Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Μεθοδολογικά προβλήματα στη συνεργασία

Νομικής και Οικονομικής:Το παράδειγμα

της Οικονομικής Ανάλυσης του Δικαίου.

Πέτρος Α. Γέμτος

καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών

Η Οικονομική Ανάλυση του Δικαίου (ΟΑΔ) είναι η σημαντικότερη σήμερα διεπιστημονική συνεργασία στο χώρο των κοινωνικών επιστημών με εκπληκτική άνθηση και αυξανόμενη επιρροή στη λήψη αποφάσεων για τη λύση δικαιικών προβλημάτων και διαφορών τόσο σε επίπεδο νομοθέτη όσο και σε επίπεδο δικαστή. Τη μεγάλη της δύναμη και ακτινοβολία οφείλει κυρίως στο γεγονός ότι φέρνει κοντά δύο επιστήμες ψηλού κύρους που για πολύ καιρό πορεύθηκαν χωριστά, συνδέοντας με αυτό τον τρόπο το πλούσιο πρακτικό -ρυθμιστικό δυναμικό της Νομικής με την ακρίβεια και συνέπεια του θεωρητικού οικοδομήματος της Οικονομικής. Συνεργασία μεταξύ επιστημονικών κλάδων που έχουν συνήθως διαφορετικές παραδόσεις, ιδιοτυπίες στην επιλογή και τον τρόπο ορισμού των προβλημάτων, διαφορές σε εννοιολογικές κατασκευές και θεωρητικές προοπτικές, δημιουργεί δυσκολίες, ακόμα και αν αφορά επιστήμες με ίδια μεθοδολογική διαμόρφωση. Στα πλαίσια της ΟΑΔ Οικονομική και Νομική λειτουργούν κατά το μεγαλύτερο μέρος(αλλά βλ.και παρακάτω) ως επιστήμες αξιολόγησης και ρύθμισης του κόσμου, ώστε τα μεθοδολογικά προβλήματα της μεταξύ τους συνεργασίας είναι κυρίως εννοιολογικά και αποτελέσματα διαφορετικών αξιολογικών επιλογών.

Η ΟΑΔ δεν είναι ωστόσο ο μόνος χώρος συνεργασίας των δύο επιστημών. Η Οικονομική είναι στον κύριο όγκο της εμπειρική επιστήμη και οι γνώσεις που προσφέρει για τη διάρθρωση και λειτουργία του κόσμου των οικονομικών συναλλαγών μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία, ερμηνεία, διάπλαση και εφαρμογή των κανόνων του δικαίου. Το ερώτημα, πώς η γνώση του κόσμου επηρεάζει την αξιολογική-ρυθμιστική του διαμόρφωση βρίσκεται στη βάση των μεθοδολογικών προβλημάτων της συνεργασίας Νομικής και Οικονομικής Επιστήμης(αφού άμεση πρόσβαση από τον κόσμο του όντος στον κόσμο του δέοντος δεν είναι λογικά δυνατή).

Για τη βαθύτερη διερεύνηση των προβλημάτων που δημιουργεί η συνεργασία της Νομικής ως δεοντολογικής –ρυθμιστικής και της Οικονομικής ως κυρίως εμπειρικής επιστήμης αλλά και με ένα κανονικό-αξιολογικό τμήμα είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε σε ένα σχήμα μεθοδολογικής ταξινόμησης των επιστημών (με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου)που παρουσίασα στο βιβλίο μου «ΟΙ Κοινωνικές Επιστήμες. Μια Εισαγωγή»,Αθήνα 1995,κεφ.1 .

I.
Ενα σχήμα μεθοδολογικής ταξινόμησης των επιστημών

Επιστήμη (από το ρήμα επίσταμαι = γνωρίζω ) ήταν στην αρχαία ελληνική παράδοση η βέβαιη γνώση (σε αντίθεση προς τη δόξα, την υποκειμενική άποψη για ένα θέμα ). Η ιδέα τη «αντικειμενικής» γνώσης διατηρείται και σε μια σύγχρονη έννοια επιστήμης (με την ευρύτερη δυνατή σημασία της )που μπορεί να ορισθεί ως μιασυστηματική, ορθολογική, πνευματική δραστηριότητα που δίνει πορίσματα με διυποκειμενική ισχύ. Πέρα από τα αναγκαία αυτά εννοιολογικά χαρακτηριστικά η επιστήμη διαμορφώνεται και εξειδικεύεται ανάλογα με τουςσκοπούς που επιδιώκει και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να επιτύχει τους σκοπούς αυτούς.Με βάση τους σκοπούς και τις μεθόδους τους οι επιστήμες μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες :

Α) Επιστήμες αναλυτικού τύπου που επιδιώκουν γνωστικούς – πληροφοριακούς σκοπούς

Β) Κανονικές ή δεοντολογικές επιστήμες που επιδιώκουν αξιολογικούς – ρυθμιστικούς σκοπούς

Γ) Ανθρωπιστικές επιστήμες που έχουν ως σκοπό την ερμηνεία και κατανόηση ανθρώπινων έργων, πράξεων και θεσμών.

Κύρια επιδίωξη των αναλυτικών επιστημών (εμπειρικών επιστημών, όπως η Φυσική, η Βιολογία, η Κοινωνιολογία κ.α. και τυπικών επιστημών, όπως η Λογική και τα Μαθηματικά) είναι η κατασκευή και ο τυπικός και εμπειρικός έλεγχος υποθέσεων και θεωριών με ψηλό πληροφοριακό περιεχόμενο και η χρησιμοποίησή τους για την εξήγηση και πρόβλεψη των φαινομένων της πραγματικότητας[1]. Μ ε αυτό τον τρόπο η επιστήμη συλλαμβάνεται ωςγνωστική πνευματική δραστηριότητα, που έχει δηλ. σκοπό να αυξήσει τις πληροφορίες μας για τον κόσμο που ζούμε (φυσικό ή κοινωνικό). Η συλλογή αντικειμενικών (=διυποκειμενικά ελέγξιμων) πληροφοριών επιτυγχάνεται με την καθιέρωση της αρχής της αξιολογικής ουδετερότητας. Η πρώτη σαφής οριοθέτηση του προβλήματος του επιτρεπτού ή όχι αξιολογικών κρίσεων στις κοινωνικές επιστήμες(το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξύ στις κοινωνικές επιστήμες, αλλά έχει γενικότερη σημασία)έγινε από το David Hume.Η μεγάλη συζήτηση ξεκίνησε ωστόσο στην αρχή του αιώνα στα πλαίσια του Verein fur Sozialpolitik και συνδέθηκε με το όνομα του Max Weber[2](1864-1920), ενός από τους μεγαλύτερους διανοητές στο χώρο της κοινωνικής φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών που υποστήριξε με ισχυρά επιχειρήματα το γνωστικό χαρακτήρα της επιστήμης και τον αποκλεισμό αξιολογικών κρίσεων από τον επιστημονικό χώρο.

Η σύγχρονη επιστημολογική ανάλυση ακολουθεί τη βεμπεριανή παράδοση αλλά διακρίνει τρία επίπεδα ανάλυσης[3] στα οποία πρέπει να δοθούν διαφορετικές απαντήσεις¨:

-Πρέπει να είναι οι αξιολογήσεις αντικείμενο των κοινωνικών επιστημών ;

-Πρέπει να είναι οι αξιολογήσεις περιεχόμενο των προτάσεων των κοινωνικών επιστημών ;

-Είναι οι αξιολογήσεις βάση των κοινωνικών επιστημών ;

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, αφού οι αξιολογήσεις είναι μέρος του αντικειμένου που διερευνούν οι κοινωνικές επιστήμες (οι άνθρωποι στον κοινωνικό χώρο συμπεριφέρονται με προσανατολισμό σε αξίες και δεοντολογικούς κανόνες).

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα εξαρτάται από τους σκοπούς που επιδιώκουν οι κοινωνικές επιστήμες. Στο πλαίσιο των αναλυτικών επιστημών ο γνωστικός – πληροφοριακός σκοπός επιβάλλει να απομακρυνθούν από τον επιστημονικό χώρο αξιολογήσεις που ως μίγμα υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων δεν συμβάλλουν στη συλλογή αληθών πληροφοριών για τον κόσμο που ζούμε.

Η απάντηση στο τρίτο ερώτημα είναι καταφατική. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, συνεπώς και η επιστήμη προϋποθέτει μια σειρά αποφάσεων και επιλογών που τη διαμορφώνουν ως σκόπιμη μορφή ανθρώπινης δράσης. Από την ‘άποψη αυτή δεν υπάρχει επιστήμη χωρίς βασικές αξιολογήσεις. Αλλά ακριβώς η απόφαση βάσης να κατασκευασθεί επιστήμη ως γνωστική πνευματική δραστηριότητα είναι ο λόγος απομάκρυνσης των αξιολογήσεων από το περιεχόμενο των προτάσεων των κοινωνικών επιστημών.

Αξιολογική ουδετερότητα της επιστήμης σημαίνει μόνο ότι δεν υπάρχει επιστημονική θεμελίωση ορισμένης στάσης μας απέναντι στον κόσμο, ή σε μια τυπική διατύπωση ότι δεν είναι δυνατό να παραχθεί λογικά ένα σύστημα αξιών από προτάσεις που περιγράφουν και εξηγούν τον κόσμο. Αυτό ωστόσο δεν συνεπάγεται ότι οι επιστήμονες έχουν δικαίωμα να αδιαφορούν για τα πρακτικά προβλήματα των συνανθρώπων τους. Ως ενεργοί πολίτες και μέλη της πνευματικής ηγεσίας μιας χώρας πρέπει να συμμετέχουν με κριτικό τρόπο στη διαμόρφωση ηθικών αρχών και αξιών και να τις υπερασπίζονται όταν απειλούνται. Ένα μόνο δεν επιτρέπεται σύμφωνα με την παράδοση αυτή να κάνουν: να χρησιμοποιούν την επιστήμη ως «αντικειμενικό» στήριγμα των αξιολογικών τους θέσεων. Γιατί η αναλυτική επιστήμη δεν είναι σε θέση να συνδέσει με λογικά έγκυρο τρόπο τον κόσμο του όντος με τον κόσμο του δέοντος.

Ο θεωρητικός χαρακτήρας της αναλυτικής επιστήμης δεν εμποδίζει ωστόσο τη χρησιμοποίησή της για την επίλυση πρακτικών προβλημάτων και την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών. Η συμβολή της μάλιστα αποδείχθηκε χρησιμότερη από προσπάθειες επίλυσης καθημερινών προβλημάτων με βάση αξιολογικές – δεοντολογικές προσεγγίσεις[4]. Η σημασία της αναλυτικής επιστήμης σε πρακτικό επίπεδο αναφέρεται κυρίως : α ) στη διαμόρφωση γνωστικών θεμελίων για τη δημιουργία τεχνολογιών και β) στην προσφορά μιας ικανοποιητικής βάσης για την ορθολογική συζήτηση αρχών και αξιών.

α) Τα επιστημονικά συστήματα μπορούν με κατάλληλο λογικό μετασχηματισμό να μετατραπούν σε τεχνολογικά συστήματα που προσφέρουν μέσα μεταβολής του κόσμου. Αν από την επιστήμη ξέρουμε ότι ανάμεσα σε δύο φαινόμενα υπάρχει μια σχέση της μορφής «πάντοτε όταν εμφανίζεται το Α εμφανίζεται και το Β « και επιθυμούμε για πρακτικούς λόγους να εμφανισθεί το φαινόμενο Β, δεν έχουμε παρά να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις εμφάνισης του φαινομένου Α. Από την πλευρά αυτή η επιστημονική επίλυση πρακτικών προβλημάτων γίνεται με μια διαδικασία δύο σταδίων: την κατασκευή και τον έλεγχο υποθέσεων που συλλαμβάνουν σχέσεις μεταξύ των φαινομένων της πραγματικότητας και τον τεχνολογικό τους μετασχηματισμό σε μέσα μεταβολής του κόσμου.

β) Για την ορθολογική συζήτηση αρχών, σκοπών και αξιών, η αναλυτική επιστήμη προσφέρει μια σειρά αρχών – γεφυρών[5] που συνδέουν μεθοδολογικά (αλλά όχι λογικά!) γνώση και αξιολογήσεις και επιτρέπουν την κατασκευή κριτηρίων ως βάσης αποδοχής ή απόρριψης δεοντολογικών αρχών και κανόνων (όπως είναι π.χ. το κριτήριο της πρακτικότητας).

Γενικότερα η αναλυτικού τύπου επιστήμη προσφέρει ένα μοναδικό ορθολογικό πρότυπο για την κριτική ανάλυση και έλλογη συζήτηση της εγκυρότητας δεοντολογικών κανόνων και αρχών. Βάση της κριτικής εδώ δεν είναι η αλήθεια ως η ορθή αναπαράσταση του κόσμου, αλλά ορισμένες ηθικές αρχές ελευθερίας, ευημερίας, δικαιοσύνης . Ο αυστηρός διαχωρισμός προτάσεων του όντος από τις προτάσεις του δέοντος στην αναλυτική παράδοση δεν γίνεται για να αφεθούν οι τελευταίες στην κυριαρχία τυφλών παθών και συγκρούσεων αλλά στηρίζεται στη βασική εκτίμηση ότι γνωστικά και αξιολογικά προβλήματα αντιμετωπίζονται καλύτερα αν προσεγγίζονταιχωριστά με αξιοποίηση των πορισμάτων της άλλης πλευράς.

Βασική αρχή των αναλυτικών επιστημών είναι ο μεθοδολογικός μονισμός, η θέση δηλ. ότι σε όλες τις επιστήμες υπάρχουν κοινές μεθοδολογικές αρχές(ενώ μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές τεχνικές).Ο τρόπος που οργανώνεται η επιστήμη είναι ο ίδιος, ανεξάρτητα αν πρόκειται για έρευνα ουρανίων σωμάτων ή για τη μελέτη του ποσοστού αυτοκτονιών σε μια κοινωνική ομάδα. Σε κάθε περίπτωση επιδιώκεται συλλογή αληθών πληροφοριών για τον κόσμο, απάντηση σε γιατί-ερωτήματα με την κατασκευή και εφαρμογή γενικών υποθέσεων και θεωριών.

Ο μεθοδολογικός μονισμός στηρίζεται στη θέση της προτεραιότητας της επιστημονικής προσέγγισης έναντι του εμπειρικού της αντικειμένου. Η οργάνωση της επιστήμης εξαρτάται από τους σκοπούς που επιδιώκει, όχι από τα χαρακτηριστικά του αντικειμένου που ερευνά : η ταυτότητα της δομής των ερωτημάτων δικαιολογεί και ταυτότητα των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την απάντησή τους. Αντίθετη είναι μια θέση μεθοδολογικού δυϊσμού[6] που υποστηρίζει χωριστή μεθοδολογία για τις επιστήμες του ανθρώπου με επιχειρήματα που συνδέονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του homo sapiens και της κοινωνικής του συμπεριφοράς(δίνοντας έτσι προτεραιότητα στο αντικείμενο έρευνας έναντι της πνευματικής του σύλληψης).Οι σημαντικότερες επιμέρους κριτικές στη θέση μεθοδολογικού μονισμού της αναλυτικής παράδοσης(με πρόταση χωριστής μεθοδολογίας για τις επιστήμες του ανθρώπου) είναι :

Α. Έργο των επιστημών του ανθρώπου δεν είναι η εξωτερική γνώση των φαινομένων που προσφέρουν οι αναλυτικές επιστήμες αλλά η εσωτερική-βιωματική κατανόηση (Verstehen) της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με την κατανόηση ανιχνεύουμε(συνήθως με μετάθεση στη θέση του άλλου) νοήματα : η ανθρώπινη ζωή συλλαμβάνεται ως νοηματική ολότητα από βιώματα, πράξεις, αξιολογήσεις, σκοπούς και κανόνες. Για την αναλυτική επιστήμη η κατανόηση είναι χρήσιμη ως πηγή υποθέσεων και θεωριών(ανήκει δηλ. στο χώρο ανακάλυψης των υποθέσεων),αλλά ο έλεγχος των επιστημονικών κατασκευών(σχέση θεμελίωσης των υποθέσεων) πρέπει να γίνει με τα δοκιμασμένα εργαλεία της λογικής συνέπειας και της αντιπαράθεσης με την πραγματικότητα.

Β. Οι κοινωνικές επιστήμες είναι ένα είδος ιστορίας: προσανατολίζονται σε μοναδικά και ανεπανάληπτα φαινόμενα που δεν υπόκεινται σε γενικούς νόμους (ιστορισμός). Ο ιδιογραφικός (Windelband) χαρακτήρας των επιστημών του ανθρώπου αποκλείει εξήγηση και πρόβλεψη των ανθρώπινων φαινομένων. Για τις αναλυτικές κατευθύνσεις υπάρχουν πολλές κανονικότητες και ομοιομορφίες στον κοινωνικό χώρο που μπορούν να συλληφθούν στα πλαίσια γενικών υποθέσεων και θεωριών, σε κάθε δε περίπτωση η ιστορία ως ανακατασκευή του παρελθόντος έχει τη δική της νομιμοποίηση στο χώρο των επιστημών.

Γ. Οι κοινωνικοί επιστήμονες είναι μέρος του αντικειμένου που ερευνούν, και γι' αυτό δεν μπορούν να αποκτήσουν την απόσταση που έχουν από τα φαινόμενα οι φυσικοί επιστήμονες. Σε ακραία διατύπωση η θέση αυτή παίρνει τη μορφή ότι οι κοινωνικοί επιστήμονες κατασκευάζουν τον κόσμο που ερευνούν. Πέραν των ιδιαιτέρων προβλημάτων που εμφανίζονται σε ειδικές περιπτώσεις επιρροής μιας π.χ. επιστημονικής πρόβλεψης στην συμπεριφορά των κοινωνικών μονάδων (πρόβλημα αυτοεκπληρούμενης προφητείας που λύνεται με διεύρυνση των αντίστοιχων υποθέσεων), η θέση του ερευνητή των κοινωνικών φαινομένων στον κοινωνικό χώρο δεν αναιρεί τη δυνατότητα διυποκειμενικής τους προσέγγισης. Το γεγονός ότι βλέπουμε όλα τα φαινόμενα υπό το φως θεωριών (Popper) δεν μας εμποδίζει να ελέγχουμε εμπειρικά τις υποθέσεις μας, αφού η βασική γνώση και οι υπό έλεγχο θεωρίες δεν ταυτίζονται.

Το καλύτερο που πέτυχαν οι δυιστικές κριτικές ήταν να προλειάνουν(χωρίς να κλονίσουν, όπως επιδίωκαν, το στέρεο οικοδόμημα των αναλυτικών επιστημών) το έδαφος για τη δημιουργία κατάλληλης μεθοδολογίας σε μια μη αναλυτική κατηγορία επιστημών, τις ανθρωπιστικές επιστήμες, που επιδιώκουν με ερμηνευτικά εργαλεία ανεύρεση σκοπών και νοημάτων σε ανθρώπινα έργα, πράξεις και θεσμούς.

Η μοναδική μεθοδολογικά θεμελιωμένη υποδιαίρεση των αναλυτικών επιστημών είναι σε τυπικές και εμπειρικές επιστήμες. Οι δεύτερες έχουν σκοπό να αυξήσουν άμεσα το πληροφοριακό μας δυναμικό για τα φαινόμενα της πραγματικότητας, ενώ οι πρώτες προσφέρουν τα αναγκαία για το σκοπό αυτό αναλυτικά εργαλεία. Οι τυπικές επιστήμες (Λογική και Μαθηματικά) χρησιμοποιούν μια έννοια τυπικής αλήθειας, με την οποία επιδιώκεται εσωτερική λογική συνέπεια των επιστημονικών προτάσεων ανεξάρτητα από τη διαμόρφωση της πραγματικότητας, οι εμπειρικές επιστήμες (Φυσική, Χημεία, Οικονομική και άλλες) μια εμπειρική έννοια αλήθειας με βάση την οποία θεωρούνται ως αληθείς προτάσεις που αποδίδουν σωστά τα χαρακτηριστικά του κόσμου που ζούμε. Οι εμπειρικές επιστήμες ταξινομούνται συνήθως σε φυσικές και κοινωνικές με κριτήριο το γνωστικό τους αντικείμενο ή τον κύκλο των προβλημάτων που επιδιώκουν να λύσουν (αλλά χωρίς μεθοδολογικές διαφοροποιήσεις).

Οι κανονικές ή δεοντολογικές επιστήμες δεν επιδιώκουν αύξηση του πληροφοριακού μας δυναμικού αλλά αξιολόγηση και ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων. Οι μεθοδολογικές τους βάσεις διαμορφώνονται με τρόπο που εξυπηρετεί καλύτερα τους ρυθμιστικούς τους σκοπούς. Σημαντικές αρχές των αναλυτικών επιστημών, όπως η καθολική ισχύς των υποθέσεων, εγκαταλείπονται υπέρ του ρυθμιστικά περισσότερο εύκαμπτου σχήματος κανόνα- εξαίρεσης. Οι έννοιες που χρησιμοποιούνται είναι αξιολογικά φορτισμένες, αφού εντάσσονται σε δεοντολογικές προτάσεις(κανόνες) και όχι σε πληροφοριακές υποθέσεις. Η Νομική («δογματική» Νομική σε αντίθεση με την Κοινωνιολογία και την Ιστορία του Δικαίου) είναι η σημαντικότερη κανονική επιστήμη, παρόλο που ο θετικισμός κατάφερε για πολύ καιρό να πείσει τους νομικούς ότι ασκούσαν μια δραστηριότητα χωρίς αξιολογήσεις, ανάλογη με εκείνη των εμπειρικών επιστημών. Τη θέση της στάσης παρατηρητή του νομικού θετικισμού έχει ήδη υποκαταστήσει μια συμμετοχική στάση και αντίστοιχα έχει κατανοηθεί ότι οι περιγραφικές δεοντολογικές προτάσεις (βλ. παρακάτω) είναι γνήσιες δεοντολογικές προτάσεις προσώπων που αποδέχονται τις βασικές αξίες και κανόνες συμπεριφοράς της νομικής κοινότητας. Αξιολογικές κρίσεις ανήκουν επίσης στο κύριο περιεχόμενο και άλλων επιστημών όπως είναι η Ηθική, η Οικονομική της Ευημερίας, μέρη της Πολιτικής Επιστήμης κ.ά.. Όλες αυτές οι επιστήμες αντιμετωπίζουν δύο μεγάλα μεθοδολογικά προβλήματα: α)πώς να βρουν και να ορίσουν διυποκειμενικά κριτήρια αξιολόγησης αρχών και κανόνων και β) πώς να αξιοποιήσουν για το σκοπό αυτό τη γνώση του κόσμου που προσφέρουν οι αναλυτικές επιστήμες.

Η τρίτη κατηγορία επιστημών στο μεθοδολογικό μας σχήμα είναι οι ανθρωπιστικές επιστήμες ή οι επιστήμες του πνεύματος (humanities,arts, Geisteswissenschaften, sciences d’esprit). Σε αυτές ανήκουν κυρίως οι ιστορικές και φιλολογικές επιστήμες που επιδιώκουν ερμηνεία και κατανόηση ανθρωπίνων πράξεων, έργων και θεσμών. Έχουν ιδιογραφικό χαρακτήρα και επιδιώκουν να συλλάβουν ανθρώπινες δραστηριότητες με βιωματικές κατηγορίες, εκεί που οι αναλυτικές επιστήμες επιχειρούν να κατασκευάσουν γενικές σχέσεις μεταξύ των φαινομένων. Ο ρόλος τους βρίσκεται σήμερα υπό ριζική συζήτηση και αναθεώρηση. Από το ένα μέρος διατυπώνονται απόψεις που θέλουν οι επιστήμες αυτές να είναι ένα είδος συμψηφισμού των ζημιών της τεχνολογικής ανάπτυξης (J. Ritter, O. Marquard) ή ένα είδος εργαλείου ενσωμάτωσης στην παράδοση των σύγχρονων τεχνολογικών επιτευγμάτων (W.Zimmerli), από το άλλο μέρος νεότεροι ερευνητές, όπως ο J. Mittelstrass[7], δεν ικανοποιούνται από το συντηρητικό ρόλο των επιστημών αυτών και προσπαθούν να διαμορφώσουν επιστημονικά προγράμματα που θα τους προσδώσουν κριτικό ρόλο και ερευνητικούς σκοπούς.

II.
H Οικονομική ως κυρίως αναλυτική (εμπειρική) και η νομική ως κανονική
επιστήμη: προβλήματα της μεταξύ τους συνεργασίας.

Mε βάση το μεθοδολογικό σχήμα ταξινόμησης που αναλύθηκε η Οικονομική στο συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα της ανήκει ως εμπειρική επιστήμη στις αναλυτικές επιστήμες, αφού επιδιώκει συλλογή πληροφοριών για τον κόσμο των οικονομικών δραστηριοτήτων και συναλλαγών με χρήση γενικών εξηγητικών θεωρητικών σχημάτων. Από το άλλο μέρος η Νομική στο παραδοσιακό «δογματικό»μέρος της είναι κανονική επιστήμη που επιχειρεί κατασκευή κριτηρίων λήψης αποφάσεων για την επίλυση νομικών διαφορών και συγκρούσεων. Σε ένα παρόμοιο επίπεδο κινείται και η Οικονομική της Ευημερίας επιδιώκοντας να αξιολογήσει επιμέρους καταστάσεις ή ακόμα και τη λειτουργία ολοκλήρων συστημάτων με κριτήρια αποτελεσματικότητας (μεγιστοποίησης ευημερίας).

Στο χώρο των οικονομολόγων επικρατεί η άποψη ότι η συμβολή της Οικονομικής στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων εξαντλείται στην προσφορά κατάλληλων μέσων για την επίτευξη σκοπών που θεμελιώνονται σε πολιτικές αποφάσεις των μελών μια κοινωνικής ομάδας. Αντίθετα οι νομικοί συζητούν σκοπούς και αξίες, αξιολογούν τύπους συμπεριφοράς και σταθμίζουν συμφέροντα σε μια προσπάθεια ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων με κάποια γενικά κριτήρια δικαιοσύνης. Από μεθοδολογική σκοπιά η συνεργασία Νομικής και Οικονομικής παίρνει κυρίως τη μορφή της νομικής αξιοποίησης των αποτελεσμάτων των οικονομικών ερευνών, αφού ορθολογική είναι η κίνηση από το ον στο δέον. Το αντίστροφο θα ήταν απλώς μια διεύρυνση της Οικονομικής με θεσμικές αναλύσεις, στα πλαίσια της οποίας η Νομική θα έχανε τον ιδιαίτερο κανονικό-ρυθμιστικό της χαρακτήρα.

Η νομική αξιοποίηση των πορισμάτων της Οικονομικής μπορεί να γίνει σε τρία επίπεδα :τα δύο πρώτα επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν θετική οικονομική γνώση για τη δημιουργία, ερμηνεία, διάπλαση και εφαρμογή κανόνων δικαίου, ενώ το τρίτο αξιοποιεί προτάσεις της δεοντολογικής Οικονομικής της Ευημερίας για να συμβάλει στην αποτελεσματική κατανομή των παραγωγικών πόρων[8].

Στο πρώτο επίπεδο η Νομική εκλαμβάνεται ως ένα είδος κοινωνικής τεχνολογίας που επιδιώκει διαμόρφωση των κατάλληλων μέσων για την εκπλήρωση επιθυμητών(«δικαίων») σκοπών. Ο τρόπος αξιοποίησης των θεωρητικών γνώσεων είναι όμοιος με εκείνο της οικονομικής πολιτικής που στηρίζεται σε τεχνολογικό μετασχηματισμό των οικονομικών υποδειγμάτων, ώστε να ασκηθεί επιρροή στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος. Η υπόθεση π,χ. της ύπαρξης αιτιώδους σχέσης μεταξύ της προσφοράς χρήματος και του επιπέδου των τιμών μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις να χρησιμοποιηθεί ως βάση αντιπληθωριστικής πολιτικής. Ανάλογα η γνώση ότι ο πληθωρισμός αποτελεί αποδυνάμωση της αγοραστικής δύναμης του χρήματος από την εφαρμογή ορισμένης κρατικής πολιτικής στηρίζει την καθιέρωση ή ερμηνευτική εισαγωγή ρυθμίσεων που προστατεύουν την περιουσία των ιδιωτών (π.χ. αναγνώριση της διεύρυνσης της προστασίας του αρθρ. 17 Σ για να καλύψει και χρηματικές απαιτήσεις ή αναγνώριση της εγκυρότητας ασφαλιστικών ρήτρων).Γενικότερα επαρκής εξειδίκευση των σκοπών κάνει δυνατή την πρακτική αξιοποίηση των γνώσεων μας για τη διάρθρωση του κόσμου (ώστε να επιτυγχάνεται η αποτελεσματική τους εκπλήρωση). Αν π.χ. ένας αποδεκτός σκοπός των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν σοβαρές δικαιοπραξίες είναι η διασφάλιση έλλογης απόφαση των συμβαλλομένων και ως κατάλληλο μέσο έχει επιλέγει ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου, είναι δυνατό να προχωρήσουμε σε τελεολογικό περιορισμό της αντίστοιχης διάταξης, αν ο σκοπός αυτός εκπληρώνεται ικανοποιητικά με άλλο τρόπο (π.χ. με την πραγματική εκπλήρωση της παροχής – πρβλ.498,2 ΑΚ, όπου το πρόβλημα λύνεται νομοθετικά).

Το δεύτερο επίπεδο νομικής αξιοποίησης των οικονομικών ερευνών είναι η χρησιμοποίηση των γνώσεων μας ως προς την διάρθρωση της οικονομικής πραγματικότητας για την κριτική ανάλυση των επιδιωκομένων σκοπών και αξιών. Για αυτό το λόγο είναι αναγκαίο να κατασκευασθούν αρχές – γέφυρες που συνδέουν μεθοδολογικά είναι και δέον (παρόλο που μεταξύ τους δεν υπάρχει λογική σύνδεση). Μια πολύ γνωστή τέτοια αρχή – γέφυρα είναι η αρχή της πρακτικότητας :«δέον προϋποθέτει δύνασθαι». Δεν είναι π.χ. έλλογο (ορθολογικό) να επιδιώκουμε πλήρη εξίσωση εισοδημάτων ως έκφραση κοινωνικής δικαιοσύνης στα πλαίσια ενός αγοραίου οικονομικού συστήματος, αφού αυτό θα οδηγούσε σε μείωση των εισοδημάτων όλων αλλά και των κοινωνικών παροχών του κράτους. Στην περίπτωση αυτή η διάρθρωση της πραγματικότητας κάνει ανέφικτη την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού, το δε αίτημα για πραγματοποίηση ενός ανέφικτου σκοπού είναι ανορθολογικό (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει εσωτερική αντίφαση και αυτοαναιρείται).

Το τρίτο επίπεδο συνεργασίας μεταξύ Νομικής και Οικονομικής έχει κυρίως κανονικό-ρυθμιστικό χαρακτήρα : Οικονομική Ανάλυση του Δικαίου(law and economics).Βάση είναι η Οικονομική της Ευημερίας που προσφέρει μια γενική θεωρία αξιολόγησης εναλλακτικών καταστάσεων με κριτήρια ευημερίας. Αλλά και η θετική (εμπειρική) Οικονομική έχει σημαντική συμβολή : το μοντέλο του homo economicus επιτρέπει ασφαλή πρόγνωση των συνεπειών των νομικών ρυθμίσεων που είναι απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής των αξιολογικών κριτηρίων. Κύρια επιδίωξη της ΟΑΔ είναι να προσφέρει μια επιστημονική θεωρία ανάλυσης και ορθολογικής διαμόρφωσης των κανόνων δικαίου. Βασική της θέση είναι ότι οι δικαιϊκοί κανόνες λειτουργούν ως περιορισμοί (όπως οι τιμές και το εισόδημα στη νεοκλασική θεωρία του καταναλωτή) στις αποφάσεις κοινωνικών μονάδων που επιδιώκουν μεγιστοποίηση της ευημερίας τους, ως ένα είδος κόστους της παραβίασης του. Οι νομικές απαγορεύσεις δεν αποκλείουν την υπέρβαση ενός κανόνα, αλλά καθορίζουν το κόστος (με τη μορφή κυρώσεων) στο οποίο πρέπει να υποβληθεί όποιος επιθυμεί να τους παραβιάσει. Είναι συνεπώς δυνατό να είναι ορθολογική η παραβίαση ενός νομικού κανόνα (αντίθετα προς τη νομική παράδοση που εκλαμβάνοντας τους κανόνες ως εσωτερικοποιημένα πρότυπα συμπεριφοράς θεωρεί «άλογη» την παραβίασή τους).

Από άλλη πλευρά οι νομικοί κανόνες προσεγγίζονται στο πλαίσιο της ΟΑΔ ex ante ως πλέγματα ή δομές κινήτρων που καθοδηγούν τις κοινωνικές μονάδες στην επιλογή ορισμένων πράξεων και την αντίστοιχη κατανομή παραγωγικών πόρων (αντίθετα προς την τυπική νομική ex post θεώρηση της αποκατάστασης της διαταραχθείσας έννομης τάξης και της δίκαιης κατανομής ωφελειών και βαρών). Για την ΟΑΔ κάθε αναφορά σε μια συγκεκριμένη περίπτωση είναι βάση δημιουργίας ή ερμηνείας ενός νομικού κανόνα που λειτουργεί για το μέλλον. Η παραδοσιακή νομική προσέγγιση αποσκοπεί κυρίως στην επίλυση της συγκεκριμένης κοινωνικής διαφοράς με κριτήρια ex post δικαιοσύνης. Επίλυση ωστόσο της συγκεκριμένης διαφοράς (ακόμα και στις περιπτώσεις της Αριστοτέλειας επιείκειας ή της αγγλοσαξονικής equity)δεν μπορεί να γίνει παρά με αναφορά σε γενικές αρχές και σχήματα που εντάσσονται στην τυπική έννοια της δικαιοσύνης ως όμοιας μεταχείρισης των ομοίων και ανόμοιας των ανομοίων (Cicero, Ulpianus).

Εφαρμογή των αναλυτικών εργαλείων και των επιστημονικών υποθέσεων της νεοκλασικής Μικροοικονομικής επιτρέπει να εντοπισθούν οι συνέπειες των νομικών ρυθμίσεων (θετική ανάλυση ) και οι επιπτώσεις τους στην ευημερία των κοινωνικών μονάδων (δεοντολογική ανάλυση). Η θετική ανάλυση στηρίζεται στο οικονομικό συμπεριφορικό υπόδειγμα του homo economicus, η δεοντολογική στα πορίσματα της Οικονομικής της Ευημερίας.

Ορθολογική συμπεριφορά και μεγιστοποίηση της ευημερίας (αποτελεσματικότητα) είναι τα δύο αναλυτικά θεμέλια της ΟΑΔ ως αξιολογικής θεωρίας των δικαιικών θεσμών που στηρίζεται στις θετικές αναλύσεις των συνεπειών των νομικών ρυθμίσεων.

Θεωρητική βάση της ΟΑΔ είναι το θεώρημα Coase[9] που δείχνει, αντίθετα από την εντύπωση που δημιουργεί, τη μεγάλη σημασία της έννομης τάξης για την κατανομή των πόρων μιας οικονομίας. Το θεσμικό – δικαιοπολιτικότου πόρισμα είναι σχετικά απλό: για να επιτευχθεί άριστη κατανομή των πόρων σε ένα κόσμο μηδενικών (ή χαμηλών) συναλλακτικών εξόδων είναι αρκετό να εξειδικευθούν επαρκώς τα δικαιώματα και οι έννομες θέσεις των μερών και να αναπτυχθούν αγορές που επιτρέπουν εκούσιες συναλλαγές (αυξητικές της ευημερίας κατά το κριτήριο Pareto). Τι θα συμβεί ωστόσο αν τα συναλλακτικά έξοδα είναι τόσο ψηλά, ώστε να εμποδίζουν τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων και επομένως τη μετακίνηση των αγαθών στις πολυτιμότερες χρήσεις τους; Η απάντηση δόθηκε από τον R. Posner[10] : o νομοθέτης ή τα δικαστήρια πρέπει να μιμηθούν την αγορά επιλέγοντας την κατανομή που οδηγεί τα αγαθά σε εκείνους που αντλούν από αυτά τη μεγαλύτερη χρησιμότητα.

ΙΙΙ.
Οικονομική Ανάλυση του Δικαίου : η πρώτη γνήσια
επιστημονική θεωρία των δικαιικών θεσμών.

Η κατασκευή και επεξεργασία από την πλευρά της Οικονομικής μιας καλά οργανωμένης δεοντολογικής επιστήμης(της Οικονομικής της Ευημερίας) διευκολύνει σημαντικά τη συνεργασία των δύο επιστημών, αφού τα μεθοδολογικά προβλήματα περιορίζονται κυρίως στη σχέση των κανονικών κλάδων με τα πορίσματα της θετικής Οικονομικής. Η ΟΑΔ προσφέρει στο Δίκαιο ό,τι του έλλειπε από καιρό : μια πραγματική επιστημονικήθεωρία ερμηνείας και διάπλασης των κανόνων δικαίου με ευρύ χώρο εφαρμογής που υπερέχει σημαντικά από όλες τις φιλοσοφικές a priori προσεγγίσεις του παρελθόντος[11]. Η ΟΑΔ καλύπτει σε ικανοποιητικό βαθμό τα κριτήρια που θέτει η σύγχρονη επιστημολογία για μια επιστημονική θεωρία[12] : είναι ένα σύνολο λογικά συνεπών γενικών υποθέσεων με επαρκή αξιωματική διάρθρωση που ενοποιεί και συστηματοποιεί μια περιοχή του κόσμου χρησιμοποιώντας θεωρητικές έννοιες και μια θεωρητική γλώσσα που υπερβαίνουν το σύνολο των ατομικών προτάσεων βάσης και επιτρέπουν την παραγωγή νέων υποθέσεων, προβλέψεων και αξιολογήσεων. Η διάκριση οντολογικών(που υπόκεινται σε κρίση αλήθειας)και αξιολογικών προτάσεων(που έχουν άλλα κριτήρια ισχύος) είναι καλά θεμελιωμένη και εφαρμόζεται με ακρίβεια. Τα κριτήρια αποδοχής ή απόρριψης των υποθέσεων διαφοροποιούνται μεθοδολογικά ορθά με βάση το γνωστικό-πληροφοριακό ή αξιολογικό χαρακτήρα τους. Ως προς τα τελευταία η μεθοδολογική αναφορά γίνεται στον ωφελιμισμό, κυρίως στο σύγχρονο κανονικό ωφελιμισμό(rule utilitarianism),όπως διαφοροποιείται με την ενσωμάτωση βασικών γνώσεων των θεωρητικών των δικαιωμάτων.

Η φιλοσοφία του δικαίου κινήθηκε για πολύ καιρό μεταξύ του νομικού θετικισμού και διαφόρων ρευμάτων φυσικού δικαίου[13],κυρίως ανάλογα με τη σημασία που δίνονταν στους άτυπους νομικούς θεσμούς, ιδιαίτερα στους κανόνες της ηθικής. Η παράδοση του φυσικού δικαίου θεωρεί τους ηθικούς κανόνες εννοιολογικό στοιχείο του δικαίου : νομικές διατάξεις που προσκρούουν στην ηθική δεν αποτελούν δίκαιο. Ο νομικός θετικισμόςαντίθετα διαχωρίζει αυστηρά δίκαιο και ηθική, θεωρώντας λογικά δυνατή την ύπαρξη αδίκου δικαίου και μεταφέροντας εκτός δικαίου την ηθική του αξιολόγηση. Το βασικό πρόβλημα ωστόσο δεν είναι εννοιολογικό αλλά κυρίως δεοντολογικό: Πώς συμβάλλουν ηθικοί κανόνες και αρχές στη διαμόρφωση κανόνων συμπεριφοράς που επιβάλλει ένα σύστημα εξωτερικού καταναγκασμού(όπως είναι το δίκαιο) ; Πώς είναι δυνατό άτυπες γενικές αρχές να αποκτήσουν τα χαρακτηριστικά δικαίου(εννοιολογική ακρίβεια, λογική αυστηρότητα, λειτουργικότητα), ώστε να αποτελέσουν κρατικά κυρώσιμα πρότυπα συμπεριφοράς ; Ο Esser[14] ομιλεί σε αυτή την περίπτωση για την ανάγκη να δημιουργηθούν αγωγοί μετασχηματισμού γενικών αρχών και πρακτικών προτύπων σε δικαστικά εφαρμόσιμα (justiziabel )ρυθμιστικά πρότυπα. Ο Dworkin[15] θεωρεί τις γενικές ηθικές αρχές και αξίεςενδογενή στοιχεία του δικαίου που διασφαλίζουν, και όταν δεν υπάρχουν σαφείς κανόνες, τη λήψη της μιάς και μόνης σωστής απόφασης.

Κρατικές κυρώσεις αποτελούν εννοιολογικό χαρακτηριστικό του δικαίου που το διαφοροποιεί από τους άτυπους κοινωνικούς θεσμούς. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι οι τελευταίοι δεν έχουν εσωτερική σύνδεση με το δίκαιο. Πρώτα, ένα μεγάλο μέρος των ηθικών κανόνων είναι και κανόνες δικαίου(απαγόρευση αφαίρεσης ζωής, περιουσίας κ.α.),ώστε έτσι διασφαλίζεται αποτελεσματικότερα η τήρησή τους. Δεύτερο, σε πολλές περιπτώσεις(κενά δικαίου,hard cases) είναι αναγκαία η προσφυγή σε άτυπες αρχές και θεσμούς(αντίθετα προς όσα υποστηρίζει ο Hart ο δικαστής δεν είναι ποτέ εντελώς ελεύθερος, όπως είναι ο νομοθέτης, να επιλέγει λύσεις).Τρίτο και σημαντικότερο, ερμηνεία και διάπλαση των κανόνων δεν μπορεί να γίνει χωρίς αναφορά σε ηθικές αρχές και αξίες. Το πρόβλημα είναι μόνο, ποιες αρχές και αξίες είναι «δικαιοποιήσιμες»,ώστε να δημιουργήσουν βάση υποχρεωτικών μέσω κρατικών κυρώσεων κανόνων συμπεριφοράς.

Η εισαγωγή άτυπων αρχών και αξιών στο σύστημα δικαίου θεμελιώνεται σε μια προσέγγιση του δικαίου που μπορεί να ονομασθεί εσωτερική[16] και αποτελεί τη βάση της διαμόρφωσης της Νομικής ως δεοντολογικής –«δογματικής« επιστήμης(αντίθετα προς την εξωτερική προσέγγιση των κοινωνιολόγων ή των ιστορικών του δικαίου). Eσωτερική προσέγγιση σημαίνει συμμετοχή στη διαμόρφωση της έννομης τάξης με αποδοχή των κανόνων της ως προτύπων ζωής και οδηγών συμπεριφοράς. Η θέση –επιδίωξη του νομικού θετικισμού να συλλάβει το δίκαιο όπως πραγματικά είναι, ώστε να δημιουργήσει τη βάση μιας αυστηρής (στα πρότυπα των ανεπτυγμένων φυσικών επιστημών) Νομικής Επιστήμης (ο Bentham, o Austin και άλλοι στην ίδια παράδοση θεωρούσαν ότι «το δίκαιο όπως θα έπρεπε να είναι» αποτελεί έργο φιλοσόφων και θεολόγων), παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι ασκούντες τη Νομική ως δικαστές, δικηγόροι ή θεωρητικοί του δικαίου συνδιαμορφώνουν το δίκαιο, δεν είναι απλοί εξωτερικοί παρατηρητές του. Ενώ ο Κοινωνιολόγος του δικαίου επιδιώκει να εξηγήσει νομικούς κανόνες με σύνδεσή τους προς άλλα στοιχεία της κοινωνικής δομής και να προβλέψει δικαιικές κανονικότητες(πρβλ. και την Κοινωνιολογική Σχολή του Αμερικάνικου δικαίου με τον προσανατολισμό της στις πράξεις των δικαστών), ο νομικός επιδιώκει να ανακαλύψει δίκαιες και αποτελεσματικές λύσεις σε κοινωνικά προβλήματα και διαφορές που χρειάζονται ως εργαλείο τον κρατικό καταναγκασμό. Ο σκοπός της Νομικής επιβάλλει να εξετασθεί όλο το διαθέσιμο γνωστικό και ρυθμιστικό δυναμικό, ώστε να επιλεγεί το καταλληλότερο για κάθε περίπτωση. Και μέσα σε αυτό είναι χωρίς αμφιβολία το δυναμικό των άτυπων θεσμών που επιχειρούν με τους δικούς τους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου λύση των σχετικών προβλημάτων. Η κύρια συμβολή της Νομικής και των λειτουργών της (από την εποχή που δημιουργήθηκε ως αυτόνομη πνευματική δραστηριότητα στην αρχαία Ρώμη) είναι να βοηθήσει με μελέτη όλου του χώρου των ρυθμιστικών κοινωνικών προτύπων (κανόνων δικαίου, αξιών, αρχών, άτυπων θεσμών)στην επιλογή και διαμόρφωση κανόνων συμπεριφοράς, εκεί που η παρουσία κρατικού καταναγκασμού είναι απαραίτητο μέσο δίκαιης επίλυσης των διαφορών και διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης. Η επιτυχία της προσπάθειας αυτής δεν εξαρτάται μόνο από την κοινωνική σημαντικότητα της υπό ρύθμιση ύλης άλλα κυρίως από την ικανότητα μετασχηματισμού των άτυπων κανόνων και θεσμών στη στερεότητα, ακρίβεια και λειτουργικότητα των νομικών κανόνων.

Η διάκριση εσωτερικής και εξωτερικής προσέγγισης στο δίκαιο που αντιστοιχεί στη σύλληψη της Νομικής ως κανονικής και της Κοινωνιολογίας του δικαίου ως εμπειρικής επιστήμης δείχνει με σαφήνεια ότι ο νομικός διατυπώνοντας γενικές αρχές και ερμηνεύοντας κανόνες προβαίνει ex officio (qua νομικός) σε αξιολογικές κρίσεις, ενώ ο εμπειρικός κοινωνικός επιστήμονας εκλαμβάνει τις ίδιες κατασκευές ως προτάσεις περιγραφικούχαρακτήρα, ακριβέστερα ως περιγραφικές προτάσεις δεοντολογικών κανόνων (και αυτό ανεξάρτητα από τη γλώσσα που χρησιμοποιείται). Από την πρόταση π.χ. ο Α συνήψε με τον Β δάνειο ο νομικός συνάγει ότι ο Β οφείλει να επιστρέψει αργότερα το δανεισθέν ποσό, ενώ ο κοινωνιολόγος του δικαίου διατυπώνει απλώς τον περιγραφικό ισχυρισμό ότι σύμφωνα με το δίκαιο της κοινωνίας που μελετά, ο Β υποχρεούται να επιστρέψει το δανεισθέν ποσό. Στην πρώτη περίπτωση ερμηνεία των διατάξεων σημαίνει αποδοχή τους (στάση συμμετοχής), στη δεύτερη περίπτωση μελετώνται κοινωνικές πρακτικές και περιγράφονται ως εμπειρικά δεδομένα (στάσηπαρατηρητή). Ερμηνεία από την πλευρά αυτή έχει συγγένεια προς την ερμηνεία λογοτεχνικών κειμένων (πρβλ. την αναφορά του Dworkin στο δίκαιο ως αλυσωτό μυθιστόρημα), αφού και στις δύο περιπτώσεις η στάση είναι συμμετοχής, αλλά πάντως διαφέρει ουσιαστικά ως προς τους σκοπούς της ερμηνείας που στην περίπτωση του δικαίου είναι πρακτικοί – ρυθμιστικοί.

Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η αναγνώριση του σημαντικού ρόλου των άτυπων θεσμών στην ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου δεν σημαίνει αποδοχή δεοντολογικών – δικαιοκρατικών προσεγγίσεων που επιδιώκουν υποβάθμιση ή και εξαφάνιση της επίδρασης των συνεπειών των σχετικών ρυθμίσεων (πρβλ. γενικά Dworkin που όμως στα τελευταία του έργα φαίνεται να εξετάζει τη δυνατότητα απώτερης ωφελιμιστικής θεμελίωσης των δικαιωμάτων[17]). Δεν υπάρχει δίλημμα επιλογής μεταξύ φιλοσοφικών-δεοντολογικών και κοινωνικοεπιστημονικών-συνεπειοκρατικών προσεγγίσεων, όπως ισχυρίζεται ο Posner[18] αλλά αίτημααξιοποίησης όλων των δυνατοτήτων που παρέχονται για τη δημιουργία αποτελεσματικών κανόνων ρύθμισης κοινωνικών διαφορών. Εξάλλου αξιολόγηση συνεπειών γίνεται ή πρέπει να γίνεται ήδη για τη θεμελίωση ηθικών κανόνων και άλλων άτυπων θεσμών, ενώ στο δίκαιο ενσωματώνονται αρχές και κανόνες που υποβάλλονται σενέα αξιολόγηση κατά τη διαδικασία δημιουργίας, ερμηνείας και διάπλασης του.