ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΠΙΛΕΚΤΑ Ι
3 Αυγούστου 1521: Οι Κονκισταδόροι
Στο δεύτερο ταξίδι του, το 1493, ο Χριστόφορος Κολόμβος είχε μαζί του και τον Ισπανό στρατηγό Ντιέγκο Βελάσκεθ (1465 - 1547) που κατάκτησε την Κούβα, έκτισε την Αβάνα (1515 ή 1519) και πέρασε στην απέναντι ακτή του Γιουκατάν, εκεί όπου είναι η χερσόνησος «μύτη» του Μεξικού και της Γουατεμάλας (1517). Δεν προχώρησε περισσότερο. Όταν έφτασαν στ’ αφτιά του οι περιπέτειες του Μπαλμπόα που είχε ξεκινήσει από τη γειτονική Αϊτή, διέταξε τον αξιωματικό του, Φερνάντο Κορτέζ, να εκστρατεύσει στην απέναντι γη, όπου το άγνωστο Μεξικό. ’ρχιζε η εποχή των κονκισταδόρων, των κατακτητών. Ήταν οι άνθρωποι που διψούσαν για χρυσάφι κι αδιαφορούσαν για την περιπέτεια της ανακάλυψης νέων τόπων και της δημιουργίας αποικιών.
Ο Κορτέζ (1485 - 1547) έφυγε από την Κούβα στις 10 Φεβρουαρίου 1519, παράπλευσε το Γιουκατάν και βγήκε στο Νότιο Μεξικό, στις 8 Αυγούστου. Είχε μαζί του μερικούς ιππείς και γύρω στους πεντακόσιους πεζούς. Έκαψε τα καράβια, ώστε να μην υπάρχει δρόμος επιστροφής, και προχώρησε βόρεια - βορειοδυτικά. Από ιθαγενείς, έμαθε για τη χώρα των Αζτέκων που είχαν επιβάλει την κυριαρχία τους σε ολόκληρη την περιοχή. Έμαθε πως οι Ινδιάνοι είχαν την υποχρέωση να προσφέρουν κάθε τόσο ομοεθνείς τους, θυσία στις άγριες τελετές των Αζτέκων. Έμαθε και για την προφητεία, στην οποία πίστευαν οι Αζτέκοι: Κάποια στιγμή, οι θεοί τους θα έρχονταν να τους βρουν. Θα ήταν καβάλα σε άλογα, με πρόσωπα λευκά και γενειάδες. Ήταν ό,τι του χρειαζόταν.
Οι Ισπανοί έφτασαν στην πρωτεύουσα των Αζτέκων, μια τεράστια πόλη με 60.000 σπίτια, και βρήκαν την υποδοχή που περίμεναν. Ο ίδιος ο βασιλιάς τους, Μοντεζούμα, βγήκε να τους καλωσορίσει. Ήταν οι θεοί. Αντάλλαξαν δώρα. Ο Μοντεζούμα τους παραχώρησε μια ολόκληρη συνοικία να μένουν. Οι Ισπανοί τριγυρνούσαν στην πόλη και δεν μπορούσαν να κρύψουν την απληστία τους: Παντού, στους ναούς και στα ανάκτορα, αφύλαχτο χρυσάφι, εκτεθειμένες πολύτιμες πέτρες, αφιερώματα στους θεούς. Λίγο λίγο, η απληστία επικράτησε. ’ρχισαν τις λεηλασίες.
Όμως, δεν ήταν όλοι οι Αζτέκοι θεοφοβούμενοι. Ένα πρωί, βρέθηκαν τρεις Ισπανοί νεκροί. ’ρα, δεν ήταν θεοί. Οι Αζτέκοι ξεσηκώθηκαν, κατάργησαν τον βασιλιά τους, έβαλαν άλλον στη θέση του. Ο Μοντεζούμα πληγώθηκε και πέθανε. Ο Κορτέζ υποχώρησε στην ακτή. Έφτασε με ελάχιστους επιζώντες καθώς οι στρατιώτες του βάραιναν κουβαλώντας κι όσο χρυσάφι καθένας τους μπορούσε να σηκώσει. Όσοι καθυστερούσαν, συλλαμβάνονταν από τους Αζτέκους κι υποχρεώνονταν να καταπιούν λιωμένο χρυσό. Ήταν η τιμωρία για την απληστία.
Στην ακτή, φάνηκε μια μοίρα του ισπανικού στόλου. Ο αρχηγός της είχε εντολή να συλλάβει τον Κορτέζ. Ο κονκισταντόρ είχε σταλεί να κατακτήσει το Μεξικό στο όνομα της Ισπανίας κι αυτός δρούσε για λογαριασμό του. Ο Κορτέζ τον πήρε με το μέρος του. Χρησιμοποιώντας τους άνδρες του στόλου κι όσους από τους δικούς του είχαν σωθεί, πολιόρκησε την πρωτεύουσα των Αζτέκων. Γύρω στους 100.000 ινδιάνοι ήρθαν να τον ενισχύσουν, πιστεύοντας πως θα τους ελευθερώσει. Δρόμο με δρόμο, σοκάκι με σοκάκι, σπίτι με σπίτι, η πρωτεύουσα των Αζτέκων έπεσε. Τελευταίο τους οχυρό, ο επιβλητικός ναός στο κέντρο μιας λίμνης. Έπεσε στους Ισπανούς, στις 3 Αυγούστου 1521. Η εκδίκηση τους ξέσπασε άγρια, πάνω στους νικημένους. Τους ξεκλήρισαν με τρομερά βασανιστήρια. Η κατάκτηση του Μεξικού ολοκληρώθηκε, το 1528.
Πιο νότια, ο Φραγκίσκο Πιζάρο (1475 - 1541) και τ’ αδέρφια του βγήκαν, το 1531, στο Περού, όπου άνθιζε ο πολιτισμός των Ίνκας. Στις 16 Νοεμβρίου 1532, οι Ισπανοί του Πιζάρο νίκησαν τους Ίνκας και συνέλαβαν τον βασιλιά Αταχουάλπα. Ο βασιλιάς υποσχέθηκε χρυσάφι με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Ο Πιζάρο πήρε το χρυσάφι και σκότωσε τον βασιλιά. Δεν το μοίρασε σωστά κι ένας από τους αξιωματικούς του επαναστάτησε. Ο Πιζάρο τον αποκεφάλισε. Ο γιος του σκοτωμένου εκδικήθηκε, σκοτώνοντας τον ίδιο τον Πιζάρο, το 1541. Με τη βεντέτα που ξεκίνησε, σκοτώθηκαν ως το 1542 όλοι, όσοι είχαν κατακτήσει το Περού κι είχαν μοιραστεί το χρυσάφι των Ίνκας. Ομως, σχεδόν ολόκληρη η Νότια Αμερική είχε περάσει στην κυριαρχία των Ισπανών.
10 Αυγούστου 1920: Η Ελλάδα των πέντε θαλασσών
Η είσοδος της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, σήμανε την ενίσχυση του μετώπου της Μακεδονίας. Στη μάχη της Τζέρνας, στις 15 Σεπτεμβρίου 1918, ο ελληνικός στρατός νίκησε τους Βουλγάρους και τους υποχρέωσε να επιστρέψουν στα προπολεμικά τους σύνορα. Λίγες μέρες αργότερα, ο πόλεμος τελείωσε και η Ελλάδα κάθισε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από την πλευρά των νικητών. Έτσι, ελευθερώθηκε η Δυτική Θράκη που κατείχαν οι Βούλγαροι και άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία.
Στις 10 Αυγούστου 1920, υπογράφηκε η συνθήκη των Σεβρών. Με αυτήν, η Ελλάδα έπαιρνε την Ανατολική Θράκη, έφτανε ως την Τσαλτάντζα και η Τουρκία περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη και τα προάστιά της. Στην Ελλάδα κατακυρωνόταν και η Σμύρνη, στη Μ. Ασία. Με την ίδια συνθήκη, η Γαλλία πήρε τη Συρία και τα ’δανα, η Αγγλία τη Μεσοποταμία και τις πετρελαιοπηγές του Ιράκ και η Ιταλία την Αττάλεια. Ο Βενιζέλος γύρισε στην Αθήνα τροπαιούχος, αναγγέλλοντας: «Σας φέρνω την Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων». Οι αντιβενιζελικοί του απάντησαν: «Την προτιμούμε μικρή αλλά έντιμη».
Σε ότι αφορούσε τα ελληνοτουρκικά, η συνθήκη των Σεβρών δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ο Βενιζέλος έχασε τις επόμενες εκλογές, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ξαναγύρισε, οι σύμμαχοι της Αντάντ δεν αναγνώρισαν το νέο καθεστώς και, στην Τουρκία, ξέσπασε η επανάσταση του Μουσταφά Κεμάλ. Αντί για την Ελλάδα των πέντε θαλασσών, η χώρα οδηγήθηκε στη μικρασιατική καταστροφή.
31 Αυγούστου 1724: Η Ισπανία των Βουρβόνων
Με τη συνθήκη της Ουτρέχτης (11.4.1713), ο εγγονός του Λουδοβίκου ΙΔ’ της Γαλλίας ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Ισπανίας με το όνομα Φίλιππος Ε’ (1683 - 1746). Για να γίνει βασιλιάς, ολόκληρη η Ευρώπη είχε βυθιστεί στα δεινά του πολέμου και η πατρίδα του η Γαλλία λίγο έλειψε να διαλυθεί. Αυτό δεν τον εμπόδισε να απογοητευτεί από την κατάσταση και να παραιτηθεί, στις 10 Μαΐου 1724: Το βασίλειό του, παρ’ όλο που είχαν περάσει διακόσια χρόνια αφ’ ότου δημιουργήθηκε, ήταν στην ουσία μια ένωση κρατιδίων, έτοιμων να αποσκιρτήσουν σε πρώτη ευκαιρία.
Στο θρόνο ανέβηκε ο γιος του, δον Λουδοβίκος, που όμως πέθανε στις 31 Αυγούστου του ίδιου χρόνου (1724). Η δυναστεία των Βουρβόνων κινδύνευε να σβήσει στην Ισπανία. Όμως, ο Φίλιππος πείστηκε να ξαναδοκιμάσει. Κάτω από την επιρροή της δεύτερης γυναίκας του, Ελισάβετ, από τη γενιά των Φαρνέζε της Πάρμας, βασίλευσε για κάμποσα χρόνια, ανεχόμενος κάθε τυχοδιώκτη που η σύζυγός του τύχαινε να επιλέξει για πρωθυπουργό. Κάποια στιγμή, επαναστάτησε. Απομάκρυνε τους αμφίβολους ευνοούμενους της Ελισάβετ και ανάθεσε την τύχη της χώρας στον Ισπανό δον Χοσέ Πατίνιο, άνθρωπο δίχως αριστοκρατικούς τίτλους αλλά μυαλωμένο και, κυρίως, πατριώτη. Ο Πατίνιο καταπολέμησε τις εθνικιστικές τάσεις, κατάργησε τα ποικιλώνυμα τοπικά συμβούλια, όρισε εφόρους σε κάθε επαρχία, δημιούργησε βασιλικά εργοστάσια και ανέδειξε το λιμάνι του Κάδιξ σε πρώτο εμπορικό της χώρας. Το ναυτικό εμπόριο πέρασε σε ιδιώτες που κατείχαν βασιλική άδεια. Το λαθρεμπόριο πατάχθηκε. Ο ισπανικός στόλος αναδιοργανώθηκε.
Στον κοινωνικό τομέα, ο Φίλιππος ακολούθησε τη γαλλική πρακτική της ανεξιθρησκίας. Η Ιερή Εξέταση που ουσιαστικά ήταν «κράτος εν κράτει» περιορίστηκε, για να εξουδετερωθεί ολότελα, στα χρόνια των διαδόχων του. Χρειάστηκε μια διπλωματική επιτυχία του Φερδινάνδου ΣΤ’ (1712 - 1758) που ανέβηκε στο θρόνο στα 1746, όταν πέθανε ο Φίλιππος: Στα 1753, υπέγραψε κονκορδάτο με τον πάπα που παραχωρούσε όλες τις εξουσίες της εκκλησίας στον βασιλιά.
Οι Βουρβόνοι είχαν παραλάβει μια θεοφοβούμενη χώρα και, μέσα σε 45 χρόνια, δημιούργησαν ένα σύγχρονο βασίλειο. Ακόμα το κυβερνούν.
Ο άγνωστος βομβαρδισμός της Κέρκυρας από την Ιταλία
Μια δυνατή χώρα στην περιοχή, που δείχνει να επιθυμεί την πολεμική ένταση, χάνει κάποιους στρατιωτικούς, που στη μια περίπτωση απάγονται και στην άλλη δολοφονούνται, γεγονός που οδηγεί τη χώρα αυτή σε πολεμικές αντιδράσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ τη βαρύτητα της ενέργειας.
Ακολουθεί εισβολή και κατοχή εδαφών της μικρής χώρας, η οποία κατηγορείται για «υπόθαλψη τρομοκρατών», σφαγή αμάχων και παντελής αδιαφορία της διεθνούς κοινότητας, και τέλος έχουμε απόσυρση των δυνάμεων εισβολής χωρίς καμία κύρωση για τον εισβολέα. Ελάτε να δούμε μια ιστορία που μπορεί να έγινε πριν από 83 χρόνια, αλλά θυμίζει κάτι που έγινε μόλις πριν από έναν μήνα στη Μέση Ανατολή. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση τον ρόλο του Λιβάνου τον παίζει η Ελλάδα και τον ρόλο του Ισραήλ η Ιταλία.
Μαζική δολοφονία
Είμαστε στο 1923 και η χώρα μας προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της από τη νωπή ακόμη Μικρασιατική Καταστροφή, να επανακτήσει το κύρος της πολιτικά, να ορθοποδήσει οικονομικά και να αφομοιώσει κοινωνικά τη νέα πραγματικότητα με τους χιλιάδες πρόσφυγες στο έδαφός της. Στην κυβέρνηση βρίσκεται η στρατιωτική επανάσταση με αρχηγό τον Νικόλαο Πλαστήρα και πρωθυπουργό τον Στυλιανό Γονατά, η οποία είχε δικάσει και εκτελέσει τους έξι πολιτικούς και στρατιωτικούς που είχαν θεωρηθεί υπεύθυνοι για την εθνική τραγωδία.
Παράλληλα, όλοι προσπαθούν να κατανοήσουν τις πλήρεις συνέπειες που θα έφερνε για τη χώρα η συνθήκη της Λοζάννης, η οποία είχε υπογραφεί μόλις έναν μήνα πριν, τον Ιούλιο του 1923.
Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο είχε συσταθεί μια διεθνής επιτροπή διαχάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων, η οποία θα όριζε τα νότια σύνορα του νέου κράτους της Αλβανίας. Σε αυτή την επιτροπή υπήρχε από ένας εκπρόσωπος από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Αλβανία, την Αγγλία και τη Γαλλία. Στις 26 Αυγούστου, ενώ οι εκπρόσωποι των ιταλών αναχωρούσαν οδικώς από την Ελλάδα, το αυτοκίνητό τους δέχτηκε επίθεση από αγνώστους ενόπλους, οι οποίοι εκτέλεσαν εν ψυχρώ όλους τους εκπρόσωπους της ιταλικής πλευράς, μέσα σε ελληνικό έδαφος, πέντε χιλιόμετρα πριν από τα αλβανικά σύνορα...
Όπως ήταν φυσικό, ξέσπασε σάλος σε Ελλάδα και Ιταλία, μια και όχι μόνο απουσίαζαν οι ένοχοι, αλλά δεν μπορούσε να βρεθεί ούτε το κίνητρο για μια τέτοια ενέργεια. Κάποιοι απέδωσαν την πράξη σε συμμορίες ληστών που κυκλοφορούσαν ανεξέλεγκτοι στην επαρχία αλλά και στα προάστια της Αθήνας, αλλά τα θύματα αυτή τη φορά δεν είχαν ληστευτεί.
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
Οι ένοχοι των δολοφονιών δεν βρέθηκαν ποτέ, αλλά ουσιαστικά μόνο η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι έδειχνε να είναι ωφελημένη από μια τέτοια αναταραχή. Αυτό απέδειξαν οι πράξεις της στη συνέχεια.
Στις 29 Αυγούστου ο ιταλός πρέσβης στην Αθήνα δίνει τελεσίγραφο 24 ωρών στην ελληνική κυβέρνηση, με το οποίο ζητούσε, εκτός από διάφορα τελετουργικά που είχαν να κάνουν με τη μεταφορά των θυμάτων, ιταλική συμμετοχή στις έρευνες για τους δολοφόνους, εκτέλεση των ενόχων, αλλά και αποζημίωση 50 εκατομμυρίων ιταλικών λιρετών στην ιταλική πλευρά, ποσό τεράστιο για την εποχή.
Παρά το 24ωρο τελεσίγραφο, η επαναστατική κυβέρνηση δεν φάνηκε να ανησυχεί και ήταν καθησυχαστική προς όλους, μια και πίστευε ότι, σε περίπτωση μη αποδοχής των ιταλικών όρων, το χειρότερο που θα μπορούσαν να κάνουν οι ιταλοί θα ήταν να καταφύγουν στις διεθνείς νόμιμες διαδικασίες. Έτσι, αποδέχτηκε εν μέρει κάποιους όρους, αρνούμενη όμως να εφαρμόσει τα σημαντικότερα για τους ιταλούς σημεία:
«Η ελληνική κυβέρνησις απέρριψε τα αιτήματα 4ον, 5ον και 6ον, τα αφορώντα την παράστασιν του στρατιωτικού ακολούθου της ιταλικής πρεσβείας κατά την ενέργειαν των ανακρίσεων, την διαβεβαίωσιν της ελληνικής κυβερνήσεως εκ των προτέρων ότι οι ένοχοι θέλουσι καταδικαστεί εις θάνατον και την πληρωμήν ως ποινήν τη ιταλική κυβερνήσει 50 εκατομμυρίων λιρετών, καθόσον τα τρία ταύτα αιτήματα θίγουσι την τιμήν και την κυριαρχίαν του ελληνικού κράτους».
Αλλά ο Μουσολίνι δεν φαινόταν να έχει καμία διάθεση για διαπραγματεύσεις, αφού το σχέδιό του για κλιμάκωση της έντασης προχωρούσε κανονικά. Κατ’ αυτόν, η διπλωματία είχε τελειώσει τη δουλειά της και πλέον έπρεπε να μιλήσουν τα όπλα. Έτσι, στις 31 Αυγούστου, κατάπληκτοι οι κάτοικοι της Κέρκυρας, έβλεπαν το όμορφο νησί τους να είναι περικυκλωμένο από τον ιταλικό στόλο. Ήταν τέτοια η ελληνική μακαριότητα, ώστε, ακόμη και τότε, κανείς κάτοικος ή αρχή της πόλης δεν προβληματίστηκε με αυτόν τον ξαφνικό ναυτικό αποκλεισμό και πίστεψαν ότι τα πλοία βρίσκονταν εκεί για άσκηση. Εξάλλου η Κέρκυρα με τη συνθήκη του 1864 ήταν διεθνώς αναγνωρισμένη ως ουδέτερη ζώνη.
Το τελεσίγραφο
«Κατά διαταγήν της κυβερνήσεως της Α.Μ. του Βασιλέως της Ιταλίας θα προβώ στην ειρηνική κατάληψη της νήσου Κέρκυρας. Αν εκ μέρους σας ή οιασδήποτε άλλης πολιτικής ή στρατιωτικής αρχής προβληθεί αντίσταση ή δυσχέρειες, θα προβώ στην κατάληψή της διά της βίας. Η κατάληψη θα αρχίσει 30 λεπτά της ώρας μετά την επίδοση του παρόντος και, αφού εκπνεύσει αυτή η προθεσμία, αν ο απεσταλμένος μου δεν επιστρέψει στο πλοίο μου ή αν δεν γίνουν δεκτές στο ακέραιο όλες οι αξιώσεις που διατυπώνω, θα αρχίσω δράση μέσα από τις δυνάμεις που διαθέτω».
Οι ιταλοί όχι μόνο έδιναν τελεσίγραφο, αλλά και απαγόρευαν στις αρχές της πόλης κάθε επαφή με την κυβέρνηση στην Αθήνα. Στην αμήχανη και σύντομη μάζωξη των φορέων της Κερκύρας αποφασίζεται κάτι που θα έσωζε τυπικά την τιμή των όπλων του ανυπεράσπιστου στρατιωτικά νησιού: άρνηση υπακοής στο ιταλικό τελεσίγραφο, που συνοδευόταν όμως με ανοχή στην ιταλική εισβολή λόγω ελλείψεως τοπικών δυνάμεων...
Όμως ούτε και αυτή η απάντηση ήταν ανεκτή από τους ιταλούς, που ήταν αποφασισμένοι να δείξουν την πολεμική τους υπεροπλία έστω και αν χρειαζόταν να πολεμήσουν χωρίς αντίπαλο. Λίγη ώρα μετά την απάντηση των κερκυραίων άρχισαν οι κανονιοβολισμοί προς την πόλη, με τους κατοίκους της να βρίσκονται ακόμα και την ύστατη στιγμή στις παραλίες και τους δρόμους, διότι δεν φαντάζονταν ότι οι ιταλοί θα βομβάρδιζαν μια ανυπεράσπιστη πόλη.
Το κλίμα δίνουν τα παρακάτω επείγοντα τηλεγραφήματα που στάλθηκαν προς την ελληνική κυβέρνηση, σε διάστημα ελάχιστης ώρας, από τον νομάρχη Ευριπαίο. Στο πρώτο ανακοινώνεται το τελεσίγραφο των ιταλών και στο δεύτερο ο βομβαρδισμός.
Δεν αντέχαμε πόλεμο
Το πρώτο τηλεγράφημα: «Ιταλικός στόλος κατέπλευσε αξιώσας παράδοσιν πόλεως εντός ημισείας ώρας. Μη δυνάμενος μέχρι τούδε να επικοινωνήσω μεθ’ υμών και μη διαθέτων δύναμιν, ηναγκάσθην να λάβω πρωτοβουλίαν αρνούμενος τυπικώς την παράδοσιν, να μην προβάλω αντίστασιν, συμφωνούντος και του φρουράρχου. Αναμένω διαταγάς».
Το δεύτερο: «Όλως αιφνιδίως και αναιτίως, μολονότι ειδοποίησα υπευθύνως τον Ιταλόν στόλαρχον ότι δεν θα προβληθή αντίστασις, ήρχισε βομβαρδισμός της πόλεως. Σφοδρά πυρά ολοκλήρου του στόλου. Βάλλονται ισχυρώς φρούρια και γύρω περιοχαί. Θωρηκτά συμμετέχουν δια βαρέων πυροβόλων των».
Ενώ τον πολύνεκρο βομβαρδισμό ακολουθεί απόβαση ιταλών στρατιωτών και ανέβασμα της ιταλικής σημαίας στην πόλη, στην Αθήνα επικρατεί πανικός. Κανείς δεν είχε φανταστεί το μέγεθος των ιταλικών αντιποίνων και πλέον η χώρα, μόλις έναν χρόνο μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας, βρισκόταν να έχει υπό στρατιωτική κατοχή ένα τμήμα τής επικρατείας της.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας αρχικά πέφτει στην παγίδα των ιταλών, που επιθυμούσαν ελληνική στρατιωτική απάντηση, ώστε στη συνέχεια η Κέρκυρα και όσα άλλα ελληνικά εδάφη θα εμπλέκονταν στη σύρραξη να θεωρηθούν τελικώς ιταλικά εδάφη κατακτημένα ύστερα από πόλεμο. Υποστηρίζει λοιπόν τη στρατιωτική απάντηση στην πρόκληση. Στη συνέχεια όμως πείθεται από τον μετριοπαθή Στυλιανό Γονατά, που υποστήριζε ότι η χώρα μόνο χαμένη θα έβγαινε από μια τόσο σύντομη νέα στρατιωτική αναμέτρηση, να ακολουθηθεί ο δρόμος του συμβιβασμού με προσφυγή στη διεθνή νομιμότητα.
Εν τω μεταξύ, στην Κέρκυρα η ιταλική εισβολή και κατοχή είχε ολοκληρωθεί αφήνοντας πίσω της πάνω από 15 νεκρούς αμάχους και δεκάδες τραυματίες, την ιταλική σημαία να κυματίζει παντού στην πόλη και τον ιταλικό στρατό να δημιουργεί συνεχώς νέες οχυρώσεις στο νησί, ενώ οι κάτοικοι της Κέρκυρας είχαν αρχίσει να αντιδρούν στη νέα ξαφνική πραγματικότητα. Οι ιταλοί έλεγαν ότι είχαν έρθει προσωρινά στο νησί, αλλά οι πράξεις τους έδειχναν το αντίθετο.
Όταν ο αμερικάνος συνταγματάρχης Στιβ Λόου, διευθυντής της Αμερικανικής Περιθάλψεως Εγγύς Ανατολής, που βρισκόταν τότε στην Κέρκυρα, άκουσε από τον ιταλό ναύαρχο ότι αυτή η ενέργεια δεν ήταν πολεμική πράξη, του απάντησε: «Εάν τούτο δεν είναι πόλεμος, δεν εννοώ τι ονομάζετε σεις πόλεμον, καθ’ ην στιγμήν τα νοσοκομεία μας είναι πλήρη νεκρών και τραυματιών με παιδιά και γέροντας».
Η προσφυγή μας στη συνέχεια στην Κοινωνία των Εθνών (τον ΟΗΕ της εποχής) μπορεί να καταρράκωσε διεθνώς το κύρος της χώρας για δεύτερη φορά μέσα σε λίγο διάστημα, μια και, πέφτοντας σε ένα κύμα αδιαφορίας της διεθνούς κοινότητας, ουσιαστικά αποδέχτηκε την ενοχή της για κάτι που δεν είχε κάνει και εφάρμοσε τελικά πλήρως το ταπεινωτικό τελεσίγραφο των ιταλών, αλλά διέσωσε την εδαφική ακεραιότητά της.
Τα σχέδια του Μουσολίνι έφταναν πολύ πιο μακριά από το νησί της Κέρκυρας και, αν μπαίναμε τότε σε αυτή την περιπέτεια, θα ήταν πολύ δύσκολο έστω και να συγκρατήσουμε τα εδαφικά μας κεκτημένα. Αντιθέτως, πληρώνοντας το δυσβάστακτο ποσό των 50 εκατομμυρίων λιρετών, «καταφέραμε» έστω να φύγουν από το νησί της Κέρκυρας οι ιταλοί στις 27 Σεπτεμβρίου 1923 και εμείς να πάρουμε ένα χρήσιμο μάθημα – που δεν μας χρησίμευσε όμως και πολύ στη συνέχεια: ότι το διεθνές δίκαιο είναι ένα κουρελόχαρτο στα χέρια των ισχυρών του κόσμου...
14 Σεπτεμβρίου 1814: Η Φιλική Εταιρεία
Ενας υπαλληλάκος ήταν ο Νικόλαος Σκουφάς που γεννήθηκε στο Κομπότι της Αρτας το 1779. Στα 1812, ήταν στη Μόσχα και προσπάθησε να σκαρώσει επαναστατική οργάνωση αλλά οι εκεί Ελληνες τον κυνήγησαν, θεωρώντας τον αλήτη τυχοδιώκτη. Μη έχοντας δικά του χρήματα, προσπάθησε να βρει τη φιλοσοφική λίθο των αλχημιστών του μεσαίωνα, να πλουτίσει, ώστε να μπορεί να χρηματοδοτήσει μια επανάσταση κατά των Τούρκων. Στα 1814, βρέθηκε στην Οδησσό. Ενας αποτυχημένος έμπορος ήταν ο Εμμανουήλ Ξάνθος που γεννήθηκε στην Πάτμο το 1772. Στα 1813, ήταν μέλος της τεκτονικής στοάς, στη Λευκάδα. Πτώχευσε κι έπρεπε να πάει στην τράπεζα της Μόσχας, να κανονίσει τα χρέη του. Στα 1814, βρέθηκε στην Οδησσό. Ενας ονειροπαρμένος νεαρός ήταν ο Αθανάσιος Τσακάλωφ που γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1788. Αναζήτησε την τύχη του στο Παρίσι, όπου, το 1809, έγινε ένας από τους ιδρυτές της μυστικής οργάνωσης «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο». Πέρασε από τη Βιέννη, όπου γνωρίστηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια που, κατά κάποιες μαρτυρίες, τον έστειλε να οργανώσει παράρτημα της «Εταιρείας των Φιλομούσων», στη Ρωσία. Στα 1814, βρέθηκε στην Οδησσό. Ξάνθος, Σκουφάς και Τσακάλωφ συναντήθηκαν τυχαία στην Οδησσό. Τα δεκάξι χρόνια που χώριζαν τον πρώτο από τον τρίτο, δεν τους εμπόδισαν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι. Αρχισαν να ψαρεύουν ο ένας τον άλλον. Συνωμότες με πείρα κι οι τρεις, ένιωσαν εύκολα ποια φλόγα τους ένωνε. Ανοιξαν τα χαρτιά τους. Η προοπτική μιας ελεύθερης Ελλάδας τους συνεπήρε. Ηταν 14 Σεπτεμβρίου 1814, όταν αποφάσισαν να ιδρύσουν μια νέα μυστική επαναστατική οργάνωση: Τη Φιλική Εταιρεία. Εφτιαξαν συνθηματική γραφή, συμφώνησαν συνθηματικά σημεία αναγνώρισης των μελών, καθόρισαν το τελετουργικό της μύησης και τους τρεις όρκους της οργάνωσης και χώρισαν τα μέλη που ΘΑ αποκτούσε, σε κατηγορίες: Αδελφοποιητοί ή βλάμηδες τα απλά αγράμματα μέλη. Συστημένοι οι εγγράμματοι. Ιερείς εκείνοι που θα είχαν δικαίωμα κατήχησης και μύησης νέων μελών. Ποιμένες οι πιο πάνω. Από το 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης καθιέρωσε άλλα δυο σκαλοπάτια: Τους αφιερωμένους και τους αρχηγούς των αφιερωμένων. Πάνω από όλους, ήταν η Ανωτάτη Αρχή που την αποτελούσαν οι Μεγάλοι Ιερείς των Ελευσινίων. Στα νέα μέλη, οι απαντήσεις που δίνονταν, ήταν πολύ συγκεχυμένες. Τι καθεστώς θα ίσχυε, μετά την επανάσταση; Μια κοινωνία ισότητας και δικαιοσύνης. Ποιοι θα κυβερνούσαν; Οι ικανοί. Ποιοι ήταν οι μεγάλοι ιερείς; Απαγορευόταν να πουν, αλλά όλο και τους ξέφευγαν μισόλογα και ονόματα, όπως κόμης Καποδίστριας ή τσάρος Αλέξανδρος Α’. Που, βέβαια, δεν είχαν ιδέα πως ήταν αρχηγοί οργάνωσης. Τα επόμενα τρία χρόνια αποδείχτηκαν πολύ δύσκολα. Στα 1816, τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας μόλις έφταναν τα είκοσι. Στα 1817, ανέβηκαν στα 42. Οι τρεις ιδρυτές αποφάσισαν να προχωρήσουν σε έρευνα με το ερώτημα, αν ο λαός είχε ωριμάσει για μιαν επανάσταση. Τον Ιούλιο του 1818, πέθανε ο ενθουσιώδης Νικόλαος Σκουφάς αλλά ένα ευτυχές γεγονός απάλυνε την απώλεια: Ο μυημένος Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος προσπάθησε να ψαρέψει έναν παλαβό αρχιμανδρίτη, τον Γρηγόριο Δικαίο ή Παπαφλέσσα. Ο παπάς έκανε για λίγο τον χαζό, να δει πού το πήγαινε ο συνομιλητής του. Όταν κατάλαβε, τον άρπαξε από τον λαιμό και τον ανάγκασε να του πει ό,τι ήξερε. Βρήκε τους αρχηγούς και μπήκε στην Ανωτάτη Αρχή με το «έτσι θέλω». Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Εμμανουήλ Ξάνθος έζησαν να δουν την Ελλάδα ελεύθερη αλλ’ όχι και τα μέρη, όπου γεννήθηκαν. Πέθαναν, το 1851 ο πρώτος και το 1852 ο δεύτερος. Μόνο η ’ρτα, ιδιαίτερη πατρίδα του τρίτου της παρέας, ήταν ελεύθερη. Αλλά κι ο Σκουφάς είχε πεθάνει πολύ νωρίς για να το δει. Ο Λεοπόλδος Β’ της Γερμανίας βασίλευσε μόλις δυο χρόνια (1790 - 1792). Πρόλαβε να υπογράψει, μαζί με την Πρωσία και τη Ρωσία, μια διακήρυξη κατά της γαλλικής επανάστασης. Πέθανε την 1η Μαρτίου 1792. Σίγουρος διάδοχός του προαλειφόταν ο Φραγκίσκος. Ήταν ανιψιός της Μαρίας Αντουανέτας, γυναίκας του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ της Γαλλίας. Θα τον εξέλεγαν στις 14 του Ιουλίου και το ήξερε. Δεν έκρυβε την πρόθεσή του να τιμωρήσει τους «βάρβαρους εκείνους που ταλαιπωρούσαν τη θεία του». Θέλοντας να προλάβει μεγαλύτερες περιπέτειες, η ηγεσία της γαλλικής επανάστασης κήρυξε, στις 20 Απριλίου, τον πόλεμο κατά της γερμανοουγγρικής συμμαχία, ελπίζοντας σε ουδετερότητα των άλλων βασιλιάδων. Οι πρώτες μάχες είχαν τραγική κατάληξη για τους Γάλλους αλλά δεν μείωσαν τον ενθουσιασμό τους. Μια επανάσταση στην Πολωνία ήρθε να αποσπάσει την προσοχή των βασιλιάδων της Ευρώπης χαρίζοντας χρόνο στη Γαλλία να αναδιοργανωθεί. Στις 29 Μαΐου, η νομοθετική συνέλευση κατάργησε τη φρουρά του Λουδοβίκου. Ένα βέτο του βασιλιά εξαγρίωσε το λαό που κατέλαβε την αίθουσα της συνέλευσης και τα ανάκτορα του Κεραμικού (20 Ιουνίου). Τα γεγονότα προκάλεσαν αντιδράσεις στο εξωτερικό. Οι βασιλιάδες βιάζονταν να ξεμπερδέψουν με την επανάσταση. Στις 9 Ιουλίου, η συνέλευση κήρυξε τη Γαλλία σε κίνδυνο. Στην επέτειο της Βαστίλης, την ώρα που ο Φραγκίσκος έπαιρνε το στέμμα της Γερμανίας, ο Λουδοβίκος ξαναορκιζόταν στο σύνταγμα, ενώ 500 εθελοντές από τη Μασσαλία έμπαιναν στο Παρίσι τραγουδώντας τον μελλοντικό εθνικό ύμνο. Στις 25 Ιουλίου, μια γερμανική ανακοίνωση απείλησε τη Γαλλία με βαριές κυρώσεις, αν πάθαιναν το παραμικρό ο Λουδοβίκος και η Αντουανέτα. Στο Παρίσι, ο λαός αντέδρασε ζητώντας την κατάργηση της βασιλείας. Στις 10 Αυγούστου, κυρίευσε τα αφύλαχτα ανάκτορα. Η βασιλική οικογένεια ζήτησε καταφύγιο στη συνέλευση, ενώ οι σύνεδροι αποφάσιζαν να συλληφθεί ο βασιλιάς και να προκηρυχτούν εκλογές για Συμβατική Συνέλευση (συντακτική, θα τη λέγαμε εμείς). ’μεσο αποτέλεσμα ήταν Πρώσοι και Αυστριακοί να βαδίσουν κατά της Γαλλίας. Οι βασιλόφρονες, στο Βερντέν, τους υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές. Όμως, η μάχη δόθηκε στο Βαλμί, στις 20 Σεπτεμβρίου. Νίκησε ο γαλλικός στρατός. Την ίδια ώρα στο Παρίσι, οι νεοεκλεγμένοι της Συμβατικής αποφάσιζαν να προχωρήσουν σε θεμελιακές αλλαγές. Την επομένη, 21ηΣεπτεμβρίου του 1792, η Συμβατική αποφάσισε την κατάργηση της βασιλείας. Στις 22, ψήφισε την αλλαγή του ημερολογίου. Η μέρα εκείνη ήταν η πρώτη (φθινοπωρινή ισημερία) του πρώτου μήνα του πρώτου χρόνου της δημοκρατίας. Mε αντεπίθεση, οι Γάλλοι πήραν τη Σαβοΐα (προσαρτήθηκε το Νοέμβριο), τη Νίκαια, τη Βασιλεία, τη Ρηνανία και ολόκληρο το Βέλγιο (προσαρτήθηκαν τον Μάρτιο του 1793). Η τύχη του πρώην βασιλιά κρίθηκε αναπάντεχα: Στα ανάκτορα, βρέθηκε η αλληλογραφία του. Αποδεικνυόταν ατράνταχτα ότι προετοίμαζε εισβολή ξένων στη χώρα. Η δίκη του άρχισε στις 11 Δεκεμβρίου 1792 και τελείωσε με την καταδίκη του σε θάνατο, στις 20 Ιανουαρίου 1793. Ανέβηκε στην γκιλοτίνα, την επομένη, 21 του μήνα. Η Μαρία Αντουανέτα εκτελέστηκε στις 16 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ δεν είχε πρόβλημα να δεχτεί το αίτημα του βασιλιά της Αγγλίας, Ιωάννη Ακτήμονα. Ήταν το 1199, ελάχιστο καιρό αφότου ο Ιωάννης είχε ανέβει στον θρόνο, αλλ’ ο πάπας τον ήξερε από πιο παλιά: Όταν, μαζί με τη μητέρα του Ελεονόρα, διοικούσε την Αγγλία ως αντιβασιλιάς. Τότε, έκανε ό,τι μπορούσε για να μη μαζευτούν τα λύτρα που του ζητούσαν για να ελευθερωθεί ο αιχμάλωτος αδερφός του και βασιλιάς, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Οι απεσταλμένοι ζητούσαν από τον πάπα, να δοθεί η άδεια στον βασιλιά, να χωρίσει τη γυναίκα του, Ισαβέλλα του Γκλόσεστερ. Συγκατατέθηκε. Πριν καλά καλά να βγει το διαζύγιό του με την Ισαβέλλα του Γκλόσεστερ, ο Ιωάννης παντρεύτηκε την Ισαβέλλα της Αγκουλέμης. Η πράξη του θεωρήθηκε προσβολή για τους ευγενείς της Αγγλίας, αφού ο βασιλιάς χώρισε μια συμπατριώτισσά τους για να πάρει μια Γαλλίδα. Θεωρήθηκε προσβολή και για τους ευγενείς της Γαλλίας, μια και η Ισαβέλλα τους ήταν ήδη αρραβωνιασμένη με τον κόμη Λουζινιάν. ’γγλοι και Γάλλοι ευγενείς έσπευσαν στον βασιλιά της Γαλλίας, Φίλιππο Β’ Αύγουστο, και του ζήτησαν να αποδώσει δικαιοσύνη. Ως βασιλιάς, ο Ιωάννης ήταν και δούκας της Νορμανδίας. Κατά τον φεουδαρχικό νόμο, ως δούκας γαλλικού εδάφους, ο Ιωάννης ήταν υποτελής του βασιλιά της Γαλλίας. Κάνοντας χρήση αυτού του νόμου, ο βασιλιάς Φίλιππος διέταξε τον Ιωάννη να παρουσιαστεί μπροστά του και να απολογηθεί. Ο Ιωάννης αρνήθηκε... Ο Φίλιππος ανακοίνωσε πως οι αγγλικές κτήσεις στη Γαλλία κατάσχονται και αποδίδονται στον Αρθούρο, ανιψιό του Ιωάννη. Ο Αρθούρος πήρε την ανακοίνωση στα σοβαρά, διακήρυξε πως διεκδικεί το θρόνο της Αγγλίας κι εκστράτευσε στο Μιραμπό για να καταλάβει την επαρχία. Εκεί όμως ζούσε η γιαγιά του, Ελεονόρα, άλλοτε βασίλισσα της Αγγλίας. Αν και ογδόντα χρόνων, η Ελεονόρα μπήκε επικεφαλής των δικών της και πήγε να πολεμήσει τον εγγονό της. Κατέφθασε και ο Ιωάννης με τα αγγλικά στρατεύματα, ο Αρθούρος βρέθηκε στη μέση, νικήθηκε κι αιχμαλωτίστηκε. Για να ξεμπερδεύει μαζί του, ο Ιωάννης τον εκτέλεσε κι έφυγε για το μήνα του μέλιτος με την καλή του... Για τον Φίλιππο ήταν η μεγάλη ευκαιρία: Μπήκε στις ευρωπαϊκές επαρχίες της Αγγλίας και πήρε Νορμανδία, Μεν, Ανζού και Τουρέν. Στερημένος από τους πόρους των επαρχιών αυτών, ο Ιωάννης πολλαπλασίασε τους φόρους που πλήρωναν οι ’γγλοι, δημιουργώντας νέες δυσαρέσκειες ανάμεσα στους ευγενείς που αναζητούσαν ευκαιρία να απαλλαγούν. Όταν, στα 1205, πέθανε ο αρχιεπίσκοπος Γουόλτερ, ο Ιωάννης έπεισε τους ιεράρχες να εκλέξουν στη θέση του τον Ιωάννη Γκρε. Οι εκπρόσωποι των μοναστηριών αντέδρασαν κι εκλέξανε αρχιεπίσκοπο τον Ρέτζιναλ. Γκρε και Ρέτζιναλ έσπευσαν στον πάπα για επικύρωση. Ο Ιννοκέντιος τους αγνόησε και προτίμησε τον Στέφανο Λάνγκτον, ιερωμένο που ζούσε στο Παρίσι τα τελευταία 25 χρόνια. Παρά τις διαμαρτυρίες του βασιλιά Ιωάννη, ο πάπας έχρισε τον εκλεκτό του αρχιεπίσκοπο του Καρντέμπουρι. Ήταν το 1207 μ.Χ. Ο Ιωάννης Ακτήμων απαγόρευσε στον Στέφανο Λάνγκτον να πατήσει το πόδι του στην Αγγλία και ειδοποίησε τον πάπα πως θα κάψει τα μοναστήρια, αν του επέβαλλε αντίποινα. Ο Ιννοκέντιος, όμως, θύμωσε και, το 1208, εφάρμοσε το interdictum, δηλαδή την απαγόρευση όλων των ιεροτελεστιών. Οι εκκλησίες έκλεισαν σε ολόκληρη την Αγγλία κι ο Ιωάννης απάντησε δημεύοντας τις περιουσίες των επισκοπών και των μοναστηριών της. Τις μοίρασε στους λαϊκούς κι άφησε μερικούς ιεράρχες να πεθάνουν από την πείνα. Για να βρει κι άλλα χρήματα, ξεκίνησε διωγμούς εναντίον των πλούσιων Εβραίων, κατάσχοντας τις περιουσίες τους, κι έβαλε νέους φόρους στους ευγενείς και στους αγρότες. Παράλληλα, άρχισε να απατά φανερά και τη δεύτερη γυναίκα του, χωρίς να λογαριάζει κανέναν. Στα 1213, ο πάπας Ιννοκέντιος τον καθαίρεσε κι αποδέσμευσε τους υπηκόους του από τον όρκο πίστης στον βασιλιά. Στην ευρωπαϊκή ακτή, ο Φίλιππος Αύγουστος της Γαλλίας μάζεψε στρατό κι έφτασε στη Μάγχη. Ο Ιωάννης κάλεσε τους ευγενείς να πολεμήσουν. Του αρνήθηκαν. Μπροστά στη νέα κατάσταση, ο Ιωάννης ήρθε σε συμφωνία με τον πάπα. Δέχτηκε τον Στέφανο Λάνγκτον για αρχιεπίσκοπο, υποσχέθηκε να επιστρέψει την εκκλησιαστική περιουσία και χάρισε στον Ιννοκέντιο ολόκληρη την Αγγλία! Ο πάπας του την επέστρεψε μετά από πέντε ημέρες, διορίζοντάς τον βασιλιά της! Στις 15 Ιουνίου του 1215, υπέγραψε τη Μάγκνα Κάρτα που, ουσιαστικά, απετέλεσε το πρώτο ευρωπαϊκό σύνταγμα, μετά το μεσαίωνα. Την επομένη, αρνήθηκε να την εφαρμόσει. Κατάφερε να διαλύσει τους συνασπισμένους ευγενείς και τους Γάλλους συμμάχους τους παίρνοντας μαζί του το λαό. Δεν πρόλαβε, όμως, να χαρεί τον θρίαμβό του: Πέθανε από δυσεντερία, στις 19 Οκτωβρίου 1216, αφήνοντας τη φήμη ενός από τους πιο αδίστακτους βασιλιάδες του μεσαίωνα. «Οι σφαίρες δολοφονούν την τιμή της Ελλάδας» Στο προηγούμενο φύλλο αναφερθήκαμε στην πρώτη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, που οδήγησε σε θανατικές καταδίκες τους 11 κατηγορούμενους, την Αριστερά σε σύγχυση, τους αμερικάνους να πανηγυρίζουν και την κυβέρνηση Πλαστήρα να προσπαθεί να αποφύγει το βάρος του άδικου αίματος στις πολιτικές της πλάτες. Παρά τη βεβαιότητα της καταδικαστικής απόφασης στην πρώτη δίκη, λίγοι ήταν αυτοί που πίστευαν ότι μπορούσε να εκτελεστεί η θανατική ποινή. Το κλίμα όμως άρχισε να αναστρέφεται με την προσχεδιασμένη αποκάλυψη των παράνομων ασυρμάτων του ΚΚΕ. Πλέον το κατηγορητήριο δεν μιλούσε για κομμουνιστική δραστηριότητα και οι κατηγορούμενοι θα δικάζονταν με βάση τον νόμο 365 του Μεταξά «Περί κατασκοπείας». Η εκτέλεση των κρατουμένων θα παρουσιαζόταν τώρα σαν εθνική ανάγκη και όποιοι υποστήριζαν το αντίθετο αντιμετωπίζονταν σαν «συμπαθούντες». Η ΕΔΑ διασπάται με τους Μιχάλη Κύρκο και Ν. Καραμαούνα να ανεξαρτητοποιούνται από το κόμμα και τον γ.γ. του κόμματος στρατηγό Σαράφη να προσπαθεί να κρατήσει αποστάσεις από το παράνομο ΚΚΕ: «Το κόμμα της ΕΔΑ είναι νόμιμο πολιτικό κόμμα, δεν αναπτύσσει καμία παράνομη δραστηριότητα και δεν έχει καμία σχέση ή σύνδεση με την παράνομη δράση του ΚΚΕ». Η νέα δίκη θα ξεκινήσει στις 15 Φεβρουαρίου 1952 και σ’ αυτή θα υπάρχουν 28 κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων και ο διαπρεπής οικονομολόγος Δημήτρης Μπάτσης, ο οποίος κατηγορείται ότι ήταν αυτός που προωθούσε τα χρήματα που έστελνε η ηγεσία του ΚΚΕ από το εξωτερικό στις παράνομες οργανώσεις της Αθήνας. Και σε αυτή τη δίκη το κύριο βάρος της μαχητικής εκπροσώπησης θα το σηκώσει ο Νίκος Μπελογιάννης, ο οποίος θα αντικρούσει την κατηγορία της κατασκοπείας αναφέροντας την ιστορία και τους αγώνες του ΚΚΕ για τη χώρα, ενώ θα τονίσει ότι επιδίωξη αυτών που θέλουν τέτοιες δίκες είναι η συντήρηση ενός κλίματος πολιτικής ανωμαλίας: «Εμείς αγαπάμε την Ελλάδα και τον λαό της περισσότερο από εκείνους που μας κατηγορούν. Το αποδείξαμε τότε που η λευτεριά, η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα βρίσκονταν σε κίνδυνο. Παλεύουμε για να ξημερώσουν και για την πατρίδα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο. Κι αν χρειαστεί θυσιάζουμε γι’ αυτό και τη ζωή μας». Όμως καμία μαχητική αντίδραση και κανένας πύρινος λόγος του Μπελογιάννη δεν φαίνεται να μπορεί να αλλάξει την «έτοιμη από καιρό» απόφαση του Στρατοδικείου. Στην κυβέρνηση Πλαστήρα και στα κόμματα γίνονται συνεχείς διαβουλεύσεις για την επόμενη ημέρα της δίκης, αλλά όλα δείχνουν ότι έχουν κυριαρχήσει οι «σκληροί» ακολουθώντας τη γραμμή των αμερικάνων και του παλατιού, που θέλουν «εκτελέσεις τώρα πριν ενταθούν οι διεθνείς πιέσεις». Πράγματι, το μεσημέρι της 1ης Μαρτίου το Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών ανακοινώνει την απόφασή του: Οκτώ καταδίκες σε θάνατο (Νίκος Μπελογιάννης, Ηλίας Αργυριάδης, Ν. Καλούμενος, Δημήτρης Μπάτσης, Έλλη Ιωαννίδου - Παππά , Λαζαρίδης, Μ. Μπισμπιάνος, Χ. Τουλιάτος), τέσσερις σε ισόβια, δύο σε φυλάκιση 20 ετών, τέσσερις σε φυλάκιση 15 ετών, δύο σε φυλάκιση 10 ετών, δύο σε φυλάκιση 1 έτους, ενώ οι υπόλοιποι αθωώθηκαν. Η απόφαση ήταν τελεσίδικη και η «καυτή πατάτα» βρισκόταν πλέον στον Πλαστήρα, που ήταν θεσμικά και πολιτικά ανήμπορος να πάρει μια γενναία απόφαση, αλλά από τα μέσα Μαρτίου ήταν και βιολογικά. Μια κρίση ημιπληγίας επιβαρύνει περισσότερο την ήδη εξασθενημένη υγεία του πρώην «Μαύρου Καβαλάρη» και πλέον καθήκοντα πρωθυπουργού αναλαμβάνει ουσιαστικά ο Σοφοκλής Βενιζέλος, επιβεβαιώνοντας έτσι τη δεξιά στροφή της κυβέρνησης. Ζαχαριάδης κατά Πλουμπίδη! Οι διεθνείς αντιδράσεις, με κορυφαία ονόματα της πολιτικής και της τέχνης απ’ όλο τον κόσμο, όπως οι Ντε Γκωλ, Τσάρλι Τσάπλιν, Πολ Μπονκούρ, Πικάσο κ.λπ., για τη διάσωση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του ακούγονται πολύ μακρινές στην αποικιοκρατούμενη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Εδώ τον κύριο λόγο έχουν οι αμερικάνοι και το παλάτι. Οι πρώτοι πανηγυρίζουν μέσα από τη «Φωνή της Αμερικής»: «Η δίκη αυτή είναι ένα από τα σπουδαιότερα παγκόσμια γεγονότα τα οποία εσημειώθησαν τον Φεβρουάριον του 1952. Αποτελεί δίδαγμα διά τον ελεύθερον κόσμον. Αποδεικνύει ότι τα απανταχού κομμουνιστικά κόμματα δεν εμπνέονται από πολιτικούς σκοπούς αλλά αποτελούν οργανώσεις κατασκοπείας». Το ανυπόμονο παλάτι δίνει τη «γραμμή», όταν ο βιαστικός βασιλιάς Παύλος λέει στις 25 Μαρτίου προς τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Παπασπύρου: «Η εντολή να μην εκτελεστούν οι θανατικές καταδίκες δεν ισχύει επ’ άπειρον». Το μόνο που θα μπορούσε να ανατρέψει τα τετελεσμένα ήταν κάτι απρόβλεπτο. Αυτό έρχεται με την επιστολή Πλουμπίδη που είχε το αποτύπωμά του, στην οποία δηλώνει ότι αυτός είναι υπεύθυνος για τον μηχανισμό των ασυρμάτων και ότι είναι πρόθυμος να παραδοθεί και να δικαστεί με αντάλλαγμα τη ζωή του Μπελογιάννη και των άλλων καταδικασμένων. Ιδού η επιστολή: «Δηλώνω 1. Καθοδηγητής του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ ήμουν εγώ και ΟΧΙ ο Μπελογιάννης. Γι’ αυτή μου την ιδιότητα και για τις πράξεις μου αναλαμβάνω ΟΛΕΣ τις ευθύνες. Υστερα από την δήλωσή μου αυτή κάθε επιμονή στην εκτέλεση του Μπελογιάννη είναι αδικαιολόγητη, άδικη και ολοφάνερα δολοφονική πράξη. 2. Για να μη νομιστεί ότι κάνω τον παλικαρά εκ του ασφαλούς, υπόσχομαι να παρουσιαστώ στις αρχές και να δικαστώ αν μετατραπούν οι θανατικές καταδίκες του φίλου μου και συντρόφου μου Ν. Μπελογιάννη. Χρήση του παρόντος να κάνετε όπου νομίσετε (Συμβούλιο Χαρίτων, Τύπο κ.λπ.). Μετά τιμής Νίκος Πλουμπίδης, Μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ». Οι μέρες όμως είναι αρκετά «πονηρές» για να μπορέσει μια ατομική – όπως αποδείχτηκε – συναισθηματική και ηρωική πρωτοβουλία να αντιστρέψει την πολιτική ροή των πραγμάτων που όλοι είχαν θεωρήσει δεδομένη. Η κυβέρνηση αιφνιδιάζεται από την επιστολή Πλουμπίδη, αλλά τη λύση αυτή τη φορά τής τη δίνει ο μισητός της αντίπαλος Νίκος Ζαχαριάδης, που καταγγέλλει την επιστολή σαν κατασκευασμένη από την ασφάλεια, μια και ο Πλουμπίδης δεν βρίσκεται στην Ελλάδα, αλλά στο εξωτερικό, στέλνοντας έτσι στο εκτελεστικό απόσπασμα τον Μπελογιάννη και στο «πολιτικό απόσπασμα» τον Πλουμπίδη. Η σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη, η συγγραφέας Έλλη Ιορδανίδου - Παππά, έγραψε αργότερα για το πώς αποκρυπτογράφησαν την καταγγελία Ζαχαριάδη μέσα στη φυλακή: «Εκείνη τη στιγμή, διαβάζοντας την “καταγγελία”, το μόνο που ακούσαμε, πολύ πριν ακουστεί το απόσπασμα, ήταν το “πυρ”»... Η περιπέτεια του Μπελογιάννη συγκλονίζει τους πάντες – μέχρι ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σπυρίδωνας απευθύνει συγκινητική έκκληση για τη διάσωσή του: «Εχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο κι από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή». Πιστός παρά το «άδειασμα» Αλλά και ο μόλις πριν από λίγο καιρό βουλευτής της ΕΔΑ Μιχάλης Κύρκος προσπαθεί με συναισθηματική επιστολή να συγκινήσει λάθος άνθρωπο, ο οποίος δεν μπορεί πλέον να βοηθήσει σε τίποτε: τον Νικόλαο Πλαστήρα. «Αγαπητέ Αρχηγέ! Μην έχεις καμμίαν αμφιβολίαν ότι, αν η απόφασις του Διαρκούς Στρατοδικείου εκτελεσθεί, αν χυθεί, τρία χρόνια μετά την λήξιν του εμφυλίου πολέμου, καινούργιο αίμα, όχι μόνον ματαιώνεται, δι’ απροσδιόριστον χρόνον, κάθε προσπάθεια ειρηνεύσεως, όχι μόνον χάνεται κάθε ελπίδα να ιδούμε εις τον τόπον μας αληθινήν δημοκρατίαν, όπως την ονειρεύθηκες και την ονειρευθήκαμε και παλαίψαμε μαζί σου χρόνια πολλά διά την εγκαθίδρυσίν της, μα τερματίζεται ουσιαστικά και ο ρόλος της ΕΠΕΚ και ο ιδικός σου ρόλος. Δεν θα πληγεί, αρχηγέ, ο Κομμουνισμός, όπως ισχυρίζονται μερικοί, από τας 8 νέας εκτελέσεις, όπως δεν επλήγη από τα τριάκοντα χιλιάδας θυμάτων που έδωσε στα τέσσερα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. ’λλα είναι τα αποτελεσματικά μέσα που συντελούν εις την καταπολέμησίν του. Μη συγκατατεθείς, αρχηγέ, να ανοίξεις συ καινούργιο αυλάκι αίματος. Είσαι ο μόνος που δεν έχεις βάψει τα χέρια σου. Μη, προς Θεού, συρθείς στο δρόμο αυτό που θέλουν να σε οδηγήσουν φθονεροί εχθροί, που εμφανίζονται τώρα με το ένδυμα του φίλου, στο να σε εξισώσουν και σε ισοπεδώσουν με όλους τους άλλους». Πλέον, η μόνη ελπίδα για σωτηρία είναι μια καταδικασμένη για απόρριψη αίτηση χάριτος από τους καταδικασμένους προς αυτούς που επέβαλαν την καταδίκη τους: το παλάτι. O έμπειρος μαχητής Μπελογιάννης καταλαβαίνει... Παρά την πικρία του για την «ασθενική» αντίδραση των βουλευτών της ΕΔΑ προς την καταδίκη του, παρά το «άδειασμά» του από τον Ζαχαριάδη, μένει πιστός στη γραμμή του κόμματος, δεν υποβάλλει αίτηση χάριτος, αλλά και δεν έχει ψευδαισθήσεις. Παρ’ ότι ξέρει πως το τέλος πλησιάζει, στέλνει κρυφά επιστολή στον δημοσιογράφο Σπύρο Δενδρινό, στην οποία υπερασπίζεται το κόμμα του: «Οι οργανωτές αυτής της δίκης, ντόπιοι και ξένοι, κατέβαλαν πρωτοφανείς προσπάθειες για να κατασυκοφαντήσουν τον αγώνα του ΚΚΕ, χωρίς να διστάσουν ούτε μπροστά στη διαστρέβλωση γνωστών κειμένων. Απέναντι σ’ αυτές τις προσπάθειες εμείς βρεθήκαμε τελείως ανυπεράσπιστοι, γιατί μέσα στα απομονωτήρια της ασφάλειας δε μας δόθηκε καθόλου ο χρόνος και η δυνατότητα να μελετήσουμε και να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα για την υπεράσπισή μας στοιχεία. Έτσι υποχρεωθήκαμε να παλέψουμε κάτω από απαράδεχτα άνισους όρους. Αλλά παρ’ όλα αυτά αποδείχτηκε ότι το ΚΚΕ είναι κόμμα πατριωτικό, με τίτλους εθνικούς, που κανένα άλλο κόμμα δεν έχει να παρουσιάσει. Γιατί στο βωμό της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας της Ελλάδος έχει προσφέρει φοβερές εκατόμβες. Και αν δεν υπήρχαν σήμερα οι έμποροι και οι κάπηλοι του μίσους, η συμβολή του ΚΚΕ στην ειρήνευση του τόπου θα είχε εκτιμηθεί όχι μόνο από τους φίλους, αλλά και από τους τίμιους και καλόπιστους αντιπάλους μας. Γι’ αυτό οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος δεν δολοφονούν εμάς. Δολοφονούν την ειρήνευση και την τιμή της Ελλάδος. 29.2.52. Νίκος Μπελογιάννης». «Γεια χαρά, παιδιά» Το Συμβούλιο Χαρίτων απαλλάσσει από τη θανατική ποινή τους τέσσερις (η σύντροφος του Μπελογιάννη, η Ελλη Παππά, γλιτώνει λόγω πρόσφατης μητρότητας), αλλά την επικυρώνει για τους Μπελογιάννη, Μπάτση, Αργυριάδη και Καλούμενο. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Παπασταύρου καταβάλλει με τη σύμφωνη – αλλά ασθμαίνουσα – γνώμη του Βενιζέλου έκκληση στον Παύλο για την αποφυγή της εκτέλεσης. Η απάντηση του Παύλου δείχνει και τις προθέσεις του: «Τώρα βιάζομαι γιατί με περιμένει η βασίλισσα να κάνουμε ένα περίπατο στην Χαλκίδα. Το απόγευμα θα αποφασίσω»... Το Σάββατο 29 Μαρτίου, στις 7 το απόγευμα, έδειξε ότι η βασιλική βόλτα στη Χαλκίδα δεν άλλαξε τη μοίρα των καταδικασμένων, μια και η απόφαση του Παύλου ταυτιζόταν με την άποψη του Συμβουλίου Χαρίτων. Οι εκτελεστές δεν μπορούν να κρύψουν ούτε τη χαρά τους ούτε την ανυπομονησία τους. Μόλις 8 ώρες μετά, έφταναν στις φυλακές της Καλλιθέας τα αυτοκίνητα με τους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η βιασύνη αυτή θα οδηγούσε σε εκτελέσεις Κυριακή, ημέρα που ακόμη και οι γερμανοί είχαν σεβαστεί. «Νίκο, σήκω» είπε ο αρχιφύλακας στον Μπελογιάννη. «Μας πάνε για καθαρό αέρα;» τον ρώτησε αυτός, για να πάρει την απάντηση «Ναι, σας πάνε για εκτέλεση». Ο Μπελογιάννης χαιρέτησε τους φυλακισμένους συντρόφους του φωνάζοντάς τους: «Γεια χαρά παιδιά», ενώ αμέσως μετά θα είχε την τελευταία ιδεολογική σύγκρουση της ζωής του, όταν αρνήθηκε στον αρχιμανδρίτη Γαβριήλ Ρεβίθη να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει: «Πάτερ, σας παρακαλώ να σεβαστείτε τη στιγμή τούτη. Τι τα θέλετε αυτά; Τι να μου πείτε και τι να σας πω; Σας παρακαλώ, αφήστε με». Ήταν 4.10 ξημερώματα Κυριακής, όταν πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία» στο Γουδή παίχτηκε η τελευταία πράξη του δράματος. Ν. Μπελογιάννης, Δ. Μπάτσης, Ν. Καλούμενος και Η. Αργυριάδης έπεφταν νεκροί από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Οι αυτόπτες μάρτυρες αυτού του εγκλήματος ήταν ελάχιστοι. Ένας από αυτούς ήταν ο ιερέας, που θα δηλώσει στις εφημερίδες της εποχής: «Έχω παραστεί λόγω της θέσεώς μου και σε άλλες εκτελέσεις. Μα δεν υπέστην τον ψυχικόν κλονισμόν που εδοκίμασα από την εκτέλεσιν εκείνην. Εκτοτε υποφέρω». Η δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους βρήκε την Κρήτη κάτω από την κυριαρχία του σουλτάνου. Ο αντιβασιλιάς της Αιγύπτου Μοχάμετ ’λι (1769 - 1849) κατάφερε να καταστείλει την επανάσταση που ξέσπασε εκεί το 1821 και να κρατήσει το νησί στην κυριαρχία του ως το 1841. Στα 1856, η Οθωμανική αυτοκρατορία υπέγραψε το Χάτι Χουμαγιούν (λαμπρό έγγραφο), με το οποίο αναγνώριζε τα προνόμια των χριστιανών και τους παραχωρούσε ισότητα στα αστικά δικαιώματα. Γρήγορα, όμως, ξέχασαν οι Τούρκοι την υπογραφή τους και καταδυνάστευαν τους Κρητικούς με αυθαιρεσίες και βαριές φορολογίες. Τον Μάιο του 1866, περίπου 4.000 Κρητικοί μαζεύτηκαν στα Περιβόλια, κοντά στα Χανιά, και ζήτησαν να εφαρμοστούν οι όροι της συνθήκης. Οι Τούρκοι αρνήθηκαν, οπότε ξέσπασε η επανάσταση. Η επίσημη Ελλάδα κράτησε ουδέτερη στάση αλλ’ η κυβέρνηση Δημητρίου Βούλγαρη (1801 - 1877) σχημάτιζε ανταρτικά σώματα εθελοντών και τα έστελνε στο νησί, ενώ δυο τροχήλατα μετασκευασμένα εμπορικά πλοία ανέλαβαν τον εφοδιασμό των επαναστατών. Ήταν το Αρκάδι που έσπασε 23 φορές τον ναυτικό αποκλεισμό του νησιού από τον τουρκικό στόλο και το «Ένωσις» που κατάφερε να κάνει 46 δρομολόγια, ώσπου, τον Δεκέμβριο του 1868, ο τουρκικός στόλος το απέκλεισε στο λιμάνι της Σύρου. Οι ηρωισμοί των επαναστατών δεν αρκούσαν για να σταθεί ο Αγώνας. Σε αποφασιστική μάχη, οι Τούρκοι νίκησαν. Τριακόσιοι μαχητές και 643 γυναικόπαιδα υποχώρησαν κι οχυρώθηκαν στη μονή του Αρκαδίου, στον νομό Ρεθύμνης. Τους πολιόρκησαν 28.000 Τούρκοι. Αξιωματικός από την Τρίπολη, εθελοντής στην κρητική επανάσταση, ο Ιωάννης Δημακόπουλος (1833 - 1866) οργάνωσε την άμυνα του αρχαίου μοναστηριού, που είχε χτιστεί από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ηράκλειο (575 - 641). Οι Τούρκοι προσπάθησαν να πάρουν το μοναστήρι με γιουρούσια. Αποκρούστηκαν όλα. Έφεραν κανόνια. Στις 9 Νοεμβρίου 1866, ένα ρήγμα στη μάντρα επέτρεψε στους Τούρκους να μπουν. Ο Δημακόπουλος έπεσε νεκρός. Ο ηγούμενος του μοναστηριού, Γαβριήλ Μάνεσης, δεν ήθελε να πέσει στα χέρια των εισβολέων. Τα γυναικόπαιδα συμφώνησαν. Μαζεύτηκαν στην πλευρά όπου φύλαγαν το μπαρούτι. Όταν οι Τούρκοι τους έφτασαν, ο Γαβριήλ έδωσε το σύνθημα. Ο Κωνσταντής Γιαμπουδάκης πυροβόλησε στα βαρέλια με το μπαρούτι. Τινάχτηκαν όλοι στον αέρα, μαζί με τους Τούρκους εισβολείς. Η επανάσταση έσβησε την άνοιξη του 1869. Στα 1878, η Κρήτη απέκτησε αυτονομία. Η ένωση με την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το 1912. Πριν από 38 χρόνια, ξεκινούσε η δίκη του Αλέξανδρου Παναγούλη για την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Ο πρωτοπόρος του αντιδικτατορικού αγώνα με την αγέρωχη στάση του στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών εξευτέλισε τους στρατοδίκες του και με τη συγκλονιστική του απολογία μετέφερε τη σπίθα της αντίστασης σε όσους ήταν ακόμη παγωμένοι από τη δικτατορία. Το φθινόπωρο του 1968 η χούντα είχε εδραιωθεί στην εξουσία, με το δίκτυο των ανθρώπων της να κυριαρχεί σιγά σιγά στην κοινωνική ζωή του τόπου. Ο δικτάτορας μάλιστα ήταν τόσο ικανοποιημένος με την πορεία της κατάστασης, ώστε, σε ρόλο «σοφού πατερούλη», είχε εκδώσει τον πρώτο τόμο του βιβλίου «Το πιστεύω μας», που περιλάμβανε τις βαρύγδουπες αερολογίες του. Όμως κάτι φαινόταν να αλλάζει σιγά σιγά στον ορίζοντα. Η απόπειρα δολοφονίας του από τον Παναγούλη στην αρχή και τα πλήθη λαού που μετέβαλαν την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου σε αντιδικτατορική συγκέντρωση στη συνέχεια έκαναν τον Παπαδόπουλο και τους ομοίους του να μην αισθάνονται ασφαλείς. Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα ήρθε και η στιγμή της δίκης τού παραλίγο τυραννοκτόνου Αλέξανδρου Παναγούλη. Η αστυνομία, μετά την αποτυχημένη απόπειρα, είχε εξαρθρώσει όλη τη φιλόδοξη αντιστασιακή οργάνωση «Ελληνική Αντίσταση» που είχε συστήσει ο Παναγούλης και τα μέλη της βρίσκονταν στα κρατητήρια της ασφάλειας με ό,τι συνέπειες είχε κάτι τέτοιο εκείνες τις μαύρες ημέρες. Η δικτατορία χρησιμοποίησε την απόπειρα για να στοχοποιήσει μέσω αυτής όλους τους αντιπάλους της: την αντίσταση σε Ελλάδα και εξωτερικό, την Αριστερά, τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Γεωρκάτζη στην Κύπρο. Ο παράτολμος Παναγούλης ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να ενοποιήσει όλους αυτούς, είτε στην πραγματικότητα είτε με κατασκευασμένα γεγονότα. Η δίκη του Αλέξανδρου Παναγούλη και των συναγωνιστών του άρχισε στις 4 Νοεμβρίου 1968 χωρίς να έχει μέχρι τότε αποσπαστεί ούτε μια πληροφορία από τον ίδιο, παρά τα σκληρά βασανιστήρια. Σε αυτή τη δίκη ο «Ανίκητος» προσήλθε με τις χειροπέδες, οι οποίες δεν είχαν βγει από τα χέρια του από τη μέρα που είχε συλληφθεί. Δικηγόρος του ήταν ο πρώην δικηγόρος της Ενωσης Κέντρου και του Γεωργίου Παπανδρέου Λέανδρος Καραμφυλίδης, που έδωσε συνεχείς άνισες νομικές μάχες σε μια δίκη στην οποία δεν δικαζόταν ο πελάτης του, αλλά η ίδια η αντίσταση στη χούντα. Δικαστικό πραξικόπημα Πάρ’ ότι είναι εξουθενωμένος από τα βασανιστήρια, ο Παναγούλης σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας παρεμβαίνει διαμαρτυρόμενος, φωνάζοντας και κάνοντας φασαρία, δικαιώνοντας έτσι τον «αόρατο δικτάτορα» Ιωαννίδη, ο οποίος έλεγε στους βασανιστές του: «Αυτός δεν θα μιλήσει. Είναι η μία περίπτωση στο εκατομμύριο». Όσο δεν μιλούσε όμως ο Παναγούλης στα βασανιστήρια, τόσο μιλούσε στο δικαστήριο: «Είστε ο δημόσιος κατήγορος. Με βασανίσατε και ενεργείτε σύμφωνα με τις εντολές της χούντας» φώναξε από την πρώτη ημέρα στον βασιλικό επίτροπο Λιαπή. Βεβαίως ο Παναγούλης δεν διαμαρτυρόταν με την πρώτη ευκαιρία, ούτε ο δικηγόρος του κατήγγελλε το δικαστικό πραξικόπημα, πιστεύοντας ότι αυτά μπορούσαν να επηρεάσουν το στημένο δικαστήριο ή ότι μπορούσε να γραφτεί κάτι από αυτά στις ελληνικές εφημερίδες, μια και εκεί δημοσιεύονταν μόνο τα ομοιόμορφα λογοκριμένα κείμενα που μοίραζε στους δημοσιογράφους το υπουργείο Τύπου. Ο Παναγούλης στόχευε στο να δυσφημιστεί η χούντα στο εξωτερικό, να δείξει παντού ότι το καθεστώς δεν έχει τη λαϊκή αποδοχή και ότι θα μπορούσε να πέσει με εξωτερική βοήθεια. Αρωγοί του σε αυτό το μήνυμα θα ήταν οι ξένοι ανταποκριτές, που βρίσκονταν στη δίκη μαζί με εκπροσώπους της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τον εκπρόσωπο της Ένωσης για τη Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία. Μάρτυρες κατηγορίας ήταν πρόσωπα τα οποία λίγα χρόνια μετά θα βλέπαμε κατηγορούμενους στη δίκη των βασανιστών (Μάλλιος - Μπάμπαλης κ.λπ.), αστυνομικοί που συμμετείχαν στη σύλληψή του, αλλά και κάποιοι συγκατηγορούμενοί του που δεν άντεξαν τα βασανιστήρια. Απολογία καταπέλτης Στη συνέχεια θα έδινε το ιδεολογικό πλαίσιο των ενεργειών του, θέσεις που θα συνέχιζε να έχει και μετά την πτώση της χούντας: «Πιστεύομεν εις τον άνθρωπον, πιστεύομεν εις τον ελεύθερο διάλογον, πιστεύομεν εις την κριτικήν, εις την δημοκρατίαν, όχι υπό την μορφήν ενός στείρου κοινοβουλευτισμού, αλλά ενός δυναμικού παράγοντος, ο οποίος εγγυάται την εξέλιξιν των ελεύθερων διαλόγων και της πλειοψηφίας, η οποία εγγυάται την διαδοχήν». Κάλυψε όλους τους πρώην συναγωνιστές του και αρνήθηκε οποιαδήποτε συνεργασία με αντιστασιακές ομάδες και πολιτικά πρόσωπα στο εξωτερικό «ζωγραφίζοντας» έτσι τον Ανδρέα Παπανδρέου: «Θέλω ακόμα να τονίσω ότι ουδεμίαν ανάμειξιν έχουν πολιτικά πρόσωπα του εξωτερικού και ότι ο αγών αυτός δεν γίνεται στο εξωτερικό, αλλά εις την Ελλάδα. Διότι η εδώ κατάστασις δεν θα ανατραπή εκ του εξωτερικού, αλλά της Ελλάδος. Ημείς θα ημπορούσαμε να παραμείνωμεν εις το εξωτερικόν διάγοντες εν ανέσει ή και με στερήσεις, χωρίς να διατρέχομεν κανένα κίνδυνον». Δεν αποδέχομαι την βίαν ως μέσον, ούτε την πολιτικήν δολοφονίαν, αλλά εις την προκειμένην περίπτωσιν διά να αλλάξη μια κατάστασις, η οποία μας επεβλήθη διά της βίας, μόνον διά της βίας ημπορεί να αλλάξη. Κατά συνέπειαν η πράξις της λιποταξίας μου ήτο η συναίσθησις η οποία με κατείχε ότι έπρεπε να γίνω ή λιποτάκτης ή προδότης. Επροτίμησα την λιποταξίαν. Αυτή είναι η θέσις μου και υπό την έννοιαν αυτήν την πρώτην ημέραν είπον ότι εμμένω εις την λιποταξίαν παρά να προχωρήσω εις την προδοσίαν. Όταν μια κατάστασις εδραιώνεται ανερχόμενη διά της βίας εις την αρχήν, όταν σ’ ένα και πλέον χρόνον κάθε προσπάθεια διαμαρτυρίας, κάθε προσπάθεια απομακρύνσεως αυτής της καταστάσεως, όταν αποδεικνύεται ότι είναι περιττή, διά της βίας επιδιώκεται η ανατροπή της». Το τέλος της απολογίας του ήταν ουσιαστικά το κορυφαίο σημείο του «κατηγορώ» του στη δικτατορία, αλλά και η πολιτική αποδοχή των πράξεων και των συνεπειών τους: «Θα ανατραπή η κατάστασις. Δεν έχει σημασίαν ότι ημείς απετύχαμεν. ’λλοι έρχονται μετά από μας. Θα ανατραπεί η κατάστασις διά της βίας. ’λλη οδός δεν υπάρχει. Ο αγών χρειάζεται προσπαθείας... Διότι αυτή την στιγμήν, και δεν έχω καμία αμφιβολία περί αυτού, γνωρίζω ποίαι είναι αι ποιναί αι προβλεπόμεναι υπό του νόμου και γνωρίζω και πιστεύω ότι αυταί αι ποιναί αι προβλεπόμεναι υπό του νόμου θα επιβληθούν αλλά δεν υποχωρώ, διότι, κ.κ. δικασταί, γνωρίζω ότι το ωραιότερον κύκνειο άσμα οιουδήποτε πραγματικού αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος μιας τυραννίας και αυτήν την θέσιν αποδέχομαι». Το βάρος της καταδίκης «Πρόκειται περί επικινδύνου προσωπικότητος, την οποία, αν το δικαστήριο δεν αντιμετωπίση κατά μέτωπον, ως πρέπει, τότε δέον να αναμένωμεν παρ’ αυτού απαισιωτέρας πράξεις». Όμως ο βασιλικός επίτροπος ήταν πολύ καλός στο γυάλισμα και το καθάρισμα της χούντας: «Που, αντί να οφείλη χάριτας εις την Εθνικήν Κυβέρνησιν διά την αμνήστευσιν προγενεστέρας του καταδίκης, δι’ ανατρεπτικήν του επίσης δράσιν, ούτος επανανήλθε εις την παρανομίαν». Θυμίζουμε πως ο άκαμπτος τότε Ιωάννης Λιαπής πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κλεισμένος μέσα στο σπίτι του, φοβούμενος ότι ήταν στόχος της 17 Νοέμβρη, που συμπτωματικά ήταν η ημέρα που το δικαστήριο αποφάσισε την εκτέλεση του Παναγούλη... Η δίκη τέλειωσε με την αναμενόμενη καταδίκη του Παναγούλη σε θάνατο και των συναγωνιστών του σε πολυετείς καθείρξεις, αλλά μόλις άρχιζαν τα προβλήματα της δικτατορίας μαζί του. Θα τον εκτελούσαν και, αν όχι, τι θα τον έκαναν; Έπειτα από τεράστια διεθνή κινητοποίηση προσωπικοτήτων από όλο τον κόσμο, εσωτερική κόντρα των χουνταίων μεταξύ σκληρών και διαλλακτικών, αλλά και της ανάγκη της δικτατορίας να ανταλλάξει τη ζωή του Παναγούλη με κάποια διεθνή νομιμοποίηση, τελικά η δολοφονία ακυρώθηκε, ενώ στις εφημερίδες είχε ήδη δημοσιευτεί η διαταγή εκτέλεσης. Τον Παναγούλη μπορεί να μην τον δολοφόνησε η δικτατορία, αλλά τον έχασε η δημοκρατία λίγα χρόνια μετά με ένα πολύ παράξενο ατύχημα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο Αλέξανδρος Παναγούλης είναι η επιτομή του αγώνα για τη δημοκρατία και με την παρουσία του στη δίκη του 1968 έδειξε τον δρόμο σε όσους θέλουν έμπρακτα να την υπερασπίζονται. Σύνθεση του Στρατοδικείου Πρόεδρος: Βουγάς Παναγιώτης. Τακτικά μέλη: Τζανετάτος Γεράσιμος, Κωνσταντόπουλος Γεώργιος, Πηλιχός Μιχαήλ, Βακαλόπουλος Ιωάννης. Βασιλικός επίτροπος: Λιαπής Ιωάννης. Γραμματεύς: Μασούρος Σωτήριος. Κατηγορούμενοι (και οι ποινές τους): Παναγούλης Αλέξανδρος (δις εις θάνατον), Βερυβάκης Ελευθέριος (ισόβια), Λεκανίδης Νικόλαος (23 χρόνια), Κλωνιζάκης Ιωάννης (24 χρόνια), Ζαμπέλης Νικόλαος (18 χρόνια), Αβράμης Γεώργιος (16 χρόνια), Ελευθεριάδης Γεώργιος (18 χρόνια), Γιώτας Ευστάθιος (10 χρόνια), Κλωνιζάκης Αρτέμιος (24 χρόνια), Πρίντεζης Αντώνιος (ένας χρόνος), Βαλασέλης Ιωάννης (2 χρόνια), Παπούλας Μιχαήλ (αθώος), Σιγάλας Αλέξανδρος (αθώος), Τιμογιαννάκης Δημήτριος (αθώος), Αναστασόπουλος Βασίλειος (αθώος). Επίσης κατηγορούμενοι ήταν οι Ανδρέας Παπανδρέου, Στάθης Παναγούλης και Παύλος Βαρδινογιάννης, οι οποίοι δεν δικάστηκαν γιατί βρίσκονταν στο εξωτερικό. Ως απάντηση, το ΕΑΜ αποσύρει τους επτά υπουργούς που είχε στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και καλεί τον κόσμο σε διαδήλωση στις 3 Δεκεμβρίου και σε γενική απεργία την επόμενη ημέρα. Η κυβέρνηση, ύστερα από παλινωδίες, απαγορεύει τη συγκέντρωση, αλλά αυτό δεν πτοεί τους διαδηλωτές, που την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1944 κατακλύζουν το κέντρο της Αθήνας. Η βίαιη διάλυση της ειρηνικής και άοπλης συγκέντρωσης καταρρίπτει τις αυταπάτες της αριστεράς και του κόσμου της για μια ομαλή μετάβαση σε δημοκρατικές διαδικασίες και σηματοδοτεί την ανεπίσημη έναρξη του εμφυλίου πολέμου. Επειδή αυτά τα συμπτυγμένα πολιτικά γεγονότα είναι γνωστά στους περισσότερους, σήμερα θα ασχοληθούμε με μια λιγότερο φωτισμένη πλευρά εκείνου του αιματοβαμμένου συλλαλητηρίου. Θα δούμε αυτές τις ιστορικές στιγμές μέσα από μάτια ανθρώπων της τέχνης που εκείνη τη στιγμή βρέθηκαν μέσα στη φωτιά της ιστορίας. Αυτή η ματιά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι συνδυάζει τη ματιά του ανθρώπου της τέχνης και του πνεύματος με αυτή του αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων. «Δεκέμβρης του ’44 με μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ η μάνα μου ετοιμόγεννη γυρίζει ο θανατάς να η μαμή, ανασηκώνει το μανίκι έτσι γεννήθηκα στη Σαλονίκη» (Διονύσης Σαββόπουλος, στο τραγούδι του «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη») Γεώργιος Θεοτοκάς «Η κυβέρνηση απαγόρευσε το συλλαλητήριο που είχε καλέσει το ΕΑΜ για σήμερα. Το ΕΑΜ περιφρόνησε τη διαταγή κι η αστυνομία πυροβόλησε τους διαδηλωτές στο Σύνταγμα και σποραδικά στη Λεωφόρο Κηφισίας. Κατόπι, ως φαίνεται, δόθηκε η διαταγή να μην ξαναπυροβολήσουν κι η διαδήλωση συνεχίστηκε αρκετή ώρα, ανενόχλητη. Η πόλη είχε πάρει πάλι το επαναστατικό της ύφος. Είδα μεγάλους λεκέδες από αίμα, σκεπασμένους με πρασινάδες και πινακίδες επαναστατικές. Το επαναστατικό πλήθος, σκληραγωγημένο από τα χρόνια της Κατοχής, έδειξε γενναιότητα και φανατισμό. Άκουσα φωνές “Κάτω ο Παπανδρέου! Δολοφόνε Παπανδρέου!” κ.λπ. Την ώρα της διαδήλωσης, έγινε επίδειξη αεροπορικής δύναμης σε χαμηλό ύψος. Χθες και σήμερα, Άγγλοι κυκλοφορούν άρματα μες την πόλη, έλαβαν και άλλα στρατιωτικά μέτρα. Η αστυνομία πρόσταξε περιορισμό κυκλοφορίας από τις 7 μ.μ. Το ηλεκτρικό δεν λειτουργεί, ούτε το τηλέφωνο. Για αύριο αναγγέλλεται γενική απεργία... Την ώρα των διαδηλώσεων, αρκετοί διαδηλωτές, περνώντας από την αμερικάνικη πρεσβεία, εκδηλώσανε με θόρυβο τη συμπάθειά τους στην Αμερική. Τούτο βέβαια ήταν μια έμμεση αποδοκιμασία της αγγλικής πολιτικής (υποστηρίζεται σοβαρά η εκδοχή ότι, στο Σύνταγμα, οι διαδηλωτές επιτεθήκανε πρώτοι και η αστυνομία αμύνθηκε. Μα πώς να εξακριβώσει κανείς την αλήθεια;)». Γιώργος Ζαμπέτας Ο Γιώργος Ζαμπέτας έκανε τα πάντα στη ζωή με τον δικό του τρόπο, γι’ αυτό άλλωστε έχει μια άλλη άποψη για το ποιοι ξεκίνησαν τα επεισόδια. Μπορεί αυτά που αναφέρει να μην επιβεβαιώνονται ιστορικά, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ούτε την προσωπική του μαρτυρία ούτε τον ξεχωριστό τρόπο με τον οποίο την περιγράφει, πολύ περισσότερο όταν στα γεγονότα αυτά κινδύνεψε – και εκείνου – η ζωή του: «Προχωράμε, προχωράμε, πολλαίνουνε στο δρόμο, γινόμαστε χιλιάδες απ’ τις άλλες πορείες που ενωνόμαστε και φτάνουμε στο κέντρο. Πολύς κόσμος, μα πάρα πολύς. Εμείς είμαστε στην Καραγιώργη Σερβίας και βροντοφωνάζουμε. Μπροστά μας στην πλατεία είναι αμέτρητοι αστυνομικοί και διάφοροι γαλονάδες. Οπότε φωνάζουμε εμείς “Λαοκρατία και όχι Βασιλιά”, αυτοί μας λένε να φύγουμε. Εμείς είμαστε πολύ προκλητικοί. Συνεχώς προκαλούμε. Στη στιγμή, πάμε να τους αρπάξουμε τους αστυνομικούς να τους λιανίσουμε. Σε λίγο όμως φέρνουνε έναν με τέσσερα γαλόνια, αξιωματικό, πηγμένο στη μούρη και παντού στο αίμα. Τον βλέπουνε οι αστυφυλάκοι κι αγριεύουνε, αρπάζουν τα αυτόματα και αρχίζουν να ρίχνουν. Μπορεί να ρίχναν στον αέρα, μπορεί πάνω μας, δεν ξέραμε. Έγινε ένα αλαλούμ. Τρέχαμε, ποδοπατιόμασταν να φύγουμε. Το πόσοι κι αν πεθάνανε το μάθαμε το 1989, που αγκαλιαστήκανε και φιληθήκανε. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα. Τα βρήκανε, λέει, η Δεξιά και οι κομμουνιστές, οι ηγεσίες φιλιώσανε. Μητσοτάκης και Φλωράκης ξέχασαν τα πάντα. Τρέχω κι εγώ μέσα στον κόσμο. Φόραγα ένα παλτό, που μου είχαν ράψει από κουβέρτα στρατιωτική και το είχαν βάψει μαύρο. Με παρασύρουν και πέφτω κάτω. Περνάγανε από πάνω μου χιλιάδες. Έσβηνα. Πάνω που έβγαινε η ψυχή μου, έτσι ένιωθα, σηκώνω το χέρι μου και πιάστηκα σε μια καμπαρντίνα. Βάζω τις τελευταίες μου δυνάμεις και σηκώθηκα όρθιος. Με βλέπει αυτός, πώς θα ήμουν δεν ξέρω, και μου τραβάει δυο σφαλιάρες. Αυτό ήταν, με συνέφερε στη ζωή ο άνθρωπος αυτός». (Γιώργος Ζαμπέτας «Και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου», εκδόσεις «ΝΤΕΦΙ», Ιωάννα Κλειάσιου). Σωτηρία Μπέλλου «Ημουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω. Πέρασα πολλά. Και ξύλο, και φυλακές. Ελαβα μέρος σε πολλές μάχες. Ημουν με τους αριστερούς της Χαλκίδας σε μια μάχη κοντά στην Ομόνοια. Ανάμεσα Βούλγαρη και Πειραιώς, τραυματίστηκα στο χέρι. Αμέσως μετά την οπισθοχώρηση, δεν πρόλαβα να φύγω, έμεινα λίγο πίσω και κάτι... να μην πω... με κάρφωσαν στην Εθνοφυλακή και κοντά στον Σταθμό Λαρίσης, εδώ στον Αγιο Παύλο, με συνέλαβαν. Μετά στο ΣΤ Αστυνομικό Τμήμα, όπου μας πήγαν στην αρχή μαζί με άλλες γυναίκες, σαν τσούρμο μας μετέφεραν σε ένα παλιό καμπαρέ που είχαν επιτάξει, το “Κιτ Κατ”, που ήταν στην αρχή της οδού Βουκουρεστίου». (Σωτηρία Μπέλλου, «Πότε ντόρτια πότε εξάρες», Σοφία Αδαμίδου, εκδόσεις «Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη»). Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ Η άποψη της πανεπιστημιακού Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ έχει ενδιαφέρον, σε όποιο θέμα και να εκφράζεται, αλλά πολύ περισσότερο για τα γεγονότα στα οποία έχει συμμετάσχει και η ίδια, όπως τα Δεκεμβριανά. «Εν τω μεταξύ, έχει γίνει η κυβέρνηση, στην οποία μετέχουν και οι ΕΑΜικοί... Τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, στις 3 νομίζω, κατεβαίνουμε στη μεγάλη διαδήλωση. Γιατί; Γιατί μας αδικούν όλοι. Βρίσκομαι μπροστά στο ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρετανία”, στη γωνία. Απέναντι είναι τα παλιά ανάκτορα, όπως τα λέγαμε τότε. Η σημερινή Βουλή. Στη στέγη βλέπω έλληνες αστυνομικούς να πυροβολούν. Πιάνω έναν εγγλέζο αξιωματικό που ήταν εκεί δίπλα μου (η “Μεγάλη Βρετανία” ήταν το αρχηγείο τους) και του λέω, με τα λίγα αγγλικά που ήξερα: – Τους βλέπετε αυτούς εκεί; Ηταν οι ίδιοι που χτυπούσαν και όταν κατεβαίναμε εναντίον των Γερμανών. – Yes, Ι know (ναι, ξέρω). Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απάντησή του. Από το Σύνταγμα προχωράμε, όλη η διαδήλωση, προς την Ομόνοια. Εκεί έγινε ο μεγάλος σκοτωμός. Πυροβολισμοί ακούγονταν από παντού, έβγαιναν από τα ξενοδοχεία... Η διαδήλωση είχε φρουρούς τού ΕΛΑΣ, οι οποίοι άρχισαν να πυροβολούν προς τα πάνω, προς τα ξενοδοχεία. Εγινε σαματάς. Ολοι χτυπούσαν μεταξύ τους. Τη στιγμή όμως που οι ΕΛΑΣίτες θα έμπαιναν εκεί από όπου έβγαιναν οι πυροβολισμοί (ένα ξενοδοχείο), φθάνουν οι Αγγλοι και τους εμποδίζουν. Την επομένη, αν θυμάμαι καλά, γίνεται η κηδεία των θυμάτων της διαδήλωσης. Η διαδήλωση, αυτήν τη φορά, είναι επίσημη, την επιτρέπουν, όπως επιτρέπουν και την κηδεία. Περνάμε μπροστά από τη “Μεγάλη Βρετανία” και στη συνέχεια από το ξενοδοχείο “King George”, όπου μένουν οι Αμερικανοί. Και ξεσπούμε σε ζητωκραυγές υπέρ των Αμερικανών. Στην κηδεία δεν συνέβη τίποτε». (Η μαρτυρία της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ για τα γεγονότα δημοσιεύτηκε στο «Βήμα»). Γιάννης Ξενάκης Αλλά και ο διεθνούς φήμης συνθέτης μας Γιάννης Ξενάκης όχι μόνον τραυματίστηκε στα Δεκεμβριανά, αλλά σε εκείνες τις συγκρούσεις έχασε και το μάτι του: «Εχασα τις αισθήσεις μου. Σε λίγο με μετέφεραν με μιαν άσπρη σημαία σε μια άλλη πολυκατοικία, όπου υπήρχαν κάτι πρώτες βοήθειες. Τους άκουσα να λένε: “Θα ζήσει μόνο λίγες ώρες, τουλάχιστον ας πεθάνει ήσυχος”. Και μου έκαναν ενέσεις για να μην πονάω. Ούτε το αντισηπτικό ούτε πρώτες βοήθειες. Ομως, δεν πέθανα. Οταν συνήλθα, η Μάχη, μια φίλη, κι αυτή στρατευμένη φοιτήτρια, μου κρατούσε το χέρι. Ούτε ξέρω πώς με ανακάλυψε. Επιτέλους, ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος γιατί πίστευα πως θα πέθαινα. Το ίδιο βράδυ, οι δικοί μας υποχώρησαν. Την επομένη, οι Αγγλοι, οι συνεργάτες και η Εθνοφρουρά έφτασαν. Μας εγκατέλειψαν στα χέρια του εχθρού. Αρχισα να βρίζω και να ουρλιάζω. Μου φαινόταν όμως πως ούρλιαζα γιατί το στόμα μου... αχ... μια καταστροφή. Ο ουρανίσκος ήταν τρύπιος. Εδώ κι εκεί κομμάτια δόντια, σάρκες, τρύπες. Η οδοντοστοιχία μου, κομμάτια. Το αριστερό μάτι είχε χτυπηθεί. Το ίδιο μου το αίμα με έπνιγε. Έκανα εμετό, ούτε θυμάμαι... Μας άφησαν εκεί μερικές ώρες κι ύστερα ξαναγύρισαν και με πήγαν σ' ένα νοσοκομείο». Μίκης Θεοδωράκης Η συγκλονιστικότερη περιγραφή για το τι έγινε εκείνο το πρωινό στην Πλατεία Συντάγματος και στους δρόμους της Αθήνας δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτή του Μίκη Θεοδωράκη. Ενός ανθρώπου που πήρε θέση μέσα στη φωτιά, σε όλα τα ιστορικά προσκλητήρια της εποχής του. Αξίζει να δείτε το αιματοβαμμένο συλλαλητήριο μέσα από τα μάτια του Μίκη. «Από πολύ πρωί, είχαμε τις προσυγκεντρώσεις. Χτυπάγαμε τις καμπάνες της Αγίας Φωτεινής εμείς στη Νέα Σμύρνη. Χτυπάγανε όλες οι καμπάνες της Αθήνας. (...) Και άρχισε να μαζεύεται ο κόσμος, να μαζεύετε ρυάκια – ρυάκια. (...) Εκατό χιλιάδες τουλάχιστον. Γιατί όταν φτάσαμε στου Φιξ, μέχρι το Σύνταγμα, όλος αυτός ο δρόμος ήταν γεμάτος. Είχε πήξει ο κόσμος πια. Στου Φιξ μάλιστα μπροστά μας προσπέρασε η Καλλιθέα, και γελούσε μάλιστα, “θα πάμε πρώτοι εμείς”, και τυχαίνει, τη στιγμή που είναι η Καλλιθέα μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, εμείς να είμεθα πλέον στην είσοδο του Εθνικού Κήπου, λίγο πιο κάτω. Ήτανε ένα πρωινό με πολλή ομίχλη, πάρα πολλή ομίχλη, και τότε ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί... Οι Εγγλέζοι είχαν δυο-τρία τανκ μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη και σημάδευαν προς τον Εθνικό Κήπο, ήτανε τα τροχιοδειχτικά, περνάγανε ίσως στα τρία μέτρα. Εγώ ήμουν στα δύο μέτρα, πέρναγαν πάνω από το κεφάλι μου. Και ο κόσμος φυσικά έπεσε κάτω ολόκληρος και άρχισε να υποχωρεί κιόλας. Φτάσαμε υποχωρώντας στο Ζάππειο κι άρχισε πάλι να γίνεται πλέον ο ανασχηματισμός. (...) Εγώ, δε, θυμάμαι, πήρα μια ελληνική σημαία την οποία ανέμιζα, ήμουν και ψηλός, και φώναζα τον κόσμο να ακολουθήσει. Κι όταν έφτασα ακριβώς μπροστά στο Σύνταγμα, είδα το τανκ στα 20 μέτρα, γιατί σου λέω είχε ρίξει. Το τανκ να βγαίνει έτσι, με τον Εγγλέζο μπροστά, εκεί στα 20 μέτρα, αλλά κοιτάζω κάτω μου, και ήτανε γεμάτο κορμιά. Άλλοι σπάραζαν, άλλοι φώναζαν, άλλοι ήταν ακίνητοι... Ήταν όμως όλοι σε μια λίμνη αίματος. Το αίμα ήταν τόσο πολύ, που ήταν πέντε πόντους πάνω στην άσφαλτο. Κι εγώ, αυθόρμητα, πήρα την σημαία και τη βούτηξα μέσα κι έγινε κόκκινη και έσταζε αίμα. Ήταν κάτω, λοιπόν, εκείνη τη μέρα σκότωσαν 70 και τραυμάτισαν κάπου 250. Αλλά το αίμα ήταν τόσο πολύ· και ήταν όλη η Καλλιθέα. Ήταν αυτοί που ήταν όλοι φίλοι μου. Ήτανε κι ο πατέρας μου, ο οποίος μ’ ακολουθούσε πάντα· ακολουθώντας την Καλλιθέα, με προσπέρασε χωρίς να το καταλάβει. Υπάρχει φωτογραφία μου με τη σημαία που σκύβω πάνω από έναν νεκρό και μ’ ένα καθρεφτάκι θέλω να δω αν ανασαίνει. Με έπαιρνε πάνω από τη “Μεγάλη Βρετανία” δανέζικο περιοδικό. Το κομμουνιστικό κόμμα ξεπεράστηκε. Δηλαδή αυτός ο κόσμος, ο οποίος είδε τον κόσμο να σκοτώνεται, μετά κατεβαίνανε κάτω για να φύγουνε από την Ομόνοια. Στα Χαυτεία όλα τα ξενοδοχεία είχανε βάλει μέσα τους συνεργάτες των Γερμανών. Τους είχανε φυλακή σε ξενοδοχεία μέσα. Καταλαβαίνεις τι φυλακή ήτανε. Κι αυτοί, λοιπόν, από τα μπαλκόνια πάνω, σκότωσαν τον κόσμο κάτω. Είχανε πάλι άλλα δεκάδες θύματα. Ήταν η πρόκληση η μια μετά την άλλη, δηλαδή το μάτι των αριστερών κοκκίνισε. Κι άρχισαν, λοιπόν, και πήραν τα όπλα...». (H αφήγηση του Μίκη Θεοδωράκη προέρχεται από την εκπομπή του Γιάννη Μαλούχου στον «Σκάι», που μετά έγινε μια πολύ ενδιαφέρουσα σειρά CD και βιβλίου). Με την έξωση του Οθωνα (12.10.1862), η Ελλάδα ειρήνευσε. Οι Αγγλοι ένιωθαν πανευτυχείς και προόριζαν για βασιλιά της Ελλάδας τον πρίγκιπα Αλφρέδο, προσφέροντας δώρο τα Επτάνησα. Ένα δημοψήφισμα στην Ελλάδα έφερε τον Αλφρέδο να παίρνει τις 230.000 από τις συνολικά 240.000 ψήφους. Ομως, οι άλλες μεγάλες δυνάμεις αντέδρασαν. Οι Αγγλοι αναδιπλώθηκαν, ενώ, στις 10 Δεκεμβρίου 1862, η εθνοσυνέλευση που θα αποφάσιζε τις τύχες της χώρας ξεκινούσε τις εργασίες της. Μέσα από αντεγκλήσεις, απόπειρες πραξικοπημάτων και αναταραχή, η εθνοσυνέλευση πρότεινε το στέμμα στον νικητή του δημοψηφίσματος. Η αγγλική κυβέρνηση το αρνήθηκε για λογαριασμό του. Μια επιτροπή ανέλαβε να διερευνήσει το ζήτημα. Στις 18 Μαρτίου 1863, ανακοινώθηκε στην εθνοσυνέλευση ότι οι τρεις δυνάμεις συμφωνούσαν στο πρόσωπο του Γεωργίου Γουλιέλμου, γιου του διαδόχου της Δανίας. Συμφωνούσε κι ο πατέρας του. Την ίδια μέρα, η εθνοσυνέλευση ανακήρυξε τον Γεώργιο βασιλιά: Βασιλιά των Ελλήνων, ώστε να περιλαμβάνονται και οι των κατεχομένων εδαφών και όχι της Ελλάδας, όπως ήταν ο Όθων. Μια επιτροπή έφυγε στη Δανία να προσφέρει το στέμμα. Εφτασε εκεί, στις 13 Απριλίου. Ο βασιλιάς Φρειδερίκος, ο διάδοχος Χριστιανός Θ’ Γλίξμπουργκ με την πριγκίπισσα Λουίζα και τον γιο τους Γεώργιο, της επιφύλαξαν τιμές. Καθυστερούσαν, όμως, να δεχτούν το στέμμα. Εμπειρος ο Φρειδερίκος, είχε προβάλει τρεις όρους, προκειμένου να συγκατατεθεί: Να παραιτηθούν οι Βαυαροί από τον ελληνικό θρόνο, να παραχωρηθούν στην Ελλάδα τα Επτάνησα και να αυξηθεί η χορηγία των μεγάλων δυνάμεων προς τον βασιλιά. Η Αγγλία συμφώνησε να δώσει τα Επτάνησα προίκα στον Γεώργιο. Αλλωστε ο Γεώργιος ήταν γιος του αδερφού της γυναίκας του βασιλιά της, Εδουάρδου Ζ’. Όμως, ο πρώτος όρος κολλούσε στην άρνηση των Βαυαρών να παραιτηθούν. Με ένα δικολαβίστικο κείμενο, οι τρεις δυνάμεις θυμήθηκαν πως αυτές εξέλεξαν τον Οθωνα, τον δοκίμασαν για τριάντα χρόνια, δεν τους έκανε και τον απάλλασσαν από τα καθήκοντά του, απαλλάσσοντας και τις ίδιες από τις διάφορες δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει απέναντι στους Βαυαρούς. Το θέμα έκλεισε. Στις 25 Μαΐου, ο βασιλιάς Φρειδερίκος αποδέχτηκε το στέμμα των Ελλήνων για λογαριασμό του Γεώργιου. Στις 15 Ιουνίου, η εθνοσυνέλευση ανακήρυξε τον νέο βασιλιά ενήλικο: Ο Γεώργιος είχε γεννηθεί στις 24 Δεκεμβρίου 1845 και το 1863 ήταν κάτω των 18 χρόνων. Στην Ελλάδα όμως, θυμούνταν, ακόμη, τα βάσανα της αντιβασιλείας του Οθωνα. Δεν χρειάζονταν επαναλήψεις. Στις 17 Οκτωβρίου 1863, το πλοίο που μετέφερε τον Γεώργιο, έφτασε στον Πειραιά. Στις 18, ο βασιλιάς βγήκε στην προκυμαία, ενώ ο λαός τον επευφημούσε. Μια στάση στον Κεραμικό για την επίσημη υποδοχή κι ανέβηκε στην Αθήνα. Η εθνοσυνέλευση συνέχισε τις εργασίες της, ώσπου να ψηφίσει το νέο σύνταγμα. Στις 16 Νοεμβρίου 1864, ο Γεώργιος παρουσιάστηκε στην εθνοσυνέλευση και ορκίστηκε στον νέο καταστατικό χάρτη της χώρας. Ηταν ο πρώτος συνταγματικός βασιλιάς της Ελλάδας. Τρία χρόνια αργότερα, στις 15 Νοεμβρίου 1867, παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Ολγα, ανιψιά του τσάρου Αλέξανδρου Β. Υπήρξε βασιλιάς περίπου μισόν αιώνα. Επέζησε από δυο συνωμοσίες και μια απόπειρα κατά της ζωής του, στα 1898, πριν να πέσει χτυπημένος από δολοφονικές σφαίρες στις 5 Μαρτίου 1913, και ευτύχησε να δει το βασίλειό του να διπλασιάζει την έκτασή του. Στις 24 Οκτωβρίου 1912, ενώ οι Βούλγαροι έπαιρναν τις Σέρρες, ο ελληνικός στρατός πέρασε επιτέλους τον Αξιό ποταμό. Η διάβαση ολοκληρώθηκε τη νύχτα της 25ης του μήνα. Ο Ταξίν πασάς πρότεινε να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη και να αποσυρθεί ο τουρκικός στρατός στο Καραμπουρνάκι ως το τέλος του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος αντιπρότεινε τη μεταφορά των Τούρκων στη Μικρά Ασία με ελληνικά μέσα. Έδωσε διορία ως τις 6 το πρωί, 26 του μήνα, ενώ οι Βούλγαροι έσπευδαν από τα ανατολικά. Στις 5 το πρωί, οι Τούρκοι απάντησαν ότι δέχονταν αλλά ζητούσαν να πάρουν μαζί τους και 5.000 όπλα. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε κι έδωσε άλλες δυο ώρες διορία. Όταν η προθεσμία πέρασε, ο Κωνσταντίνος διέταξε επίθεση. Ο Ταξίν πασάς ειδοποίησε πως παραιτιόταν από τα όπλα. Ο Κωνσταντίνος έστειλε ένα τμήμα ευζώνων να καταλάβει την πόλη. Οι εύζωνοι έφυγαν τρέχοντας. Βράδυ, μπήκαν στη Θεσσαλονίκη, ενώ η έβδομη ελληνική μεραρχία κινήθηκε βόρεια κι έκοψε τον δρόμο από τις Σέρρες. Οι υπόλοιπες δυνάμεις περικύκλωσαν την πόλη. Στις 11 τη νύχτα, 26 Οκτωβρίου του 1912, ο Ταξίν πασάς υπέγραψε το πρωτόκολλο της παράδοσης. Λίγο αργότερα, έφτασαν ασθμαίνοντας και οι Βούλγαροι. Βρήκαν τη Θεσσαλονίκη ελληνική. Οι προσπάθειες των Βουλγάρων να πάρουν τη Θεσσαλονίκη συνεχίστηκαν αμείωτες ακόμα κι όταν ο ελληνικός στρατός την απελευθέρωσε. Την ίδια εκείνη νύχτα της 26ης προς 27η Οκτωβρίου 1912, ο Βούλγαρος στρατηγός Θεοδωρόφ συνέχιζε την προέλασή του προς την πόλη, παρ’ όλο που είχε επίσημα ειδοποιηθεί ότι η Θεσσαλονίκη είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Δεύτερη επιστολή των Ελλήνων να μην προχωρήσει, αγνοήθηκε. Οι Έλληνες είδαν ξαφνικά τους Βούλγαρους να αναπτύσσονται προς την πλευρά όπου παρέμεναν οι αφοπλισμένοι Τούρκοι με σκοπό να δώσουν μάχη, έστω και εικονική, για να αποκτήσουν έρεισμα στις διαπραγματεύσεις. Οι οποίες όμως είχαν ήδη λήξει. Ο βουλγαρικός στρατός προσπέρασε τις ελληνικές γραμμές, ενώ οι αξιωματικοί του έκαναν σα να δέχτηκαν βολές από το τουρκικό πυροβολικό, το οποίο φυσικά δεν υπήρχε. Ο στρατηγός Θεοδωρόφ διέταξε πυρ κατά των αφοπλισμένων Τούρκων που ήταν αδύνατο να απαντήσουν. Θεώρησε τον εαυτό του «νικητή» κι έστειλε στον Ταξίν πασά να του υπογράψει έγγραφο παράδοσης, όμοιο με αυτό που είχε υπογράψει στον αρχηγό του ελληνικού στρατού, διάδοχο Κωνσταντίνο. Ο Ταξίν διαμαρτυρήθηκε στον Κωνσταντίνο για την «αχαρακτήριστη» όπως είπε συμπεριφορά των Βουλγάρων εναντίον στρατεύματος που είχε ήδη παραδοθεί και συνεπώς αδυνατούσε να αμυνθεί. Με όλα αυτά, δύναμη της 7ης βουλγαρικής μεραρχίας είχε φτάσει στα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης και ο Θεοδωρόφ τηλεγραφούσε στον βασιλιά της Βουλγαρίας Φερδινάνδο ότι «από σήμερα, 27 Οκτωβρίου, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται υπό το σκήπτρο» του. Στις 28 του μήνα, ο ελληνικός στρατός μπήκε επίσημα στην πόλη. Ο Θεοδωρόφ έστειλε αξιωματικούς να ζητήσουν να μπει και η δική του μεραρχία. Τους το ξέκοψαν. Ο Θεοδωρόφ έβαλε τα μεγάλα μέσα. Παρουσιάστηκε ο ίδιος στον Κωνσταντίνο και του είπε ότι αναγνωρίζει την κατάληψη της πόλης από τους Έλληνες αλλά ζητά την άδεια να μπουν οι δικοί του στην πόλη, στο όνομα της συμμαχίας και της φιλοξενίας, καθόσον «είναι κατάκοποι και γίνονται μούσκεμα από την αδιάκοπη βροχή». Ο Κωνσταντίνος απάντησε ότι μέσα στην πόλη βρίσκονταν ήδη ο ελληνικός στρατός και οι Τούρκοι αιχμάλωτοι οπότε δεν υπήρχε χώρος για άλλους. Ο Θεοδωρόφ ζήτησε να μπουν τουλάχιστον δυο τάγματα, αυτά στα οποία υπηρετούσαν Βούλγαροι πρίγκιπες. Ο Κωνσταντίνος ρώτησε την κυβέρνηση στην Αθήνα και αποδέχτηκε το αίτημα. Το πρωί, 29 Οκτωβρίου του 1912, μπήκε στην πόλη επίσημα ο βασιλιάς Γεώργιος. Στη συνέχεια, μπήκε ο διάδοχος Μπόρις των Βουλγάρων και πίσω του, αντί για τα δυο τάγματα, όλος ο διαθέσιμος εκεί βουλγαρικός στρατός (15.000 άνδρες). Όμως, μετά την παρέλαση, οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να βγουν έξω από την πόλη. Τον επόμενο Ιούνιο, όταν άρχιζε ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος, στη Θεσσαλονίκη είχε απομείνει μόνο μια βουλγαρική φρουρά. Μια παγκόσμια κρίση έπληξε την αγροτική οικονομία το 1820. Οι τιμές πήραν την κατηφόρα. Μια συγκεκριμένη ποσότητα σταριού (κουόρτερ), στα 1810 πουλιόταν 74 αγγλικά σελίνια, στα 1819 είχε σκαρφαλώσει στα 87,6 σελίνια και στα 1820 βούτηξε στα 59,3. Μια αντίστοιχη κριθαριού, από 41,08 σελίνια το 1810, πουλιόταν 45,2 το 1819 και 32,5 το 1820. Η βρώμη, από 30,4 το 1819, έπεσε στα 23,5 το 1820. Για να καλύψουν την ζημιά, οι μεγαλογαιοκτήμονες πίεζαν τους δουλοπάροικους για πιο μεγάλη παραγωγή. Για να καλύψει την απώλεια από τους δασμούς, το κράτος αύξησε τους φόρους. Οι δουλοπάροικοι εξεγείρονταν, οι εξεγέρσεις καταστέλλονταν, νέες ξεσπούσαν. Στα 1824 – 1825, μετρήθηκαν εννιά φορές περισσότερες αγροτικές εξεγέρσεις από όσες το 1817, όλες με αιματηρή κατάληξη. Καθώς όμως η αγροτική κρίση μάστιζε την δεμένη με την γεωργία ρωσική οικονομία, τα βιομηχανικά προϊόντα έμεναν απούλητα κι οι εργοστασιάρχες ξέμεναν από χρήμα. Γι’ αυτούς, η λύση ήταν η μείωση των μεροκάματων. Οι εξεγέρσεις μεταφέρθηκαν και στα εργοστάσια και στα ορυχεία. Τα αιτήματα στρέφονταν γύρω από τα μεροκάματα και, συχνά, είχαν στόχο την αλλαγή του επιστάτη. Το πράγμα χόντρυνε στα εργοστάσια Ραστοργκούεφ όπου, το 1822, οι εργάτες τα κατέλαβαν, ανέλαβαν να τα διευθύνουν οι ίδιοι, εξέλεξαν εργατική επιτροπή για την διαχείριση και επί τρεις μήνες αμύνονταν στα κυβερνητικά στρατεύματα. Στον στρατό, άρχισαν να εκδηλώνονται κινήματα. Προκηρύξεις στο Σύνταγμα Σεμενόφσκι, το 1820, καλούσαν τους στρατιώτες «εναντίον της αριστοκρατίας και του αρχιληστή τσάρου που την προστατεύει». Τα κινήματα πλήθαιναν όσο περνούσε ο καιρός. Μέσα στα άμεσα αιτήματα των στασιαστών ήταν και η κατάργηση της δουλοπαροικίας. Όμως, το αίτημα της επιβολής συνταγματικής μοναρχίας έπαιρνε διατάσεις και προβαλλόταν ως η μόνη διέξοδος απέναντι στην αυθαιρεσία του τσάρου. Στον Βορρά, δρούσε η στρατιωτική μυστική οργάνωση του «Συνδέσμου Σωτηρίας» με ακραία άποψη την εγκαθίδρυση συνταγματικής μοναρχίας, την απελευθέρωση των δουλοπάροικων και την επιβολή επαναστατικής δικτατορίας». Κάποια στιγμή, το αίτημα της δικτατορίας διαγράφηκε. Στο Νότο, δρούσε η «Νότια Εταιρεία» που παρέλαβε το αίτημα της επιβολής επαναστατικής δικτατορίας στους σκοπούς της. Συνέπραττε με την Εταιρεία των Ενωμένων Σλάβων που επέκτεινε τους σκοπούς τους σε όλους τους σλαβικούς λαούς, με σκοπό μια ομοσπονδία από την Ρωσία ως τη Σερβία και από τα Ουράλια ως και την Τσεχία. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ πέθανε στα τέλη του 1825. Σειρά διαδοχής είχε ο λαοφιλής αδελφός του, Κωνσταντίνος. Προτίμησε να παραιτηθεί. Επόμενος που είχε σειρά ήταν ο μισητός Νικόλαος Α’. Η στέψη του ορίστηκε για τις 14 Δεκεμβρίου του 1825. Την ημέρα εκείνη, ξέσπασε η επανάσταση του «Συνδέσμου Σωτηρίας». Πνίγηκε την ίδια μέρα. Στις 29 του μήνα, ξέσπασε και η επανάσταση της Εταιρείας των Ενωμένων Σλάβων. Κράτησε ως τις 3 Ιανουαρίου. Έμειναν στην ιστορία ως οι επαναστάσεις των Δεκεμβριστών (Δεκαμπρίστ, από τον μήνα Δεκέμβριο οπότε ξέσπασαν). Αν και καταπνίγηκαν, υπήρξαν οι πρώτες οργανωμένες αστικές επαναστάσεις στη Ρωσία. Κι οδήγησαν στη συνταγματική αλλαγή και την κατάργηση της δουλοπαροικίας στα 1860 και στα γεγονότα του 1905. Κορύφωση της αστικής επανάστασης ήταν η κατάργηση της μοναρχίας στις αρχές του 1917. Μετά, ήρθε η ώρα των προλετάριων. Γεννημένος στις 25 Ιουλίου 1848 στη Σκοτία, ο ’ρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ ήταν, από το 1902 ως το 1906, πρωθυπουργός συντηρητικής κυβέρνησης της Βρετανίας. Στις 8 Απριλίου του 1904, ευτύχησε να υπογράψει την αγγλογαλλική συμφωνία που έγινε γνωστή ως «Εγκάρδια Συνεννόηση» (Αντάντ) και έβαλε τέλος στην προαιώνια διαμάχη των δύο κρατών. Από το 1916 ως το 1919, ήταν υπουργός Εξωτερικών της χώρας του, στα κρίσιμα χρόνια του Α Παγκοσμίου πολέμου. Πέρασε στην ιστορία για τη «Διακήρυξη Μπάλφουρ», μια δήλωσή του στις 2 Νοεμβρίου 1917. Με αυτή, αναγνώριζε την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας «Εθνικής Εβραϊκής Εστίας», την οποία τοποθετούσε στην, τότε υπό βρετανική κατοχή, Παλαιστίνη. Σκοπός του ήταν να ευαισθητοποιήσει τους ανά τον κόσμο εβραίους, ώστε να βοηθήσουν τις δυνάμεις της Αντάντ στον Α Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1922, η «Διακήρυξη Μπάλφουρ» συμπεριλήφθηκε στην απόφαση της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), με την οποία η Παλαιστίνη μπήκε κάτω από βρετανική εντολή (προστασίας). Οι Αραβες της περιοχής αντέδρασαν καθώς φοβήθηκαν ότι ένα εβραϊκό κράτος εκεί θα σήμαινε υποταγή των Παλαιστινίων στους Ισραηλίτες. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε το κίνημα του σιωνισμού με τη μεταφορά πλήθους εβραίων στην Παλαιστίνη (Σιών λέγεται ένας λόφος της Ιερουσαλήμ που έδωσε το όνομά του σε όλη την πόλη και, ποιητικά, σε όλο το Ισραήλ). Οι Αραβες μάταια προσπάθησαν να αντισταθούν στην εβραϊκή διείσδυση που μεταβλήθηκε σε αραβοϊσραηλινή ένοπλη βία. Ο Μπάλφουρ πέθανε στις 19 Μαρτίου 1930. Οι εβραίοι συνέχισαν να εποικίζουν τη χώρα, οργανωμένοι σε «ένοπλες αποικίες». Το «ολοκαύτωμα» που υπέστησαν στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου από τους Ναζί, ευαισθητοποίησε την παγκόσμια κοινή γνώμη, γεγονός που τα εβραϊκά λόμπι εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο. Η βρετανική εντολή για την Παλαιστίνη έληγε τα μεσάνυχτα της 14ης Μαΐου 1948. Οκτώ ώρες νωρίτερα, στις 4 το απόγευμα, οι Εβραίοι της Παλαιστίνης ανακήρυξαν το κράτος του Ισραήλ. Μετά από δραματική ψηφοφορία, η γενική συνέλευση του ΟΗΕ αναγνώρισε την ύπαρξή του ως ανεξάρτητου κράτους. Την ίδια νύχτα, άρχισε ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος. Από τα βάθη των αιώνων, απ’ όταν υπήρχαν Σουηδοί και Ρώσοι, η γη της Φιλανδίας ήταν το έπαθλο του ανταγωνισμού τους. Οι Φιλανδοί είχαν πάντα τον σεβασμό των κατακτητών τους. Οχι, όμως, και την ελευθερία τους. Επιτέλους, στα 1809, η ζυγαριά έγειρε υπέρ των Ρώσων κι η Φιλανδία έγινε ρωσική επαρχία με Ρώσο γενικό διοικητή. Κατάφερε να διατηρήσει αυτονομία και να προοδεύσει ως το 1899, οπότε έπεσε θύμα του πανσλαβισμού και της άγριας καταστολής. Η κατάσταση αυτή κράτησε ως το 1917. Με τη ρωσική επανάσταση, η Φιλανδία κατάκτησε την ανεξαρτησία της κι έγινε δημοκρατία. Οι επόμενες δυο δεκαετίες ήταν για τους Φιλανδούς περίοδος ειρηνικής δημιουργίας και ανάπτυξης. Τα πρώτα σύννεφα στον ορίζοντά της φάνηκαν όταν, στις 22 του Αυγούστου του 1939, η Σοβιετική Ένωση υπέγραψε συμφωνία με τη χιτλερική Γερμανία. Κι όταν ο διαμελισμός της Πολωνίας συμπληρώθηκε, οι Φιλανδοί έπαψαν να έχουν αυταπάτες. Αλλωστε, η Πολωνία ήταν το δεύτερο έπαθλο του ρωσοσουηδικού ανταγωνισμού ανά τους αιώνες. Και όχι μόνον αυτού. Καθώς στην Ευρώπη, μια καταθλιπτική ηρεμία άρχισε να επικρατεί, μετά την κατάπαυση του πυρός στην Πολωνία, η Σοβιετική Ένωση κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Φιλανδίας. Η εισβολή ξεκίνησε στις 30 του Νοέμβρη του 1939. Σε λιγότερο από τρεισήμισι μήνες, όλα είχαν τελειώσει. Στις 12 του Μάρτη του 1940, υπογράφηκε η συνθήκη της Μόσχας. Την ισχύ της ανέστειλε η γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση (22.6.1940) αλλά μόνο για πέντε χρόνια. Από το 1945, μπήκε σε εφαρμογή. Σύμφωνα με τους όρους της, ο ισθμός της Καρελίας, το Βιιπούρι και το λιμάνι Λατόνγκαν προσαρτήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση. Ο αυτοκράτορας Μούτσου Χίτο (1867 - 1912) έβγαλε την Ιαπωνία από τον φεουδαλικό μεσαίωνα και της έδωσε σύνταγμα. Ο αυτοκράτορας Γιόσι Χίτο (1912 - 1926) την έφερε στον εικοστό αιώνα, την έκανε σύμμαχο της Αντάντ και της πρόσφερε τις αποικίες των Γερμανών στον Ειρηνικό. Ο αυτοκράτορας Χίρο Χίτο (1926 - 1990) επιφύλαξε στον εαυτό του το όνειρο να κάνει την Ιαπωνία παγκόσμια δύναμη. Ανέβηκε στον θρόνο στις 25 του Δεκέμβρη του 1926, σε ηλικία 25 χρόνων, ενώ η χώρα του έπασχε από πληθυσμιακή έκρηξη: Οι υπήκοοί του αυξάνονταν με ρυθμό περίπου ένα εκατομμύριο ψυχές κάθε χρόνο (43 εκατομμύρια στα 1898 και 64 στα 1930, ενώ στα 1950 θα έφταναν τα 85 εκατομμύρια). Η ιμπεριαλιστική πολιτική ήταν η εύκολη λύση. Κατακτώντας νέες χώρες, θα αποκτούσε φτηνές πρώτες ύλες από ελεγχόμενες περιοχές, θα δημιουργούσε τρομερή βιομηχανία και θα μονοπωλούσε τις αγορές τους. Η Ιαπωνία άρχισε να εξοπλίζεται με τρομακτικούς ρυθμούς. Εγκατέλειψε τους παλιούς της συμμάχους και το 1931 - 32 έβαλε πόδι στην Κίνα. Στα 1936, υπέγραψε τη συνθήκη αντικομιντέρν (εναντίον της Κομιντέρν) με τη χιτλερική Γερμανία. Το φθινόπωρο του 1941, η Ιαπωνία ήταν έτοιμη για έναν αγώνα ζωής ή θανάτου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον κυρίαρχο αντίπαλό της στον Ειρηνικό. Το μόνο που δεν ήθελε ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ, ήταν να εμπλακούν οι ΗΠΑ στον πόλεμο. Το 1941 ήταν ο πρώτος χρόνος της τρίτης προεδρικής του θητείας και η χώρα του ευημερούσε έχοντας επουλώσει τις πληγές του κραχ (24.10.1929) που τον είχε φέρει στην εξουσία. Ο πόλεμος ήταν μια ανεξάντλητη πηγή πλούτου για τους Αμερικανούς, αρκεί να μη συμμετείχαν οι ίδιοι. Καλού κακού, εξοπλίζονταν. Οι δυνάμεις του Ειρηνικού συγκεντρώνονταν στα νησιά της Χαβάης. Οι στρατηγοί ζήτησαν από το ιαπωνικό ναυτικό να τους εξασφαλίσει εξάμηνη ελευθερία κινήσεων. Ζητούσαν πάρα πολλά. Ο συσχετισμός των ναυτικών δυνάμεων ήταν στον Ειρηνικό τρία γιαπωνέζικα πλοία απέναντι σε πέντε εγγλέζικα και πέντε αμερικανικά. Ο ναύαρχος Ιζορούκου Γιαμαμότο (1884 - 1943) συνέλαβε το παράτολμο σχέδιο: Θα χτυπούσε αιφνιδιαστικά τον αμερικανικό στόλο και θα τον εξουδετέρωνε στο σύνολό του. Μετά, οι Άγγλοι ήταν αδύνατο να υπερασπίσουν τα διάσπαρτα σε τεράστια ακτίνα εδάφη τους. Στόχος ορίστηκε η ναυτική βάση του Περλ Χάρμπορ. Αν ήταν τυχεροί, θα έβρισκαν εκεί το σύνολο του αμερικανικού στόλου. Η βάση βρισκόταν στο νησί Οάχου, επτά μίλια από τη Χονολουλού και 3.000 από το πλησιέστερο ιαπωνικό λιμάνι. Απόσταση τεράστια, που ήταν αδύνατο να καλυφτεί από την αεροπορία. Σ’ αυτό ακριβώς υπολόγιζε κι ο Γιαμαμότο: Οι Αμερικανοί δεν θα μπορούσαν, ποτέ, να περιμένουν τέτοιο χτύπημα. Και είχε δίκιο. Οταν ο πρεσβευτής τους στο Τόκιο ειδοποίησε ότι επίκειται γιαπωνέζικη επίθεση, κανένας δεν φαντάστηκε ότι εννοούσε στη Χαβάη. Τα γιαπωνέζικα αεροπλανοφόρα κινήθηκαν με όση μυστικότητα επιτρέπει ο όγκος τους. Προηγούνταν υποβρύχια που κατόπτευαν τον ορίζοντα. Ένα από αυτά εντοπίστηκε από αμερικανικά περιπολικά που το βύθισαν ανοιχτά της Χαβάης, λίγο πριν από τις 7 το πρωί, 7 του Δεκέμβρη του 1941. Η διοίκηση στο Περλ Χάρμπορ δεν έδωσε σημασία. Στις 7.20’, αναφέρθηκε μεγάλος σχηματισμός αεροπλάνων που πετούσε προς το νησί. Υπέθεσαν πως θα ήταν κάποια δική τους άσκηση ρουτίνας. Στις 7.55’ το πρωί, 7 του Δεκέμβρη, η κόλαση γεννιόταν στο Περλ Χάρμπορ. Το πρώτο κύμα των γιαπωνέζικων αεροπλάνων απογειώθηκε από τα αεροπλανοφόρα, χτύπησε τα αεροδρόμια κι εξουδετέρωσε στο έδαφος τα αμερικανικά αεροσκάφη. Οι Γιαπωνέζοι συνέχισαν πολυβολώντας τους ναύτες που σπεύδανε στα αντιαεροπορικά, στο λιμάνι. Δεύτερο κύμα έφτασαν τα τορπιλοβόλα που χτυπούσαν στο ψαχνό: 86 πλοία ήταν εκείνη την ώρα αγκυροβολημένα στη βάση. Η επιδρομή κράτησε μια ώρα και πενήντα λεπτά. Όταν, στις 9.45’, τα γιαπωνέζικα αεροπλάνα αποχώρησαν, άφησαν πίσω τους την καταστροφή: 3.500 νεκροί και τραυματίες, 800 αγνοούμενοι, 300 εξουδετερωμένα αεροπλάνα, 8 βυθισμένα θωρηκτά, πάμπολλα καταστραμμένα πλοία. Οι Αμερικανοί είχαν μέσα σε λιγότερο από δυο ώρες περισσότερες απώλειες από όσες σε όλη τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου. Με 28 πιλότους νεκρούς, όσα και τα αεροπλάνα του, που καταρρίφθηκαν, ο Γιαμαμότο πρόσφερε στους στρατηγούς του την ελευθερία κινήσεων που του ζήτησαν. Όσο για τον Ρούσβελτ, δεν είχε περιθώρια επιλογής: Την ίδια μέρα κήρυξε τον πόλεμο στην Ιαπωνία. Το ίδιο έκαναν η Αγγλία, οι χώρες της Κοινοπολιτείας, η Κίνα και οι Ολλανδικές Ινδίες. Στις 11 του Δεκέμβρη, οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο και στη Γερμανία. Στις 13, οι Ιάπωνες πραγματοποιούσαν απόβαση στις Φιλιππίνες. Ο Πιέρ Μαντές Φρανς (1907 - 18/10/1982) έγινε πρωθυπουργός της Γαλλίας στα 1954, χρονιά που συνέπεσε με το τέλος της γαλλικής ανάμειξης στην Ινδοκίνα. Την ίδια χρονιά, η Γαλλία όπως και οι ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Βρετανία, αποχώρησε από τη Γερμανία, όπου δόθηκε τέλος στο καθεστώς κατοχής για να δημιουργηθούν τα κράτη της Ομοσπονδιακής (Δυτικής) και της Λαϊκής (Ανατολικής) Γερμανίας. Το 1955, ο Μαντές Φρανς ηττήθηκε στον εμφύλιο της Αλγερίας, ενώ παραχώρησε αυτονομία στην Τυνησία. Στις 26 Ιουλίου του 1957, η Τυνησία κήρυξε την ανεξαρτησία της με πρώτο πρόεδρο τον Χαμπίμπ Μπουργκίμπα, ως τότε πρωθυπουργό της χώρας. Ο Μπουργκίμπα δήλωσε ότι θα συνεχίσει να βοηθά τους Αλγερινούς εναντίον των Γάλλων αποικιοκρατών. Η αντίσταση των Αλγερινών φούντωνε μέρα με τη μέρα και πυροδοτούσε εθνικιστικές εξάρσεις στη Γαλλία. Τον Μαντές Φρανς διαδέχτηκε ο ευρωπαϊστής Εντγκάρ Φορ. Στις 25 Μαρτίου του 1957, στο Καπιτώλιο, υπογράφονταν οι «συμφωνίες της Ρώμης», με τις οποίες ιδρύθηκαν η ΕΟΚ και η Ευρατόμ. Οι Γάλλοι μάλλον αδιαφόρησαν. Τους απασχολούσε η Αλγερία. Στη δίνη της κρίσης για το μέλλον των γαλλικών αποικιών στη Βόρεια Αφρική, την 1η Ιουνίου του 1958, πρωθυπουργός της Γαλλίας ανέλαβε ο ήρωας του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και πρώτος μεταπολεμικός ηγέτης της Γαλλίας, στρατηγός Κάρολος ντε Γκολ, επικεφαλής κυβέρνησης εθνικής ανάγκης. Στις 28 Νοεμβρίου του 1958, η Μαυριτανία έγινε αυτόνομη δημοκρατία μέσα στα πλαίσια της Γαλλικής Ενωσης. Μαζί της αυτονομήθηκαν και οι πρώην γαλλικές αποικίες Γαλλικό Κονγκό, Τσαντ, Μαλί, Γκαμπόν και Σενεγάλη. Ακολούθησαν Κεντρική Αφρική, Νιγηρία, Δαχομέη, Ακτή Ελεφαντοστού και ’νω Βόλτα. Ο ντε Γκολ προχώρησε σε ριζικές αλλαγές στον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Ενα νέο σύνταγμα δημιουργήθηκε: Κοινοβουλευτική δημοκρατία με αυξημένες εξουσίες στον πρόεδρο. Η 5η Γαλλική Δημοκρατία είχε γεννηθεί. Στις 21 Δεκεμβρίου 1958, ο Κάρολος ντε Γκολ εκλέχτηκε πρώτος πρόεδρος της 5ης Δημοκρατίας της Γαλλίας, με το 78,5 % των ψήφων του εκλογικού σώματος. Κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της χώρας του για δέκα χρόνια, έβαλε βέτο στην είσοδο της Βρετανίας στην τότε ΕΟΚ, ξεκίνησε οικονομικό πόλεμο εναντίον των ΗΠΑ, προχώρησε στην απεμπλοκή της Γαλλίας από την Αλγερία, αντιμετώπισε μια δεκάδα απόπειρες δολοφονιών σε βάρος του, τα έβγαλε πέρα με τα γεγονότα του Μάη ’68 και παραιτήθηκε, επειδή οι Γάλλοι, σε ένα από τα αλλεπάλληλα δημοψηφίσματά του, αρνήθηκαν να ψηφίσουν τις προτάσεις του για κάποιο διόλου μείζονος σημασίας θέμα (28/4/1969). Πέθανε στις 9 Νοεμβρίου 1970. Είχε γεννηθεί στις 22 Νοεμβρίου 1890. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος του Κυριάκου γεννήθηκε στο χωριό Μουρνιές του νομού Χανίων, στις 23 Αυγούστου του 1864. Οταν ξέσπασε η επανάσταση του 1866, ο πατέρας του, Κυριάκος, ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές της. Το πνίξιμο της επανάστασης, στα 1869, τον βρήκε με το όπλο στο χέρι. Εξορίστηκε. Η οικογένεια Βενιζέλου βρέθηκε στη Σύρο, σε σχολείο της οποίας φοίτησε ο Ελευθέριος. Μετά τη χορήγηση αμνηστίας, η οικογένεια επανήλθε στην Κρήτη, όπου ο Ελευθέριος συνέχισε και τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Προοριζόταν να διαδεχτεί τον πατέρα του στο εμπόριο αλλά βρέθηκε να σπουδάζει νομικά στην Αθήνα. Στα 1887, επέστρεψε δικηγόρος στα Χανιά και ταυτόχρονα αναμίχθηκε στην πολιτική. Τον εξέλεξαν βουλευτή Κυδωνιών. Διαφώνησε με τους αρχηγούς της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου του 1895, μετείχε στο κίνημα του 1897 και, στη συνέλευση στο Ακρωτήρι, εκλέχτηκε μέλος της επαναστατικής επιτροπής. Τότε φάνηκε το πολιτικό του μυαλό σε όλο του το μεγαλείο. Η ελληνική ήττα στον πόλεμο με την Τουρκία έφερε την απογοήτευση στην Κρήτη. Πολλοί όμως από τους επαναστάτες δίσταζαν να κηρύξουν λήξη του κρητικού αγώνα για να μην κατηγορηθούν για λιποψυχία. Στις 25 Αυγούστου του 1897, με δική του πρωτοβουλία, έστειλε έγγραφο στους ναυάρχους των μεγάλων δυνάμεων που είχαν αράξει στα Χανιά. Τους έγραφε: «Πεποίθησίς μου όσο και πεποίθησις ολόκληρου του κρητικού λαού είναι ότι μόνη λύσιν του ζητήματος θα αποτελέσει η Ένωσις προς την Ελλάδα. Αλλ’ η πεποίθησίς μου αυτή δεν με τυφλώνει προς τας υπαγορεύσεις της πρακτικής πολιτικής και αφ’ ης το ελεύθερον Βασίλειον, πιεζόμενον εκ της εκβάσεως του ατυχούς πολέμου, απέσυρεν εντεύθεν τον στρατόν της κατοχής και ανεγνώρισε την Κρητικήν αυτονομίαν, ουδέποτε έπαυσα φρονών και κηρύττων ότι είμεθα υπόχρεοι να προσαρμοσθώμεν προς τας αποφάσεις των Δυνάμεων και ν’ αποδεχθώμεν την υποσχομένην αυτονομίαν ως νέον σταθμόν προς εκπλήρωσιν του εθνικού ιδεώδους». Ο Βενιζέλος πάντα πίστευε ότι, για να επιτευχθεί ένας στόχος, χρειαζόταν να υπάρχει μια τουλάχιστον μεγάλη δύναμη που να συμφωνεί. Με την επιστολή του αυτή, εξέφραζε τα δικά του «πιστεύω» και ταυτόχρονα παρείχε το ιδεολογικό υπόβαθρο που επέτρεπε στους αγωνιστές να καταθέσουν τα όπλα: «Η αυτονομία είναι ένα βήμα προς την ένωση». Η ρήξη του με τον ύπατο αρμοστή, πρίγκιπα Γεώργιο, είχε αρχική αιτία τη διαφορά απόψεων ως προς την πορεία που έπρεπε να ακολουθηθεί για να επιτευχθεί ο τελικός σκοπός που δεν ήταν άλλος από την ένωση. Ο πρίγκιπας κατηγορήθηκε ότι ενδιαφερόταν για την μετατροπή της Κρήτης σε πριγκιπάτο κι όχι για την ένωσή της με την Ελλάδα. Τα πράγματα έφτασαν στα άκρα και, στις 10 Μαρτίου του 1905, ξέσπασε η επανάσταση στο Θέρισο, στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Επικεφαλής, οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Μάνος και Κωνσταντίνος Φούμης. Χωροφυλακή και αγήματα των ξένων δυνάμεων κινήθηκαν εναντίον τους. Οι επαναστάτες κράτησαν. Η συνέλευση στις 30 Ιουνίου του 1906, κήρυξε την ένωση. Ο πρίγκιπας Γεώργιος αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Οι προστάτιδες δυνάμεις επέβαλαν πλήρη αυτονομία στο νησί με δικαίωμα να συντηρεί δική του χωροφυλακή κι ανακοίνωσαν πως οι εκεί δυνάμεις τους θ’ αποχωρούσαν ως τον Ιούλιο του 1909. Νέος ύπατος αρμοστής έφτασε στην Κρήτη ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Το άστρο του Ελευθερίου Βενιζέλου ξεκίνησε το μεσουράνημά του. Εκλέχτηκε πρόεδρος της Ελληνικής Συνελεύσεως των Κρητών κι έπειτα πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας. Τον ίδιο καιρό, στην Αθήνα ξέσπασε η επανάσταση στο Γουδί (14 Αυγούστου 1909), καταλυτική για τη μετέπειτα πορεία του Ελληνισμού. Η κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη που σχηματίστηκε στην Αθήνα, ήταν απλά ένας συμβιβασμός ανάμεσα στο παλάτι και στον δυναμισμό που η εποχή απαιτούσε. Ο στρατός απαλλάχτηκε από τους αξιωματικούς που έπαιρναν τους βαθμούς ως προίκα, απαλλάχτηκε κι από τους πρίγκιπες. Ο εκσυγχρονισμός του εξελίχθηκε ταχύς, με αποκορύφωμα τη μέσα σ’ ελάχιστους μήνες απόκτηση του μετέπειτα θρυλικού θωρηκτού «Αβέρωφ». Η ζωή απαιτούσε νέα και δυναμικά πρόσωπα στην ελληνική πολιτική σκηνή. Οι δημοσιογράφοι ήταν αυτοί που πρότειναν στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο να καλέσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η όλη πολιτική του σταδιοδρομία στην Κρήτη εγγυούταν ότι μπορούσε να είναι ο «νέος πολιτικός ηγέτης» που ο λαός αναζητούσε. Ο λοχαγός Κονταράτος έφτασε στην Κρήτη κομίζοντας απόρρητη επιστολή του Στρατιωτικού Συνδέσμου προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο: Του ζητούσαν να αναλάβει την αποστολή να συμφιλιώσει την επανάσταση με τα ελληνικά κόμματα. Κι αν χρειαζόταν, να αναλάβει την ηγεσία του ανορθωτικού αγώνα. Η απάντησή του ήταν προσεκτικά διατυπωμένη: «Ως τίθεται προ εμού το ζήτημα εν τη επιστολή ταύτη, αρνητική κατ’ αρχήν απάντησις εκ μέρους μου δεν είναι επιτετραμμένη. Αλλά δεν δύναμαι εξ άλλου ουδέ κατ’ αρχήν να δηλώσω ότι είμαι έτοιμος να αναλάβω την αρχήν, εφ’ όσον εγγυτέρα μελέτη της καταστάσεως δεν με πείσει ότι το συμφέρον του έθνους μοι επιβάλλει τούτο ως επιτακτικόν καθήκον...». Παρά τη μυστικότητα που κάλυπτε τις διαπραγματεύσεις, το πράγμα διέρρευσε. Oταν, στις 28 Δεκεμβρίου του 1909, ο Βενιζέλος αποβιβαζόταν στον Πειραιά, βρήκε τα δημοσιογραφικά όργανα του παλατιού και των κομμάτων να προσπαθούν να δημιουργήσουν κλίμα. Τους κατείχε ο φόβος ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος θα τον επέβαλε πρωθυπουργό με τη δύναμη των όπλων. Ακόμα και η προσωπικότητά του τους φόβιζε, καθώς η επανάσταση στο Θέρισο αποδείκνυε ότι δε δίσταζε να πάρει τα όπλα, αν πίστευε ότι αυτό θα ωφελούσε γενικότερα. Οι πολλοί όμως, λαός και ιθύνοντες, προσέβλεπαν σ’ αυτόν ως τον άνθρωπο που θα έφερνε τον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση της πολιτικής ζωής. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αιφνιδίασε και τους μεν και τους δε: Στην επαναστατική Επιτροπή του Στρατιωτικού Συνδέσμου είπε ότι ήταν λάθος να τα βάλουν με τα κόμματα και όχι με τον ανεύθυνο ρυθμιστή του πολιτεύματος (τον βασιλιά), ήταν δεύτερο λάθος ότι δεν επέβαλαν για ένα χρόνο δικτατορία και προσπαθούσαν να περάσουν την αλλαγή μέσω κομματικού μηχανισμού και θα ήταν τρίτο λάθος αν ο ίδιος γινόταν πρωθυπουργός. Προσφέρθηκε να αναλάβει σύμβουλός τους και μεσολαβητής στα κόμματα για την επιστροφή στην ομαλότητα. Και υπέδειξε τον Στέφανο Δραγούμη ως πρωθυπουργό για το διάστημα ως τη διενέργεια εκλογών για αναθεωρητική Βουλή. Οι εκλογές έγιναν στις 10 Αυγούστου του 1910. Ο Βενιζέλος εκλέχτηκε ανεξάρτητος βουλευτής Αττικοβοιωτίας με 32.765 ψήφους σε σύνολο 38.000 ψηφισάντων. Κι ακόμα, για πρώτη και τελευταία φορά στα εκλογικά χρονικά, εκλέχτηκαν άλλοι 164 ανεξάρτητοι, ενώ όλα μαζί τα κόμματα έβγαλαν 200 βουλευτές. Η εφημερίδα «Πατρίς» σχολίασε: «Μία επανάστασις συνετελέσθη, όχι του στρατού πλέον αλλά του λαού. Του κυριάρχου. Επανάστασις ειρηνική. (...) Ο Βενιζέλος τι εκπροσωπεί; Ο Βενιζέλος είναι σύμβολον, είναι μία ιδέα. Ο αντικομματισμός είναι η ελπίς της Αναγεννήσεως». Ο ίδιος ο Βενιζέλος βρισκόταν στην Ελβετία, όταν έμαθε τον εκλογικό του θρίαμβο. Γύρισε στην Κρήτη, παραιτήθηκε από τα εκεί καθήκοντά του κι από αρχηγός του κόμματός του και, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1910, έφτασε γι’ άλλη μια φορά στον Πειραιά. Θριαμβευτική υποδοχή τον περίμενε. Στην πλατεία Συντάγματος του ζήτησαν να βγάλει λόγο. Δέχτηκε: «Δεν έρχομαι ενταύθα ως αρχηγός νέου και εσχηματισμένου κόμματος. Έρχομαι απλώς σημαιοφόρος νέων πολιτικών ιδεών και υπό την σημαίαν ταύτην καλώ πάντας εκείνους, οίτινες συμμερίζονται τας ιδέας ταύτας, εμπνέονται από το ιερόν πάθος ν’ αφιερώσωσι πάσας τας δυνάμεις της ψυχής και του σώματος, να συντελέσωσι εις την επιτυχίαν των ιδεών τούτων». Αναγκαστικά, ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ ανάθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ελευθέριο Βενιζέλο που όμως, τυπικά, διέθετε μια μόνο έδρα: Τη δική του. Η κυβέρνησή του, από δυναμικά και μετριοπαθή άτομα, ορκίστηκε στις 6 Οκτωβρίου. Στις 12, δημοσιευόταν το διάταγμα της διάλυσης της Α’ Αναθεωρητικής Βουλής και της προκήρυξης εκλογών για την ανάδειξη Β’ Αναθεωρητικής Βουλής. Έγιναν στις 28 Νοεμβρίου του 1910. Οι Φιλελεύθεροι του Ελευθέριου Βενιζέλου κατέλαβαν τις 307 από τις 362 έδρες, ενώ τα παλιά κόμματα είχαν κηρύξει αποχή που δεν πέρασε στα στρώματα των ψηφοφόρων. Οι σχολιαστές της εποχής σημείωσαν: Ο εκσυγχρονισμός που ξεκίνησε από τον Χαρίλαο Τρικούπη και δεν ευτύχησε επί του άτολμου Θεοτόκη, βρίσκει τώρα τον ιδανικό διεκπεραιωτή του. Οι σοσιαλιστές τον κατηγορούσαν ότι δεν είχε σαφή ιδεολογική τοποθέτηση αλλά του αναγνώριζαν ότι ήταν σε θέση αμέσως να πιάνει τον παλμό και την φορά του κοινωνικού ρεύματος. Ο Ψυχάρης παραπονιόταν ότι δεν έκανε τίποτα για τη δημοτική και μιλούσε στην καθαρεύουσα αλλά ο Βενιζέλος ήταν που έμπασε τη δημοτική ως γλώσσα διδασκαλίας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (που άλλωστε «δημοτικό» ονομάστηκε). Στις 18 Απριλίου 1951, έξι ευρωπαϊκές χώρες συμφώνησαν να δημιουργήσουν την Κοινοπραξία Άνθρακα και Χάλυβα. Σκοπός της ήταν η προοδευτική αποκατάσταση μιας κοινής αγοράς άνθρακα και χάλυβα, που τότε αποτελούσαν τα κύρια εργαλεία στην προσπάθεια της Ευρώπης να ανορθωθεί. Η συμφωνία μπήκε σε εφαρμογή και λειτούργησε αλλά πολύ νωρίς έγινε αντιληπτό πως το μέλλον βρισκόταν στην ατομική ενέργεια. Οι έξι χώρες προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις, με στόχο να πετύχουν μια συμφωνία και σ' αυτό τον τομέα. Σύντομα, άρχισε να ωριμάζει μια καινούργια ιδέα: Αφού ήταν δυνατή η συνεργασία στις πρώτες ύλες, γιατί να μην είναι και στα τελικά προϊόντα! Μια ευρωπαϊκή κοινή αγορά θα έλυνε πολλά ζητήματα. Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο (οι έξι χώρες της Κοινοπραξίας) άρχισαν να εργάζονται σοβαρά προς αυτή την κατεύθυνση. Σιγά σιγά, οι εμπορικοί στόχοι της κοινής αγοράς μεταβάλλονταν στο όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης, αυθύπαρκτης και σεβαστής: Γεννήθηκε η ιδέα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ). Οι έξι κάλεσαν και τη Βρετανία να μετάσχει στις ζυμώσεις αλλά οι Βρετανοί ποτέ δεν πίστεψαν ότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατό να γίνει. Στις διαβουλεύσεις, έστελναν πάντα κάποιον χαμηλόβαθμο παρατηρητή. Οταν φάνηκε πως η ιδέα της ΕΟΚ ήταν πραγματοποιήσιμη, οι Βρετανοί προσπάθησαν να την τορπιλίσουν αντιπροτείνοντας μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών. Οι έξι προχώρησαν στη δημιουργία της ΕΟΚ. Η ιστορική συμφωνία υπογράφτηκε στο Καπιτώλιο της Ρώμης, στις 25 Μαρτίου 1957. Απέναντί της, δημιουργήθηκε η Ζώνη των ΕΠΤΑ, μια ζώνη ελευθέρων συναλλαγών, στην οποία μετείχαν Βρετανία, Δανία, Πορτογαλία, Αυστρία, Νορβηγία, Σουηδία και Ελβετία. Οι πρόοδοι της ΕΟΚ έκαναν τους Βρετανούς να αλλάξουν γνώμη. Ζήτησαν να μετάσχουν. Στη Γαλλία έγινε χαμός. Δε έφτανε που η Αγγλία είχε σαμποτάρει την ένωση, δεν της αρκούσε που έστησε την ανταγωνιστική ζώνη των ΕΠΤΑ, τώρα γύρευε και ισότιμη συμμετοχή. Το αντιβρετανικό ρεύμα φούντωσε, το μίσος υπερίσχυσε. Ξαναθυμήθηκαν τη Ζαν ντ’ Αρκ, τον Ναπολέοντα, ακόμα και τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή. Στις 4 Ιανουαρίου 1963, η Γαλλία πρόβαλε το δικό της μισαλλόδοξο βέτο στη διεύρυνση της ΕΟΚ προς τα βρετανικά νησιά. Οι Βρετανοί έπρεπε να περιμένουν ακόμα εννέα χρόνια για να γίνουν δεκτοί. Με διαφορά μόλις ενός χρόνου, στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 και 1984, έφυγαν από τη ζωή δύο από τους σημαντικότερους Ελληνες ηθοποιούς του προηγούμενου αιώνα: η Ελλη Λαμπέτη και ο Μάνος Κατράκης. Η καλλιτεχνική τους αξία αδιαμφισβήτητη, αλλά σήμερα θα ασχοληθούμε με τη – λιγότερο γνωστή – πολιτική τους δράση. Και αν για τον Μάνο Κατράκη ξέρουμε όλοι για τους αγώνες του μέσα από την ένταξή του στο ΚΚΕ, για τη Λαμπέτη λίγοι γνωρίζουν ότι είχε προσπαθήσει να σώσει από την εκτέλεση τον Δημήτρη Μπάτση, συναγωνιστή του Νίκου Μπελογιάννη, παρεμβαίνοντας στον ίδιο τον πρωθυπουργό Πλαστήρα. Ελλη Λαμπέτη Η οικογένεια της Ελλης Λαμπέτη ήταν βενιζελική κι έτσι η ίδια ανήκε στον χώρο του κέντρου, τον οποίον όμως «πρόδιδε» δίνοντας κατά καιρούς υποσχέσεις σε διάφορες παρατάξεις. Όταν όμως ερχόταν η ώρα της ψήφου, κατέληγε σε αυτό που είχε μάθει από το σπίτι της. «Μου κάνει εντύπωση αυτό, το πόσο ισχυρή είναι μέσα στον άνθρωπο η πολιτική του θέση, όταν έχει γαλουχηθεί σύμφωνα μ’ αυτήν» είχε πει ή ίδια. Στις εκλογές του 1977, μάλιστα, ο Μάνος Κατράκης την είχε πείσει να ψηφίσει ΚΚΕ. Όπως καταλαβαίνετε, και σ’ εκείνες τις εκλογές η Λαμπέτη ψήφισε... Κέντρο. Τους πρώτους μήνες του 1952 η χώρα ήταν ανάστατη, αρχικά με τη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του και στη συνέχεια με την απόφαση του δικαστηρίου για θανατικές καταδίκες των κατηγορουμένων. Ο Δημήτρης Μπάτσης ήταν φίλος του Μάριου Πλωρίτη και της Ελλης Λαμπέτη (εκείνη την εποχή ήταν ζευγάρι) και μάλιστα λίγους μήνες πριν είχαν πάει κοινές διακοπές στον Πόρο. Η είδηση της σύλληψης αναστατώνει την εικοσιεξάχρονη ηθοποιό, την οποία η αφοσίωσή της στο θέατρο την έχει κάνει να αγνοεί την πολιτική και τις πρακτικές της: « ’γριο πράγμα. Και οργανωμένο από το κράτος. Είκοσι έξι χρονώ, κοτζάμ γυναίκα, και ήταν σαν να άκουγα αυτά τα πράγματα για πρώτη φορά» θα πει ύστερα από πολλά χρόνια η ίδια. Και αν η είδηση της σύλληψης Μπάτση την αναστατώνει, το γεγονός της εκτέλεσής του τη συγκλονίζει και την οδηγεί στην πλήρη πάρεση. Το μισό της πρόσωπο είναι τελείως παράλυτο, δεν μπορεί να μιλήσει καθόλου και επανέρχεται έπειτα από έξι εβδομάδες, αφού προηγείται επώδυνη θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Για το γεγονός αυτό κάνει εκτενή αναφορά ο Φρέντυ Γερμανός στο βιβλίο του «Ελλη Λαμπέτη». Στις 26 Οκτωβρίου 1951 η Λαμπέτη διαβάζει αποσβολωμένη στο καμαρίνι της: «Συνελήφθη υπό της Αστυνομίας ο Δημήτριος Μπάτσης και κρατείται στην Ασφάλεια Πειραιώς». Γυρίζει απότομα στον Πλωρίτη, που δεν έχει φύγει για την Αμερική: «Είναι ο Μπάτσης που ξέρουμε;». Εκείνος κουνάει μελαγχολικά το κεφάλι του. Ναι, είναι ο Μπάτσης που ξέρουν. Δεν τον ξέρουν βέβαια απλώς, είναι στενός φίλος (κυρίως του Πλωρίτη). Και η Λίλιαν, η γυναίκα του, είναι ένα πανέμορφο κορίτσι στην ηλικία της Ελλης – είχαν παντρευτεί έντεκα μέρες πριν! «Δεν μπορούν να του κάνουν τίποτε» λέει η Ελλη. «Είναι γιος ναυάρχου!». Βέβαια ο Μπάτσης ποτέ δεν έκρυψε ότι είναι αριστερός! Δεν έχει όμως ιδέα πόσοι ασύρματοι και πόσες γιάφκες υπάρχουν στην Αθήνα. Ωστόσο τον πιάνουν θεαματικά, μαζί με τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του, σαν κατάσκοπο! Ο ψίθυρος που απλώνεται στην Αθήνα είναι: «Τους πάνε για ντουφέκι». Η Ελλη παίρνει αναστατωμένη τη Λίλιαν Μπάτση στο τηλέφωνο. Δεν τη βρίσκει. «Θα τον εκτελέσουν;» ρωτάει δεξιά κι αριστερά. «Δεν είναι δυνατόν να εκτελέσουν τον Μπάτση». Όλα όμως είναι δυνατά στη... φιλάσθενη Ελλάδα του 1951, την οποία κυβερνάει ουσιαστικά ένας αινιγματικός αμερικάνος πρεσβευτής με ατσαλάκωτο μαύρο κουστούμι. Τον λένε Τζον Πιουριφόι. Τα Χριστούγεννα του 1951 ο Μπάτσης ζει ακόμη, όπως άλλωστε και ο Μπελογιάννης. Η δίκη καθυστερεί. «Θα τους γλιτώσει ο Πλαστήρας» της λέει ένας ηλεκτρολόγος του θεάτρου για να της δώσει κουράγιο. Στις 21 Ιανουαρίου του 1952 μια μαύρη λιμουζίνα παρκάρει έξω απ’ το θέατρο Καρύτση, ενώ την ίδια ώρα ο Μουσούρης παθαίνει νευρική κρίση: «Ήρθε ο πρωθυπουργός!». Ναι, ο Πλαστήρας ήρθε για να δει την παράσταση. «Ποιος πρωθυπουργός;» αναρωτιέται φωναχτά η Λαμπέτη, ενώ συνεχίζει να βάφεται, αδιάφορα, στο καμαρίνι της. «Έχει η Ελλάδα πρωθυπουργό και δεν το ξέρουμε;». Το μυαλό της είναι συνέχεια στο κελί του Μπάτση. «Είστε έκτακτη, κυρία Λαμπέτη» της λέει αργότερα ο ίδιος, όταν πάει να τη δει μετά την παράσταση. Η Λαμπέτη κοιτάζει γύρω της – ευτυχώς δεν είναι κανένας... ανεπιθύμητος στο καμαρίνι: «Τι θα γίνει με τον Μπάτση;» ρωτάει. Ο Πλαστήρας την κοιτάζει σαστισμένος – είναι το τελευταίο όνομα που περίμενε να ακούσει αυτή τη γλυκιά θεατρική βραδιά. Ο Μουσούρης, που είναι μπροστά, προσπαθεί ταραγμένος να βολέψει τα πράγματα: «Ελλη, δεν είναι ώρα να μιλάμε γι’ αυτά στον πρωθυπουργό!». Αλλά η Λαμπέτη κοιτάζει επίμονα τον Πλαστήρα στα μάτια: «Πάντα είναι ώρα να μιλάμε για τη ζωή ενός ανθρώπου» λέει. Ο γερο-πρωθυπουργός χαμογελά μελαγχολικά μπροστά στην ορμητική αυτή νέα γυναίκα. Έτσι αγρίευε κι εκείνος όταν ήταν είκοσι έξι χρονώ. Τώρα όμως είναι γέρος, έχει δύο σακατεμένα πλεμόνια και ξέρει ότι κι ο ίδιος θα πεθάνει από ώρα σε ώρα. «Θα κάνω ό,τι μπορώ, κυρία Λαμπέτη» της λέει και βγαίνει, κουρασμένος, από το καμαρίνι. Μπαίνουμε στον Απρίλιο. Η Ελλη παίζει το «Κουρέλι» του Νικοντέμι. Ένα βράδυ που ετοιμάζεται να φύγει απ’ το θέατρο, ο ηλεκτρολόγος την πλησιάζει ταραγμένος. «Το μάθατε, κυρία Λαμπέτη; Τον σκότωσαν!». Η Ελλη τον κοιτάζει στα μάτια. «Τον Μπάτση;». «Τον Μπάτση. Μαζί με τον Μπελογιάννη και τους άλλους». Η Ελλη εξακολουθεί να μένει ακίνητη, σαν να τη χτύπησε ανοιξιάτικος κεραυνός: «Είσαι σίγουρος;». Ο ηλεκτρολόγος κουνάει μελαγχολικά το κεφάλι του. Ναι, είναι σίγουρος. Τους σκότωσαν στο Γουδί, αλλά το κρατούσαν μυστικό έως το απόγευμα: «Αύριο θα το γράφουν όλες οι εφημερίδες». «Η Ελλη είχε πάντα μια βιολογική αδυναμία – λιποθυμούσε πολύ εύκολα» λέει ο Μιχάλης Κακογιάννης. Πώς να μη λιποθυμήσει όμως εκείνη την ώρα που μαθαίνει, μεσάνυχτα στην πλατεία Καρύτση, στα σκαλοπάτια του «Θεάτρου Μουσούρη», ότι σκότωσαν έναν αγαπημένο της φίλο; Το ίδιο βράδυ θα παραλύσει, απ’ το σοκ, όλο το δεξιό μέρος του προσώπου της. «Πάρεσις!» γνωματεύει ο γιατρός, που έρχεται στις τρεις το πρωί. Οι σφαίρες που έπεσαν το προηγούμενο πρωί στο Γουδί βρήκαν ανάμεσα στ’ άλλα τέσσερα θύματα και την Ελλη Λαμπέτη, μόνο που αυτό, ειδικά, ο κόσμος δεν θα το μάθαινε τότε... Mάνος Kατράκης Αγωνιστής του αλβανικού μετώπου ο ίδιος, από την πρώτη στιγμή της κήρυξης του πολέμου, δεν θα μπορούσε παρά να ενταχθεί στις δυνάμεις του ΕΑΜ στη διάρκεια της γερμανικής, ιταλικής και βουλγάρικης κατοχής. Η ένταξή του όμως στο λαϊκό κίνημα συνεχίζεται και τα χρόνια του εμφυλίου, με τις αναμενόμενες για την εποχή συνέπειες. Συλλήψεις, διωγμοί, απόλυση από το τότε Βασιλικό Θέατρο, πιέσεις για «δήλωση μετανοίας αν θέλει να φτιάξει τη ζωή του». Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος που είχε με τη μητέρα του στη διάρκεια αυτών των διώξεων: – Τι είναι, Μανόλη; – Θες να έρθω στο σπίτι, μάνα; Θέλεις; – Πώς θα ’ρθεις; – Ε... θα υπογράψω και θα ’ρθω... – Ιντα θα υπογράψεις; – Δήλωση. – Ιντα είναι η δήλωση; – Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι... – Και δεν είσαι; – Είμαι. – Μην υπογράψεις, κερατά... Μην υπογράψεις! Μετά την απόλυση, ο Κατράκης ακολουθεί τη μοίρα των περισσότερων αριστερών της εποχής. Πρώτα η εξορία στην Ικαρία, μετά τα βασανιστήρια στη Μακρόνησο. Εκεί συναντάει, ανάμεσα στους άλλους συντρόφους του, τον Γιάννη Ρίτσο, με τον οποίο θα τον συνδέσει μια μεγάλη φιλία και αλληλοεκτίμηση. Αυτές τις μαρτυρικές ημέρες ο μεγάλος κρητικός δεν ξεχνάει την τέχνη του και ανεβάζει, σε αντίξοες συνθήκες, θεατρικές παραστάσεις που μένουν αλησμόνητες σε όσους είχαν την τραγική ευκαιρία να τις παρακολουθήσουν. Απελευθερώνεται τον Φεβρουάριο του 1952. Δεν νομίζουμε ότι θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερο επίλογο για τον αγωνιστή Μάνο Κατράκη από τα λόγια που του έγραψε ο σύντροφός του στις εξορίες, ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Νομίζουμε ότι αυτό τον επίλογο θα διάλεγε και ο ίδιος ο Κατράκης. «Χαιρετισμός στον σύντροφο Κατράκη Μάνο μου, σύντεκνέ μου, αδέλφι μου, ρωμιέ κρητίκαρε, λυράρη και χορευταρά κι αγωνιστή αγονάτιστε, σύντροφέ μας, αισχυλικέ Προμηθέα, σαιξπηρικέ Ληρ, πώς να σε πω; Πώς να σε τραγουδήσω, παλικάρι μου; Που μέσα στο λαρύγγι μου στριμώχτηκαν ο μέγας βόγγος κεραυνός κι ο πυκνωμένος θαυμασμός για σένα, πληγωμένο μου λιοντάρι, κυνηγημένο απ’ τα κακά σκυλιά, με πάντα ολόρθο κι άτρωτο το χαιτοφόρο σου κεφάλι, πώς να σε τραγουδήσω εσένα, πρωτοξάδελφε του Ψηλορείτη. Αχ, κείνη η κρητική τεράστια χέρα σου, που κράταγε πάντα ψηλά το φλάμπουρο της Επανάστασης, πώς ήξερε απαλά και να χαϊδεύει ανθρώπους, ζώα, πουλιά και γιασεμιά, πώς ήξερε, στο Μακρονήσι, σε απαγορευμένους χώρους, να μαζεύει χόρτο χορταράκι, να ετοιμάζει δείπνο ταπεινό για τους ανήμπορους, τους πικραμένους, που δεν είχαν τη δική σου αντρειά, μεγάλε εσύ και στα μικρά και στα μεγάλα, σε χαιρετώ, δεν σε αποχαιρετώ, αθάνατε αδελφέ μου, σύντροφέ μας Μάνο». Ο πατέρας του ήταν καστελάνος (φρούραρχος) της Κρακοβίας και η μητέρα του εγγονή στρατηγού: Ο Ιωάννης Σομπιέσκι γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου 1629 και στα 25 του (1654) ήταν αξιωματικός και ερωτευμένος με την Μαρία Καζίμιερα, μόλις 13 χρόνων. Γεννημένη στη Γαλλία (1641), είχε αριστοκρατική ανατροφή που συνεχίστηκε και μετά την μετακόμιση των γονιών της στην Πολωνία. Πανέμορφη, ζωηρή και χαριτωμένη, ανταποκρίθηκε στον έρωτα του νεαρού αξιωματικού, ενός από τους πιο ωραίους Ευρωπαίους, όπως τον χαρακτήρισαν οι ιστορικοί. Οι μάχες, τους χώρισαν. Ως αξιωματικός του πολωνικού στρατού, ο Σομπιέσκι ανδραγάθησε. Ο έρωτας για την μικρή Μαρία δεν τον είχε εγκαταλείψει. Πήγε να την ζητήσει σε γάμο αλλά την βρήκε παντρεμένη. Όμως, στα 1665, ο σύζυγός της πέθανε, ενώ ο Ιωάννης έγινε αρχιστράτηγος. Παντρεύτηκαν. Ο Σομπιέσκι ήταν 36 χρόνων και η Μαρία 24. Ο βασιλιάς της Πολωνίας, Μιχαήλ Βισνοβιέκι, έδειχνε δειλός και άβουλος, ενώ ο Σομπιέσκι γινόταν ο φόβος και ο τρόμος των Οθωμανών, τους οποίους τσάκισε σε τέσσερις μάχες, μέσα σε δέκα μέρες, τον Νοέμβριο του 1673. Στις 11 του μήνα, ο Μιχαήλ Βισνοβιέκι, πέθανε. Η Πολωνία είχε ανάγκη έναν γενναίο, αποφασιστικό και ικανό βασιλιά. Οι απανωτές νίκες του Σομπιέσκι ήταν πολύ επίκαιρες και καθοριστικές. Η Μαρία έβαλε μπροστά τις γνωριμίες της και το γαλλικό χρήμα ήρθε να ενισχύσει την υποψηφιότητά του. Ο ίδιος ο αρχιστράτηγος εμφανίστηκε στην Βαρσοβία επικεφαλής 6.000 στρατιωτών που, για την περίσταση, ζητωκραύγαζαν στο όνομά του. Και αντίπαλος της προκοπής δεν υπήρχε. Ο Σομπιέσκι εκλέχτηκε βασιλιάς Ιωάννης Γ’. Ήταν το 1674. Οι Οθωμανοί είδαν τον Ιωάννη Σομπιέσκι γι’ άλλη μια φορά μπροστά τους, στα 1675. Με 5.000 καβαλάρηδες, τσάκισε τον στρατό του σουλτάνου που αριθμούσε 20.000 άνδρες (24 Αυγούστου). Την 1η Απριλίου 1683, υπέγραφε συνθήκη με την Αυστρία: Σε περίπτωση που οι Τούρκοι εισέβαλαν στην αυτοκρατορία, στρατός 40.000 Πολωνών θα έσπευδε να βοηθήσει. Σε περίπτωση που εισέβαλαν στην Πολωνία, στρατός 60.000 της αυτοκρατορίας θα ενίσχυε τον Σομπιέσκι. Οι Οθωμανοί προτίμησαν την Βιέννη που την πολιόρκησαν τον Ιούλιο του 1683 με στρατό 250.000 ανδρών. Οι υπερασπιστές αριθμούσαν 20.000 άνδρες. Ο Ιωάννης Σομπιέσκι ξεκίνησε από την Βαρσοβία επικεφαλής 25.000 ανδρών. Στην Αυστρία, ενώθηκαν μαζί του και 30.000 που ο αδελφός του αυτοκράτορα είχε συγκεντρώσει. Οι συνολικά 55.000 έπεσα σαν τυφώνας πάνω στους 250.000 του Καρά Μουσταφά και τους τσάκισαν. Ήταν 12 Σεπτεμβρίου του 1683 και ο βασιλιάς της Πολωνίας, Ιωάννης Σομπιέσκι, είχε σώσει την Ευρώπη όλη από την οθωμανική απειλή. Οι μισοί άνδρες του είχαν σκοτωθεί αλλά ο ίδιος μπήκε θριαμβευτής ως επίσημος προσκεκλημένος στη Βιέννη. Όταν ο Σομπιέσκι επέστρεψε στην Βαρσοβία, βρήκε την πρωτεύουσά του να ξεχειλίζει από υπερηφάνεια. Βρήκε και Γάλλους καλλιτέχνες και συγγραφείς να έχουν συρρεύσει εκεί για να θαυμάσουν την πόλη που ήταν η πατρίδα του σωτήρα. Βρήκε και Ιταλούς ζωγράφους, αρχιτέκτονες και γλύπτες που η φήμη του τους είχε φέρει. Ο Σομπιέσκι αγαπούσε την Γαλλίδα γυναίκα του, αγαπούσε και ότι προερχόταν από την πατρίδα της. Ο θρυλικός «Ελ Σιντ» του Κορνέιγ ανεβάστηκε στην πολωνική σκηνή. Μπαρόκ παλάτια κτίστηκαν. Ο Ιωάννης Σομπιέσκι πέθανε στις 17 Ιουνίου του 1696, σε ηλικία 67 χρόνων. Στις 5 Οκτωβρίου 1944, οι σοβιετικές δυνάμεις που προέλαυναν ακάθεκτες στα Βαλκάνια κι αποκτούσαν επαφή με τους παρτιζάνους του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία, ενώ η Βουλγαρία κήρυσσε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας αλλά καταλαμβανόταν από τους Σοβιετικούς. Οι Αγγλοι έκαναν απόβαση στην Ελλάδα στις 24 του Σεπτεμβρίου. Οι Γερμανοί αποφάσισαν να εκκενώσουν τα Βαλκάνια. Στις 12 Οκτωβρίου 1944, χιλιάδες λαού ξεχύθηκαν στους δρόμους της Αθήνας πανηγυρίζοντας, καθώς ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης εξαφανίστηκε με τη σβάστικα υπό μάλης. Η υποστολή της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη γιορτάστηκε ως το ύστατο σημάδι για την απελευθέρωση που επιτέλους ήλθε. Η Αθήνα δεν κοιμήθηκε. Όλα λειτουργούσαν άψογα, παρά το κενό εξουσίας: Οι Αγγλοι δεν πρόλαβαν να φτάσουν, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου βρισκόταν ακόμα στο Κάιρο και ο ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), όπως έχει ήδη συμφωνήσει, δεν έκανε επίσημα την εμφάνισή του. Με ενέργειες του ΕΑΜ (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου), στις 10 Μαρτίου 1944 συγκροτήθηκε η ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης) που μεταβλήθηκε σε κυβέρνηση του βουνού. Με εκλογική διαδικασία στις απελευθερωμένες από τον ΕΛΑΣ περιοχές, η ΠΕΕΑ απέκτησε τη λαϊκή εντολή. Στο Κάιρο, την εκεί εξόριστη κυβέρνηση ανέλαβε ως πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου (Απρίλιος 1944) που συγκάλεσε σε σύσκεψη όλους τους παράγοντες της αντίστασης. Οι αποφάσεις (Μάιος του 1944) περιλαμβάνονταν στην αποκληθείσα «Χάρτα του Λιβάνου»: Θα σχηματιζόταν κυβέρνηση εθνικής ενότητας και ένα δημοψήφισμα θα αποφάσιζε για το μέλλον του στέμματος, γύρω από το οποίο περιστρέφονταν και οι κύριες διαφωνίες. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου έφτασε, από το Κάιρο, στην ελεύθερη Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου 1944, ενώ τη στρατιωτική διοίκηση της πρωτεύουσας είχε αναλάβει, τέσσερις μέρες πριν, ο Αγγλος στρατηγός Σκόμπι. Το μέλλον θα αποδεικνυόταν ζοφερό. Όλες οι εφημερίδες την ημέρα της κήρυξης της δικτατορίας ήξεραν ότι η συνέχιση της κυκλοφορίας τους δεν θα συμβάδιζε πλέον με την ελεύθερη διατύπωση της άποψής τους. Άλλωστε η φίμωση του Τύπου ήταν από τα πρώτα μέτρα της νέας κατάστασης με μια σειρά από «απαγορεύεται»: «Απαγορεύεται η εμφάνιση λευκού εις τας στήλας των εφημερίδων. Απαγορεύεται απολύτως η αναγραφή πληροφορίας η οποία να αποκαλύπτει την άσκησιν προληπτικής λογοκρισίας. Απαγορεύεται οποιαδήποτε κρίση περί του έργου της κυβερνήσεως εκτός αν είναι ευμενής. (…) Απαγορεύεται η αναγραφή οιασδήποτε κυκλοφορίας αφορούσης πολιτικά κόμματα και πολιτευομένους εν γένει, ως και η αναγραφή των ονομάτων αυτών. Εν γένει οι εφημερίδες δέον όπως εκθύμως και ενθουσιωδώς δι’ άρθρων, σχολίων και πάσης φύσεως δημοσιευμάτων, συμβάλλωσι εις το αναμορφωτικόν και δημιουργικόν έργον της κυβερνήσεως». Ο δικτάτορας δεν θα μπορούσε να ήταν πιο σαφής: Απαγορεύονται τα πάντα εκτός από το λιβάνισμά του. Τα «ήθη» της «Νέας Εποχής» Χαρακτηριστική περιγραφή της τραγελαφικής κατάστασης που υπήρχε τότε στον ελληνικό Τύπο έχουμε από τον δημοσιογράφο και συγγραφέα θεατρικών έργων Πάνο Παπαδούκα: «Σύμφωνα με τα δημοσιευόμενα στον Τύπο της ωραίας εκείνης εποχής, η Ελλάς ήταν το ευτυχέστερο κράτος της υφηλίου, υπό την αρχηγίαν του Πρώτου Στρατιώτου, πρώτου Εργάτου, πρώτου Στρατηγού, πρώτου Αγρότου και πρώτου Αθλητού της Ελλάδος, ούτε καταιγίδες καταστροφικές εσημειώνοντο, ούτε ποτάμια επλημμύριζαν, ούτε χάλαζα μεγέθους λεπτοκαρύου έπεφτε, ούτε δάκος πείραζε τις ελιές, ούτε ξηρασία τα σπαρτά, ούτε επιζωστία τα ζώα. Αυτά δεν επιτρεπόταν να γραφούν, επί απειλή διακοπής της εκτυπώσεως. Η λογοκρισία τα έσβηνε. Γιατί όλα αυτά τα φυσικά φαινόμενα εσέβοντο το καθεστώς της δικτατορίας και επεφυλάσσοντο να επιπέσουν σε περίοδο ελευθεροτυπίας». Και... αυτολογοκριτής! Οι πολύ παλιότεροι δημοσιογράφοι θα θυμούνται την περίπτωση όπου ο Μεταξάς, κάνοντας τη δική του «πορεία προς τον λαό», είχε φτάσει σε κάποιο χωριό που ονομαζόταν Προβατά. Οι αρχισυντάκτες των εφημερίδων περίμεναν το σύνηθες κείμενο για τη «θερμή υποδοχήν από πλήθος κόσμου», όταν έφτασε από το γραφείο Τύπου με την υπενθύμιση «υποχρεωτική δημοσίευση» μια σπαρταριστή περιγραφή που τη δημοσίευσαν αυτούσια με πολύ μεγάλη χαρά. Οι κάτοικοι του χωριού Προβατά είχαν μεταμορφωθεί στο κείμενο της προπαγάνδας σε πρόβατα, δίνοντας στη μεταξική περιοδεία μια αξεπέραστη σουρεαλιστική περιγραφή: « Ως πρόβατα οι κάτοικοι ήλθαν εις τον σταθμόν, διά να υποδεχτούν τον πρώτον Αγρότην. Ως πρόβατα εξέσπασαν εις ζητωκραυγάς. Ως πρόβατα άνδρες και γυναίκες…». Η λογοκρισία είχε επιβληθεί σε όλα τα μέσα ενημέρωσης, και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτόν τον κανόνα το ραδιόφωνο, που έπαιζε τον ρόλο της τηλεόρασης της εποχής. Στο παρακάτω έγγραφο-ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε σήμερα, βλέπουμε την ανάγκη που είχε το καθεστώς να φιλτράρει και την παραμικρή είδηση που μπορούσε να περάσει στο κοινό, σε σημείο που για να μην... κουράζουν τον μέχρι τότε αρμόδιο υπάλληλο του ραδιοφώνου, του φέρνουν δίπλα του επιπλέον υπαλλήλους, οι οποίοι θα απασχολούνται αποκλειστικά με το έργο της λογοκρισίας, και που θα είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να κόψουν μια εκπομπή στον αέρα. Θαυμάστε προνοητικότητα: «Προς τον διευθυντή μουσικών εκτελέσεων, ρυθμιστήν του τόνου και μηχανικών ραδιοφωνικών θαλάμων. Ενταύθα. Κατά το διαρρεύσαν χρονικόν διάστημα της λειτουργίας του Ραδιοφωνικού Σταθμού, κατέστη έκδηλος η ανάγκη της παρακολουθήσεως των εκπομπών προς πρόληψιν πάσης μεταδόσεως δυνάμενης καθ’ οιονδήποτε τρόπον να βλάψει τα συμφέροντα του κράτους και του ραδιοφωνικού σταθμού. Επειδή όμως διεπιστώθη ότι υμείς, λόγω της φύσεως της υπηρεσίας σας, απαιτούσης απόλυτον προσοχήν διά την ρύθμιση του ήχου, δεν δύνασθε να παρακολουθήσετε και το περιεχόμενον της εκπομπής, διά τούτο η υπηρεσία ημών ανέθεσεν την άσκησιν της υπηρεσίας ταύτης εις υπαλλήλους αποκλειστικώς απασχολούμενους με την παρακολούθησιν της εκπομπής. Κατά συνέπειαν επειδή ενδέχεται εν απολύτω ανάγκη να απαιτηθεί και διακοπή της εκπομπής, παρακαλούμεν υμάς όπως εν τοιαύτη περιπτώσει τόσον κατ’ αίτησιν του υπαλλήλου ελέγχου όσον και υμείς εν ενδεχομένη περιστάσει προβείται εις την διακοπήν της εκπομπής. Εντολή Γενικού Διευθυντού Ο επόπτης ασφαλείας ΥΠΕ Διον. Μπαζίνας». Ο πνευματικός κόσμος Ήδη από τις πρώτες ημέρες της δικτατορίας ξεκίνησε το κάψιμο βιβλίων συγγραφέων που θεωρούνταν επικίνδυνοι για την «ιδεολογική καθαρότητα της φυλής» και αντίθετα προς τις αρχές του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού». Ομάδες τραμπούκων, φασιστών, «αγανακτισμένων πολιτών» έκαιγαν σε πλατείες και δημόσιους χώρους χιλιάδες βιβλία ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Ύποπτα για αντεθνική δράση είχαν κριθεί ουσιαστικά όλα τα βιβλία τα οποία δεν αναφέρονταν στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη. Μαρξ, Ένγκελς, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Καρκαβίτσας, Παπαδιαμάντης, αρχαίοι έλληνες συγγραφείς, έπεφταν στην πυρά, πιστεύοντας οι αφελείς ότι καίγοντας π.χ. τον «Επιτάφιο» του Περικλή έριχναν στο «πυρ το εξώτερον» και τα διαχρονικά του μηνύματα, ώστε να τα αντικαταστήσουν με την κιτς ελληνομανία. Από το κάψιμο δεν γλίτωσαν ούτε καν τα σχολικά βιβλία της εποχής, που δεν είχαν προσαρμοστεί στα νέα μεταξικά δεδομένα. Οι ανακοινώσεις που καλούσαν ήδη από τις 16 Αυγούστου 1936 τον κόσμο στον δημόσιο αυτό κανιβαλισμό προκαλούν ακόμα και σήμερα ανατριχίλα: «Η Εθνική Φοιτητική Νεολαία Πειραιώς, προβαίνουσα εις την εξαφάνισην ολοκλήρου σειράς κομμουνιστικών εντύπων την προσεχήν Κυριακήν ώρα 8 μ.μ. εν τη πλατεία Πασαλιμανίου Πειραιώς, προσκαλεί άπαντες τους εθνικόφρονας νέους, όπως προσέλθουν εν τη πλατεία Τερψιθέας ίνα εν σώματι μεταβούν και συμμετάσχουν εις την τελετήν». «Καλούνται άπαντες οι εθνικόφρονες γονείς της πόλεως Πειραιώς όπως προσέλθουν κομίζοντας μεθ’ εαυτών άπαντα τα κομμουνιστικά διδακτικά βιβλία των σχολείων, ίνα καώσι ομού μετά σειράς ολοκλήρου κομμουνιστικών εντύπων τη ενέργεια της Εθνικής Φοιτητικής Νεολαίας Πειραιώς Επιτροπή Γονέων Πειραιώς». Hταν 17 Απριλίου 1808, όταν ο αυτοκράτορας Ναπολέοντας Βοναπάρτης ολοκλήρωσε τον ναυτικό αποκλεισμό της Αγγλίας, εφαρμόζοντας εμπάργκο που πρώτοι οι ’γγλοι είχαν χρησιμοποιήσει. Ένα χρόνο αργότερα, στις 6 Ιουλίου 1809, σε αποφασιστική μάχη, ο Ναπολέοντας νίκησε τους Αυστριακούς, στο Βάγκραμ, ΒΑ της Βιέννης. Οι ’γγλοι υποκίνησαν νέο πόλεμο της Αυστρίας κατά των Γάλλων. Τον Οκτώβριο του 1810, ο Ναπολέοντας συγκρούστηκε με τον αυστριακό στρατό στην Ουλμ, κοντά στη Βιέννη. Τον νίκησε πάλι, συλλαμβάνοντας 20.000 αιχμαλώτους. Μπήκε, θριαμβευτικά στη Βιέννη κι υπαγόρευσε τους όρους του. Γι’ άλλη μια φορά, η Ευρώπη αναγκάστηκε να υποκλιθεί μπροστά του. Όμως, ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ δεν υπάκουσε πιστά τις εντολές για τον αποκλεισμό των αγγλικών προϊόντων. Κατά τη συνήθειά του, ο Ναπολέοντας αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον του. Η μεγάλη γαλλική στρατιά αριθμούσε 450.000 άνδρες όταν ξεκίνησε εναντίον της Ρωσίας τον Ιούνιο του 1812. Ο Ρώσος στρατάρχης πρίγκιπας Μιχαήλ Κουτούζοφ (1745 - 1813) διέθετε 220.000 άνδρες και μιαν αχανή γη για να διαλέξει πού θα δώσει τη μάχη του. Προτίμησε τη συστηματική υποχώρηση, ακολουθώντας την τακτική της καμένης γης. Παρέσερνε τον Ναπολέοντα όλο και πιο βαθιά στη Ρωσία καίγοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Για τους Γάλλους, ο ανεφοδιασμός γινόταν όλο και από πιο μακριά, όλο και πιο δύσκολα. Οι Ρώσοι στάθηκαν να πολεμήσουν στις 17 Αυγούστου έξω από το Σμόλενσκ. Νικήθηκαν. Ο Ναπολέων μπήκε στην πόλη αλλά τη βρήκε αδειανή από κατοίκους. Προχώρησε στη Μόσχα όπου ο Κουτούζοφ είχε σταθεί για να την υπερασπιστεί. Ήταν η μάχη του Μποροντίνο που κράτησε τρεις μέρες. Έληξε στις 7 Σεπτεμβρίου 1812. Οι Γάλλοι νίκησαν με βαριές απώλειες. Μπήκαν στην πόλη και τη βρήκαν αδειανή και παραδομένη στις φλόγες. Ο Ναπολέων κατάλαβε πως έπρεπε να διασχίσει όλη τη χώρα αν επέμενε να διαπραγματευτεί με τον τσάρο. Ο χειμώνας ερχόταν απειλητικός. Τα χιόνια ίσως να του έκλειναν τον δρόμο της επιστροφής. Το χειρότερο που μπορούσε να περιμένει, ήταν ένας χειμωνιάτικος αποκλεισμός στη Μόσχα. Στις 19 Οκτωβρίου του 1812, σήμανε αποχώρηση. Τα Τάγματα Ασφαλείας υπήρξαν το νοσηρότερο δημιούργημα της δωσιλογικής κυβέρνησης του Ιωάννη Ράλλη και παράλληλα ο νόμιμος «Δούρειος Ίππος» των κατακτητών εις βάρος της αντίστασης και του ελληνικού λαού. Το φαινόμενο ήταν κυρίως ανεπτυγμένο στις μεγάλες πόλεις, γιατί στα χωριά οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ήταν κυρίαρχες. Η Θεσσαλονίκη από τις αρχές του 1944 έχει μετατραπεί σε άνδρο αυτών των ομάδων, μια και είναι το μόνο ασφαλές οχύρωμα για αυτές στην περιοχή, αφού έξω από την πόλη η κυριαρχία του ΕΛΑΣ γίνεται όλο και πιο έντονη. Το μόνο που φαίνεται να ενδιαφέρει τους κατακτητές είναι να κρατήσουν ανοιχτό το δίκτυο πιθανής αποχώρησής τους από την Ελλάδα και τον έλεγχο στις περιοχές αυτές (Μάλγαρα, Κύμινα, Νέα Ευκαρπία, Θεσσαλονίκη, Καλαμαριά, Ασβεστοχώρι, Χορτιάτης, Γιαννιτσά). Σε αυτό το πλαίσιο δρουν στην περιοχή κάποιες ένοπλες ομάδες κρούσης, οι οποίες τρομοκρατούν τους πάντες: από τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης μέχρι τη χωροφυλακή της πόλης, μια και προσπαθούν να υποκαταστήσουν τις αρμοδιότητές της. Σήμερα θα παρακολουθήσουμε τις δραστηριότητες δύο τέτοιων ομάδων στην περιοχή. Τάγμα του Σούμπερτ Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση του Σούμπερτ Φριτς ή, κατ’ άλλους, Πέτρου Κωνσταντινίδη, με την οποία ασχολήθηκε σε έρευνά της η φιλόλογος Δάφνη Θεοχάρη από τη Θεσσαλονίκη. Κατ’ αρχάς, παρ’ ότι είναι γνωστή η δράση του, είναι αμφισβητούμενη η εθνικότητά του: άλλοι υποστηρίζουν ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτρος Κωνσταντινίδης και είχε γεννηθεί στη Σμύρνη από έλληνες γονείς και, πηγαίνοντας στη Γερμανία, άλλαξε το όνομά του, ενώ νεότερες έρευνες τον χαρακτηρίζουν γερμανό που απλώς, όταν συνελήφθη μετά τον πόλεμο, έδωσε ελληνικό όνομα. Ανεξαρτήτως ονόματος, ο Σούμπερτ Φριτς ξεκίνησε την αιματηρή πορεία του από την Κρήτη με τη συγκρότηση του ΕΑΚΚ (Εθνικό Απόσπασμα Καθαρίσεως Κομμουνιστών). Το απόσπασμα ντροπής και θανάτου – που από τον τίτλο του μπορεί κάποιος να καταλάβει τους στόχους και τα μέσα που θα χρησιμοποιούσε – στελεχώθηκε κυρίως από κρατούμενους των φυλακών της Κρήτης («100 περίπου κατάδικοι Έλληνες κακούργοι εκ της Παλαιάς Ελλάδας και Κρήτης ενδεδυμένοι τας γερμανικάς στολάς...», εφημερίδα «Μακεδονία», 26.7.1944). Η δολοφονική δράση του στη μεγαλόνησο (πάνω από 200 πατριώτες θύματα) «ολοκληρώθηκε» τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν το τάγμα του μεταφέρθηκε στη Μακεδονία. Η έδρα του ΕΑΚΚ βρισκόταν σε ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη και η ακτίνα δράσης του εκτεινόταν περιφερειακά της πόλης. Εκτός από το πλιάτσικο και τη σκληρότητά του, το τάγμα του Σούμπερτ συμμετείχε σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή μαζί με άλλες ομάδες ταγματασφαλιτών, όπως αυτές του Αριστείδη Παπαδόπουλου και του Κύρου Γραμματικόπουλου στο Ελευθεροχώρι Γιαννιτσών, όπου αφήνουν πίσω τους 14 νεκρούς. Κορυφαία «φρικαλέα ατραξιόν» του τάγματος Σούμπερτ είναι η σφαγή του Χορτιάτη στις 2 Σεπτεμβρίου 1944. Εκείνη την ημέρα, σε εκκαθαριστική επιχείρηση των γερμανών ως αντίποινα για τη δολοφονία γερμανού στρατιώτη από τον ΕΛΑΣ, η ομάδα του Σούμπερτ, με επικεφαλής τον ίδιο, μπήκε στην περιοχή του Χορτιάτη. Εκεί, σύμφωνα με έκθεση που συνέταξε ο εκπρόσωπος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Εμίλ Βένγκερ, πυρπόλησαν το χωριό και δολοφόνησαν εν ψυχρώ πάνω από 149 αμάχους, ενώ παράλληλα κάποιος από το απόσπασμα θανάτου του Σούμπερτ έπαιζε βιολί! Οι περιγραφές των επιζώντων είναι τρομακτικές: «Έφτασαν τρεις άντρες του ελληνικού τάγματος και, παρά τις ικεσίες και τα κλάματα του γερμανού, μας οδήγησαν προς τον φούρνο, όπου βρίσκονταν ήδη ο δήμαρχος και η οικογένειά του. Ο δήμαρχος προσπαθούσε να εξηγήσει ότι το χωριό είχε εργαστεί για αυτά τα τάγματα, αλλά δεν τον άφηναν να μιλήσει και τον περιέλουζαν με τις χειρότερες βρισιές. Οι άνδρες του τάγματος πηγαινοέρχονταν τραγουδώντας και κραυγάζοντας. Το τάγμα ετοίμαζε τα πολυβόλα για να μας σκοτώσουν, αλλά έμοιαζαν να διστάζουν και συζητούσαν μεταξύ τους». Δύο ημέρες μετά οι ταγματασφαλίτες του Σούμπερτ επιστρέφουν στον ερειπωμένο Χορτιάτη για να λεηλατήσουν ό,τι απέμεινε από το καμένο χωριό: «Ο γιος Βάσος κατέβηκε το Σάββατο για να με επισκεφθεί στο σανατόριο (Ασβεστοχώρι). Πέρασε τη νύχτα στο σπίτι του δημάρχου Ασβεστοχωρίου. Όταν την Κυριακή (3.9.1944) θέλησε να επιστρέψει στον Χορτιάτη, τον σταμάτησαν στον δρόμο οι άνδρες του τάγματος ασφαλείας, οι οποίοι τον πήραν μαζί τους. Κάποιες γυναίκες διαβεβαίωσαν ότι είδαν να τον πυροβολούν μαζί με άλλους νέους του χωριού». Δύο χρόνια μετά τη σφαγή ο πρώην – πλέον – επιλοχίας του γερμανικού στρατού επιστρέφει για άγνωστο λόγο στην Ελλάδα με πλαστό διαβατήριο και – παραδόξως για τα χρόνια εκείνα – συλλαμβάνεται. Στη δίκη που ακολουθεί οι πάνω από 700 μάρτυρες κατηγορίας κάνουν τις εφημερίδες να γράφουν περί «αιμοβόρου τέρατος, του οποίου το όνομα θα πολιτογραφηθεί εις τα λεξιλόγια ως συνώνυμον των εγκλημάτων πολέμου» (εφημερίδα «Μακεδονία», 9.10.1947) και πείθουν το δικαστήριο να τον καταδικάσει 27 φορές σε θάνατο. Μέχρι τις τελευταίες του ώρες ο σφαγέας του Χορτιάτη και των Γιαννιτσών περιμένει κάποιον να τον σώσει από τον θάνατο και, όταν χάνει κάθε ελπίδα, γράφει γράμμα προς την κόρη του και της ζητάει να εκδικηθεί για τον «άδικο θάνατό του». Ένας συντάκτης της εφημερίδας «Μακεδονία», που είναι εκεί την τελευταία του βραδιά, καταφέρνει να πάρει τις τελευταίες του δηλώσεις: «Η Γερμανία», λέγει, «ζει και δεν πεθαίνει. Εύχομαι να ξαναγίνει μεγάλη και να μπορέσει να ξεπληρώσει όσα υποφέρει σήμερα», αλλά και αρνείται να μεταλάβει διότι «δεν έκανα και τίποτα για να μεταλάβω». Ο θάνατος του Φριτς Σούμπερτ στο εκτελεστικό απόσπασμα είναι από τις λίγες περιπτώσεις εγκληματιών πολέμου που έδρασαν στη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα και τιμωρήθηκαν από την ελληνική πολιτεία. Μόλις λίγα χρόνια μετά, το «κτήνος» της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν όχι μόνο δεν τιμωρείται, αλλά ο Καραμανλής θα ψηφίσει δύο νόμους για να τον αφήσει ελεύθερο... Απόσπασμα Δάγκουλα Ένα ενδιαφέρον στοιχείο από τη στελέχωση των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό από αυτούς ήταν πρώην στελέχη του ΕΛΑΣ που για διάφορους προσωπικούς λόγους πέρασαν στην εντελώς αντίθετη πλευρά. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Αντώνη Δάγκουλα. Ο παλιός βενιζελικός Δάγκουλας, στη διάρκεια της Κατοχής εντάσσεται στις δυνάμεις τους ΕΛΑΣ Γρεβενών, άλλα, άγνωστο γιατί, φυλακίζεται και κακοποιείται από τους πρώην συντρόφους του. Δραπετεύοντας από τη φυλακή στις 11 Οκτωβρίου 1943, ο Δάγκουλας από ΕΛΑΣίτης αντάρτης θα γίνει συνεργάτης των γερμανών και σκληρός διώκτης των κομμουνιστών. Σύντομα στρατολογεί μια ομάδα πάνω από εκατό ατόμων, η οποία εξοπλίζεται από τους γερμανούς, ονομάζεται «Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης» και είναι ντυμένη με γκρι στολές που έχουν στο περιβραχιόνιο μια νεκροκεφαλή. Σύντομα η ομάδα Δάγκουλα όχι μόνο κερδίζει την εύνοια των κατακτητών, αλλά υποσκελίζει σε «δράση» άλλες ένοπλες ομάδες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Οι «Δαγκουλαίοι» γίνονται ο φόβος και ο τρόμος όλης της περιοχής και, γνωρίζοντας ότι έχουν τη γερμανική υποστήριξη, δρουν ανεξέλεγκτοι. Καθημερινά επεισόδια με τραμπουκισμούς και δολοφονίες στους δρόμους της πόλης, εκτελέσεις κρατουμένων στην κοίτη του Γαλλικού ποταμού και 14 ατόμων στη Νέα Ευκαρπία, το μπλόκο της Καλαμαριάς με τη δολοφονία 11 κατοίκων της και το μπλόκο της Κάτω Τούμπας με την εκτέλεση 7 ατόμων ήταν λίγες μόνο από τις δραστηριότητες του αποσπάσματος θανάτου του Δάγκουλα. Τραυματίζεται στη μάχη των ταγματασφαλιτών με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στο Κιλκίς και μεταφέρεται σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Τα τραύματά του δεν φαίνονται σοβαρά, αλλά οι φρικαλεότητές του και η επίδειξη εξουσίας που έκανε στη Θεσσαλονίκη τον έχουν κάνει αντιπαθή στους πάντες. Κανείς δεν τον θέλει ζωντανό, από τους πολίτες μέχρι τους γερμανούς και τους άλλους ταγματασφαλίτες. Το τέλος της ζωής του ανήκει πλέον στη μυθολογία της Θεσσαλονίκης. ’λλοι λένε ότι τον άφησαν να πεθάνει αβοήθητος, άλλοι ότι τον σκότωσαν κάποιοι από τους πολλούς εχθρούς του, άλλοι λένε ότι το πτώμα του σκυλεύτηκε στους δρόμους της πόλης. Το σίγουρο είναι ότι ονόματα όπως του Δάγκουλα και του Σούμπερτ «στοίχειωσαν» την πόλη της Θεσσαλονίκης για πολλά χρόνια, αλλά και όλη τη ζωή όσων βρέθηκαν στο διάβα τους. Το πολιτικά τραγικό για τη χώρα μας είναι ότι θα μπορούσαμε σήμερα να πούμε ότι αυτοί οι δύο «χασάπηδες» της πόλης «έφυγαν νωρίς». Γιατί είναι σχεδόν σίγουρο ότι, αν εκείνες τις ταραγμένες ημέρες γλίτωναν τη ζωή τους, το μετεμφυλιακό «εθνικόφρον» καθεστώς της χώρας δεν θα τους άφηνε παραπονούμενους... Ο όρκος των ταγματασφαλιτών «Ορκίζομαι εις τον Θεόν τον άγιον τούτον όρκον, ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του Ανωτάτου Αρχηγού του Γερμανικού Στρατού Αδόλφου Χίτλερ. Θα εκτελώ πιστώς άπασας τας ανατεθεισομένας μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις τας διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς ότι διά μίαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεων μου, τας οποίας διά του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή παρά των Γερμανικών Στρατιωτικών Νόμων»21 Σεπτεμβρίου 1792: Το τέλος της βασιλείας 19 Οκτωβρίου 1216: Ο Ιωάννης Ακτήμων 9 Νοεμβρίου 1866: Ολοκαύτωμα στο Αρκάδι Η δίκη ορόσημο στον αγώνα κατά της χούντας Δεκεμβριανά: Η τέχνη μπροστά στη σφαγή 16 Νοεμβρίου 1864: Ο Γεώργιος Α’ ορκίζεται στο σύνταγμα 26 Οκτωβρίου 1912: Η Θεσσαλονίκη ελληνική 4 Δεκεμβρίου 1825: Η επανάσταση των Δεκεμβριστών 2 Νοεμβρίου 1917: Η «Διακήρυξη Μπάλφουρ» 30 Νοεμβρίου 1939: Εισβολή στη Φιλανδία 7 Δεκεμβρίου 1941: Στο Περλ Χάρμπορ
21 Δεκεμβρίου 1958: Η 5η Γαλλική Δημοκρατία28 Δεκεμβρίου 1909: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην Αθήνα 4 Ιανουαρίου 1963: Το γαλλικό «όχι» στη Βρετανίας για την ΕΟΚ Ελλη Λαμπέτη - Μάνος Κατράκης στο σανίδι της αξιοπρέπειας 17 Αυγούστου 1629: Ο Ιωάννης Σομπιέσκι 12 Οκτωβρίου 1944: Η απελευθέρωση της Αθήνας Πρώτο θύμα της δικτατορίας η ελευθερία του λόγου 7 Σεπτεμβρίου 1812: Η μάχη του Μποροντίνο Τα... «μπάσταρδα» του Χίτλερ που έσφαζαν μετά μουσικής