| Θετικισμός και Δίκαιο | |
| Του Στέφανου ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ H μελέτη του Ανδρέα Τάκη είναι η πρώτη, στη χώρα μας, μονογραφία με θέμα τον νομικό θετικισμό. Για να κατανοήσουμε τη σημασία του όρου, ο οποίος προσδιορίζει και το συστηματικώς διερευνώμενο πρόβλημα σε αυτό το βιβλίο, θα χρειαστεί να ακολουθήσουμε το ερώτημα που εξ αρχής μας θέτει ο συγγραφέας: Δεδομένου ότι ο νόμος απαιτεί να επιδεικνύουμε ορισμένη συμπεριφορά, τι είναι αυτό που δημιουργεί στο νομοθέτη την προσδοκία ότι θα συμμορφωθούμε προς τα δικαϊκώς επιτασσόμενα; Υπάρχει κάτι πέραν του νομικού κολασμού και της σύμφυσης δικαίου και ευχέρειας εξαναγκασμού, που θα μπορούσε να εξηγήσει, να δικαιολογήσει και, κυρίως, να διασφαλίσει τη συμμόρφωση; Αυτά τα ερωτήματα μας βοηθούν να καταλάβουμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του νομικού θετικισμού, όπως την εναντίωσή του στην παράδοση του φυσικού δικαίου και την πρόταξη, αντί αυτής, της θετικότητας του δικαίου, τη θέση του ως προς τη σχέση δικαίου και ηθικής, αλλά και με την πολιτική, και τις ωφελιμιστικές του καταβολές. Ωστόσο, τα ανωτέρω γνωρίσματα δεν επιτρέπουν να θεωρήσουμε ότι ο νομικός θετικισμός, οι ρίζες του οποίου ευρίσκονται στη σκέψη του φιλοσόφου του δικαίου John Austin, αλλά και του ωφελιμιστή φιλοσόφου Jeremy Bentham, αποτελεί ενιαίο φιλοσοφικό ρεύμα, παρόλη τη δεσπόζουσα θέση του στο χώρο της φιλοσοφίας του δικαίου και παρά την επιρροή που άσκησε στην ηθική και πολιτική φιλοσοφία. Για να κατανοήσουμε καλύτερα όμως το νομικό θετικισμό, θα πρέπει, στηριζόμενοι σε αυτή την τελευταία αναφορά ως προς τη σχέση δικαίου και ηθικής, να θέσουμε το ακόλουθο ερώτημα: Υπάρχει αναγκαίος εννοιολογικός -ή και άλλης υφής- σύνδεσμος ανάμεσα στο δίκαιο και την ηθική; Αν αυτό το ερώτημα τύχει αρνητικής απάντησης, τότε κατανοούμε την πλέον βασική θέση του νομικού θετικισμού, ο οποίος, στην παραδοσιακή έκφρασή του, υπολαμβάνει ως αναγκαίο όχι το σύνδεσμο δικαίου και ηθικής, αλλά τον πλήρη και ριζικό χωρισμό τους. Ο συγγραφέας, αφού αναλύσει -με συστηματικό και εμβριθή τρόπο- τη διαμόρφωση αυτής της βασικής θέσης, σύμφωνα με την καθοριστική επίδραση της φιλοσοφίας του Austin αλλά και του Bentham, προχωρεί στην πραγμάτευση του αναλυτικού νομικού θετικισμού του H.L.A. Hart. Το θεμελιώδες έργο του τελευταίου, |The Concept of Law|, στηρίζεται στην παραδοχή περί την αναγκαία διάκριση δικαίου και ηθικής, προκρίνει ως εξόχως σημαντική την ανάλυση της γλώσσας του δικαίου, δηλαδή των γλωσσικών εκφράσεων με τις οποίες διατυπώνονται οι κανόνες του δικαίου, ενώ, ταυτοχρόνως συλλαμβάνει αυτούς τους κανόνες ως έκφραση προσταγών ενός κυριάρχου. Άλλωστε, η συμβολή της αναλυτικής φιλοσοφίας στη φιλοσοφία του δικαίου είναι σημαντική και εγνωσμένη, ανεξαρτήτως των όποιων ιδιαίτερων θεωρητικών προτιμήσεων και παραδοχών. Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο συγγραφέας, έχοντας αναλύσει τη σχέση ανάμεσα στον κλασικό ωφελιμισμό και το νομικό θετικισμό, εντούτοις διαχωρίζει τον πρώτο από τον δεύτερο, θεωρώντας μάλιστα ότι οι εκφραστές του κλασικού ωφελιμισμού μετέχουν στην παράδοση του αγγλικού διαφωτισμού, όσο μετέχουν σε αυτήν ο Hobbes, o Locke και ο Hume. Ο Ανδρέας Τάκης τονίζει ότι η μείζων διάκριση που προτείνουν οι ωφελιμιστές ανάμεσα στο |δίκαιο όπως είναι| και στο |δίκαιο όπως πρέπει να είναι| αποσκοπεί στην αποτροπή της πολιτικής χειραγώγησης του δικαίου, ενώ, συγχρόνως στηρίζει την πρόταξη ενός αιτήματος το οποίο αντίκειται στην κανονιστική ουδετερότητα του κλασικού ωφελιμισμού και της φυσιοκρατικής ηθικής θεωρίας τους. Πρόκειται για το ηθικώς βαρύνον, κατά τον συγγραφέα, αίτημα της ασφάλειας. Με το ίδιο σκεπτικό, ο συγγραφέας πραγματεύεται και το δικαϊκό θετικισμό του Hans Kelsen και το χωρισμό επιστήμης και φιλοσοφίας του δικαίου ως απόπειρας να τεθεί εκτός της "καθαρής θεωρίας του δικαίου" οτιδήποτε θα ανήκε στην πολιτική περί το δίκαιο, άρα οτιδήποτε θα έτεινε προς τον πολιτικό προσδιορισμό του δικαίου. Επί τη βάσει όλων αυτών, ο Ανδρέας Τάκης στρέφει το φιλέρευνο ενδιαφέρον και στην ασκηθείσα από τον R. Dworkin κριτική προς τον αναλυτικό νομικό θετικισμό. Σύμφωνα με αυτήν την κριτική, ο τελευταίος, ακόμη και στην ευρεία και ήπια μορφή του, που καλείται "ανοιχτός θετικισμός" (inclusive position), παρόλο που αναγνωρίζει ότι μπορεί να υπάρχει περιστασιακή και αβέβαιη συμπερίληψη ηθικών αξιών στις δικαϊκές αρχές, εντούτοις αυτό συνιστά απλώς μια πιθανότητα, χωρίς κανονιστικώς αναγκαίο χαρακτήρα, όπως θα ήθελε ο Dworkin, ο οποίος όμως παροράται τη σπουδαιότητα της μεταηθικής και της επίρρωσης που μπορεί να παράσχει στην κανονιστική ηθική πρώτου επιπέδου, εφόσον τα ανωτέρω προβλήματα αποτελούν αντικείμενα μεταθεωρητικής έρευνας και μεταηθικού ελέγχου. Από τα παραπάνω μπορούμε να συναγάγουμε τις ακόλουθες θέσεις για το νομικό θετικισμό: Πρώτον, δεν υπάρχει αναγκαία σύνδεση δικαίου και ηθικής και, δεύτερον, αυτό που ισχύει ως δίκαιο, σε μια ορισμένη κοινωνία, εξαρτάται από τις ισχύουσες κοινωνικές συμβάσεις και τα αντίστοιχα δεδομένα. Ο Ανδρέας Τάκης, ύστερα από μια εναργή έκθεση όλων αυτών των προβλημάτων, καθώς και μέσα από την ευμέθοδη ανάλυσή τους, υποστηρίζει ότι η δικαϊκή πρακτική διαθέτει μερική αυταξία, οπότε, αν, υπό προϋποθέσεις, οι περισσότεροι συμπεριφέρονται κατά τρόπο ο οποίος επιδεικνύει συμμόρφωση προς τη νομιμότητα ως δεσπόζουσα πρακτική, τότε μπορεί ο καθένας από εμάς να επιδείξει παρόμοια συμμόρφωση. Αυτή η θέση συνιστά απάντηση και στο αρχικό ερώτημα που έθεσε ο συγγραφέας, και με το οποίο ξεκίνησε αυτό το κείμενο. Η επιχειρηματολογική αυστηρότητα και η μεθοδολογική συνοχή της μελέτης του Ανδρέα Τάκη θέτουν αυτή τη θέση στο κέντρο της σχετικής συζήτησης και καθιστούν το βιβλίο του σημείο αναφοράς και γόνιμου διαλόγου. Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, μπορεί επίσης να ειπωθεί ότι ο κριτικός και πρακτικός χαρακτήρας της φιλοσοφίας του δικαίου προκρίνει ως φιλοσοφικώς βαρύνουσα τη σύσταση ηθικοπολιτικής θεωρίας, ικανής να δικαιολογεί την έννομη τάξη, ενώ, συγχρόνως, θα αναγνωρίζει και τη σημασία της ιστορικότητας, τόσο ως προς την εξήγηση της δικαιοταξίας όσο και ως προς τη μεθοδολογική επιλογή του τρόπου δικαιολόγησης των κανονιστικών ρυθμίσεων. Ο χωρισμός δικαίου και ηθικής μπορεί να μας προφυλάσσει από μια πιθανή ηθικοληπτική θεώρηση του δικαίου ή, πολύ χειρότερα, από την ηθικιστική του χειραγώγηση, αλλά αυτό το γεγονός δεν δικαιολογεί τη μη δυνατότητα έδρασης του δικαίου σε στέρεο ηθικοπολιτικό υπόβαθρο. Πολλώ δε μάλλον, εφόσον στο περιγραφικό μέρος του χαρακτήρα του δικαίου παρεισφρέουν αξιολογικά στοιχεία, τα οποία μόνο δογματικώς θα μπορούσαν να αγνοηθούν. Άλλωστε, το να ερμηνεύσουμε κανονιστικώς μια ορισμένη πρακτική σημαίνει ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε κριτήρια τα οποία δεν θα είναι αποκλειστικώς εσωτερικά, διότι, σε αυτή την περίπτωση, δεν θα μπορούμε να προσδιορίσουμε αν και σε ποιον βαθμό η κρινόμενη πρακτική έχει δικαϊκό χαρακτήρα. Ένα τέτοιο ζήτημα αξιώνει κριτικό και αναστοχαστικό έλεγχο, ο οποίος αυτόχρημα εγείρει αξιώσεις αλήθειας και ορθότητας, καθώς και αξιολογικές κρίσεις με εξέχον πολιτικό βάρος, Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σκεφθούμε εκ νέου τη σχέση δικαίου και πολιτικής, το γνωσιοκρατικό χαρακτήρα της ηθικής ή και της ίδιας της πολιτικής, ώστε στις αξιώσεις δεοντοκρατικής ορθότητας, που οφείλει να εγείρει ο κανονιστικός ηθικοπολιτικός λόγος, μπορεί να ανήκει και η φιλόσκωπτη παραδοχή, ότι ευνομία σημαίνει πως το "ολίγον ίσος απέναντι στο νόμο" θα πρέπει να είναι το κοινολεκτικό ομόλογο του "ολίγον νεκρός". | |
Πριν από 1 ώρα








