Η αδυναμία ενός δικαίου
Ο 20ός αιώνας υπήρξε τόσο πλούσιος σε πολιτικά εγκλήματα, αγριότητες υπαγορευόμενες από το θετικό δίκαιο, που η ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) φαίνεται εκ πρώτης όψεως αυτονόητη.
Το ΔΠΔ σηματοδοτεί μια σημαντική εξέλιξη στην ιστορία της δυτικής νεωτερικότητας, η οποία είχε απορρίψει τόσο τους «θεϊκούς νόμους» όσο και το «φυσικό δίκαιο» επειδή δεν πίστευε στη «φύση» του ανθρώπου. Τα δύο ολοκληρωτικά συστήματα όμως, ιεροποιώντας ένα τερατώδες θετικό δίκαιο, αποδεικνύουν και μόνο με την παρουσία τους ότι ένα φυσικό δίκαιο υπάρχει. Ακριβώς στο όνομα ενός τέτοιου άγραφου νόμου, που εκφράζει ένα είδος φυσικής ηθικής, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο αντιπαρατίθεται στα θετικά δίκαια.
Ωστόσο η αγανάκτηση που νιώθουμε μπροστά στις αγριότητες και η προφανής ανάγκη ενός δικαίου ανώτερου από τα θετικά δίκαια δεν αρκούν κατά τη γνώμη μου για να νομιμοποιήσουν το ΔΠΔ. Αντιθέτως υπάρχει ο φόβος ότι η δικαιοσύνη που θέλει να δικάσει όλες τις δικαιοσύνες θα πάψει να είναι δίκαιη.
Το ΔΠΔ θέλει να παρουσιάζεται ως συνεχιστής της Νυρεμβέργης, νομίζω όμως ότι διαφέρει σημαντικά από αυτήν ως προς τη φύση του. Το δικαστήριο της Νυρεμβέργης καταδικάζει ένα θετικό δίκαιο, αυτό του ναζισμού. Καταδικάζει τους εμπνευστές, τους υπερμάχους και τους συνενόχους του. Ανταποκρίνεται στη φρίκη και στις τύψεις που νιώθει η Δύση μπροστά σε αυτό που η ίδια προκάλεσε, εφόσον τα εγκλήματα αυτά προετοιμάστηκαν από ένα πολιτισμικό κλίμα που επικρατούσε σε όλη τη Δύση. Το μόνο δικαστήριο που θα μπορούσε και πάλι να συσταθεί στη Νυρεμβέργη θα ήταν κάποιο που θα ιδρυόταν και πάλι από τη Δύση για τους εγκληματίες του κομμουνισμού: η Δύση επινόησε, προστάτευσε και δικαιολόγησε αρκετά τον κομμουνισμό ώστε να αισθάνεται ένοχος και δικαστής ταυτοχρόνως.
* Η ιεράρχηση του κακού
Από τη στιγμή που δεν εμπίπτει στην εξαιρετική περίπτωση της Νυρεμβέργης, το ΔΠΔ θα πρέπει να προσδιορίσει ποια εγκλήματα ανήκουν στη δικαιοδοσία του. Ηδη όμως από αυτόν τον προσδιορισμό ανακύπτουν τα προβλήματα.
Υπάρχει ο διαβόητος εγκληματίας, ο αμετανόητος σφαγέας. Υστερα ακολουθούν οι υποκατηγορίες. Οι συνένοχοι. Οι δορυφόροι. Εκείνοι που δεν θέλησαν να δουν. Υπάρχουν τα αναγνωρισμένα εγκλήματα, που συνίστανται στην κατ' εξακολούθηση εξόντωση άμαχων πληθυσμών. Υστερα υπάρχει η μη παρέμβαση, η ασυνειδησία. Υπάρχει η υπακοή σε ένα εγκληματικό κράτος. Υπάρχει η υπακοή σε ένα κράτος δικαίου το οποίο η Ιστορία κρίνει εκ των υστέρων ότι από ορισμένες απόψεις υπήρξε εγκληματικό.
Το Δικαστήριο δικάζει τον Μιλόσεβιτς. Θέλει όμως να δικάσει και τον υπεύθυνο στρατηγό για τις θηριωδίες στη Σρεμπρένιτσα. Θα δικάσει και τους παλαιούς δημίους της καταργηθείσας θανατικής ποινής; Ή αστυνομικούς που, υπακούοντας σε διαταγές, άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους; Ως πού φθάνει το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας; Ως πού πρέπει να ποινικοποιούμε τη «νόμιμη βία», αποκλειστικό προνόμιο της πολιτικής; Ή μήπως το Δικαστήριο θα πρέπει να απαγορεύσει κάθε είδους κρατική βία, αποδυναμώνοντας την πολιτική; Αυτοανακηρυσσόμενο αρμόδιο να δικάσει ηθικά κάθε πολιτική πράξη, το Δικαστήριο επινοεί μια παγκόσμια ηθική τάξη έτοιμη να υποκαταστήσει την πολιτική. Από τη στιγμή που πρέπει να γίνει ιεράρχηση του κακού, το Δικαστήριο θα αποδυναμώνεται καθώς θα αναζητεί λιγότερο προφανή εγκλήματα, απέναντι στα οποία η υπεροχή της ηθικής έναντι της πολιτικής θα φαίνεται όλο και πιο αμφισβητήσιμη. Η Νυρεμβέργη δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί.
* Η πρόσληψη της δικαιοσύνης
Το «φυσικό δίκαιο» εκφράζει την αίσθησή μας ότι η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι πάντα ατελής. Και, για ορισμένους, την εντύπωση ότι υπάρχει ένα αμετακίνητο δίκαιο υπεράνω κάθε ξεχωριστής δικαιοσύνης.
Εμείς οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι έτσι ώστε να μπορούμε να συλλάβουμε το δίκαιο μόνο αποσπασματικά. Μπορούμε να το συλλάβουμε μόνο σε αναλαμπές και, κυρίως, μπορούμε να έχουμε κάποια εντύπωση του Αδικου, τουλάχιστον όταν αυτό είναι αυτονόητο: εκείνο το οποίο στοιχειοθετεί τη νομιμότητα της Νυρεμβέργης είναι ηντροπή ενός πολιτισμού που αυτοδικάζεται. Το φυσικό δίκαιο είναι ένα δίκαιο ηθικό και όχι δικονομικό και ηθικά δεν μπορεί να κρίνει κανείς παρά μόνο τον εαυτό του. Το Δικαστήριο θέλει όμως να αναγάγει το φυσικό δίκαιο σε θετικό.
Μπορεί να υπάρξει ένα δικαστήριο που θα δικάζει στο όνομα του φυσικού δικαίου; Ενα δικαστήριο που θα αποτελεί την καθαρή και απλή έκφραση της Αντιγόνης;
Το άγραφο δίκαιο δεν έχει κείμενο και ο πειρασμός να το μετατρέψει κανείς σε γραπτό οδηγεί πάντα σε μια μορφή ιερατικής τυραννίας.
Το Παγκόσμιο Δικαστήριο είναι ένα δικαστήριο ηθικής και ως τέτοιο μοιάζει με όλες τις Ιερές Εξετάσεις της Ιστορίας που θέλησαν να προσδιορίσουν τους άγραφους νόμους στον ανώτατο βαθμό. Καθώς βέβαια το Δικαστήριο δικάζει αναγνωρισμένους εγκληματίες, νιώθει κανείς την επιθυμία να το χειροκροτήσει. Το ότι δικάζει όμως κανείς έναν εγκληματία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και δίκαιος. Γιατί οι εγκληματίες δεν αποτελούν την ενσάρκωση όλου του κακού του κόσμου ούτε οι δικαστές όλη τη δικαιοσύνη.
Το Δικαστήριο δεν είναι ένα δικαστήριο ανώτερου βαθμού: είναι το δικαστήριο του ανώτατου βαθμού, αυτό που μπορεί να δικάσει όλες τις συνειδήσεις και όλους τους δικαστές. Ποιος όμως θα δικάσει το παγκόσμιο δικαστήριο; Η Αντιγόνη είναι ένα κορίτσι αδύναμο και χωρίς εξουσία. Αντιπροσωπεύει το μεγαλείο της προσωπικής συνείδησης απέναντι στην ισχύ των θεσπισμένων νόμων. Κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ ναθεσμοθετήσει τις εξεγέρσεις της συνείδησης. Η ανώτατη ηθική αρχή δεν μπορεί να είναι ένας θεσμός. Θα είναι πάντοτε η ατομική συνείδηση. Ο νόμος και η ποινή του μπορούν να θεσπιστούν μόνο όταν το έγκλημα αναγνωρίζεται ως τέτοιο και η αναγνώριση αυτή γίνεται στο πλαίσιο ενός πολιτισμού. Γι' αυτό και οι νόμοι διαφέρουν τόσο από τη μια χώρα στην άλλη.
Στην περίπτωση της διεθνούς δικαιοσύνης η αναγνώριση αυτή δεν απαιτείται, γιατί ξεκινά κανείς από την αρχή ότι ο νόμος που αυτή εφαρμόζει είναι οικουμενικός και απόλυτος και δεν χρήζει αποδοχής: εκείνοι που δεν τον αποδέχονται δεν είναι άξιοι να ακούγονται. Ακριβώς επειδή ο νόμος που επικαλείται δεν αναγνωρίζεται παγκοσμίως, το δικαστήριο επιζητεί την έγκριση της κοινής γνώμης, την οποία αποπλανά εμφανίζοντας τους κατηγορουμένους ως σατανάδες. Για να δικαιολογήσει την ίδρυσή του πρέπει να καταστήσει το έγκλημα μεταφυσικό. Η ισχύς υποκαθιστά την αναγνώριση και αυτή η υποκατάσταση είναι διαβλητή.
* Τα ηθικά μέσα
Θα πει κανείς: Τι άλλο μέσο έχουμε για να εμποδίσουμε αυτά τα εγκλήματα; Στο μέτρο που ο νόμος που επικαλούμαστε εναντίον τους δεν είναι παρά ηθικός, δεν μπορούμε να τα εμποδίσουμε παρά μόνο με μέσα που απορρέουν από την ηθική. Και αν αυτό δεν αρκεί, μας απομένει ο πόλεμος. Απέναντι στην καταφανή ανηθικότητα υπάρχει μόνο η ηθική και ο πόλεμος, αλλά όχι το δίκαιο: κανένα δίκαιο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ηθική ενώ η βία μπορεί να είναι δίκαιη.
Κάθε νόμος εφαρμόζεται σε ένα συγκεκριμένο σύνολο ανθρώπων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό το σύνολο είναι ολόκληρη η ανθρωπότητα. Θα πρέπει λοιπόν να εφαρμοστεί σε όλους τους γνωστούς εγκληματίες. Αν υπάρχει επιλεκτικότητα, αυτή θα οφείλεται είτε στην ικανότητα σύλληψης του εγκληματία είτε σε ιδεολογικούς λόγους.
Τι θα σκεφτόταν κανείς για ένα κράτος που επιβάλλει ποινές μόνο στους πιο αδύναμους ή σε εκείνους που το έγκλημά τους έχει ξεσηκώσει περισσότερο την κοινή γνώμη; Εδώ δικάζονται μόνο οι αδύναμοι και κανείς δεν ενοχλείται. Γιατί; Επειδή το έργο του Δικαστηρίου ταιριάζει με μιαν άλλη διαδικασία εξολόθρευσης που μόλις αρχίζει: να διώξουμε από τη Γη όλους τους κακούς. Εργο της δικαιοσύνης δεν είναι όμως να ξεριζώσει το κακό αλλά να κάνει τους ανθρώπους να ζουν ειρηνικά και με το λιγότερο δυνατό κακό μέσα σε μια κοινωνία όπου όλοι αντιμετωπίζονται ως ίσοι. Για το ΔΠΔ όμως δεν υπάρχει ισότητα ενώπιον του νόμου. Πιάνει όποιον μπορεί να πιάσει, αρκεί να έχει να παρουσιάσει κάποιον. Δεν μπορούμε να το αποκαλούμε αυτό δικαιοσύνη. Είμαστε ευχαριστημένοι γιατί νομίζουμε ότι διώκουμε ένα τέρας. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη όμως δεν διώκει τέρατα: η ισότητα ενώπιον του νόμου υπερισχύει των πάντων.
* Φυσικό και θετικό δίκαιο
Κρίνοντας, η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν κρίνει μια μεμονωμένη πράξη ούτε ένα πρόσωπο στο σύνολό του. Κρίνει την πράξη αυτού του ανθρώπου στο πλαίσιο της κατάστασής του. Εδώ η διεθνής δικαιοσύνη έχει μια επιπλέον δυσκολία σε σχέση με την εθνική. Δεν πρέπει να λάβει υπόψη μόνο την προσωπική κατάσταση του εγκληματία αλλά και την πολιτισμική κατάσταση μέσα στην οποία αυτός βρίσκεται. Δεν μπορούμε να κρίνουμε το ίδιο έναν εγκληματία πολέμου της Βόρνεο, ο οποίος πιστεύει ότι το να καρφώνει κεφάλια σε πασσάλους αποτελεί έθιμο, και έναν δυτικό εγκληματία πολέμου που δρα ύστερα από πενήντα χρόνια προβληματισμού γύρω από τον ναζισμό.
Το ΔΠΔ όμως δεν λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του εγκληματία ούτε υπό το πολιτισμικό ούτε υπό το καθαρά προσωπικό πρίσμα. Η πολιτισμική κατάσταση δεν μετράει γιατί το έγκλημα δεν καθορίζεται από ένα θετικό δίκαιο αλλά από ένα φυσικό και οικουμενικό δίκαιο που έχει καθοριστεί από τη Δύση και υπερισχύει κάθε θετικού δικαίου. Γι' αυτό και, όπως υπογραμμίζει ένας παρατηρητής, το ΔΠΔ «σπανίως αμφισβητεί την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν του δίνει κανένα λόγο και προσπαθεί κυρίως να προλάβει την τελική έκβαση της δίκης, δηλαδή την έκδοση, με όλα τα μέσα, μιας καταδικαστικής απόφασης».
Οι αγριότητες του 20ού αιώνα δεν μπορούν να μας εμποδίσουν να θέσουμε το ερώτημα: Μπορεί να μετατραπεί το φυσικό δίκαιο σε θετικό;
Η κυρία Chantal Delsol είναι καθηγήτρια της Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.