Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Η ωραία κοιμωμένη



Εθναφύπνιση: H ωραία κοιμωμένη [1]

Το 1770 έλαβε χώρα μια εξέγερση στην Πελοπόννησο κυρίως, υπό την υποκίνηση της Ρωσίας, η οποία ονομάστηκε Ορλωφικά [2] .
Το κύριο αίτημα των εξεγερθέντων χριστιανών ήταν η αντικατάσταση του σουλτάνου ως αφέντη τους με την αυτοκράτειρα της Ρωσίας, Αικατερίνης Β’ και όχι η εθνική ανεξαρτησία τους.
Αυτά πίστευαν τότε οι εξεγερθέντες, αυτά πίστευαν και οι κάτοικοι του ελληνικού κράτους μέχρι το 1869.
Το 1869 ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας έγραψε για τις προσδοκίες απελευθέρωσης στη μακρά διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, εντάσσοντας τα Ορλωφικά στις «επαναστάσεις του έθνους για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού» από την επομένη της Άλωσης μέχρι το 1821 [3].
Από το 1869 λοιπόν, όλες οι τοπικές εξεγέρσεις των χριστιανών ρωμιών κατά την διάρκεια της οθωμανοκρατίας επανεξετάστηκαν και επαναπροσδιορίστηκαν αναδρομικά με τα κριτήρια της εθνικιστικής ιστοριογραφίας και θεωρήθηκαν ως οι εξεγέρσεις ενός συνειδητοποιημένου ελληνικού έθνους, το οποίο ως στόχο από την επομένη της Άλωσης έως και την Επανάσταση είχε την εθνική ανεξαρτησία.
Αυτή η θεώρηση επιβιώνει και σήμερα στον μέσο Έλληνα, αλλά όχι για τους ιστορικούς και την επιστημονική κοινότητα γενικά η οποία ψάχνοντας στις ίδιες ιστορικές πηγές που έψαξαν οι από- και μετά τον Σάθα ιστορικοί, είδε ότι τα συμπεράσματα σύμφωνα με την αντικειμενική θεώρηση αυτών των πηγών ήταν τελείως διαφορετικά με αυτά της εθνικής ιστοριογραφίας της προαναφερθείσης εποχής.
Μία από τις επιστημονικότερες και εμβριθέστερες μελέτες περί των Ορλωφικών είναι αυτή του Νίκου Β.Ροτζώκου, καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας της Ελλάδας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης [4] με τίτλο «Εθναφύπνιση και εθνογένεση, Ορλωφικά και ελληνική ιστοριογραφία», εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007 [5].


Η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β' της Ρωσίας (1729-1796)

Ένα καταπληκτικό βιβλίο, το οποίο αποτελεί απαραίτητο ανάγνωσμα για την διαλεύκανση της εξέγερσης των Ορλωφικών.
Ο κ.Ροτζώκος, στα προλεγόμενα του βιβλίου, γράφει και ξεκαθαρίζει εξαρχής κάτι που με καλύπτει απόλυτα και αποτελεί και από εμένα απάντηση σε όσους νομίζουν ότι αυτό εδώ το blog αποτελεί βήμα ανθελληνικής προπαγάνδας, (εξ)υπηρετεί υποχθόνιους σκοπούς, είναι όργανο της Νέας Τάξης, εξωθεί στον …αφελληνισμό του έθνους και άλλα τέτοια χαριτωμένα που έχω κατά καιρούς ακούσει:
«Δεν είναι στις προθέσεις μου να απαξιώσω την εθνική ιστοριογραφία επειδή προέβαλλε στο παρελθόν τις αρχές του εθνικισμού, επειδή δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να αντιληφθεί αυτό που, σε μεγάλο βαθμό, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ή, τέλος πάντων, να συζητήσουμε σήμερα:
ότι το ιδεώδες της εθνικής ανεξαρτησίας δεν αποτελεί πάγιο και διαχρονικό πολιτικό όραμα, αλλά ιστορικά προσδιορισμένο ιδεολογικό και πολιτικό φαινόμενο της νεωτερικότητας- και ότι το έθνος ως υπέρτατη και αποκλειστική μορφή συλλογικής ταυτότητας και πηγή πολιτικής νομιμοφροσύνης αποτελεί φαινόμενο της ίδιας ιστορικής διάρκειας.
Θα ήταν τουλάχιστον ανιστόρητο το επιχείρημα απαξίωσης της εθνικής ιστοριογραφίας , αφού υπήρξε κι η ίδια φορέας, και παράγωγο ταυτόχρονα, των ιδεών του εθνικισμού κα της κατίσχυσής τους στον σύγχρονο κόσμο.
Πρόθεσή μου είναι, με βάση τα διανοητικά εργαλεία και μελετήματα της δικής μου εποχής, και συνεπώς με τη συνείδησης της ιστορικότητας και του δικού μου εγχειρήματος, να δείξω πως παρήχθη ιστορικά η εθνοκεντρική ανάγνωση της προσδοκίας του Ρώσου ελευθερωτή και των Ορλωφικών, πως δηλαδή τα γεγονότα και οι σημασίες τους αποσπάστηκαν από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα για να καταστούν μέρος ενός εθνικού αφηγήματος.
Η κριτική προσέγγιση της εθνικής ιστοριογραφίας έχει λοιπόν να κάνει με την ανάδειξη της ιστορικότητάς της και όχι με την καταγγελία του εθνοκεντρισμού της. [6]

Υπό την κυριαρχία της Εθνικής Ιδέας, το ιδανικό της ελευθερίας (της εθνικής ελευθερίας), για το οποίο είχαν πολεμήσει οι άνθρωποι του Εικοσιένα, παρουσιάζεται ότι ενέπνεε ανέκαθεν τους ίδιους αλλά και τους προγόνους τους, από τους πιο κοντινούς μέχρι τους πλέον μακρινούς- το ίδιο πάντοτε όραμα φερόταν να έχει καθοδηγήσει την δράση όλων [7].
Αυτό που κάνει η εθνικιστική ιδεολογία είναι να πλάθει νοερά το σημερινό έθνος σαν κάτι που διατρέχει και ορίζει ολόκληρη την ιστορία.
Φαντάζεται δηλαδή την εθνική κοινότητα του παρόντος σαν μια οντότητα ουσιαστικά αναλλοίωτη στον χρόνο, δίχως ορατή αρχή και τέλος, σαν κάτι το οποίο υπήρχε ανέκαθεν στη μορφή που παρουσιάζεται στις σημερινές συνθήκες.
Έτσι όμως και η τωρινή συνείδηση των μελών ενός έθνους προβάλλεται επίσης αναδρομικά ως μια κατ’ ουσίαν αμετάλλακατη ποιότητα- ωσάν δηλαδή οι πρόγονοι που ένα έθνος διεκδικεί σήμερα να πίστευαν κι οι ίδιοι ότι ανήκαν σε αυτό, αποδίδοντάς του την ίδια με την σημερινή σημασία, την ίδια αξία, τις ίδιες προεκτάσεις.
Αλλιώς πoιο νόημα έχει η σύντονη προσπάθεια κάθε εθνικιστικής ιδεολογίας να αποδείξει ότι οι πρόγονοι τους οποίους διεκδικεί είχαν συμπεριφερθεί ως homines nationalis στον καιρό τους; [8].
Από τα απομνημονεύματα του Αγώνα [9] μέχρι τις ιστοριογραφικές συνθέσεις του 19ου αιώνα, αλλά και συνολικά σε όλη την εθνική ιστοριογραφία, εξιστορείται η διαρκής και καθολική αντίσταση του έθνους στον κατακτητή.
Οι θεσμοί, οι θέσεις και οι ρόλοι των ραγιάδων στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας παρουσιάζονται συλλήβδην ως εκδηλώσεις εθνικών φρονημάτων, αξιών και προσανατολισμών.
Σε κάθε μορφή κοινωνικής και πολιτικής ζωής αποδίδεται εθνική σημασία: στους θεσμούς και τα αξιώματα της κοινοτικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, στην κάθε είδους ένοπλη δραστηριότητα, στο ρόλο της εκκλησίας και γενικότερα της ορθοδοξίας, στην ανυπακοή αλλά και στη νομιμοφροσύνη προς την οθωμανική εξουσία, στα κατά καιρούς αποσχιστικά σχέδια που συνδέονταν με ξένες δυνάμεις, στους θρησκευτικούς μύθους περί της επικείμενης «ημέρας της κρίσης» και της «ανάστασης του γένους».
Οι ιδέες, οι δοξασίες και οι πράξεις των Ρωμιών στο παρελθόν, από τις πλέον καθιερωμένες πρακτικές ενσωμάτωσης στο οθωμανικό σύστημα μέχρι τη μερική ή συνολική εναντίωση προς αυτό, κατέληξαν να παρουσιάζονται, παρατακτικά, ως στιγμές της διαρκούς εθνικής αντίστασης, ως ένας αδιάλειπτος αγώνας για τη διαφύλαξη της εθνικής υπόστασης, με απώτερο βέβαια στόχο την απελευθέρωση από τον «τουρκικό ζυγό» [10].
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, ο ιστοριογραφικός λόγος, δεσμευμένος με τις αρχές βάσει των οποίων είχε συγκροτηθεί το εθνικό κίνημα, προβλήθηκε συνολικά και αδιακρίτως στον κόσμο του παρελθόντος, κι έτσι τον χρωμάτισε, τον αφομοίωσε, τον εθνικοποίησε κατά τρόπο ώστε το ιστορικό παρελθόν να προσλαμβάνεται αποκλειστικά και μόνον ως εθνικό παρελθόν [11].
Η διαδρομή την οποία φερόταν να ακολουθεί η ιστορία παρουσιαζόταν ως προδιαγεγραμμένη:
το παρελθόν αναπλάστηκε με τρόπο που να προαναγγέλει το εθνικό παρόν.
Και αντιστρόφως, το εθνικό παρόν νοούνταν ως η ολοκλήρωση μιας ένσκοπης διαδρομής, σε κάθε «φάση» της οποίας προετοιμάζονταν και εξαγγέλλονταν οι μεταγενέστερες εξελίξεις.
Σε τελική ανάλυση, η σύγχρονη εθνική πραγματικότητα παρουσιάστηκε ως η περίπου αναπόδραστη φυσικοϊστορική απόληξη μιας συνεχούς και εξελικτικής διαδικασίας εθνικής ολοκλήρωσης [12].
Έτσι, εξεγέρσεις τοπικού χαρακτήρα και κινήσεις ανυπακοής προς την οθωμανική διοίκηση αντιμετωπίζονται από την εθνική ιστοριογραφία ως οι αγώνες ενός υπόδουλου έθνους, το οποίο από την επομένη της Άλωσης και μέχρι την απελευθέρωσή του είχε ως μόνο σκοπό την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Οι προσλήψεις, τα βιώματα και οι εικόνες της Κατοχής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τους σύγχρονους έλληνες οδηγούν σε παρόμοιους συνειρμούς: θεωρούν τα 400 χρόνια της τουρκοκρατίας κάτι σαν την Κατοχή της Ελλάδος από τους Γερμανούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επίσης, η ελληνική εθνική ιστοριογραφία αντιμετωπίζει την κατάσταση στην οποία ζούσε το γένος υπό την οθωμανική κυριαρχία ως «αιχμαλωσία».
Αυτή η εικόνα της «αιχμαλωσίας» αντλεί βεβαίως από την χριστιανική, την ιουδαϊκή, καθώς επίσης και την αρχαιοελληνική παράδοση.
Σύμφωνα με προφητείες ευρύτατα διαδεδομένες, ιδίως μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, οι Ρώσοι ήταν το περίφημο «ξανθό γένος», το θεϊκά σταλμένο με σκοπό την άρση της οθωμανικής κυριαρχίας και την ανασύσταση χριστιανικού βασιλείου στο πρότυπο του βυζαντίου.

Ευγένιος Βούλγαρης

Τι γραφόταν όμως κατά την περίοδο των γεγονότων;

1) Στο «Ικετηρία του Γένους των Γραικών προς πάσαν την χριστιανικήν Ευρώπην» που κατά πάσα πιθανότητα συνέγραψε ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο συγγραφέας ορίζει τους υπόδουλους ως «Χριστιανούς Γραικούς»: «Περιττόν και ανωφελές ουδέν ήττον, το να θελήση τινάς να περιγράψη το εις όλην την Ευρώπη γνωριμώτατον : δηλαδή την αθλία κατάστασιν απάντων των Χριστιανών Γραικών…» [13]
2) Ο λόγιος μοναχός Καισάριος Δαπόντες, μετά την καταστολή της εξέγερσης αναφέρει:
"… Τούτων ούτως εχόντων λοιπόν, δεν θέλουν βασιλεύσει πλέον εις την Πόλιν, ούτε Ρωμαίοι, ούτε Ρούσσοι, έως της συντελείας. Ας μας ελεήση δ’ ο πολυέλεος θεός, και ας μας δώση την βασιλείαν του την ουράνιον, και ας λείψη αυτή η επίγειος" [14].
3) Την ίδια αντίληψη με τον Δαπόντε μοιραζόταν κι ένας άλλος εκκλησιαστικός λόγιος της εποχής, ο Αθανάσιος Υψηλάντης Κομνηνός, που κι αυτός είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στους Ρώσους ελευθερωτές:
"Πρόδηλον ουν ότι δια τας αμαρτίας μας παρεχώρησεν ο θεός και δεν έγινε το δια χρησμών βεβαιωμένον, εις καιρόν οπού έπρεπε να γένη, προκρίνας καλήτερον να ματαιωθούν οι χρησμοί και αυτών των αγίων ανδρών, παρά να βασιλεύσουν οι, βασιλείας όχι, αλλά και αυτής της ζωής, τη αληθεία ανάξιοι, μάλιστα δια το αμετανόητον των εις τον καιρόν της βασιλείας κακοηθειών τους […]
Αν λοιπόν εις καιρόν διωρισμένον από τους χρησμούς, και μετά τοσαύτας και τηλικαύτας νίκας των Μοσχόβων κατά των Οθωμανών και εις τοιαύτην ευκαιρίαν, δεν ηλευθερώθημεν οι Ρωμαίοι, δύσκολον πολλά το να γένη εις το εξής η ανάστασις της ρωμαϊκής βασιλείας…" [15].
4) Ο Ιωάννης Πρίγκος γράφει μετά την απογοήτευση των Ορλωφικών:
«Μεγαλοδύναμε Θεέ λυτρωτά!
Γίνου έλεος, πάψε τον θυμόν σου, πέμψον άλλον λυτρωτή ως ποτέ τον Μωυσή για να ελευθερώση την άμοιρη Ελλάδα από τον τύραννο Τούρκο. […]
Κάμε άλλον έναν Πέτρο δια εμάς ως εκείνον της Ρουσίας, όπου από Εσού και διά Εσού τα πάντα διέπονται και κυβερνούνται» [16].
5) Ο Αθανάσιος Ψαλίδας, στα 1791, ανέφερε απευθυνόμενος στην Αυτοκράτειρας της Ρωσίας Αικατερίνη Β’:
«Ταις Σαις ουν ακτίσι και η Ελλάς η το πάλαι μεν ένδοξος τε και ευδαίμων διά την Αθηνάν και Άρην, νυν δε άδοξος και δυστυχής διά τον των βαρβάρων θλίβοντα και επιβαρύνοντα ζυγόν, ψυχρά ούσα, θερμαίνεσθαι ήρξατο και τας χείρας εκτείνειν και τω νω ως παρούσαν οράν Σε την αυτής αντιλαμβανομένην και υπερασπιζομένην και του δεινού ζυγού λυτρωσομένην και δέσποιναν αυτής εσομένην»[17].

Κυπαρισσία, 1770

Ο Ν.Ροτζώκος γράφει σχετικά με τα παραπάνω:

«Σύμφωνα με τις αρχές του ελληνικού εθνικισμού, οι ιδέες και οι οραματισμοί ανθρώπων του 18ου αιώνα, όπως ήταν ο Καισάριος Δαπόντες, ο Ιωάννης Πρίγκος, και ο Αθανάσιος Υψηλάντης Κομνηνός, φαντάζουν «αφελείς» και «ανώριμοι» - είδαμε ότι χαρακτηρίστηκαν από τους Έλληνες ιστορικούς θρησκευτικές προκαταλήψεις («δεισιδαιμονίες»).
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική εθνική ιστοριογραφία διάβασε αναδρομικά το παρελθόν βάσει των αρχών του εθνικισμού.
Οι άνθρωποι όμως του ύστερου 18ου αιώνα που εξετάζουμε εδώ, οι οποίοι δεν ανήκαν στην εποχή του εθνικισμού και δεν συμμερίζονταν τις αρχές του, οι φορείς δηλαδή και οι εκφραστές της παραδοσιακής εσχατολογίας, είχαν ταυτίσει τη μοίρα του γένους με τους Ρώσους.
Όπως είδαμε, σε όλες τις αφηγήσεις του Ρωσο-Οθωμανικού Πολέμου και των προσδοκιών για ρωσική επέμβαση, κεντρικός πρωταγωνιστής και φορέας της απελευθέρωσης είναι πάντοτε ένας «άλλος» ελευθερωτής:
είτε είναι η Πρόνοια και η θεόπεμπτη ομόδοξη δύναμη, είτε είναι ο «φωτισμένος» ηγεμόνας ελευθερωτής με το αναμορφωτικό και εκπολιτιστικό του έργο.
Το «έθνος των Ελλήνων» της εποχής των Ορλωφικών δεξιωνόταν τις επιδράσεις του δυτικού/σύγχρονου κόσμου και συνιστούσε έτσι μέρος του κόσμου αυτού, αλλά δεν μπορεί να συνδεθεί ή και να ταυτιστεί με το σύγχρονο πολιτικό έθνος της εθνικής ιδεολογίας, καθώς δεν αντιλαμβάνονταν τον εαυτό του ως πολιτικό υποκείμενο, δηλαδή ως τον κατεξοχήν φορέα της δικής του απελευθέρωσης»[18]
Ας πάμε όμως και στα δύο σημαντικότερα κείμενα της εποχής:
Α) Τον Απρίλιο του 1770, κι ενώ η εξέγερση στην Πελοπόννησο ήταν σε κρίσιμη καμπή μετά την ήττα στην Τριπολιτσά, ο Αλέξιος Ορλώφ, ως «πληρεξούσιος» της Αικατερίνης, συνέταξε στο Ναυαρίνο προκήρυξη, την οποία απηύθυνε προς «όλους κοινώς τους ορθοδόξους χριστιανούς Ρωμαίους όπου ευρίσκονται υποκάτω εις την τυραννίαν των Τούρκων».
Με την προκήρυξη αυτή τους καλούσε να συνεχίσουν τον αγώνα στο όνομα της πίστης της πατρίδας και της ελευθερίας τους. Η προκήρυξη μοιράστηκε στις επαρχίες της Πελοποννήσου, με σκοπό να εμψυχωθούν και να κινητοποιηθούν οι πληθυσμοί και οι ηγεσίες τους μετά την ήττα στην Τριπολιτσά [19].
Ο Ορλώφ υπόσχεται ότι ο σκοπός της Αικατερίνης είναι να τους ελευθερώσει και να τους «ευτυχήση» αναλαμβάνοντάς τους υπό την «προστασίαν» της:
«Τώρα δε οπού έφτασα εις τον Μορέαν φανερώνω εις όλον το γένος των Ρωμαίων, ότι δεν θέλω λείψη να βάλω εις πράξιν από μέρους μου κάθε μέσον, μη ψηφώντας κινδύνους δια να τους ελευθερώσω.
Και τους τάζω από το μέρος της ευσεβέστατης βασίλισσάς μας, πως δεν θέλει τους αφήση ποτέ από την σκέπην και προστασίαν της, αλλά να υπερμαχήση ότι μονάχα να τους ξεσκλαβώση, αλλά και να τους ευτυχήση.
Προσκαλώ λοιπόν όλους τους ομοπίστους μου Ρωμαίους να συντρέξωσιν και να συνεργήσωσιν αντάμα με τα στρατεύματα τα ιδικά μας με ζήλον και προθυμίαν δια την πίστιν, πατρίδα, ελευθερίαν και ευτυχίαν τους».
Β) Ένα άλλο, επίσης πολύ γνωστό κείμενο, το οποίο κυκλοφόρησε την εποχή εκείνη (αρχές του 1769) σε όλη τη Βαλκανική και στις ιταλικές πόλεις, απ’ όπου οι Ρώσοι αξιωματούχοι προετοίμαζαν τις εξεγέρσεις στα οθωμανικά εδάφη, ήταν η Διακήρυξη της Αικατερίνης, με αποδέκτη αυτή τη φορά συνολικά «τους χριστιανούς της Τουρκίας» και, πιο συγκεκριμένα, «απάσας τα Ελληνικάς και Σλαυικάς εθνότητας τας πρεσβεύουσας το ορθόδοξον δόγμα και κατοικούσας εν τε τη Χερσονήσω και ταις νήσοις του Αρχιπελάγους» [20]
Η Αικατερίνη απευθύνει δραματική έκκληση προς τους ομοδόξους της να εξεγερθούν, υποσχόμενη τη «σωτηρία» τους, καθώς επίσης και τη μέλλουσα «ευτυχία» τους υπό την δική της «αιγίδα» και «προστασία»:
«Η μεγίστη ευχαρίστησις ημών έσται να ιδώμεν τας χριστιανικάς επαρχίας απολελυτρωμένας της αφορήτου δουλείας και τας εθνότητας υπό την αιγίδα ημών ακολουθούσας τα ίχνη των προγόνων αυτών, δι’ ο και εν τω μέλλοντι δεν θέλομεν αρνηθή παρέχοντες αυταίς πάντα τα μέσα, χορηγούντες αυταίς την ημετέραν προστασίαν και συμπάθειαν….»
Όσον αφορά το πώς έβλεπαν οι Ρώσοι τους μετέπειτα έλληνες, γράφει ο Ν.Ροτζώκος [21]:
«Για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι Ρώσοι τους Ρωμιούς, θα πρέπει να δούμε πως τους αποκαλούσαν, πως δηλαδή απευθύνονταν σε αυτούς. […]
Όπως προαναφέρθηκε, η προκήρυξη του Ορλώφ συντάχτηκε στο Ναυαρίνο τον Απρίλιο του 1770 και μοιράστηκε στους Πελοποννησίους με σκοπό να τους εμψυχώσει και να τους κινητοποιήσει.
Την ίδια εποχή, ο Ρώσος αξιωματούχος, απογοητευμένος από την εξέλιξη του πολέμου στην Πελοπόννησο, σε επιστολή του προς την Αικατερίνη έκανε λόγο για τη «δειλία των τε Ελλήνων και Μανιατών» [22].
Υπάρχουν όμως κι άλλες προσφωνήσεις για τους Ρωμιούς και γενικότερα για τους χριστιανούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τους οποίους οι Ρώσοι επίσης προέτρεπαν να ξεσηκωθούν.
Το 1765, ο απεσταλμένος των Ρώσων στην Πελοπόννησο, Εμμανουήλ Σάρρος, έκανε λόγο για το «Σπαρτιατικόν Έθνος» το «πρεσβεύον το χριστιανικό δόγμα» εννοώντας τους Μανιάτες [23].
Σε άλλο έγγραφό της, η Αικατερίνη αναφερόταν στις «Σλαυικές», «Αλβανικές» και «Ελληνικές Εθνότητες», με τις οποίες δηλώνονταν όλοι κοινώς οι ορθόδοξοι λαοί [24].
Γίνεται φανερό από τα προαναφερθέντα ότι το «ορθόδοξο δόγμα» είναι το ενοποιητικό στοιχείο όλων αυτών των «εθνοτήτων», τόσο μεταξύ τους όσο και με τους Ρώσους.
Μια τέτοια χρήση των όρων «έθνος» και «εθνότητα» από τους Ρώσους προκαλεί εντύπωση σε μας σήμερα.
Μας φαίνεται εννοιολογικά ασαφής ή και λανθασμένη.
Αυτό συμβαίνει διότι ζούμε μέσα σε αποκρυσταλλωμένες από καιρό ταξινομήσεις και πολιτικές ρυθμίσεις που έχουν διαμορφωθεί σύμφωνα με την εθνική ιδεολογία.
Και συμμεριζόμαστε τις εν λόγω ταξινομήσεις και ρυθμίσεις, διότι αποτελούν τις βασικές παραδοχές του δικού μας πολιτικού σύμπαντος, στο οποίο το έθνος αποτελεί το κεντρικό πολιτικό υποκείμενο στην ιστορία και την υπέρτατη και ενιαία μορφή ατομικής και συλλογικής ταυτότητας και οργάνωσης του κράτους.
Όταν λοιπόν αυτή η αντίληψη περί έθνους προβάλλεται αναδρομικά και αδιακρίτως στο παρελθόν, τότε θεωρείται αυτονόητο ότι οι Ρώσοι καλούσαν σε ξεσηκωμό ενιαία εθνικά πολιτικά υποκείμενα που διεκδικούσαν το δικαίωμά τους στην πολιτική αυτοδιάθεση ή αντιστρόφως, ότι οι Ρωμιοί προσδοκούσαν ως εθνικά υποκείμενα τη συνδρομή των Ρώσων.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτά τα κριτήρια, φαίνονται «αφύσικοι» , εννοιολογικά ασαφείς ή ακόμη και λανθασμένοι οι διαχωρισμοί των Ρώσων σε «Ελληνικόν» και «Σπαρτιατικόν έθνος», σε «Έλληνες» και «Μανιάτες», καθώς επίσης και η χρήση του πληθυντικού αριθμού για να ονοματιστούν οιονεί ενιαία και ομοιογενή εθνικά υποκείμενα («Ελληνικές και Σλαυικές Εθνότητες»).
Στο λόγο των Ρώσων, όμως, τα σημαίνοντα «έθνος» και «εθνότητα» δεν παραπέμπουν στα σημαινόμενα τα οποία επρόκειτο να τους προσδώσει αργότερα η Εθνική Ιδέα (και η ελληνική ιστοριογραφία).
Οι χρήσεις των όρων αυτών δεν είχαν την εποχή που μελετάμε την εννοιολογική αυστηρότητα και σαφήνεια που θα τους προσέδιδε αργότερα η Εθνική Ιδέα, διότι για τους ανθρώπους της εποχής δεν είχαν την ιδεολογική και πολιτική σημασία που θα αποκτούσαν χάρη στη μεταγενέστερη αυτή πολιτική ιδεολογία.
Οι Ρώσοι έκαναν λόγο για «ελληνικές εθνότητες» (στον πληθυντικό αριθμό) διότι αναγνώριζαν πολλές και συνεπώς διακριτές επιμέρους κοινότητες με βασικά κριτήρια αναφοράς τον τόπο καταγωγής ή την ιστορία τους και όχι τις ενοποιητικές αρχές της εθνικής ιδεολογίας.
Στη ρωσική αυτοκρατορική αντίληψη, το πρώτιστο (αν όχι μόνο) ταυτοποιητικό στοιχείο όλων αυτών των πληθυσμών, το στοιχείο δηλαδή που υπερέβαινε τις επιμέρους εντάξεις (τόπος, ιστορία, καταγωγή) ήταν το «ορθόδοξον δόγμα» που πρέσβευαν από κοινού.
Το «ομόθρησκον» συνέδεε άλλωστε τους ραγιάδες μεταξύ τους και, ταυτοχρόνως, όλους μαζί με τον Ρώσο ηγεμόνα-ελευθερωτή σε ένα κοινό σχέδιο δράσης, εν όψει της δημιουργίας μιας νέας μορφής πολιτικής ρύθμισης και συμβίωσης.
Με άλλα λόγια, ο «φωτισμένος» και «φιλεύσπλαχνος» ορθόδοξος ηγεμόνας παρουσιαζόταν και αναμενόταν ως ελευθερωτής, υπό την έννοια ότι αυτός αποτελούσε την υπέρτατη πηγή πολιτικής νομιμοφροσύνης, και όχι οι ασυστηματοποίητες ακόμη ιδέες περί έθνους- οι οποίες, μόνον αφότου θα αποκρυσταλλώνονταν λίγο αργότερα στο πλαίσιο της εθνικής ιδεολογίας, έμελλε να οδηγήσουν στην συγκρότηση νέων (και πλέον ατόφια εθνικών) μορφών πολιτικής νομιμοφροσύνης.
Αλλά ούτε οι Ρωμιοί αναγνώριζαν τον ευατό τους σε αυτήν την υπέρτατη και ενιαία μορφή συλλογικής ταυτότητας που έμελλε να είναι το έθνος της εθνικής ιδεολογίας, ούτε οι προσδοκίες εναρμονίζονταν με το πολιτικό πρόταγμα της εθνικής ανεξαρτησίας.
Κεντρικό σημείο αναφοράς των προσδοκιών τους ήταν ο «φωτισμένος», «δίκαιος» και «φιλεύσπλαχνος» χριστιανός ηγεμόνας-ελευθερωτής, ο οποίος αναμενόταν στη θέση του «άδικου», «άσπλαχνου», και «τύραννου» κατακτητή.
Δεν αντιλαμβάνονταν δηλαδή την ελευθερία με τους όρους της εθνικής επανάστασης αλλά με την έννοια της αποκατάστασης της σχέσης ανάμεσα στον ηγεμόνα και τους υπηκόους του.
Η «πατρίδα» στις ρωσικές εκκλήσεις ορίζεται με δύο τρόπους: και με την στενή της έννοια, δηλαδή ως ο τόπος της βιωματικής εμπειρίας, αλλά και ευρύτερα, ως αφηρημένη έννοια, δηλαδή ως ιστορική και πολιτισμική οντότητα.
Σε καμία περίπτωση πάντως η έννοια της «πατρίδας» στις ρωσικές εκκλήσεις δεν ταυτίζεται με την έννοια του εθνικού χώρου, δηλαδή με την ενιαία και αποκλειστική εθνική-εδαφική κυριαρχία, όπως αντιλαμβάνεται η εθνική ιδεολογία την πατρίδα του μοντέρνου έθνους».
Ο Νικόλαος Γλυκύς, σημαντικός τυπογράφος στη Βενετία, μεταφραστής και εκδότης της περίφημης Nakaz (Εισήγηση) της Αικατερίνης, γράφει στα 1767:
«Με την ανάγνωσιν τούτου, οι ομογενείς μου πρώτον θέλουσι καρποφορηθεί εις την αρετήν, και δεύτερον θέλουσι λάβει ευφροσύνην και παρηγορίαν των θλίψεών των, βλέποντες το ηγαπημένον μας και ομόπιστον Γένος να ευρίσκεται εις ευαδαιμονίαν και καλήν πολιτικήν κυβέρνησιν, λαμβάνοντας εκ θείας προνοίας δια Μονάρχισσαν μίαν φιλόσοφον και φιλάνθρωπον Νομοθέτριαν, οπού αι αρεταί και μεγάλα της κατορθώματα περιβόητον εις άπασαν την Ευρώπην την έκαμαν.
Βέβαια τώρα θέλει πληρωθή η μεγάλη επιθυμία, ως σοφέ Πλάτων, και η αγαπημένη πατρίς σου η Ελλάς να φθάση εις το άκρον της ανθρωπίνης ευδαιμονίας, αν αι θερμαί δεήσεις του Ταλαιπώρου σου γένους οπού μετά δακρύων, ημέραν και νύκταν προς τον Ύψιστον θέλει εξακουσθώσι διά να κυβερνηθεί και αυτό με τους ίδιους νόμους αυτής της φιλοσόφου Αυτοκρατορίσσης, και να ευρίσκεται υπό την σκέπην, και προστασίαν της»
[25].
Αντί επιλόγου, παραθέτω ένα απόσπασμα από τον Franco Venturi, σχετικά με την αποτίμηση των γεγονότων των Ορλωφικών:
"Πουθενά τα γεγονότα αυτά δεν οδήγησαν σε ανατροπές των θεμελίων της κοινωνίας ή του κράτους, ούτε στην δημιουργία νέων θεσμών με διάρκεια.
Αλλά ούτε και συνέβησαν χωρίς να αφήσουν πίσω τους σημαντικά ίχνη.
Αποκάλυψαν υπόγειες δυσαρέσκειες, εκρηκτικές προσδοκίες, ελπίδες ασυμβίβαστες με την παραδοσιακή τάξη πραγμάτων κααι μια απρόσμενη αγωνιστική θέληση ενάντια σε παλιές και νέες μορφές καταπίεσης" [26].