψη για απαγόρευση κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας. Και φυσικά και εκείνοι που έχουν ευμάρεια δεν έχουν λόγο να αποδεχτούν μία τέτοια διασάλευση της ηρεμίας τους. Εδώ η αντίληψη της κοινωνικής και κρατικής αδιαφορίας επίσης ως έμμεσης βίας θα βοηθούσε ίσως στην εξισορρόπηση των αντιλήψεων, όχι για να αυξήσει την επιθετικότητα αυτών που μειονεκτούν, αλλά αντίθετα για να αυξήσει το αίσθημα ευθύνης και ενδιαφέροντος τόσο αυτών που δεν βρίσκονται σε ανάγκη και έχουν τα μέσα να βοηθήσουν όσο και των άλλων που θα πρέπει να αντιληφθούν και τη δική τους συμμετοχή στο πολιτισμικό αποτύπωμα της κοινωνίας το οποίο δημιουργεί τις ανάγκες ή τις ανισότητες. Σε μία κοινωνία από την οποία λείπουν οι αξίες τα πράγματα είναι πιο επικίνδυνα. Οι αξίες δεν λείπουν υπο την έννοια ότι δεν είναι γνωστές, αλλά υπό την έννοια ότι δεν ασκούν σχεδόν καμμία πρακτική επιρροή στην καθημερινή και την δημόσια ζωή. Δεν εννοούμε βέβαια ότι οι αξίες πρέπει να είναι μόνον σαν τις υπερβατικές αξίες που προωθούσαν οι εκκλησίες των διαφόρων θρησκειών σε παλαιότερους καιρούς, αδιαφορώντας για την φτώχεια και την ανάγκη των ανθρώπων, ενώ οι ίδιες απολάμβαναν τον πλούτο ακόμη και με συγχωροχάρτια. Ούτε είναι αξίες οπωσδήποτε αυτές που αντιλαμβάνεται ως τέτοιες η φονταμενταλιστική και μαζικοποιημένη πλειοψηφία των ανθρώπων σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, γιατί τότε θα έπρεπε να θεωρήσουμε ως αξίες και αυτές που αποδεχόταν ως τέτοιες η ναζιστική νεολαία και το ναζιστικό κόμμα που είχε εκλεγεί με «δημοκρατικές διαδικασίες» από το λαό. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι όλες οι αξίες στο πεδίο της πράξης αποτελούν το πεδίο της δοκιμασίας η μια της άλλης, αλληλοσυμπληρούμενες. Η υπερβατικότητα από το ένα μέρος μπορεί να καταντήσει ένα ψεύδος, για να κρατηθεί κάποιος στην αμάθεια και τη φτώχεια χωρίς να αντιδράει, και επομένως η αλήθεια της διακήρυξής της κρίνεται και από την παράλληλη επαρκή υλική και ψυχολογική φροντίδα για τους ανθρώπους, χωρίς αυτό να είναι μία εγωιστική φιλανθρωπία. Από το άλλο μέρος η υλική ευμάρεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εξαχρείωση του ανθρώπου σε μια κοινωνία όπου η ισχύς θα επικρατεί ως ιδέα και οι άνθρωποι δεν θα γνωρίζουν ούτε θα ονειρεύονται τίποτε άλλο έξω από αυτό και μάλιστα με σχεδόν δεδομένο απαρχής τον νικητή λόγω της ήδη συσσωρευμένης ισχύος του. |