Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Το «κυνήγι μαγισσών» κατά το Μεσαίωνα


Η έκφραση «κυνήγι μαγισσών» αναφέρεται σήμερα σε μαζικές διώξεις με ανυπόστατες ή προσχηματικές κατηγορίες. Αυτή η έκφραση προέρχεται όμως από τα χρόνια του Μεσαίωνα, οπότε εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως γυναίκες, κατηγορήθηκαν, βασανίστηκαν, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν με φρικτό τρόπο! Η κατηγορία ήταν στερεότυπη: καλλιέργεια πνευματικών και σωματικών δεσμών με το σατανά, πρόκληση ασθενειών και οικονομικών προβλημάτων σε άλλους ανθρώπους, επηρεασμός του καιρού κλπ. κλπ. Οι μάγισσες ήταν «υπεύθυνες» για όλα τα κακά που συνέβαιναν στους ανθρώπους και η μόνη λύτρωση ήταν ο θάνατός τους! Αποτέλεσμα αυτών των αντιλήψεων ήταν ένα απίστευτο για τις μέρες μας συλλογικό έγκλημα από την οργανωμένη εξουσία, το κράτος και τον εκκλησιαστικό μηχανισμό.

Η συνήθως κακή οικονομική διαχείριση και αύξηση των χρεών οδηγούσε τους ηγεμόνες στην όλο και βαρύτερη φορολόγηση του λαού, μια που δεν υπήρχε άλλος τρόπος συλλογής χρημάτων. Η απόγνωση των απλών και αγράμματων ανθρώπων ήταν το καλύτερο έδαφος για να ευδοκιμήσουν μάγοι, θαυματοποιοί, αλχημιστές, αστρολόγοι και σωτήρες! Η ιατρική αποτελούσε μυστική τέχνη με αμφίβολα αποτελέσματα και μόνο λίγοι εκλεκτοί και ευνοημένοι μπορούσαν να αξιοποιήσουν τις υπηρεσίες της - πενιχρές μέχρι μηδενικές, όπως μπορούμε να γνωρίζουμε σήμερα.

Με την πάροδο του χρόνου γινόταν η υποψία του κόσμου βεβαιότητα ότι οι ασθένειες ήταν αποτέλεσμα μαγικών και απόκρυφων δραστηριοτήτων. Οι θεολόγοι πρόβαλαν δε προς ενίσχυσή τους το ατράνταχτο επιχείρημα ότι, αν οι ασθένειες οφείλονταν σε θέλημα θεού, δεν θα ασθενούσαν και οι πιστοί χριστιανοί! 'Αρα ορισμένες επιδημικές ασθένειες όπως η χολέρα, η ευλογιά και η πανώλη, μόνο συνέπειες διαβολικής έμπνευσης θα μπορούσαν να αποτελούν.

Οι ρίζες της πίστης σε μαγικές δυνάμεις, μάγους, πνεύματα και δαίμονες βρίσκονται στα βάθη της ιστορίας του ανθρώπινου είδους. Οι χειριστές της φωτιάς, οι άνθρωποι που εξασφάλιζαν τροφή και νερό για τη μεγάλη οικογένεια, οι πολεμιστές που προστάτευαν τους συγγενείς και οπαδούς από εχθρικές επιθέσεις ή από τα στοιχεία της φύσης, έπαιρναν στα μάτια όσων είχαν συμβιώσει μαζί τους και, μέσω μυθοπλασιών, στο μυαλό των επόμενων γενεών διαστάσεις ημίθεων και γιγάντων. Ο χριστιανισμός υιοθέτησε πολλούς από αυτούς του μύθους και τους ενσωμάτωσε στη διδασκαλία του, άλλοτε προσαρμόζοντας τη διδασκαλία και άλλοτε μεταπλάθοντας τους μύθους. Ο ιδρυτής της θρησκείας απέκτησε ιδιότητες και χαρακτηριστικά που είχαν παλιά διάφοροι εθνικοί θεοί (Μίθρας, 'Αττις, Όσιρις, Ορφέας, Ηρακλής κ.ά.) και οι άγιοι αντικατέστησαν τη στρατιά των ημίθεων και εθνικών ηρώων.

Επειδή υπήρχαν δε στην επικράτεια διάδοσης του χριστιανισμού πολλές και διαφορετικές εθνικές θρησκείες και παραδόσεις, οι προσαρμογές ήταν παράλληλες και πολλαπλές και, για ευνόητους λόγους, συχνότατα αντιφατικές. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που προέκυψε διαφορά αντιλήψεων στην εφαρμογή της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία πήρε σταδιακά άλλη μορφή κατά την προσαρμογή της στους ανατολικούς λαούς της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων και διαφορετική μορφή στους «βαρβαρικούς» λαούς της βόρειας και δυτικής Ευρώπης.

Έτσι ενσωματώθηκαν στις αντιλήψεις και στο λατρευτικό τυπικό της χριστιανικής θρησκείας απόψεις, χειρισμοί και τελετουργίες, οι οποίες είχαν αμιγώς προχριστιανική προέλευση και, με την πάροδο των αιώνων, υποκατέστησαν με νέα ονόματα και νέα νοηματοδότηση διάφορες εμπεδωμένες εθνικές θρησκευτικές συνήθειες και πρακτικές με ιστορία χιλιετιών. Τα διάφορα «άγια» υγρά, το λεγόμενο τίμιο ξύλο, διάφορες τούφες από μαλλιά αγίων, αλλά και μακάβριες συλλογές από δάκτυλα, πόδια, αυτιά και άλλα λείψανα αγίων της Εκκλησίας έγιναν αναπόσπαστα εξαρτήματα της χριστιανικής ζωής, όπως περίπου χρησιμοποιούνταν ανάλογα μαγικά υγρά και αντικείμενα στις προχριστιανικές εποχές. Από αυτές τις εποχές των ευρωπαϊκών λαών προέρχονταν επίσης οι θρύλοι για γυναίκες που διέσχιζαν τον ουρανό πάνω σε περίεργα ζώα ή σε αντικείμενα, οι οποίοι θρύλοι πέρασαν στα μυαλά των ανθρώπων και μετά τον εκχριστιανισμό τους.

Η πίστη και οι δεισιδαιμονίες ήταν λοιπόν, μετά από πολλούς αιώνες χριστιανισμού, αλληλένδετες και αλληλοτροφοδοτούμενες. Οι εκκλησιαστικοί κήρυκες, εξέδιδαν φυλλάδια και τεύχη (υπάρχουν ακόμα στα ευρωπαϊκά μουσεία) με αναλύσεις για το σατανά, για τα όνειρα και την ερμηνεία τους, για τέρατα, νάνους και μάγισσες, για σημάδια στον ουρανό και στα βουνά που προανήγγειλαν την καταστροφή του κόσμου και άλλες όμοιες ιστορίες. Κύριο μοτίβο σ' αυτές τις διδασκαλίες ήταν το χωρικό της Παλαιάς Διαθήκης (Έξοδος 22,18), επίσης προχριστιανικής προέλευσης, που αναφέρει στη μετάφραση σε ευρωπαϊκές γλώσσες, να μην αφήσετε να ζήσουν οι μάγισσες!

Με αξιοποίηση δε, αφενός κάποιων παραβολών από τα ευαγγέλια, «... (Ματθαίος 13,30) συλλέξατε πρώτον τά ζιζάνια καί δήσατε αυτά εις δέσμας πρός τό κατακαύσαι αυτά, (40) ώσπερ ούν συλλέγεται τά ζιζάνια καί πυρί καίεται, ούτως έσται εν τή συντελεία τού αιώνος τούτου, (42) καί βαλούσιν αυτούς εις τήν κάμινον τού πυρός», αφετέρου δε ενός χωρίου από την προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου «... και εκάστου το έργον οποίον εστί το πυρ δοκιμάσει. ει τινός το έργον μενεί ο επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται, ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός» (Α' Κορ. γ', 13-15), ήταν δεδομένο ότι η όποια «εξυγίανση» θα επέλθει με την πυρά. Ο στόχος και η μέθοδος είχαν προκαθοριστεί λοιπόν, χρειαζόταν πλέον η οργάνωση για τη σωστή διεκπεραίωση των εγκλημάτων!

Στην εποχή του Μεσαίωνα καταγράφονται πάντως, αποδεδειγμένα για πρώτη φορά περί τις αρχές του 10ου αιώνα,ιστορίες με μάγισσες που πετάνε πάνω σε σκουπόξυλα και άλλα συναφή. Μέχρι τότε η εξουσία δεν είχε κανένα λόγο να αξιοποιήσει τέτοιες δεισιδαιμονίες και θεωρούσε άπιστους και αιρετικούς, όσους ισχυρίζονταν ότι έβλεπαν τέτοια εξωπραγματικά φαινόμενα. Μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα περίπου ίσχυαν και τιμωρίες για όσους διέδιδαν ιστορίες με μάγισσες, δεν είναι γνωστό όμως αν επρόκειτο για απλές επιπλήξεις ή κάτι αυστηρότερο.

Με την πάροδο των δεκαετιών έκαναν την εμφάνισή τους, όμως, όλο και περισσότεροι μάγοι, αιρετικοί, σωτήρες κ.ά., οι οποίοι δημιουργούσαν κύκλο ακροατών ή μαθητών και διέδιδαν την, υποτίθεται, μαγική ή αιρετική γνώση τους. Έτσι, το έτος 1232 ανατέθηκε στους δομινικανούς μοναχούς η συγκρότηση «'Αγιου δικαστηρίου ενάντια στην αιρετική κακία», το οποίο από το έτος 1542 ονομάστηκε «Ιερά Εξέταση». Στόχος αυτού του δικαστηρίου ήταν να τιμωρεί -με θάνατο- κάθε απόκλιση από τη «σωστή» διδασκαλία, τόσο στα πλαίσια υιοθετημένων προχριστιανικών αντιλήψεων, όσο και στα πλαίσια της έκτοτε συσσωρευόμενης πανεπιστημιακής σοφίας. Ο γερμανόφωνος χώρος στην κεντρική Ευρώπη αποδέχθηκε την υλοποίηση αυτού του «ιερού» σκοπού με ενθουσιασμό και για την επιτυχία του συσστρατεύτηκαν τα πολιτικά δικαστήρια και οι κρατικές υπηρεσίες αυτών των χωρών. Ο ενθουσιασμός αυτός είναι ευεξήγητος, γιατί η περιουσία των καταδικασμένων θυμάτων της μαζικής υστερίας μοιραζόταν εξ ίσου στις υπηρεσίες που συμμετείχαν και στην Εκκλησία, στην οποία ανήκε ο ιεροεξεταστής!

Όταν με το χρόνο άρχισαν οι ιεροεξεταστές να κατηγορούν και άτομα, κυρίως γυναίκες, από εύπορες οικογένειες, των οποίων η περιουσία ήταν απείρως σημαντικότερη από αυτή των φτωχοδιαβόλων στα χωριά, οι πλούσιοι έμποροι και βιοτέχνες αντέδρασαν και οργάνωσαν ομάδες προστασίας. Κάποια στιγμή συνέλαβαν τον ιεροεξεταστή Konrad von Marburg και τον λιντσάρησαν. Η εκκλησία απαγόρευσε κατόπιν αυτού την απασχόληση των ιερωμένων με αυτά τα θέματα και ο γερμανόφωνος χώρος έμεινε ήρεμος για περίπου 250 χρόνια. Το έτος 1431 κάηκε στην πυρά ως μάγισσα και αιρετική η εικοσάχρονη Ιωάννα της Λωραίνης (Jeanne d'Arc), η οποία ανακηρύχθηκε αργότερα αγία της καθολικής εκκλησίας.

Τέλη του 15ου, αρχές του 16ου αιώνα επικρατεί σ' όλη την Ευρώπη και πάλι μια βαθιά πολιτική, κοινωνική, οικονομική και θρησκευτική κρίση. Νέες, άγνωστες μέχρι τότε φρικτές ασθένειες διαδίδονται στην Ευρώπη, οι οποίες φαίνεται να έφτασαν από την Αμερική, μετά τις επισκέψεις του Κολόμβου και των άλλων θαλασσοπόρων. Η πιο φρικτή από αυτές τις «καινούργιες» ασθένειες ήταν η σύφιλις η οποία, μετά από οδυνηρή εξέλιξη 10-20 ετών, παραμόρφωνε τα θύματά της σε απίθανο βαθμό. Μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα κρίσης, απόγνωσης και υστερίας, άρχισαν στα τέλη του 15ου αιώνα πάλι οι δίκες από την «Ιερά Εξέταση» με βάση κάποια απόφαση του πάπα Ινοκέντιου Η' έτους από το έτος 1484. Οι δομινικανοί μοναχοί ανέλαβαν και πάλι να «εξυγιάνουν» τον κόσμο και φυσικά απαγορευόταν σε οποιονδήποτε να εμποδίσει το έργο τους.

Οι δύο σημαντικότεροι ιεροεξεταστές στη Γερμανία, δομινικανοί μοναχοί Institoris καιSprenger, έγραψαν ένα βιβλίο με τίτλο «Malleus Maleficarum» (Το σφυρί κατά των μαγισσών), το οποίο περιέγραφε με κείμενα και εικόνες τα υποτιθέμενα έργα και τη δράση των μαγισσών! Το βιβλίο αυτό πρέπει να εκδόθηκε αρχικά το έτος 1486 στην πόλη Speyer. Για 2-3 αιώνες έγιναν πολλές επανεκδόσεις -το 17ο αιώνα κυκλοφόρησε ήδη η 29η- και πρέπει να είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα βιβλία εκείνης της εποχής! Λέγεται ότι ο Sprenger είχε αρνηθεί αργότερα ότι συμμετείχε στη συγγραφή και ότι τον είχε συμπεριλάβει ο Institoris (Krammer στο πραγματικό του όνομα) αυθαίρετα. Αυτό φαίνεται λίγο απίθανο, δεδομένου ότι οι συγγραφείς έχαιραν, ως δοκιμασμένοι ιεροεξεταστές, μεγάλης αναγνώρισης. Πιθανότερο είναι να υπήρξε αντιδικία στη διανομή των εσόδων από τις πωλήσεις του βιβλίου και από τις κατασχέσεις περιουσιών σε βάρος των θυμάτων και έτσι να επήλθε διχόνοια στη συμμαχία των «ιερών» δολοφόνων.

Οι δραστηριότητες μιας μάγισσας, σύμφωνα με το «Σφυρί», ήταν συνεργασία, σεξουαλικές σχέσεις και σαββατιάτικες συνεδριάσεις με το σατανά, πτήση στον ουρανό πάνω σε σκούπες, καλάμια κ.ά. Ο σατανάς, εισαγόμενη φιγούρα από την ιουδαϊκή θρησκεία, ανακηρυσσόταν έτσι σε κεντρικό παράγοντα και ρυθμιστή της ζωής των ανθρώπων στην Ευρώπη! Πέρα από αυτά, οι μάγισσες είχαν και διάφορες σατανικές «δυνάμεις», όπως να επηρεάζουν τον καιρό και να προκαλούν καταρρακτώδεις βροχές, χαλάζι, κεραυνούς, παγωνιά και απρόβλεπτες χιονοπτώσεις, να επιφέρουν ξηρασία και πτώση της στάθμης νερού σε ποτάμια και λίμνες, να μεταμορφώνουν ανθρώπους και ζώα και να καταστρέφουν σπίτια με κεραυνούς, να διαδίδουν ασθένειες σε ανθρώπους, να προκαλούν στειρότητα σε άνδρες και γυναίκες και άλλα πολλά. Όλα όσα ταλαιπωρούσαν τους ανθρώπους στην καθημερινή ζωή τους επιρρίπτονταν στους «μάγους» και τις «μάγισσες».

Οι ιεροεξεταστές διαχώρισαν με την πάροδο των δεκαετιών τις υποθέσεις, αφενός σε αμιγώς αιρετικού περιεχομένου που δικάζονταν σε εκκλησιαστικά δικαστήρια και αφετέρου με «μαγικό» περιεχόμενο, για τις οποίες αρμόδια ήταν τα πολιτικά δικαστήρια. Είναι προφανές ότι ένα κατηγορητήριο με τέτοιες φανταστικές παρανομίες δεν ήταν δυνατόν να υποστηριχτεί παρά μόνο με ψευδομάρτυρες και με «ομολογία» των κατηγορουμένων. Διάφοροι ηγεμόνες είχαν εκδώσει διατάγματα, σύμφωνα με τα οποία ήταν υποχρεωμένοι όλοι οι πολίτες να καταγγείλουν μαγικές και συναφείς δραστηριότητες, ακόμα και με απλή υποψία. Όσοι αμελούσαν να καταγγείλουν «μαγικές» δραστηριότητες, θεωρούνταν συνένοχοι και συνεργοί! Έτσι είχαν ανοίξει οι πύλες για κάθε συκοφαντία που μπορούσε να επινοήσει ένας ιδιοτελής γείτονας. Οι ανακρίσεις σε βάρος κάποιου προσώπου άρχιζαν με απλές προφορικές, ακόμα και ανώνυμες καταγγελίες. Οι μάρτυρες ήταν, είτε κακοί γείτονες που ήθελαν να εκδικηθούν για κάποιο λόγο, είτε μυθομανείς θρησκόληπτοι που εκτελούσαν δήθεν θεάρεστο καθήκον. Οι προδιαγραφές των προβλεπόμενων ποινών δεν έδιναν στους κατηγορούμενους πολλές διεξόδους απαλλαγής:

  • Ο δράστης που επικοινωνεί άμεσα με το σατανά και τον προσκυνά, τιμωρείται με θάνατο στην πυρά.
  • Ο δράστης που επικοινωνεί έμμεσα με το σατανά, αποκεφαλίζεται πριν από την πυρπόλησή του.
  • Ο δράστης που προκαλεί με τα μαγικά του ζημιά στους συμπολίτες του, βασανίζεται με καυτά σίδερα πριν παραδοθεί ολόκληρος στην πυρά.

Τις πρώτες δεκαετίες φαίνεται οι καταγγελίες να αφορούσαν κυρίως περιθωριακές γυναίκες σε αγροτικές περιοχές που ζούσαν μόνες και απροστάτευτες για διάφορους λόγους. Από περιγραφές για το παρουσιαστικό που έχουν διασωθεί, διαπιστώνουμε ότι η τυπική «μάγισσα» έχει περίπου την εμφάνιση που μαθαίνουν τα μικρά παιδιά ακόμα και σήμερα στα παραμύθια. Μια ξεδοντιασμένη ηλικιωμένη γυναίκα, αναμαλλιασμένη και ατημέλητη που βγάζει ακατανόητες κραυγές και δεν επικοινωνεί με τους ανθρώπους γύρω της. Σήμερα θα λέγαμε ότι πρόκειται για άτομα με γεροντική άνοια...

Για την απόσπαση ομολογίας των κατηγορουμένων προβλέπονταν βασανιστήρια! Το «Σφυρί» που προαναφέρθηκε, είχε ειδικό κεφάλαιο για τα βασανιστήρια, από κόψιμο δακτύλων, μέχρι διάτρηση χεριών και ποδιών με πυρακτωμένα σίδερα. Και όταν οι κατηγορούμενοι δεν άντεχαν και δέχονταν να «ομολογήσουν», αυτή η ομολογία τους χρησιμοποιείτο στη δίκη σε βάρος τους, οπότε είχαν σίγουρη καταδίκη. Μάρτυρες ή συνήγοροι υπεράσπισης δεν υπήρχαν, γιατί κατά κανόνα κατηγορούνταν κι αυτοί για συνεργασία με το σατανά. Μάλιστα οι δικαστές, απέφευγαν να συζητούν με το κατηγορούμενο άτομο, μήπως και παρεξηγηθεί κάποια κουβέντα τους ως έκφραση συμπάθειας προς το σατανά!

Οι μάρτυρες κατηγορίας ήταν πολλοί, από κάθε κοινωνική ομάδα και ηλικία, ακόμα και παιδιά. Στις χιλιάδες σελίδες πρακτικών από τέτοιες δίκες που έχουν διασωθεί, αναδύονται φρικιαστικές ιστορίες συκοφαντιών που κατέθεταν ακόμα και επιφανείς πολίτες (συχνά από φόβο), ότι η κατηγορούμενη «μάγισσα» διέσχιζε τον ουρανό καβάλα σε σκούπα (!) πάνω από τα σπίτια τους, ότι η ίδια κατηύθυνε τους κεραυνούς να πέσουν πάνω στο χωριό, ότι πραγματοποιούσε οργιαστικά γλέντια με το σατανά και κάθε άλλη φανταστική ή πραγματική ιστορία, όπου όλα μετρούσαν σε βάρος του κατηγορουμένου! Κάθε σημάδι στο σώμα τους, μια μεγάλη κρεατοελιά, κάποια λεύκη ή άλλοι ασυνήθεις χρωματισμοί στο δέρμα ήταν οφθαλμοφανής απόδειξη για επίδραση του διαβόλου. Τυχόν καλές πράξεις που έκανε ο κατηγορούμενος στο παρελθόν, θεωρούνταν παραπειστικές και δείγμα της διαβολικής του πρόθεσης, τυχόν προστριβές με γείτονες για οικονομικά ή άλλα θέματα, τα οποία σε πολιτισμένες κοινωνίες φτάνουν σήμερα μέχρι τον ειρηνοδίκη, αποτελούσαν τότε χειροπιαστές αποδείξεις σατανικού χαρακτήρα.

Οι κατηγορούμενοι κατέδιδαν συχνά, μέσα στην απόγνωσή τους, ψευδώς κάποιους συγγενείς ή γείτονες για να απαλλαγούν πρόσκαιρα από τα σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια. Τότε άρχιζαν νεότερες ανακρίσεις σε βάρος των νέων «υπόπτων» και έτσι διευρυνόταν ο κύκλος των κατηγορουμένων με σχεδόν βέβαιη κατάληξή τους στην πυρά. Κανένας απολύτως πολίτης δεν ήταν εξασφαλισμένος, όποια δημόσια ή προσωπική συμπεριφορά κι αν επέλεγε. Η ζωή των ανθρώπων ήταν απόλυτα παραδομένη στη μοχθηρή βούληση των κληρικών και λαϊκών ιεροεξεταστών.

Σε όσους κατηγορούμενους δεν ομολογούσαν, παρά τα σκληρά βασανιστήρια, επιβάλλονταν δοκιμασίες, οι οποίες οδηγούσαν έτσι ή αλλιώς στο θάνατο! Με δεμένα χέρια και πόδια ριχνόταν το κατηγορούμενο άτομο, με ρούχα και παπούτσια ή γυμνό, σε ένα ποτάμι ή σε μια λίμνη. Αν επέπλεε, πράγμα σπάνιο βέβαια, ήταν αυτό απόδειξη ότι πρόκειται για συνεργάτη του σατανά και οδηγείτο στην πυρά για «εξαγνισμό». Αν βυθιζόταν στο νερό, έδειχνε ότι δεν υπήρχε επιρροή του διαβόλου, αλλά είχε ήδη πνιγεί. Επιτρεπόταν τότε να κηδευτεί χωρίς να καεί προηγουμένως! Επίσης, μια γνωστή δοκιμασία ήταν το πέταμα στο κενό από ύψωμα. Αν η μάγισσα αιωρείτο, το οποίο προφανέστατα δεν μπορεί να συνέβη ποτέ, θα ήταν απόδειξη της σατανικής φύσης της, αν έπεφτε και σκοτωνόταν, αποδιδόταν αθώα ... στο θάνατο!

Το κάψιμο των καταδικασμένων προσφερόταν ως δημόσιο θέαμα στις κεντρικές πλατείες των πόλεων και των χωριών! Όταν τύχαινε δε ο καταδικασμένος σε θάνατο από την «Ιερά Εξέταση» να πεθάνει πριν από την εκτέλεση της ποινής, από φυσικά αίτια ή λόγω των βασανιστηρίων, διατασσόταν και πάλι το κάψιμο του πτώματος για να «εξαγνιστεί ο καταδικασθείς και να παραδοθεί στον Κύριο απαλλαγμένος από αμαρτίες». Αν τυχόν είχε δε ενταφιαστεί κρυφά, διατασσόταν εκταφή και κάψιμο!

Για το πλήθος των δολοφονημένων ανθρώπων από τους πολιτικούς και κληρικούς κυνηγούς μαγισσών, υπάρχουν μόνο εκτιμήσεις, αν και έχουν βρεθεί σε μοναστήρια και υπόγεια φρουρίων πολλές αποθήκες με πρακτικά δικών και εκτελέσεων σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Καταρχάς για το φύλο των εκτελεσμένων εκτιμάται ότι ένα ποσοστό περί το 80% ήταν γυναίκες και το υπόλοιπο άντρες και σε μερικές περιπτώσεις παιδιά. Κατά το 16ο αιώνα εκτελέστηκαν στην πόλη Trier περί τις επτά χιλιάδες, στην Toulouse περί τις τετρακόσιες και στη Βρετανία πάνω από επτακόσιες «μάγισσες»! Ο μεγάλος αριθμός «μαγισσών» στην Trier οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι μεταφέρονταν εκεί κατηγορούμενα άτομα από μια ευρύτερη περιοχή της σημερινής Γερμανίας και Γαλλίας. Το 17ο αιώνα κάηκαν σ' όλη τη Γερμανία περί τις εκατό χιλιάδες «μάγισσες». Μεταξύ 1560 και 1630 κάηκαν ζωντανοί στη Βαυαρία πάνω από 5.000 άνθρωποι.

Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ καθολικών και προτεσταντικών περιοχών δεν ήταν σημαντικές. Ο Λούθηρος και ο Καλβίνος ήταν επίσης εμπαθείς εχθροί κάθε «μαγικής» νοοτροπίας και συμφωνούσαν με το κυνήγι «μαγισσών» και «αιρετικών». Ο Ισπανός φυσιοδίφης Michael Servetus, ένας πολυμαθής άνθρωπος με φιλελεύθερο πνεύμα, ο οποίος είχε στο ενεργητικό του διάφορες ανακαλύψεις και μελέτες, απειλήθηκε από την «Ιερά Εξέταση» και κατέφυγε στους Προτεστάντες της Γενεύης, νομίζοντας ότι εκεί θα ήταν ασφαλής. Ο Καλβίνος κατέθεσε ως ειδήμων στοδικαστήριο θρησκευτικών φρονημάτων της πόλης που προσήγαγαν τον Servetus και υπέδειξε να τoν καταδικάσουν σε θάνατο λόγω «αιρετικών απόψεων». ο Ισπανός διανοούμενος είχε αμφισβητήσει την «Αγία Τριάδα» (De trinitatis erroribus, 1531) και είχε επικρίνει το βάπτισμα των νηπίων και γι' αυτό πέθανε στην πυρά το έτος 1553.

Ο βασιλιάς της Αγγλίας James (Τζαίημς, 1566-1625) νομοθέτησε το έτος 1603, μόλις ανήλθε στο θρόνο, το βασανισμό και τη θανάτωση όλων των «αιρετικών και μάγων» της χώρας του. Ως προς τις εθνικές διαφοροποιήσεις, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι στην Ολλανδία εκτελέστηκαν αναλογικά προς τον πληθυσμό λιγότερα άτομα από ότι στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Στην ιβηρική χερσόνησο (Ισπανία, Πορτογαλία) δεν δόθηκε μεγάλη σημασία στις διώξεις «μαγισσών» όσο σε αυτές εναντίον «αιρετικών». Μάλιστα, οι Ισπανοί συγκρότησαν σώμα ιεροεξεταστών και στις κτήσεις τους στο Μεξικό και στο Περού, εναντίον των ιθαγενών που δεν έδειχναν προθυμία να προσχωρήσουν στην «αληθινή θρησκεία», επαναλαμβάνοντας εκεί ό,τι έκαναν οι πνευματικοί πρόγονοί τους στο παρελθόν εναντίον των Εθνικών, στηριζόμενοι τότε στο ρωμαϊκό στρατό!

Στο χώρο του Βυζαντίου είχε «θωρακιστεί» η Εκκλησία με νόμους της αυτοκρατορίας και δεν χρειαζόταν άλλους μηχανισμούς. Οι δίκες και καταδίκες των «αιρετικών» εξελίσσονταν ως γεγονότα της κοινής ποινικής δικαιοσύνης. Ο νόμος 407 του Ιουστινιανού «κατά Μανιχαίων» ορίζει τη θρησκευτική αίρεση ως έγκλημακαι προβλέπει για τους παραβάτες θανατική ποινή: «Μαθών δε ο βασιλεύς (εννοεί τον Ιουστινιανό) εκέλευσεν πάντας ... ανακριθήναι και τους εμείναντας τη πλάνη πυρί παραδοθήναι.» (=Πληροφορηθείς ο βασιλιάς τα καθέκαστα διέταξε να ανακριθούν όλοι και όσοι επέμειναν στην πλάνη τους να παραδοθούν στη φωτιά, σύμφωνα με αναφορά του Πέτρου Σικελιώτη). Ο δε Πατριάρχης Φώτιος γράφει επ' αυτού: «Ιουστινιανός δε...τους αμεταμελήτως έχοντας (αιρετικούς)...τον δια πυρός υποστήναι προσέταξε θάνατον» (Ed. Travaux Memoires, κεφ. 4 και 71.)

Εκτός του προαναφερόμενου περιστατικού, γνωρίζουμε ακόμη ότι «Ο Αλέξιος Α' θα ανακρίνει το έτος 1118 τον ηγέτη των Βογομίλων Βασίλειο για την πίστη του, με φρικτά βασανιστήρια και θα τον θανατώσει στην πυρά. Την ίδια τύχη έχουν πιθανόν μερικοί μαθητές του Βασιλείου» (Τ.Λουγγή: Επισκόπηση Βυζαντινής Ιστορίας). Ο εκκλησιαστικός μηχανισμός ήταν πολύ κοντά στον αυτοκράτορα, ο οποίος αναλάμβανε με την κρατική διοίκηση τη δίωξη, πέρα από τους κάθε είδους «αιρετικούς», και «μάγους, αστρολόγους, μαθηματικούς» κ.ά., όπως αναφέρεται στην ΞΕ' Νεαρά του Λέοντος Σοφού και στους Κανόνες της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου. Από διάφορες εποχές του Βυζαντίου υπάρχουν επίσης περιγραφές για σφαγές κατά εθνικών, άθεων ή «αιρετικών» (Κρήτη, Λακωνία κ.ά.), όπως επίσης και γραπτές οδηγίες του Γεώργιου Σχολάριου και μετέπειτα υπότουρκου πατριάρχη Γεννάδιου προς τον κυβερνήτη Πελοποννήσου για την αντιμετώπιση των «Ελληνιστών»: «... τους γουν δυσσεβείς και αλάστορας Ελληνιστάς και πυρί και σιδήρω και ύδατι και πάσι τρόποις εξαγάγετε τής παρούσης ζωής ... ράβδιζε, είργε, είτα γλώτταν αφαίρει, είτα χείρα απότεμνε καν και ούτω μένη κακός, θαλάττης πέμπε βυθώ» («Παλαιολόγια - Πελοποννησιακά» από τον Σ. Λάμπρου).

Από ενέργειες τέτοιου είδους έλειπε βέβαια η μαζικότητα που χαρακτηρίζει τις διώξεις στη Δύση και επιπλέον αυτές είχαν στόχο συγκεκριμένες ομάδες διανοουμένων που αμφισβητούσαν, σε βάθος χρόνου την κεντρική επιλογή του εκκλησιαστικού μηχανισμού για συκοφάντηση και εξαφάνιση του ελληνικού πολιτισμού και, βραχυπρόθεσμα, την επιλογή της εκκλησιαστικής ηγεσίας για υποδούλωση στους Οθωμανούς αντί της συνδιαλλαγής με την καθολική εκκλησία και τη Δύση γενικότερα.

Τέτοιες διαστροφές με κατάληξη μαζικές δολοφονίες δεν είναι βέβαια μοναδικές στην ιστορία. Στη νεότερη εποχή γνωρίζουμε ότι πολλά ολοκληρωτικά καθεστώτα χρησιμοποίησαν ή χρησιμοποιούν ακόμα όμοιες μεθόδους, αν και με πιο συγκεκριμένες κατηγορίες (προδοσία, συνωμοσία, κατασκοπία κ.ά.) Συναφή συστηματικά εγκλήματα με τεχνοκρατική μεθόδευση είναι αναμφισβήτητα,

  • αφενός η δολοφονία Εβραίων, Τσιγγάνων και αριστερών διανοητών κατά τη (σχετικά) σύντομη κυριαρχία των Ναζιστών στην Ευρώπη και
  • αφετέρου, οι σταλινικές και μαοϊκές διώξεις για λόγους πολιτικής επικράτησης στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό κατά τα μέσα του 20ου αιώνα.
Η δολοφονία με μεθοδικό τρόπο και με τελείως φανταστικές κατηγορίες εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων για πολλούς αιώνες, όπως πραγματοποιήθηκε από την κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία του ύστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, μόνο με αυτά τα ναζιστικά και μαο-σταλινικά εγκλήματα θα μπορούσε να συγκριθεί!

Είναι γεγονός ότι μερικά φωτεινά πνεύματα που έζησαν αυτούς τους αιώνες, γιατροί, ερευνητές, φιλόσοφοι και κληρικοί, διαφωνούσαν με τις αντιλήψεις περί «μαγισσών» και με τις δολοφονίες ανύποπτων πολιτών, οι οποίες δολοφονίες είχαν επεκταθεί σε όλη την Ευρώπη. Στο τέλος του 16ου αιώνα κατάσχονται στην Ολλανδία τα έργα του πανεπιστημιακού καθηγητή Cornelius Loos (Λους, 1546-1595), ο οποίος είχε αμφισβητήσει την ύπαρξη «μαγισσών» και «σεξουαλικών σχέσεων» μεταξύ κατηγορούμενων γυναικών και του σατανά και είχε αποκαλέσει «τυράννους» τους ηγέτες της κίνησης κατά των «μαγισσών». Ο Λους κρατήθηκε φυλακισμένος μέχρι να ζητήσει γονατιστός συγγνώμη από τις εκκλησιαστικές αρχές (δήλωση μετανοίας).

Ο συνάδελφος του Λους, καθηγητής Dietrich Flade (Φλάντε, 1534-1589), αρχιδικαστής, θεωρήθηκε ύποπτος για τις ελαφρές ποινές που επέβαλε σε κατηγορούμενες ως «μάγισσες». Συλλαμβάνεται από τις εκκλησιαστικές αρχές με την κατηγορία ότι έχει «πουλήσει την ψυχή του στο σατανά», υποβάλλεται σε βασανιστήρια και αφού «ομολογεί» ότι ήταν πράκτορας του σατανά και όλα όσα ήθελαν να ακούσουν οι ιεροεξεταστές, θανατώνεται με στραγγαλισμό. Στη συνέχεια καίγεται το πτώμα του για εξαγνισμό! Ο Φλάντε θεωρείται ακόμα ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα εφαρμογής των αρχών της «θρησκείας της αγάπης».

Γνωστότερος από τους κληρικούς αντιπάλους της μεθοδευμένης υστερίας έγινε ο μοναχός Friedrich Spee von Langenfeld (φον Λάνγκενφελτ, 1592-1635), ο οποίος συνόδεψε ως ιερωμένος πάμπολλες φορές καταδικασμένους σε πυρπόληση. Το έτος 1631 δημοσίευσε ο Langenfeld με ψευδώνυμο ένα βιβλίο με τίτλο «Cautio Criminalis», στο οποίο εξιστορούνταν περιστατικά σε δίκες «μαγισσών». Ο πραγματικός συγγραφέας έγινε σύντομα γνωστός και ήταν αναμενόμενη η σύλληψη και καταδίκη του, αλλά προέκυψε απρόβλεπτα ο πόλεμος των γερμανικών χωρών (Wallenstein) με τη Σουηδία, οπότε αναβλήθηκαν οι ιεροεξεταστικές δραστηριότητες στην περιοχή για ευθετότερο χρόνο. Τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του πέθανε ο Langenfeld από την πανώλη που διαπέρασε για άλλη μια φορά την κεντρική Ευρώπη. Παρ' όλα αυτά, το βιβλίο του Σπεε υπήρξε αφορμή ή πρόσχημα για πολλούς ηγεμόνες του γερμανόφωνου χώρου να απαγορεύσουν οριστικά τη λειτουργία της εγκληματικής «Ιεράς Εξέτασης».

Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα είχε αρχίσει να υποχωρεί η υστερία, κυρίως με την άνοδο και διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού. Η πίστη υποκαταστάθηκε από την ορθή σκέψη και τον ορθό λόγο, τα βασανιστήρια απαγορεύτηκαν, το ποινικό δίκαιο και η δικονομία εξανθρωπίστηκαν σταδιακά. Πιστεύεται ότι μία από τις τελευταίες εκτελέσεις «μάγισσας», ήταν αυτή της υπηρέτριας Anna Goeldi, που έγινε στην περιοχή Glarus της Ελβετίας το έτος 1782, επτά χρόνια πριν από την κατάληψη της Βαστίλης.

Με τη γαλλική επανάσταση και τις ανακατατάξεις που προκλήθηκαν από τους πολέμους στην Ευρώπη, ανατράπηκαν τα κέντρα εξουσίας, κυρίως οι επισκοπές και τα μοναστήρια, που καθοδηγούσαν και έλεγχαν τους εγκληματικούς μηχανισμούς. Με αυτό ακριβώς το εγκληματικό παρελθόν του εκκλησιαστικού μηχανισμού δικαιολογούσαν οι Γάλλοι επαναστάτες τις σφαγές σε βάρος των κληρικών και μοναχών: ανταπέδιδαν τις δολοφονίες που είχαν γίνει «στο όνομα του θεού» με δολοφονίες «στο όνομα του λαού»!

Η Εκκλησία, ιδίως η καθολική που είχε για αιώνες πρωταγωνιστικό ρόλο στο «κυνήγι των μαγισσών», προβάλλει σήμερα, απολογούμενη, το πάγιο αντεπιχείρημα ότι, δεν επιτρέπεται να κρίνεται μια παρελθούσα εποχή με σημερινά μέτρα και σταθμά. Κατ' αρχάς ισχύει επ' αυτού το απόφθεγμα του καθολικού και ορθόδοξου άγιου Αυγουστίνου: «Εμείς είμαστε οι εποχές. Όπως είμαστε εμείς, έτσι είναι και οι εποχές μας». Πέρα απ' αυτό, όσο σωστή μπορεί να είναι η γενική παρατήρηση περί παρελθουσών εποχών, άλλο τόσο σωστό είναι να ξεκαθαριστεί ότι πρώτον, τα μαζικά αυτά εγκλήματα έγιναν με βάση μία θρησκεία, η οποία διακηρύσσει την «αγάπη προς το συνάνθρωπο» - κατά κύριο λόγο τον «αμαρτωλό συνάνθρωπο», γιατί ο όποιος αναμάρτητος δεν έχει ανάγκη υποστήριξης. Και δεύτερον ότι, σε καμιά περίοδο του ανθρώπινου πολιτισμού δεν ήταν ηθικά αποδεκτό να δολοφονούνται άνθρωποι με ανύπαρκτες, φανταστικές κατηγορίες, άρα για καμία εποχή δεν δικαιολογούνται τέτοια μαζικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε καιρό ειρήνης.

Όπου και όποτε συνέβησαν τέτοια εγκλήματα, οι απολογητές τους προσπαθούσαν ή προσπαθούν ακόμα σήμερα, είτε να τα διαψεύσουν είτε να ελαχιστοποιήσουν τη σημασία τους, προβάλλοντας τις καλές προθέσεις για κατάκτηση (δια των εγκλημάτων!) ενός δήθεν ανώτερου αγαθού, π.χ. τη σωτηρία της πατρίδας, του έθνους, του πολιτισμού, του λαού, του καθεστώτος κ.ο.κ. Για τις δολοφονίες των «μαγισσών» αναγνωρίζουν όλοι ως μοναδική κινητήρια δύναμη την εγκληματική διαστροφή, δεν συνάγουν όμως τα απαραίτητα προφανή συμπεράσματα για την ιδεολογία και το πνευματικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν αυτές οι δολοφονικές δραστηριότητες.

Από εκκλησιαστικούς κύκλους χρησιμοποιείται ενίοτε επίσης το επιχείρημα ότι το «κυνήγι των μαγισσών» γινόταν κατά βάσιν από τον (αγράμματο) λαό και η χριστιανική Εκκλησία μαζί με την κοσμική εξουσία αναγκάζονταν να συμμετέχουν για να μην έρθουν αντιμέτωπες με τη θέληση του κόσμου! Καταρχάς είναι ενδιαφέρον ότι ο «λαός» δεν έχει αξιοποιηθεί σε καμιά άλλη περίπτωση από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, παρά μόνο ως συνένοχος γι' αυτά τα συλλογικά εγκλήματα!

Η ουσία είναι όμως ότι, οι παραδοξολογίες περί μάγων και μαγισσών καλλιεργούνταν στα πλαίσια των προλήψεων για το σατανά και τους διάφορους δαίμονες μόνο από την Εκκλησία, ώστε ο λαός, τον οποίο κρατούσαν συστηματικά στην αγραμματοσύνη και την εξάρτηση, να αποπροσανατολίζεται και να θεωρεί «περίεργους» γείτονες ή άγνωστους διερχόμενους από το χωριό ως υπεύθυνους για όλα τα δεινά που τον έπλητταν. Να σημειώσουμε δε ότι η καλλιέργεια της αμάθειας, της θαυματολαγνείας και των δεισιδαιμονιών εκ μέρους του εκκλησιαστικού μηχανισμού συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας.