Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009


H ιστορικότητα έθνους και εθνικισμού



Στο σημερινό θέμα θα ασχοληθούμε με την συνδεσμολογία της εθνικιστικής σκέψης και πως αυτή με βάση τα σημερινά κριτήρια σαρώνει και οικειοποιείται ένα πολυεπίπεδο και πολύπλοκο παρελθόν, παρελθόν το οποίο "εθνικοποιεί" και υποτάσσει στην σημερινή εθνική πραγματικότητα.
Η κατίσχυση του εθνοκεντρικού λόγου στην κοινωνία είναι συντριπτική και καθολική. Σχεδόν όλοι δέχονται δογματικά τα "αξιώματα" της εθνικής ιδεολογίας.
Η μελέτη της πρακτικής του εθνικιστικού λόγου δεν έχει να κάνει με την απαξίωση των εθνικών ιδεωδών, ούτε αποσκοπεί στο να καταδείξει μια ομαδική ψύχωση αλλά ασχολείται με την ανάδειξη της ιστορικότητας αυτού του φαινομένου.
Παρουσιάζω ευθύς αμέσως ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Η εθνικιστική ιδεολογία, πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία", του κ.Παντελή Λέκκα, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι πολύ βοηθητικό για τους Αρβανίτες οι οποίοι αν το διαβάσουν με προσοχή, θα βγούνε από την πολύ δύσκολη θέση που βρίσκονται και βάσει της οποίας καλούνται να συγκεράσουν την αποδοχή της θεωρίας της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους (το γνωστό δόγμα Παπαρηγόπουλου) με κύριο εθνικό χαρακτηριστικό την ελληνική γλώσσα, με το ότι οι ίδιοι ως κοινωνική ομάδα δεν ήταν ελληνόφωνοι. Ειδικά στο θέμα της γλώσσας, ο κ.Λέκκας με εξαιρετικά επιχειρήματα καταδεικνύει το επουσιώδες της γλώσσας (και την πλήρη κατίσχυση της θρησκείας ως εθνικό δηλωτικό) κατά την διάρκεια της εθνογέννεσης του ελληνικού έθνους, στα τέλη του 18ου αιώνα (εκεί προσδιορίζεται παγκοσμίως η έναρξη της εθνογενετικής διαδικασίας).

Η ιστορικότητα έθνους και εθνικισμού.

Για να αποδοθεί στη γλωσσική διαφορά φόρτιση (πέραν από αυτή που αυτονόητα έχει) και πολιτική δυναμική (που σπανίως από μόνη της διαθέτει), πρέπει να υπάρχει ήδη η ανάγκη να δηλωθεί η εθνική ταυτότητα ή ετερότητα. Αυτό προκύπτει από την ίδια την εθνικιστική ιδεολογία αν προσέξουμε την λογική σύνδεση των επιχειρημάτων της και δεν παρασυρθούμε από τους σαρωτικούς αφορισμούς της. Οι εθνικιστές, όποτε προσφεύγουν στο γλωσσικό κριτήριο προτάσσουν το εξής επιχείρημα: "ανήκουμε σε ένα ξεχωριστό έθνος και ένα (το κυριότερο έστω) από τα τεκμήρια της διαφοράς μας είναι και το ότι ομιλούμε διαφορετική από τους αλλοεθνείς γλώσσα". Κανένας όμως εθνικιστής που θέλει να διατηρήσει στοιχειώδη έστω αξιοπιστία δεν θα διενοείτο να αντιστρέψει τη λογική αυτή σειρά υποστηρίζοντας τη γενική αρχή πως "όποιος ομιλεί διαφορετική γλώσσα έπεται ότι ανήκει σε διαφορετικό έθνος" διότι τότε θα έπρεπε να εξηγήσει όχι μόνον τη σχεδόν μόνιμη απουσία απόλυτης γλωσσικής ομοιογένειας στο εσωτερικό του δικού του έθνους αλλά και την παρουσία πολλών ομόγλωσσων, αλλά σαφώς διακριτών και ανεγνωρισμένων εθνών. Η επίκληση των γλωσσικών διαφορών δεν αποτελεί όπως συνήθως πιστεύεται το ισχυρότερο σημείο αλλά την αχίλλειο πτέρνα της εθνικιστικής ιδεολογίας επειδή η απόλυτη εμμονή σε αυτές μειώνει την αξιοπιστία των επιχειρημάτων της και περιορίζει το εύρος των αξιώσεών της.

Η γλώσσα δεν είναι δυνατόν να παράσχει από μόνη της το κριτήριο της εθνικής διαφοροποίησης ούτε κατ' επέκταση να αποτελέσει αποδεικτικό τεκμήριο της αρχαιότητας των εθνικών διακρίσεων. Και πώς θα μπορούσε εξάλλου να είναι καθολικό τεκμήριο ανομοιότητας σε όλο το ιστορικό φάσμα των κοινωνιών που προηγήθηκαν της σύγχρονης κοινωνίας; Για αιώνες ολόκληρους ο αγράμματος αγρότης της κεντρικής Ιταλίας μπορεί να χρησιμοποιούσε παρόμοιο γλωσσικό ιδίωμα με το χωρικό της βόρειας Ιταλίας, χωρίς αυτό να τους απασχολεί ή να έχει την παραμικρή επίπτωση στον τρόπο ζωής τους και χωρίς να διανοείται να τους επιβάλει την ομιλία και τη γραφή της τοσκανικής διαλέκτου, για να τους κάνει να πλησιάσουν περισσότερο ο ένας τον άλλον γλωσσικά και εθνικά. Για εξίσου μακρές περιόδους, τα κινέζικα ιδεογράμματα αποτελούσαν μέσο γραπτής επικοινωνίας για όσους λόγιους μπορούσαν να τα αποκρυπτογραφούν και να τα αναπαράγουν χωρίς αυτό να σημαίνει πως ένιωθαν ότι συνανήκαν σε κάποια εθνική οικογένεια είτε με τους άλλους λογίους με τους οποίους μπορούσαν να συνεννοηθούν γραπτώς αλλά δεν ομιλούσαν την ίδια γλώσσα, είτε με τους αγράμματους πληθυσμούς ανάμεσα στους οποίους ζούσαν και με τους οποίους επικοινωνούσαν προφορικά. Για ακόμη μακρότερες περιόδους, ο άνθρωπος ερχόταν -μόνιμα ή περιστασιακά, δεν έχει σημασία - σε επαφή με άλλους ανθρώπους που μιλούσαν γι αυτόν ακατάληπτες γλώσσες χωρίς αυτό να οδηγεί, πέρα από την προφανή αδυναμία τους να συνεννοηθούν, σε οποιαδήποτε αντίθεση μεταξύ τους.

Το ερώτημα λοιπόν παραμένει: κατά πόσον τα εμπόδια στην επικοινωνία, που ήταν φυσικό να υπάρχουν και στην παραδοσιακή κοινωνία, διέκριναν αναγκαστικά ομάδες άλλες πέραν των γλωσσικών και δημιουργούσαν διαφορές άλλες από αυτές που αυτονόητα συνεπάγονταν; Πιστεύω πως τα μέτρα και τα σταθμά με τα οποία σήμερα αποτιμούμε τις συνέπειες της γλωσσικής συγγένειας και της γλωσσικής διαφοράς απλώς δεν ίσχυαν στο παρελθόν. Εάν ίσχυαν, όπως η εθνικιστική ιδεολογία συχνά προσπαθεί να αποδείξει, τότε θα υπήρχε μεγάλη δυσκολία στο να εξηγήσουμε πώς ήταν δυνατόν να επιζήσουν επί μακρότατα χρονικά διαστήματα ποικιλόμορφες πολιτικές δομές (βασίλεια, αυτοκρατορίες κλπ) χωρίς να διαταράσσονται από την ύπαρξη διαφορετικών γλωσσικών ομάδων στο εσωτερικό τους και χωρίς οι ομάδες αυτές να ενοχλούνται με οποιοδήποτε τρόπο από τις λόγιες διοικητικές γλώσσες (όπως η λατινική, η ελληνική και η κινέζικη) που τους ήταν καθ' όλα ξένες. Αντίστροφα, θα ήταν απορίας άξιον γιατί ο Δημοσθένης ένιωθε την ανάγκη να αντισταθεί στην συνένωση των ελληνικών πόλεων υπό την ηγεμονία του "ελληνίζοντος" βασιλέως των Μακεδόνων.
Το πρόβλημα, κατά συνέπεια, δεν είναι η ίδια η γλωσσική διαφορά ή συγγένεια αλλά το πώς εμείς την ερμηνεύουμε, αδιαφορώντας για το πού και πότε αναφέρεται -το πρόβλημα κοντολογίς είναι αν εξετάζουμε τη γλωσσική διαφορά και συγγένεια σε σχέση με το ιστορικό και κοινωνικά πλαίσιο στο οποίο σημειώνονται ή, αντιθέτως, αν θεωρούμε πως αποτελούν φαινόμενα υπερβατικού χαρακτήρα. Στη δεύτερη όμως περίπτωση, η εξάλειψη της ιστορικότητας δεν είναι καθόλου ουδέτερη διότι υποκρύπτει και την εξάλειψη της ιστορικότητας και της δικής μας ανάγνωσης. Αυτό συμβαίνει, πιστεύω, και στην περίπτωση της εθνικιστικής ιδεολογίας η οποία όταν επικαλείται φράσεις τύπου πας μη Έλλην βάρβαρος, επιχειρεί να τις επενδύσει με νόημα που η ίδια έχει δημιουργήσει, ούτως ώστε να κατοχυρώσει ότι οι εθνικές διαιρέσεις είναι πανάρχαιες και φυσικές, αλλά και να υποκρύψει τον δικό της επεμβατικό ρόλο. Ο εθνικισμός όμως, επειδή ακριβώς περιέχει και εμπνέει ιδέες που ήταν άγνωστες στην παραδοσιακή κοινωνία δεν αποτελεί φυσικό αλλά ιστορικό φαινόμενο και με αυτήν την έννοια πρέπει να αναλυθεί, αν θέλουμε να αποφύγουμε την παγίδα που ο ίδιος δημιουργεί με την εμμονή του στην αρχαιότητα και τη φυσικότητα του έθνους. Ο κίνδυνος της προβολής του παρόντος στο παρελθόν (που ενυπάρχει -αναπόφευκτα κατα τη γνώμη μου -σε κάθε προσπάθεια ανασύστασης του παρελθόντος) εδώ ισχύει σε απόλυτο βαθμό, επειδή όχι μόνον μορφές συλλογικής συνείδησης και αλληλεγγύης χρησιμοποιούνται επιλεκτικά σαν επιβεβαιωτικά τεκμήρια της αρχαιότητας του έθνους αλλά και επειδή τέτοιου είδους προβολισμοί σπανίως αμφισβητούνται, χάρη στην καθολική επικράτηση των όρων της εθνικιστικής ιδεολογίας.
Είναι χαρακτηριστική πχ η σιωπή της ιστορικής επιστήμης όταν αναπαράγεται ο χαρακτηρισμός εμφύλια διαμάχη για συγκρούσεις που ήταν πολύ φυσικές μέσα στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνίας αλλά δεν συμμορφώνονται με την έννοια του παντοτινού και ενιαίου έθνους. Κατ'αυτόν τον τρόπο, ο Πόλεμος των Ρόδων είναι για τον "αγγλικό" Μεσαίωνα "εμφύλιος", αλλά ο εκατονταετής πόλεμος είναι "πατριωτικός", οι Περσικοί Πόλεμοι είναι για την κλασική αρχαιότητα περισσότερο "φυσιολογικοί" από ό,τι η "εκτροπή" του Πελοποννησιακού Πολέμου κοκ. Πρόκειται για τη σύγχρονη όσο και απρόσβλητη εκείνη αντίληψη που μας επιτρέπει να αποδίδουμε χωρίς ενδοιασμούς εθνική συνείδηση στο μέλος της δυναστείας των Αψβούργων που έδρευε κατά τον 15ο ή τον 16ο αιώνα στην Βιέννη, στην Πράγα, στη Μαδρίτη ή τις Βρυξέλλες, δίχως την αίσθηση ότι αυθαιρετούμε απέναντι στη λογική της εποχής στην οποία αναφερόμαστε.
Η κριτική αμφισβήτηση ανάλογων αποτιμήσεων από τις κοινωνικές επιστήμες απουσιάζει ακόμα και σήμερα. Το φορτισμένο λεξιλόγιο του εθνικισμού έχει διαποτίσει την σύγχρονη σκέψη σε τέτοιο βαθμό που και τα παράγωγα ιδεολογήματα ακόμη κι όταν συνιστούν κατάφωρα λογικά ατοπήματα έχουν γίνει αποδεκτά και ηχούν φυσιολογικά. Πόσο όμως φυσιολογικό θα ηχούσε αν κάποιος διενοείτο να απευθύνει στην κατεστημένη αντίληψη της κοινωνίας και της ιστορίας της την ακόλουθη απλή ερώτηση: αν τόσα από τα σύγχρονα έθνη έχουν πράγματι πανάρχαιη ιστορία, γιατί εξαφανίστηκαν από προσώπου γης λαοί της αρχαιότητας που θα έπρεπε κι αυτοί, κατ'αναλογία, να ορίζονται με τα ίδια κριτήρια, αλλά που είχαν την ατυχία να μη βρουν σοβαρούς διεκδικητές της δικής του ιστορικής κληρονομιάς; Τι έγινε με τα "ένδοξα έθνη" των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων, των αρχαίων Αιγυπτίων, των Χετταίων, τι συνέβη με τους Φιλισταίους, τους Αβάρους, τους Αψυλίους, τους Αβασγούς, τους Τζανούς κοκ.; (Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουνε υπάρξει απόπειρες εθνικιστικής εκμετάλλευσης και αυτών των αρχαίων πολιτισμών, παρόλο που η σοβαρότητα αυτών των ισχυρισμών ελέγχεται απο ανταγωνιστικούς και άλλους εθνικισμούς).
Στην προσπάθεια να καταδειχθεί η ιστορικότητα έθνους και εθνικισμού μπορεί βεβαίως να αντιταχθεί το επιχείρημα ότι λέξεις όπως έθνος, natio, nation κλπ. έχουν παρελθόν που υπερβαίνει κατά πολύ τα χρονικά όρια της σύγχρονης κοινωνίας -κοντολογίς, ότι δεν είναι λέξεις καινούργιες, αλλά παμπάλαιες. Δεν υπάρχει, πιστεύω, πιο διαδεδομένη αλλά και πιο επιπόλαιη ένσταση. Οι λέξεις είναι σαν τα νομίσματα: η ανταλλακτική αξία τους αλλάζει απο κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή, αφού με την ίδια λέξη διαφορετικοί άνθρωποι σε διαφορετικούς χρόνους εννοούν διαφορετικά πράγματα - και η παράκαμψη αυτού του προβλήματος της σημασιολογίας στην ιστορία συνιστά βαρύτατο μεθοδολογικό σφάλμα. Πράγματι οι λέξεις έθνος και nation δεν είναι καινούργιες, έχουν ιστορία, όμως αυτή η ιστορία λέει πολλά όχι μόνο για όσα σημαίνουν αλλά και για όσα δεν σημαίνουν κατά περιόδους.

Η λέξη έθνος στους αρχαίους κλασικούς έχει πολλές σημασίες, καμία από αυτές όμως δεν αντιστοιχεί σε αυτήν που της αποδίδουμε σήμερα. Στον Όμηρο για παράδειγμα, έχει την έννοια της συντροφιάς ("έθνος εταίρων", Ιλ. Γ32, Η115), του στρατού γενικά ("έθνος λαών", Ιλ. Ν495, "έθνεα πεζών" Ιλ. Λ724) ή κάποιας συγκεκριμένης στρατιάς "έθνος Αχαιών", Ιλ. Ρ552), του σωρού νεκρών ("έθνεα νεκρών", Οδ. λ34, κ526) και τέλος του σμήνους εντόμων ή πτηνών ("έθνεα μελισσάων, ορνίθων, μυιάων", Ιλ. Β87, 459, 469). Στον Πίνδαρο απαντάται με τις σημασίες είτε του φύλου ("ανέρων έθνος", Ολ. 1,66, "έθνει γυναικών" Πυθ. 4,252) είτε του συγγενούς (Νεμ. 5,43). Στον Ηρόδοτο αναφέρεται στη φυλή, το γένος (" Μηδικόν έθνος", 1,101) ή στις ελληνικές πόλεις - στον πληθυντικό! - που υπέκυψαν στους Πέρσες ("των μηδισάντων εθνέων των Ελληνικών", 9,106,3) στον Θουκυδίδη σε διάφορες φυλές, ελληνικές ή βαρβαρικές (1,3 και 3,92) και στον Ξενοφώντα στην φυλή ή το γένος ("Πομπάς εποίησαν κατά έθνος έκαστος των Ελλήνων" Αναβ. 5,5,5), στο φύλο ("Θήλυ έθνος", Οικον, 7,26) και στη συντεχνία ή την επαγγελματική ομάδα (οίσθα τι έθνος ηλιθιώτερον ραψωδών;", Συμπ. 3,6). Στον Αισχύλο χρησιμοποιείται για τις Ερινύες (Ευμ. 366) ή για οπλισμένη ομάδα ("έθνος μαχαιροφόρον" , Περσ. 56), και στον Σοφοκλή αναφέρεται σε αγέλες ζώων ("θηρών ...έθνη", Αντ. 344 και Φιλ. 1147). Στον Πλάτωνα η λέξη έθνος έχει την έννοια του είδους (ιχθύων έθνος, Τίμ. 92γ), της επαγγελματικής ομάδας (δημιουργικόν έθνος, Γοργ. 455β, έθνος κηρυκικόν, Πολιτικός 290β) και του γένους ή της φυλής (των Θετταλών...πενεστικόν έθνος - Νόμοι 776δ), ενώ στον Αριστοτέλη ο όρος αναφέρεται στις βαρβαρικές φυλές σε αντιδιαστολή με τις ελληνικές (Πολιτικά, 1324β10). Οι σημασίες της λέξης λοιπόν ποικίλλουν και όχι μόνο δεν έχουν την σημερινή πολιτισμική και πολιτική φόρτιση, αλλά δεν αναφέρονται καν σε μία και μόνη θεματική κατηγορία.

Και στην Παλαιά Διαθήκη όμως (μετάφραση των Ο) η λέξη έθνος χρησιμοποιείται για το χαρακτηρισμό όχι του εβραϊκού ή άλλου έθνους με τη σύγχρονη σημασία, αλλά όλων όσοι δεν ανήκουν στην εβραϊκή θρησκευτική κοινότητα, δεν πιστεύουν δηλαδή στο θεό του Ιεχωβά (ινατί εφρύαξαν τα έθνη; - Ψαλμ. β΄1). Ανάλογη σημασία θρησκευτικής διάκρισης έχει και στην Καινή Διαθήκη ("Εις οδόν εθνών μη απελθήτε" - Ματθ. Ι,5) ╈αι στα αποστολικά κείμενα ("Εν τη κατασχέσει των εθνών" Πράξεις, Ζ45 και "των εθνών τε και των Ιουδαίων" Πράξεις ΙΔ5) ενώ ο Παύλος ("ο εθνών απόστολος" Προς Ρωμαίους, ΙΑ,13) τη χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει τους μη εβραϊκής καταγωγής χριστιανούς (Προς Ρωμαίους, ΙΕ27).

Στους Λατίνους η λέξη natio συναντάται στον Κικέρωνα με τη σημασία άλλοτε της θεότητας της γέννησης (N.D., 3,18,47) και άλλοτε της φυλής (N.D. 2,29,74, Q.Fr.1,1,9 27, Phil. 10,10,20.) της κοινωνικής τάξης (Sest. 44,96) ή κάποιας μερίδας υποψηφίων (Pis. 23,55). Στον Βάρρωνα εννοείται ως ράτσα ζώων (R.R., 2.6.4.) ή ανθρώπων (L.L., 9,93), στον Πλίνιο ως είδος ζώων ή πραγμάτων (22,24,50 109 και 21,14,49 83), στον Πλαύτο ως γένος ανθρώπων (Men. 2,1,34 και Rud. 2,2,6) ενώ παρόμοια σημασία έχει και στον Τάκιτο (G. 38).
Με την επικράτηση του χριστιανισμού η λέξη έθνος και τα παράγωγά της δηλώνουν τους μη Χριστιανούς, όπως προκύπτει από τα Πατερικά κείμενα αλλά και από τη χρήση της λέξης natio στην εκκλησιαστική λατινική του Τερτυλλιανού (De Idol. 22). Κι αυτή όμως η σημασία αλλάζει στην μεσαιωνική Δύση όπου ο όρος natio αποτελεί νομική έννοια για την υποδήλωση της οργανωμένης κοινότητας ή του μοναστικού τάγματος μέσα στα εκκλησιαστικά συμβούλια και τα πανεπιστήμια. Εξίσου άσχετες προς τη σημερινή έννοια είναι και οι σημασίες της λέξης nation στις λατινογενείς γλώσσες εώς και τον 18ο αιώνα. Είναι άξιος προσοχής για τις πολλαπλές συνδηλώσεις της λέξης μέχρι και σχετικά πρόσφατα ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιειται από τον Άνταμ Σμιθ στο Ο Πλούτος των Εθνών που εκδίδεται το 1776, έτος διακήρυξης της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας.
Η εμμονή στον ισχυρισμό περί αρχαιότητας του έθνους παρουσιάζει λοιπόν εξαιρετικές δυσκολίες. Αυτό και μόνον αρκεί για να υποδηλώσει το σύγχρονο χαρακτήρα του εθνικισμού, της σύγχρονης εκείνης ιδεολογίας που στρέφεται γύρω από μίαν έννοια που δεν υπήρχε σε προηγούμενες κοινωνίες.

Ο ίδιος ο όρος εθνικισμός είναι φυσικά άγνωστος πριν από τον 18ο αιώνα, αφού εμφανίζεται για πρώτη φορά μόλις στα 1798 και καθιερώνεται μόλις στα τέλη του 19ου αι. Ο ακριβής προσδιορισμός του γενέθλιου σημείου του εθνικισμού έχει συχνά αποτελέσει αντικείμενο διαφωνιών και ταυτίζεται άλλοτε με τον αγγλικό εμφύλιο πόλεμο (1642), άλλοτε με το δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας (1772) άλλοτε με τη διακήρυξη της αμερικάνικης ανεξαρτησίας (1776), άλλοτε με τη γαλλική επανάσταση (1789) και άλλοτε με τον Λόγο προς το Γερμανικό Έθνος του Φίχτε (1807). Οι περισσότεροι πάντως μελετητές συμφωνούν πως η γένεση του εθνικισμού πρέπει να τοποθετηθεί στο πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα στην Ευρώπη.


Οι ιδρυτικοί μύθοι των εθνών



Στο παρόν θέμα θα ασχοληθούμε με τους ιδρυτικούς/καταγωγικούς μύθους των εθνών. Παραθέτω κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Καθηγητή Ιστορικής Κοινωνιολογίας και Σύγχρονης Κοινωνικής Θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Π.Λέκκα με τίτλο «Το παιχνίδι με τον Χρόνο».
Ο κ.Λέκκας με μια υπέροχη γραφή, με επιστημονικό τρόπο και έπειτα από εμβριθή μελέτη των ιδρυτικών μύθων των εθνών εγκύπτει στην συνδεσμολογία των μύθων αυτών, οι οποίοι βέβαια είναι ιστορικά προσδιοριστέοι όσον αφορά την γένεσή τους, και έχουν όλοι κοινά γνωρίσματα, συναποτελώντας έτσι το βασικό δομικό στοιχείο ενός παγκοσμίου φαινομένου, του έθνους, με την έννοια που έχει αυτό τους τελευταίους δύο αιώνες. [1]

Με δεδομένο τον παρελθοντικό προσανατολισμό του εθνικισμού, είναι επόμενο τα περισσότερα έθνη να φαντάζονται τους εαυτούς τους ως συλλογικότητες που κατάγονται από κοινούς προγόνους [2].
Καμία εθνικιστική ιδεολογία δεν μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι ολόκληρο το εθνικό σώμα εξ ονόματος του οποίου ομιλεί, έλκει απευθείας την καταγωγή του από κάποια φυλετικώς ανόθευτη ιστορική κοινότητα του παρελθόντος. Η υπεράσπιση μιας τέτοιας θέσης θα συνεπαγόταν απαντήσεις σε ενοχλητικά ερωτήματα σχετικά με την υποτιθέμενη «μόνωση» του οικείου έθνους από εξωγενείς επιδράσεις και επιμιξίες-απαντήσεις, που αναπόφευκτα θα υπονόμευαν την αξιοπιστία και την απήχηση του εθνικιστικού μηνύματος. Περιττεύει ίσως εδώ η αναφορά στην ιδεολογική χρεωκοπία της ναζιστικής εκδοχής του γερμανικού εθνικισμού εξαιτίας της αγκίστρωσής της σε φυλετικά επιχειρήματα.
Έτσι, οι καταγωγικοί μύθοι όταν διατυπώνονται με φυλετικούς όρους (λ.χ. Φυλή, Γένος), έχουν κατά βάθος πολιτισμικό περιεχόμενο. Υπογραμμίζουν δηλαδή όχι τόσο την απαρχή κάποιας αμιγούς φυλετικής προέλευσης του έθνους όσο την σύλληψη της αναλλοίωτης πολιτισμικής του αυτοπροσωπίας ανά τους αιώνες [3].
Οι διάφοροι μύθοι που κρυσταλλώνονται περί την καταγωγή του έθνους είναι δηλωτικοί της βούλησής του να υπάρξει από εδώ και στο εξής.
Εδώ βρίσκεται το βαθύτερο νόημα στις ανασκαλεύσεις του παρελθόντος από την νεωτερική ιδεολογία του εθνικισμού: ορίζοντας την γενέθλια ή ιδρυτική «στιγμή» του έθνους, οι μύθοι των προγόνων χαρακτηρίζονται από έντονη διδακτική φόρτιση, συμπυκνώνοντας παραδείγματα προς μίμηση και πρότυπα δράσης. [4]




Πόσο μακριά στον χρόνο τοποθετείται αυτή η «στιγμή»; Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα εξαρτάται, κατά περίπτωση, από το πρόσφορο υλικό που μια εθνικιστική ιδεολογία έχει στην διάθεσή της ή καταφέρνει να ιδιοποιηθεί από την δεξαμενή του παραδοσιακού παρελθόντος το οποίο, ας μην λησμονούμε, θεωρείται ότι υπήρξε ανέκαθεν «εθνικό».
Έτσι, οι Φινλανδοί μπορούν ευχερώς να επικαλούνται το έπος της Καλεβάλα [5] και να το τοποθετούν τις ρίζες του έθνους τους στην Εποχή του Σιδήρου. Το γεγονός ότι η παράδοση στην οποία παραπέμπουν δημιουργήθηκε μόλις το 1835 δεν συνιστά φυσικά κώλυμα- απλώς αντιμετωπίζεται σαν άλλη μια στιγμή εθναφύπνισης.
Το παράδειγμα των Φινλανδών και της Καλεβάλα ακολουθούν και οι γείτονές τους Εσθονοί, με τον Γιό του Καλεβί (Kalevipoeg)[6], ένα ακόμη έπος που θεωρείται η βάση για την αναδρομή στους προϊστορικούς χρόνους ώστε να αποδειχθεί και η δική τους μακραίωνη εθνική καταγωγή. Αδιάφορα βέβαια από την «ασήμαντη» λεπτομέρεια ότι πρόκειται για συμπίλημα προφορικών παραδόσεων που συγκεντρώθηκαν και συμπληρώθηκαν εντέχνως μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ μέχρι τότε οι σημερινοί Εσθονοί δεν διέθεταν ούτε καν ξεχωριστό εθνώνυμο.
Έκτοτε όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, φρόντισαν να σφραγίσουν τα κενά στην μακραίωνη συνέχεια της εθνικής παρουσίας τους. Προέβησαν αναδρομικά στην εθνική τους διαφοροποίηση από τους μη ιθαγενείς που είχαν ζήσει κατά καιρούς στα εδάφη τους (Γερμανούς αστούς, Σουηδούς αριστοκράτες, Ρώσους γραφειοκράτες) και συνέλεξαν τα τεκμήρια της διαφορετικότητάς τους στο Εθνογραφικό Μουσείο του Τάρτου [7] όπου καθένα από τα εκατό χιλιάδες ευρήματα αντιστοιχεί σε δέκα περίπου μέλη του μικροσκοπικού αυτού έθνος του ενός εκατομμυρίου. [8]
Παρόμοια παραδείγματα σημαίνουν ότι ο εθνικισμός είναι έτοιμος να αξιοποιήσει κάθε νέο στοιχείο ή εύρημα που θα επιβεβαιώνει την ειλημμένη απόφασή του να υπερασπιστεί την αρχαιότητα του έθνους που εκπροσωπεί, την ακλόνητη βεβαιότητά του ότι όντως ομιλεί εξ ονόματος μιας αναλλοίωτης οντότητας με βαθιές ρίζες στο παρελθόν. Το παράδειγμα της Ζιμπάμπουε επιβεβαιώνει με ακραίο τρόπο αυτό ακριβώς το σημείο.
Ο αγώνας εναντίον των αποικιοκρατών λευκών στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, επενδύθηκε αναδρομικά με τις ανακαλύψεις του Ελλειπτικού Ναού και των τειχών της αρχαίας Μεγάλης Ζιμπάμπουε. Κι έτσι, οι παλιές φυλές ανακάλυψαν ότι ανέκαθεν αποτελούσαν έθνος.
Το Σώλσμπερυ (αρχικά μια κωμόπολη που είχε ιδρυθεί από τους Βρετανούς και είχε πάρει το όνομά της προς τιμήν του πρωθυπουργού της ακμής του βρετανικού ιμπεριαλισμού) μετατράπηκε σε Χαράρε. Και η Ροδεσία (αρχικά τοπωνύμιο μιας διοικητικής περιφέρειας της αποικίας του Ακρωτηρίου στην οποία ο Σέσιλ Ρόουντς είχε, με “μνημειώδη σεμνότητα” δώσει το όνομά του) έγινε Ζιμπάμπουε- ένα νέο εθνικό κράτος που περιέχει ένα ακόμη “αρχαίο” έθνος”. [9]
Τέτοια παραδείγματα σημαίνουν όμως και κάτι ακόμη. Ότι αυτή η ιδεολογική τάση να εξωθείται η καταγωγική αφετηρία του έθνους στο όλο και πιο μακρινό παρελθόν υποκρύπτει μια δυναμική, ευμετάβλητη και αναπόφευκτα αντιφατική διαδικασία ιστορικής αναζήτησης: ένα εσωτερικό στοίχημα πλειοδοσίας ανάμεσα στους λόγιους φορείς της ιδεολογίας, ιστορικούς, αρχαιολόγους, λαογράφους, δημοσιογράφους και πολιτικούς που απαρτίζουν την λεγόμενη «εθνική διανόηση». Γι’αυτό συχνά παρατηρούμε τόσες παλινωδίες στις εθνικιστικές έρευνες για όλο και πιο μακρινούς εστιακούς προγόνους.
Ας θυμηθούμε εδώ τις εντυπωσιακές παλινδρομήσεις του τουρκικού εθνικισμού, όπου Οσμανλήδες και Σελτζούκοι συνωθούνται με Χετταίους και Σουμέριους, με Ασσύριους και Τρώες, με Φρύγες και Λυδούς.
Όλοι τους έχουν παίξει κατά καιρούς ρόλο στο παιχνίδι της συγκεκριμένης εθνικιστικής ιδεολογίας με τον χρόνο, συνωστιζόμενοι στο άρμα των εστιακών προγόνων του σύγχρονου τουρκικού έθνους.
Η εκάστοτε προτεραιότητα ενός παραδοσιακού πολιτισμού έναντι των άλλων εξαρτάται από πλειάδα συγκυριακών παραγόντων: από τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης, από την φαντασία των απολογητών της εθνικιστικής ιδεολογίας, από την κυμαινόμενη ευπιστία των μελών του εθνικού σώματος ανάλογα με τις περιστάσεις, από τις δυνατότητες του εθνικού κράτους να επιβάλλει τις απόψεις του για την επίσημη εκδοχή της τουρκικής ιστορίας στην εκπαίδευση, στα γράμματα και στην συλλογική συνείδηση και, τέλος, από τους ευρύτερους προσανατολισμούς και τις πολιτικές επιδιώξεις της εθνικιστικής ιδεολογίας –άλλοτε στραμμένης προς το Τουράν, άλλοτε προς την γη της Ανατολίας κι άλλοτε πάλι προς την Δύση. [10]
Ανάλογες, αν όχι τόσο εντυπωσιακές, ταλαντεύσεις παρατηρούμε και σε λιγότερο νεοπαγείς ή «εξωτικούς» εθνικισμούς. Ο 19ος αιώνας βρίθει παραδειγμάτων από τους ιδεολογικούς επαμφοτερισμούς ανάμεσα στους Φράγκους και τους Γαλάτες προγόνους του σύγχρονου γαλλικού έθνους, ενόσω από την πλευρά του ο γερμανικός εθνικισμός έφθανε την δική του αναζήτηση μέχρι την αντίσταση των γερμανικών φύλων ενάντια στην Ρώμη στον 1ο και 2ο αιώνα π.Χ. [11].
Για τουλάχιστον εξήντα αιώνες γραπτής ιστορίας, ο πόλεμος δεν ήταν γενικά μεταξύ εθνοτήτων σαν αυτές που εξαπέλυσαν πολέμους στους τελευταίους δύο αιώνες, αλλά μεταξύ πόλεων και επαρχιών ή μεταξύ διεθνικών αυτοκρατοριών ή θρησκειών.
Ο κατακτήσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι πολυαίμακτες διενέξεις ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις-κράτη, οι ιδιωτικές φεουδαλικές διαμάχες του Μεσαίωνα, η παρατεταμένη σταυροφορική διένεξη της Χριστιανοσύνης με το Ισλάμ είχαν λιγότερο τον χαρακτήρα του σύγχρονου εθνικισμού, όσον αυτόν του αρχαίου ή μεσαιωνικού κοσμοπολιτισμού ή τοπικισμού. [12]



Mahabarata scene, Batu Caves, near Kuala Lumpur Malaysia

Ο ινδικός εθνικισμός, όταν δεν αναζητεί τις ρίζες του σύγχρονου έθνους στα έπη της Ραμαγιάνα και της Μαχαμπαράτα, ικανοποιείται με την ινδουιστική αυτοκρατορία του Ασόκα στον 3ο π.Χ. αιώνα, λησμονώντας την καταλυτική για την ινδική εθνογένεση επίδραση της βρετανικής αποικιοκρατίας ή την νεωτερική εθνικοποίηση της θρησκευτικής διαφοράς των ινδουιστών (και μετέπειτα Ινδών) από τους Μουσουλμάνους (και μετέπειτα Πακιστανούς).
Ο εβραϊκός εθνικισμός τοποθετεί τους ιδρυτικούς του μύθους άλλοτε στην καταστροφή του δεύτερου Ναού του Σολομώντα από τους Ρωμαίους τον 2ο αιώνα μ.Χ. άλλοτε στην καταστροφή του πρώτου Ναού από τους Βαβυλώνιους και την εξορία των Ιουδαίων τον 6ο αιώνα π.Χ. κι άλλοτε ακόμη μακρύτερα, στην Έξοδο από την Αίγυπτο ή στους «πατριάρχες» του (σύγχρονου πάντα) εβραϊκού έθνους, στον Αβραάμ και τους γόνους του [13].

Για τους προτεστάντες του Όλστερ, οι πρόγονοί τους δεν ήταν πρεσβυτεριανοί έποικοι που ήρθαν στην Ιρλανδία από την Σκωτία στις αρχές του 17ου αιώνα, αλλά μέλη ενός προχριστιανικού βρετανικού φύλου. Οι Ιρλανδοί εθνικιστές του Νότου πάλι, οι καθολικοί, πίστευαν ότι η γλώσσα στον κήπο της Εδέμ ήταν κελτική.


Ο Καρλομάγνος επισκέπτεται τον πάπα Ανδριανό Α'

Στο εσωτερικό του αγγλικού εθνικισμού τον 19ο αιώνα, διατυπώνονταν αντικρουόμενες απόψεις για το κατά πόσον οι Άγγλοι προέρχονται από τα γερμανικά φύλα ή από τους απογόνους του Αινεία της Τροίας.
Στον κορεατικό εθνικισμό, ο μυθικός πρόγονος είναι ο Τανγκούν, γιος αρκούδας, που φέρεται να ίδρυσε την πρώτη κορεατική δυναστεία την τρίτη χιλιετία π.Χ.
Άραβες εθνικιστές τον καιρό του μεσοπολέμου αναζητούσαν τις ρίζες του πανάρχαιου έθνους τους στον Χαμουραμπί.
Για τον Βουκ Κάρατζιτς, ο σερβικός πολιτισμός είχε ηλικία πέντε χιλιετηρίδων και υπήρξε ο λαμπρότερος όλων, ενώ ο Ιησούς και οι Απόστολοι μιλούσαν σερβικά.

Ως επίλογο, παραθέτω τον υπέροχο επίλογο του βιβλίου του κ.Λέκκα:

«Ο ίδιος τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον κόσμο μας και για τον εαυτό μας μέσα σε αυτόν, έχει αφομοιώσει το παράξενο και αντιφατικό παιχνίδι του εθνικισμού με τον χρόνο. Ένα παιχνίδι που άλλοτε αποδεικνύεται παράγοντας κοινωνικής συνοχής και σταθερότητας κι άλλοτε παράγοντας κινδύνου και αναταραχής.
Ένα παιχνίδι που αναδεικνύει την εγωιστική ανασφάλεια του ανέστιου ανθρώπου της νεωτερικότητας, ενόσω του εμπνέει ένα ασύγκριτο πνεύμα ηρωισμού και αυταπάρνησης.
Ένα παιχνίδι που προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο μη μεταφυσικές εξηγήσεις για τον κόσμο και προτροπές για το τι μπορεί και πρέπει να επιτύχει ο ίδιος με τις πράξεις του, ενώ αυτό που κάνει δεν είναι παρά να αφηγείται ένα υποκατάστατο θείου δράματος.
Ένα παιχνίδι συναρπαστικό στην κριτική του ανάλυση, η οποία είναι υποχρεωμένη να αναδεύσει τον θολό πυθμένα της ίδιας μας της σκέψης» [14].

Οι τρεις αποστολές του Ελληνικού Έθνους


Το ιδεολόγημα της τρισχιλιετούς ύπαρξης του ελληνικού έθνους


Eugéne Delacroix, «H είσοδος των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Απριλίου 1204»
(«Entry of the Crusaders into Constantinople on 12 April 1204»).


Η ιστορική έρευνα είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι και η χαρά της αναζήτησης μέσω του νοερού ταξιδιού σε άλλες εποχές, κάτι το απερίγραπτο ακόμη και για έναν ερασιτέχνη αναζητητή, αρκεί ο αναζητητής (επαγγελματίας ή ερασιτέχνης) να έχει "ανοιχτό" το μυαλό του (open mind) για να δεχτεί τις πληροφορίες που θα ανακαλύψει χωρίς να χρειαστεί να τις ρετουσάρει, να τις σουλουπώσει, να τις εξωραΐσει, να τις προσαρμόσει εν ολίγοις στα δικά του πιστεύω, όποια κι αν είναι αυτά.
Ο ιστορικός εξετάζει κάθε εποχή με βάση τα τότε δεδομένα και συμφραζόμενα. Το έργο του είναι πλήρως απαλλαγμένο από τελεολογικές καταναγκαστικές μέριμνες. Αν δεν είναι, τότε θα πρέπει να διατάξει έτσι τα ιστορικά γεγονότα ώστε αυτά να προαναγγέλλουν τα μελλούμενα.
Προσωπικά, διαβάζοντας την ιστορία με μεγάλο κέφι και μεράκι, ανακαλύπτω συνεχώς καινούργια πράγματα και δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να αναδιατάξω την σκέψη μου, αν αυτά που διάβασα αποδεικνύουν ότι κάπου η σκέψη μου αυθαιρετούσε ή απλώς επικρατούσε κάποια σύγχυση μέσα μου.
Το δύσκολο, το τιτάνιο, το ακατόρθωτο, το αχρείαστο κατά την γνώμη μου, έρχεται όταν ο αναζητητής ψάχνει όχι για να βρει αλλά για να δικαιολογήσει.

Έτσι, οι ασπαζόμενοι την θεωρία της συνέχειας του ελληνικού έθνους ανά τους αιώνες -ή οι πιο διπλωμάτες, την θεωρία της συνέχειας κάποιου ασαφούς και απροσδιόριστου ελληνισμού- ψάχνουν κάθιδροι, και όταν βρίσκουν κάτι που δεν συνάδει με την θεωρία που υπηρετούν (και πιστέψτε με, σχεδόν τίποτα δεν συνάδει, και πως θα μπορούσε άλλωστε, αφού προσπαθούνε να αποδώσουν αναδρομικά ιδιότητες και αυτοπροσδιορισμούς του σήμερα σε κοινωνίες του χθες) τότε ή θα το προσπεράσουνε, ή θα το δικαιολογήσουνε, ή τέλος πάντων θα το προσαρμόσουνε στην θεωρία που υπηρετούν.

Ο Π.Λέκκας γράφει εύστοχα επ'αυτού:
"Ακόμη κι όταν η ανασκάλευση του παρελθόντος δεν αποδίδει άμεσους καρπούς, η εθνικιστική ιδεολογία δεν διστάζει να καταφεύγει στην εφεύρεση ή, συχνότερα, στην προσάρτηση και την ιδιοποίηση ψηγμάτων του παρελθόντος, για να σφραγίσει λογικά ή χρονολογικά κενά στην απόδειξη της συνέχειας του παρελθόντος με το παρόν [1].
[…] Οι κοινοί τόποι εθνικισμού και ρομαντισμού, αρκετοί και κρίσιμοι: έμφαση στο συναίσθημα και την φαντασία, εξιδανίκευση του παρελθόντος, αποθέωση του κράτους, συνειδητή υπαγωγή του ατόμου στην κοινότητα" [2].

Ειλικρινά δεν θα ήθελα να είμαι στην θέση κάποιου τέτοιου αναζητητή και να ενεργώ κατ' ουσίαν ως ένα κομματικό όργανο.
Φυσικά άνθρωποι που μετέχουν πρόθυμα σε κόμματα, όπου ακόμη και η ίδια η πραγματικότητα υποτάσσεται συνειδητά στο κομματικό συμφέρον, δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να παρουσιάσουν μια διαθλασμένη εικόνα της ιστορίας, η οποία εκλαμβάνεται με βάση το εθνικό συμφέρον και μόνο.

Με βάση τα παραπάνω, ας δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Σήμερα, η εθνική θεώρηση της ιστορίας λέει ότι το Βυζάντιο ήταν μία ελληνική αυτοκρατορία (τι αντίφαση να οριοθετείται εθνικά μια αυτοκρατορία που από την φύση της δεν είναι εθνική), αυτό διδάσκεται στα σχολεία και αυτό πιστεύει το 99% των Ελλήνων.
Ακόμη και ένας ερασιτέχνης όμως αν διαβάσει προσεκτικά την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (της Αναταλικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ορθότερα) θα διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ότι τα πράγματα δεν είναι όπως παρουσιάζονται και ότι οι προβολές των σημερινών δεδομένων σε παλαιότερες κοινωνίες παρουσιάζουν εγγενείς αδυναμίες, συχνάκις δε οδηγούν σε κωμικοτραγικές καταστάσεις.
Αυτές τις μέρες διαβάζω τον 7ο τόμο («Βυζαντινός Ελληνισμός, Υστεροβυζαντινοί χρόνοι») της «Ιστορίας των Ελλήνων» των εκδόσεων ΔΟΜΗ [3].
Το κεφάλαιο με τίτλο «Οι ανορθωτικές προσπάθειες της Δυναστείας των Κομνηνών (1081-1185) και η εποχή των σταυροφόρων» το οποίο διαβάζω, έχει συγγράψει ένας νέος και φέρελπις ιστορικός από την Κύπρο, ο Ανθούλλης Δημοσθένους , δρ.Βυζαντινής Ιστορίας Πανεπιστημίου Αιγαίου [4].
Το κεφάλαιο αναφέρεται στην εποχή του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ’ Δούκα (1071-1078).
Λόγω της κινηματογραφικής ταχύτητας με την οποία εναλλάσσονται τα γεγονότα, αλλά και λόγω της τραγελαφικότητας αυτών, θα μου επιτρέψετε να τα περιγράψω με μια δόση χιούμορ- εύχομαι να με συγχωρήσει ο κ.Δημοσθένους:



«Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρίσκεται σε δεινή θέση, έπειτα από την συντριβή στο Ματζικέρτ (1071) από τους Σελτζούκους.
Ο Μιχαήλ για να μπορέσει να αναχαιτίσει τους εχθρούς στηρίχθηκε σε μισθοφόρους, η αφοσίωση των οποίων είχε να κάνει αποκλειστικά με υλικά οφέλη και οικονομικού χαρακτήρα απολαβές.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί Δυτικοί ηγέτες των μισθοφόρων, όπως οι Νορμανδοί Κρισπίνος, Ερβέβιος Φραγκόπουλος και Ρουσέλιος ή Ουρσέλιος, να λειτουργήσουν σαν εκκρεμές ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Τούρκους, ανάλογα με το ποιος τους δελέαζε περισσότερο με αξιώματα, τιμές και κυρίως χρήματα.
Συγκεντρώνει λοιπόν στρατό ο αυτοκράτορας Μιχαήλ και θέτει επικεφαλής του, τον Νορμανδό μισθοφόρο Ρουσέλιο και τον Ισαάκιο Κομνηνό.
Πολύ σύντομα όμως ο Ρουσέλιος αποστατεί και έτσι ο αυτοκράτωρ για να τον αντιμετωπίσει (έχει και τους Σελτζούκους Τούρκους ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει) στέλνει εναντίον του τον Ιωάννη Δούκα, αλλά αυτός αποτυγχάνει και αιχμαλωτίζεται.
Έτσι, ο Ρουσέλιος αποφασίζει να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Στρατοπεδεύει λοιπόν έξω από την Πόλη (στην Χρυσούπολη) όπου πυρπολεί και λεηλατεί τα πάντα, έχοντας πάντα όμηρο-αιχμάλωτο τον Ιωάννη Δούκα.
Τι να κάνει λοιπόν ο αυτοκράτορας που ενώ έστειλε τον μισθοφόρο Νορμανδό Ρουσέλιο να τα βάλει με τους Σελτζούκους, αυτός στράφηκε εναντίον του και απειλεί την ίδια την Πόλη;
Μα… συμμαχεί με τους Σελτζούκους Τούρκους, δηλαδή τον λιγότερο επικίνδυνο εχθρό σε αυτή τη φάση!
Έτσι ο Ρουσέλιος αποκρούεται και υποχωρεί στην Νικομήδεια.
Κατά την υποχώρησή του όμως, τι κάνει ο αθεόφοβος; Αναδεικνύει τον όμηρό του, τον Ιωάννη Δούκα σε αυτοκράτορα του Βυζαντίου, με σκοπό την διάσπαση των υπηκόων της Αυτοκρατορίας!
Ο Μιχαήλ όμως συμμαχεί με τους Τουρκομάνους Αρτακίδες που πετσοκόβουν τον Ρουσέλιο και τον συλλαμβάνουν μαζί με τον όμηρό του, τον Ιωάννη Δούκα.
Οι Τουρκομάνοι όμως έχουν δύο κελεπούρια στα χέρια τους που πρέπει να «πιάνουν» καλά λεφτά.
Οπότε ζητάνε λύτρα και για τους δύο.
Οι βυζαντινοί εξαγοράζουν τον Ιωάννη Δούκα, ενώ τον Ρουσέλιο τον εξαγοράζει … η γυναίκα του (δεν ξέρω αν αυτός θα έκανε το ίδιο γι’αυτήν).
Ο Ιωάννης Δούκας, για να μην χάσει το κεφάλι του για την αποκοτιά του να δεχθεί να γίνει αυτοκράτορας στην θέση του αυτοκράτορα, γίνεται μοναχός και έτσι γλιτώνει (στρίβειν διά του μοναχισμού).
Ο Ρουσέλιος όμως –χάρη στη γυναίκα του- κυκλοφορεί ελεύθερος και είναι δημόσιος κίνδυνος. Τι να κάνει ο αυτοκράτορας, στέλνει τον Νικηφόρο Παλαιολόγο στον Γεώργιο Β’, βασιλιά της Γεωργίας και της Αβασγίας (άρχοντα Αλανίας) που είναι και κουνιάδος του και τον παρακαλεί να δώσει μισθοφόρους στον Νικηφόρο Παλαιολόγο για να αντιμετωπιστεί ο Ρουσέλιος.
Έτσι και γίνεται, όμως επειδή οι μισθοφόροι αλανοί δεν πληρώθηκαν όπως είχε συμφωνηθεί, την έκαναν με ελαφρά και άφησαν τον Νικηφόρο Παλαιολόγο με κάτι λίγους βυζαντινούς να τα βάλουν με κοτζάμ Ρουσέλιο, ο οποίος φυσικά και τους συνέτριψε.
Άντε πάλι από την αρχή.
Ο απηυδυσμένος αυτοκράτορας απευθύνεται αυτή τη φορά στον νεαρό στρατηγό Αλέξιο Κομνηνό.
Αυτός, προσπαθεί να πείσει τους Τουρκομάνους Αρτακίδες (οι οποίοι στο μεταξύ έγιναν συνεργάτες του Ρουσέλιου!) να συμμαχήσουν με τον Αυτοκράτορα.
Έτσι, οι Τουρκομάνοι (αφού πήραν περισσότερα χρήματα και άλλαξαν και πάλι στρατόπεδο) συνέλαβαν τον Ρουσέλιο (επιτέλους τον πιάσαμε τον κερατά) και τον παρέδωσαν χειροπόδαρα στον Αλέξιο Κομνηνό, ο οποίος τον μετέφερε στην Πόλη. Έτσι, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ησύχασε από τον μπελά του Ρουσέλιου που αναστάτωσε όλη την Μικρά Ασία.



Ησύχασε λοιπόν;
Μπα…
Στα Βαλκάνια επαναστάτησαν οι Πετσενέγγοι.
Στέλνει λοιπόν ο Μιχαήλ τον Νέστορα, ο οποίος είχε σλαβική καταγωγή και ως σλάβος θα ήταν οικείος σε αυτά τα σλαβικά φύλα για να τα εξευμενίσει.
Ο συλλογισμός αν και πολιτικά ορθός, δεν λειτούργησε.
Αντίθετα, για άλλη μια φορά, εμφανίστηκε το φαινόμενο του προσεταιρισμού του Βυζαντινού απεσταλμένου από τους εχθρούς.
Ο Νέστορας λοιπόν, στράφηκε εναντίον του πρώην εργοδότη του και με σύμμαχους τα σλαβικά φύλα φτάνει έξω από την Πόλη (καλώς τονε τον λεβέντη).
Όμως η Πόλη γλίτωσε διότι στο αντίπαλο στρατόπεδο εξυφάνθη μια συνωμοσία εναντίον του Νέστορα, που την έκανε για να σωθεί (δεν ξέρεις από πού να πρωτοφυλαχθείς βρε παιδί μου πια).
Και εκεί που πήγαινε ο Μιχαήλ να ηρεμήσει λίγο, να σου και άλλη ανταρσία (μεγάλη γκαντεμιά αυτός ο αυτοκράτορας, δεν ξέρω αν είχε χρόνο και για σεξ…).
Ο Νικηφόρος Γ’ Βοτανειάτης (δούκας των Ανατολικών) κινήθηκε εναντίον της Πόλης [αμάν πια, μέλι έχει αυτή η πόλη; Κάθε τρεις και λίγο να σου και ένας πολιορκητής].

Φτάνει λοιπόν ο Νικηφόρος τον Οκτώβριο του 1077 στην Πόλη και τον Απρίλιο του 1078 την κυριεύει.
Λίγο πριν όμως, αποστατεί και ο Νικηφόρος Βρυέννιος από τα δυτικά και συγκεντρώνει συμμάχους και πλήθος στρατιωτών!
Ο Μιχαήλ τα έχει παίξει τελείως.
Για να αντιμετωπίσει τον σφετεριστή Νικηφόρο Βοτανειάτη στρέφεται –που αλλού;- στους Σελτζούκους Τούρκους!
Για να αντιμετωπίσει όμως τον Βρυέννιο, τον άλλον σφετεριστή, στρέφεται –μαντέψτε που- στον … Ρουσέλιο [τον θυμάστε τον τρελό Νορμανδό μισθοφόρο;].
Ο Ρουσέλιος λοιπόν (αφού πάρει μια καλή προκαταβολή) τσακίζει τον Βρυέννιο. Στο μεταξύ ο Νικηφόρος Βοτανειάτης πλησιάζει τους Σελτζούκους που υποτίθεται ότι έστειλε εναντίον του ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ, και προσεταιρίζεται τον Σελτζούκο Σουλεϊμάν Ιμπν Κουτλουμούς και τις πολύτιμες στρατιωτικές του δυνάμεις.
Έτσι, ο Νικηφόρος Βοτανειάτης κερδίζει το ματς και γίνεται και επίσημα ο νέος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1078) όπου και θα μείνει εκεί για τρία χρόνια.
Ο τέως αυτοκράτωρ Μιχαήλ, κουρασμένος και αποκαμωμένος από όλα αυτά, είπε άει σιχτίρ, αποσύρθηκε και έγινε καλόγερος στην Μονή Στουδίου (όχι παίζουμε!) και αργότερα εξελέγη μητροπολίτης Εφέσου!» [5].



Με βάση τα παραπάνω γεγονότα, βρείτε μου εσείς συνέχεια του ελληνικού έθνους, βρείτε μου ελληνικό πολιτισμό, βρείτε μου αυτοπροσδιορισμούς με βάση τον ελληνισμό, βρείτε μου εθνικές συνειδήσεις, βρείτε μου αποκρυσταλλωμένες και συνειδητοποιημένες εθνικές κοινωνικές συμπεριφορές, βρείτε μου ελληνικό Έθνος, βρείτε μου Ελλάδα μέσα σε αυτό το σαλούν, βρείτε μου προβολές της αρχαίας Αθήνας σε αυτό το μπάχαλο, και εγώ θα γίνω η Μαρία Αντουανέτα!
Ο μόνος αυτοπροσδιορισμός τότε ήταν ένας: το χρήμα.
Όλοι πολεμούσαν για όποιον τους πλήρωνε καλύτερα και την κυρία εθνική συνείδηση ούτε που την είχανε ακούσει.
Αυτοκράτορες και πατριάρχες ανεβοκατέβαιναν στην εξουσία μέσα από κλίκες και δολοπλοκίες και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η εξουσία και το χρήμα.
Τα ιδανικά του σήμερα απλώς τότε δεν υπήρχαν (και ως μέσο παρακίνησης για την μάζα εχρησιμοποιείτο η θρησκεία όταν ο εχθρός ήταν αλλόθρησκος ή η πίστη στον αυτοκράτορα όταν ο εχθρός ήταν ομόδοξος-ξέρετε, ο λαός αν έχει ιδανικά πεθαίνει πιο πρόθυμα και σκοτώνει χωρίς τύψεις) και οι προσπάθειες της εθνικιστικής διανόησης να προσδώσει εθνική συνείδηση σε κοινωνίες που ο ένας έσφαζε τον άλλον για … μια χούφτα δολάρια, εκτός από ανιστόρητες, είναι –απ’ ότι είδατε με βάση τα γεγονότα που περιέγραψα- αστείες και τραγελαφικές.
Τα προεκτεθέντα ιστορικά γεγονότα θυμίζουν φρενήρεις σκηνές από το underground του Κουστουρίτσα υπό τους ήχους του Bregovic και σε καμία περίπτωση τις εθνοπατριωτικές κορώνες που ακούγονται στις παρελάσεις.
Φυσικά ιστορίες (για αγρίους) σαν κι αυτή που διαβάσατε υπάρχουν εκατοντάδες στο Βυζάντιο και όχι μόνο και αποδεικνύουν την απλοϊκότητα και την αντιεπιστημονικότητα του εθνικιστικού λόγου.