Θεά Εστία
Είναι η δύναμη του τόπου και της Ομοήθειας, ο Ιερός Κύκλος των συν(γ)-κατοικούντων και συν-τρεφομένων, γι’ αυτό άλλωστε και οι αφιερωμένοι στη λατρεία της Ναοί ήσαν κατά κανόνα κυκλικοί.
Ο Κορνούτος γράφει: «ΤΟ Δ' ΑΕΙΖΩΟΝ ΠΥΡ ΑΠΟΔΕΔΟΤΑΙ ΤΗι ΕΣΤΙΑι ΔΙΑ ΤΟ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΔΟΚΕΙΝ ΕΙΝΑΙ [ΟΝ], ΤΑΧΑ Δ' ΕΠΕΙ ΤΑ ΠΥΡΑ ΕΝ ΚΟΣΜΩι ΠΑΝΤΑ ΕΝΤΕΥΘΕΝ ΤΡΕΦΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΑΥΤΗΝ ΥΦΕΣΤΗΚΕΝ Η ΕΠΕΙ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΕΣΤΙ ΚΑΙ ΖΩΩΝ ΜΗΤΗΡ, ΟΙΣ ΑΙΤΙΟΝ ΤΟΥ ΖΗΝ ΤΟ ΠΥΡΩΔΕΣ ΕΣΤΙ. ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΔΕ ΠΛΑΤΤΕΤΑΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΜΕΣΟΥΣ ΙΔΡΥΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΥΣ» («το δε αείζωον πυρ έχει αποδοθεί στην Εστία επειδή και αυτό φαίνεται να είναι ον, ίσως επειδή όλα τα πυρά στον κόσμο από δω τρέφονται και χάρη σ’ αυτήν πήραν την υπόστασή τους, ή επειδή είναι ζωοδότρα και μητέρα των ζώων, στα οποία αίτιο ζωής είναι το πυρώδες. Και απεικονίζεται στρογγυλή και ο βωμός της στήνεται στο μέσον κάθε σπιτιού»).
Η «Θεογονία» του Ησιόδου την παρουσιάζει «αδελφή» του Θεού Διός, «θυγατέρα» και «πρώτο τέκνο» του Κρόνου και της Ρέας.
ΕΤΥΜΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
Το όνομά της ετυμολογείται από το «εστάναι» (κατά τον Κορνούτο), ή από το «εύω» (ανάπτω), και ανέρχεται από πρωτο-ελληνική «εφέστια» θεότητα (στην μέση του μυκηναϊκού μεγάρου η Εστία είναι το κέντρο της ανθρώπινής διαμονής) στο Πάνθεον του Ολύμπου την ίδια εποχή που στον Ελληνικό Κόσμο κορυφώνεται η θεσμική σύνδεση Οίκου / Πόλεως.
Ο Κορνούτος γράφει «ΤΑΥΤΗΝ ΜΕΝ ΓΑΡ ΔΙΑ ΤΟ ΕΣΤΑΝΑΙ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ ΕΣΤΙΑΝ ΠΡΟΣΗΓΟΡΕΥΣΑΝ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ [Η ΔΙΑ ΤΟ ΤΑΥΤΗΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΕΣΩΤΑΤΩι ΤΕΘΕΙΣΘΑΙ Η ΔΙΑ ΤΟ ΕΠ' ΑΥΤΗΣ ΩΣΑΝΕΙ ΕΠΙ ΘΕΜΕΛΙΟΥ ΤΟΝ ΟΛΟΝ ΕΣΤΑΝΑΙ ΚΟΣΜΟΝ]» («Οι αρχαίοι είπαν αυτήν Εστία διότι έχει σταθεί οριστικά [ή διότι έχει τεθεί αυτή από τη φύση στο εσώτατο σημείο, ή διότι όλος ο κόσμος έχει τοποθετηθεί επάνω σε αυτήν ωσάν επάνω σε θεμέλιο]»).
ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΘΕΑΣ
Καλοσυνάτη και ευγενική Θεά που εκφράζει το Ιερό Κέντρο του παντός, η Εστία είναι προστάτιδα των ανθρώπι νων σπιτικών (εξ ού και οι επικλήσεις της «Πατρώα», «Ένοικος», «Σύνοικος», «Εφέστιος», «Πρυτανίτις»), στα οποία εγγυάται την σταθερότητα αλλά και την μονιμότητα (με πολικό της τον Θεό Ερμή) και την συνέχιση του βίου. Οι οικο - γένειες γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τής προσέφεραν τις πρώτες σπονδές τους πριν από κάθε άλλο Θεό: «αφ’ Εστίας». Εκτός από το επίπεδο των σπιτικών, λατρευόταν επίσης και στο επίπεδο της Πολιτείας, ως άσβεστη «κοινή των πολιτών» εστία, στο ανά κάθε Πόλη «Πρυτανείο», υπό την φροντίδα ειδικών ιερειών, των παρθένων «Εστιάδων». Ο Κορνούτος γράφει: «ΠΑΡΕΙΣΑΓΕΤΑΙ ΤΕ ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΔΙΑ ΤΟ ΤΗΝ ΑΚΙΝΗΣΙΑΝ ΜΗΔΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΗΝ -ΚΑΙ ΤΟΥΤΟΥ ΧΑΡΙΝ ΚΑΙ ΥΠΟ ΠΑΡΘΕΝΩΝ ΝΕΩΚΟΡΕΙΤΑΙ» («και παρουσιάζεται παρθένα διότι η ακινησία τίποτε δεν γεννά -και χάριν τούτου υπηρετείται από παρθένους»).
Στον «Ορφικό» ύμνο της Θεάς, αυτή χαιρετίζεται ως ακολούθως:
«Εστία ευδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ βασίλεια,
η μέσον οίκον έχεις πυρός αενάοιο, μεγίστου,
τούσδε συ εν τελεταίς οσίους μύστας αναδείξαις,
θεισ' αιειθαλέας, πολυόλβους, εύφρονας, αγνούς
οίκε Θεών μακάρων, θνητών στήριγμα κραταιόν,
αιδίη, πολύμορφε, ποθεινοτάτη, χλοόμορφε
μειδιόωσα, μάκαιρα, ταδ' ιερά δέξο προθύμως,
όλβον επιπνείουσα και ηπιόχειρον υγείαν»
Στον «Ομηρικό» ύμνο της Θεάς τέλος, βλέπουμε ανάγλυφα την στενή σύνδεσή της με τον πολικό της Θεό Ερμή (με τον οποίον διαπιστωμένα από τον Παυσανία μοιραζόταν τμήμα του μεγάλου βωμού στο «Αμφιαράειον» του Ορωπού και μια εορτή στις Φάρες της Αχαϊας):
«Εστίη η πάντων εν δώμασιν υψηλοίσιν
Αθανάτων τε Θεών χαμαί ερχομένων τ’ ανθρώπων
Έδρην αίδιον έχαλχες πρεσβηίδα τιμήν
Καλόν έχουσα γέρας και τιμήν. Ου γαρ ατερ σου
Ειλαπίναι θνητοίσιν ιν’ ου πρώτη πυμάτη τε
Εστίη αρχόμενος σπένδει μελιηδέα οίνον
Και συ μοι Αργειφόντα Διός και Μαιάδος θιέ
Άγγελε των μακάρων χρυσόρραπι δώτορ εάων,
Ναίετε δώματα καλά, φίλα φρεσίν αλλήλοισιν
Ίλαος ως επάρηγε συν αιδοίη τε φίλη τε
Εστίη. Αμφότεροι γαρ επιχθονίων ανθρώπων
Ειδότες έργματα καλά νόω θ’ έσπεσθε και ήβη.
Χαίρε Κρόνου θύγατερ, συ τε και χρυσόρραπις Ερμής.
Αυτάρ εγών υμέων τε και άλλης μνήσομ’ αοιδής»
ΙΕΡΑ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
Ιερό χρώμα της Θεάς Εστίας είναι το λευκό και σύμβολά της η οικιακή πυρά («εστία», φυσικό άγαλμά της όπως προείπαμε), ο πέπλος, και ο φλεγόμενος κύκλος, που συμβολίζει τη συνείδηση του Εαυτού, την πληρότητα, την αιωνιότητα και την ενοποίηση του πολλαπλού.
Η ΕΣΤΙΑ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
H Θεά Βέστα (Vesta) είναι η ρωμαϊκή Θεά της εντοπιότητας, της αφοσίωσης και της οικιακής και λατρευτικής πυράς, αντίστοιχη προς την Εστία, στοιχεία της οποίας παρέλαβαν οι Ρωμαίοι μέσω των Ετρούσκων, οι οποίοι λάτρευαν την Θεά Έστα (Esta). Η ωραιότερη, λαμπρότερη και πλέον αγνή θεία οντότητα του Ρωμαϊκού Πανθέου, η λατρεία της οποίας εισήχθη από το ετρουσκικό Λαβίνιο (Lavinium) από τον Νουμά, ο οποίος έκτισε και τον περίφημο κυκλικό Ναό της (Atrium), όπου φυλασσόταν και το ιερό «Παλλάδιον».
Ιέρειες της Βέστα (ελαιογραφία του Constantin Hölscher, 1902). |
Κάθε 1η του μηνός Μαρτίου, οι ρωμαϊκές οικογένειες είχαν καθήκον να σβήσουν το ιερό τους πυρ και ν’ ανάψουν αμέσως ένα νέο, αποφεύγοντας όμως να χρησιμοποιήσουν τσακμακόπετρα και ατσάλι. Οι επιτρεπόμενη διαδικασία ήταν είτε να συγκεντρώνουν τις ηλιακές ακτίνες σ’ ένα κάτοπτρο, είτε να τρίβουν γρήγορα μεταξύ τους δύο τμήματα ξύλου ορισμένου πάντοτε είδους και κατά κανόνα από οπωροφόρο δένδρο.
Ο κυκλικός Ναός της Θεάς Βέστα στην Ρώμη |
Ιερό ζώο της Βέστα ήταν ο γάϊδαρος, δείγμα του πανάρχαιου και της αυτοχθονίας της λατρείας της στην ιταλική γη (σύμφωνα με τον Οβίδιο, «Fasti, 6.319 ff», η Βέστα, που είχε ορκιστεί να παραμείνει για πάντα παρθένα, αρνηθείσα τόσο τον Θεό Ποσειδώνα όσο και τον Θεό Απόλλωνα, κινδύνευσε κάποτε να βιασθεί από την γονιμική θεότητα Πρίαπο, όμως την έσωσε το ογκάνισμα ενός γαϊδάρου). Η λατρεία της Θεάς κατεστράφη από τον χριστιανό αυτοκράτορα Γρατιανό το έτος 382.