Δίκαιο
Βυζαντινών βίος και πολιτεία, μέσα από την Ζ΄ οικουμενική σύνοδο[1] .
Στην διάρκεια της Ζ΄ οικουμενικής συνόδου, η οποία έλαβε χώρα στην Νίκαια της Βιθυνίας το έτος 787, εκτός από τα πρωτεύοντα ζητήματα, της επίλυσης των δογματικών διαφορών που προήλθαν από τις επονομαζόμενες εικονομαχικές έριδες, συζητήθηκαν και δευτερεύοντα ζητήματα που άπτονταν του καθημερινού βίου και αναφέρονταν κυρίως σε κληρικούς και μοναχούς, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις και στους λαϊκούς. Οι σχετικοί νομοθετικοί κανόνες που υιοθετήθηκαν επιδίωκαν να ρυθμίσουν, στην λεπτομέρειά τους, τις πράξεις και τις συμπεριφορές των πληθυσμιακών αυτών κατηγοριών. Έτσι, πέρα από το νομικό ενδιαφέρον που έχουν, αποκτούν, λόγω της ιδιομορφίας των ρυθμιζομένων ζητημάτων και επιπρόσθετο χρονογραφικό.
Διπλοθεσίτες
Στο αφηγηματικό μέρος μιας νεαράς του αυτοκράτορα Ηρακλείου του έτους 617 περιέχεται με σαφήνεια η πληροφορία, ότι δεν ήταν λίγοι οι κληρικοί που προσπαθούσαν να επιτύχουν θέση σε δύο ή και περισσότερους ναούς, πράγμα που – όπως τονίζεται στη νεαρά – είναι αντίθετο με τους ιερούς κανόνες και προκαλεί μεγάλη αταξία και σύγχυση. Στη συνέχεια απαγορεύει η διάταξη την τοποθέτηση του ίδιου προσώπου σε δύο θέσεις, υπό την απειλή ολόκληρης σειράς ποινών, τόσο εκκλησιαστικών όσο και κοσμικών. Ειδικότερα, εκτός από το ανίσχυρο της πράξεως, ο διπλός διορισμός συνεπάγεται ποινή πέντε λίτρων χρυσού για αυτόν που πραγματοποίηση τον διορισμό και τριετή αργία χωρίς αποδοχές για τον διοριζόμενο, εκτός από άλλες (εκκλησιαστικές) ποινές, των οποίων η επιβολή επαφίεται στην κρίση του πατριάρχη. Η ίδια ακριβώς απαγόρευση περιέχεται και στον κανόνα 15. Για την θεμελίωση της απαγορεύσεως γίνεται επίκληση των λόγων του Κυρίου (Ματθαίου 6.24) και του Αποστόλου Παύλου (Α΄ Κορ. 7.21). Προφανώς όμως κρίθηκε περιττή η αναφορά στην προηγηθείσα αυτοκρατορική νομοθεσία που ρύθμισε το ίδιο θέμα.
Το κείμενο του κανόνα περιέχει ακολούθως δύο διατάξεις που είναι ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτες, γιατί παρέχουν ενδιαφέροντα στοιχεία που επιτρέπουν την συναγωγή συμπερασμάτων για την οικονομική κατάσταση του κλήρου στο δεύτερο ήμισυ του 8ου αιώνα. Πρώτον : Η απαγόρευση της διπλοθεσίας ισχύει μόνο στην πρωτεύουσα, ενώ στην ύπαιθρο χώρα μπορεί να γίνει ανεκτή «διά την έλλειψιν των ανθρώπων». Από την φράση αυτή είναι δυνατό να συναγάγει κανείς, ότι έξω από την Κωνσταντινούπολη δεν υπήρχαν αρκετά πρόσωπα, που ήταν κατάλληλα για την ανάληψη εκκλησιαστικών καθηκόντων ή που ήταν διατεθειμένα να αναδεχθούν τα βάρη τα οποία τα καθήκοντα αυτά συνεπάγονται. Δεύτερον : Οι συντάκτες του κανόνα έλαβαν υπ’ όψη το ενδεχόμενο, να μην εξαρκούν τα εισοδήματα ενός κληρικού για την συντήρησή του. Στην περίπτωση αυτή παραπέμπουν στους λόγους του Αποστόλου Παύλου (Πραξ. 20.34, Α΄ Κορ. 4.12), όπου αυτός βεβαιώνει ότι η εργασία των χειρών του κάλυψε τις ανάγκες τόσο τις δικές του όσο και των συντρόφων του. Με την υπόμνηση αυτή υποδεικνυόταν στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να συμπληρώσουν το γλισχρό εισόδημά τους με την άσκηση κάποιου επαγγέλαμτος, κατά προτίμηση όμως χειρωνακτικού. Η υπόδειξη αυτή απευθυνόταν κυρίως – όχι όμως και αποκλειστικώς – προς τους κληρικούς της Κωνσταντινουπόλεως, γιατί αυτούς αφορούσε η απαγόρευση της καταλήψεως δύο εκκλησιαστικών θέσεων.
Συγκατοίκηση κληρικών με ξένες γυναίκες
Η συνήθεια της συγκατοικήσεως των κληρικών με ξένες, δηλαδή όχι συγγενείς τους γυναίκες είτε με το σκοπό της ηθικής τελειώσεως διά της ασκήσεως, είτε ακόμη και για την διοίκηση του νοικοκυριού και την εκτέλεση των οικιακών εργασιών (συνείσακτοι, αδελφαί, αγαπηταί, virgines subintroductae), ανάγεται, ως γνωστόν, στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Εξ ίσου παλαιές είναι και οι προσπάθειες του νομοθέτη, τόσο του εκκλησιαστικού όσο και του πολιτειακού, να εξαφανίσουν το κακό αυτό. Η συνεχής όμως επανάληψη της απαγορεύσεως δείχνει, ότι η εκρίζωση αυτού του «εθίμου» δεν ήταν καθόλου εύκολη. Αντιθέτως μάλιστα φαίνεται πως το κακό χειροτέρευε, γιατί από το κείμενο του παρόντα κανόνα, που απαγορεύει να κατοικούν γυναίκες σε επισκοπεία και σε μονές, προκύπτει ότι κατά την εποχή εκείνη δεν ήταν ασυνήθιστη η παρουσία γυναικών μέσα σε ανδρικά μοναστικά ιδρύματα. Κάτι τέτοιο όμως σε παλαιότερους χρόνους, στους οποίους ακόμη και η είσοδος γυναικών σε ανδρικές μονές απαγορευόταν αυστηρά, ήταν αδιανόητο.
Οι «μικτές» μονές
Στους πρώτους χρόνους με τα την εμφάνιση του μοναχισμού η ύπαρξη κοινών μονών για άνδρες και γυναίκες δεν ήταν κάτι το άγνωστο. Επειδή όμως μοναχικά καθιδρύματα αυτής της μορφής έρχονταν σε άμεση αντίθεση με το πνεύμα και την ουσία του μοναχικού βίου, απαγορεύθηκαν από τον Ιουστινιανό. Εκτός από αυτά τα γνησίως «μικτά» μοναστήρια, υπήρχαν και τα λεγόμενα «διπλά», στα οποία μοναχοί και μονάστριες διαβιούσαν χωριστά μεν, αλλά σε οικήματα που δεν απείχαν πολύ μεταξύ τους, και υπό κοινή διοίκηση. Είναι όμως δυνατό να μην γινόταν πια κατά την εποχή της Ζ΄ οικουμενικής συνόδου ορολογική διάκριση ανάμεσα στους δύο αυτούς τύπους μονών. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί η διατύπωση του κειμένου στις πρώτες φράσεις του κανόνα αυτού.
Από άποψη περιεχομένου των διατάξεων μπορεί εύκολα να παρατηρηθεί, ότι όλες αυτές οι επιταγές και απαγορεύσεις σχετικά με τη διαβίωση των μοναχών και των δύο φύλων υπάρχουν – και μάλιστα με πολύ λεπτομερέστερη διατύπωση – στις ρυθμίσεις των ιουστινιάνειων νεαρών.
Κώδικας καλής συμπεριφοράς «γύρω από την τράπεζα»
Ο κανόνας 22 της συνόδου αναφέρεται στη συμπεριφορά κατά την ώρα του φαγητού γενικότερα μεν των χριστιανών, αλλά πιο συγκεκριμένα των κληρικών και των μοναχών. Επί των λαϊκών, γράφει το κείμενό μας, δεν απαγορεύεται να συντρώγουν με πρόσωπα διαφορετικού φύλου. Οφείλουν όμως να αποφεύγουν τις μιμικές παραστάσεις, τα σατανικά άσματα και τις άσεμνες κινήσεις, αλλιώς υποβάλλονται σε κανονικά επιτίμια. Από τα περιγραφικά στοιχεία των απαγορεύσεων προκύπτει βεβαίως, ότι οι συντάκτες του κανόνα είχαν κατά νουν συνεστιάσεις εορταστικού χαρακτήρα και όχι ασφαλώς το καθημερινό τραπέζι μιας οικογένειας. Οι κληρικοί όμως, συνεχίζει το κείμενο, δεν επιτρέπεται να έχουν ως συνδαιτημόνες πρόσωπα θηλυκού γένους, εκτός αν παρευρίσκονται πολλοί ακόμη ευσεβείς άνδρες και γυναίκες. Πολύ περισσότερο ισχύουν οι περιορισμοί αυτοί για τους μοναχούς, που είναι υποχρεωμένοι κατά τη διάρκεια του φαγητού να κάθονται μόνοι και σιωπηλοί – εξυπακούεται, όταν ευρίσκονται εκτός της μονής τους.
Μην μπορώντας όμως ο κανονικός νομοθέτης να αγνοήσει τις δυσκολίες του καθημερινού βίου, έκανε μία υποχώρηση : Αν ένας κληρικός ή μοναχός οδοιπορεί και δεν είναι εφοδιασμένος με τα απαραίτητα για την διατροφή του, εφ’ όσον πιέζεται από την ανάγκη, μπορεί – με την επιβαλλόμενη πάντοτε ευλάβεια – να καταφύγει σε δημόσιο πανδοχείο ή σε ιδιωτική οικία.