Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Η ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

ΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΜΙΑΣ ΜΑΚΡΑΙΩΝΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ


Αριστερά: Το μνημείο του Φιλοπάππου στον ομώνυμο λόφο της Αθήνας διαιωνίζει την ανάμνηση της ευεργετικής δράσης του ιδρυτή του στην πολιτιστική πρωτεύουσα της αρχαίας Ελλάδας. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 64)

Δεξιά: Κεφαλή ιερέα του ύστερου 1ου αιώνα μ.Χ. από την Αφροδισιάδα της Μ. Ασίας. Το κάλυμμα της κεφαλής του δηλώνει χαρακτηριστικά την επίδραση εξωελληνικών στοιχείων στον ελληνικό κόσμο κατά την πρώιμη Ρωμαιοκρατία. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 65)

Η ρωμαϊκή κατάκτηση άφησε βαθύτατα ίχνη στην αρχαία Ελλάδα. Εκτός από επιβλητικά κτίσματα, η ρωμαϊκή κληρονομιά ανιχνεύεται σε αρκετές ελληνικές λέξεις, ενώ επηρέασε σημαντικά και την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη του ευρύτερου ελληνικού χώρου, οδηγώντας τελικά στη σύνθεση που εύστοχα αποκλήθηκε «ελληνορωμαϊκός πολιτισμός».

Η σχέση μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων υπήρξε σύνθετη και εξαιρετικά μεταβαλλόμενη κατά τις διάφορες ιστορικές περιόδους. Οι Ρωμαίοι της λεγόμενης δημοκρατικής περιόδου όταν ήλθαν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες, τον 2ο αιώνα π.Χ., ήταν ένας τραχύς, αγροτοποιμενικός λαός, με σκληρά και πρωτόγονα έθιμα, χωρίς πολιτιστικές ευαισθησίες. Η μυθολογία τους ήταν εξαιρετικά πτωχή. Αν εξαιρέσουμε τον πρωταρχικό μύθο σχετικά με την ίδρυση της πόλης της Ρώμης, δηλαδή εκείνον των διδύμων Ρώμου και Ρωμύλου που εγκαταλείφθηκαν από τη μητέρα τους, την ιέρεια Ρέα Σίλβια, και ανατράφηκαν από μια λύκαινα, πολύ λίγοι λατινικοί πρωτότυποι μύθοι διασώθηκαν. Αλλά και αυτοί χαρακτηρίζονται από μια χονδροκομμένη και πρωτόγονη ωμότητα, ιδίως σε ό,τι αφορά τις γυναίκες (π.χ. ο μύθος της αρπαγής των γυναικών των Σαβίνων). Ορισμένοι ίσως αντιτείνουν ότι και οι αρχαίοι Έλληνες διέθεταν πολλούς μύθους με έντονα σκληρό χαρακτήρα, όμως η αρχαία ελληνική σκέψη διακρίνεται από μια παιγνιώδη φαντασία που απάλυνε συχνά τη σκληρότητα της αφήγησης, καθώς και από έναν χειμαρρώδη ερωτισμό, στοιχεία που έλειπαν από τη ρωμαϊκή ψυχοσύνθεση, πριν αυτή έλθει σε επαφή με την αντίστοιχη ελληνική.

Αριστερά: Θραύσματα από πήλινες σίμες με παράσταση λύκαινας που θηλάζει τους δίδυμους Ρώμο και Ρωμύλο. Βρέθηκαν στα ερείπια του μνημείου που ανήγειρε ο Οκταβιανός Αύγουστος για να μνημονεύεται η νίκη του επί του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 66)

Δεξιά: Το Αδριάνειο υδραγωγείο (κατάλοιπα του οποίου διακρίνονται στην εικόνα) αποτέλεσε δώρο του αυτοκράτορα Αδριανού στην πόλη της Αθήνας (φωτ. Ε. Αλεξανδρή, περ. Corpus, τχ. 49, Μάιος 2003) (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 66)

Τα κείμενα των Ρωμαίων διανοητών του 2ου και του 1ου αιώνα π.Χ. διακρίνονται από μια έντονα συντηρητική ιδεολογία και από μια έντονη αντιπάθεια για τον θεωρούμενο ως «εκφυλισμένο» Ελληνισμό. Ιδιαίτερα ανθελληνικά ήταν τα αισθήματα του μεγάλου Ρωμαίου πολιτικού Κάτωνα, οι λόγοι του οποίου ήταν φυσικό να εμπνεύσουν τους πιο αυστηρούς εκφραστές της νεώτερης αγγλοσαξονικής πολιτικής σκέψης.

Για τους Ρωμαίους πολιτικούς στοχαστές της δημοκρατικής περιόδου οι σύγχρονοι τους Έλληνες ήταν οι γραικύλοι. Όσο και αν ενοχλεί σήμερα αυτός ο χαρακτηρισμός, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα δεδομένα της εποχής. Οι Ρωμαίοι ήλθαν σε επαφή με τους Έλληνες όταν οι τελευταίοι περνούσαν μια φάση αργής, αλλά σταθερής παρακμής: τον 2ο αιώνα π.Χ. τα διάφορα ελληνιστικά βασίλεια βρίσκονταν σε συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις Μεταξύ τους, ενώ στην κυρίως Ελλάδα τα βασίλεια της Ηπείρου και της Μακεδονίας, αλλά και οι συμπολιτείες της Αιτωλίας και της Αχαΐας, τα ομοσπονδιακά κράτη της εποχής που περιελάμβαναν ένα μεγάλο τμήμα της ΒΔ Ελλάδας και την Πελοπόννησο αντίστοιχα, είχαν εμπλακεί σε ατελέσφορες πολεμικές συγκρούσεις με σκοπό τον έλεγχο του ελληνικού χώρου.

Δεν είναι άσκοπη η αναφορά στις κοινωνικές αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που μάστιζαν την Αχαϊκή Συμπολιτεία και τα άλλα νοτιοελλαδικά κράτη και οι οποίες οδήγησαν στη ρωμαϊκή ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις Το 205 π.Χ. η άνοδος τυράννου Νάβι στην εξουσία της Σπάρτης και η λήψη ριζοσπαστικών κοινωνικών μέτρων από το καθεστώς του ανησύχησαν τη συντηρητική ηγεσία της Αχαϊκής Συμπολιτείας που κάλεσε τη Ρώμη να τη βοηθήσει να εξουδετερώσει αυτόν τον επικίνδυνο αντίπαλο (1).

Αριστερά: Μαρμάρινη προτομή του Μάρκου Αυρηλίου (161-180 μ.Χ.). Σε αυτόν τον «φιλόσοφοαυτοκράτορα» απευθύνθηκε με ρητορική του επιστολή ο ρήτορας Αίλιος Αριστείδης ζητώντας βοήθεια για την ερειπωμένη από τους σεισμούς πατρίδα του, τη Σμύρνη. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 67)

Δεξιά: Μαρμάρινη κεφαλή που παριστά τον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη Στ΄ (112 - 63 π.Χ.). Η λεοντοκεφαλή που κοσμεί το κεφάλι του ήταν μέρος της προπαγάνδας του ως συνεχιστή του έργου του Μ. Αλεξάνδρου. Ο Μιθριδάτης υπήρξε ο πιο επικίνδυνος εχθρός των Ρωμαίων στον χώρο της Ανατολής. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 68)

Οι κοινωνικές συγκρούσεις ήταν πολύ πιο σοβαρές στη νότια Ελλάδα, όπου η γη ήταν πάντοτε πτωχή και ανεπαρκής για την επιβίωση του πληθυσμού. Όπως και σε παλαιότερες εποχές, π.χ. κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431 - 404 π.Χ.), τα μικροπολιτικά συμφέροντα και οι ταξικές αντιθέσεις βάρυναν περισσότερο από την «εθνική συνείδηση» (ο όρος είναι αναχρονιστικός, αφού το εθνικά κράτη εμφανίζονται μόλις τον 19ο αιώνα ως ιστορική πραγματικότητα)

Όσο για τα ελληνιστικά κράτη της Ανατολής, η αιτία της εύκολης κατάκτησης τους από τους Ρωμαίους φαίνεται να εντοπίζεται στο πολίτευμα τους (που ευνοούσε τη διαφθορά και τις οικογενειακές συγκρούσεις) και στη μετατροπή των υπηκόων τους σε άβουλα όντα τα οποία δεν θα είχαν, βέβαια, λόγους να υπερασπισθούν ένα καθεστώς που τους θεωρούσε πολιτικά ανύπαρκτους και αντικείμενα εκμετάλλευσης.

Οι ελληνικές πόλεις, ακόμη και αν ανήκαν στην ίδια ομοσπονδία, δεν τήρησαν κοινή στάση απέναντι στη ρωμαϊκή επιθετικότητα, π.χ. η πόλη της Αντισσας που ανήκε στην ομοσπονδία της Λέσβου καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., και το ίδιο έπαθε η Μυτιλήνη, η οποία αλώθηκε και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, το 80 π.Χ., ως τιμωρία για τη βοήθεια που προσέφερε στον Βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη Ε΄ το 88 π.Χ., ενώ η πόλη της Μήθυμνας που σεβάσθηκε τις συνθήκες ειρήνης με τους Ρωμαίους κατάφερε να επιβιώσει (2). Τέλος, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι νικητές αντιμετωπίζουν πάντοτε με περιφρόνηση τους ηττημένους, και φυσικά οι Ρωμαίοι δεν αποτελούσαν εξαίρεση.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ, Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΓΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Οι κοινωνικές ελίτ των ελληνικών πόλεων συντάχθηκαν με τη Ρώμη διότι θεωρούσαν ότι τα κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα τους εξυπηρετούντο καλύτερα από τους κατακτητές παρά από τυχόν δημοκρατικά καθεστώτα (ή και από προοδευτικά «τυραννικά») τα οποία υπόσχονταν στις κατώτερες τάξεις ριζοσπαστικά κοινωνικά προγράμματα, όπως εκείνο του αναδασμού της γης που έθιγε τις μεγάλες ιδιοκτησίες. Η συμπεριφορά αυτή βασίζεται στην πολύ στενή αντίληψη του ατομικού συμφέροντος και συνεχίσθηκε και στη βυζαντινή και τη νεώτερη ελληνική ιστορία.

Οι Ρωμαίοι επέτρεψαν στους ολιγαρχικούς να είναι επικεφαλής των τοπικών κυβερνήσεων παραχωρώντας τους ορισμένα προνόμια, αλλά η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του Ρωμαίου διοικητή. Εξάλλου, όλες οι παραχωρήσεις «ελευθερίας» σε ελληνικές πόλεις κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. υ
ποδείχθηκαν στην πράξη εξαιρετικά ασαφείς. Έτσι, η Μυτιλήνη, η οποία ανοικοδομήθηκε μετά την καταστροφή της, αν και απολάμβανε του προνομίου της «ελευθερίας», δηλαδή της απαλλαγής από τους φόρους, δεν γλίτωσε από τη βουλιμία των Ρωμαίων publicani (= εισπρακτόρων) (3).

Λεπτομέρεια από τη στήλη του Τραϊανού στη Ρώμη. Ο αυτοκράτορας αυτός είχε στείλει τον Πλίνιο τον Νεώτερο ως εκπρόσωπο του στη Μ. Ασία, στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 69)

Οι ελληνικές πόλεις είχαν, βέβαια, χάσει την πραγματική τους αυτονομία ήδη από την Ελληνιστική Εποχή, όταν είχαν ενσωματωθεί είτε στα ελληνιστικά βασίλεια είτε στις διάφορες συμπολιτείες. Οι άρχοντες τους δεν είχαν λοιπόν καμιά διάθεση να αντισταθούν πολιτικά στους Ρωμαίους. Παράλληλα, ο πληθυσμός τους είχε κατανοήσει ότι η αντίσταση στον πανίσχυρο Ρωμαϊκό Στρατό ήταν καθαρή αυτοκτονία.

Η διάθεση συνεργασίας των ανώτερων κοινωνικών τάξεων οδήγησε στην εκδήλωση φαινομένων πολύ μειωτικών για το πολιτιστικό ήθος του Ελληνισμού. Η απόδοση τιμών προς τους Ρωμαίους στρατηγούς και τις συζύγους τους ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ήδη από την εποχή των εμφυλίων πολέμων της Δημοκρατίας (48-31 π.Χ.). Οι τιμές αυτές αφορούσαν κυρίως την ανέγερση ανδριάντων των προαναφερθέντων προσώπων (4). Όσο οι συγκρούσεις συνεχίζόνταν και η κατάσταση επιδεινωνόταν, οι Έλληνες ενέτειναν την απόδοση τιμών προς τους κατακτητές τους σε μια προσπάθεια επιβίωσης. Έτσι, π.χ. οι Αθηναίοι παραχώρησαν στον Μάρκο Αντώνιο το αξίωμα του «γυμνασιάρχου», καθώς και τον τίτλο του «θεού Διονύσου» (5).

Η π
ρακτική αυτή συνεχίσθηκε έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. Διάφορες ελληνικές πόλεις, από τη Μυτιλήνη έως την Αθήνα, απέδωσαν σε μία σειρά από αυτοκράτορες και σε μέλη των οικογενειών τους θεϊκές τιμές, καθώς και τιμητικούς τίτλους, συνήθως εκείνους του κατά τόπους επώνυμου άρχοντα. Έτσι, η Βρουττία Κρισπίνα, σύζυγος του αυτοκράτορα Κόμμοδου (τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ.) τιμήθηκε με τον τίτλο του «ιερομνήμονα» (δηλαδή του επώνυμου άρχοντα) στην πόλη της Γιάλοβας, στη Βιθυνία (L. Robert, Hellenica, τ. VII (1949), σελ. 35), ενώ στον Αδριανό, λίγα χρόνια πριν χρισθεί αυτοκράτορας, το 112 μ.Χ., απονεμήθηκε ο τίτλος του επώνυμου άρχοντα στην Αθήνα, όπως βεβαιώνει σχετική επιγραφή που βρέθηκε στο θέατρο του Διονύσου.

Λεπτομέρεια ρωμαϊκού ψηφιδωτού που απεικονίζει τον Μ. Αλέξανδρο να μάχεται στην μάχη της Ισσού (334 π.Χ.). Ο Μακεδόνας στρατηλάτης εισήγαγε στον ελληνικό χώρο την ανατολίτικη συνήθεια της απόδοσης θεϊκών τιμών στον ηγεμόνα. (Πηγή: Φώτο, Περιοδικό Πολεμικές Μονογραφίες, Αρχαίων Τέχνη Πολεμική (6000 -146 π.Χ.), τεύχος 32, σελίδα 54, Κείμενο, Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 71)

Οι αυτοκράτορες αποκτούσαν τον τίτλο του «Δία», οι σύζυγοι τους της «Ήρας», ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκείνον της «Αφροδίτης», ενώ οι κόρες και οι αδελφές τους συνήθως εκείνον της Αρτέμιδος. Έτσι, οι δύο Αγριππίνες είχαν τιμηθεί με τον τίτλο «Θεά Αιολίς Καρποφόρος», δηλαδή είχαν ταυτισθεί με την πανάρχαια θεά του νησιού της Λέσβου. Ακόμη πιο εξευτελιστικό ήταν το γεγονός της πρόθυμης αποδοχής από τους ελληνικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορικής λατρείας, δηλαδή της λατρείας του αυτοκράτορα και των μελών της οικογένειας του ως θεών. Μάλιστα, φαίνεται ότι την αυτοκρατορική λατρεία δεν την επέβαλαν οι Ρωμαίοι, αλλά την απαίτησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολής, οι οποίοι είχαν συνηθίσει στην απόδοση θεϊκών τιμών στους ηγεμόνες από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου (4ος αιώνας π.Χ.) και των διαδόχων του, που επέβαλαν τις ανατολίτικες αυτές συνήθειες σε όλους τους υπηκόους τους. Η λατρεία αυτή είχε σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις, καθώς αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες της διατήρησης της αφοσίωσης των υπηκόων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προς τον ανθρώπινο φορέα της εξουσίας, και ήταν αυστηρά οργανωμένη. Σε κάθε Κοινό της επαρχίας της Ασίας υπήρχε ένας τοπικός αρχιερέας που έφερε και τον αντίστοιχο τίτλο (ασιάρχης, ποντάρχης, γαλατάρχης, λεσβάρχης) και ο οποίος προήδρευε στις τελετουργίες και τις δημόσιες θυσίες προς τιμήν του αυτοκράτορα και προερχόταν, βέβαια, από τους κύκλους της ελίτ. Η σύζυγος του έφερε δικαιωματικά τον τίτλο της αρχιέρειας (αυτό συνέβαινε και σε επίπεδο πόλης) και το αρχιερατικό ζεύγος φαίνεται ότι εκπροσωπούσε σε επαρχιακό επίπεδο την ιδέα του αυτοκρατορικού ζεύγους της Ρώμης. Συχνά τα αρχιερατικά αυτά ζεύγη (όπως και εκείνα των πόλεων) ασκούσαν και την αγωνοθεσία, δηλαδή την οργάνωση και τη χρηματοδότηση «ιερών αγώνων» (6).

Στον χώρο της διανόησης, ήδη από την Ελληνιστική Εποχή πολλοί συγγραφείς επέδειξαν φιλορωμαϊκά αισθήματα, όπως ο ιστορικός Πολύβιος και η ποιήτρια Μελιννώ (2ο αιώνας π.Χ.) η οποία ύμνησε σε στίχους αρχαϊκού τύπου την πολεμική ορμή της Ρώμης. Δεδομένου του γεγονότος ότι η μόρφωση προϋπέθετε την ύπαρξη περιουσίας, δεν πρέπει να μας παραξενεύει η πολιτική στάση των Ελλήνων διανοουμένων απέναντι στους Ρωμαίους. Στην πραγματικότητα, υπερασπίζονταν τα συμφέροντα της τάξης τους, δηλαδή των μεγάλων γαιοκτημόνων. Εξάλλου, ακόμη και αν υπήρχαν «αντιστασιακά» έργα, θα ήταν αδύνατον να επιβιώσουν, καθώς η λογοκρισία στην Αρχαιότητα ήταν αμείλικτη.

Από τον 1ο έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. αναπτύχθηκε στον ελληνόφωνο κόσμο ένα λογοτεχνικό κίνημα στο οποίο οι φιλόλογοι εκείνης της εποχής έδωσαν (μάλλον άστοχα) το όνομα «Δεύτερη Σοφιστική», καθώς θεώρησαν ότι οι ρωμαιόφιλοι και αρχαΐζοντες διανοούμενοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής Περιόδου είχαν κοινά σημεία με τους σοφιστές του 5ου αιώνα π.Χ.

Δυστυχώς, όμως, με εξαίρεση τον εξελληνισμένο Σύριο του 2ου αιώνα μ.Χ Λουκιανό, ο οποίος διέσωσε κάποια ψήγματα από το πνεύμα και τη σκέψη της Κλασικής Αρχαιότητας, οι υπόλοιποι εκπρόσωποι του κινήματος δεν διακρίνονται για καμία ευρύτητα ή ανεξαρτησία πνεύματος. Επειδή η ανάλυση αυτού του κινήματος υπερβαίνει τα θεματικά όρια του συγκεκριμένου άρθρου θα γίνει μια σύντομη αναφορά σε ορισμένες ιδεολογικές θέσεις του που αφορούν τη σχέση μεταξύ των Ελλήνων και των Ρωμαίων (7).

Το στοιχείο που εκπλήσσει τον αναγνώστη των κειμένων της Δεύτερης Σοφιστικής είναι η φανατική προσκόλληση των συγγραφέων της στο ένδοξο παρελθόν του Ελληνισμού τόσο σε γλωσσικό επίπεδο (μίμηση της αττικής διαλέκτου), όσο και σε θεματικό (ιστορικά θέματα από τον 5ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ.). Αυτό, όμως, εξηγείται εύκολα. Οι συγγρανφείς αυτοί εξέφραζαν την πικρία της ελίτ των ελληνικών πόλεων για την οριστική απώλεια της πολιτικής αυτονομίας τους, καθώς και τη διστακτικότητα της άρθρωσης ενός σύγχρονου πολιτικού λόγου καθώς κάτι τέτοιο οδηγούσε σε οικονομική, κοινωνική, ακόμη και βιολογική εξόντωση. Ο Πλούταρχος ανέλυσε τη δύσκολη πολιτική θέση της ελληνικής ελίτ του καιρού του (1ος αιώνας μ.Χ.) στο έργο του «Πολιτικά παραγγέλματα».

Αριστερά: Άγαλμα του Αιλίου Αριστείδη, διαπρεπούς εκπροσώπου της Δεύτερης Σοφιστικής (Μουσείο Βατικανού). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 73)

Δεξιά: Μαρμάρινη κεφαλή του Οκταβιανού πριν αναγορευθεί Αύγουστος. Το εικονιζόμενο κεφάλι βρέθηκε στα ερείπια της Νικόπολης, την οποία ίδρυσε ο Οκταβιανός για να εορτάσει τη νίκη του επί του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 74)

Τα τοπικά προβλήματα ανάμεσα σε γειτονικές πόλεις αφθονούσαν, γεγονός που μαρτυρείται τόσο σε ελληνόγλωσσα κείμενα (ο Δίων Χρυσόστομος, ένας από τους ικανότερους ρήτορες της Δεύτερης Σοφιστικής που έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ., αφιέρωσε αρκετούς λόγους του (από τον 38ο έως τον 51ο) στην προσπάθεια του να πείσει πόλεις της Μ. Ασίας να «ομονοήσουν»), όσο και σε λατινόγλωσσα (οι επιστολές του Πλινίου του Νεώτερου, απεσταλμένου του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού στην επαρχία της Ασίας, διαφωτίζουν τα κοινωνικά προβλήματα των ελληνικών πόλεων της περιοχής) (8). Όμως, όσο πειστικοί και αν ήταν οι λόγοι αυτών των ρητόρων, ήταν κενοί πολιτικής ουσίας, καθώς για όλες τις πολιτικές αποφάσεις δεν ήταν υπεύθυνη πλέον η εκκλησία του δήμου και η βουλή, αλλά ο αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα της Ρώμης, ο legatus. Απέμενε, όμως, μια τελευταία χρήση των φορμαλιστικών λόγων της Δεύτερης Σοφιστικής: η προσπάθεια της απόκτησης της αυτοκρατορικής εύνοιας για να αντιμετωπισθούν έκτακτες καταστάσεις. Μια, τουλάχιστον, επιτυχημένη προσπάθεια αυτού του είδους έχει καταγραφεί ιστορικά: πρόκειται μια μια ρητορική επιστολή που έστειλε ο ρήτορας του 2ου αιώνα μ.Χ. από τη Σμύρνη Αίλιος Αριστείδης στους αυτοκράτορες Μάρκο Αυρήλιο και Κόμμοδο, στην οποία περιέγραφε τις συμφορές που προκάλεσε στην πόλη του ένας ισχυρός σεισμός το 177/8 μ.Χ. Σκοπός της επιστολής, ο οποίος και επετεύχθη, ήταν να πεισθούν οι αυτοκράτορες να στείλουν βοήθεια στην κατεστραμμένη πόλη. Ο Αίλιος Αριστείδης χρησιμοποίησε το συναίσθημα και πέτυχε να συγκινήσει έναν παγερά στωικό αυτοκράτορα, όπως ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος, χωρίς να αναφερθεί στα μνημεία της Σμύρνης που είχαν καταστραφεί. Απλά ικέτευσε τον αυτοκράτορα να φέρει στη μνήμη του τις εικόνες της Σμύρνης, όταν την είχε επισκεφθεί παλαιότερα (9).

Οι ρήτορες της Δεύτερης Σοφιστικής επιδίωκαν να κερδίσουν μια θέση στον γραφειοκρατικό μηχανισμό του ρωμαϊκού κράτους και όσοι αποτύγχαναν προσπαθούσαν να
εισέλθουν σε κάποιο «φιλολογικό σαλόνι», όπως ο Φιλόστρατος, συγγραφέας του «Βίου του Απολλώνιου Τυανέως», ο οποίος ανήκε στο «φιλολογικό σαλόνι» της αυτοκράτειρας Ιουλίας Δόμνας, συζύγου του Σεπτιμίου Σεβήρου και μητέρας του Καρακάλλα (3ος αιώνας μ.Χ.) (10).

Σκηνή από το μνημείο του αυτοκράτορα Λουκίου Βέρου, συμβασιλέα (με παραχώρηση περιορισμένων αρμοδιοτήτων από τον Μ. Αυρήλιο) στην Έφεσο. Ο Λουκιανός έγραψε κολακευτικά κείμενα για την Ελληνίδα ερωμένη του. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 77)

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και ο συνήθως ριζοσπαστικός Λουκιανός δεν ξεφεύγει από τον γενικό κανόνα της εκνευριστικής κολακείας προς το πρόσωπο του Ρωμαίου αυτοκράτορα, καθώς αφιέρωσε ένα κείμενο του στην εξύμνηση των φυσικών και πνευματικών αρετών μιας Μιλησίας εταίρας, παλλακίδας του αυτοκράτορα Βέρρου. Μάλιστα, χρησιμοποίησε τη σύγκριση της με μια παλαιότερη, φημισμένη συμπατριώτισσα της, τη θρυλική Ασπασία, για να πλέξει το εγκώμιο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που ήταν πολύ ανώτερη, κατά τη γνώμη του, από την Αθηναϊκή του 5ου αιώνα π.Χ. (11).

Η πραγματικά, όμως, ανεκτίμητη προσφορά των εκπροσώπων της Δεύτερης Σοφιστικής ήταν η διάσωση της ελληνικής γλώσσας και η αποτροπή της επιβολής της επίσημης γλώσσας του ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή της λατινικής.

ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ: ΕΝΑΣ ΥΒΡΙΔΙΚΟΣ ΟΡΟΣ

Οι συνέπειες της ρωμαϊκής κυριαρχίας στον ελληνικό χώρο ήταν πολλές και, αρχικά, οι περισσότερες αρνητικές. Οι Ρωμαίοι, λαός πρακτικός, δεν επιχείρησαν να αλλάξουν την κοινωνική δομή των ελληνικών πόλεων, όσων βέβαια ήταν ολιγαρχικές. Ενίσχυσαν την τάση που είχε παρουσιασθεί από την Ελληνιστική Εποχή, της συγκέντρωσης του πλούτου στα χέρια λίγων ισχυρών οικογενειών που δημιούργησαν αληθινές τοπικές δυναστείες. Δεν επέτρεπαν, όμως, την κατάληψη από τα μέλη αυτών των οικογενειών υψηλών κρατικών αξιωμάτων, τουλάχιστον έως τον 3ο αιώνα μ.Χ.

Καθώς οι πόλεις είχαν απολέσει μαζί με την αυτονομία τους και τις πηγές των εσόδων τους, υποχρεώθηκαν να στηριχθούν στον ιδιωτικό πλούτο για να επιβιώσουν. Έτσι, η ρωμαιοκρατία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το φαινόμενο του ελληνιστικού ευεργετισμού. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι το φαινόμενο των «χορηγών» στην Αθήνα του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. δεν έχει μεγάλη σχέση με το φαινόμενο του ελληνιστικού και του ρωμαϊκού ευργετισμού. Οι Αθηναίοι δημοκρατικοί είχαν καταφέρει να συνδυάσουν μέσω του συστήματος των χορηγιών τη φορολογία των πλουσίων και τη διατήρηση του πατριωτισμού τους (12). Αντίθετα, ο ευεργετισμός σηματοδότησε την πλήρη κυριαρχία των πλουσίων στην τοπική πολιτική σκηνή.

Ένα ερώτημα που μπορεί να τεθεί είναι το εάν οι Ρωμαίοι επιδίωξαν να εκλατινίσουν τους Έλληνες υπηκόους τους πολιτιστικά ή να τους αφομοιώσουν. Τέτοιες προσπάθειες δεν φαίνεται να έγιναν με οργανωμένο τρόπο, ίσως διότι τους Ρωμαίους ενδιέφερε η οικονομική εκμετάλλευση των υποτελών τους και όχι η αφομοίωσή τους.

«Καθώς οι πόλεις είχαν απολέσει μαζί με την αυτονομία τους και τις πηγές των εσόδων τους, υποχρεώθηκαν να στηριχθούν στον ιδιωτικό πλούτο για να επιβιώσουν. Έτσι, η ρωμαιοκρατία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το φαινόμενο του ελληνιστικού ευεργετισμού.

Επίσης, η ελληνιστική κοινή είχε γίνει η lingua franca της ανατολικής Μεσογείου και της Μ. Ανατολής και φαίνεται ότι συνέφερε περισσότερο τους Ρωμαίους να διατηρήσουν το ισχύον γλωσσικό καθεστώς από το να προσπαθήσουν να επιβάλουν τη λατινική. Έτσι, ήσσονος σημασίας τοπικές γλώσσες, όπως η καρχηδονιακή, η λυκιακή, η φρυγική, η γαλατική, σύντομα εξαφανίσθηκαν χωρίς να αφήσουν ουσιαστικά ίχνη, ενώ η ελληνική επέζησε λόγω του «οικουμενικού» της χαρακτήρα.

Βέβαια, το ρωμαϊκό κράτος είχε προχωρήσει στην ίδρυση ρωμαϊκών και λατινικών αποικιών στον ελληνικό χώρο. Τέτοιες αποικίες ιδρύονταν στη θέση κατεστραμμένων πόλεων, όπως της Κορίνθου, η οποία καταστράφηκε από τον Μόμμιο το 146 π.Χ. και ανοικοδομήθηκε ως ρωμαϊκή αποικία από τον Ιούλιο Καίσαρα το 44 π.Χ. (13). Άλλες ιδρύθηκαν σε τοποθεσίες όπου δεν προϋπήρχαν ελληνικοί οικισμοί, π.χ. η Νικόπολη, η οποία ιδρύθηκε από τον Οκταβιανό για να διατηρηθεί η ανάμνηση της νίκης του επί του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, το 31 π.Χ., στη ναυμαχία του Ακτίου (14).

Στις αποικίες εγκαθίσταντο βετεράνοι του Ρωμαϊκού Στρατού με τις οικογένειες τους, αλλά και έμποροι και απελεύθεροι. Οι κάτοικοι των αποικιών, ως Ρωμαίοι πολίτες, ζούσαν σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο και το διοικητικό σύστημα, ενώ γλώσσα τους ήταν η λατινική. Οι επιγραφές των αποικιών ήταν στη λατινική, με εξαίρεση την Κόρινθο που ανέκτησε σταδιακά τον ελληνικό πολιτιστικό της χαρακτήρα, αν και διατήρησε το νομικό καθεστώς της αποικίας.

Ένα στοιχείο που αποδεικνύει την ώσμωση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ρωμαίους είναι η χάραξη δίγλωσσων επιγραφών σε ορισμένες πόλεις, κυρίως στη Θεσσαλονίκη: π.χ. η επιγραφή της Αβίας Ποσίλλας (χρονολόγηση: μεταξύ του 12 π Χ. και του 14 μ.Χ.), η οποία χρηματοδότησε την κατασκευή ενός δεξαμενής και των παρακείμενων στοών, είχε αναρτηθεί σε παραλλαγές, ελληνική και λατινική. Δεν είναι βέβαια τυχαίο το ότι η συγκεκριμένη προεχόταν από μια οικογένεια ιταλικής καταγωγής (15).

Πάντως οι αποικίες αποτελούσαν ασήμαντες λατινικές νησίδες στον ελληνικό χώρο και δέχθηκαν την ελληνική πολιτιστική επίδραση. Έτσι, σε μια λατινική επιγραφή από την αποικία Κρέμνα στην Πισιδία της νότιας Μ. Ασίας καταγράφεται η δωρεά ποσού 12.000 δηναρίων από μια γυναίκα για την αποπεράτωση ενός oecobasilicm, δηλαδή μιας βασιλικής για τη συνάθροιση των πολιτών (Inscriptiones Von Kremna, no. 45).

Τι συνέβαινε, όμως, με τον ελληνικό πληθυσμό; Υπήρχαν, άραγε, τάσεις εθελοντικού «εκλατινισμού»; Δεν υπάρχουν άμεσες μαρτυρίες, αλλά η πολιτιστική επίδραση του κατακτητή επί του κατακτημένου λαού ήταν αναπόφευκτη: σε επίπεδο λεξιλογίου οι συνέπειες δεν ήταν σημαντικές, αν και τα λεξιλογικά δάνεια ήταν αναπόφευκτα (φίσκος= δημόσιο ταμείο, πεκούλιο= περιουσία δούλου, ρεπούδιο= διαζύγιο, λεγεώνα, ιούγερο= μονάδα μέτρησης γης, δηνάριο= νόμισμα). Ο θρησκευτικός συγκρητισμός ήταν υψηλός: π.χ. στη Λέσβο οι «παρεπιδημούντες» Ρωμαίοι μετέφεραν στο νησί τη λατρεία του Λατίνου θεού των δασών Σιλβανού (16). Στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις της ρωμαιοκρατούμενης Ελλάδας, εισήχθη η λατρεία της ρωμαϊκής θεάς Vesta (=Εστία) (17). Εξάλλου, αρχαιολογικά, επιγραφικά και φιλολογικά στοιχεία αποδεικνύουν πόσο δημοφιλείς είχαν καταστεί οι θηριομαχίες και οι μονομαχίες στις ελληνικές πόλεις: ο Απολλώνιος Τυανεύς μπορεί να κατέκρινε την οργάνωση θηριομαχιών στο θέατρο του Διονύσου, όμως οι Αθηναίοι δεν φαίνεται να συμμερίζονταν την άποψη του (18). Αρχιερείς και αρχιέρειες της αυτοκρατορικής λατρείας χρηματοδοτούσαν τόσο συχνά μονομαχίες, ώστε δημιουργήθηκε ένας ιδιαίτερος όρος («αρχιερεύς/αρχιέρεια δι’ όπλων») στην περιοχή της Θράκης, γεγονός που οδήγησε τη Βουλγάρα ιστορικό Z. Goceva να διατυπώσει την άποψη ότι η διαδικασία του εκρωμαϊσμού είχε προχωρήσει πολύ στην περιοχή (19).

Αναπαράσταση ακρόπολης της Περγάμου κατά τη Ρωμαϊκή Περίοδο, από τους Bohn και Koch (1886) (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 79)

ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ «ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ» ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

Η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας» είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσουν οι Έλληνες να ονομάζονται «Ρωμαίοι» και ο ελληνικός χώρος Ρωμανία», διαδικασία που ολοκληρώθηκε κατά την Ύστερη Αρχαιότητα.

Η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας», δηλαδή της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη, ήταν ένα προνόμιο το οποίο οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες παραχωρούσαν σπάνια έως τον 3ο αιώνα μ.Χ., καθώς οι επαρχιώτες που διέθεταν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη είχαν το δικαίωμα να προσφύγουν στην αυτοκρατορική δικαιοσύνη και να αποφύγουν τα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια τυχόν φυλάκισης τους. Η μελέτη των επιγραφών μάς πληροφορεί πόσα μέλη της ελίτ των ελληνικών πόλεων διέθεταν αυτό το προνόμιο, επειδή οι κάτοχοι του ελάμβαναν το όνομα του γένους (gentilicium) του εκάστοτε αυτοκράτορα. Σε ορισμένες επιγραφές γίνεται σαφές ότι η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας» ήταν μια μεγάλη τιμή. Έτσι, η Αυρηλία Παυλίνα, μια μεγάλη κυρία της ελίτ της Πέργης, μιας μικρής πόλης στη νότια Μ. Ασία, η οποία υπήρξε ιέρεια της Αρτέμιδος Περγαίας και αρχιέρεια της αυτοκρατορικής λατρείας μαζί με τον σύζυγο της στη γειτονική πόλη του Σίλλυου, αναφέρεται σε μια τιμητική επιγραφή που καταγράφει μια ευεργεσία της ως «τιμηθείσα δε και υπό θεού Κομμόδου πολιτεία Ρωμαίων» (20). Δεν τιμούντο, βέβαια, με αυτό το προνόμιο όλα τα μέλη των τοπικών ελίτ, αλλά εκείνα τα οποία, όπως η Αυρηλία Παυλίνα, διακρίνονταν για το μέγεθος της περιουσίας τους, αφού τα κοινωνικά και πολιτικά κριτήρια των Ρωμαίων ήταν τιμοκρατικά.

Η «θεία δωρεά», δηλαδή η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας», με διάταγμα του αυτοκράτορα Καρακάλλα το 212 μ.Χ., σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έχει προκαλέσει διχογνωμία μεταξύ των ιστορικών. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι η «δωρεά» αυτή δεν είχε μεγάλη σημασία διότι η πλειοψηφία του πληθυσμού είχε αποκτήσει ήδη αυτό το δικαίωμα. Μια πρόσφατη, όμως, μελέτη απέδειξε το αντίθετο (21). Ο Α.Ε. Καλδέλλης υποστήριξε ότι με τη «δωρεά» αυτήν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της «παγκοσμιοποίησης» των ελληνικών πληθυσμών μέσα στο πλαίσιο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία είχε ήδη διαφανεί στον πιο γνωστό λόγο του Αιλίου Αριστείδη, «Εις Ρώμην», όπου πλέκεται το εγκώμιο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στο έργο του Αιλίου Αριστείδη εμφανίζεται μία ακόμη πτυχή της σύγχρονης του πραγματικότητας: το ταξικό στοιχείο. Για τον Σμυρναίο ρήτορα, όπως και για τους Ρωμαίους νομικούς, ο άξιος και ο πλούσιος ταυτίζονται. Άλλωστε, η «θεία δωρεά» είχε μηδαμινή σημασία για τους πτωχούς, αφού από τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. το ρωμαϊκό δίκαιο επέτρεπε τον βασανισμό Ρωμαίων πολιτών που ανήκαν στις κατώτερες τάξεις.

Η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας» είχε ως τελικό αποτέλεσμα να αρχίσουν οι Έλληνες να ονομάζονται «Ρωμαίοι» και ο ελληνικός χώρος «Ρωμανία», διαδικασία που ολοκληρώθηκε κατά την Ύστερη Αρχαιότητα.

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Ρωμαϊκό ψηφιδωτό από την Κολωνία που απεικονίζει λογίους και φιλοσόφους της κλασικής Ελλάδας. Στην είσοδο του δωματίου ο επισκέπτης έβλεπε τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη, αριστερά τον Κλεόβουλο τον Λίνδιο (έναν από τους Επτά Σοφούς), τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, ενώ δεξιά, τον Σοφοκλή, τον Αριστοτέλη και τον Χείλωνα. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 75)

Η ρωμαϊκή τέχνη ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό την ελληνική, τόσο θεματικά όσο και σε επίπεδο μορφής. Παλαιότερα, οι ιστορικοί της τέχνης αδιαφορούσαν για τη ρωμαϊκή τέχνη διότι τη θεωρούσαν ασήμαντη παραφυάδα της ελληνικής, όμως από τη δεκαετία του 1980 στον αγγλόφωνο χώρο παρουσιάσθηκε μια τάση θετικής αξιολόγησης της ρωμαϊκής τέχνης, ιδίως σε συσχέτιση με την κοινωνική ιστορία. Μία από τις κύριες εκπροσώπους αυτής της τάσης είναι η Susan Walker. Σε ένα από τα βιβλία της με θέμα τα πορτραίτα στην ελληνική και τη ρωμαϊκή τέχνη αναφέρει ότι θεωρείτο πολύ μοντέρνα η απεικόνιση των μορφών μεγάλων Ελλήνων φιλοσόφων σε έργα της Ρωμαϊκής Εποχής που κοσμούσαν τις οικίες των Ρωμαίων αριστοκρατών (22). Επίσης, επισημαίνει ότι γνωρίζουμε πολλά από τα χαμένα σήμερα έργα της κλασικής, αλλά και της ελληνιστικής τέχνης, μέσω των δεκάδων ρωμαϊκών αντιτύπων τους.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχουν οι κοινωνιολογικές παρατηρήσεις της ιδίως όταν συγκρίνει ανάγλυφα πορτραίτα Ελλήνων από την επαρχία της Ασίας με αποσπάσματα έργων του Δίωνα Χρυσοστόμου και του Φιλοστράτου που επέκριναν την τάση των Ελλήνων για εκρωμαϊσμό, π.χ. η ελληνική μόδα απαιτούσε να έχουν οι ενήλικοι άνδρες γενειάδα, ενώ οι Ρωμαίοι ξυρίζονταν. Έτσι, λοιπόν, μια φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια στην εξωτερική εμφάνιση των ανδρών θεωρήθηκε ότι καθόριζε το αν κάποιος ήταν υπέρ της διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας ή όχι! Ο Δίων Χρυσόστομος σε έναν λόγο του επαινεί τους άνδρες μιας μικρής ημιεξελληνισμένης πόλης στη Βιθυνία διότι οι περισσότεροι εξακολουθούσαν να έχουν μακριά μαλλιά και γένεια, όπως οι ομηρικοί ήρωες (23). Επίσης, ο Φιλόστρατος κατέγραψε την απογοήτευση του Απολλώνιου Τυανέως για το γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι της περιόδου της Βασιλείας του Αδριανού (117-138 μ.Χ.) είχαν αποκτήσει «θηλυπρεπή» εμφάνιση (ξυρισμένο πρόσωπο, απαλά πόδια, ανάλαφρη ενδυμασία, χρήση κοσμημάτων) (24). Ακόμη πιο σοβαρή είναι η κριτική από τον Απολλώνιο της τάσης των Ελλήνων της Ιωνίας να εγκαταλείπουν τη χρήση των κλασικών ελληνικών ονομάτων και να υιοθετούν ρωμαϊκά (25).

Πορτραίτο σε ανάγλυφο ενός άνδρα και της συζύγου του, περί τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. Αν και η επιγραφή είναι στα ελληνικά και το ανάγλυφο εικάζεται ότι προέρχεται από τη Σμύρνη, η εικόνα αντανακλά την τάση για εκρωμαϊσμό στην εξωτερική εμφάνιση των Ελλήνων, που έθλιβε και εξόργιζε τον ρήτορα Δίωνα Χρυσόστομο. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 81)

Η σύγκριση, όμως, με τις μορφές ανδρών και γυναικών σε επιτύμβιες στήλες από τη Μ. Ασία αποδεικνύει ότι η ανιαρή ηθικολογία των λογίων δεν έβρισκε «λαϊκό έρεισμα». Οι άνδρες ξύριζαν το πρόσωπο τους και τόσο αυτοί όσο και οι γυναίκες υιοθετούσαν κομμώσεις ρωμαϊκού τύπου. Τα υλικά οφέλη του εκρωμαϊσμού σαφώς και βάρυναν περισσότερο στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου από την προσήλωση στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας.

Ορισμένες επιγραφικές πηγές, όμως, δείχνουν ότι τα μέλη των τοπικών αριστοκρατιών επέμεναν να συνδυάζουν τον ρωμαϊκό κοσμοπολιτισμό με το αίσθημα της τοπικής υπερηφάνειας. Σε μια επιτύμβια επιγραφή του 3ου αιώνα μ.Χ. από τη Σεβαστόπολη του Πόντου ένας ποντάρχης τιμά τη μνήμη της συζύγου του, της αρχιέρειας Κεσσελλίας Μάξιμας Αμαζονίδας, η οποία έφερε τον τίτλο της «ματρώνας στολάτας». Ο σχολιασμός της επιγραφής από τον T.B. Mitford επισημαίνει ότι η παράδοση τοποθετούσε τη γη των Αμαζόνων στην πεδιάδα του ποταμού Θερμόδοντα, κοντά στην πατρίδα της αρχιέρειας, η οποία φαίνεται ότι ήταν υπερήφανη τόσο για το ρωμαϊκό όνομα και τον τίτλο της, όσο και για την πατρίδα της, την οποία τίμησε μέσω του ελληνικού ονόματος της («Αμαζών») (26).

Αριστερά: Αναπαράσταση του Νυμφαίου του Τραϊανού στην Εφεσο (G. Wiplinger - G. Wlach, Ephesus. 100 years id Austrian research, 1966) (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 69)

Δεξιά: Η Ιουλία Δόμνα, σύζυγος του αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου (εδώ, σε νόμισμα της Αντιόχειας της Πισιδίας), προσέφερε την υποστήριξη της στον Φιλόστρατο, διαπρεπή εκπρόσωπο της Δεύτερης Σοφιστικής. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 82)

Στην αρχιτεκτονική οι Ρωμαίοι ασφαλώς και δεν παρουσίασαν επιτεύγματα υψηλής τέχνης, αλλά το πρακτικό τους πνεύμα τους επέτρεψε να κατασκευάσουν αψίδες, λουτρά, υδραγωγεία και άλλα έργα δημόσιας ωφέλειας που βελτίωσαν την ποιότητα της αστικής ζωής (27). Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός ότι ένας Ρωμαίος, ο Βιτρούβιος, έγραψε το έργο-οδηγό για την αρχαία αρχιτεκτονική. Μια άλλη αρχιτεκτονική συνήθεια των Ρωμαίων ήταν η ανέγερση κτιρίων διακοσμητικού χαρακτήρα, π.χ. νυμφαίων, καθώς και ποικίλων μνημείων μιλιταριστικού χαρακτήρα.

Πολλοί τοπικοί ευεργέτες είχαν αρχίσει να χρηματοδοτούν έργα που προσέδιδαν ρωμαϊκό χαρακτήρα στην αρχιτεκτονική όψη της πόλης τους: π.Χ. στην Αφροδισιάδα της Μ. Ασίας, πόλη που έχαιρε της πατρωνίας των αυτοκρατόρων της Ιουλιοκλαυδιανής δυναστείας διότι ήταν αφιερωμένη στη θεά Αφροδίτη, τη γενάρχη της πρώτης ρωμαϊκής δυναστείας, τα χρήματα μιας ευεργέτριας, της Ατταλίδας, χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση του βαλανείου (=λουτρού) και ενός «ατρείου». Ο σχολιαστής της επιγραφής επισημαίνει ότι το «άτρειο» ήταν απόδειξη της ύπαρξης αρχιτεκτονικών νεωτερισμών προκειμένου το νέο δημόσιο λουτρό να προσλάβει ρωμαϊκό χαρακτήρα: το «άτρειο» ήταν πιθανώς μια αυλή περιστοιχισμένη από κολώνες, με μια δεξαμενή νερού στο μέσον της (28). Η επιγραφή αυτή τοποθετείται χρονικά στη βασιλεία είτε του Νέρωνα είτε του Δομιτιανού (μέσα-τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ.).

Γενικά, κατά τον 2ο και τον 3ο αιώνα μ.Χ. όλες οι πόλεις της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από τη Συρία έως τη Γαλατία και από την Κρήτη έως τη Βρετανία, άρχισαν να αποκτούν έναν ομογενοποιημένο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΙΚΕΣ ΕΙΣΒΟΛΕΣ ΤΟΥ 3ΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ 4ΟΥ ΑΙΩΝΑ μ.Χ.

Γεώργιος Καρδάρας

Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορία Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Η Πύλη του Αδριανού, το χαρακτηριστικότερο μνημείο της Ρωμαιοκρατίας στην Αθήνα (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 47)

Οι βαρβαρικές επιδρομές του 3ου και του 4ου αιώνα στον ελληνικό χώρο συνέβαλαν στην παρακμή του αστικού βίου αρκετών πόλεων, οι οποίες μέχρι τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους παρουσίαζαν οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική άνθηση. Οι επιδρομές των γερμανικών φύλων με τις καταστροφές που προκάλεσαν, σηματοδότησαν για τον ελληνικό χώρο το τέλος της Ρωμαϊκής Εποχής και, ταυτόχρονα, τη μετάβαση, για το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους.

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΤΟΝ 3ο ΑΙΩΝΑ μ.Χ.

Αριστερά: Το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού (Ηρώδειο) ήταν ένα από τα σημαντικά κτίρια της ρωμαϊκής Α9ήνας που γνώρισαν την καταστροφική μήνι των Ερούλων (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα τ.3) (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 48)

Δεξιά: Αναπαράσταση της βιβλιοθήκης του Αδριανού, στην Αθήνα. Το συγκρότημα αυτό υπέστη εκτεταμένες καταστροφές κατά την επιδρομή των Ερούλων στην πόλη, το 267. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 49)

Με την άνοδο στον θρόνο της Ρώμης του αυτοκράτορα Κόμμοδου (180192), γιου του Μάρκου Αυρηλίου (161-180), έληξε η περίοδος της ρωμαϊκής «πεφωτισμένης δεσποτείας» και άρχισε μια νέα εποχή, κύριο γνώρισμα της οποίας ήταν η υπέρμετρη αύξηση της δύναμης του στρατού, μέχρι του σημείου να καθορίζει εκείνος τις τύχες του κράτους. Ο στρατός, ο οποίος μέχρι τότε απλώς υπηρετούσε την αυτοκρατορία, έγινε ο κύριος παράγοντας της εξουσίας, ανεβάζοντας στον θρόνο και ανατρέποντας ηγεμόνες ανάλογα με τη διάθεση του και δίχως πάντοτε λογικά αίτια. Μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235) ακολούθησε πλήρης αναρχία, καθώς τα στρατεύματα των επαρχιών, το ένα μετά το άλλο, ανακήρυσσαν τους διοικητές τους αυτοκράτορες, για να τους ανατρέψουν αργότερα με το παραμικρό δείγμα αυστηρότητας ή αδυναμίας εκ μέρους τους, εκμεταλλευόμενα τη δύναμη που είχαν αποκτήσει για να λεηλατούν τις ειρηνικές και τις πλούσιες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Στο διάστημα μεταξύ του 235 και του 285 ανήλθαν στον θρόνο 26 αυτοκράτορες, από τους οποίους μόνο ένας πέθανε από φυσικό θάνατο. Αν και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ικανοί και προσπάθησαν να προστατεύσουν την αυτοκρατορία από τους εξωτερικούς της εχθρούς, στο εσωτερικό αντιμετώπιζαν διαρκώς στάσεις. Έτσι, ήταν αναγκασμένοι να παραμελούν την ακεραιότητα και την ασφάλεια του κράτους προκειμένου να προφυλαχθούν οι ίδιοι από εσωτερικούς αντιπάλους, τους οποίους οι στρατιώτες ανάγκαζαν, συχνά διά της βίας, να διεκδικήσουν τον θρόνο. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έφθασε στη μεγαλύτερη κατάπτωση της κατά την εποχή του Βαλεριανού και του γιου του, Γαλλιηνού, οι οποίοι κυβέρνησαν από το 253 έως το 268.

ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Όσο επιδεινωνόταν η εσωτερική κατάσταση της Ρώμης, τόσο εντονότερα εκδηλωνόταν η πίεση των γερμανικών φύλων στα βόρεια σύνορα της. Οι πρώτες σημαντικές επιθέσεις των Γερμανών πραγματοποιήθηκαν την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου, το 166, όταν οι Κουάδοι και οι Μαρκομάνοι διέσχισαν τον Δούναβη και στη συνέχεια πολιόρκησαν την Ακυληία. Ο Μάρκος Αυρήλιος παρέμεινε στα σύνορα καθόλη τη διάρκεια της ηγεμονίας του για να τους αντιμετωπίσει. Μετέπειτα, οι Σεβήροι αυτοκράτορες αναχαίτισαν τις επιθέσεις των γερμανικών φύλων, η στρατιωτική αναρχία όμως που ακολούθησε (235-285) προκάλεσε μία σειρά επιδρομών οι οποίες άρχισαν να καταστρέφουν την αυτοκρατορία. Στη Δύση, το 242, το 253 και κυρίως το 276, η Γαλατία, η Ισπανία και Π βόρεια Ιταλία έως τη Ραβέννα ερημώθηκαν από τους Αλαμανούς, τους Φράγκους και άλλους βαρβαρικούς λαούς, ενώ οι ακτές της Βρετανίας λεηλατήθηκαν από τους Σάξονες. Χάρη στη δραστηριότητα των λεγόμενων Γαλατών αυτοκρατόρων Πόστουμου και Τετρικίου, αλλά και του Ορελίου, του Πρόβου και του Κωνστάντιου Χλωρού, οι εισβολείς απωθήθηκαν προσωρινά. Παράλληλα στη διάρκεια του 3ου αιώνα, η Βαλκανική χερσόνησος υπέστη επίσης πολυάριθμες επιδρομές από αρκετούς βαρβαρικούς λαούς, όπως οι Καρποδάκες, οι Σαρμάτες, οι Γότθοι, οι Βάνδαλοι, οι Ερούλοι και οι Βαστάρνες. Ο αυτοκράτορας Κλαύδιος, ο επονομαζόμενος Γοτθικός (268-270), κέρδισε μια αποφασιστική νίκη κατά των Γότθων το 269, με την οποία συγκράτησε για ένα διάστημα την πίεση τους στα σύνορα του Δούναβη. Ο διάδοχος του, Αυρηλιανός (270- 5) υπερασπίσθηκε εξίσου αποτελεσματικά τις επαρχίες του Δούναβη και την Ιταλία από τις επιθέσεις των Γερμανών, αναγκάσθηκε όμως το 274 να εκκενώσει τη Δακία (η οποία

είχε κατακτηθεί το 106 από τον Τραϊανό), καθώς οι πολεμικές του επιχειρήσεις στην Ανατολή δεν του επέτρεπαν να διατηρεί μεγάλο αριθμό στρατευμάτων στα Βαλκάνια.

Μέρος της σωζόμενης τοιχοδομίας (με κορινθιακούς κίονες) της ανατολικής πλευράς της βιβλιοθήκης του Αδριανού (Αθήνα), κτίσματος το οποίο υπέστη σοβαρές βάρβαρους Ερούλους (Εκδοτική Αθηνών). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 51)

Για την προστασία των αχανών συνόρων της, η Ρώμη είχε δημιουργήσει μια τεράστια σειρά οχυρώσεων, γνωστών ως limes, κατά μήκος της ρωμαϊκής μεθορίου. Σε ό,τι αφορά τα Βαλκάνια, αυτά προστατεύονταν από τον limes της Παννονίας στα δυτικά και τον limes της Μοισίας στα ανατολικά. Ο limes της Παννονίας εκτεινόταν από τη Βιέννη μέχρι το Βελιγράδι και ήταν πιο ευάλωτος σε εχθρικές επιθέσεις, λόγω της ουγγρικής πεδιάδας που δεν παρουσίαζε φυσικά εμπόδια. Δημιουργήθηκε τον 1ο αιώνα και περιελάμβανε μεγάλα κάστρα στα οποία στρατοπέδευαν οι λεγεώνες (στη Βιέννη, το Καρνούτουμ, το Βριγέτιο και τη Βουδαπέστη), μικρά κάστρα για τα βοηθητικά στρατεύματα, καθώς και σειρές πύργων. Η ιστορία του limes της Παννονίας διακρίνεται σε δύο φάσεις: στην περίοδο των δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, κατά την οποία χρησίμευε ως στρατιωτική βάση για τις πολεμικές επιχειρήσεις των Ρωμαίων στις γειτονικές χώρες, και στην περίοδο των δύο επόμενων αιώνων, του 3ου και του 4ου, όταν έπαιζε ρόλο αμυντικής γραμμής. Τα μικρά κάστρα και οι πύργοι βρίσκονταν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, συγκριτικά με άλλους limes, ενώ ιδιαίτερη σημασία είχε ένας φράκτης που κατασκευάσθηκε επί του Μ. Κωνσταντίνου μπροστά από τον limes, μέσα σε εχθρικό έδαφος, στην προκειμένη περίπτωση των Σαρματών. Σε αυτόν τον limes αποδίδονται, επίσης, και οι πύργοι με τα παρατηρητήρια που εικονίζονται στη στήλη του Τραϊανού.

Ανατολικότερα του limes της Παννονίας βρισκόταν ο limes της Μοισίας, που εκτεινόταν από το Βελιγράδι μέχρι τις εκβολές του Δούναβη στη Μαύρη Θάλασσα και περιελάμβανε δύο ρωμαϊκές επαρχίες, την Άνω και την Κάτω Μοισία. Στην Άνω Μοισία, υπήρχαν δύο κάστρα λεγεωνών στο Βελιγράδι (ρωμ. Σιγγιδόνα) και το Βιμινάκιο, κοντά στα σημερινά σύνορα Σερβίας-Βουλγαρίας. Στην Κάτω Μοισία υπήρχαν περισσότερα κάστρα λεγεωνών, με κυριότερα το Σβιστόβ, τη Σιλίστρια και την Ιπλιτσα. Ο limes της Μοισίας έπαυσε ουσιαστικά να υπάρχει μετά τις κατακτήσεις του Τραϊανού, καθώς τα όρια του ρωμαϊκού κράτους μετατοπίσθηκαν βορειότερα μετά την κατάληψη της Δακίας (σημ. νότια Ρουμανία), στην Τρανσυλβανία και τα Καρπάθια. Κατά την εποχή του Αδριανού υπήρξε περαιτέρω διεύρυνση του limes με την προσάρτηση και της Δοβρουτσάς, στο δέλτα του Δούναβη. Στα Καρπάθια, επειδή τα βουνά σχημάτιζαν ένα ισχυρό φυσικό εμπόδιο, δεν δημιουργήθηκε ένας πραγματικός limes για την ανατολική Τρανσυλβανία. Κατά την εποχή του Αυρηλιανού, μετά την εκκένωση της Δακίας, τα όρια του limes μετακινήθηκαν νοτιότερα στον κάτω Δούναβη, ενώ την εποχή ου Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου οι εκεί λεγεώνες είχαν κυρίως αμυντικό ρόλο, υπερασπίζοντας όχι έναν εκτεταμένο limes, αλλά τις πόλεις και τα οχυρά από τις εχθρικές επιδρομές. Ο Ρωμαϊκός Στρατός, καθώς δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει πλέον τις μαζικές εισβολές στους limes, άφηνε τους επιτιθέμενους να διασκορπίζονται στο εσωτερικό των Βαλκανίων και να αναλώνονται σε πολιορκίες πόλεων μακριά από τα ορμητήρια τους, βόρεια του Δούναβη.

Σχέδιο του ιερού της Δήμητρας στην Ελευσίνα κατά την περίοδο της ακμής του. Μετά την καταστροφική επιδρομή του Γότθου Αλαρίχου, το 395, ο χώρος έχασε τη σημασία του (σχέδιο Ι. Τραυλού). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 53)

Η ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΕΡΟΥΛΩΝ (267)

Στο πλαίσιο των προαναφερθέντων επιδρομών, ο ελληνικός χώρος δεν έμεινε ανέπαφος, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 3ου αιώνα. Προοίμιο αυτών των επιθέσεων υπήρξε η επιδρομή των Κοστωβώκων, οι οποίοι νωρίτερα, το 170, κατέστρεψαν την Ελευσίνα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες αφηγηματικών πηγών και επιγραφών, φαίνεται ότι σε πόλεις του ελληνικού χώρου, όπως οι ©εσπιές και η Ελάτεια, οι τοπικοί πληθυσμοί δημιούργησαν εθελοντικά σώματα, τα οποία πολέμησαν στο πλευρό των τακτικών στρατιωτικών μονάδων εναντίον των εισβολέων. Κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα παρατηρούνται στον ελληνικό χώρο προσπάθειες κατασκευής ή επισκευής οχυρωματικών έργων, όπως π.χ. η οχύρωση το 245 των Θερμοπυλών και του Ισθμού της Κορίνθου, στις οποίες σημαντική συμβολή είχαν ορισμένες φορές ιδιώτες. Οχυρώσεις παρατηρούνται ακόμη και στην ύπαιθρο μετά το 270, ιδιαίτερα γύρω από τις μεγάλες επαύλεις (νίΙΙββ) οι οποίες κατά κανόνα ανήκαν σε ανώτατους κρατικούς αξιωματούχους και μεγάλους γαιοκτήμονες.

Αριστερά: Τα Μεγάλα Προπύλαια του ιερού της Δήμητρας στην Ελευσίνα, το οποίο καταστράφηκε κατά την επιδρομή του Αλαρίχου στη νότια Ελλάδα, το 395. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 53)

Δεξιά: Σύλληψη Γερμανών πολεμιστών από Ρωμαίους Λεγεωνάριους. Λεπτομέρεια από τη στήλη του Μάρκου Αυρηλίου στη Ρώμη. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 53)

Η πρώτη μεγάλη βαρβαρική επιδρομή που προκάλεσε σημαντικές καταστροφές σε εκτεταμένο τμήμα του ελληνικού χώρου και συνέβη αιφνιδιαστικά, ήταν εκείνη του γερμανικού φύλου των Ερούλων. Στα τέλη της βασιλείας του Γαλλιηνού, το 267, ο στόλος και ο στρατός των Ερούλων συνεργάσθηκαν με το πεζικό των Γότθων και των Βασταρνών προκειμένου να επιτεθούν στις ελληνικές επαρχίες της Ρώμης. Οι μαρτυρίες για τη δύναμη των εισβολέων, αν και δεν είναι ταυτόσημες αναφέρουν υπερβολικό αριθμό 2.000 πλοίων και 300.000 πεζών. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός τους ήταν α μεγάλος για να προκαλέσει καταστροφές σε αρκετές πόλεις. Έχοντας ένα ισχυρό στόλο στη διάθεση τους, οι Ερούλοι, ερήμωσαν αρχικά το Βυζάντιο (στην θέση του οποίου αργότερα κτίσθηκε η Κωνσταντινούπολη), τη Χρυσούπολη, τη Λήμνο και τη Σκύρο, και στη συνέχεια έφθασαν στην Αθήνα.

Η πόλη της Αθήνας βρέθηκε απροετοίμαστη για να αντιμετωπίσει τόσο μεγάλο πλήθος επιδρομέων. Εν τούτοις, οι Αθηναίοι οργάνωσαν
όπως μπορούσαν άμυνα της πόλης υπό την καθοδήγηση του ιστορικού Δεξίππου ο οποίος υπήρξε η κορυφαία μορφή στην προσπάθεια απόκρουσης των εισβολέων και μετέπειτα η κυριότερη ιστορική πηγή για τις βαρβαρικές επιδρομές της εποχής του. Κύρια έργα του, από τα οποία σώθηκαν αυτούσια μόνο μερικά αποσπάσματα, είναι τα «Χρονικά» σε 12 βιβλία, από τα μυθικά χρόνια έως το 270, και τα «Σκυθικά», στα οποία περιέγραψε τις επιδρομές των γερμανικών φύλων στα Βαλκάνια από το 238 έως το 270.

Νόμισμα και προτομή του αυτοκράτορα Γαλλιηνού, ο οποίος απέτυχε να παρεμποδίσει τις βαρβαρικές εισβολές στα Βαλκάνια κατά τον 3ο αιώνα. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 54)

Ο Δέξιππος, προσπαθώντας να αποκρούσει τους Ερούλους, στρατολόγησε εσπευσμένα 2.000 άνδρες για να ενισχύσει τη φρουρά της πόλης. Παρά τις προσπάθειες του, όμως, οι Ερούλοι έκαμψαν την αντίσταση των υπερασπιστών και η Αθήνα λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε.

Οι συνέπειες της καταστροφής του 267 υπήρξαν μακροπρόθεσμες για την πόλη, η οποία σχεδόν χάθηκε από τις μαρτυρίες των πηγών έως το 300. Η καταστροφή από τους Ερούλους ολοκλήρωσε την πορεία οικονομικής παρακμής της Αθήνας μετά τα μέσα του 2ου αιώνα. Στη δίνη της οικονομικής κρίσης του αιώνα, η εξαφάνιση στην Αθήνα των κερμάτων που ήταν μικρότερα της δραχμής αποτελεί ένδειξη για τον πληθωρισμό ο οποίος έπληττε τόσο την αυκρατορία, όσο και την πόλη. Την ίδια πορεία ακολούθησε και ο Πειραιάς, ο οποίος υπήρξε σπουδαίο τραπεζιτικό κέντρο της Κλασικής Εποχής. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, μετά την επιδρομή η ανοικοδόμηση άρχισε με πολύ αργό ρυθμό και ολοκληρώθηκε τον 4ο αιώνα, ενώ η ζώνη της Αγοράς δεν ανοικοδομήθηκε ούτε αναδιαμορφώθηκε μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα. Οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν τους λίθους από τα πυρπολημένα κτίρια για
να οικοδομήσουν έναν αμυντικό περίβολο που συμπεριέλαβε την Ακρόπολη και τον χώρο της Αγοράς. Παρά τη διαρκή παρακμή της πόλης, φαίνεται ότι το γόητρο της εξακολούθησε να παραμένει υψηλό, όπως προκύπτει από την αποδοχή του αξιώματος του Αθηναίου στρατηγού από τον Μ. Κωνσταντίνο.

Η Νικόπολη, η κυριότερη ρωμαϊκή πόλη της Ηπείρου, έγινε στόχος επιθέσεων των Γότθων το 250 και το 267. Εδώ, το Ωδείο της πόλης. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 55)

Μετά την καταστροφή της Αθήνας, οι Ερούλοι έφθασαν στην Πελοπόννησο, όπου κατέστρεψαν την Κόρινθο, το Αργός και τη Σπάρτη, πριν αναχαιτισθούν στην Ολυμπία. Η επιδρομή τους είχε εξίσου αρνητικές συνέπειες για την Πελοπόννησο, αφού κλόνισε την οικονομική ευημερία της. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τις αναφορές των γραπτών πηγών για το εύρος των καταστροφών που προκάλεσαν οι εισβολείς, καθώς και την ανέγερση οχυρωματικών έργων για την προστασία των πόλεων της Πελοποννήσου. Η επιδρομή των Ερούλων, σε συνδυασμό με τις επιδημίες, αποτέλεσε τον κυριότερο παράγοντα για την αναστάτωση της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής των αστικών κέντρων της Πελλοπονήσου κατά τον 3ο και τον 4ο αιώνα, ιδιαίτερα της Πάτρας και της Κορίνθου οι οποίες ήταν μεγάλα τραπεζικά κέντρα. Ενδεικτικό για τις μεγάλες καταστροφές που προξένησαν οι Ερούλοι στην Κόρινθο είναι το γεγονός ότι θραύσματα της ίδιας επιγραφής βρέθηκαν διασκορπισμένα αρκετά από την πόλη.

Χάρτης της επιδρομής του Αλαρίχου στην Ελλάδα το 395. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 56)

Σε ότι αφορά το Άργος, η επιδρομή των Ερούλων κατέστρεψε τα περισσότερα δημόσια κτήρια της πόλης. Τον 4ο αιώνα παρατηρούνται προσπάθειες ανοικοδόμησης, όταν επισκευάσθηκε το Θέατρο και το Ωδείο και αναστηλώθηκε η μεγαλύτερη στοά της Αγοράς. Στα μέσα του 4ου αιώνα κτίσθηκε βόρεια της Αγοράς μια θριαμβευτική αψίδα, ενώ πολλές μεταγενέστερες κατασκευές στα ανατολικά της Αγοράς επιβεβαιώνουν την ανάκαμψη της κοινωνικής και της οικονομικής ζωής. Οι δρόμοι και τα κτίρια επισκευάζονταν πολλές φορές με υλικά κατεστραμμένων μνημείων. Παρατηρείται, ακόμη, η εγκατάσταση, επάνω σε παλαιότερα δημόσια κτίρια, ρωμαϊκών επαύλεων, οι οποίες ορισμένες φορές έφεραν διακόσμηση με μωσαϊκά. Η τάση αυτή, που είναι εντονότερη κατά τον 5ο αιώνα, δείχνει τη σταδιακή σύνδεση του δημόσιου βίου με τις πλουσιότερες οικογένειες της πόλης. Στο Άργος, παρά τη σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισμού, διατηρήθηκε επί αρκετό διάστημα η λατρεία της Αφροδίτης, καθώς το Αφροδίσιο λειτουργούσε ακόμη τον 4ο αιώνα. Αντίθετα, η λατρεία του Λυκείου Απόλλωνα, που ήταν και η επίσημη της πόλης, μάλλον δεν επιβίωσε μετά το 267. Στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, το Ασκληπιείο της Επιδαύρου και το ιερό του Δία στην Ολυμπία εξακολουθούσαν να λειτουργούν κατά τον 4ο αιώνα.

Εκτός από τα αστικά κέντρα, οι βαρβαρικές επιδρομές έπληξαν εξίσου και την ύπαιθρο, όπως προκύπτει από διάφορους νομισματικούς θησαυρούς, τους οποίους απέκρυπταν οι κάτοικοι πριν αναζητήσουν καταφύγιο πίσω από τα τείχη των πόλεων. Η ανακάλυψη νομισματικών θησαυρών, π.χ. εκείνου στη Γόρτυνα της Αρκαδίας που χρονολογείται στην εποχή του Κωνσταντίνου, δείχνει ότι υπήρχαν ακόμη στην Πελοπόννησο κάτοχοι σημαντικών περιουσιών.

Η ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΑΛΑΡΙΧΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (395-397)

Μετάλλιο του αυτοκράτορα Κλαυδίου Β΄ Γοτθικού, ο οποίος αντιμετώπισε με επιτυχία τις πρώτες εισβολές των Γότθων στα Βαλκάνια. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 57)

Η δεύτερη μεγάλη επιδρομή γερμανικού φύλου στον ελληνικό χώρο είναι συνδεδεμένη με τη λεγόμενη μετανάστευση των λαών και οφείλεται στον βασιλιά των Βησιγότθων Αλάριχο, ο οποίος αναστάτωσε στα τέλη του 4ου αιώνα τη νότια Ελλάδα πριν μετακινηθεί προς τη Δύση, αναζητώντας περιοχές για εγκατάσταση.

Περί το 370 το βασίλειο των Οστρογότθων, στη νότια Ρωσία, δέχθηκε από τα ανατολικά την επίθεση των Ούννων. Οι Οστρογότθοι νικήθηκαν αν και ένα τμήμα τους κατευθύνθηκε προς τον Δνείστερο, όπου συνενώθηκε με τους Βησιγότθους. Οι τελευταίοι, έχοντας εκχριστιανισθεί και εκπολιτισθεί σε ένα βαθμό δεν αποτελούσαν έως τότε μεγάλη απειλή για την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Υπό την πίεση των Ούννων, όμως, οι Βησιγότθοι ζήτησαν από τον αυτοκράτορα Ουάλεντα να τους επιτρέψει να διασχίσουν τον Δούναβη. Ο Ουάλης (374-378) αρχικά το δέχθηκε, υπολογίζοντας να τους χρησιμοποιήσει ως βοηθητικό στράτευμα. Σύντομα, όμως αποφάσισε να σταματήσει τις επιδρομές και τις λεηλασίες τους, αποφάσισε να συγκρουσθεί μαζί τους και εμφανίσθηκε με τον στρατό του στην Ανδριανούπολη. Έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και δίχως να περιμένει τη βοήθεια του αυτοκράτορα της Δύσης Γρατιανού, έδωσε μάχη στις 9 Αυγούστου 378, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η συντριβή του αυτοκρατορικού στρατού και ο θάνατος του ιδίου στη μάχη. Οι συνέπειες της ήττας στην Αδριανούπολη ήταν οδυνηρές, καθώς το γερμανικό πρόβλημα έγινε πλέον ιδιαίτερα σοβαρό για την υπόσταση του συνόλου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας αντιμετώπισε αυτό το πρόβλημα επί έναν ολόκληρο αιώνα και κατάφερε να επιζήσει, ενώ το δυτικό τμήμα τελικά υπέκυψε στους επιδρομείς. Όταν φάνηκε ότι η καθυπόταξη των Γότθων ήταν πλέον αδύνατη, ως μοναδική διέξοδος θεωρήθηκε η ειρηνική συνεννόηση μαζί τους. Αυτή ήταν η πολιτική του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ (378-395), ο οποίος, αφού κατάφερε να απωθήσει το 382 τους Γότθους πίσω από τον Αίμο, υπέγραψε μαζί τους συνθήκη ειρήνης (foedus), παραχωρώντας τους αυτοκρατορικά εδάφη για εγκατάσταση υπό καθεστώς συμμάχου (φοιδεράτοι/υπόσπονδοι). Οι Οστρογότθοι εγκαταστάθηκαν στην Παννονία και οι Βησιγότθοι στο βόρειο τμήμα της «διοίκησης» (praefectura) της Θράκης. Απέκτησαν πλήρη αυτονομία, απαλλαγή από τη φορολογία και έλαβαν υψηλούς μισθούς για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον στρατό της αυτοκρατορίας με την ιδιότητα των φοιδεράτων, ενώ πολλοί από αυτούς εντάχθηκαν στη φρουρά του αυτοκράτορα. Χάρη σε αυτήν την πολιτική απομακρύνθηκε προσωρινά ο κίνδυνος να κατακλυσθεί η αυτοκρατορία από τα γερμανικά φύλα, και ο Ρωμαϊκός/Βυζαντινός Στρατός, ο οποίος είχε ελαττωθεί σημαντικά, άρχισε να μεγαλώνει με την είσοδο των Γερμανών φοιδεράτων. Το γερμανικό στοιχείο άρχισε βαθμιαία να υπερισχύει στον στρατό, τόσο μεταξύ των απλών στρατιωτών, όσο και στις σπουδαιότερες διοικητικές θέσεις.

Η Αψίδα του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη. Λόγω της εγγύτητας της προς το ρωμαϊκό σύνορο του Δούναβη, η πόλη βρέθηκε επανειλημμένα στον δρόμο των βαρβάρων που επέδραμαν στη ρωμαϊκή Ελλάδα, χωρίς όμως ποτέ να κατακτηθεί από αυτούς. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 58)

Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, λίγο πριν από τον θάνατο του το 395, προέβη στη διαίρεση της αυτοκρατορίας, δίδοντας το ανατολικό τμήμα στο μεγαλύτερο γιο του, Αρκάδιο, ενώ το δυτικό στον νεώτερο, Ονώριο. Οι δύο νεαροί αυτοκράτορες κατευθύνονταν στην πραγματικότητα από βάρβαρους «πατρικίους», τον Ρουφίνο και τον Στηλίχωνα αντίστοιχα, οι οποίοι είχαν ορισθεί επίτροποι τους. Σημείο τριβής κατά τη διαίρεση της αυτοκρατορίας αποτέλεσαν οι διοικήσεις Δακίας και Μακεδονίας (που περιελάμβανε όλη την ελληνική χερσόνησο), οι οποίες τελικά ενσωματώθηκαν στην Ανατολή και σχημάτισαν την επαρχότητα του Ιλλυρικού με κέντρο τη Θεσσαλονίκη. Η Δύση διατήρησε από το Ιλλυρικό μόνο την Παννονία, που ονομάσθηκε διοίκηση Ιλλυρικού.

Μετά την εκστρατεία και τη νίκη του Θεοδοσίου στη Δύση εναντίον των αποστατών Αρβογάστου και Ευγενίου, το 394, στον ποταμό Φρίγκιντο, οι Βησιγότθοι, οι οποίοι είχαν αναλάβει το κύριο βάρος των επιχειρήσεων, υπέστησαν μεγάλες απώλειες, γεγονός που προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια για τη μεταχείριση τους από τους ανατολικούς Ρωμαίους. Μετά την επιστροφή τους στα Βαλκάνια, και ενώ ο Θεοδόσιος είχε ήδη πεθάνει, ο νεαρός και φιλόδοξος Αλάριχος εκμεταλλεύθηκε τη δυσαρέσκεια των συμπατριωτών του και, αφού κατάφερε να γίνει βασιλιάς τους, τους παρακίνησε σε πόλεμο εναντίον της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Οι Βησιγότθοι προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στη Θράκη και τη Μακεδονία και έφθασαν έξω από την Κωνσταντινούπολη, ζητώντας ανανέωση του καθεστώτος των φοιδεράτων. Ο Ρουφίνος, όμως, κατάφερε να στρέψει τον Αλάριχο εναντίον του Δυτικού ρωμαϊκού κράτους, στο οποίο τη διακυβέρνηση ασκούσε ουσιαστικά ο πανίσχυρος Βάνδαλος στρατηγός Στηλίχων. Με αυτήν την κίνηση η Κωνσταντινούπολη απέβλεπε στην κατοχύρωση του ελέγχου του Ιλλυρικού, ο οποίος είχε αμφισβητηθεί από τον Στηλίχωνα.

Ο Στηλίχων, έχοντας στη διάθεση του τις λεγεώνες της Δύσης, αλλά και της Ανατολής, τις οποίες έπρεπε να επιστρέψει στον Αρκάδιο, έφθασε το καλοκαίρι του 395 μέσω της Δαλματίας και της Ηπείρου στη Θεσσαλία, όπου συνάντησε τους Βησιγότθους του Αλαρίχου. Ο Ρουφίνος, φοβούμενος μία νίκη του εχθρού του Στηλίχωνα που θα τον καθιστούσε ακόμη ισχυρότερο, έπεισε τον Αρκάδιο να διατάξει τον Στηλίχωνα να επιστρέψει τις λεγεώνες της Ανατολής και ο ίδιος να αναχωρήσει για την Ιταλία. Ο Στηλίχων, όταν έλαβε τη διαταγή του Αρκαδίου, ετοιμαζόταν να επιτεθεί στον Αλάριχο στην κοιλάδα του Πηνειού με πολύ μεγαλύτερα στρατεύματα, που θα του εξασφάλιζαν μια βέβαιη νίκη. Υπάκουσε, όμως, στη διαταγή και, αφού παρέδωσε τις ανατολικές λεγεώνες, αποσύρθηκε τον Νοέμβριο του 395, αφήνοντας τους Βησιγότθους μόνους στην κεντρική Ελλάδα.

Αριστερά: Ο αυτοκράτορας Δέκιος (249-251) υπέστη συντριπτικές ήττες από τους Γότθους στο σύνορο του Δούναβη. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 59)

Δεξιά: Νόμισμα του αυτοκράτορα Κλαυδίου Β' (214-270), ο οποίος προσέλαβε την προσωνυμία «Γοτθικός» λόγω των επιτυχιών του εναντίον των Γότθων στα Βαλκάνια. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 60)

Ο Αλάριχος κινήθηκε αμέσως προς τα νότια και διέσχισε ανενόχλητος τα Στενά των Θερμοπυλών, αφού ο διοικητής της φρουράς Γερόντιος δεν προέβαλε αντίσταση, ενώ και ο Αντίοχος, διοικητής της επαρχίας της Αχαΐας, δεν διέθετε επαρκείς δυνάμεις για να αναχαιτίσει την προέλασή τους. Οι Βησιγότθοι εισήλθαν στη Βοιωτία και επιδόθηκαν σε λεηλασίες, τις οποίες απέφυγε μόνο η Θήβα. Εισερχόμενοι στην Αττική, κατέλαβαν τον Πειραιά, όχι όμως και την Αθήνα, την οποία προστάτευαν τα ισχυρά τείχη της. Παρόλα αυτά, ο Αλάριχος έγινε δεκτός στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις, φιλοξενήθηκε στο Πρυτανείο και αποχώρησε αφού έλαβε αρκετά δώρα. Επειδή, όμως, οι Βησιγότθοι είχαν ασπασθεί τον Αρειανισμό, η άφιξη τους στην Αττική έδωσε την αφορμή σε ορισμένους φανατικούς ιερείς τους να υποκινήσουν τη λεηλασία και την πυρπόληση του ναού της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα.

Συνεχίζοντας την πορεία του προς την Πελοπόννησο, ο Αλάριχος κατέλαβε τα Μέγαρα, την Κόρινθο, το Αργός και τη Σπάρτη. Στη Σπάρτη παρέμεινε περισσότερο από ένα έτος, γεγονός που οδήγησε στην υπόθεση ότι σκεπτόταν να εγκαταστήσει τους Βησιγότθους στη Λακωνία. Στο μεταξύ, η Κωνσταντινούπολη τηρούσε στάση αναμονής, καθώς δεν επιχείρησε ούτε να τον αναχαιτίσει ούτε να διαπραγματευθεί μαζί του. Πιθανότατα, όμως, κινήθηκε με έμμεσο τρόπο εναντίον του, καθώς την άνοιξη του 397 ο Στηλίχων αποβιβάσθηκε αιφνιδιαστικά στην Κόρινθο και συγκρούσθηκε με τον Αλάριχο βορειοανατολικά της Ολυμπίας. Αν και ο Στηλίχων επικράτησε και είχε τη δυνατότητα να τον εγκλωβίσει στην Πελοπόννησο, άφησε και πάλι τον Αλάριχο να διαφύγει μέσω της Κορίνθου στην Ήπειρο. Εκείνη τη στιγμή η Κωνσταντινούπολη αποφάσισε να ανανεώσει το καθεστώς των φοιδεράτων για τους Βησιγότθους και τους παραχώρησε γη για εγκατάσταση στην κεντρική Μακεδονία, μεταξύ του Αξιού και του Αλιάκμονα. Ο Αλάριχος έγινε σύμμαχος των Βυζαντινών, με αντάλλαγμα τον τίτλο του στρατιωτικού διοικητή του Ιλλυρικού, και παρέμεινε τέσσερα χρόνια στη Μακεδονία, έως το 401, δίχως να είναι γνωστό το τι έκανε κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του. Βέβαιο είναι ότι διατηρούσε έναν αρκετά ισχυρό στρατό, καθώς με τη νέα του ιδιότητα ως στρατιωτικού διοικητή του Ιλλυρικού είχε υπό τον έλεγχο του τις κρατικές αποθήκες και τα όπλα που φυλάσσονταν σε αυτές.

Τα ερείπια του ρωμαϊκού θεάτρου της Νικόπολης, η οποία δέχθηκε δύο επιθέσεις των Γότθων στα μέσα του 3ου αιώνα. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 61)

Όπως η επιδρομή των Ερούλων, έτσι και η επιδρομή του Αλαρίχου προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη παρακμή στην Πελοπόννησο. Μετά την κατάκτηση της από τον Αλάριχο, η Κόρινθος έπαυσε να έχει καθεστώς ρωμαϊκής αποικίας (colonia), ενώ η κατεστραμμένη Αγορά του Αργούς έπαυσε να λειτουργεί ως δημόσιο κέντρο, και στον χώρο όπου βρίσκονταν τα παλαιά δημόσια κτίρια δημιουργήθηκαν ιδιωτικές κατοικίες και εργαστήρια. Η επιδρομή των Βησιγότθων, συνδυασμό με την απαγόρευση της τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων από Μ. Θεοδόσιο το 394, επέφερε ταυτόχρονα και την παρακμή της Ολυμπίας. Οι συνέπειες της βησιγοτθικής επιδρομής σηματοδοτούν το τέλος των «ρωμαϊκών» χρόνων της Πελοποννήσου και την απαρχή της «βυζαντινής» ιστορίας της περιοχής.

Στα τέλη του 401 ο Αλάριχος εγκατέλειψε τη Μακεδονία για να εισβάλει στην Ιταλία. Μετά, όμως, από τις διαδοχικές νίκες του Στηλίχωνα εναντίον του κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ιταλία, ο Αλάριχος αναγκάσθηκε να επιστρέψει στο Ιλλυρικό. Η ακριβής θέση του εκεί, από το 403 μέχρι την άνοιξη του 408, όταν αποχώρησε για πάντα από το Ιλλυρικό κινούμενος προς την Παννονία, δεν είναι γνωστή. Η οριστική αποχώρηση του Αλαρίχου από το Ιλλυρικό απήλλαξε τον ελληνικό χώρο από τον φόβο των επιδρομών των Βησιγότθων, οι οποίοι πλέον αποτελούσαν πρόβλημα μόνο για το Δυτικό ρωμαϊκό κράτος, έως την πτώση του τελευταίου το 476.