Η Τάξη της Καμμένης Σάρκας
64 χρόνια μετά την αποκάλυψη του Άουσβιτς
Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ξέσπαγε το 1ο Παγκόσμιο Μακελειό, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε συμπυκνώσει το θεμελιώδες δίλημμα του σύγχρονου πολιτισμού στην διάζευξη «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Η Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε κατά την επαναστατική κρίση του 1919 στην Γερμανία, λίγο μετά αφότου αποκαταστάθηκε, πάνω στα πτώματα των εξεγερμένων εργατών, η «τάξη» στο Βερολίνο. Μολονότι αιματοβαμμένη αυτή η αποκατάσταση δεν ήταν παρά μια προσωρινή ανάπαυλα στην εκτύλιξη της γερμανικής επανάστασης. Ο κίνδυνος της ανατροπής του καπιταλιστικού κράτους από το γερμανικό επαναστατικό προλεταριάτο θα συνεχίσει να είναι ένα πραγματικό ενδεχόμενο για όλη την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ακόμα και πάνω από το πτώμα της. Η «τάξη» θα αποκατασταθεί οριστικά όταν το 1933 οι Γερμανοί καπιταλιστές θα υποδεχτούν στα σκαλιά της εξουσίας τον επικεφαλής των πιο καλά οργανωμένων αντεπαναστατικών δολοφονικών συμμοριών, τον γητευτή της «μικροαστικής σκόνης», τον Μπογιατζή με το τετράγωνο, μικρό μουστάκι, που αμέσως ανέλαβε το έργο της εξάρθρωσης κάθε εστίας αντίστασης, διαλύοντας όλες τις ανεξάρτητες εργατικές οργανώσεις, καθώς και όλα τα κόμματα, αστικά όσο και εργατικά. Λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος αυτός σωτήρας της γερμανικής οικονομίας και του γερμανικού κράτους θα καταστρώσει και θα εφαρμόσει το πρώτο μεγάλης κλίμακας βιομηχανικό σχέδιο εξόντωσης ανθρώπινων όντων.
Δεν αρκεί να υποδείξουμε τον Χίτλερ και τους ντυμένους με στρατιωτικές στολές γκάγκστερς που τον περιστοίχιζαν ως αρχιτέκτονες της πρωτοφανούς φρίκης του Ολοκαυτώματος. Χρειάζεται να επισημάνουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια την καμπύλη που διαγράφει στην ιστορία του πολιτισμού η ίδια η υλοποίηση αυτού του ορθολογικού project μαζικής θανάτωσης. Όταν στις 27 Ιανουαρίου του 1945 ο Κόκκινος Στρατός πέρασε τις πύλες του Άουσβιτς τα ίχνη που δεν πρόλαβαν να συγκαλύψουν φεύγοντας οι αξιωματικοί των SS έδειχναν ότι το δίλημμα της Λούξεμπουργκ είχε πράγματι ξεπεραστεί: η βαρβαρότητα, η νεωτερική βαρβαρότητα ήταν ήδη εδώ.
Πράγματι, η φρίκη του Ολοκαυτώματος παραμένει κάτι ακατανόητο μονάχα αν παραγνωρίσουμε την νεωτερικότητά της, αν την περιορίσουμε απλώς σε μια εκδήλωση της σκοτεινής καταστροφικότητας που ενδημεί στην ανθρώπινη φύση και μπορεί να αξιοποιηθεί από παράφρονες. Το Άουσβιτς δεν ήταν ένας τόπος όπου επαγγελματίες δήμιοι βασάνιζαν ή ακρωτηρίαζαν τα έγκλειστα ανθρώπινα σώματα· ήταν ένα τεράστιο, καλά οργανωμένο, τμηματοποιημένο εργοστάσιο που ως πρώτη ύλη κατανάλωνε, μεταποιούσε ανθρώπινα σώματα. Το Κακό, όπως διαπίστωσε η Χάνα Άρεντ με αφορμή την περίπτωση του Άϊχμαν, του ναζί οργανωτή της «τελικής λύσης», εδώ ήταν κοινότοπο. Τα σώματα δεν νεκρώνονταν από την παραληρηματική βία μιας εξουσίας που ήθελε να επισφραγίσει με χυμένο αίμα την δικαιοδοσία της, δεν ήταν έρμαια καμιάς αιματηρής τελετουργίας. Τα σώματα νεκρώνονταν με την διεκπεραίωση μιας απλής διοικητικής πράξης που τα καταχωρούσε σε πρωτοκολλημένα έγγραφα ως input μιας μηχανής. Κάθε σώμα είχε τον δικό του αριθμό, ο οποίος προσμετριόταν στις αποδόσεις κάθε μέρας, στις ποσότητες μιας παραγωγικότητας αποτεφρωμένων υπολειμμάτων. Στο Άουσβιτς δεν εργάζονταν δήμιοι, αλλά ένστολοι φύλακες, υπάλληλοι, χρονομέτρες, μηχανικοί, λογιστές, διευθυντές, γιατροί, τέλος, που έκαναν πειράματα στα κατάλληλα εξοπλισμένα εργαστήριά τους.
Η περίφημη ειρωνική επιγραφή στην είσοδό του, η οποία πληροφορούσε τα ετοιμοθάνατα πλήθη πως «η εργασία απελευθερώνει», έχει μια βαθιά φιλοσοφική σημασία, αν βέβαια θεωρήσουμε την φιλοσοφία ως λόγο περί της ανθρώπινης ζωής -περί των πεπρωμένων που την δένουν με αλυσίδες και των ελπίδων για ελευθερία που την κάνουν ικανή να μεταμορφωθεί - και όχι ως έναν κλάδο εμπειρογνωμόνων με ψυχραμένη καρδιά και γλώσσα προορισμένη να μιλά αδιάφορα για αφηρημένες παραστάσεις. Αν ο Χέγκελ κάποτε, έχοντας κατά νου την έκβαση της Γαλλικής Επανάστασης, διαπίστωσε το πέρασμα από τον αγώνα για την καθολική ελευθερία στον τρόμο του θανάτου, από τους πόθους των «ξεβράκωτων» για χειραφέτηση στην τρομοκρατία των Γιακωβίνων, η «απελευθερωτική εργασία» της επιγραφής του Άουσβιτς αποκάλυπτε ότι στην παρακμή του αστικού πολιτισμού η πιο αποτελεσματική αντεπανάσταση, η πιο συντριπτική αντίθεση στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, ήταν αυτή που κατάφερε να επιβάλει, σε όλη την μακάβρια καθολικότητά της, την ελευθερία των ίδιων των εκμεταλλευτών πάνω στα σώματα των εκμεταλλευομένων ως μια ευχέρεια ολοκληρωτικής κυριαρχίας, επιτρέποντας τις μαζικές δολοφονίες με διοικητικές αποφάσεις, ορθολογικά κατανεμημένες εργασίες, στοχεύσεις αποδοτικότητας. Η «ελευθερία» των διεκπεραιωτών ή σχεδιαστών της νεωτερικής βαρβαρότητας δεν δίνει την θέση της στον τρόμο του θανάτου, ούτε καν μεθάει απ’ αυτόν· τον εμπεριέχει ως παράμετρο ενός νηφάλιου προγραμματισμού, τον σταθμίζει βάσει κριτηρίων αποδοτικότητας, και του αποδίδει μια καθορισμένη λειτουργία.
Το Άουσβιτς ήταν μια επαναφορά στην «τάξη» με την πλήρη σημασία που αυτή η λέξη προσλαμβάνει στα συμφραζόμενα της καπιταλιστικής εργασιακής κανονικότητας. Είναι περιττό να σταθούμε στην συμβολική ταύτιση της μορφής του Εβραίου με αυτήν του στυγνού Πλουτοκράτη με την γαμψή, απειλητική μύτη, εντοπίζοντας άλλο ένα τέχνασμα της ναζιστικής προπαγάνδας, αναμφίβολα δελεαστικό για τους μνησίκακους απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο μικροαστούς. Πρέπει να προχωρήσουμε περισσότερο, διακρίνοντας πίσω απ’ το προπαγανδιστικό τέχνασμα, παρά τις φαινομενικές καταβολές του σε μια πολύ παλιά χριστιανική προκατάληψη, έναν πραγματικό, συμβολικά μετατοπισμένο στόχο, πάνω στο σώμα του οποίου το μεγάλο κεφάλαιο, το βασικό κοινωνικό έρεισμα της χιτλερικής συμμορίας, εξιλεώθηκε για το μίσος που ενέπνευσε στα θύματά του, μετατρέποντας τα πιο αταξινόμητα απ’ αυτά σε θύτες της «αταξίας», σε φορείς του «εκφυλισμού». Οι Εβραίοι, το ανέστιο, νομαδικό προλεταριάτο, ο διασκορπισμένος λαός που γέννησε τους πιο άπληστους για ελευθερία διανοούμενους, τον Σπινόζα, τον Φρόϋντ, τον Μαρξ, τον Τρότσκι, την Λούξεμπουργκ, όπως και οι Τσιγγάνοι, αυτοί οι περιπλανώμενοι απάτριδες, και οι ομοφυλόφιλοι, τα σώματα που στερούνται μια αποδοτική, αναπαραγωγική σεξουαλική ταυτότητα, όλα αυτά τα ακαταχώρητα, ξεστρατισμένα, αναφομοίωτα όντα «απελευθερώθηκαν» δουλεύοντας σε βιομηχανικές μονάδες όπου επιτέλους αναγκάζονταν, χάρη στην λειτουργική παράμετρο του τρόμου του θανάτου, να αποκτήσουν μιαν αμετάκλητη ταυτότητα, μια σταθερή θέση στον καταμερισμένο, τακτοποιημένο κόσμο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Έγιναν οι εργάτες ενός εργοστασίου που δούλευε νύχτα-μέρα, ακατάπαυστα, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του ένοπλου χρονομέτρη, του ευσυνείδητου υπαλλήλου, και του πειραματιστή γιατρού, οι εργάτες που αυτή τη φορά έδιναν προς κατανάλωση στις μηχανές, εκτός από την εργατική τους δύναμη, το ίδιο τους το σώμα, και επέστρεφαν μια για πάντα στην κανονικότητα της αλλοτριωμένης εργασίας αναλωνόμενοι μέχρι την τέφρα τους. Η «ελευθερία» των στρατοπέδων εξόντωσης ήταν η ελευθερία των κυρίαρχων να ομογενοποιούν, και να ταξινομούν τους κυριαρχούμενους, να χρησιμοποιούν τα σώματά τους, να οργανώνουν, δίχως αποκλίσεις και παρεκτροπές, τον κόσμο στα πρότυπα της καπιταλιστικής παραγωγικότητας, ακόμα κι αν αυτό που τελικά παραγόταν δεν ήταν παρά στάχτες – μια μυρωδιά καμένης σάρκας πάνω απ’ τα φουγάρα του εργοστασίου.
Σήμερα, εξήντα χρόνια μετά, ο κόσμος και τα σώματα που ζουν σε αυτόν τον κόσμο εξακολουθούν να «απελευθερώνονται». Η παραγωγή στάχτης και αριθμημένων πτωμάτων δεν ήταν στην πραγματικότητα ποτέ μονοπώλιο του Χίτλερ, ο οποίος εξάλλου, όπως πάλι η Χάνα Άρεντ μας υπενθύμισε, δανείστηκε την ιδέα των στρατοπέδων συγκέντρωσης από τις αποικιακές «απελευθερωτικές» επιχειρήσεις των άλλων Ευρωπαίων που μεταλαμπάδευσαν την καπιταλιστική νεωτερικότητα ή προοιώνισαν την βαρβαρότητά της, κατά το μοίρασμα του κόσμου που προηγήθηκε του 1ου και του 2ου (και χειρότερου) Παγκόσμιου Μακελειού: οι Ισπανοί στην Κούβα, οι Βρετανοί στον πόλεμο των Μπόερς. Το Ολοκαύτωμα, ως φαινόμενο καταστροφικής ακρότητας, παραπέμπει στην ουσία της κανονικής νεωτερικής, καπιταλιστικής βαρβαρότητας· δεν αποτελεί μια φριχτή παρένθεση που έχει κλείσει· σηματοδοτεί μια εποχή που ακόμα μας επιφυλάσσει τις φριχτές της εκδηλώσεις, όπου η φρίκη εξασφαλίζει την υγεία μιας κοινωνίας βασισμένης στην καταπίεση, την εκμετάλλευση, τον έλεγχο των ανθρώπινων σωμάτων. Δεν είναι ίσως ο παρακείμενος ο κατάλληλος χρόνος για να μιλήσουμε γι’ αυτό, αλλά ο ενεστώτας.
Αν θέλαμε να μιλήσουμε για την επικαιρότητα της οδυνηρής μνήμης του Άουσβιτς τότε θα έπρεπε να στρέψουμε το βλέμμα μας προς κινδύνους που δεν έχουν άμεσα την μορφή των ιστορικών φασιστικών κινημάτων. Εδώ, όντως, δεν πρόκειται τόσο για την αναβίωση των αντισημιτικών ιδεοληψιών στην Ευρώπη, που γίνεται κάποιες φορές αισθητή με ενέργειες όπως λ.χ. η καταστροφή μνημάτων στο εβραϊκό νεκροταφείο των Ιωαννίνων - μιας πόλης που διέθετε μία από τις σημαντικότερες κοινότητες Εβραίων στα Βαλκάνια - από μια συμμορία αποκτηνωμένων χρυσαυγιτών, ούτε επίσης για την ανησυχητική μαζικοποίηση, σε ορισμένες περιπτώσεις, των ξενοφοβικών, εθνικιστικών κομμάτων. Πρόκειται για την δυναμική της ίδιας της νεωτερικής βαρβαρότητας, που σήμερα προσλαμβάνει την μορφή της νεοφιλελεύθερης αντιμεταρρύθμισης, ενός διαρκούς πολέμου για την ολοσχερή εμπορευματοποίηση του κόσμου, κατά τον οποίον η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα συναρθρώνεται με την αυταρχική αναδόμηση της αστικής δημοκρατίας, και η αναδιάρθρωση της παγκόσμιας αγοράς με την παγκοσμιοποίηση του τρόμου.
Με το πρόσφατο διάγγελμά του, την ημέρα των εορτασμών για την επανεκλογή του, ο πρόεδρος Μπους, επαναλαμβάνοντας σε κάθε σχεδόν πρόταση την λέξη «ελευθερία», ενώ αναφερόταν στην παγκόσμια «αντιτρομοκρατική εκστρατεία», μας προσέφερε άλλη μια απόδειξη του γεγονότος ότι το αποτρόπαιο ομοίωμα του θεού της καπιταλιστικής προόδου εξευμενίζεται ακόμα ξεδιψώντας, πίνοντας, για να ανακαλέσουμε μια έκφραση του Μαρξ, το νέκταρ του απ’ τα κρανία των σφαγίων, κάνοντας προπόσεις στα «απελευθερωμένα» θύματά του. Οι «έξυπνες» βόμβες, που ισοπέδωσαν την Βαγδάτη, την Μοσούλη, και την Βασόρα, τα τελευταίας τεχνολογίας άρματα μάχης που διασχίζουν τους ιρακινούς δρόμους, οι ένοπλοι χρονομέτρες που περιφρουρούν την ομαλή λειτουργία των βορειοαμερικάνικων και αγγλικών επιχειρήσεων στο κατεχόμενο Ιράκ, όλα αυτά τα «ακραία φαινόμενα» σημειώνουν μια καινούργια καμπή στην ιστορική παρακμή του αστικού πολιτισμού, μια ακόμα κλίση προς τα κάτω στην καταστροφική διαλεκτική των κρίσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Κι αυτή η καμπή, αυτή η κλίση προς τα κάτω, παρασέρνει μαζί της, σε έναν ίλιγγο παρόμοιο με αυτόν που ακολουθεί το κλείδωμα ενός στόχου πάνω από τα σύννεφα, και τις τελευταίες επιβιώσεις των φιλελεύθερων-δημοκρατικών παραδόσεων σε επίπεδο πλανητικής πολιτικής.
Ο πρόεδρος Μπους, παρ’ όλα αυτά, δεν φλυαρεί: ο συμμαχικός στρατός «απελευθερώνει» το Ιράκ, όπως ίσως αύριο θα «απελευθερώσει» και το Ιράν, την Βόρειο Κορέα, και προπάντων την Κούβα, επανεντάσσοντας τα σώματα εκατομμυρίων προλετάριων στην κανονικότητα του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας. Δεν υπάρχει καμιά συνάφεια, από την άποψη του περιεχομένου, ανάμεσα στην «ελευθερία» για την οποία μιλάει ο Μπους και το «διεθνές δίκαιο» και τα «δημοκρατικά δικαιώματα» που είχε στο λεξιλόγιό του ο παραδοσιακός φιλελευθερισμός του 18ου αιώνα, όταν η αστική τάξη ήταν ακόμα μια επαναστατική ιστορικά τάξη. Μπορούμε, όμως, σε αυτήν να ανακαλύψουμε την ίδια φιλοσοφική σημασία που έκανε το ρητό της πύλης του Άουσβιτς να μοιάζει ανατριχιαστικά ειρωνικό. Όπως και στην σφαγή της Δρέσδης, λίγο καιρό πριν την οριστική ήττα του 3ου Ράϊχ, τα θύματα «απελευθερώνονται» δολοφονούμενα ως θύτες.
Το σύγχρονο αυταρχικό καπιταλιστικό κράτος, με τις έκτακτες «αντιτρομοκρατικές» ρυθμίσεις και τις εκλεπτυσμένες τεχνολογίες κοινωνικού ελέγχου, διαφέρει ασφαλώς αρκετά στην μορφή του από το «κράτος έκτακτης ανάγκης» του μεσοπολεμικού φασισμού. Οι ιμπεριαλισμοί που σήμερα συνεταιρίζονται ή ανταγωνίζονται μεταξύ τους στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού Imperium έχουν υποστεί οπωσδήποτε σοβαρές μεταλλάξεις από την εποχή που ο Χίτλερ, ο Τσόρτσιλ, και ο Ρούσβελτ παράτασσαν τους στρατούς τους σε κάθε γωνιά του πλανήτη για το ξαναμοίρασμα των κτήσεων και των σφαιρών επιρροής. Το αποσυντεθειμένο πτώμα, όμως, της ιδεολογίας της «ελευθερίας» εξακολουθεί ανάμεσά μας τον μακάβριο χορό του, εμφανίζοντας ως αυτονόητη την ελευθερία του παγκόσμιου κεφαλαίου να συσσωρεύεται από ανταγωνιστικές επιχειρήσεις πάνω σε σωρούς αποσυντεθειμένων πτωμάτων.
Ο Εβραίος ποιητής Πάουλ Τσέλαν, δοκιμάζοντας να γράψει ποίηση και μετά το Άουσβιτς, περιέγραψε τον θάνατο ως έναν «μάστορα από την Γερμανία» (der Tod ist ein Meister aus Deutschland). Δεν κάνει, στην ουσία της διατύπωσής του, λάθος. Ο θάνατος, από τότε που περάσαμε το κατώφλι της νεωτερικής βαρβαρότητας, δεν είναι απλώς ένα τρομερό πεπρωμένο, αλλά ένας «μάστορας», ένας τεχνίτης ο οποίος ξέρει να χρησιμοποιεί παραγωγικά τον τρόμο που ο ίδιος εμπνέει. Μόνο που αυτός ο «μάστορας» δεν είναι από την Γερμανία, ούτε επωάζεται στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης καταστροφικότητας· έλκει την καταγωγή του από τα σπλάχνα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, μας δείχνει ποιο είναι το ανείπωτό της μυστικό: η αποδοτική επιστροφή των ενορμήσεων του θανάτου πάνω στα ανθρώπινα σώματα για να μετατραπεί ο χρόνος εργασίας αυτών των σωμάτων σε ιδιοποιήσιμη υπεραξία. Κλεμμένος χρόνος, κλεμμένα, αναλώσιμα, αποτεφρώσιμα σώματα – πίνουμε ακόμα από το «μαύρο γάλα της αυγής» του Άουσβιτς, του Νταχάου, του Χέλμο, του Μαϊντάνεκ, του Σομπίμπορ, του Μπούχενβαλντ, της Τρεμπλίνκα. Και θα συνεχίσουμε να πίνουμε όσο η «τάξη» του παγκόσμιου καπιταλισμού αποκαθίσταται, όσο αργεί η έξοδος από την νεωτερική βαρβαρότητα, την έρημο ενός ετοιμοθάνατου πολιτισμού όπου πλανάται, ανάμεσα στα βιομηχανικά ερείπια, μια μυρωδιά καμένης σάρκας.