Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009


Ιστορια της Τεχνολογιας



H κλασική εποχή
Δοχείο για ελαιόλαδο
Παράσταση συλλογής ελαιόκαρπου
Καταρχάς, η ονομαζόμενη εδώ συνοπτικά κλασική εποχή της παγκόσμιας Ιστορίας του πολιτισμού καλύπτει τις ιστορικές εποχές που αναφέρονται στην ελληνική Ιστορία ως ύστερη γεωμετρική, αρχαϊκή και κλασική. Το όριο του έτους 750 π.Χ. είναι προφανώς συμβατικό! Πρόκειται κατά προσέγγιση για το έτος κατασκευής του πρώτου αγγείου με ελληνική επιγραφή που έχει βρεθεί μέχρι στιγμής. είναι η «οινοχόη Διπύλου», στην οποία αναγράφεται (με σημερινή ελληνική γραφή):

ΝΙΜΝΑΚΕΔΟΤΟΤΕΙΖΑΙΠΑΤΑΤΟΛΑΤΑΝΟΤΝΑΠΝΟΤΣΕΧΡΟΝΥΝΣΟΗ

(διαβάζεται από δεξιά προς τα αριστερά) και σημαίνει «όποιος χορεύει καλύτερα από όλους να αποκτήσει αυτό (το έπαθλο)» Σ' αυτή την επιγραφή περιέχονται και μερικοί φοινικικοί χαρακτήρες, άρα φαίνεται να προέρχεται από μια εποχή που δεν είχε αποσαφηνιστεί ακόμα το νέο ελληνικό αλφάβητο. Με τον όροελλαδικός χώρος εννοούμε μια σειρά από πόλεις που διοικούνται αυτόνομα, χωρίς να υπάρχει κάποια ανώτερη κεντρική εξουσία σε πανελλαδικό επίπεδο.

Επειδή γύρω από τις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας υπάρχει μια εκτεταμένη μυθοπλασία, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι πληροφορίες μας γι' αυτές είναι πολύ περιορισμένες και αναφέρονται κυρίως στην αρχαία Αθήνα. Συνολικά υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο περί τις 150 αυτόνομες πόλεις, ενώ έχουμε περιορισμένες πληροφορίες μόνο για περίπου 10 από αυτές. Από τις πόλεις του ελλαδικού χώρου ξεχώρισαν σταδιακά, αφενός η Σπάρτη, η οποία διακρίθηκε στη στρατιωτική οργάνωση και αφετέρου η Αθήνα, στην οποία ευδοκίμησαν η άμεση δημοκρατία, οι τέχνες και τα γράμματα.

Η αθηναϊκή κοινωνία αυτής της εποχής αποτελείτο από λίγες, σαφώς διαχωρισμένες τάξεις: Τους πολίτες, με εσωτερικές ταξικές και επαγγελματικές υποδιαιρέσεις, τους μέτοικους και τους δούλους. Ως πολίτες αναγνωρίζονταν οι απόγονοι πολιτών και όσοι είχαν αποκτήσει τα δικαιώματα τιμής ένεκεν. Ένα μικρό ποσοστό των πολιτών, κάπου 6%, ήταν οι ιδιοκτήτες γεωργικών εκτάσεων, βιοτεχνικών εργαστηρίων και εμπορικών καταστημάτων. Αυτοί οι πλούσιοι πολίτες είχαν την υποχρέωση να αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση διοικητικών, θρησκευτικών και στρατιωτικών υπηρεσιών στην πόλη. για τη στρατιωτική υπηρεσία έπρεπε να προμηθεύονται δε με δικά τους έξοδα τον οπλισμό τους. Πέρα από αυτά, οι πιο μορφωμένοι πολίτες ασχολούνταν με συζητήσεις για φιλοσοφικά και πολιτικά ζητήματα. Η πλειοψηφία των πολιτών ήταν αγρότες που διέθεταν μικρές γεωργικές ιδιοκτησίες και ένα ζευγάρι βόδια (ζευγίτες). Οι φτωχοί πολίτες (θήτες) διέθεταν ελάχιστη περιουσία και έπαιρναν θέση κωπηλάτη στα πολεμικά σκάφη.

Αν και η αθηναϊκή κοινωνία είχε καθιερώσει την «Εργάνη Αθηνά» ως προστάτιδα των τεχνιτών και της χειροτεχνίας, οι εύποροι πολίτες της Αθήνας θεωρούσαν υποτιμητικό να ασχολούνται οι ίδιοι με χειρωνακτική εργασία, αφού γι' αυτό το σκοπό υπήρχαν οι μέτοικοι και οι δούλοι! Αυτοί οι πολίτες άφηναν μάλιστα τα νύχια των χεριών τους να μεγαλώνουν, ως ένδειξη αποχής από χειρονακτικές εργασίες. Η περιφρόνηση για τις πρακτικές ενασχολήσεις ήταν ο σημαντικότερος λόγος που δεν επέτρεψε σε φωτεινά πνεύματα της εποχής να καταπιαστούν με τεχνικές επινοήσεις, στις οποίες χωρίς αμφιβολία θα είχαν λαμπρές επιδόσεις! Ο Αριστοτέλης κωδικοποιεί αργότερα αυτή την αντίληψη στο βιβλίο τουΠολιτικά με τη φράση: «... στην ευνομούμενη πόλη ... οι πολίτες δεν κάνουν τη ζωή, ούτε του τεχνίτη ούτε του εμπόρου, γιατί τέτοια ζωή στερείται αρχοντιάς και είναι εχθρική προς την τελειότητα του χαρακτήρα.»

Οι μέτοικοι και οι δούλοι είχαν υποδεέστερη αντιμετώπιση από αυτή των πολιτών και υπάγονταν σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση (μέτοικοι) και τη σχέση εξάρτησης με τον κύριό τους (δούλοι). Οι μέτοικοι αποτελούσαν το τεχνικό προσωπικό και ήταν οι φορείς της τεχνικής γνώσης και των τεχνικών δεξιοτήτων. Δεν διέθεταν μόνιμο τόπο εγκατάστασης και περιφέρονταν στις διάφορες πόλεις που έβρισκαν εργασία. Έτσι μετέδιδαν και τις τεχνικές γνώσεις που διέθεταν σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο χώρο! Σε κάποιες εποχές έγιναν ομαδικές μετεγκαταστάσεις μετοίκων, όπως μιας ολόκληρης αποικίας μεταλλωρύχων από τη Θράκη στο Λαύριο και ο πληθυσμός μιας πόλης της Φρυγίας στη Βοιωτία. Αυτοί οι μετανάστες δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και προνόμια και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα παραμονής και εργασίας στην πόλη αποκτούσαν την ιδιότητα του μετοίκου. Για να διατηρούν αυτή την ιδιότητα πλήρωναν ετήσιο φόρο στην πόλη, το μετοίκιο, αλλιώς υποβιβάζονταν στην τάξη των δούλων.

Οι μέτοικοι δεν είχαν δικαίωμα ιδιοκτησίας γης και συμμετοχή στη διοίκηση της πόλης, ήταν όμως υποχρεωμένοι, ανάλογα με την περιουσιακή τους κατάσταση, να στρατεύονται: Υπηρετούσαν στο πεζικό ως οπλίτες και στον στόλο ως κωπηλάτες, αποκλείονταν όμως από το ιππικό. Με την πάροδο των δεκαετιών και λόγω των εξειδικευμένων γνώσεών τους, είχαν καταλάβει οι μέτοικοι όλες τις θέσεις παραγωγής και εμπορίου. Μονοπωλούσαν τα επαγγέλματα του ξυλουργού, του ξυλογλύπτη, του μεταλλουργού, του χρωματιστή, του κοπτοράπτη ενδυμάτων, του παρασκευαστή χρωμάτων και βερνικιών κ.ά. Δεν ήταν δε μόνο χειρώνακτες εργάτες, αλλά επίσης επιστάτες, εγοδηγοί, εργολάβοι και επιχειρηματίες. Οι διακεκριμένοι μέτοικοι ήταν δυνατόν να ανέλθουν στην τάξη των πολιτών, εφόσον γίνονταν δεκτοί από το δήμο, σε δύο ψηφοφορίες με τουλάχιστον 6.000 συμμετέχοντες κάθε μία.

top/κορυφή
Η δημοκρατία εξελίχθηκε στο πολιτικό περιβάλλον της Αθήνας και λέγεται μερικές φορές ότι δεν θα ήταν δυνατή, αν δεν υπήρχαν οι δούλοι που εκτελούσαν τις επίπονες εργασίες και δημιουργούσαν ελεύθερο χρόνο στους πολίτες. Αυτό ίσως να βοήθησε οργανωτικά τη λειτουργία της δημοκρατίας, αλλά σίγουρα δεν αποτέλεσε ικανή συνθήκη για τη δημιουργία της. Απ' τη μια πλευρά, στην Ασία, στην Αφρική και αλλού υπήρχαν παντού καθεστώτα με παράδοση στη δουλεία, αλλά κανένα δεν ανέπτυξε ούτε ίχνος δημοκρατικών θεσμών. Απ' την άλλη, ακόμα και στη μεταγενέστερη Ρώμη, η οποία είχε την εμπειρία της αθηναϊκής δημοκρατίας, η τάξη των πληβείων κατόρθωσε να αποσπάσει μόνο ασήμαντες παραχωρήσεις από τις ηγετικές ολιγαρχικές οικογένειες και τάξεις.

Μία άλλη σύγχυση που γίνεται συχνά στις μέρες μας, αφορά τη σύγκριση της αθηναϊκής άμεσης δημοκρατίας με τη σύγχρονη αντιπροσωπευτικήδημοκρατία. Η αθηναϊκή δημοκρατία μπορεί να υπήρξε «σπέρμα αλλά όχι πρότυπο» (Κ. Καστοριάδης) για τα δημοκρατικά συστήματα που προέκυψαν στο τέλος του Μεσαίωνα και οριοθέτησαν στον πολιτικό τομέα το πέρασμα προς την Αναγέννηση. Έκτοτε οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις υπήρξαν τελείως διαφορετικές, σε σύγκριση με την Αρχαιότητα, και η δημοκρατία οικοδομήθηκε σε διαφορετική βάση και διαφορετική λογική. Στην άμεση δημοκρατία της Αθήνας, η οποία διήρκεσε, με διάφορους κλυδωνισμούς, από την εποχή του Σόλωνα μέχρι την επικράτηση των Μακεδόνων, περί τα 260 έτη, συμμετείχαν οι πολίτες αυτοπροσώπως, συνήθως σε μεγάλο ποσοστό, και αποφάσιζαν για κάθε θέμα που απασχολούσε το Δήμο.

Στη σύγχρονη βιομηχανική εποχή οι κοινωνίες είναι συγκροτημένες σε κράτη με τεράστιους πληθυσμούς (Κίνα, Ινδίες, ΗΠΑ, Ρωσία κ.α) και ταυτόχρονα κάθε μεγαλούπολη έχει μεγαλύτερο πληθυσμό από όλο τον ελληνόφωνο χώρο της Αρχαιότητας (από τη Σαγκάη με τα 17 μέχρι τη σύγχρονη Αθήνα με τα 4 εκατομμ. κατοίκους). Ακόμα, η εξειδικευμένη γνώση για την επίλυση κάθε προβλήματος που απαιτεί ενέργειες της εκτελεστικής εξουσίας, κατέχεται από διάφορες μικρές ομάδες ατόμων και δεν είναι δυνατόν να ενημερωθεί επαρκώς και σε σύντομο χρονικό διάστημα το σύνολο του πληθυσμού μιας πόλης, μιας επαρχίας ή ενός κράτους Έτσι, φαίνεται να είναι ανέφικτο να έχουν σήμερα θεσμοί άμεσης δημοκρατίας την απαιτούμενη ευελιξία και να αποδώσουν οργανωτικά και λειτουργικά. Και τέλος, όσες προσπάθειες έγιναν κατά τους τελευταίους αιώνες για τη δημιουργία θεσμών άμεσης δημοκρατίας, αυτές δεν ευδοκίμησαν για διάφορους λόγους.

Ενδιαφέρον είναι να θυμηθούμε ακόμα τη διαφορά στο πολίτευμα και στην κοινωνία μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Γράφει ο Θουκυδίδης ότι είπαν Κορίνθιοι απεσταλμένοι στη Σπάρτη: «Αυτοί (οι Αθηναίοι) είναι καινοτόμοι και οξείς στην επινόηση και ικανότατοι στην εκτέλεση αυτών που θα αποφασίσουν, ενώ εσείς (οι Σπαρτιάτες) αρκείσθε στη διατήρηση των κεκτημένων και τίποτε δεν επινοείτε… Εξ άλλου, αυτοί αποτολμούν χωρίς να μετρούν τις δυνάμεις τους, διακινδυνεύουν χωρίς να τους σταματούν οι υποδείξεις της λογικής και μέσα στα δεινά διατηρούν την ελπίδα. Ενώ εσείς κάνετε λιγότερα απ’ όσα μπορείτε και δυσπιστείτε και προς εκείνα που κρίνετε βέβαια, και πιστεύετε ότι ποτέ δεν θα λυτρωθείτε από τα δεινά σας…» Μια λιτή σύγκριση μεταξύ προόδου και συντήρησης.

εργασία σε μεταλλείο
Εργασία δούλων σε μεταλλείο.
Τα κυριότερα αίτια που επέτρεψαν την ανάπτυξη της δημοκρατίας, των επιστημών και του πολιτισμού σε ορισμένες ελληνικές πόλεις είναι, αφενός μία αυτάρκεια της αγροτικής παραγωγής, η οποία εξασφάλιζε την τροφοδοσία των ανθρώπων της εξουσίας, τους τεχνίτες, τους εμπόρους και τους οπλίτες και, αφετέρου, μία τάση αμφισβήτησης των θρησκευτικών και πολιτικών παραδόσεων, η οποία αμφισβήτηση οδήγησε τους διανοούμενους των πόλεων στην αναζήτηση νέων ερμηνειών και ιδεών για τη φύση και την κοινωνία.

Δεν πρέπει βέβαια να νομιστεί ότι ήταν κατά την Αρχαιότητα εύκολη υπόθεση η διατύπωση και διάδοση καινοτόμων αντιλήψεων. Η ζωή και ο κόσμος γίνονταν αντιληπτά με θεοκρατικούς όρους και η προσπάθεια ανατροπής αυτών των αντιλήψεων προκαλούσε στις πόλεις συχνά αντιδράσεις, εφόσον διαφαινόταν απειλή για το ομόδοξον και ομότροπον. Σε ορισμένες εποχές θεωρείτο ότι, όποιος διαφωνούσε με τις παραδοσιακές αντιλήψεις, απειλούσε και τη συνοχή της κοινωνίας της πόλης που ήταν απαραίτητη για την πολιτική επιβίωσή της. Επειδή όμως κάποιοι ανακυκλώνουν τέτοιες αντιλήψεις με στόχο τις σημερινές κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, είναι απαραίτητο να τονιστεί εδώ ότι, κι αν αυτά τα επιχειρήματα είχαν κάποια βάση στην Αρχαιότητα, η αντίληψη ότι το αρχαιόφερτο είναι σήμερα και σωστό, μόνο στην επίτευξη ιδιοτελών πολιτικών σκοπών αποβλέπει.

Οι περιπτώσεις αντιδράσεως της κατεστημένης δημοκρατικής πολιτείας κατά αποκλινόντων διανοητών δεν ήταν αριθμητικά πολλές και, γενικότερα, δεν έγιναν γνωστές διώξεις σε μεγάλο αριθμό σε βάρος φιλοσόφων και φυσιοδιφών, παρ' ότι οι καινοτόμες ιδέες και φιλοσοφίες που αναπτύσσονταν, κάθε άλλο παρά ασήμαντες ήταν. Οι περισσότερες από αυτές τις διώξεις, αν και είχαν κάποια θρησκευτική επικάλυψη, ήταν κατά βάθος πολιτικές! Κύριος λόγος γι' αυτή την έλλειψη μισαλλοδοξίας και τη σχετικά ήπια αντιμετώπιση κατά την κλασική εποχή ήταν, αφενός η απουσία θρησκευτικού δόγματος και ιερών βιβλίων, οπότε η όποια κατηγορία αθεΐας δεν ήταν εύκολο να τεκμηριωθεί και αφετέρου η απουσία συγκροτημένου επαγγελματικού ιερατείου, το οποίο και θα φρόντιζε να υπερασπιστεί πίστη και συμφέροντα!

Γνωστότερα παραδείγματα ενεργειών κατά φυσιοδιφών και φιλοσόφων κατά την Αρχαιότητα είναι:

  • Η δίωξη και καταδίκη σε εξορία για ασέβεια και αθεϊσμό του φιλοσόφου Αναξαγόρα από τις Κλαζομενές της Μ. Ασίας (500-428 π.Χ.), ο οποίος είχε εισαγάγει την επιστήμη στην Αθήνα και είχε υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, ότι ο Ήλιος είναι μία διάπυρη μεταλλική μάζα, «μεγαλύτερη από την Πελοπόννησο»! Θεωρείται ότι κύριος στόχος της καταδίκης του ήταν να πληγεί ο Περικλής, στου οποίου το φιλικό περιβάλλον ανήκε ο φιλόσοφος.
  • Η δίωξη και καταδίκη σε εξορία για αθεϊσμό του φιλοσόφου Πρωταγόρα από τα 'Αβδηρα (485-411 π.Χ.), ο οποίος είχε αποφανθεί πως δεν είναι δυνατόν να βεβαιώσει κάποιος την ύπαρξη των θεών! Τα βιβλία του κάηκαν και ο ίδιος οδηγήθηκε στο πλοίο για να εγκαταλείψει την Αθήνα. λίγο μετά τον απόπλου το πλοίο όμως ναυάγησε και ο φιλόσοφος πνίγηκε!
  • Η δίωξη και καταδίκη σε θάνατο του Σωκράτη (470-399 π.Χ.) που είναι ευρύτερα γνωστή στην ιστορία του πολιτισμού. Ο μεγάλος φιλόσοφος δικάστηκε και καταδικάστηκε με την κατηγορία ότι εισήγαγε «καινά δαιμόνια».
  • Ο Αστρονόμος Αρίσταρχος ο Σάμιος (~325-255 π.Χ.) που υποστήριζε το ηλιοκεντρικό έναντι του γεωκεντρικού συστήματος, κατηγορήθηκε από το στωικό φιλόσοφο Κλεάνθη ότι με την «υποβάθμιση» της Γης από ακίνητο άστρο σε κινούμενο περί τον Ήλιο «ταράσσει την ηρεμία των Ολυμπίων θεών». Αν και δεν κινήθηκε δίωξη κατά του Αρίσταρχου από την πολιτεία, ο αστρονόμος προτίμησε να καταφύγει στην Αλεξάνδρεια.
Υπάρχουν ακόμα ορισμένες περιπτώσεις διώξεων, οι οποίες όμως κατά κανόνα έχουν πολιτικά κίνητρα. Αντίθετα, άλλοι επιφανείς διανοούμενοι της Αρχαιότητας δεν υπέστησαν διώξεις, αν και αμφισβητούσαν κατεστημένες αντιλήψεις για τη ζωή και τον κόσμο ή χλεύαζαν το πολιτικό και θρησκευτικό σύστημα! Ο Πλάτων εκινείτο μεταξύ αόριστου μονοθεϊσμού και έλλογης ιδεοκρατίας, ο Ξενοφάνης κάκιζε τον Όμηρο και τον Ησίοδο για την ανθρωπομορφική απεικόνιση των θεών και ο Αριστοφάνης χλεύαζε μέχρι παραφοράς αυτό τον ανθρωπόμορφο συρφετό των θεών. Για τη ρωμαϊκή εποχή υπάρχουν πληροφορίες ότι κάηκαν «βλάσφημα» βιβλία τα έτη 186 και 181 π.Χ. στη Ρώμη και λίγο αργότερα έγινε κάτι ανάλογο πάλι στον ελλαδικό χώρο. Η διαχρονική ιστορία της πυρπόλησης βιβλίων περιγράφεται στο σύγγραμμα του Lucien Polastron(βλέπε βιβλιογραφία).



Οικονομία και κατασκευές
Κύλικας με παραστάσεις σιφηρουργείου
Παραστάσεις εργασιών χυτηρίου και σιδηρουργείου σε κύλικα
Η οικονομία του ελληνικού χώρου αυτής της εποχής στηριζόταν στη γεωργία και στο εμπόριο, κυρίως το υπερπόντιο. Ειδικότερα η Αθήνα διέθετε και ορυχεία αργύρου. Για τις αγροτικές και τις μεταλλευτικές δραστηριότητες στην αρχαία Ελλάδα περιλαμβάνονται πολλές λεπτομέρειες στο βιβλίο του Α. Δημαρόγκωνα (βλέπεβιβλιογραφία). Για τη διεκπεραίωση του υπερπόντιου εμπορίου ήταν απαραίτητα σκάφη, γι' αυτό και ακμάζει η ναυπηγική. Κατά μία εκδοχή, ο συνδυασμός του εμπορίου με τη ναυσιπλοΐα οδήγησε στη δημιουργία «αποικιών», σε πολλά σημεία της Μεσογείου (Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Κύπρος) και του Εύξεινου Πόντου, αλλά κυρίως στα παράλια της Μικράς Ασίας.

Κατά μία άλλη επιστημονική εκδοχή, η μειωμένη απόδοση της γης στον ελλαδικό χώρο, οδήγησε στη μετανάστευση και στη δημιουργία αποικιών, εξ αιτίας των οποίων προέκυψε η ανάγκη βελτιώσεων στη ναυσιπλοΐα. Πιθανό είναι επίσης να υπήρξε μία εναλλαγή και αλληλοκλιμάκωση αίτιου και αποτελέσματος, με αμοιβαίες αναδράσεις, όπως παρατηρείται και περιγράφεται συχνά στη φύση και στην τεχνική, αλλά δεν είναι εύκολο να σχηματοποιηθεί στις κοινωνικές επιστήμες, λόγω των πολλαπλών παραγόντων και του μεγάλου χρόνου των εξελίξεων.

Μια κατηγορία αξιοσημείωτων έργων υποδομής της Αρχαιότητας είναι οι κάθε είδους υπόγειες στοές, με ίσως σημαντικότερη από αρχαιολογικής πλευράς, το Ευπαλίνειο Υδραγωγείο του 550 π.Χ. επί τυράννου Πολυκράτη, στο σημερινό Πυθαγόρειο της Σάμου, το οποίο ο Ηρόδοτος ονομάζει «αμφίστομον όρυγμα». Πρόκειται για μία σήραγγα μήκους 1.036 μ. που ξεκινάει από τη βόρεια πλαγιά του όρους Κάστρο και καταλήγει στη νότια. Βρίσκεται 55 μ. επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και 180 μ. κάτω από την κορυφή του βουνού. Το πραγματικό όρυγμα έχει διαστάσεις 1,80 x 1,80 μ. και μέσα σ' αυτό και σε βάθος 2-9 μ. υπάρχει το κανάλι με τον αγωγό που μετέφερε το νερό στην πόλη.

Η κατασκευή του υδραγωγείου έγινε σε δύο φάσεις: την αρχαϊκή, με πολυγωνικό σύστημα και οξυκόρυφη απόληξη και τη μεταγενέστερη ρωμαϊκή, στεγασμένη με καμάρα. Δημιουργός του ορύγματος ήταν ο αρχιτέκτονας Ευπαλίνος του Ναυστρόφου από τα Μέγαρα. Οι εκσκαφές άρχισαν με την εγκατάσταση δύο συνεργείων που ξεκίνησαν από τα δύο άκρα και τα οποία συναντήθηκαν περίπου στο μέσο της διαδρομής με σχετικά μικρή απόκλιση. Για την κατασκευή του ορύγματος που κράτησε περί τα 10 έτη, εργάσθηκαν Λέσβιοι σκλάβοι (αιχμάλωτοι πολέμου). 'Αλλες τέτοιες υπόγειες στοές κατασκευάστηκαν σε όλο τον ελληνικό χώρο για αμμοληψίες και λατόμευση (Λαύριο, Θάσος, Σίφνος, Συρακούσες), για ύδρευση ή αποστράγγιση (Αθήνα, Κόρινθος, Ακράγας), αλλά και για ταφή νεκρών («κατακόμβες» στις Συρακούσες, στη Μήλο και αλλού).

Σημαντικό ενδιαφέρον είχαν στην Αρχαιότητα αλλά και κατά τη σύγχρονη εποχή τα μεταλλεία του Λαυρίου H μεταλλευτική δραστηριότητα ξεκίνησε στην περιοχή πριν από το 3000 π.Χ., αλλά η συστηματική εκμετάλλευση των αργυρομολυβδούχων μεταλλευμάτων γίνεται συστηματική με τη στερέωση της αθηναϊκής Δημοκρατίας το 508 π.Χ. Το Λαύριο αποτελεί την οικονομική βάση της άμυνας και του πολιτισμού της Αθήνας και στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην εργασία των δούλων. Το έτος 413 π.Χ., κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου, επαναστατούν οι εργάτες-δούλοι στα μεταλλεία και η μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα διακόπτεται. Ακολουθούν πολλοί αιώνες απραξίας στο χώρο αυτό, μέχρι τη δεκαετία του 1860, οπότε αρχίζουν πάλι οι εκμεταλλεύσεις των αρχαίων σκωριών για την εξαγωγή αργυρούχου μολύβδου.

Στα χρόνια του χρυσού αιώνα της Αθήνας, περί το 450 π.Χ., η οποία σήμερα ονομάζεται κλασική ελληνική εποχή, ήταν ανεπτυγμένο και το εμπόριο μέσω οδικών συνδέσεων, κυρίως με χώρες του βορρά. Ξυλεία, ήλεκτρο, κασσίτερος και δούλοι εισάγονταν από τις βόρειες περιοχές του ελληνικού χώρου και από «βαρβαρικές» χώρες, ενώ από την Κίνα γινόταν εισαγωγή μεταξιού. Εκατό χρόνια αργότερα είχε διαμορφωθεί μίαοδός μεταξιού προς την Κίνα, η οποία διατηρήθηκε και λειτούργησε περί τους 7 αιώνες.

Τα δομικά έργα των Αθηναίων της εποχής του χρυσού αιώνα δεν προσθέτουν κάτι καινούργιο στον τεχνικό τομέα, αλλά μόνο στον αρχιτεκτονικό και καλλιτεχνικό. Οι αρχαίοι Έλληνες τεχνικοί, όπως και οι Αιγύπτιοι, εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν τις αρχιτεκτονικές μορφές, με τις οποίες ήταν ήδη εξοικιωμένοι από την εποχή του ξύλου. Όλες οι λεπτομέρειες του θριγκού (=κτήριο που στηρίζεται σε κίονες, περιστήλιο), με το γείσο, τη ζωοφόρο κ.ο.κ. ήταν πέτρινα αντίγραφα προγενέστερων ξύλινων δομικών στοιχείων (Spraque De Camp, βλέπεβιβλιογραφία.) Σημαντικότερο από τα δομικά έργα των Αθηναίων είναι ο Παρθενών στην Ακρόπολη της Αθήνας, του οποίου η σημασία είναι επίσης τεράστια από αρχιτεκτονικής και συμβολικής και ελάχιστα από τεχνικής σκοπιάς. Παρ' όλα αυτά, σημαντικό τεχνικό ενδιαφέρον έχουν οι διάφοροι μηχανισμοί, με τους οποίους οι Αθηναίοι τεχνικοί και δούλοι ανέβασαν τα μάρμαρα στην κορυφή του λόφου.

Έχουν διασωθεί και εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο Αθηνών και αλλού, πάμπολλες επιγραφές από τον 5ο αιώνα π.Χ., με προδιαγραφές,προκηρύξεις διαγωνισμών, συμβάσεις, καθώς επίσης με τεχνικούς και οικονομικούς απολογισμούς δημόσιων έργων. Οι τεχνικές προδιαγραφές είναι πάντοτε λεπτομερέστατες: στον 200 μέτρων μήκους υπόνομο του Ιερού του Αμφιαράου στον Ωρωπό δίνεται η κοντινή πηγή των υλικών και περιγράφονται λεπτομερώς όλες οι κατεργασίες των λίθων, οι συναρμώσεις και τα φινιρίσματα, καθώς επίσης η τιμή μονάδος που είναι έξι δραχμές ανά τετραποδία (1,20 m) τελειωμένου έργου. Στη σύμβαση που έχει επίσης διασωθεί σε μαρμάρινη πλάκα προς ενημέρωση και γνώση των πολιτών, αναφέρονται οι προθεσμίες παράδοσης του έργου μετά την είσπραξη των χρημάτων. Οι ανάδοχοι των έργων της αθηναϊκής Δημοκρατίας πρώτα εισέπρατταν χρήματα και μετά εκτελούσαν το έργο.

Ακρόπολη της Αθήνας
Η Ακρόπολη της Αθήνας (Πάτημα με το ποντίκι οδηγεί σε περισσότερες φωτογραφίες της Ακρόπολης και του Παρθενώνα)

Η τεχνική προδιαγραφή της αποθήκης των εξαρτημάτων των πολεμικών πλοίων της Αθήνας που ελλιμενίζονταν στους νεωσοίκους της Ζέας, έχει επίσης διασωθεί σε μαρμάρινη πλάκα. Το συγκεκριμένο κτήριο, ένα από τα μεγαλύτερα χρηστικά κτήρια της Αρχαιότητας που βρισκόταν στο λιμάνι της Ζέας, είχε πλάτος 18, μήκος 130 και ύψος 12 μέτρα. Η επιγραφή που έχει διασωθεί περιλαμβάνει την προκήρυξη του διαγωνισμού, η οποία περιέχει μέχρι και ασήμαντες λεπτομέρειες, έτσι ώστε και σημερινοί μελετητές να είναι σε θέση να συντάξουν πλήρησχέδια του κτηρίου - μαζί και με την (πρωτότυπη για την εποχή) ξύλινη στέγη του. Οι επιγραφές αυτές αναφέρονται και σε μεταλλικά στοιχεία, δείχνοντας έτσι και την πρόοδο των Αθηναίων στη μεταλλουργία και τη μεταλλοτεχνία. Για να επιτευχθεί λοιπόν η σύνδεση των σφονδύλων των κιόνων κατά τον κατακόρυφο άξονά τους (επιτρέποντας την περιστροφή του υπερκείμενου σφονδύλου πάνω στον υποκείμενο), χρησιμοποιούνταν «πόλοι» από κρατέρωμα (μπρούτζο), στηριγμένοι μέσα σε πλατύτερα «εμπόλια».

'Αλλες όμοιες επιγραφές περιέχουν τους μηνιαίους λογαριασμούς για την κατασκευή του θόλου του Ασκληπιείου της Επιδαύρου. Σ' αυτές τις επιγραφές περιέχονται εντυπωσιακές λεπτομέρειες πληρωμών με τα αντίστοιχα ποσά προς μεγάλο αριθμό προσώπων (τεχνιτών, εργατών, προμηθευτών, επιβλεπόντων, υπεργολάβων), αλλά και μεγάλος αριθμός προστίμων που επιβάλλονταν για κακοτεχνίες και καθυστερήσεις! Κι όλα αυτά μαζί με το όνομα του εκάστοτε εκπροσώπου της Βουλής, υπεύθυνου για τον έλεγχο. Η αθηναϊκή Δημοκρατία σε πλήρη οικονομική διαφάνεια (Οι πληροφορίες αυτών των παραγράφων από το άρθρο: Τάσιος Θ.Π., Η διαφάνεια και οι Αρχαίοι, βλέπε βιβλιογραφία).

Ως ένα από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα έργα στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της ελληνικής Αρχαιότητας έμεινε στην ιστορία το Ευρίαλο Φρούριο, οκτώ χιλιόμετρα από τις Συρακούσες της Σικελίας. Κατασκευάστηκε στην αλλαγή του 5ου προς τον 4ο αιώνα π.Χ. επί τυραννίας Διονυσίου Α' (πρεσβυτέρου) για την προστασία των Συρακουσών ενάντια στους Καρχηδόνιους. Είχε δύο μεγάλες τάφρους και ένα πύργο στα ανατολικά και στο κέντρο υπόγειο, βάθους περίπου 15 μέτρων. Στο υπόγειο του φρουρίου υπάρχουν πολλοί υπόγειοι διάδρομοι, μέσω των οποίων ήταν δυνατόν να μετακινούνται οι αμυνόμενοι, απρόβλεπτα για τους πολιορκητές, σε όποιο τμήμα του τείχους υπήρχε ανάγκη. Το φρούριο αυτό βελτιώθηκε και επεκτάθηκε τους επόμενους αιώνες με πυργίσκους και εξέδρες για να τοποθετηθούν οι πολεμικές μηχανές τουΑρχιμήδη (~285-212 ). Το έτος 212 π.Χ. έπεσαν οι Συρακούσες στα χέρια των Ρωμαίων και έπαψε το Ευρίαλο φρούριο να έχει στρατιωτική σημασία.

Την ίδια εποχή του τύραννου Διονυσίου παρουσιάζεται στις Συρακούσες ο πρώτος φορητός πολεμικός καταπέλτης. Kατά πάσα πιθανότητα πρώτος εφευρέθηκε ο «γαστραφέτης», τα βέλη του οποίου έφθαναν τα 180-280 μέτρα, ενώ ακολούθησε ο «οξυβόλος», στατικός καταπέλτης που έστελνε βέλη σε απόσταση μεγαλύτερη των 300 μέτρων. Να σημειωθεί ότι περίπου την ίδια εποχή παρουσιάζεται ένας όμοιος μηχανισμός με τον γαστραφέτη πολύ μακριά από τη Σικελία, στην Κίνα. Mισόν αιώνα αργότερα, εφευρέθηκαν τα «βαλλιστικά στρέψεως» που μπορούσαν να στείλουν βέλη ή πέτρες σε μεγαλύτερη απόσταση. Tα όπλα αυτά βελτιώθηκαν σημαντικά κατά τις μακεδονικές εκστρατείες στην Ανατολή, κατά τις οποίες ο στρατός είχε προκατασκευασμένες φορητές μηχανές, «λιθοβόλους» και «οξυβελείς», με βάρος 40 κιλών και βεληνεκές πάνω από 400 μέτρα.

top/κορυφή
Αν και, όπως αναφέρθηκε, οι δραστηριότητες των Ελλήνων της κλασικής εποχής εστιάζονταν στη γεωργία και τη ναυσιπλοΐα, στον αγροτικό τομέα δεν προέκυψαν αξιόλογοι νεωτερισμοί. Κυρίως αφομοιώθηκαν οι κεκτημένες γνώσεις και προσαρμόστηκαν στις τρέχουσες απαιτήσεις. Στη ναυπηγική, η οποία στήριζε, τόσο το εμπόριο και την επέκταση στις αποικίες, όσο και την πολεμική ισχύ, υπήρξαν όμως σημαντικοί νεωτερισμοί. Πρώτος εξ αυτών ήταν η διαφοροποίηση των εμπορικών από τα πολεμικά πλοία.
  • Τα εμπορικά πλοία ήταν βαριά, με μεγάλο βάθος και πλάτος και διαφοροποιημένα στο μήκος τους. Συνήθως δεν υπερέβαιναν τα 15 μέτρα και το περιεχόμενό τους ήταν κάτω των 100 τόνων. Είχαν ένα ορθογώνιο πανί, με το οποίο το πλοίο ακολουθούσε τις κατευθύνσεις του ανέμου. Έτσι δεν χρειάζονταν κωπηλάτες, οι οποίοι αύξαναν το βάρος και αφαιρούσαν πολύτιμο χώρο για φορτία.
  • Τα πολεμικά σκάφη ήταν ελαφριά, στενά και με μεγάλο μήκος, συχνά από 30 μέχρι 40 μέτρα. Ήταν εξοπλισμένα με βαρύ, κατά κανόνα ορειχάλκινο ακρόπρωρο, το οποίο έπρεπε να αντέχει σε βίαιες προσκρούσεις. Τα πλοία αυτά διέθεταν κωπηλάτες σε διάφορα επίπεδα. Οι τριήρεις, που διέθεταν 170 κωπηλάτες, διαταγμένους σε τρεις σειρές (επίπεδα) σε κάθε πλευρά, είχαν μέση ταχύτητα περί τα 14 km/h. Μεταξύ του 480 και του 400 π.Χ. (χρυσούς αιών) είχε η Αθήνα στη διάθεσή της περίπου 200 τριήρεις, δηλαδή οι κωπηλάτες ήταν περίπου 34.000 πολίτες.
Η σημασία της ναυσιπλοΐας για την οικονομία και την ασφάλεια των πόλεων της εποχής φαίνεται και από τη διαμόρφωση του λιμανιού του Πειραιά, το οποίο κάλυπτε όλες τις ανάγκες. Μια άλλη κατασκευή που δείχνει τη σημασία της ναυσιπλοΐας είναι ο φάρος της Αλεξάνδρειας ο οποίος, εκτός του ότι αποτελούσε ένα από τα 7 «θαύματα» της Αρχαιότητας, ήταν για περίπου 1500 χρόνια σημείο αναφοράς στην ανατολική Μεσόγειο. Είχε ύψος περί τα 100 μέτρα και κτίστηκε το 380 π.Χ. στη νήσο Φάρος, από την οποία πήρε αυτό το είδος σηματοδότησης και το όνομά του. Ο φάρος της Αλεξάνδρειας καταστράφηκε περί το 1200 μ.Χ. από ένα ισχυρό σεισμό.
Εμπορικά σκάφη
Εμπορικά σκάφη της Αθήνας

Η εντατική ενασχόληση με τη ναυπηγική πρέπει να αποτέλεσε την αφορμή για την εκμάθηση της επεξεργασίας του ξύλου. Οι Έλληνες εισήγαγαν την τόρνευση στην κατεργασία του ξύλου, ιδιαίτερα στην κατασκευή επίπλων. Ήταν επίσης σε θέση να κάμπτουν το ξύλο με ύγρανση και θέρμανση και να φτιάχνουν καθίσματα με εντυπωσιακές καλλιτεχνικές μορφές. Οι κατασκευαστές επίπλων χρησιμοποιούσαν επίσης μεταλλικά εξαρτήματα για να ενισχύουν τους συνδέσμους και τις γωνίες ξύλινων κατασκευών.

Για να περνούν τα σκάφη εύκολα από το Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο και αντίστροφα και για να μειωθούν οι κίνδυνοι στη ναυσιπλοΐα από τον περίπλου τη Πελοποννήσου, είχαν σκεφτεί οι Αρχαίοι να κατασκευάσουν διώρυγα στον Ισθμό της Κορίνθου. Ο τύραννος Περίανδρος (667-587 π.X.) ήταν ο πρώτος που αποφάσισε στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα να ενώσει τις δύο θάλασσες εκατέρωθεν του Ισθμού. Όμως προέκυψαν αντιδράσεις με πρόταξη του φόβου ότι μια διάνοιξη διώρυγας θα προκαλούσε την οργή των θεών, λόγω χρησμού της Πυθίας που έλεγε ότι «Ισθμόν δε μη πυργούτε μήδ’ ορύσσετε, Ζευς γαρ έθηκε νήσον η κ’ εβούλετο». Αυτός ο χρησμός είχε οικονομικά ελατήρια και εκμαιεύθηκε από τους κατεστημένους κύκλους της Κορίνθου με τη βοήθεια του ιερατείου. Αν διέπλεαν οι ταξιδιώτες τη διώρυγα με πλοίο, δεν είχαν λόγο να παραμείνουν στην Κόρινθο και να ξοδέψουν χρήματα για διατροφή, δώρα και αφιερώματα στους ναούς. Ανάλογα συμβαίνουν και τον 21οαιώνα, όταν διάφοροι τοπικοί παράγοντες στην επαρχία διαφωνούν να διανοιχθεί περιφερειακός δρόμος που θα παρακάμπτει χωριά και κωμοπόλεις, γιατί οι διερχόμενοι ταξιδιώτες δεν θα σταματάνε πια στα μέρη τους για φαγητό, αγορά αναμνηστικών κ.ά.

Το έργο άρχισε κάποια εποχή, αλλά η ύπαρξη σκληρών πετρωμάτων και η καθυστέρηση των εργασιών αποδόθηκε στην οργή τως θεών, όπως «πολύ σωστά» είχε προβλεφθεί από το χρησμό! Αντί της διώρυγας, κατασκεύασε τότε ο Περίανδρος στις αρχές του 6ου αι. π.X. τη δίολκο. Ηταν ένας λιθόστρωτος δρόμος, υπολείμματα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα και ο οποίος χρησίμευε για τη μεταφορά των πλοίων, με τη δύναμη δούλων και ζώων, από τη μία πλευρά του Ισθμού στην άλλη. Με αυτή την «προσωρινή» λύση αξιοποιήθηκαν τα λιμάνια των κόλπων Κορινθιακού και Σαρωνικού και αυξήθηκαν η ναυτική δύναμη και το εμπόριο της Κορίνθου. Λέγεται ότι τα έσοδα από τους δασμούς των εμπορευμάτων στα κορινθιακά λιμάνια ήταν τόσο μεγάλα, ώστε ο Περίανδρος δεν επέβαλε κανένα άλλο φόρο στους Κορίνθιους.

Το 301 π.Χ. αποτυγχάνει ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (...-287 π.Χ.) να υλοποιήσει το έργο της διάνοιξης, αφού Αιγύπτιοι μηχανικοί τον διαβεβαιώνουν πως τα νερά του Κορινθιακού θα πνίξουν την Αίγινα και τα άλλα νησιά του Σαρωνικού. Αποτυγχάνουν επίσης ο Gaius Julius Caesar (Ιούλιος Καίσαρ, 100-44 π.Χ.) και ο Gaius Iulius Caesar Germanicus «Caligula» (Καλιγούλας, 12-41 μ.Χ.) το 37 π.Χ. Το έτος 67 μ.Χ. ο Claudius Drusus Germanicus Nero (Νέρων, 15-68 μ.Χ.) που ήταν τότε 29 ετών, επισκέφθηκε τους αγώνες των Ισθμίων και πήρε την απόφαση να ενώσει τον Κορινθιακό με το Σαρωνικό Κόλπο ανοίγοντας τη διώρυγα. Ο ίδιος έκανε τα εγκαίνια των εργασιών εκσκαφής σε μια θεαματική τελετή, χρησιμοποιώντας μια χρυσή αξίνα και έδωσε εντολή να κατασκευαστεί αναμνηστική πλάκα στο τοίχωμα της διώρυγας που απεικονίζει τον εαυτό του.

Χιλιάδες εργάτες, σκλάβοι και κατάδικοι, δούλεψαν με τις συνθήκες της εποχής. Το έργο έδειχνε πως θα τελείωνε αλλά ο Νέρων πέθανε κι έτσι διακόπηκαν όλα τα πολυέξοδα έργα υποδομής στην αυτοκρατορία. Έτσι κι αλλιώς οι ελληνικές εμπορικές ανάγκες δεν ήταν εκείνη την εποχή μεγάλες, αφού κύρια εμπορική δύναμη ήταν πλέον η Ρώμη και προς εκείνη την κατεύθυνση μεταφέρονταν τα προϊόντα όλης της αυτοκρατορίας. Τα ίχνη της δουλειάς επί Νέρωνα σε μήκος 2 km από ανατολικά και 1,5 km από δυτικά διατηρήθηκαν μέχρι τη σύγχρονη εποχή, όπως και η αναμνηστική πλάκα στη μια πλευρά της εκσκαφής. Ο ιστορικός Παυσανίας (110-180 μ.Χ.) περιγράφει στο βιβλίο του «Περιήγηση της Ελλάδος», μάλλον χαιρέκακα, ότι πολλοί προσπάθησαν να κάνουν την Πελοπόννησο νησί, αλλά δεν τα κατάφεραν.

Διάφορες άλλες προσπάθειες για κατασκευή διώρυγας επί Ηρώδη του Αττικού, αργότερα από τους Βυζαντινούς και τους Βενετσιάνους, δεν ευδοκίμησαν για διάφορους λόγους και ο Ισθμός παρέμενε χωρίς διώρυγα. Τελικά το έργο αυτό υλοποιήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και περιγράφεται στο σχετικό κεφάλαιο.

Από το 431 π.Χ. αρχίζει η παρακμή της κλασικής ελληνικής εποχής με την εισβολή των Σπαρτιατών στην Αττική που σηματοδότησε την έναρξη του πελοποννησιακού πολέμου. Ο πόλεμος αυτός αφορούσε από τη μια πλευρά στον ανταγωνισμό μεταξύ Σπαρτιατών και Αθηναίων για το στρατιωτικό και οικονομικό έλεγχο στην ξηρά και στη θάλασσα, απ' την άλλη ήταν όμως η δυναμική απάντηση των ολιγαρχικών στα δημοκρατικά καθεστώτα της Αθήνας και των συμμάχων της.

Με την κατάρρευση της αθηναϊκής ναυτικής δύναμης αναπτύχθηκαν στο Αιγαίο Πέλαγος πειρατικοί στόλοι, οι οποίοι προκάλεσαν σημαντική ανασφάλεια στο εμπόριο. Ο τύραννος των Φερών Αλέξανδρος περιγράφεται από τον Ξενοφώντα ως «άδικος ληστής κατά γην και κατά θάλασσαν». Κάποια στιγμή καταναυμάχησε αυτός ο Αλέξανδρος την αθηναϊκή ναυτική μοίρα στο Σαρωνικό, αποβιβάστηκε με τους πειρατές του στον Πειραιά και λεηλάτησε ιδιωτικές και δημόσιες περιουσίες. Η πειρατική δραστηριότητα οδήγησε στην ανάπτυξη νεότερων ελαφρών και ευέλικτων πλοίων, τα οποία ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν και πολεμικούς στόλους.

Σχεδόν 100 χρόνια μετά αρχίζει ο Φίλιππος της Μακεδονίας να υποτάσσει σταδιακά τις ανεξάρτητες ελληνικές πόλεις. Την ίδια πολιτική συνέχισε από το 336 π.Χ. ο γιος του Αλέξανδρος Γ', ο οποίος λίγο μετά ξεκίνησε μία μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Περσών στη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή. Αυτή η εκστρατεία έφερε όμως τελικά τους Μακεδόνες μέχρι τις περιοχές της κεντρικής Ασίας, τα σημερινά Ουσμπεκιστάν, Τσατζιγκιστάν και Αφγανιστάν (Βακτριανή), καθώς επίσης στο Πακιστάν και τις Ινδίες - ένα απίστευτο τυχοδιωκτικό εγχείρημα, για το οποίο δεν υπάρχει μέχρι σήμερα έγκυρη αιτιολογία, πέρα από τις ύστερες μυθοποπλασίες περί ενοποίησης των πολιτισμών κ.ά.

Με αυτές τις κατακτήσεις διαδόθηκε στην Ασία ο ελληνικός πολιτισμός και έμεινε η ελληνική γλώσσα σε κοινή χρήση για πολλούς αιώνες, ταυτόχρονα άνοιξαν όμως δίαυλοι για τη μεταφορά στη Δύση ανατολίτικων ιδεών και αντιλήψεων, οι οποίες αξιοποιήθηκαν αργότερα από τη ρωμαϊκή εξουσία και προβλήθηκαν ως νέα κρατική ιδεολογία και θρησκεία για την ανασυγκρότηση του παρηκμασμένου ρωμαϊκού κράτους. Με όλα αυτά και όσα ακολούθησαν στις επόμενες δύο χιλιετίες, ο ελλαδικός χώρος ήταν για πάνω από 2 χιλιάδες χρόνια, μέχρι την ανακήρυξη του σημερινού ελληνικού κράτους στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, επαρχία αυτοκρατοριών, αρχικά της μακεδονικής, στη συνέχεια για 16 αιώνες της δυτικής και ανατολικής ρωμαϊκής και, τελικά, για 4-5 αιώνες της οθωμανικής.


Οι φιλοσοφικές σχολές
Tον τέταρτο αιώνα π.Χ. λειτούργησαν στην Αθήνα διάφορες (ιδιωτικές) φιλοσοφικές σχολές, οι οποίες για εκείνη την εποχή αντιστοιχούσαν σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα πανεπιστήμιο. Η λειτουργία αυτών των σχολών ήταν βέβαια άτυπη και η διδασκαλία εξελισσόταν όπως σε ένα ιδιωτικό φροντιστήριο, με ακροατήριο κυρίως παιδιά εύπορων οικογενειών.
Ακαδημία
Πλάτων
Η πρώτη σχολή τέτοιου είδους ιδρύθηκε από τον Πλάτωνα (~428- ~348 π.Χ.) το έτος 387 σε ένα προάστιο δυτικά της Αθήνας, σε κτήμα που ανήκε στο μυθικό Έλληνα Ακάδημο και γι' αυτό ονομάστηκε Ακαδημία (Ακαδήμεια). Αυτή η σχολή είχε ως στόχο να εκπαιδεύσει «φιλοσόφους πολιτικούς», οι οποίοι θα είχαν τα κατάλληλα εφόδια να κυβερνήσουν, σύμφωνα με την πολιτική θεωρία του Πλάτωνα. Η Ακαδημία Πλάτωνος λειτούργησε για περισσότερα από 900 χρόνια, μέχρι που καταργήθηκε επί Ιουστινιανού το έτος 529 μ.Χ., φαινομενικά επειδή ο διαδιδόμενος νεοπλατωνισμός απειλούσε φιλοσοφικά τη χριστιανική διδασκαλία. Κύριος στόχος της κατάργησης ήταν όμως η μείωση της πολιτισμικής και πολιτικής επιρροής των ελληνόφωνων διανοουμένων της εποχής έναντι αυτής των διανοουμένων άλλων λαών που βρίσκονταν για αιώνες στο περιθώριο και επεδίωκαν, με όχημα τη χριστιανική θρησκεία, να αναδειχθούν στα κέντρα εξουσίας της αυτοκρατορίας!

Ο Πλάτων γεννήθηκε σε παλιά αθηναϊκή οικογένεια με ολιγαρχικά αισθήματα. Στο σπίτι του γίνονταν διαβούλια για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας και από εκεί ξεκίνησαν ο θείος του Κριτίας και ο Χαρμίδης, εμπαθείς αντιδημοκρατικοί αμφότεροι. Σε μεγάλη ηλικία γράφει ο Πλάτων (7η επιστολή) ότι πίστεψε στα νιάτα του πως, αν έπεφτε η δημοκρατία και έπαιρναν την εξουσία οι ολιγαρχικοί, θα σχηματιζόταν μια πολιτεία με ιδανικό πολίτευμα. Η υποταγμένη δημοκρατία αποδείχθηκε όμως χρυσάφι, καταλήγει ο μεγάλος φιλόσοφος, μπροστά σ' αυτά που έκανε ο Κριτίας με την παρέα του! Στα τέλη της ζωής του έγινε ο Πλάτων, ανέκαθεν φορέας θεοκρατικών αντιλήψεων, στρυφνός αστρολάτρης και ζητούσε να θανατώνονται όσοι εξευτέλιζαν την ιερότητα των ουράνιων σωμάτων που ήταν θεοί.

Σημαντική για την εξέλιξη της φιλοσοφίας μέχρι των ημερών μας ήταν η αντίληψη του Πλάτωνα, σε αντίθεση με τις φυσιοκρατικές απόψεις των Ιώνων φιλοσόφων, ότι ο αισθητός κόσμος είναι απομίμηση, εκμαγείον της ουσίας. Στην πλατωνική ορολογία η ουσία αυτή καλείται Ιδέα. Το καινούργιο αυτής της αντίληψης βρίσκεται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά η ύπαρξη του όντος τοποθετείται έξω και ανεξάρτητα από το άτομο. Kατά την πλατωνική διδασκαλία το μέτρο των πραγμάτων δεν είναι οι έννοιες και οι σκέψεις, αλλά η ουσία των πραγμάτων που υπάρχει στις Ιδέες. Οι Ιδέες αποτελούν έναν ξεχωριστό κόσμο, το νοητό, που είναι τέλειος, υπάρχει από την αρχή και είναι αιώνιος. οι άνθρωποι υπάγονται στον αισθητό κόσμο. Ο Πλάτωνας αναγνώριζε λοιπόν ως ρυθμιστή της φύσης, της ανθρώπινης ύπαρξης και της κοινωνίας την ανώτερη, την απόλυτη Iδέα και πρέσβευε ότι ο κόσμος πλάστηκε για κάποιο σκοπό προκαθορισμένο. Στην κορυφή του υπερβατού αυτού κόσμου των Ιδεών τοποθετούσε ο Πλάτων την ιδέα του Αγαθού.

Οι απόψεις του μεγάλου αυτού φιλοσόφου για την ηθική, την πολιτεία και την αισθητική, είναι φυσική απόρροια των προαναφερόμενων αντιλήψεών του. Ο πληθυσμός μιας πολιτείας χωρίζεται στην αριστοκρατία και στον όχλο. Ο όχλος επηρεάζεται από τα θολά και αβέβαιααισθητά, τα οποία παρέχουν απλές δοξασίες και αλλάζουν διαρκώς. Τα μέλη της αριστοκρατίας επηρεάζονται, λόγω μορφώσεως και εμπειριών, από τις ιδέες, οι οποίες είναι πάνω από το χρόνο, αιώνιες. Συνέπεια αυτών των αντιλήψεων δεν είναι να επεκταθεί η μόρφωση και η απόκτηση εμπειριών και στα μέλη του «όχλου», όπως έγινε περίπου 2 χιλιετίες αργότερα, αλλά η επιβολή μιας κοινωνικής διαστρωμάτωσης.

Ο Πλάτων περιγράφει στα γραπτά του μια ουτοπική πολιτεία, όπου έχει καταργηθεί η οικογένεια, τα παιδιά αποχωρίζονται από τους γονείς τους για να ανατραφούν από την πολιτεία, ενώ η εξουσία ανατίθεται στους φιλοσόφους (=μορφωμένους), οι οποίοι είναι και οι μόνοι που μπορούν να γνωρίζουν τι είναι αγαθό, άρα και σωστό. Οι φιλόσοφοι εξάλλου βλέπουν τον κοινό παρανομαστή σε καθετί που αποκαλείται ωραίο, οπότε και οδηγούνται στην ίδια την ομορφιά, την αγνή, αμόλυντη, αμίαντη από την ανθρώπινη σάρκα, στην ίδια τη θεϊκή ομορφιά. Κάτω από τους φιλοσόφους είναι οι φύλακες-πολεμιστές, οι οποίοι απαλλάσσονται από βιοποριστικά προβλήματα και είναι αφοσιωμένοι στα αστυνομικά και στρατιωτικά έργα τους, με κύριο σκοπό τη διαφύλαξη του πλατωνικού πολιτικού καθεστώτος. Και τις δύο αυτές ομάδες τις στηρίζει ο «όχλος» με τη δουλειά του, ο οποίος «δεν επιτρέπεται να πολυπραγμονεί αλλά πρέπει να δουλεύει!» Σκέψεις για πνευματική αναβάθμιση όλο και περισσότερων ανθρώπων και συμμετοχή τους στους κύκλους των «φιλοσόφων» είναι ξένες στο μυαλό των διανοουμένων του 4ου π.χ. αιώνα και παρουσιάζονται ως δημόσιος προβληματισμός μόνο από την εποχή του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και μετά.

Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας
Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, όπως την εμπνεύστηκε ο αναγεννησιακός Ραφαήλ Σάντσιο.Πάτημα με το ποντίκι στην εικόνα παρουσιάζει μια αναλυτική περιγραφή.

Με την πλατωνική φιλοσοφία εισάγεται εξ άλλου και η έννοια της «χρήσιμης ψευδολογίας», η οποία αξιοποιείται μέχρι των ημερών μας από πολιτικούς και θρησκευτικούς μηχανισμούς. Πρόκειται για τις σημαντικές αλήθειες, τις οποίες δεν επιτρέπεται να γνωρίζει ο «όχλος» που κατά κανόνα δεν ενδιαφέρεται γι' αυτές. Ένας τολμηρός μύθος πρέπει να ανακοινώνεται πρώτα στους άρχοντες, στη συνέχεια σταδιακά στους στρατιώτες και τελευταία στον «όχλο». Η ποίηση, το θέατρο και η μουσική εξοστρακίζονται, εφόσον δεν υπηρετούν το «γενναίο ψεύδος». Σημαντικότερος δε από τους «τολμηρούς μύθους» είναι ότι οι άνθρωποι είναι κατασκευασμένοι «θεόθεν (=από το θεό) από διαφορετικό μέταλλο», γι' αυτό και πρέπει να διαχωριστούν σε κάστες. Το πέρασμα δε από μια κάστα στην άλλη πρέπει να θεωρηθεί «κακουργία υψίστου βαθμού». Πρόκειται προφανώς, με σημερινή ορολογία, για πολιτικά ολοκληρωτικές αντιλήψεις που είχαν ως πρότυπο τα πολιτικά συστήματα της Αιγύπτου και της Σπάρτης και έχουν επιβιώσει, με διαφορετικές καταβολές, μέχρι σήμερα στις Ινδίες! Αυτό το γεγονός πιθανόν να προδίδει και το χώρο αρχικής δημιουργίας και προέλευσης αυτών των ιδεών.

Ο φιλόσοφος Karl Raimund Popper (Πόπερ, 1902-1994) χαρακτηρίζει το έτος 1945 στο βιβλίο του «The Open Society and Its Enemies» (=Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της) τον Πλάτωνα (και μαζί του τους Hegel και Marx), ως διανοούμενο που προώθησε ολοκληρωτικά πολιτικά συστήματα, τις «κλειστές κοινωνίες», όπως τις ονομάζει. Οι ανοιχτές κοινωνίες, γράφει ο Πόπερ, αναφερόμενος σε όλους τους «σχεδιαστές» κοινωνικών μοντέλων, δεν καταστρώνονται στο γραφείο, αλλά δημιουργούνται και εξελίσσονται σε διαρκείς, πλουραλιστικές διεργασίες, με βελτιώσεις και διορθώσεις σφαλμάτων.

Ειδικότερα για τον Πλάτωνα, γράφει ο Πόπερ, ότι με τα ύστερα έργα του, «Πολιτεία» και «Νόμοι», επεξεργάζεται και προπαγανδίζει το θεμελιώδες μοντέλο του ολοκληρωτικού κράτους. Ο Πλάτων διαδίδει επίσης τη «θεωρία της παρακμής», η οποία υιοθετήθηκε κατά καιρούς και μέχρι των ημερών μας από όλα τα αυταρχικά καθεστώτα, με αναφορές στον σπουδαίο εμπνευστή της. Σύμφωνα με αυτήν, αρχικά λειτουργούσε μια καλή και αποδοτική κοινωνία των πρωτόγονων ανθρώπων με σταθερά ήθη και έθιμα, αλλά στην πορεία προέκυψε άνοιγμα προς νέα ήθη, μια φιλελευθεροποίηση και απελευθέρωση, η οποία οδήγησε στην παρακμή ή ό,τι αντιλαμβάνεται ο Πλάτων ως «παρακμή»! Η απόρριψη της αττικής δημοκρατίας από τον Πλάτωνα, αλλά αργότερα και από τον Αριστοτέλη, και η προτίμησή του σε ένα αυταρχικό καθεστώς που θα στηρίζεται σε «βασιλιάδες-φιλοσόφους», αναδεικνύουν τον εμπνευστή αυτών των ιδεών ως τον πρώτο συνειδητό υποστηρικτή και προπαγανδιστή δικτατορικών καθεστώτων. Έτσι, προδίδει ο Πλάτων το δάσκαλό του Σωκράτη, ο οποίος δεν θα γινόταν αποδεκτός στην πλατωνική «ιδανική πολιτεία».

Η επίδραση που άσκησε το έργο του Πλάτωνα από την Αρχαιότητα ως σήμερα ήταν πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα σε ολιγαρχικούς πολιτικούς και θρησκευτικούς κύκλους που ρέπουν εξ ορισμού στον ολοκληρωτισμό και αναζητούν φιλοσοφικό όχημα για να επιβληθούν στην κοινωνία. Από τον Πλωτίνο, τον Αυγουστίνο και τον Ωριγένη στην ύστερη Αρχαιότητα, μέχρι την Αναγέννηση υπήρξαν πολλοί αντιγραφείς και μιμητές του Πλάτωνα, κυρίως της ιδανικής πολιτείας. Χαρακτηριστικές ήταν επίσης οι διαμάχες μεταξύ των οπαδών του αριστοτελισμού και τουπλατωνισμού στο Βυζάντιο, οι οποίες εξελίσσονταν βέβαια προσχηματικά και υπέκρυπταν πρωτίστως αντιπαραθέσεις για τον έλεγχο της εξουσίας. Αλλά και νεότερες φιλοσοφικές τάσεις έχουν επηρεαστεί από τις πλατωνικές ιδέες.

Λύκειο
Αριστοτέλης
Διασημότερος μαθητής και στη συνέχεια συνεργάτης του Πλάτωνα ήταν ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), ο οποίος αποχώρησε από την Ακαδημία, όταν πέθανε ο Πλάτων και κληροδοτήθηκε η διοίκηση της Ακαδημίας στον ανιψιό του ιδρυτή της, Σπεύσιππο. Ο Αριστοτέλης δούλεψε ως δάσκαλος σε διάφορα μέρη και στη συνέχεια προσελήφθη στην Αυλή του Φιλίππου της Μακεδονίας, όπου δίδαξε το διάδοχο του θρόνου Αλέξανδρο. Το 335 επανήλθε ο Αριστοτέλης στην Αθήνα και ίδρυσε το λεγόμενο Λύκειο, του οποίου τα ερείπια ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στο κέντρο της Αθήνας. Οι διαλέξεις του Αριστοτέλη καταγράφηκαν σε 150 τόμους (βιβλία), τα οποία περιείχαν αφενός τις πρωτότυπες σκέψεις του Σταγειρίτη φιλόσοφου και αφετέρου σχεδόν το σύνολο των γνώσεων εκείνης της εποχής. Πολλοί από αυτούς τους τόμους πουλήθηκαν από τους μαθητές του Αριστοτέλη, άλλοι λεηλατήθηκαν από τους Ρωμαίους και τα περισσότερα αντίγραφά τους καταστράφηκαν στις συστηματικές πυρπολήσεις των βιβλιοθηκών από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και ύστερα. Ό,τι διασώθηκε δε από αυτές τις πυρπολήσεις, καταστράφηκε κατά την κατάληψη και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 13ο αιώνα.

Σωτήριες για τα συγγράμματα του Αριστοτέλη αποδείχτηκαν οι μεταφράσεις τους στα αραβικά. Ήδη από τον 5ο αιώνα είχαν μεταφραστεί πολλά συγγράμματα Ελλήνων σοφών από τους Νεστοριανούς (οπαδοί μιας χριστιανικής παραλλαγής) στη συριακή γλώσσα της εποχής (διάλεκτος της αραμαϊκής) και είχαν αξιοποιηθεί στις ακμάζουσες σχολές της Περσίας. Αυτές και άλλες νεότερες μεταφράσεις χρησιμοποιήθηκαν για μελέτη και διδασκαλία κατά την άνθιση του αραβικού πολιτισμού στο χαλιφάτο της Βαγδάτης και αλλού. Με την ανάπτυξη των πανεπιστημίων στη Δυτική Ευρώπη, αφενός μεταφράστηκαν τα σχολιασμένα αριστοτελικά κείμενα από την αραβική στη λατινική και άλλες δυτικές γλώσσες, αφετέρουν επανήλθαν στο προσκήνιο διάφορα αντίγραφά τους στην ελληνική γλώσσα που είχαν διασωθεί από τις καταστροφές και είχαν διαφυλαχτεί, κατά κανόνα σε μοναστήρια.

Ο Αριστοτέλης είναι ένα από τα καθολικότερα πνεύματα του παγκόσμιου πολιτισμού, αφού ασχολήθηκε με όλα τα επιστημονικά και φιλοσοφικά θέματα της εποχής, συνδυάζοντας τη φιλοσοφική θεώρηση με την εμπειρική παρατήρηση. Η επίδραση της αριστοτελικής φιλοσοφίας υπήρξε ανεκτίμητη, τόσο κατά τους αρχαίους όσο και κατά τους νεότερους χρόνους και σε ορισμένους τομείς μέχρι σήμερα. Αποφασιστική ήταν επίσης η επιρροή της σκέψης του Αριστοτέλη στον αραβικό κόσμο και στη μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως.

top/κορυφή
Πολλές από τις διαπιστώσεις του Αριστοτέλη στον τομέα των φυσικών επιστημών ήταν όμως εσφαλμένες, επειδή δεν υπήρχε στην αντίληψη των αρχαίων μελετητών το πείραμα, όπως καθιερώθηκε από την Αναγέννηση και μετά. Συγκεκριμένα, ο μεγάλος αυτός φυσιοδίφης ισχυριζόταν, μεταξύ άλλων ότι:
  • Τα σώματα πέφτουν με τόσο μεγαλύτερη ταχύτητα στη Γη, όσο μεγαλύτερο είναι το βάρος τους - μία αντίληψη που αμφισβητήθηκε ήδη κατά τη βυζαντινή εποχή (Φιλόπονος) και ανατράπηκε με τα πειράματα του Γαλιλαίου.
  • Κυρτά μήκη δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν με μήκη ευθύγραμμων τμημάτων. Ο Αρχιμήδης είχε διατυπώσει αργότερα μία αρχή για τη μέτρηση κυρτών γραμμών, επιφανειών και σωμάτων, αλλά θεωρήθηκε εσφαλμένη, ήδη επειδή δεν συμφωνούσε με τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη. Στην Αναγέννηση επαναδιατυπώθηκε γενικευμένα αυτή η αρχή από τον Bonaventura Cavalieri (1598-1641).
  • Όλα τα υλικά σώματα στη Γη προκύπτουν από τέσσερα βασικά στοιχεία, γαία, ύδωρ, αήρ και πυρ (Εμπεδοκλής), στα οποία προστίθεται και ένα πέμπτο στοιχείο, ο αιθέρας, μέσα στο οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. Αυτές οι αντιλήψεις καταργήθηκαν σταδιακά από τον Boyle, τον Huygens και τον Lavoisier και οριστικά από την ατομική θεωρία των Thomson, Rutherford και Bohr.
  • Για να κινηθεί ένα σώμα, «ανοίγει» μπροστά του ο αέρας και κλείνει πίσω του και έτσι προωθείται η κίνησή του. Ένα σώμα δεν είναι δυνατόν να κινηθεί, όταν δεν έχει γύρω του αέρα. Με τη Μηχανική του Νεύτωνα δημιουργήθηκε η σωστή αντίληψη που ισχύει και σήμερα, για τους κανόνες και νόμους της κίνησης των σωμάτων.
  • Τα είδη του ζωικού και φυτικού βασιλείου υπάρχουν στη Γη ακριβώς όπως προέκυψαν αρχικά. Αυτή η αντίληψη που ανατράπηκε από το Δαρβίνο το 19ο αιώνα, συντηρείται μέχρι σήμερα σχεδόν αποκλειστικά από ορισμένους εκκλησιαστικούς κύκλους.
Και πέρα από αυτά, ο Αριστοτέλης είχε θρησκόληπτες ιδέες για τη ζωή και τον κόσμο και επίσης ολοκληρωτικές απόψεις για τη συγκρότηση της ιδανικής πολιτείας. Προπαγάνδιζε την αθανασία της ψυχής, το προφητικό μήνυμα των ονείρων και τη ματαιότητα της επίγειας ζωής, απόψεις που υιοθετήθηκαν αυθωρεί από τους χριστιανούς πατέρες και ενσωματώθηκαν στη διδασκαλία τους. Για τους ανθρώπους είχε ο Αριστοτέλης σαφείς διαχωρισμούς: γεννιούνται ελέω θεού λίγοι προικισμένοι και σοφοί και πολλοί, ο όχλος, βάναυσοι, γυναίκες και δούλοι που δεν είναι δυνατόν να κυβερνηθούν παρά μόνο με τη βία. Επίσης, «για τους υπερέχοντες άνδρες δεν ισχύει ο νόμος, διότι αυτοί οι ίδιοι είναι ο νόμος!» Αυτές οι «αριστοκρατικές» αντιλήψεις φαίνεται να αποτέλεσαν και το εισιτήριο του Αριστοτέλη στην Αυλή του Φιλίππου με την ιδιότητα του δασκάλου του νεαρού Αλέξανδρου. Περίπου 21 αιώνες αργότερα κατηγορούσαν ο Montesquieu και ο Rousseau τον Αριστοτέλη ότι έβγαζε συμπεράσματα μπερδεύοντας αίτιο και αποτέλεσμα, «έπαιρνε το αποτέλεσμα για αιτία».

Εξ αιτίας του μεγάλου κύρους του σημαντικότερου αυτού διανοητή της Αρχαιότητας και του γεγονότος ότι είχαν υιοθετηθεί οι απόψεις του κατά ένα σημαντικό μέρος από τη χριστιανική εκκλησία, αποθαρρύνθηκαν οι ερευνητές του Μεσαίωνα να ανασκευάσουν τις εσφαλμένες απόψεις του στον τομέα των φυσικών επιστημών, όπως συνέβη αργότερα, κατά την Αναγέννηση. Οι αντιλήψεις του Αριστοτέλη για το ρόλο της επιστήμης παρεμπόδισαν την αξιοποίηση των επιστημονικών γνώσεων για την καλυτέρευση της ζωής και της δουλειάς των ανθρώπων: η επιστήμη καλλιεργείται «ου χρήσεως ένεκεν» και είναι περισσότερο επιστήμη όσο λιγότερο σχετίζεται με τις ανάγκες της ζωής, «της εαυτής ένεκεν και του ειδέναι χάριν...» Αυτές οι αριστοτελικές αντιλήψεις που διαδόθηκαν και διαμορφώθηκαν αργότερα από τους Ρωμαίους φιλοσόφους, εμπόδισαν την αξιοποίηση των επιστημονικών και τεχνικών επιτευγμάτων για τις καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων.

Κήπος
Επίκουρος
'Αλλη Σχολή στην Αθήνα ήταν αυτή του Επίκουρου (341-270 π.Χ.), η οποία ονομαζόταν Κήπος, λόγω της επιθυμίας του ιδρυτή της να διδάσκει στη φύση. Ο Κήπος αυτός ήταν ένα κτήμα που αγόρασε ο Επίκουρος μεταξύ Διπύλου και Ακαδημίας, κάπου στον Κολωνό, όπου δίδασκε και δεχόταν μαθητές από όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Ο Επίκουρος γεννημένος στη Σάμο, γιος του Νεοκλέους, μετανάστη από την Αθήνα, ανδρώθηκε μέσα στο κλίμα της πολιτικής και πνευματικής ανατροπής των διαδόχων του Αλεξάνδρου και συσπείρωσε γύρω του άτομα δημοκρατικών αντιλήψεων, τα οποία είχαν πικρές εμπειρίες από την αυτοκρατορική συγκρότηση της διευρυμένης ελληνιστικής πολιτείας. Είχε φυσιοκρατικές αντιλήψεις και μίλαγε ενάντια στις δεισιδαιμονίες, τη μαντική, τα θρησκευτικά ιερατεία και τους δημοκόπους πολιτευτές, προκαλώντας έτσι την αντιπάθεια των κατεστημένων ολιγαρχικών κύκλων.

Στην επικούρεια διδασκαλία διαιρείται η φιλοσοφία, η οποία θεωρείται φάρμακο της ψυχής, σε τρεις τομείς, τη φυσική, τη λογική και την ηθική. Κύριος σκοπός του ανθρώπου πρέπει να είναι η κυριαρχία επί των πράξεών του, ενώ η γαλήνη και η αταραξία, μαζί με την ηθική αρετή οδηγούν στην πνευματική ευδαιμονία. Ο άνθρωπος πρέπει, επίσης, να επιζητά την ηδονή, τόσο με την έννοια της ευχαρίστησης που προσφέρει η συνειδητή ζωή, η καλλιέργεια του πνεύματος και η άσκηση της αρετής, χωρίς έπαρση και αυτοπροβολή, όσο και με την έννοια της απουσίας σωματικού πόνου και ψυχικής ταραχής. Και για όσους, ήδη στην Αρχαιότητα, είχαν τάση να παρεξηγήσουν ή να συκοφαντήσουν τους επικούρειους, έγραφε ο μεγάλος φιλόσοφος σε επιστολή του προς τον Μενοικέα: «Όταν λέμε ότι σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές του ασώτου και αυτές που βρίσκονται μέσα στις απολαύσεις, όπως νομίζουν μερικοί που το αγνοούν και δεν το παραδέχονται ή είναι κακώς πληροφορημένοι. Αλλά εννοούμε να μην πονάει το σώμα και να μην ταράσσεται η ψυχή.»

Συμπύκνωμα των επικούρειων αντιλήψεων ήταν ο χαρακτηρισμός λάθε βιώσας για μια σωστή ζωή που σημαίνει στα νεοελληνικά «να περνάς τη ζωή σου απαρατήρητος, να μην επιδιώκεις την προβολή». Η φυσική φιλοσοφία του Επίκουρου επηρεάστηκε από τη διδασκαλία του Δημόκριτου (~470/460-360 π.Χ.), ο οποίος υποστήριζε ότι και η ψυχή αποτελείται από λεπτότατα άτομα που διασκορπίζονται μετά το θάνατο του ανθρώπου. Η αντίληψη του Επίκουρου είναι λοιπόν σαφώς υλιστική και δεν δέχεται οποιαδήποτε «μετά θάνατον ζωή».

Ο Επίκουρος δεν θεωρούσε τα ουράνια σώματα θεϊκές μονάδες με αυτοτελή βούληση κλπ., αντίθετα προς τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Γράφει δε ότι τα ουράνια σώματα πήραν από την αρχή το σφαιρικό τους σχήμα, αλλά και την αναγκαιότητα και περιοδικότητα των κινήσεών τους, και δεν αποτελούν «μακάριες και άφθαρτες οντότητες». Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτές οι εικασίες του Επίκουρου, τις οποίες είχε προσεγγίσει διαισθητικά ο μεγάλος φιλόσοφος, δεν απέχουν σημαντικά από τα επιστημονικά ευρήματα και τη σημερινή γνώση μας για τα ουράνια σώματα. Οι θεοί, κατά την επικούρεια αντίληψη, δεν ανακατεύονται στα ανθρώπινα, δεν κάνουν χάρες και δεν δέχονται δώρα. Αν έκαναν δε πράγματι οι θεοί όσα τους ζητούσαν οι άνθρωποι, θα εξαφανιζόταν η ανθρωπότητα, γιατί όλοι επιζητούν και εύχονται το κακό των άλλων...

Η αξία της γνώσης, υποστηρίζει ο Επίκουρος, αντίθετα με τον Αριστοτέλη, μετριέται με τη χρησιμότητάς της. Η γνώση πρέπει να βοηθάει για να εκλείψουν οι δεισιδαιμονίες και οι πλάνες και για να κατακτήσει ο άνθρωπος το ανώτερο αγαθό που είναι η ψυχική γαλήνη. Δεν υπάρχει και δεν χρειαζόμαστε γνώση που δεν έχει σχέση με τη ζωή, που δεν μεγαλώνει την ευτυχία μας, που δεν μειώνει τον πόνο μας - επικούρειες αντιλήψεις που επικράτησαν οριστικά από την Αναγέννηση και εντεύθεν. Αντίθετα με τον Αριστοτέλη, ο Επίκουρος θεωρεί τις γυναίκες ισότιμες στην κοινωνική ζωή με τους άνδρες και τις δέχεται ως μαθήτριες στη Σχολή. Επίσης ισότιμη ανθρώπινη αντιμετώπιση αξίζουν οι δούλοι, το όνομα ενός εκ των οποίων, Μυς, διασώθηκε σε μας από τον ιστορικό Λαέρτιο.

Η επικούρεια σκέψη παίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία της φιλοσοφίας, παράλληλα θεωρείται δε ότι επηρέασε καθοριστικά το ρωμαϊκό πολιτισμό. Παρ' όλα αυτά, το μένος των ολιγαρχικών και στη συνέχεια των θρησκόληπτων ενάντια στον Επίκουρο ήταν μεγάλο. Περίπου 300 χρόνια μετά τον Επίκουρο γράφει ο Πλούταρχος ότι ο μεγάλος φιλόσοφος προσπάθησε να ανατρέψει τους «θεσμούς της πόλης» και ότι θεωρούσε τον εαυτό του «σοφότερο από τον Πλάτωνα». Γι' αυτές λοιπόν τις αντιλήψεις έπρεπε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο που είχε ο ίδιος θεοκρατικές και ολιγαρχικές προτιμήσεις, να μαστιγωθούν όλοι οι επικούρειοι, όχι με το απλό μαστίγιο αλλά με το αστραγωτό! Αυτό δείχνει ότι οι επικούρειες φυσιοκρατικές αντιλήψεις ήταν ισχυρές για πολλούς αιώνες μετά το θάνατο του φιλοσόφου.

Ο σπουδαίος αυτός φιλόσοφος δεν έτυχε μέχρι σήμερα, λόγω των δημοκρατικών και φυσιοκρατικών του αντιλήψεων, σωστής προβολής μέσα από τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα, τα οποία κατά κύριο λόγο στηρίζουν ακόμα ολιγαρχικές και θεοκρατικές αντιλήψεις. Μερικοί σύγχρονοι δυσφημιστές εξηγούν μάλιστα, κάνοντας μεταφραστικά άλματα ότι το λάθε βιώσας (= να ζεις απαρατήρητος) του Επίκουρου σημαίνει πως κάποιος ζει λαθραία, σε βάρος των άλλων, δείγμα της διαχρονικής οπισθοδρομικής αθλιότητας που υποστηρίζεται κατά κανόνα από μηχανισμούς προπαγάνδας, θεσμοποιημένους και άτυπους.

Στοά
Η τέταρτη σημαντική σχολή της αρχαίας Αθήνας ήταν η λεγόμενη Στοά, από το γεγονός ότι συγκροτήθηκε και λειτουργούσε στην Ποικίλη Στοά της πόλης. Ιδρυτής της ήταν ο Ζήνων (~335-...), από το Κίτιον της Κύπρου, μάλλον φοινικικής καταγωγής, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος στην «Ιστορία της Φιλοσοφίας» που συνέγραψε. Κύρια διδασκαλία του στωικισμού ήταν η αθανασία της ψυχής, η ύπαρξη θείας πρόνοιας και ανάγκη για ασκητικό τρόπο ζωής, τον οποίο υλοποιούσε παραδειγματικά ο ιδρυτής της. Αυτές οι απόψεις υιοθετήθηκαν αργότερα αυτούσιες από το χριστιανισμό. Ο στωικός άνθρωπος έπρεπε να αποφεύγει τις υπερβολές που οδηγούν στην ταραχή και στην ανησυχία και να εναρμονίζει τη ζωή του με τη λογική.

Ζήνων Κιτιεύς
Ο Ζήνων έδινε σημασία στις έννοιες της ηθικής, του καθήκοντος και της δικαιοσύνης. Ο σημαντικός αυτός φιλόσοφος διακήρυττε επίσης, πως ο άνθρωπος έχει εκ φύσεως την τάση να αποκτά φίλους και να δημιουργεί οικογένεια. 'Αρα, επιβάλλεται η συμμετοχή του ανθρώπου στην κοινωνία, στην οποία πρέπει να ζει ενταγμένος ως δημιουργικό και ενεργό μέλος. Βέβαια, η ενεργή συμμετοχή στην πολιτική ζωή του τόπου του, εξαρτάται αποκλειστικά από το ίδιο το κράτος και την ποιότητα της πολιτικής που προσφέρει στους πολίτες του. Κατά μία εκδοχή ο Ζήνων έζησε 72, κατά μία άλλη 98 χρόνια.

Σε κοσμολογικά θέματα υποστήριζε ο Ζήνων ότι το σύμπαν ολόκληρο (τότε η Γη και τα ορατά ουράνια σώματα) «εκπυρώνεται και ανασυντίθεται εκ νέου κατά συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα». Είχε δηλαδή την αντίληψη μίας ανακύκλωσης των συμπαντικών υλικών. Στις αρχές του 21ου αιώνα φαίνεται ότι επαληθεύονται οι εικασίες του Ζήνωνα για «εκπυρωτικό σύμπαν». δηλαδή αυτό φαίνεται να ακολουθεί μια αέναη αλυσίδα αναγεννήσεων με μία αρχική «μεγάλη έκρηξη» (big bang) και συνεχή διαστολή για κάποια δισεκατομμύρια ή τρισεκατομμύρια χρόνια, μέχρι να συμπυκνωθεί εκ νέου και να ακολουθήσει ένας νέος κύκλος ζωής με νεότερη έκρηξη.

Οι φιλοσοφικές ιδέες των στωικών ήταν επηρεασμένες από την παρακμή της πόλης και το πέρασμα στα εκτεταμένα βασίλεια και τις αυτοκρατορίες. Η ιδέα για συγχώνευση όλων των λαών και των παραδόσεών τους σε ένα κράτος (κάτι σαν τη σημερινή παγκοσμιοποίηση), με ενιαία ιδεολογία-πίστη και με ένα αυτοκράτορα, οδήγησε σταδιακά στη θεολογική υποστύλωση ενός θεού (μονοθεϊσμός) που αναθέτει στο βασιλιά ή αυτοκράτορα το ρόλο μεσάζοντα προς τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι αυτές οι απόψεις υιοθετήθηκαν από τους χριστιανούς «πατέρες», οι οποίοι μάλιστα ανακήρυξαν τον επιφανέστερο Ρωμαίο στωικό, τον Σενέκα, σχεδόν προφήτη των μονοθεϊστικών θρησκειών.

Τα πολιτισμικά επιτεύγματα της κλασικής ελληνικής εποχής που προέκυψαν σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 4 αιώνων, οφείλονται στο έργο ενός σχετικά μικρού αριθμού ιδιοφυών ανθρώπων που ήταν συγκεντρωμένοι σε λίγα κέντρα. Η ελληνική επιστήμη της κλασικής εποχής είχε ως θεμέλιο ένα σύνολο εικασιών που διατυπώνονταν από μερικούς φιλοσόφους αποκλειστικά σε φυσιοκρατική βάση, από άλλους δε με «ευλαβική ενατένιση» (D. Ihde, βλέπε βιβλιογραφία). Συνολικά η αρχαιοελληνική επιστήμη ήταν ένα ευαίσθητο δημιούργημα, ικανό να διατηρηθεί μόνο σε προστατευτικό περιβάλλον με ευνοϊκό διανοητικό περίγυρο. Αυτό το περιβάλλον προέκυψε για μερικούς αιώνες κατά την ελληνιστική εποχή και η επιστήμη πήρε τότε νέα μορφή, η οποία προσεγγίζει κάπως αυτό που ονομάστηκε εκ νέου επιστήμη μετά το 16ο αιώνα. Όταν όμως το περιβάλλον έγινε αδιάφορο, όπως στα χρόνια παρακμής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ή και εχθρικό, όπως συνέβη μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, η καλλιέργεια των επιστημών μειώθηκε στον ελληνικό και τον ελληνόφωνο χώρο μέχρι μηδενισμού.

Στην Ιστορία του Πολιτισμού είναι εντυπωσιακό ότι ο ελληνικός πολιτισμός και οι περισσότερες από τις κατακτήσεις του -επιστήμη, φιλοσοφία, τέχνες, γράμματα, δημοκρατία, αθλητισμός κλπ.- διαδόθηκαν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο και αποτέλεσαν έκτοτε θεμέλιο κάθε πολιτισμικής δημιουργίας στον ευρωπαϊκό χώρο, χωρίς οποιαδήποτε εθνική ή κρατική υποστήριξη. Ακόμα και ο χριστιανισμός που προήλθε από ένα εχθρικό για τον Ελληνισμό περιβάλλον και επεβλήθη στους λαούς στα όρια ελέγχου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέσω της κρατικής εξουσίας, υιοθέτησε και αντέγραψε σημαντικά τμήματα της ελληνικής φιλοσοφίας, ενώ υποβάθμισε άλλες πολιτισμικές κατακτήσεις, ώστε να είναι σε θέση να συγκροτήσει και να προβάλει ένα δικό του φιλοσοφικό οικοδόμημα.


Η ελληνιστική εποχή
Υπατία
Η μαθηματικός Υπατία που δολοφονήθηκε το 415 μ.Χ. από όχλο χριστιανών.
Ελληνιστική, μια ονομασία που εισήχθη από τον J.G. Droysen κατά το 19ο αιώνα, ονομάζεται η ιστορική εποχή διάρκειας περίπου τριών αιώνων, από το θάνατο του Αλεξάνδρου Γ' της Μακεδονίας (323 π.Χ.), μέχρι το 30 π.Χ., οπότε ενσωματώθηκε και η Αίγυπτος στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. 'Αλλοι Ιστορικοί δεν συσχετίζουν τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου άμεσα με την παρουσία των διαδόχων του Αλεξάνδρου, αλλά με την επιρροή των ελληνικών γραμμάτων και της γλώσσας στην Ανατολή. Έτσι τοποθετούν το όριο της ελληνιστικής εποχής αρκετά αργότερα, στο έτος που δολοφονήθηκε η μαθηματικός Υπατία (415 μ.Χ.), οπότε έπαψε να υπάρχουν επιφανείς Έλληνες διανοητές (L. Russo, βλέπε βιβλιογραφία), ή και ακόμα αργότερα, στον 7ο αιώνα μ.Χ., οπότε η εξάπλωση του Ισλάμ άλλαξε τα δεδομένα στην Εγγύς Ανατολή. Η χρονική περίοδος κατά την οποία άνθισε η ελληνική επιστήμη και τεχνική ξεπερνάει έτσι κι αλλιώς την εποχή του μακεδονικού αλλά και του δυτικού ρωμαϊκού κράτους. Ονομάζεται όμως ακόμα ελληνική ή και ελληνιστική, γιατί όλοι οι επιστήμονες και τεχνικοί που δραστηριοποιήθηκαν αυτούς τους αιώνες ήταν Έλληνες ή ελληνικής καταγωγής ή οπωσδήποτε ελληνόφωνοι.

Η επιστήμη της ελληνιστικής εποχής άνθησε κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα, κυρίως στην Αλεξάνδρεια κι αυτό οφείλεται στην πολιτική των πρώτων ηγεμόνων της πτολεμαϊκής δυναστείας. Ο Πτολεμαίος Α' Σωτήρας (323-283 π.Χ.) και ιδιαίτερα ο Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος (383-246 π.Χ.) στήριξαν τις τέχνες και τα γράμματα και μετέτρεψαν την Αλεξάνδρεια σε κέντρο του πολιτισμού εκείνης της εποχής. Από το 212 π.Χ. και μετά, οπότε καταλήφθηκαν οι Συρακούσες από τους Ρωμαίους (θάνατος Αρχιμήδη), αρχίζει η σταδιακή ενσωμάτωση στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία των ελληνιστικών κρατών, στα οποία είχε διασπαστεί το κράτος του Αλεξάνδρου.

Στα έτη 145-144 π.Χ. μεθοδεύεται άγριος διωγμός της ελληνόφωνης ιθύνουσας τάξης στην Αλεξάνδρεια από τον Πτολεμαίο Ζ' Ευεργέτη. Ο Ιστορικός Πολύβιος αναφέρει ότι ο ελληνικός πολιτισμός της πόλης καταστράφηκε ολοσχερώς, άλλες ιστορικές πηγές μαρτυρούν ότι οι διανοούμενοι του πτολεμαϊκού κράτους πήραν το δρόμο της εξορίας, λόγω της εχθρότητας των γηγενών προς τους ελληνόφωνους. Ακολούθησε ακόμα μία περίοδος επιστημονικής αναλαμπής μεταξύ του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ., αλλά στη συνέχεια επικρατεί ολοκληρωτική παρακμή, ουσιαστικά μέχρι τον 16ο αιώνα, οπότε αρχίζει στη δυτική Ευρώπη εκ νέου η ορθολογική ανάπτυξη της επιστήμης, περίπου από το σημείο που είχε σταματήσει κατά την ελληνιστική εποχή.

Η επιστήμη που αναπτύσσεται αυτή την εποχή των αυτοκρατοριών (μακεδονική και ρωμαϊκή), έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία δεν υπήρχαν στην επιστήμη του 5ου αιώνα π.Χ., ούτε στα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Κυρίως, οι διατυπώσεις των ερευνητών δεν περιορίζονται πλέον σε συγκεκριμένα αντικείμενα, αλλά αφορούν θεωρητικές οντότητες. Επίσης, οι επιστήμες συγκροτούνται με αυστηρά επαγωγική δομή, ξεκινώντας από γενικά αποδεκτές θεμελιώδεις προτάσεις (αξιώματα ή αρχές), από τις οποίες προκύπτει με λογικές διεργασίες ένα πλήθος συμπερασμάτων. σημαντικότερο σχετικό δείγμα αποτελεί η Ευκλείδεια Γεωμετρία. Ακόμα, εισάγονται κανόνες αντιστοιχίας μεταξύ θεωρίας και πραγματικών αντικειμένων και η ορθότητα των ερμηνειών ελέγχεται με πρακτικές εφαρμογές, κάτι που προμηνύει την εισαγωγή πειραματικών μεθόδων (Lucio Russo: «Η λησμονημένη επανάσταση», βλέπε βιβλιογραφία).

Από τα συγγράμματα της ελληνιστικής εποχής διασώθηκαν ελάχιστα, ενώ τα περισσότερα καταστράφηκαν, μάλλον οριστικά, με τις πυρπολήσεις των βιβλιοθηκών από τους χριστιανούς. Με εντολή του θρησκόληπτου αυτοκράτορα Θεοδόσιου πυρπόλησε ο πατριάρχης Θεόφιλος το έτος 391 μ.Χ. το Σεράπειο Ιερό, ένα συγκρότημα που αποτελείτο από ναό και παράρτημα της μεγάλης αλεξανδρινής βιβλιοθήκης. Θα ήταν ίσως άξιο προβληματισμού το «τυχαίο» φαινόμενο ότι, τα γραπτά των θεοκρατικών Πλάτωνα και Αριστοτέλη διασώθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό ενώ, αντίθετα, από τα γραπτά των φυσιοκρατών διασώθηκαν πολύ λίγα. Αυτή η πολιτισμική απώλεια μπορεί να χρεωθεί επίσης στα «επιτεύγματα» των χριστιανών «πατέρων» και των αντιγραφέων της ελληνικής γραμματείας, οι οποίοι προσπάθησαν και εν μέρει πέτυχαν ναυποβαθμίσουν την ελληνιστική εποχή.

Αρχιμήδης
Ο Αρχιμήδης και ο κοχλίας του σε ιταλικό γραμματόσημο.
Σημαντικότερος ερευνητής της ελληνιστικής εποχής είναι αναμφίβολα ο Αρχιμήδης(~285-212 π.Χ.) από τις Συρακούσες, ο οποίος είχε επισκεφτεί για κάποιο χρονικό διάστημα την Αλεξάνδρεια. κατασκεύασε αντλίες νερού (κοχλίες), πολύσπαστα, έλικες, γερανούς και καταπέλτες, τους τελευταίους για την υπεράσπιση της ιδιαίτερης πατρίδας του. 'Αλλος σημαντικός ερευνητής της εποχής ήταν ο Κτησίβιος, ο εφευρέτης της αντλίας νερού, την οποία περιέγραψε αργότερα ο έτερος μεγάλος ερευνητής της εποχής, ο Ήρων ο Αλεξανδρινός (έζησε περί το 150 π.Χ., κατ' άλλους όμως περί το 250 μ.Χ.)

Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος εκτίμησε ότι η Γη πρέπει να περιφέρεται γύρω από την Ήλιο και όχι αντίθετα, όπως γινόταν τότε αποδεκτό. Οι περισσότεροι σύγχρονοί του δεν τον έπαιρναν όμως στα σοβαρά, τη στιγμή μάλιστα που είχε αποφανθεί «οριστικά» για τις κινήσεις των πλανητών ο Αριστοτέλης! Λέγεται ότι ο Αρχιμήδης δεν απέρριπτε την άποψη του Αρίσταρχου και μάλιστα εντόπισε ένα μαθηματικό σφάλμα στους υπολογισμούς του αστρονόμου. Όμως, ο στωικός φιλόσοφος Κλεάνθης από τον 'Ασσο της Τρωάδος, κατηγόρησε τον Αρίσταρχο για αστρονομικές θεωρίες που ήταν αντίθετες με τις ισχύουσες θρησκευτικές πεποιθήσεις: «... ως κινών την του κόσμου εστίαν και ταράσσων ούτω την των Ολυμπίων ηρεμία.» Κατόπιν αυτών, ίσως και άλλων καταγγελιών, ο Αρίσταρχος κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του και δίδασκε Αστρονομία (Ευ.Σπανδάγου: Το ηλιοκεντρικό σύστημα των αρχαίων Ελλήνων, στο τεύχος «Αρχαίοι Έλληνες Αστρονόμοι» του περιοδικόυ ΙΣΤΟΡΙΚΑ, βλέπε βιβλιογραφία). Γεγονός είναι πάντως ότι η άποψη του Αρίσταρχου δεν «έλυνε» κάποιο πρόβλημα της εποχής, τη στιγμή που η γεωκεντρική θεωρία συμφωνούσε με την εποπτεία και εξηγούσε κατανοητά τη λειτουργία του ουράνιου στερεώματος.

Τον 3ο αιώνα π.Χ. είχε αναπτυχθεί μεταξύ των ελληνιστικών κρατών και πόλεων ένας ανταγωνισμός σε διάφορους τεχνολογικούς τομείς, με σημαντικότερο αυτόν που αφορούσε τη ναυπήγηση όλο και μεγαλύτερων πλοίων. Το εντυπωσιακότερο από αυτά τα πλοία φαίνεται να ήταν η «Συρακουσία», δλδ. η κυρία των Συρακουσών, το οποίο ήταν ταυτόχρονα επιβατικό, εμπορικό και πολεμικό! Τη μοναδική περιγραφή αυτού του πλοίου έγραψε ο Μοσχίων, του οποίου το έργο έχει χαθεί, αλλά υπάρχει μια εκτεταμένη περίληψη που συμπεριέλαβε ο Αθήναιος στο έργο του «Δειπνοσοφισταί». Κατασκευαστής-ναυπηγός του πλοίου ήταν ο Κορίνθιος Αρχίας κατ' εντολήν του Ιέρωνα Β' (269-215 π.Χ.), τυράννου των Συρακουσών. Το μήκος του πλοίου ήταν μεγαλύτερο από 80m και το πλάτος του περί τα 35m. Με σημερινά δεδομένα, το πλοίο αυτό είχε ένα εκτόπισμα μεγαλύτερο από 4.500 τόνους και για την κατασκευή του που κράτησε 1 έτος, χρειάστηκε ξυλεία όση για την κατασκευή 60 τριηρών! (Jean MacIntosh Turfa - Alwin G. Steinmayer Jr., «The Syracusia as a giant cargo vessel», International Journal of Nautical Archaeology 28 (1999), 2, 105–125). Η Συρακουσία καθελκύστηκε ημιτελής, με τη βοήθεια του κοχλία που είχε επινοήσει ο Αρχιμήδης. Πρόκειται για την πρώτη γραπτή αναφορά στον αρχιμήδειο κοχλία, τον οποίο περιγράφει ο Μοσχίων.

Το πλοίο είχε τρία καταστρώματα: Στο ανώτερο κατάστρωμα ήταν τοποθετημένες πολεμικές μηχανές (καταπέλτες, βαλλίστρες, χελώνες, πύργοι, άγκιστρα κ.ά.) και εφρουρείτο από ισχυρό σώμα στρατιωτών. Στο δεύτερο κατάστρωμα ήταν εγκαταστημένα πολυτελή λουτρά, ναός της Αφροδίτης, γυμναστήρια, βιβλιοθήκη και άλλες εγκαταστάσεις ψυχαγωγίας και αναπαύσεως. Στο τρίτο κατάστρωμα, τέλος, βρίσκονταν όλοι οι βοηθητικοί χώροι, αποθήκες εφοδιασμού, αντλιοστάσιο, δεξαμενές νερού, στάβλοι για τα άλογα, εργαστήρια, φούρνοι, μύλοι και διάφορα άλλα. Ο Αθήναιος αναφέρει ότι το πλοίο είχε κατασκευαστεί με πρότυπο μια «εικοσήρη», αλλά θεωρείται απίθανο να εννοούσε ότι υπήρχαν πράγματι 20 σειρές καθισμάτων για τους κωπηλάτες.

Συρακουσία 1798Συρακουσία 1799
Φανταστικές αναπαραστάσεις του πλοίου «Συρακουσία» κατά το 18ο αιώνα
Πάτημα με το ποντίκι οδηγεί σε μεγαλύτερες εικόνες.

Αυτό το «πλεούμενο νησί», συγκρίσιμο με τα σημερινά αεροπλανοφόρα σε σχέση με τα άλλα πλοία της εποχής μας, ήταν ιδιαίτερα δυσκίνητο λόγω του μεγέθους και δεν υπήρχε στη Μεσόγειο κάποιο λιμάνι να το δεχτεί. Είναι προφανές ότι η ναυπηγική τεχνολογία εκείνης της εποχής, που γνώριζε ως κινητήρια δύναμη τους κωπηλάτες και τον αέρα, είχε φτάσει στα όριά της. το επόμενο ανατρεπτικό άλμα στη ναυπηγική έγινε μετά από περίπου 21 αιώνες, κατά το 19ο αιώνα, με την εισαγωγή της ατμοκίνησης! Η «Συρακουσία» έκανε ένα μοναδικό ταξίδι, από τις Συρακούσες στην Αλεξάνδρεια, όπου ο Ιέρων χάρισε το πλοίο στον Πτολεμαίο, αφού το μετονόμασε σε «Αλεξάνδρεια».

Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν οι Αρχαίοι ήταν από λευκές ή γενικά ανοικτόχρωμες φυσικές ίνες, βαμβάκι, λινό και μαλλί. Για το χρωματισμό τους χρησιμοποιούνταν βαφές, οι οποίες ξεθώριαζαν όμως στο φως του ήλιου. Έτσι, οι σταθερές βαφές ήταν περιζήτητες και γι' αυτό ακριβές. Τέτοιες βαφές ήταν η πορφύρα της Τύρου, η οποία προερχόταν από ένα μαλάκιο στο λιμάνι της ομώνυμης πόλης της Παλαιστίνης, η κοχινίλλη που παράγεται από ένα έντομο, καθώς επίσης η αλιζαρίνη και το ινδικό που παράγονται από φυτά. Η πορφύρα ήταν κάποια εποχή τόσο ακριβή ώστε την χρησιμοποιούσαν μόνο για τη βαφή αυτοκρατορικών υφασμάτων. Η εξάρτηση από τις φυτικές και ζωικές βαφές διήρκεσε όλους τους επόμενους αιώνες, μέχρι που στο 19o αιώνα δημιουργήθηκαν οι συνθετικές βαφές.

Ένα από τα σημαντικότερα τεχνικά κατασκευάσματα της Αρχαιότητας είναι ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, ~80 π.Χ., ένας μηχανικός υπολογιστής με 30-32 μεταλλικά γρανάζια, προοριζόμενος πιθανόν για αστρονομικές μελέτες. Εκτιμάται ότι με αυτό το μηχανισμό υπολογίζονταν οι θέσεις του ήλιου, της σελήνης και των πέντε ορατών με γυμνό μάτι πλανητών, οι φάσεις της σελήνης, η παρέλευση των μηνών και των ετών και προβλεπόταν η πιθανότητα να συμβεί μια έκλειψη. Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων αποτελεί υλική μαρτυρία μιας πολύπλοκης λεπτοκατασκευής από την ελληνιστική περίοδο.

μηχανισμός των Αντικυθήρων
Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων (Πάτημα με το ποντίκι οδηγεί σε περισσότερες εικόνες)

Ο αριθμός και η ποικιλία των γραναζιών του, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται κι ένα διαφορικό, η ακρίβεια της κατασκευής σε συνδυασμό με την απουσία παρόμοιων ευρημάτων της ίδιας εποχής καθιστούν αυτό το μηχανισμό μοναδικό. Βρέθηκε το έτος 1901 κοντά σταΑντικύθηρα (αρχαία ονομασία: Αιγιλία), σε ναυάγιο πλοίου προερχόμενου πιθανόν από τη Ρόδο ή από τα παράλια της Μικράς Ασίας, και θεωρήθηκε αρχικά ότι ήταν αστρολάβος. Μία παρόμοια συσκευή είχε περιγράψει ο Ρωμαίος φιλόσοφος και πολιτικός Cicero Marcus Tullius (Κικέρων, 106-43 π.Χ.), ο οποίος είχε επισκεφτεί τη Ρόδο στα έτη 79-78 π.Χ. Το σχέδιο κατασκευής φαίνεται να ακολουθεί την παράδοση των πλανηταρίων του Αρχιμήδη και να σχετίζεται με τα ηλιακά ρολόγια. Μία αναλυτική περιγραφή του μηχανισμού των Αντικυθήρων περιέχεται στο Παράρτημα.

Ο προορισμός του μηχανισμού παρέμεινε άγνωστος για χρόνια, όταν όμως εξετάστηκε το εύρημα στο ελληνικό ερευνητικό κέντρο «Δημόκριτος» (Χ. Καράκαλος) με ακτίνες Χ και γ, διαπιστώθηκε ότι διαθέτει έναν εντυπωσιακά περίπλοκο μηχανισμό, απροσδόκητο για την Αρχαιότητα, σύμφωνα με τις σημερινές γνώσεις μας. Παρόμοιος μηχανισμός εκείνης της εποχής, σαν αυτόν των Αντικυθήρων, δεν έχει βρεθεί οπουδήποτε αλλού μέχρι σήμερα. Αργότερα, κατά τον 5ο ή 6ο αιώνα, φαίνεται να κατασκευάστηκε στο Βυζάντιο ένας μηχανισμός, αρκετά απλούστερος αλλά με όμοιο προορισμό, άγνωστο από ποιον τεχνικό. Μερικούς αιώνες μετά κατασκευάστηκε επίσης ένας απλός μηχανισμός από τον Πέρση φιλόσοφο, μαθηματικό και αστρονόμο Αλ Μπιρουνί (Abu-Reyhan Birouni, 973-1048), μεταφραστή των έργων του Ευκλείδη στη σανσκριτική γλώσσα.

Σήμερα θεωρείται ο μηχανισμός των Αντικυθήρων ως η πιο περίπλοκη μηχανική δημιουργία μέχρι το 14ο αιώνα, οπότε κατασκευάστηκαν τα πρώτα μηχανικά ρολόγια. Εκτιμάται ότι, αν είχε αξιοποιηθεί ήδη τον 1ο αιώνα π.Χ. αυτή η τεχνογνωσία, σε ένα φιλομαθές και προοδευτικό κοινωνικό περιβάλλον, πιθανότατα να είχε κατασκευαστεί ήδη τότε το πρώτο μηχανικό ρολόι και να είχε αρχίσει, έστω με διαφορετικές συνθήκες κοινωνικο-οικονομικών δομών και γεωγραφικού χώρου, η εξέλιξη της λεπτομηχανικής και γενικότερα της τεχνολογίας, όπως αυτό συνέβη περίπου 1.400 χρόνια μετά. Σ' αυτή την περίπτωση πιθανόν να είχε αποφευχθεί η οπισθοδρόμηση και παρακμή της μεσαιωνικής εποχής.

Ο Ήρων που αναφέρθηκε προηγουμένως, κατασκεύασε μια σειρά από «αυτόματα», μηχανήματα που λειτουργούσαν με ατμό και θερμό αέρα. Πρόκειται για μία ύδραυλη (πληκτροφόρο μουσικό όργανο, μακρινό πρόγονο του σημερινού εκκλησιαστικού οργάνου στη Δύση), ένα μηχανισμό που άνοιγε και έκλεινε τα θυρόφυλλα του ναού, κούκλες που περπάταγαν και χόρευαν, ένα ατμοστρόβιλο, ένα οδόμετρο κ.ά. Όλα αυτά δε και διάφορα άλλα, πολλά από τα οποία έχουν ανακατασκευαστεί στη σύγχρονη εποχή ως ομοιότυπα, προοριζόμενα μάλλον για εντυπωσιασμό και ψυχαγωγία και, κατά κανόνα, για την εξυπηρέτηση πολεμικών αναγκών, αλλά καθόλου για παραγωγικούς σκοπούς, αφού το κόστος των δούλων, έστω με τη χαμηλή παραγωγικότητά τους, ήταν μικρότερο! 'Αλλοι σημαντικοί ερευνητές της ελληνιστικής εποχής ήταν οι μαθηματικοίΕυκλείδης, Απολλώνιος, Αριστόξενος, Νικόμαχος,Φίλων, Πάππος, ο αστρονόμος 'Αρατος, ο γεωγράφος Ερατοσθένης κ.ά.

Ήρων ο Αλεξανδρινός
Σε αντιδιαστολή με τις προηγούμενες ελληνικές εποχές, οι θετικές επιστήμες εξειδικεύονται κατά την ελληνιστική περίοδο, πράγμα που αποτελεί γενικότερο χαρακτηριστικό αυτής της εποχής. Αυτός είναι και ο λόγος που σύγχρονοί μας ερευνητές παραλληλίζουν εκείνη την εποχή με την εποχή μετά το Μεσαίωνα, όταν και πάλι υπήρχε μια ευφορία δημιουργιών και πρωτότυπων κατασκευών. Δεν είναι βέβαια εύκολο να εκτιμηθεί, γιατί εκείνη η εποχή δεν εξελίχθηκε σε μια πρώιμη Αναγέννηση, γιατί δεν αξιοποιήθηκαν οι μηχανές που λειτουργούσαν με μοχλούς, ατμό και πίεση ρευστών για την υποστήριξη μιας «βιομηχανικής επανάστασης».

Πρέπει να λάβουμε βέβαια υπόψη ότι εκείνες τις εποχές δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον από την ιθύνουσα τάξη για τις διαδικασίες της παραγωγής. Οι πολίτες δεν είχαν επικοινωνία με τους χειρώνακτες, τους βιοτέχνες και πολύ λιγότερο με τους δούλους και δεν έδιναν σημασία στους τεχνικούς και τους κατασκευαστές, αλλά θαύμαζαν τους φιλοσόφους και τους μαθηματικούς. Τα μνημειώδη κτήρια της κλασικής εποχής έγιναν γνωστά από τους πολιτικούς που αποφάσισαν την κατασκευή τους και τους χορηγούς που τα χρηματοδότησαν και λιγότερο από τους αρχιτέκτονες και τεχνικούς που τα σχεδίασαν και τα κατασκεύασαν.

Για την κρίση και παρακμή της ελληνιστικής εποχής εκφράζονται διάφορες έγκυρες απόψεις. Παλαιότερη είναι αυτή (C. Preaux) που ανάγει τη στασιμότητα και συνεπακόλουθη παρακμή της επιστήμης στο «υπερβολικό κύρος» του Αριστοτέλη, κάτι που παρατηρήθηκε και σ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Πιθανόν όμως να πρόκειται εδώ για αντιστροφή αίτιου και αποτελέσματος: το κύρος του Αριστοτέλη άρχισε να σκιάζει τις σκέψεις των διανοουμένων, όταν αυτοί στέρεψαν από νέες ιδέες. Ο Ηρόφιλος είχε πραγματοποιήσει ανατομικές μελέτες, ο Αρχιμήδης και ο Κτησίβιος είχαν κατασκευάσει μηχανές, ο Αρίσταρχος κ.ά. είχαν διατυπώσει κοσμολογικές θεωρίες, οι οποίες διέψευδαν ιδέες και ισχυρισμούς του Αριστοτέλη, άρα αυτοί και άλλοι επιστήμονες και τεχνικοί της εποχής δεν αισθάνονταν τη σκιά του Σταγειρίτη φιλοσόφου επάνω τους. Πιθανόν η «αντιδικία» με τον αριστοτελισμό να είναι το αποτέλεσμα, αλλά δεν φαίνεται να αποτελεί το αίτιο της στασιμότητας.

Ένας άλλος σημαντικός λόγος που προβάλλεται ως αιτία για την επιστημονική στασιμότητα είναι τα αλλεπάλληλα καίρια πολιτικο-στρατιωτικά γεγονότα της εποχής και η αδιαφορία των Ρωμαίων που επικρατούν σταδιακά, για επιστημονικά θέματα: Στις περίπου επτά δεκαετίες από την κατάληψη και ισοπέδωση των Συρακουσών (212 π.Χ.), μέχρι την ισοπέδωση της Καρχηδόνας και της Κορίνθου (146 π.Χ.), συνέβησαν πολλές καταστροφές ελληνικών πόλεων, των οποίων οι πληθυσμοί υποτάχθηκαν και σκλαβώθηκαν. Ακριβώς ένα χρόνο μετά την καταστροφή της Καρχηδόνας, άρχισε ο βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Η', ο οποίος αισθανόταν να περικυκλώνεται από τους Ρωμαίους, με το διωγμό των Ελλήνων από την Αλεξάνδρεια. Το ρωμαϊκό κράτος που επιβαλλόταν σταδιακά στα ελληνιστικά βασίλεια, δεν είχε ακόμα σχέση με τον πολιτισμό που δημιούργησαν ο Βιργίλιος, ο Οράτιος και ο Κικέρων. Ο πρώτος πίνακας ζωγραφικής λέγεται ότι έφτασε στη Ρώμη το 146 π.Χ. και προερχόταν από τη λεηλασία της Κορίνθου. Ο στρατηγός Λούκιος Μούμμιος (Lucius Mummius Achaicus) που αγόρασε αυτό τον πίνακα σε δημοπρασία στη Ρώμη, τον τοποθέτησε σπίτι του, γιατί πίστευε ότι ο πίνακας έχει μαγικές δυνάμεις (L. Russo, βλέπε βιβλιογραφία)!

Από τα μέσα του 2ο αιώνα π.Χ. δεν υπάρχουν πια αξιόλογα ελληνικά πολιτισμικά κέντρα. Κάποια εποχή αναδείχθηκε η Ρόδος, οπότε και κατασκευάστηκε ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, αλλά φαίνεται να εξαντλήθηκαν σύντομα τα περιθώρια οικονομικής στήριξης. με τη ρωμαϊκή λεηλασία έληξε και αυτή η αναλαμπή. Να σημειώσουμε δε ότι με κάθε λεηλασία πόλης καταστρέφονταν και οι βιβλιοθήκες, είτε με πυρπόληση, είτε με μεταφορά των συγγραμμάτων σε ρωμαϊκές πόλεις για να στολίσουν τις επαύλεις των στρατηγών. Μέσα σ' αυτό το κλίμα πολιτισμικής παρακμής και πολιτικο-στρατιωτικών ανακατατάξεων του 1ου αιώνα π.Χ. ανακαλύπτεται πάλι ο Αριστοτέλης, ο οποίος κατά των Κικέρωνα είχε αγνοηθεί μέχρι τότε τελείως.



Ρωμαϊκή εποχή
Η ρωμαϊκή κοινωνία είχε χαρακτήρα στρατιωτικό και επεκτατικό. Η οικονομία δεν ήταν προσανατολισμένη στην παραγωγή αλλά στην κατανάλωση. Για την προμήθεια κάθε είδους προϊόντων κι επειδή αυτά δεν ήταν δυνατόν να παραχθούν στη χώρα, αξιοποιήθηκαν άλλες δυνατότητες, κυριότερες από τις οποίες ήταν η κατάκτηση εδαφών, η καταλήστευση του πλούτου και η φορολόγηση των υπόδουλων λαών! Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι χρειάζονταν ένας ισχυρός στρατός και μια καλά οργανωμένη κεντρική εξουσία. Για την οργάνωση της κεντρικής εξουσίας απαιτήθηκε εκτεταμένο νομοθετικό έργο, το οποίο πραγματοποιήθηκε και επηρεάζει μέχρι σήμερα τα νομικά συστήματα όλων των χωρών. για την υποβοήθηση του στρατού υλοποιήθηκαν έργα υποδομής.

Η Ρώμη ξεκίνησε την ιστορία της ως βασίλειο και, μετά την εκδίωξη του βασιλιά, συνέχισε ως δημοκρατικό κράτος (πόλη). Στην πορεία των αιώνων εξελίχθηκε αυτή η δημοκρατία σε μια εκτεταμένη στρατιωτική δικτατορική αυτοκρατορία, της οποίας τα εδάφη έφταναν, από τα σύνορα της Περσίας μέχρι τη Βρετανία και από την κεντρική Γερμανία μέχρι τη βόρεια Αφρική. Αρχικά κατακτήθηκε, μεταξύ 380 και 200 π.Χ. η ιταλική χερσόνησος, μαζί της και οι πόλεις της «Μεγάλης Ελλάδας» στη νότια Ιταλία. Μεταξύ 200 και 44 π.Χ. ακολούθησαν η ίδια η Ελλάδα, οι ακτές της Αδριατικής (σημερινή Αλβανία μέχρι την Κροατία), η Μικρά Ασία, ένα μεγάλο μέρος της βορειοαφρικανικής ακτής, καθώς επίσης οι περιοχές που βρίσκονται σήμερα η Ισπανία, η Ολλανδία και η Γαλλία, μέχρι τον ποταμό Ρήνο. Αργότερα προστέθηκαν σ' αυτές τις κατακτήσεις ένα μέρος της κεντρικής Ευρώπης (σημερινή Γερμανία), η Βρετανία και η ανατολική ακτή της Ιρλανδίας.

Ρωμαϊκή Εγνατία Οδός
Η Via Egnatia στην περιοχή των Φιλίππων, βόρεια της Καβάλας

Τις καλές τέχνες υιοθέτησαν οι Ρωμαίοι από τους Έλληνες και έκαναν τις απαραίτητες προσαρμογές. Επίσης υιοθέτησαν το Δωδεκάθεο των Ελλήνων, με εκλατινισμό των ονομάτων των θεών. Για να γίνει αντιληπτό το ενδιαφέρον των Ρωμαίων της αυτοκρατορίας για την Επιστήμη, σημειώνουμε ότι ο φιλόσοφος Σενέκας (Lucius Annaeus Seneca, ~4-65 μ.Χ.) επανέρχεται στον Αριστοτέλη, παραβλέποντας όλες τις επιστημονικές και τεχνολογικές επιτυχίες της ελληνιστικής εποχής, και διαπιστώνει: «Το σφυρί, η τανάλια, οι υαλοπίνακες, οι εντοιχισμένοι σωλήνες των λουτρών ... είναι επινοήσεις σκλάβων. Η σοφία είναι εγκαταστημένη σε ένα υψηλό θρόνο και όχι στα χέρια, αλλά στα πνεύματα». Εξ άλλου, η πρώτη μετάφραση της Ευκλείδειας Γεωμετρίας στα λατινικά έγινε το 13ο αιώνα μ.Χ. από τον 'Αγγλο Αδελάρδο (Adelard of Bath, ~1080- ~1160), ο οποίος μετέφραζε από τα αραβικά (L. Russo, βλέπε βιβλιογραφία)!

Δικαίωμα ψήφου στην αυτοκρατορία είχαν μόνο Ρωμαίοι πολίτες και όχι οι κατακτημένοι λαοί και φυσικά, πολύ λιγότερο, οι δούλοι. Η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της αυτοκρατορίας δεν είχε λοιπόν πολιτικά δικαιώματα. Σε αντίθεση όμως με τις ελληνικές πρακτικές, οι Ρωμαίοι έδιναν δικαίωμα πολίτη σε ανθρώπους που είχαν υπηρετήσει για αρκετό χρόνο στο στράτευμα. Επίσης, όταν τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια, γινόταν κατά καιρούς πολιτογράφηση υπόδουλων, για να εισπραχθούν φόροι κληρονομιάς κ.ά.

Ο φτωχός Ρωμαίος πολίτης είχε την ψήφο του, όσο λειτουργούσε η δημοκρατία, έστω και τυπικά, ως μοναδικό όπλο στον αγώνα επιβίωσης. τη διέθετε εκεί που προσφέρονταν «άρτος και θεάματα». Έτσι δεν χρειαζόταν ποτέ να εργαστεί, αφού η εξουσία μοίραζε δωρεάν τρόφιμα και προσέφερε στους ιπποδρόμους, επίσης δωρεάν, ενδιαφέροντα θεάματα ... Επειδή η ρωμαϊκή κοινωνία στηριζόταν στο στρατό, οι ανώτεροι στρατιωτικοί είχαν σημαντική θέση, όπως επίσης οι γεωργοί που προμήθευαν τα τρόφιμα. Οι τεχνίτες δεν είχαν καμιά κοινωνική αναγνώριση! Οι δούλοι δεν θεωρούνταν καν άνθρωποι και ανήκαν πάντα στην ιδιοκτησία ενός πολίτη.

Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι κληρονόμησαν τις αιγυπτιακές μονάδες μέτρησης. Το ρωμαϊκό πόδι είχε υποδιαιρέσεις, αφενός σε 12 unicae(ίντσες) αφετέρου σε 16 δακτύλους. Οι Ρωμαίοι εισήγαγαν για μεγάλες αποστάσεις το μίλι που αντιστοιχούσε σε 1000 διπλά βήματα, όπου κάθε διπλό βήμα ήταν ίσο με 5 ρωμαϊκά πόδια. Κατά την κατάκτηση της Αγγλίας από τους Ρωμαίους εισήχθη εκεί το ρωμαϊκό μίλι, το οποίο πολύ αργότερα η βασίλισσα Ελισάβετ Ι (1533-1603) τροποποίησε σε 5.280 πόδια.

Οι τεχνικές αλλαγές που εισήγαγαν οι Ρωμαίοι σχετίζονται κατά κύριο λόγο με την υποδομή, ιδιαίτερα με την οδοποιία και τη γεφυροποιία. Αυτές οι κατασκευές ήταν θεμελιώδους σημασίας για την υποστήριξη των μετακινήσεων και των επικοινωνιών του στρατεύματος. Βέβαια, με μια καλή οδική υποδομή εξυπηρετείτο και το εμπόριο. Η μεταφορά προμηθειών στις πόλεις και ιδιαίτερα στη Ρώμη γινόταν με αξιοποίηση του οδικού δικτύου. Παρότι συχνά μετακινούνταν στρατεύματα με ειδικά πλοία μέσω θαλάσσιων οδών, αυτές οι μετακινήσεις προκαλούσαν οργανωτικά προβλήματα. Οι Ρωμαίοι γενικώς δεν ήταν ποτέ μεγάλοι θαλασσόλυκοι...

Οι βασικές γνώσεις των Ρωμαίων για την κατασκευή των οδοστρωμάτων προέρχονταν από τους Ετρούσκους και τους Καρχηδόνιους, τις οποίες φυσικά προσάρμοσαν στις νέες ανάγκες. Περί το 100 μ.Χ. διέθετε η αυτοκρατορία ένα οδικό δίκτυο, δηλαδή ένα αριθμό δρόμων που είχαν κατασκευαστεί συστηματικά και οδηγούσαν στη Ρώμη, συνολικού μήκους περί τις 80.000 χιλιόμετρα. Κατά μήκος αυτών των δρόμων ήταν τοποθετημένο «ανά χίλια βήματα» ένα ορόσημο που έδειχνε αποστάσεις από συγκεκριμένους στόχους. Κάθε 15 km υπήρχαν σταθμοί για αλλαγή των αλόγων (mutationes) και κάθε 30 km χάνια διανυκτέρευσης (mansiones) και στρατιωτικά φυλάκια (stationes).

Οι ρωμαϊκοί δρόμοι ήταν κατηγοριοποιημένοι, ανάλογα με τη σημασία τους, από μονοπάτια μέχρι οδοί (Viae Romanae), με πλάτος από 30 εκατοστά μέχρι 6 μέτρα. Για την κατασκευή τους χρησιμοποιούνταν υλικά της εκάστοτε περιοχής, πράγμα που επηρέαζε την ποιότητα του οδοστρώματος. Για τις μεγάλες οδούς (viae) υπήγρχαν κατασκευαστικές προδιαγραφές ανεξάρτητα από τα υλικά. Για παράδειγμα, η επιφάνεια ήταν κυρτή και σε υψηλότερο επίπεδο από τον περίγυρο. Στην μία πλευρά του δρόμου υπήρχε χαντάκι για την αποχέτευση των ομβρίων υδάτων. Το συνολικό οδόστρωμα αποτελείτο από επάλληλα στρώματα, αρχικά χαλίκι ενσωματωμένο σε ένα είδος μπετόν (σκυρόδεμα), μετά ένα στρώμα άμμος, μετά πάλι σκυρόδεμα και από πάνω σκληρές πλάκες. Το συνολικό πάχος του οδοστρώματος κυμαινόταν μεταξύ 60 και 250 cm! Αποτέλεσμα ήταν να κατασκευαστούν δρόμοι, οι οποίοι είχαν τεράστια ανθεκτικότητα και μερικοί διατηρούνται μέχρι τις ημέρες μας!

Οι αγγελιοφόροι στους ναπολεόντειους πολέμους, στις αρχές του 19ου αιώνα κινούνταν με την ίδια ταχύτητα που είχαν 1.800 χρόνια πριν οι Ρωμαίοι συνάδελφοί τους. Μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα οι άμαξες της εποχής χρησιμοποιούσαν ακόμα τις ρωμαϊκές οδούς, στις οποίες φυσικά είχαν γίνει κατά καιρούς εργασίες συντήρησης και βελτίωσης. Με την έναρξη κυκλοφορίας των αυτοκίνητων οχημάτων, δεν επαρκούσαν βέβαια πλέον οι ρωμαϊκοί δρόμοι και έπρεπε να κατασκευαστούν νέοι, ανθεκτικότεροι.

Ρωμαϊκό υδργωγείο στην Παμπλόνα, Ισπ.
Ρωμαϊκό υδραγωγείο (Πάτημα με το ποντίκι για μεγάλη εικόνα)

Το λεγόμενο ρωμαϊκό μπετόν ήταν ένα μίγμα ηφαιστειακού χώματος, αρχικά από την πόλη Puteoli της Καμπανίας, το οποίο ανακατευόταν με ασβέστη και χαλίκι και χυνόταν σε ξύλινα καλούπια, όπως το σημερινό σκυρόδεμα. Αυτό το ανθεκτικό οικοδομικό υλικό έδωσε τη δυνατότητα για κατασκευή σημαντικών έργων κτιριακών και υποδομής στην αυτοκρατορία.

Οι μεγάλοι ρωμαϊκοί δρόμοι περνούσαν συχνά πάνω από ποτάμια και έλη, οπότε ήταν απαραίτητη η κατασκευή γεφυρών. Πολλές γέφυρες κατασκευάζονταν από ξύλο που ήταν φτηνό υλικό και διαθέσιμο σε κάθε περιοχή. Σημαντικό ήταν επίσης ότι οι ξύλινες γέφυρες κατασκευάζονταν σχετικά γρήγορα. Ο Ιούλιος Καίσαρ γράφει σε ένα σημείο του ιστορικού έργου του, De bello Gallico ότι η κατασκευή μιας (προφανώς μεγάλης) γέφυρας πάνω από τον ποταμό Ρήνο διήρκεσε 10 ημέρες. Οι γέφυρες κοντά στη Ρώμη ήταν όμως κυρίως από πέτρες ή τούβλα. Οι βάσεις των γεφυρών ήταν ενισχυμένες με το ρωμαϊκό μπετόν. Από τις περίπου 300 πέτρινες γέφυρες που κατασκεύασαν οι Ρωμαίοι, βρισκόταν περίπου το 60% στην Ιταλία και ένα 25% στη Γαλλία, Ισπανία και βόρεια Αφρική.

Οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν επίσης πολλά υδραγωγεία σε όλη την αυτοκρατορία, μερικά από τα οποία υπάρχουν ακόμα και στην Ελλάδα (Αθήνα, Μυτιλήνη κ.ά.) Το υδραγωγείο του Αδριανού ήταν στην Αθήνα σε χρήση μέχρι το 1930. Είχε χτιστεί γύρω στο 150 μ.Χ., μάζευε νερά από την Πάρνηθα και την Πεντέλη στην περιοχή των Αχαρνών και από εκεί ένας κεντρικός αγωγός, ύψους 1,6 μ. και πλάτους 0,70 μ., τα έφερνε στη Δεξαμενή, στο σημερινό Κολωνάκι. Ο αγωγός ήταν αλλού πέτρινος, αλλού πλίνθινος και, ανάλογα με το έδαφος, αλλού υπέργειος με υδατογέφυρες και αλλού υπόγειος. Το μεγαλύτερο υδραγωγείο των Ρωμαίων σε όλη την αυτοκρατορία ήταν αυτό στη Γαλλία που περνάει ακόμα και σήμερα από τη γέφυρα Pont du Gard. Το συνολικό υδραγωγείο ήταν το μεγαλύτερο ρωμαϊκό κτίσμα εκτός Ιταλίας. Η γέφυρα Pont du Gard, με ύψος 49 m και μήκος 275 m, είναι το σημαντικότερο μέρος ενός καναλιού με μήκος 50 km, το οποίο έχει συνολική μείωση ύψους 17 m και δείχνει την εντυπωσιακή ικανότητα εκείνης της εποχής για τοπογραφικές μετρήσεις.


Η ύστερη Αρχαιότητα
Αρχιμήδης
Ο Αρχιμήδης σε ελληνικό γραμματόσημο.
Με τον όρο «ύστερη Αρχαιότητα» χαρακτηρίζεται συνήθως η εποχή από το δεύτερο μ.Χ. αιώνα μέχρι το έτος 476 μ.Χ., οπότε κατελήφθη η Ρώμη οριστικά από τους Γότθους και έκλεισε η ιστορία του δυτικού ρωμαϊκού κράτους. Οι πολιτικές και πολιτισμικές επιπτώσεις επενεργούν, βέβαια, 1-2 αιώνες αργότερα. Η ύστερη εποχή του ελληνορωμαϊκού κόσμου χαρακτηρίζεται μεν από πολιτικές και στρατιωτικές δυσκολίες, λόγω της πιεστικής παρουσίας νέων λαών στα βόρεια (γερμανικά φύλα) και στα ανατολικά σύνορα (Πέρσες), στον τεχνικό τομέα δεν παρατηρείται όμως κάμψη, αλλά ολοκλήρωση του δημιουργικού παρελθόντος.

Σημαντικά δομικά έργα των Ρωμαίων αυτής της εποχής είναι ναοί για θεούς και ήρωες, κέντραπολιτισμού (Έφεσος) και αμφιθέατρα για τους αγώνες κ.ά., μερικά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα σε ικανοποιητική κατάσταση. Για τις κατασκευές αυτές οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τα γνωστά από την ελληνιστική εποχή εργαλεία και, ευρύτερα πλέον, μηχανές για μετακίνηση ή ανύψωση βαρών, επίσης ελληνιστικής προελεύσεως. Έτσι, με την «αρχιμήδειο έλικα» (κοχλίας) γινόταν άντληση νερού από πηγάδια, λίμνες και ποταμούς, η αντλία του Κτησίβιου χρησίμευε στις κατασκευές γεφυρών, στις αρδεύσεις κτλ.

Με εξαίρεση τα εμπορικά πλοία, για των οποίων την κίνηση αξιοποιείτο η δύναμη του ανέμου, στον αρχαίο κόσμο χρησιμοποιείτο μόνο η δύναμη ζώων και ανθρώπων για τη μετακίνηση φορτίων. Π.χ. η έλικα του Αρχιμήδη έπρεπε να περιστραφεί με ανθρώπινη δύναμη. Ο ιστορικός-αρχιτέκτωνΒιτρούβιος αναφέρει όμως ότι η Ρωμαίοι άρχισαν να αξιοποιούν και τη δύναμη του νερού (βλέπεβιβλιογραφία), περιγράφοντας την περιστροφική κίνηση του μύλου από το νερό ενός ποταμού. Οι πρώτοι υδρόμυλοι, οι οποίοι αποτελούσαν κινητήρια μηχανή για άλεση δημητριακών και αργότερα για την κοπή μαρμάρων, περιελάμβαναν στη μεταφορά της περιστροφικής κίνησης και οδοντωτούς τροχούς (γρανάζια), πρέπει δε να λειτούργησαν στη Ρώμη ήδη τον 1ο αιώνα μ.Χ., χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής προέλευσή τους. Ο Στράβων αναφέρει ότι την εποχή του Μιθριδάτη ΣΤ' (120-63 π.Χ.) υπήρχε μια τέτοια μηχανή στο βασίλειο του Πόντου και ότι την εποχή του Οκταβιανού Αύγουστου (κυβ. 31-14 π.Χ.) λειτουργούσαν αρκετοί υδρόμυλοι στον ελληνόφωνο χώρο. Σε ένα έδικτο του Διοκλητιανού (κυβ. 284-305 μ.Χ.) περιγράφονταν οι τιμές για την εγκατάσταση μύλων και αναφέρονται ως ακριβότεροι οι υδρόμυλοι. Στο τέλος του 4ου αιώνα απαγορεύτηκε με έδικτο η χρήση του νερού που προοριζόταν για υδρόμυλους, για αλλότριους σκοπούς, πιθανόν λόγω κάποιας περιόδου ξηρασίας που ενέσκηψε εκείνη την εποχή.

Σημαντικές επιδόσεις είχαν οι Ρωμαίοι οικοδόμοι αυτής της εποχής επίσης στην κατασκευή τρούλων, όπου χρησιμοποιούσαν το ρωμαϊκό μπετόν. Το μάλλον αξιολογότερο δείγμα αυτού του είδους είναι το Πάνθεον της Ρώμης, αφιερωμένο στους θεούς του Ολύμπου, του οποίου η ανοικοδόμηση άρχισε επί Τραϊανού (98-117 μ.Χ.) και τελείωσε επί Αδριανού (117-138 μ.Χ.) Ο μνημειώδης τρούλος του Πανθέου, ο πρώτος αυτού του είδους, έχει διάμετρο λίγο μεγαλύτερη των 43 μέτρων και δεν έχει ξεπεραστεί από νεότερα όμοια κτήρια, ακόμα και στην Αναγέννηση ή στο Μπαρόκ. Ο τρούλος αυτός έχει μεγάλο βάρος, είναι κτισμένος πάνω σε ένα κυκλικό κτίσμα και δεν έχει ανοίγματα, εκτός από ένα στην κορυφή, το οπαίον, ένα «φωταγωγό» για είσοδο του ημερήσιου φωτισμού και απαγωγή καπνών από τις τελετουργίες, .

Οι μελετητές του έργου προβληματίζονταν για αρκετό καιρό με ποια οργανωτικά μέτρα μεθόδευσαν οι Ρωμαίοι τεχνικοί, πριν από σχεδόν 2000 χρόνια, την κατασκευή του τρούλου που είναι μέχρι σήμερα σε άριστη κατάσταση. Αρχικά κατασκευάστηκε ο στιβαρός κυκλικός τοίχος πάνω στα θεμέλια του παλιού Πανθέου. Η σκαλωσιά που προσαρμοζόταν σε ύψος με την εξέλιξη του έργου, είχε στην κορυφή μια πλατφόρμα για την απόθεση των υλικών (τούβλα και μπετόν) και για την κίνηση των εργατών (βλέπε εναλλασσόμενες εικόνες κάτω, δεξιά). Μέχρι το πρώτο γείσο του κτηρίου οι εργασίες γίνονταν κανονικά.

Από εκεί και πάνω αρχίζει η τοποθέτηση φατνωμάτων (κατασκευαστικό στοιχείο που χρησιμεύει στην υποστήριξη ή διακόσμηση μιας οροφής ή ενός θόλου) σε περιμετρική διάταξη, τα οποία κρέμονται στον εξωτερικό τοίχο πάνω από το κυκλικό υπόβαθρο του τρούλου. Αυτά τα φατνώματα δεν έχουν όμως εδώ μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει με τις οροφές άλλων αρχαίων, μεσαιωνικών ή αναγεννησιακών κτηρίων, αλλά κυρίως συμβάλλουν στη δημιουργία του «ενιαίου» θόλου. Μεγαλύτερη δυσκολία είχε, βέβαια, η κατασκευή του ανώτερου τμήματος του θόλου, όπου η σφαιρική επιφάνεια με το οπαίον, είναι σχεδόν οριζόντια. Το μεγαλύτερο μέρος του Πανθέου καλυπτόταν εσωτερικά από χαλκό, ο οποίος αφαιρέθηκε στα χρόνια της Αναγέννησης με εντολή του πάπα, για να αξιοποιηθεί στο ναό του Άγιου Πέτρου στο Βατικανό.

Η οικοδόμηση του ρωμαϊκού Πάνθεου

'Αλλα σημαντικά έργα με χρήση του ρωμαϊκού μπετόν που διατηρούνται σε κάποιο βαθμό μέχρι σήμερα είναι η ρωμαϊκή αγορά του Τραϊανού με θολωτή σκεπή (~110 μ.Χ.), η βίλατου Αδριανού, τα λουτρά του Δομιτιανού κ.ά.

Στους επόμενους αιώνες συνεχίζονται αυτές οι ογκώδεις αλλά καλαίσθητες κατασκευές, κυρίως από τη χριστιανική Εκκλησία που αποτελεί πλέον σημαντική οικονομική και κοινωνική δύναμη, μετά την επίσημη αναγνώριση και επιβολή της από το ρωμαϊκό κράτος. Στη Δύση κατασκευάζονται συχνότερα ναοί ρυθμού βασιλικής με επίπεδη οροφή, ενώ στην Ανατολή προτιμούνταν οι τρούλοι κατά το πρότυπο του Πανθέου. Χαρακτηριστικά δείγματα τέτοιων κατασκευών είναι, αφενός η Santa Sabina στη Ρώμη (5ος αιώνας) και αφετέρου η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη (6ος αιώνας). Η Αγία Σοφία διαθέτει τρούλο με μικρότερη διάμετρο (~33μέτρα) από τον τρούλο του Πανθέου, έχει όμως συνθετότερη δομή, χωρίς τους ανθεκτικούς τοίχους του προτύπου αλλά με αντηρίδες για τη στήριξη της σκεπής. Ο τρούλος αυτού του μνημειώδους ναού έχει πολλά παράθυρα, τα οποία έχουν τοποθετηθεί κατάλληλα, ώστε στον παρατηρητή από κάτω να δημιουργείται την ημέρα η ψευδαίσθηση ότι το εποικοδόμημα αιωρείται.

Ένα επίσης αξιομνημόνευτο έργο της ύστερης Αρχαιότητας, αν και κατασκευάστηκε όπως και η Αγία Σοφία τον 6ο αιώνα, είναι το Μαυσωλείο του Θεοδώριχου στη Ραβένα. Κατασκευάστηκε περί το έτος 520 από τον εκχριστιανισμένο Οστρογότθο ηγεμόνα Θεοδώριχο και προοριζόταν εξ υπαρχής για τον εαυτό του. Το κάτω τμήμα αυτού του κτηρίου είναι δεκαγωνικό και το πάνω κυκλικό, σκεπασμένο με ένα εντυπωσιακό ενιαίο μεγάλιθο που έχει διάμετρο περί τα 11m και πάχος περί τα 3m, ζυγίζει δε περίπου 300 τόνους! Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι αυτός ο μεγάλιθος έχει μεταφερθεί στη Ραβέννα από την περιοχή της Ίστριας, τη σημερινή Κροατία, στην απέναντι πλευρά της Αδριατικής.

Σήμερα τίθεται ακαδημαϊκά το ερώτημα, αν ήταν δυνατόν να αναπτύξουν οι Ρωμαίοι βιομηχανικό ή έστω προ-βριομηχανικό πνεύμα και να αρχίσει έτσι η «βιομηχανική επανάσταση», περίπου 1.500 πριν από την εποχή που πράγματι άρχισε. Οι μελετητές απαντούν σ' αυτό το ερώτημα αρνητικά γιατί, παρά τον αξιόλογο βαθμό εισαγωγής μηχανών στις κατασκευές, η ρωμαϊκή κοινωνία, όπως και πριν από αυτή η ελληνική, δεν είχε ενδιαφέρον για τα τεχνικά έργα και την παραγωγή.

  • Η ρωμαϊκή κοινωνία είχε σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των τάξεων και οι «τεχνικοί» βρίσκονταν πολύ χαμηλά, μόλις πάνω από τους δούλους. Ο Ρωμαίος φιλόσοφος Σενέκας θεωρούσε, όπως προαναφέρθηκε, ότι εφευρέσεις και νεωτερισμοί είναι μεν ενδιαφέροντα πράγματα αλλά πρόκειται για δραστηριότητες «ευτελών δούλων». Η απουσία οποιασδήποτε επικοινωνίας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων έκανε απαγορευτικό κάθε προβληματισμό για βελτιώσεις και επεκτάσεις ήδη κεκτημένων γνώσεων.
  • Τα εργατικά χέρια των δούλων ήταν διαθέσιμα σε μεγάλο αριθμό, παρά τη μικρή παραγωγικότητά τους και γι' αυτό ούτε κατά φαντασία θα έκανε ένας Ρωμαίος επενδύσεις για να λιγοστέψει την εργασία των δούλων. Παράλληλα δε, αποκλειστικός προορισμός των επενδύσεων ήταν η αγορά γης. Η ιδέα για επένδυση σε μηχανήματα, έναντι κέρδους λόγω βελτιωμένης και μεγαλύτερης παραγωγής ήταν εκτός της αντιλήψεως της εποχής.
  • Δεν υπήρχε αγορά για μαζική διάθεση προϊόντων. Οι πλούσιοι Ρωμαίοι αγόραζαν κοσμήματα, σκεύη και εργαλεία που κατασκευάζονταν με ειδική παραγγελία, οι απλοί πολίτες δεν είχαν αξιόλογη κινητή περιουσία, η δημιουργία της οποίας θα μπορούσε να στηρίξει μια βιοτεχνία ή και βιομηχανία σε μεγαλύτερη κλίμακα.
  • Η πάγια αντιμετώπιση του κόσμου από τους Ρωμαίους, όπως και από τους Έλληνες, ήταν ότι η φύση πρέπει να γίνει σεβαστή, γιατί σ' αυτή κατοικούν οι θεοί, οι οποίοι εξοργίζονταν από αυθαίρετες παρεμβάσεις στη φυσική ροή των πραγμάτων. Αυτή η καταρχάς θετική αντιμετώπιση της φύσης, οδηγούσε όμως σε μια μοιρολατρία η οποία, απ' τη μια μεριά απέτρεπε επεμβάσεις μεγάλης κλίμακας, από την άλλη δε, όπου κάποιο έργο ήταν αναπότρεπτο, γινόντουσαν θυσίες και δωρεές για τον εξευμενισμό των θεών. Η βιομηχανική κοινωνία έγινε πολύ αργότερα δυνατή με το πέρασμα από τη θεοκρατική στη φυσιοκρατική αντίληψη, στηριγμένη στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού!
Ενώ είναι αναμφισβήτητο ότι ο σύγχρονος, ο λεγόμενος «ευρωπαϊκός» ή «δυτικός» πολιτισμός οφείλει πάμπολλα στην ελληνορωμαϊκή εποχή, όσον αφορά τους τομείς της τέχνης, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και της πολιτικής, ο ίδιος αυτός πολιτισμός έχει επηρεαστεί ελάχιστα ή καθόλου από την ελληνορωμαϊκή εποχή στον τομέα της τεχνικής. Με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε ότι, τόσο η διάχυτη πεποίθηση εκείνης της εποχής πως η παραγωγική και κατασκευαστική εργασία ήταν κατώτερη από την ενασχόληση π.χ. με τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά, όσο και η έλλειψη ερεθισμάτων από την παραγωγή, αλλά κυρίως η απουσία πνευματικής και επιστημονικής δραστηριότητας στην ηγετική τάξη μιας στρατοκρατούμενης κοινωνίας, είχαν σε αδρές γραμμές δύο σημαντικότατες αρνητικές επιπτώσεις:
  1. Λόγω επικράτησης των στρατιωτικών έναντι των πολιτικών προτεραιοτήτων απεμπόλησε ο ρωμαϊκός κόσμος τη δυνατότητα να βελτιώσει ήδη τότε με τη βοήθεια της επιστήμης τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων, όπως συνέβη αυτό, κάτω από άλλες προϋποθέσεις, μετά τον 18ο αιώνα.
  2. Εγκαταλείφθηκε όλος ο πλούτος γνώσεων της κλασικής Αρχαιότητας, ο οποίος πέρασε στη λήθη, λόγω υποβάθμισης των μεγάλων φιλοσοφικών σχολών, της στροφής των επικοινωνιών των ελληνικών πόλεων προς άλλες κατευθύνσεις και όχι πια μεταξύ τους, όπως γινόταν στην κλασική ελληνική εποχή και της διακοπής της προφορικής παράδοσης.
  3. Με τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου και τη δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων άρχισε μια αμφίδρομη πορεία, του ελληνικού πολιτισμού προς την Ανατολή και των μυστικιστικών, θεοκρατικών αντιλήψεων προς τη Δύση. Η θεοποίηση ήδη του Φιλίππου (13οςθεός) και του Αλέξανδρου («γιος» του 'Αμμωνος Διός), αλλά και όλων σχεδόν των μεταγενέστερων βασιλέων και τυράννων και στη συνέχεια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, των συγγενών και των παλλακίδων τους, ευτέλισαν την ελληνορωμαϊκή θρησκεία και ηθική και συμπαρέσυραν στην περιφρόνηση το σύνολο των ιδεών του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.
  4. Με την εκδίωξη από την Αλεξάνδρεια (145 π.Χ. και ύστερα) των διανοουμένων Ελλήνων ή ελληνοφώνων υπό την πίεση των γηγενών στοιχείων, οι οποίοι διανοούμενοι είχαν αναπτύξει την επιστήμη της ελληνιστικής εποχής, δεν υπήρξε δυνατότητα υποκατάστασής τους με άλλους επιστήμονες, δεδομένου ότι οι λαοί αυτοί στην περιφέρεια τους ελληνο-ρωμαϊκού πολιτισμού δεν είχαν παράδοση ανώτερης παιδείας, επιστημονικής αναζήτησης και φιλοσοφίας. Κάθε κενό που δημιουργείτο έμενε ακάλυπτο, γιατί δεν υπήρχε και ενδιαφέρον για συνέχιση της δραστηριότητας των επιστημόνων.
  5. Αυτή η γενικότερη σταδιακή πολιτισμική υποβάθμιση πολλών αιώνων, αφενός θρησκευτικός ευτελισμός και αφετέρου επιστημονική απαξίωση, αξιοποιήθηκε και ενισχύθηκε συστηματικά από τις ηγεσίες της νέας θρησκείας η οποία, επιβεβλημένη από τους Ρωμαίους στρατηγούς ως ενωτική δύναμη των ετερόκλητων εθνοτήτων και θρησκειών και υιοθετημένη ως όχημα ανόδου από τις μη ελληνικές εθνικές ομάδες της αυτοκρατορίας, βρήκε μπροστά της μόνο τα υπολείμματα ενός ανώτερου πολιτισμού, απέναντι στα υψηλά επιτεύγματα του οποίου τοποθετήθηκε εχθρικά και έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να τον αποσιωπήσει ή να τον συκοφαντήσει και διαστρεβλώσει.