Τρίτη 28 Ιουλίου 2009


ΔΟΥΛΕΙΑ, ΔΟΥΛΟΙ & ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Μερικά στοιχεία όσο αφορά τη ζωή και την δουλεία στην Ελληνική αρχαιότητα και την επόμενη περίοδο των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων αλλά και σε πλείστους άλλους λαούς, για να καταλάβει ο αναγνώστης α) ότι δυστυχώς η βία αποτελεί παλιά μάστιγα της ανθρωπότητας β) το λόγο για τον οποίο ο Χριστός ήλθε για να απαλύνει τον πόνο στον κόσμο (2000 και πλέον χρόνια μετά την έλευσή του ο κόσμος ακόμη «πονάει» και το ίδιο θα ισχύει μέχρι τη δεύτερη έλευσή του, όπως μας λέει και η Αποκάλυψη), εφόσον και απλούστατα ο άνθρωπος αρέσκεται αρκετές φορές να τείνει στην αδικία.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΠΛΟΥΤΟΣ

ΧΟΡΟΣ
Μήπως σου πέρασε η ιδέα πως θα μας κοροϊδεύεις
και θα τη γλιτώσεις χωρίς ζημιά,
και μάλιστα αφού κρατάω μαγκούρα;
ΚΑΡΙΩΝ
Έτσι λοιπόν με παίρνετε πως είμαι παλιάνθρωπος,
και νομίζετε πως κανένα σωστό δεν είπα;
ΧΟΡΟΣ
Για δες τον κατεργάρη που προσβλήθηκε!
Τα πόδια σου όμως φωνάζουν αϊ! αϊ!
κι αποζητούν τη φάλαγγα και τα χτυπήματα.

Κορινθιακό πλακίδιο του 6ου αιώνα π.Χ. με αναπαράσταση δούλων μεταλλωρύχων που εξορίσουν άργιλο (Μουσείο Βερολίνου). (Πηγή: Εφημερίδα «Το Βήμα», Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2006, σελ. 30)

«Οὐδὲ γὰρ προσγελᾶν δούλοις Ἀριστοτέλης εἴα ποτέ» [Μτφρ: Ο Αριστοτέλης μάλιστα δεν άφηνε ούτε να χαμογελά ποτέ κανείς στους δούλους (Απόσπασμα 183, Rose)] (Πηγή: Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Κλήμεντος Αλεξανδρέως Άπαντα τα Έργα 2, Παιδαγωγός, Λόγος Γ΄ Κεφ. Ιβ΄ 1, Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Επόπτης - Επιμελητής Εκδόσεως Ελευθέριος Γ. Μερετάκης, Πτυχιούχος Θεολογίας, Εκδοτικός Οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον», σσ. 372-373)

Όλες σχεδόν οι αρχαίες κοινωνίες χρησιμοποίησαν δούλους, για την επιτέλεση οικονομικών «θαυμάτων». Συνήθως η αστική παιδεία δεν καταπιάνεται τόσο με τις οικονομικοκοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της ιστορίας αλλά αναπαράγει «δόξες» σπουδαίων προσώπων, κυβερνητών - στρατηλατών, αποφεύγοντας να μαρτυρήσει λεπτομερώς την καθημερινότητα και τις ταλαιπωρίες του «απλού & μέσου ανθρώπου». Αποτέλεσμα αυτής της παιδείας είναι η διαιώνιση απόψεων περί «ανώτερων πολιτισμών», όπου προβλήματα ανισότητάς που ταλαιπωρούσαν και δυσανασχετούσαν τους πολίτες τους, να διατηρούνται αναλλοίωτα μέχρι σήμερα. Έτσι, αν και πολλοί άνθρωποι θαυμάζουν τα μεγάλα αρχιτεκτονήματα όλων των εποχών, από την άλλη πολύ λίγοι εξ αυτών θα ήταν διατεθειμένοι σήμερα να καταβάλουν όλους εκείνους τους άμισθους κόπους (αγγαρείες) για την επιτέλεση τους. Πρέπει να σημειωθεί όμως, ότι δεν έλειψαν στο πέρασμα της ιστορίας και οι πολύ αξιόλογες εθελοντικές προσπάθειες.

ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΔΟΥΛΩΝ ΓΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΥΠΕΡ «ΚΥΡΙΩΝ»

«Την αφήγηση ακολουθεί η επιχειρηματολογία ή αποδείξεις (πίστεις) αυτές, συμβόλαια, νόμοι και όρκοι· στις δεύτερες, η λογική επιχειρηματολογία και ιδιαιτέρως η πιθανολογία (εἰκὸς). Ο Αντιφών κάνει μερική χρήση των μαρτυρικών καταθέσεων, κυρίως στο Περὶ τοῦ Ἡρῴδου Φόνου, ενώ στοιχεία που προκύπτουν από βασανιστήρια (βάσανος) εμφανίζονται και στους τρεις λόγους, αν και πολύ πιο χαρακτηριστικά μία φορά, στο Περὶ τοῦ Ἡρῴδου Φόνου. Εντούτοις, καμία πραγματική ομολογία που να προκλήθηκε υπό την πίεση βασανιστηρίων δεν χρησιμοποιείται στους λόγους του ως απόδειξη ενοχής ή αθωότητας. Στη Μητρυιὰ, ο ομιλητής προβάλλει ένα μόνο επιχείρημα για την ενοχή της κατηγορουμένης, ότι η άρνηση της υπεράσπισης να επιτρέψει να υποβληθούν σε βασανιστήρια οι δούλοι τού σπιτιού δείχνει ότι δεν θέλει να λάμψει η αλήθεια. Το αντίθετο επιχείρημα εμφανίζεται στο Περὶ τοῦ Χορευτοῦ, ότι η άρνηση των αντιδίκων στην πρόκληση του ομιλητή να υποβληθούν σε βασανιστήρια οι δούλοι του αποδεικνύει ότι οι αντίδικοι γνωρίζουν την αθωότητα του. Τέλος, στο Περὶ τοῦ Ἡρῴδου Φόνου, ο ομιλητής, αφού αμφισβητεί τη εγκυρότητα της μαρτυρίας ενός δούλου, η οποία είχε αποσπασθεί υπό την πίεση βασανιστηρίων από τους αντιπάλους του και στην οποία στήριξαν εκείνοι την κατηγορία τους, χρησιμοποιεί εν εκτάσει ένα επιχείρημα από πιθανολογία (εἰκὸς), καθώς επίσης και επιχειρήματα εναντίον της εγκυρότητας μιας ομολογίας υπό την πίεση βασανιστηρίων γενικά.» (Πηγή: Michael Edwards, Οι Αττικοί Ρήτορες, Μετάφραση: Δ.Γ. Σπαθάρας, Επιμέλεια: Μαρία Κυρτζάκη, Ινστιτούτο του Βιβλίου - Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2002, σσ. 24-25)

«Βάσει ποιων στοιχείων πρέπει να γίνονται πιστευτά όσα έχουν ειπωθεί; Όχι βάσει των καταθέσεων των μαρτύρων; Εγώ έτσι νομίζω. Και γιατί πρέπει να γίνονται πιστευτοί οι μάρτυρες; Όχι λόγω των βασανηστηρίων; Εύλογο είναι. Και γιατί [πρέπει] να μη πιστεύετε στα λόγια εκείνων; Όχι επειδή αποφεύγουν [αυτόν] τον έλεγχο; Αναγκαία, εκεί καταλήγει κανείς» (Πηγή: Ό,π., Ισαίος, 8, Περί του Κίρωνος Κλήρου, μτφρ Μ.Κ., σσ. 24-25)

Τα κλασσικά γράμματα έχουν αυτήν ακριβώς τη δύναμη για να επωνυμούνται «κλασσικά»: γίνονται φορέας ποικίλου βιώματος. Άλλωστε και μεταγενέστερα έτσι δεν χρησιμοποιήθηκε ο ελληνικός πολιτισμός; Οι δημιουργοί της αμερικανικής κοινοπολιτείας δεν είχαν ως πρότυπο τους την κλασσική Αθήνα του 5ου αιώνα, όπως σωστά επισημαίνει και ο κ. Μαρίνης; Δεν δικαιολογούν αυτοί οι σπουδαίοι αμερικανοί φιλελεύθεροι τη συνταγματική πρόβλεψη της δουλείας στα πολιτειακά τους κείμενα του 18ου αιώνα, επικαλούμενοι τον αρχαιοελληνικό θεσμό της δουλείας;

ΠΩΣ ΖΟΥΣΑΝ ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Τα κοινωνικά προβλήματα, που τόσες συζητήσεις προκαλούν στην εποχή μας και εξαντλούν, παντού, ένα μεγάλο μέρος της κρατικής δραστηριότητας, στην αρχαία Ελλάδα εύρισκαν την λύση τους στον θεσμό της δουλείας. Τα δικαιώματα των εργαζομένων, η ανάπαυσής τους, ο συνδικαλισμός ήταν έννοιες άγνωστες κατά την εποχή εκείνη. Στο άρθρο αυτό θα δείτε πως ζούσαν και εργάζονταν οι δούλοι, η μοναδική σχεδόν εργατική τάξη κατά την αρχαιότητα.

(Πηγή Φώτο: Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 17, άρθρο «Πως ζούσαν οι δούλοι στην αρχαιότητα», Robert Flacelier, σελίδα 24)

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ «ΙΣΤΟΡΙΑΣ»

Ο συγγραφέας αυτού του άρθρου κ. Robert Flaceliere, μετά από μια λαμπρή σταδιοδρομία ως καθηγητής πανεπιστημίου, διευθύνει σήμερα (Νοέμβριος 1969) την Ecole Normale Superieure. Είναι ένας από τους διακεκριμένους συγχρόνους ελληνιστές και έχει γράψει τα βιβλία: «Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα», «Ο έρωτας στην αρχαία Ελλάδα» και «Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής λογοτεχνίας»

Οι αρχαίοι Αθηναίοι μπορούσαν να αφιερώνουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους στις πολιτικές υποθέσεις της πόλης τους. Αυτό γινόταν γιατί ήσαν απαλλαγμένοι από κάθε οικονομική δραστηριότητα χάρη στις δύο άλλες τάξεις που υπήρχαν στην κοινωνία της εποχής: στους μετοίκους και στους δούλους.

Η αρχαία πόλη είχε ολοκληρωτική διοίκηση: απέναντι στα μέλη της των οποίων περιορίζει πολύ την ατομική ελευθερία, και περισσότερο, απέναντι στους ξένους, τους οποίους θεωρεί εκ των προτέρων ως εχθρούς. Ο ξένος που ζει σε μια ελληνική πόλη είναι, τις περισσότερες φορές, αιχμάλωτος πολέμου ή δούλος.

Έγχρωμος δούλος της αρχαιότητας με μουσικό όργανο

Στην Σπάρτη γινόταν περιοδικές αποπομπές των ξένων. Η Αθήνα, πιο φιλελεύθερη, επέτρεπε σε πολυάριθμους μη Αθηναίους Έλληνες να διαμένουν το έδαφός της και να απολαμβάνουν τα αξιοσημείωτα προνόμια που η πόλη παρείχε στους κατοίκους της.

Οι ξένοι αυτοί κάτοικοι ονομάζονταν μέτοικοι. Δεν είναι παράδοξο ότι η λέξη αυτή, το ίδιο όπως και η λέξη «βάρβαρος», που χαρακτήριζε τους μη Έλληνες, διατηρήθηκε πολλούς αιώνες με μια υποτιμητική έννοια, χαρακτηριστική της εθνικής υπερηφάνειας της κάθε πόλεως.

Οι περισσότεροι Αθηναίοι μέτοικοι ήσαν Έλληνες. Υπήρχαν όμως ανάμεσά τους και Φοίνικες, Φρύγες, Αιγύπτιοι ακόμη και Άραβες. Ο Ξενοφώντας συμβούλευε τους Αθηναίους να παρέχουν μεγαλύτερες ευκολίες στους μετοίκους. Έτσι εμφανίζεται κάπως σαν πρόδρομος του κοσμοπολιτισμού που κυριαρχούσε στην Αλεξανδρινή εποχή.

Ο μέτοικος ου έπαυε να καταβάλει το «μετοίκιον» (έναν ειδικό φόρο) ή που προσπαθούσε να σφετεριστεί αστικά δικαιώματα μεταβάλλονταν σε δούλο. Η τιμωρία αυτή είναι χαρακτηριστική για την στάση των Ελληνικών πόλεων απέναντι στους ξένους. Οι μέτοικοι όμως δεν μπορούσαν να αναλάβουν όλες τις εργασίες. Πολλοί από αυτούς ήσαν επιχειρηματίες, «αφεντικά», που είχαν στην υπηρεσία τους εργάτες. Οι τελευταίοι αυτοί ήσαν κυρίως δούλοι.

Οι μεγάλοι φιλόσοφοι του Δ΄ αιώνος δέχονταν την δουλεία σαν αναπότρεπτο γεγονός και δεν διαμαρτύρονταν για τον θεσμό. Ο Πλάτων, στους «Νόμους», συνιστά να μην υποδουλώνονται Έλληνες και να γίνεται καλή μεταχείριση των δούλων. Θα δούμε πιο κάτω, ότι τις συστάσεις αυτές τις εμπνεύσθηκε από την ανθρώπινη συμπεριφορά που είχαν οι συμπατριώτες του απέναντι στους υπηρέτες τους. Ο Αριστοτέλης όμως, στα «Πολιτικά» του (κεφάλαια 1 και 2 του πρώτου βιβλίου), εκφράζεται με μεγαλύτερη σκληρότητα. Αναφέρει εκείνους που ισχυρίζονται ότι «μόνο ο νόμος προσδιορίζει την διαφορά ανάμεσα σ’ έναν ελεύθερο άνθρωπο και σ’ ένα δούλο, και ότι η φύσις δεν παίζει κανένα ρόλο». Προσθέτει ακόμη, ότι «η διαφορά αυτή είναι άδικη, εφ’ όσον την δημιούργησε η βία (προπαντός η πολεμική βία)». Αλλά πολύ απέχει από του να συμμερίζεται αυτή την γνώμη, που πρωτοεμφανίστηκε επι των ήμερων του: «Υπάρχουν στο ανθρώπινο γένος», γράφει, «άτομα εξ ίσου κατώτερα από άλλα, όσο και το σώμα είναι κατώτερο της ψυχής ή το ζώο από τον άνθρωπο. Είναι οι άνθρωποι πού προσφέρουν μόνο τις σωματικές τους δυνάμεις. Τα άτομα αυτά είναι προορισμένα από την ίδια την φύση για την δουλεία, γιατί δεν μπορούν να κάνουν τίποτε καλύτερο από το να υπακούουν».

Γράφει ακόμη: «Ο πόλεμος αποτελεί ένα νόμιμο μέσο για την απόκτηση δούλων εφ’ όσον συνεπάγεται το κυνήγι εκείνο που κάνει κανείς στα αγρία θηρία και στους ανθρώπους, οι οποίοι γεννημένοι για την υπακοή, αρνούνται να υποταγούν».

Το κυνήγι των δούλων γινόταν πραγματικά στην Λακωνία με την ονομασία «κρυπτεία». Αλλά ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται καλά, ότι η μόνη δικαιολογία της δουλείας είναι η ανάγκη, εφ’ όσον ολόκληρη η οικονομική ζωή των ελληνικών πόλεων βασίζεται στην εργασία των δούλων: «Αν κάθε όργανο μπορούσε, κατά διαταγή, να εργασθεί ,μόνο του, αν η σαΐτα του αργαλειού μπορούσε να υφάνει μόνη της, αν το δοξάρι μπορούσε να κινήσει μόνο επάνω στην λύρα, οι επιχειρηματίες δεν θα είχαν ανάγκη από εργάτες ούτε οι αφέντες από δούλους».

Όπως και στην εποχή του Όμηρου, πρώτη πηγή των δούλων εξακολουθούσε να είναι και τώρα ο πόλεμος. Ένας νικημένος πολεμιστής, στον οποίο χαριζόταν η ζωή, γινόταν δούλος του νικητή του και παρέμενε στην υπηρεσία του, αν οι συγγενείς του δεν είχαν να πληρώσουν τα ανάλογα λύτρα για να τον ελευθερώσουν. Όταν, μια πόλη κυριευόταν, όσοι κάτοικοι παρέμεναν ζωντανοί, μεταβάλλονταν σε δούλους. Αυτή ήταν η τύχη της Εκάβης, της Ανδρομάχης, της Κασσάνδρας.

Και η πειρατεία επίσης, προμήθευε πολλούς δούλους. Ο Εύμαιος αφηγείται, στην «Οδύσσεια», με τι τρόπο Φοίνικες πειρατές, έμποροι και ταυτόχρονα ληστές μικρών παιδιών, τον έκλεψαν μικρό από το ανάκτορο του πατέρα του. Στον 5ο όμως αιώνα, παρ’ όλο που η θαλασσοκρατορία των Αθηνών είχε στην ουσία εξουδετερώσει την πειρατεία, οι πόλεμοι εξακολουθούσαν να γίνονται. Ο Θουκυδίδης, π.χ., αφού ,μας αναφέρει τον τραγικό διάλογο ανάμεσα στους Αθηναίους, και στους κατοίκους της μικρής νήσου Μήλου, που το μόνο τους έγκλημα ήταν ότι επιθυμούσαν να παραμείνουν ουδέτεροι, μας διηγείται με λίγα λόγια την κατάληψη τής Μήλου από μια μοίρα του αθηναϊκού στόλου και καταλήγει: «Οι Αθηναίοι σκότωσαν όλους τους Μηλίους πού ήσαν σε ηλικία να φέρουν οπλισμό και μετέβαλαν σε δούλες όλες τις γυναίκες και τα παιδιά».

Και όμως, οι Μήλιοι ήσαν και αυτοί Έλληνες.

Ακόμη και σε καιρό ειρήνης δεν έλειπαν οι πηγές απ’ όπου μπορούσε κανείς να προμηθευτεί δούλους. Στους βαρβάρους, και ακόμη και στην ίδια την Ελλάδα (εκτός από την Αττική από την εποχή του Σόλωνα και έπειτα), ο αρχηγός της οικογενείας είχε το δικαίωμα να πουλά τα παιδιά του. Οι έμποροι των «ανθρώπινων υποζυγίων» προμηθεύονταν το εμπόρευμα τους, κυρίως, από την Θράκη, την Καρία και την Φρυγία, όπως εξάγεται από τον μεγάλο αριθμό των δούλων που κατάγονταν από τις τρεις αυτές περιοχές.

Αριστερά: Ο ιπποκόμος που εικονίζεται στον αρχαίο αυτό ελληνικό αμφορέα δεν είχε περισσότερα δικαιώματα από τα άλογα, τα όποια περιποιούνταν. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 17, άρθρο «Πως ζούσαν οι δούλοι στην αρχαιότητα», Robert Flacelier, σελίδα 26)

Δεξιά: Ανάμεσα στις άλλες εργασίες τους, οι δούλες στην αρχαία Ελλάδα μετέφεραν και νερό στο σπίτι. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 17, άρθρο «Πως ζούσαν οι δούλοι στην αρχαιότητα», Robert Flacelier, σελίδα 26)

Στην ίδια την Αθήνα, ο πατέρας, που λόγω πενίας ή εγωισμού δεν επιθυμούσε να αναθρέψει ένα παιδί, είχε το δικαίωμα να το «έκθεσει» μόλις γεννιόταν, δηλαδή να το απόθεση επάνω σε ένα σωρό σκουπίδια. Το νεογέννητο, όταν δεν πέθαινε, περισυνελεγόνταν από κάποιον όπως συνέβη στην περίπτωση του Οιδίποδα και πολλών άλλων ηρώων της αρχαίας Ελλάδος και μεταβάλλονταν σε δούλο!

Ένας φτωχός και άνεργος, που υπέφερε από πείνα, είχε επίσης το δικαίωμα να πουλήσει τον εαυτό του σαν δούλο σ’ έναν αφέντη πού θ’ ανελάμβανε να τον θρέψη. Λέγεται μάλιστα ότι κάποιος γιατρός, ο Μενεκράτης από τις Συρακούσες, δεν δεχόταν να περιποιηθεί ορισμένους άρρωστους που η κατάστασή τους ήταν απελπιστική παρά μόνο υπό τον όρο ότι θα δέχονταν, αν γίνονταν καλά, να γίνουν δούλοι του. Κάθε άνθρωπος πού χρωστούσε χρήματα και δεν είχε να τα πληρώσει, πουλιόταν ως δούλος, και το αντίτιμο της πωλήσεως παραδίδονταν στον δανειστή του. Το μέτρο αυτό είχε παύσει να ισχύει στην Αθήνα από την εποχή του Σόλωνα.

Ο Πλάτων είχε το 388 π.Χ. μια δυσάρεστη περιπέτεια: Είχε πάει στην Σικελία να επισκεφθεί τον Διονύσιο των Συρακουσών. Επειδή όμως δεν άρεσε στον τύραννο, τον επεβίβασαν δια της βίας σε ένα πλοίο της Σπάρτης, του οποίου ο πλοίαρχος τον μετέφερε στην Αίγινα όπου τον πούλησε ως δούλο. Ευτυχώς κάποιος Κυρηναίος τον εξαγόρασε και έτσι μπόρεσε να επανέλθει στους φίλους του και την φιλοσοφία.

Πολλές φορές μάλιστα συνέβαινε στην Αττική, στις πόλεις ή και στην ύπαιθρο, να αρπάζονται παιδιά και έφηβοι από τους «ἀδραποδιστὲς» (ληστές ελεύθερων ατόμων). Στην Αθήνα όμως υπήρχε νόμος που τιμωρούσε αυτή την πράξη.

Οι κυριότερες αγορές δούλων υπήρχαν στην Δήλο, στη Χίο, στην Σάμο, στο Βυζάντιο και στην Κύπρο. Στην Αττική υπήρχαν δύο τέτοια σκλαβοπάζαρα: το ένα ήταν στο Σούνιο, και τροφοδοτούσε με εργατικά χέρια τα γειτονικά μεταλλεία του Λαυρίου, και το άλλο στην αγορά των Αθηνών, κάθε μήνα με το νέο φεγγάρι. Οι πωλήσεις γίνονταν με πλειστηριασμό.

Η τιμή των δούλων άλλαζε ανάλογα με την εποχή. Εξαρτιόνταν επίσης, από τις ικανότητες και τα προσόντα κάθε δούλου. Κάθε αιχμάλωτος πολέμου, τον 5ο αιώνα, ετιμάτο περίπου, με δύο μνες, δηλαδή με διακόσιες δραχμές. Έφτασε σε πέντε μνες προς τα τέλη του 4ου αιώνα. Ένας χειρωνάκτης πουλιόνταν συνήθως δύο μνες. Οι γυναίκες, κατά κανόνα λίγο ακριβότερα, αλλά ένας ειδικευμένος εργάτης μπορούσε να στοιχίζει από τρεις έως έξη μνες.

Οι δούλοι διακρίνονταν σ’εκείνους που γεννήθηκαν μέσα στο σπίτι του αφέντη τους και σ’ εκείνους που αγοράστηκαν. Οι αφέντες δεν εννοούσαν τους δεσμούς ανάμεσα στους δούλους –που δεν θεωρούνταν πραγματικοί γάμοι- για να εξασφαλίσουν φτηνούς απόγονους δούλους, γιατί ήσαν αναγκασμένοι να συντηρούν τα παιδιά για πολλά χρόνια πριν και αυτά με την σειρά τους γίνουν παραγωγικά. Μόνο για να ευχαριστήσει ένα καλό δούλο του, του επέτρεπε ο αφέντης του να ιδρύσει οικογένεια. Στον «Οικονομικό» του Ξενοφώντος, ο Ισχομάχος λέει «Έδειξα στην νεαρή γυναίκα μου το διαμέρισμα των γυναικών, που μια κλειδωμένη πόρτα χώριζε από εκείνο των ανδρών έστ, ώστε να μην αποκτούν παιδιά χωρίς την άδειά μας. Γιατί στ’ αλήθεια οι καλοί δούλοι, όταν αποκτούν παιδιά, γίνονται ακόμη πιο αφοσιωμένοι, ενώ οι κακοί, μόλις αποκτήσουν οικογένεια, ευκολότερα μπορούν να κάνουν το κακό».

Στην ύπαιθρο, εκτός από τα μεταλλεία του Λαυρίου, δεν υπήρχαν αλλού πολλοί δούλοι, γιατί οι μικροκτηματίες δεν ήταν αρκετά πλούσιοι για να τρέφουν πολλά στόματα. Οι πλούσιοι όμως κτηματίες, όπως ο Ισχομάχος, είχαν πολλούς δούλους, τους οποίους επόπτευε ένας επιστάτης, που ήταν επίσης δούλος. Οι μικροκτηματίες εξ’ άλλου, μπορούσαν να νοικιάσουν δούλους για τις εποχιακές εργασίες τους, γιατί υπήρχαν πολίτες και πλούσιοι μέτοικοι που επένδυαν τα χρήματά τους στην αγορά και στην συντήρηση δούλων, τους οποίους νοίκιαζαν για ορισμένο χρονικό διαστημα.

Τον μεγαλύτερο αριθμό δούλων χρησιμοποιούσε η βιομηχανία της εποχής. Ένα τέτοιο συγκρότημα ήσαν τα μεταλλεία του Λαυρίου, που παρήγαν αργυροφόρο μόλυβδο. Εκεί εργάζονταν επάνω από δέκα χιλιάδες δούλοι. Πολλές φορές ο αριθμός τους έφτανε τις είκοσι χιλιάδες.

Η στοιχειώδης τεχνική της εποχής του ανάγκαζε να εργάζονται με πρωτόγονα εργαλεία, μέσα σε στενές στοές που φωτίζονται από λυχνίες που κάπνιζαν. Ζούσαν στοιβαγμένοι μέσα σε άθλια καταλύματα, χωρίς γυναίκες, για να μην κάνουν παιδιά και επιβαρύνουν την επιχείρηση με συμπληρωματικά έξοδα διατροφής. Επρόκειτο όμως για μια μοναδική στο είδος της συγκέντρωση εργατικών χεριών. Κανένα άλλο εργαστήριο της εποχής δεν χρησιμοποιούσε περισσότερους από εκατόν είκοσι δούλους (όπως το οπλοστάσιο του μετοίκου Κεφάλου, πατέρα του Λυσίου).

Αρχαία ελληνική παράσταση πού δείχνει ότι οι δούλοι είχαν, πολλές φορές, ανεκτές συνθήκες ζωής. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 17, άρθρο «Πως ζούσαν οι δούλοι στην αρχαιότητα», Robert Flacelier, σελίδα 27)

Το Αθηναϊκό εμπόριο, με την τόσο ζωηρή κίνηση, απαιτούσε επίσης πολλά εργατικά χέρια, ιδιαίτερα στον Πειραιά για την φόρτωση και Εκφόρτωση πλοίων. Οι φορτοεκφορτωτές αυτοί ήσαν οπωσδήποτε στην πλειοψηφία τους δούλοι. Όσο για τις τράπεζες γνωρίζομε από τους δικανικούς λόγους του Δημοσθένους την περίπτωση δυο δούλων, που τοποθετήθηκαν από τους κυρίους τους σε εμπιστευτικές θέσεις και σταδιοδρόμησαν με επιτυχία. Ο ένας από αυτούς, κάποιος Πασίων, εργαζόταν σε μια τράπεζα και διακρίθηκε για την εργατικότητα του και το επιχειρηματικό πνεύμα του τόσο πολύ, ώστε ο κύριος του τον ελευθέρωσε. Αργότερα, όταν ο Πασίων προσέφερε υπηρεσίες στο κράτος, χάρις στα κεφάλαια που διέθετε, μπόρεσε να αποκτήσει και το δικαίωμα του πολίτη, γεγονός σπάνιο για πρώην δούλο. Όταν πέθανε, το 370, άφησε πίσω του μια χήρα και δυο γιους, είκοσι τεσσάρων και δέκα ετών. Επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη στις επιχειρηματικές ικανότητες του μεγάλου, που τον ήξερε για σπάταλο και επιπόλαιο, όρισε στην διαθήκη του διαχειριστή στην τράπεζα του και σε ένα επίσης δικό του εργοστάσιο κατασκευής ασπίδων τον πιστό του υπάλληλο Φορμίωνα, επίσης απελεύθερο. Όρισε επίσης ότι ο Φορμίων έπρεπε να παντρευτεί την χήρα του και να κηδεμονεύει τον μικρότερο γιο του. Φυσικά ο μεγάλος γιος του Πασίωνος προσέβαλε την διαθήκη αυτή στο δικαστήριο. Ή περίπτωση αυτή δείχνει χαρακτηριστικά πώς μερικοί δούλοι με προσόντα μπορούσαν να κατακτήσουν μια αξιοζήλευτη θέση στην κοινωνία της εποχής τους.

Στις πόλεις τις οικιακές εργασίες εκτελούσαν οι δούλοι. Ένας πολίτης εξαιρετικά πλούσιος, ο πολιτικός Νικίας, διέθετε επάνω από χίλιους δούλους, τους οποίους όμως νοίκιαζε, γιατί δεν μπορούσε να τους έχει όλους στο σπίτι του. Σύμφωνα με τα λεγόμενα τού Πλάτωνος, ένας εύπορος Αθηναίος είχε συνήθως πενήντα δούλους. Ο μέσος Αθηναίος είχε περίπου δέκα: ένα θυρωρό, ένα μάγειρα, ένα «παιδαγωγό», πού συνόδευε τα παιδιά στο σχολείο και τα φρόντιζε, και τέλος υπηρέτριες που καθάριζαν το σπίτι, έβγαζαν νερό από το πηγάδι, άλεθαν το σιτάρι, έγνεθαν και ύφαιναν κάτω από την επίβλεψη της κυρίας τους.

Υπήρχαν όμως και πολλοί φτωχοί Αθηναίοι που δεν είχαν κανένα δούλο. Τέτοια ήταν η περίπτωση του «Αναπήρου» του Λυσίου, που ήταν κουρέας ή υποδηιματοποιός (δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο) και πού δήλωσε: «Έχω ένα επάγγελμα που δεν μου αποφέρει όμως μεγάλα κέρδη. Κοπιάζω ήδη να το ασκώ ολομόναχος και δεν κατόρθωσα να αγοράσω ένα δούλο για να με αντικαθιστά.

Ανάγλυφη παράσταση από αρχαίο ελληνικό ναό. Δούλος, αριστερά, σερβίρει καλεσμένο σε νεκρώσιμο συμπόσιο. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 17, άρθρο «Πως ζούσαν οι δούλοι στην αρχαιότητα», Robert Flacelier, σελίδα 28)

Τέλος το ίδιο το κράτος διέθετε δικούς του δούλους, όπως και οι ναοί, πού είχαν τις ιερόδουλες. Ως δημοσίους δούλους γνωρίζομε τους κλητήρες ή υπαλλήλους της «εκκλησίας» (συνελεύσεως), της «βουλής» (συμβουλίου), των δικαστηρίων και των διαφόρων δικαστικών υπηρεσιών. Ήσαν οι απαραίτητοι τροχοί στον μηχανισμό του κράτους. Αυτοί εκτελούσαν την εργασία της αθηναϊκής δημοσίας διοικήσεως.

Υπήρχαν επίσης οι δήμιοι (όπως π.χ. ο υπηρέτης των Ένδεκα που ετοίμασε το κώνειο και το προσέφερε στον Σωκράτη), οι οδοκαθαριστές, οι εργάτες του νομισματοκοπείου και, τέλος, οι αστυνομικοί, δηλαδή οι Σκύθες τοξότες. Το αστυνομικό αυτό σώμα, που δημιουργήθηκε το 476, ξεχώριζε από τον βοηθητικό στρατό των Αθηναίων, που ήταν επίσης οπλισμένος με τόξα. Οι Σκύθες αυτοί, πού τους είχε αγοράσει το κράτος, τηρούσαν την τάξη στους δρόμους και στην αγορά, στην συνέλευση και στα δικαστήρια. Ήσαν περίπου χίλιοι και στρατοπέδευαν στον Άρειο Πάγο, από όπου παρακολουθούσαν, χωρίς δυσκολία την κίνηση της αγοράς και ολόκληρης της πόλεως.

Οι δημόσιοι και ιδιωτικοί δούλοι δεν είχαν, θεωρητικά, κανένα δικαίωμα. Εθεωρούντο νομίμως σαν κινητά πράγματα, που μπορούσαν να νοικιαστούν ή να προσφερθούν ως ενέχυρο. Δεν είχαν καμιά νομική υπόσταση και δεν μπορούσαν να παρουσιασθούν ως μάρτυρες στο δικαστήριο. Όμως, αν ο κύριος τους ήταν αναμεμιγμένος σε κάποια δικαστική υπόθεση, μπορούσε, και συχνά το έκανε, να προτείνει να βασανισθούν οι δούλοι του, για να επιβεβαιώσουν, κάτω από την δοκιμασία αυτή, την ακρίβεια των δικών του ισχυρισμών. Οι ενώσεις μεταξύ δούλων δεν είχα κανένα νομικό χαρακτήρα και μπορούσαν να γίνουν μόνο με την συγκατάθεση του κυρίου τους, στον όποιο και άνηκαν τα παιδιά που προέρχονταν από τις ενώσεις αυτές. Κάθε δούλος που δραπέτευε τιμωρούνταν σκληρά και σημαδευόταν με καυτό σίδερο. Ο δούλος που δραπέτευε, από έναν απάνθρωπο κύριο, μπορούσε να καταφύγει σε ένα ναό, του Θησέως ή των Ερινυών. Εκεί προστατευόταν από το δικαίωμα του άσυλου και ο κύριος του ήταν αναγκασμένος να τον μεταπώλησει.

Και κάτι άλλο ακόμη: ο νόμος προστάτευε τον δούλο, το ίδιο όπως και τον ελεύθερο άνθρωπο, εναντίον των βιαιοπραγιών. Παραχωρούσε μάλιστα στον δούλο και ένα «συνήγορο» για κάθε αμφισβήτηση σχετικά με την απελευθέρωσή του.

Οι χρηματικές οικονομίες ενός δούλου άνηκαν στον κύριο του, επέτρεπε να τις διαθέτει όπως ήθελε.

Οι νεαροί δούλοι, εκείνοι που είχαν γεννηθεί μέσα στο σπίτι του κυρίου, δεν λάβαιναν συνήθως καμιά εκπαίδευση. Δεν μπορούσαν να συχνάζουν στα γυμναστήρια, γιατί αυτά προορίζονταν αποκλειστικά για τους ελεύθερους πολίτες και για τα παιδιά τους.

Οι αγορασμένοι όμως δούλοι γίνονταν δεκτοί στην Αθήνα με μια θρησκευτική τελετή, που τους ενσωμάτωνε στην οικογένεια εκείνου που τους είχε αγοράσει. Τους έβαζαν να καθίσουν μπροστά στην φωτιά, και η κυρία του σπιτιού άπλωσε στο κεφάλι τους σύκα, καρύδια και άλλες λιχουδιές. Ταυτόχρονα τους έδιναν και ένα όνομα. Η τελετή αυτή είχε κάποια αναλογία με εκείνη του γάμου και της υιοθεσίας. Σήμαινε χωρίς αμφιβολία ότι ο νεοφερμένος, ξένος ως την παραμονή της αφίξεως του, θα αποτελούσε πια μέλος της οικογένειάς και θα συμμερίζονταν την θρησκεία της. Έτσι ο δούλος συμμετείχε στις προσευχές και στις θρησκευτικές εορτές… Αυτός ήταν και ο λόγος που οι δούλοι θάβονταν στον οικογενειακό τάφο. Οι δούλοι ελληνικής καταγωγής μπορούσαν να μυηθούν στα Ελευσίνια μυστήρια. Ο απελεύθερος δούλος δεν απαλλάσσονταν από κάθε υποχρέωση απέναντι στην οικογένεια του πρώην κυρίου του, γιατί θρησκευτικοί δεσμοί, που τους έδεναν με αυτή, εξακολουθούσαν να υφίστανται.

Φαίνεται λοιπόν πως οι δούλοι που εκτελούσαν οικιακές εργασίες στην Αρχαία Αθήνα είχαν υποφερτές συνθήκες ζωής. Όσο για τους δημόσιους δούλους, η ζωή τους έμοιαζε με εκείνη την σημερινή των κατώτερων δημοσίων υπαλλήλων. Κατοικούσαν όπου ήθελαν (εκτός από τους Σκύθες τοξότες), λάβαιναν ένα μισθό και ήσαν ελεύθεροι να παντρευτούν. Κατά τον ίδιο τρόπο, πολλοί δούλοι του εμπορίου και της βιομηχανίας μπορούσαν να διαλέξουν το οίκημά τους και να διαχειρίζονται μόνοι τους μια εκμετάλλευση, της οποίας όμως τα κέρδη, νομίμως ανήκαν στον κύριό τους. Αλλά εκείνος εύρισκε συνήθως πιο συμφέρον να τους προκαλεί ενδιαφέρον για την επιχείρηση, αφήνοντάς τους ένα ποσοστό των κερδών. Έτσι μπόρεσε να ανέλθει οικονομικώς ο Πασίων και ο διάδοχός ο Φορμίων.

Το θέατρο, και κυρίως η κωμωδία, αντανακλούν τον ρόλο που έπαιζαν οι δούλοι στις υποθέσεις της καθημερινής ζωής. Ο Ξανθιάς, στους «Βατράχους» του Αριστοφάνους, μας εμφανίζεται προικισμένος με όλα τα χαρίσματα και, συγκεκριμένα, με επιδεξιότητα και θάρρος που στερείται ο κύριος του, ο θεός Διόνυσος. Στον «Πλούτο» ο δούλος Καρίων εμφανίζεται σαν πρωταγωνιστής, και είναι γνωστό πόσο ο ρόλος του πονηρού και αυθάδους δούλου, που συχνά ονομάζεται Δάος, μεγάλωσε στην νεώτερη κωμωδία, του Μενάνδρου.

Οι δούλοι όμως δυο χωριστών κατηγοριών ζούσαν σε μεγάλη δυστυχία. Ήσαν εκείνοι πού χρησιμοποιούνταν στους μύλους, για να κινούν τις μυλόπετρες και να αλέθουν το σιτάρι, και εκείνοι που εργάζονταν στα μεταλλεία του Λαυρίου. Ένας κύριος, όταν ήθελε να τιμωρήσει, έναν κακοκέφαλο ή ανέντιμο δούλο, τον έστελνε στα μεταλλεία ή στους μύλους. (Στην διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οι επιδρομές των Λακεδαιμονίων στην Αττική έδωσαν στους δούλους του Λαυρίου την δυνατότητα να δραπετεύσουν ομαδικά. Ξεχύθηκαν τότε στην ύπαιθρο και την τρομοκράτησαν).

Δούλος ηνίοχος στην αρχαία Ελλάδα οδηγεί άρμα του κυρίου του, (Γλυπτή παράστασης). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 17, άρθρο «Πως ζούσαν οι δούλοι στην αρχαιότητα», Robert Flacelier, σελίδα 29)

Η Αθήνα τον 5ο αιώνα αριθμούσε περίπου 40.000 πολίτες και 20.000 μετοίκους. Αν προσθέσουμε τις γυναίκες και τα παιδιά των μεν και των δε, ο ελεύθερος πληθυσμός της πόλεως πρέπει να ανερχόταν σε 200.000 άτομα. Οι δούλοι ήσαν εξίσου πολυάριθμοι, παρ' όλο που είναι αδύνατο να υπολογιστεί ακριβώς ο αριθμός τους. Ίσως ήσαν 300 χιλιάδες, ίσως και περισσότεροι. Διαπιστώναμε πάντως έτσι ότι, σε ένα σύνολο πληθυσμού μισού εκατομμυρίου, πού ζούσε στην Άττική, μόνο τα δύο πέμπτα ήσαν ελεύθεροι. Οι άνδρες που είχαν πολιτικά δικαιώματα και συμμετείχαν στην διακυβέρνηση της πόλης, αποτελούσαν μια μικρή μειονότητα.

Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι οι Έλληνες της κλασικής εποχής είχαν κληρονομήσει από τους προγόνους τους την περιφρόνηση της εργασίας εκείνης πού καθιστά τον εργαζόμενο εξάρτημα ενός άλλου ανθρώπου, σε σχέση με την αμοιβή του και την τροφή του. Κυρίως περιφρονούσαν το εμπόριο, γι’ αυτό άλλωστε το εγκατέλειπαν τόσο πρόθυμα στους μετοίκους.

Είναι γνωστό ότι στην Σπάρτη οι ελεύθεροι πολίτες, δηλαδή οι Σπαρτιάτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ζούσαν από τα αναφαίρετα κτήματα τους, που τα καλλιεργούσαν οι είλωτες. Στην Αθήνα, είναι αλήθεια, υπήρχε από την εποχή του Σόλωνος ένας νόμος που απαγόρευε την αργία στους πολίτες. Ο Πλούταρχος αφηγείται το ακόλουθο ανέκδοτο: Ένας Σπαρτιάτης, που βρισκόταν στην Αθήνα μια ημέρα που λειτουργούσαν τα δικαστήρια, έμαθε ότι είχε καταδικασθεί λόγω αργίας ένας πολίτης, ο οποίος επέστρεψε περίλυπος στο σπίτι του, συνοδευόμενος από τους φίλους του, που ήσαν επίσης περίλυποι και συμμερίζονταν την θλίψη του. Ο Σπαρτιάτης παρακάλεσε τότε να του δείξουν τον άνθρωπο αυτό, που είχε καταδικασθεί επειδή ζούσε σαν ελεύθερος άνδρας. Τόσο πεπεισμένοι ήσαν οι πολίτες της Σπάρτης ότι μόνο στους δούλους αρμόζει η άσκηση ενός κερδοφόρου επαγγέλματος και η κερδοφόρος εργασία.

Οι Σπαρτιάτες δεν ήσαν οι μόνοι που σκέπτονταν κατ’ αυτό τον τρόπο. Την αντίληψη αυτή συμμερίζονταν πολλοί άνθρωποι στην Αθήνα, παρά τον νόμο του Σόλωνος. Γιατί οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την χειρωνακτική εργασία ταπεινωτική και ανάξια ενός ελευθέρου πολίτου.

Μια δημοκρατία όμως πού τρέφει προκαταλήψεις απέναντι στην εμπορική και χειρωνακτική εργασία, μια δημοκρατία που δεν αναγνωρίζει πολιτικά δικαιώματα παρά μόνο σε μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού της, μια τέτοια δημοκρατία μοιάζει κατά περίεργο τρόπο με αριστοκρατία.

Πηγή: Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 17, άρθρο «Πώς ζούσαν οι Δούλοι στην αρχαία Ελλάδα», Robert Flaceliere, σσ. 24 - 30

Συμπερασματικά:

1) Ο Θουκυδίδης λέει για τους Μήλιους, οι οποίοι το μόνο που επιθύμησαν ήταν να μείνουν ουδέτεροι: αφού καταλήφθηκε η Μήλος από τους Αθηναίους με μοίρα πολεμικών πλοίων, σκότωσαν όλους τους Μήλιους που μπορούσαν να φέρουν οπλισμό και μετέβαλλαν σε δούλες όλες τις γυναίκες και τα παιδιά τους.

2) Στην Ελλάδα αλλά και στους βαρβάρους ο αρχηγός της οικογενείας μπορούσε να πουλήσει τα παιδιά του (από εποχής Σόλωνα και μετά μόνο εκτός Αττικής). Περιοχές με πολλές πωλήσεις δούλων : Φρυγία, Θράκη, Καρία.

3) Στην Αθήνα ένας πατέρας λόγω πενίας ή εγωισμού που δεν ήθελε να αναθρέψει ένα παιδί του, μπορούσε να το «εκθέσει» μόλις γεννιόνταν δηλ να το τοποθετήσει πάνω σε ένα σωρό σκουπίδια. Το νεογέννητο μπορούσε να το πάρει κάποιος όπως στην περίπτωση του Οιδίποδα και άλλως ηρώων και να το μεταβάλει σε δούλο.

4) Ένας δούλος άξιζε στην αρχαία ιστορία από 4 έως 20 βόδια ανάλογα με την μόρφωση - ικανότητες.

5) Ένας φτωχός και άνεργος είχε το δικαίωμα να πουλήσει τον εαυτό του δούλο σε αφέντη που αναλάμβανε να τον θρέψει.

6) Ένας οφειλέτης μπορούσε να πωληθεί μαζί με την γυναίκα και τα παιδιά του σαν δούλοι αν δεν ξεχρέωνε το ποσό της οφειλής.

7) Ένας γιατρός από τις Συρακούσες ο Μενεκράτης, αναλάμβανε να γιατρέψει άρρωστους, μόνο αν ο άρρωστος δεχόταν, σε περίπτωση που γιατρεύονταν, να γίνει δούλος του. (Ευτυχώς και τιμή μας που υπήρξε και ο Ιπποκράτης. Και ο Χριστιανισμός γι αυτό έκανε επιλογές από την αρχαιότητα. Δεν γίνονται όλα δεκτά. Δεκτός και καλός ο Ιπποκράτης αλλά όχι ο Μενεκράτης. Αλίμονο αν δεχόμασταν κάθε τι αρχαίο).

8) Κάθε άνθρωπος που χρωστούσε χρήματα και δεν είχε να πληρώσει πουλιόνταν δούλος και το αντίτιμο το έπαιρνε ο δανειστής του. (μέχρι εποχής Σόλωνα εξ ου και Σοφός).

9) Ο Πλάτων το 388 π.Χ. πήγε στη Σικελία να επισκεφθεί τον Διονύσιο των Συρακουσών. Επειδή όμως δεν άρεσε στον Τύραννο, τον επιβίβασαν σε ένα Σπαρτιατικό πλοίο του οποίου ο πλοίαρχος τον μετέφερε στην Αίγινα όπου και τον πούλησε ως δούλο. Ευτυχώς κάποιος Κυρηναίος τον εξαγόρασε και μπόρεσε να γυρίσει πίσω στους φίλους και στις φιλοσοφίες του.

10) Στην Αττική υπάρχουν 2 σκλαβοπάζαρα, ένα στην αγορά και ένα στο Σούνιο για εργάτες στα γειτονικά μεταλλεία του Λαυρίου (10.000 - 20.000 δούλοι).

11) Οι πολίτες προτιμούσαν τους γάμους μεταξύ δούλων για να μην χρειάζονται να ανατρέφουν τους δούλους μέχρι να μεγαλώσουν και να μπορούν με την σειρά τους να γίνουν δούλοι.

12) Κατά την αποστασία της Λέσβου το 428 π.Χ. οι Αθηναίοι για να την υποτάξουν χρησιμοποίησαν μισθοφόρους. Επειδή τα έξοδα της εκστρατείας ήταν πολλά, αγανάκτησαν οι Αθηναίοι και σε συνεδρίαση της εκκλησίας του Δήμου αποφασίστηκε να θανατωθούν όλοι οι ενήλικες της Μυτιλήνης και να πωληθούν σαν σκλάβοι οι γυναίκες και τα παιδιά. Τελικά στάλθηκαν 1000 κάτοικοι της Λέσβου και εκτελέσθηκαν στην Αθήνα (Θουκυδίδης).

13) Ένας πολύ πλούσιος στην Αθήνα είχε 1000 δούλους τους οποίους νοίκιαζε διότι δεν χωρούσαν σπίτι του.

Α. Πλούσιος Αθηναίος : 50 δούλοι

Β. Μέσος Αθηναίος : 10 (θυρωρός, μάγειρας, παιδαγωγός και υπηρέτριες για δουλειές)

Όλα Σύμφωνα με λεγόμενα Πλάτωνα.

14) Η αστυνομία της Αθήνας (1000 άτομα), ήταν οι τοξότες Σκύθες, Φρύγοι κ.α. που ήταν δούλοι και στρατοπέδευαν στον Άρειο Πάγο

15) Στην Αττική πιστεύεται ότι από τους περίπου 500.000 κατοίκους μόνο τα 2/5 ήταν ελεύθεροι πολίτες, οι λοιποί ήταν σκλάβοι (Έλληνες και μη) που και φυσικά εξαναγκάζονταν να πιστεύουν στα είδωλα της πόλης των Αθηνών. (άλλο πλήγμα εναντίον της ανεξιθρησκίας εν αρχαία Ελλάδα)

16) Το νησί των Κυκλάδων Δήλος (νησί του Απόλλωνα) έγινε τον 2ο & 1ο π.Χ. αιώνα κέντρο τέτοιας διακίνησης δούλων ώστε στο λιμάνι της να διακινούνται καθημερινά 10.000 δούλοι.

17) Οι πωλήσεις γυναικών δούλων γίνονταν μέσα στον ναό της θεάς Αφροδίτης επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

18) Επίσης επί Ρωμαϊκής Εθνικής Αυτοκρατορίας υπήρχε διαχωρισμός στις κατηγορίες των Δούλων, π.χ. ο Γάιος πουλούσε φιλοσόφους, μουσικούς και λογίους (Εθνισμός και μόρφωση; ), ο Τίτζιο μίμους, ακροβάτες, αρτίστες και μονομάχους ενώ ο Σεμπρόνιος ευνούχους και παλλακίδες.

19) Επειδή οι δούλοι θεωρούνταν αντικείμενα (res) κατά τον ρωμαϊκό νόμο που ήταν σε ευθυγράμμιση με τον ελληνικό, όταν πλέον δεν απόδιδαν στην εργασία (γέροι ή άρρωστοι) μεταφέρονταν σε μια νησίδα στον Τίβερη όπου και πέθαιναν αφημένοι στην τύχη τους από την πείνα.

20) Ο Οβίδιος περιγράφει ότι οι ευγενείς Ρωμαίες δέσποινες την ώρα της τουαλέτας τους κρατούσαν στα χέρια τους αιχμηρά στιλέτα με τα οποία τρυπούσαν τις οκνηρές και τις ανυπάκουες. Ο Πολλιόνε φίλος του Αυγούστου διασκέδαζε όταν έβλεπε τις σμέρνες να τρώνε τους δούλους. Ο Λούκιος Κόιντος Φλαμινίνος σκότωσε έναν υπηρέτη του για να απολαύσει το θέαμα ένας φίλος του…

…και να σκεφτεί κανείς ότι μάλλον οι δούλοι περνούσαν καλύτερα στην Αθήνα παρά στην Σπάρτη διότι στην τελευταία οι είλωτες (αρχαίος λαός Πελοποννήσου που μετατράπηκε από τους Δωριείς Σπαρτιάτες σε φυλή - βιομηχανία δούλων) επαναστάτησαν αρκετές φορές. Πολλά από τα άσχημα της δουλείας και της φτώχειας των Αθηνών εξάλειψε ο Σόλων, γι αυτό και πολύ σωστά θεωρήθηκε σοφός από τους Χριστιανούς.

Απογραφή 312-310 π.Χ. του πληθυσμού της Αττικής που αποδίδεται στον Δημήτριο τον Φαληρέα:

1. Πολίτες ελεύθεροι 21.000 (άνω των 20 ετών)

2. Μέτοικοι 10.000

3. Δούλοι 400.000

Οι πολίτες και οι μέτοικοι αντιπροσωπεύουν το 1/3 του άλλου πληθυσμού. Πρέπει δηλαδή να προστεθούν τα παιδιά και οι γυναίκες οπότε η σύνθεση γίνεται 63.000 Αθηναίοι και 33.000 Μέτοικοι.

ΕΝ ΤΑΧΗ

Στην αρχαία Ελλάδα, οι δούλοι αποτελούσαν το φτηνό εργατικό δυναμικό της οικονομίας των πόλεων. Ο θεσμός της δουλείας έχει την προϊστορία του και σύμφωνα με την περιοχή που επιβίωνε έχουμε και διαφορετικές μορφές δουλείας. Στη Σπάρτη λ.χ., οι δούλοι ήταν οι είλωτες, προγενέστεροι κάτοικοι της Λακωνίας, μετά την κατάκτησή της από τους Δωριείς. Στην Αθήνα όμως, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Οι δούλοι προέρχονταν από τους ίδιους τους πολίτες της πόλης, συνήθως, εξ αιτίας των χρεών τους προς τους πλούσιους ευγενείς (μέχρι τη κατάργηση του μέτρου αυτού και την ανάγκη εισαγωγής ξένων δούλων).

Ο Αριστοτέλης περιγράφει τη κατάσταση της υποδούλωσης των φτωχών Αθηναίων, πριν την εποχή του Σόλωνα.

Η υποδούλωση των ελεύθερων πολιτών

«Και μετά από αυτά [δηλ. το Κυλώνειο άγος, 632 π.Χ. περίπου] ακολούθησε μια μακρά περίοδος εμφύλιας ταραχής μεταξύ των ευγενών και του λαού, επειδή το πολίτευμά τους ήταν σε όλα ολιγαρχικό αλλά προπάντων επειδή οι φτωχοί ήταν δούλοι των πλουσίων, και οι ίδιοι και τα παιδιά τους και οι γυναίκες τους. Οι φτωχοί αυτοί ονομάζονταν πελάτες και εκτήμοροι, γιατί με αυτό το μίσθωμα [μάλλον το 1/6 της παραγωγής] καλλιεργούσαν τα χωράφια των πλουσίων (όλη η γη ανήκε σε λίγους), και, αν δεν πλήρωναν τα μισθώματα, μπορούσαν να πουληθούν και οι ίδιοι και τα παιδιά τους. Και όλα τα δάνεια γίνονταν με υποθήκη το σώμα ως την εποχή του Σόλωνα· και πρώτος αυτός έγινε αρχηγός του λαού. Για τους πολλούς λοιπόν το πιο σκληρό και οδυνηρό από τα χαρακτηριστικά του πολιτεύματος ήταν αυτή η δουλεία.» (Πηγή: Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 2. 1-3)

Ο Αριστοτέλης μας δίνει δε και την εικόνα του δούλου της εποχής εκείνης (πάντοτε πριν την εμφάνιση του Σόλωνα):

«[...]τῶν δ’ ὀργάνων τὰ μὲν ἄψυχα τὰ δὲ ἔμψυχα (οἷον τῷ κυβερνήτῃ ὁ μὲν οἱ ἀξ ἄψυχον ὁ δὲ πρωρεὺς ἔμψυχον: ὁ [30] γὰρ ὑπηρέτης ἐν ὀργάνου εἴδει ταῖς τέχναις ἐστίν): οὕτω καὶ τὸ κτῆμα ὄργανον πρὸς ζωήν ἐστι, καὶ ἡ κτῆσις πλῆθος ὀργάνων ἐστί, καὶ ὁ δοῦλος κτῆμά τι ἔμψυχον, καὶ ὥσπερ ὄργανον πρὸ ὀργάνων πᾶς ὑπηρέτης». (Πηγή: Αριστοτέλης Πολιτικά, 7, 1253b 25-35)

Βυζάντιο

Στο Βυζάντιο η δουλεία αποκτά διαφορετικό χαρακτήρα σε σχέση με τους προκατόχους της (αρχαία Ελλάδα, ελληνιστική περίοδος, ρωμαϊκή αυτοκρατορία). Γίνεται περισσότερο ανθρωπιστική, οι δούλοι λαμβάνουν δικαιώματα, ακόμη και απελευθέρωσης -με όρους- και το σύστημα μεταχείρισης δούλων γίνεται ανεκτικότερο. Επιβάλλει νόμο που προβλέπεται η μεταχείρισή τους. Σε συνδυασμό με την ελληνική αντίληψη και τη χριστιανική διδασκαλία το Βυζάντιο σέβεται και εκτιμά την εργατική αυτή μερίδα του κράτους.

Ο Ιουστινιανός, επίσης, σε μία «Νεαρά» («Νεαρές»: συγκεντρωμένοι νόμοι του Ιουστινιάνειου Κώδικα) συνιστά την απελευθέρωση των δούλων υπό όρους. Σκοπός του Ιουστινιανού ήταν να αποτρέψει τη πορεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας προς τη φεουδαρχία, την εξάλειψη των μεγαλοκτηματιών με τα φέουδά τους και την άδικη εκμετάλλευση των δουλοπάροικων.

Οι δούλοι στο Ιουστινιάνειο δίκαιο.

Οι αρχές της ελευθερίας και της ισότητας των ανθρώπων, που διακηρύσσονται από το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού, δεν εφαρμοσθήκαν στην πράξη με απόλυτη συνέπεια. Βέβαια στις υψηλές αυτές αρχές καθώς και στα χριστιανικά ιδεώδη οφείλεται η βελτίωση της θέσης των δούλων στο Ιουστινιάνειο δίκαιο, που διευκολύνει και μάλιστα συνιστά τη χειραφέτησή τους.

Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι στην οικονομία γενικά και ιδιαίτερα στην αγροτική του έκτου αιώνα οι δούλοι διαδραμάτιζαν πια δευτερεύοντα ρόλο. Στον τομέα αυτό βασικοί φορείς της παραγωγής ήταν ήδη από καιρό οι δουλοπάροικοι (coloni) και για τη θέση τους το Ιουστινιάνειο δίκαιο δεν προβλέπει καμιά βελτίωση. Αντίθετα ενίσχυσε την αναγκαστική προσκόλλησή τους στη γη κι έτσι έδωσε ισχυρότερη νομική κάλυψη στην υποτέλεια της μεγάλης πλειονότητας του αγροτικού πληθυσμού. (Πηγή: G. Ostrogorsky, Ιστορία του βυζαντινού κράτους, τόμος Α΄ (σ. 142), μετάφρ. Ι. Παναγόπουλος)

Δύο «Νεαρές»

Ο Ιουστινιανός με αυστηρά μέτρα εναντίον της προστασίας αναχαιτίζει τη πορεία προς τη φεουδαρχία.

«216.C.13. Και προστασίες παράνομες, που μαθαίνουμε ότι γίνονται στις επαρχίες μας, θα επιδιώξεις με κάθε τρόπο να τις σταματήσεις, μην επιτρέποντας σε κανένα να ζει εις βάρος της ζωής των άλλων ούτε να ιδιοποιείται τα αγροκτήματα που δεν του ανήκουν από πουθενά, ούτε για ζημία άλλων να υπόσχεται για αντιπαροχή προστασία, ούτε να προβάλλουν τη δική τους δύναμη, για να εξουδετερώσουν την κρατική δύναμη. Και ούτε να σε απασχολεί ποια εξουσία διαθέτουν αυτοί που κάνουν αυτά. Σου είναι αρκετό πάν απ όλα για την εξασφάλιση πληρέστατης εξουσίας να έχεις με το μέρος σου και το νόμο του βασιλιά την ευμένεια». (Πηγή: ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ Α΄, [Νεαρά του 535, NJ. XVII. C. 13. Από Ι. Καραγιαννοπούλου, - Η Βυζαντινή Ιστορία από τας πηγάς. Θεσσαλονίκη 1974, σ. 173. Ελεύθερη απόδοση])

«217 Προοίμ. Πληροφορηθήκαμε ότι στην επαρχία που κυβερνάς τόλμησαν μερικοί να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία της κακής σοδειάς του σιταριού και να δανείσουν σε μερικούς ελάχιστο γέννημα (ποσό καρπών) και έναντι αυτού να τους πάρουν όλη τη γη τους, ώστε άλλοι από τους γεωργούς να φύγουν, άλλοι να χαθούν από το λιμό και να πέσει τόσο φοβερή καταστροφή που δεν είναι λιγότερη από βαρβαρική επιδρομή.

C. 1. Διατάζουμε λοιπόν όλους εκείνους που δάνεισαν οσηδήποτε ποσότητα οποιουδήποτε είδους ξηρών καρπών να το πάρουν πίσω τώρα, χωρίς να προσθέσουν οτιδήποτε, και να επιστρέψουν τα κτηματάκια στους γεωργούς. Και κανένας να μην τολμά καθόλου με πρόφαση τα ανωτέρω δανείσματα, είτε έγιναν με λόγο είτε με γραπτό συμβόλαιο, να κατέχει ξένη γη. Και να εισπράξουν, αν τα δανεικά ήταν καρποί, το 1/8 του μοδίου για κάθε μόδιο ολόκληρο το χρόνο, και αν τα δανεικά ήταν νομίσματα, για κάθε νόμισμα, ένα κεράτιο το χρόνο σαν τόκο. Και αφού πάρουν οι δανειστές το 1/8 του μοδίου για κάθε μόδιο το χρόνο ή το κεράτιο, να επιστρέψουν οπωσδήποτε τα υπόλοιπα, είτε γη τυχαίνει να κρατούν είτε κανένα άλλο ενέχυρο, π.χ. βόδια ή πρόβατα ή δούλους. Και ο νόμος αυτός να ικανοποιεί συγχρόνως όλους, δηλαδή να θεωρείται φιλάνθρωπος και ευσεβής, γιατί εξυπηρετεί τους φτωχούς και δίνει μια λογική αποζημίωση στους δανειστές.

-Επίλ. Αυτές λοιπόν είναι οι εντολές μας και να σπεύσει η λαμπρότητά σου να τις εκτελέσει κατά γράμμα. Έτσι θα ξέρει ο δανειστής ότι, αν τολμήσει να ενεργήσει αντίθετα μ αυτά, θα χάσει το δικαίωμα της είσπραξης και εκείνος που πήρε το δάνειο θα δοκιμάσει την ικανοποίηση ότι και ο ίδιος θα γλιτώσει από το χρέος και το δανειστή του θα δει ότι χάνει ό,τι δικαιούται να εισπράξει.» (Πηγή: ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ Α΄, [Νεαρά του 535. NJ XXXIII, από Ι. Καραγιαννοπούλου, - Η Βυζαντινή Ιστορία από τας πηγάς, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 173-174. Ελεύθερη απόδοση])

ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Ο δούλος δεν έχει ψυχή... δεν είναι ούτε καν άνθρωπος...

Η ελευθερία αποδεικνύεται μόνο με την ύπαρξη Δύναμης

και η Δύναμη μόνο με την ύπαρξη πράξης και έργων...

Το πρόβλημα της δουλείας στην αρχαία ελληνική κοινωνία είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο, αφού τόσο σε κοινωνικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο η δουλεία δεν θεωρήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες πρόβλημα, ούτε η νομιμότητα της ως κοινωνικού εθίμου αμφισβητήθηκε ποτέ έως και τον 4ο αιώνα.

Για την απουσία οποιουδήποτε κειμένου που να εκφράζει αντίρρηση για το φαινόμενο της δουλείας έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς ποικίλες θεωρίες, οι οποίες συγκλίνουν, ανεξάρτητα από την σκοποθεσία τους, στην υπόμνηση ότι οι δούλοι ως κοινωνικό σώμα (στην πραγματικότητα ως σύνολο έξω-κοινωνικών μονάδων) ικανοποιούσαν πάγιες και ζωτικές ανάγκες της πόλης-κράτους. Για παράδειγμα, συνιστούσαν ουσιαστικά τις ανθρώπινες μηχανές που έφερναν σε πέρας το βάρος της υλοποίησης αναπτυξιακών έργων (δρόμων, λιμένων, ναών κ.ά.). Αυτή η ισχυρή πίεση/δικαιολογία οδηγούσε συχνά τους αρχαίους στοχαστές όχι μόνο να αναγνωρίζουν τον θεσμό, αλλά και να τον μελετούν και να τον αναλύουν χωρίς απολογητική διάθεση.

Θεωρώ ανάξια επιστημονικού αντιλόγου την παλαιότερη (γερμανική) άποψη ότι η δουλεία αποτελεί έθιμο που κυριάρχησε στην Ελλάδα με ανατολική επίδραση. Οι μαρτυρίες του Ομήρου που αφορούν τη μυκηναϊκή εποχή, αλλά και αρχαιολογικά ευρήματα κ.λπ. πείθουν ότι οι δούλοι αποτελούσαν συγκροτημένο σώμα με καθορισμένα καθήκοντα από τις πρώτες οργανωμένες ελληνικές κοινωνίες στον ελλαδικό χώρο.

Από την άλλη μεριά, ο όρος «δουλοκτητική» ως προσδιοριστικός για την αρχαιοελληνική κοινωνία που καθιερώθηκε στη μαρξιστική κυρίως ιστοριογραφία είναι στην γενικότητα του τόσο ασαφής που προκύπτει, εντέλει, κενός. Δηλαδή, η δουλεία στην Ελλάδα δεν παρουσιάζει ένταση ως κοινωνικό φαινόμενο μεγαλύτερη από αυτήν με την οποία εμφανίζεται, π.χ., στην κοινωνία των Χετταίων ή των Λυδών. Το αξιοπερίεργο βέβαια είναι ότι στις ανατολικές αυτές κοινωνίες το σύνολο των κοινωνικών μελών συνιστούσαν δούλους του βασιλιά (θεού κ.λπ.), σε αντίθεση με τη δουλεία στον ελλαδικό χώρο η οποία αναπτύχθηκε σε διαλεκτική αντιπαράθεση με την έννοια του πολίτη, του κοινωνικού δηλαδή μέλους που απολάμβανε ένα σύνολο δικαιωμάτων [γιατί ακριβώς ήταν οργανική μονάδα (πολίτης) ενός όλου (πόλης-κράτους]. Με άλλα λόγια η ύπαρξη δούλων σε μια θεοκρατία είναι μάλλον λογική αλλά η ύπαρξη δούλων σε μια πόλη-κράτος δεν είναι αυτονόητη.

Πρέπει λοιπόν να ξεκαθαριστεί εξ αρχής ποιες ήταν οι ιδιότητες εκείνες που καθιστούσαν ένα αρχαίο Έλληνα, πολίτη, και τον διαφόριζαν οριστικά και αμετάκλητα από τον δούλο με τον οποίο συχνά συνοικούσε. Η ποικιλία των κρατικών δομών στις αρχαίες πόλεις-κράτη δημιούργησε ευνόητα εξαιρετικά μεγάλη δυσχέρεια στον ακριβή προσδιορισμό το όρου «πολίτης» όπως είχε αντιληφθεί και ο Αριστοτέλης: «Ώστε πρέπει να προβληματιστούμε ποιον πρέπει να ονομάζουμε πολίτη και ποιος είναι ακριβώς ο πολίτης. Γιατί για την ιδιότητα του πολίτη υπάρχει διαφωνία συχνά, γιατί δεν συμφωνούν όλοι στην έννοια του πολίτη, γιατί είναι δυνατόν αυτός που θεωρείται επί δημοκρατία πολίτης στην ολιγαρχία πολλές φορές να μη θεωρείται...»] (1)

Η διάκριση δούλου-πολίτη

Επιχειρώντας λοιπόν ο Αριστοτέλης να προσδιορίσει με σαφήνεια, αντικειμενικότητα και γενική ισχύ το περιεχόμενου του όρου «πολίτης» προβαίνει στην ακόλουθη, πολύ χρήσιμη για τη μελέτη μας διατύπωση: «Η έννοια του πολίτη δεν προσδιορίζεται με κριτήρια ότι είναι εγκατεστημένος σε ένα τόπο (γιατί και οι μέσοι και οι δούλοι έχουν αυτή την δυνατότητα)».(2)

Επομένως ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι η εντοπιότητα δεν αποτελεί κριτήριο πολιτικών δικαιωμάτων, άρα η έννοια του πολίτη δεν προσδιορίζεται κυρίως με τον τόπο κατοικίας. Η αντιδιαστολή τού πολίτη προς τον δούλο και τον μέτοικο είναι σαφής ακριβώς γιατί ο Αριστοτέλης γνώριζε ότι η δουλεία στην αρχαιότητα δεν εξαρτιόταν από την διακοπή ή τη μακροχρόνια παραμονή σε ένα τόπο, αλλά από προσδιοριστικές σταθερές πολύ πιο πάγιες.

Επιδιώκοντας λοιπόν ο Αριστοτέλης να προσδιορίσει την έννοια του πολίτη διαπιστώνει συνοπτικά: «Με απλά λόγια, ο πολίτης δεν προσδιορίζεται με τίποτα από τα άλλα περισσότερο, παρά από τη συμμετοχή στις δικαστικές λειτουργίες και στην εκτελεστική εξουσία γιατί όποιος έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στην πολιτική και δικαστική εξουσία αυτός είναι πολίτης αυτής της πόλεως και πόλη είναι το σύνολο τέτοιων πολιτών το οποίο μπορεί να αντεπεξέλθει αυτοδύναμα στις ανάγκες του, για να μιλήσω απλά...». (3)

Επομένως σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω η δουλεία θα μπορούσε να θεωρηθεί η στέρηση αυτών των δικαιωμάτων και το θέμα θα ήταν μάλλον απλό. Όμως η δουλεία δεν είναι απλώς μια κοινωνική ταυτότητα «μη πολίτη» και τούτο γιατί ως φαινόμενο είναι πολύ παλαιότερο από την πόλη-κράτος, μέσα στα πλαίσια της οποίας από τον ελληνικό στοχασμό ο ελεύθερος άνθρωπος ταυτίστηκε με τον πολίτη και εντέλει η δημοκρατία με την ελευθερία.

Ας σημειωθεί πάντως ότι τόσο από την παραπάνω διαπίστωση όσο και από άλλες πηγές συμπεραίνουμε ότι οι δούλοι δεν αποκλείονταν ως παρουσίες από τις θρησκευτικές τελετές (π.χ., Παναθήναια), ενώ σε άλλες αναλάμβαναν ακόμη και καθήκοντα αστυνόμευσης (ραβδούχοι στα Μεγάλα Διονύσια). Συχνά μάλιστα μπορούσαν να αναπτύξουν ακόμη και αυτόνομη επαγγελματική δραστηριότητα καταβάλλοντος βέβαια στον «κύριο» τους τον σχετικό κεφαλικό φόρο.

Η διάκριση δούλου - πολίτη είναι ένα θεμελιώδες status quo που, όπως είπαμε, διατρέχει την αρχαία σκέψη και αφορά ένα πλήθος τομέων της ανθρώπινης δραστηριότητας σε τέτοιο βαθμό ώστε να δίνει την εντύπωση του βιολογικού χαρακτηριστικού, αφού εντέλει οριοθετεί τη διαφοροποίηση ανάμεσα στον Άνθρωπο και το Πράγμα (Res). Εσφαλμένα δε θεωρείται ότι οι Ρωμαίοι θεωρούσαν πρώτοι τους δούλους ως αντικείμενα. Κληρονόμησαν αυτή την αντίληψη κυρίως από την αναστροφή τους με την ελληνική παράδοση και μάλιστα την πλέον εξορθολογισμένη (Αριστοτέλης).

Ο βιολογικός χαρακτήρας της δουλείας

Απίστευτα αντιφατικό σήμερα φαντάζει ότι όσο ο αρχαιοελληνικός στοχασμός επιχειρούσε με έντονη ενδοσκόπηση να προσδιορίσει την ουσία της ανθρώπινης ταυτότητας (όσο δηλαδή γρηγορότερα έτεινε να ορίσει την έννοια της «ελευθερίας») τόσο η αντιπαράθεση πολίτη (ελεύθερου) - δούλου γινόταν εντονότερη και η αντίληψη ότι η δουλεία συνιστά βιολογικό χαρακτηριστικό ενδυναμωνόταν.

Αναφερόμαστε επανειλημμένα σε βιολογικά χαρακτηριστικά, αν και όρος αυτός δεν μαρτυριέται στις αρχαίες πηγές. Ωστόσο είναι ο μόνος που προσεγγίζει την αλήθεια, αφού η ιδιότητα του δούλου ήταν κληρονομική. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι η απελευθέρωση δούλου (πέρα από το ότι ήταν μια διαδικασία περίπλοκη) εκτός από τις πολιτικές προϋποθέσεις έπρεπε να συμπληρωθεί -ήδη από τα χρόνια του Δράκοντα στην Αθήνα- με μια τελετή καθαρμού στον Ηριδανό ποταμό, ανάλογη με απομίανση εγκληματία! Και πάλι βέβαια ο δούλος δεν αποκτούσε την ιδιότητα του πολίτη (άρα του ελεύθερου ανθρώπου) αλλά μετέπιπτε σε κατάσταση μετοίκου, χωρίς όμως να είναι και πάλι κατ’ ουσίαν μέτοικος, αφού ο μέτοικος ήταν ελεύθερος άνθρωπος με πλήρη πολιτικά δικαιώματα σε μια πόλη άλλη από αυτή που είχε ως μόνιμη κατοικία για ποικίλους λόγους, (οικονομικούς, ιδεολογικούς κ.λπ.).

Το βιολογικό χαρακτηριστικό της δουλείας επιβεβαιώνουν και σπαρτιατικά έθιμα, που ακριβώς λόγω του συντηρητικού δωρικού χαρακτήρα τους άντεξαν ως τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Όπως είναι γνωστό, η μοιχεία στη Σπάρτη θεωρείτο ασήμαντο έγκλημα, εφόσον απέδιδε υγιή τέκνα από Σπαρτιάτισσα μητέρα. Ι Εκείνη η πληροφορία που δεν είναι γνωστή ευρύτερα είναι ότι η μοιχεία με δούλο (έγκλημα ειδεχθές στην Ιωνία) θεωρείτο ως πράξη ανύπαρκτη και το τέκνο ισοτελής Σπαρτιάτης, αφού ο δούλος δεν είχε αίμα ικανό να επιμολύνει τη δωρική φυλετική καταγωγή (Αθηναίος)!

Δούλοι εργάζονται στην ανέγερση του Παρθενώνα. Ξενίζει πράγματι τη σύγχρονη σκέψη πώς εκείνη η κοινωνία που δημιούργησε τέτοια αριστουργήματα, η ίδια ταυτόχρονα θεωρούσε τον δούλο ως ον στερούμενο ψυχής...(Πηγή: Τρίτο Μάτι, τεύχος 124, άρθρο «Δουλεία και Ελευθερία στην αρχαία Ελλάδα», Βασίλη Μπακούρου, σελίδα 55)

Δουλείας Έδρα

Την αρχαιοελληνική πεποίθηση για τον βιολογικό χαρακτήρα της δουλείας ενισχύει και η διασύνδεση της με το σώμα. Εσφαλμένα θεωρήθηκε παλαιότερα ότι οι δούλοι, εκτελώντας χειρωνακτικές εργασίες, σταδιακά διαμόρφωσαν ένα κοινωνικό στερεότυπο για τη σωματική εργασία, που φιλοσοφικά εκφράσθηκε με την πλατωνική σύλληψη του σώματος ως «σήματος» (τάφου) της υπέρτερης ψυχής.

Στην πραγματικότητα, επειδή το σώμα και γενικώς η πρακτική άσκηση που προϋποθέτει τη σωματική επικουρία απαξιώνονταν από τον καθαρά θεωρητικό πυρήνα του ελληνικού πολιτισμού, οι δούλοι που υλοποιούσαν τη σωματική εργασία απαξιώθηκαν και αυτοί.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, το σώμα αποτελεί το «όλον» του δούλου, αφού όπως τονίζουν ποικίλοι στοχαστές, από τον Πρωταγόρα μέχρι τον Αριστοτέλη, οι δούλοι στερούνται ψυχής! Γι’ αυτό οι Έλληνες απέφευγαν γενικώς τη χειρωνακτική εργασία και κυρίως την εξαρτημένη χειρωνακτική εργασία. Συνελάμβαναν δηλαδή ότι ασχέτως από τη χρηματική αμοιβή, ο εκάστοτε εργολάβος δεν εκμίσθωνε την εργασία αλλά τη σωματική τους ρώμη και έτσι περιέπιπταν σε μια κατάσταση που ομοίαζε σε πολλά με την υποδούλωση.

Η πεποίθηση ότι ο δούλος δεν έχει ψυχή (όπως και η γυναίκα!) εδράζεται στην ιδιαιτερότητα αυτού του όρου, που για τους αρχαίους δεν είχε κυρίως μεταφυσική ή εγκεφαλική αλλά ηθική διάσταση. Διέκριναν σε κάθε «ζώον» (έμβιο) την ουσία, από τα συμβεβηκότα, δηλαδή τις φανερώσεις της ουσίας αυτής. Με άλλα λόγια, το «είναι» από το «υπάρχειν». Η ψυχή αφορούσε όχι το «είναι» αλλά το «υπάρχειν»· δηλαδή όχι την ουσία αλλά την ύπαρξη. Η ύπαρξη όμως δεν είναι φυσικό χάρισμα, όπως η ουσία. Συνιστά ενεργητική διαδικασία αυτογνωσίας και ετερογνωσίας και σε αυτή τη διαδικασία, η ψυχή αποτελεί το θεμελιώδες τμήμα της ύπαρξης που είναι επιφορτισμένη με τον αυτοέλεγχο. Για να μιλήσω με νεότερους όρους, η ψυχή είναι ό,τι ο Εμανουέλ Καντ προσδιόρισε ως «υπερβατικολογική συνείδηση», το τμήμα δηλαδή εκείνο του ανθρώπινου προσώπου που αίρεται στο ύψος του ενδοσκόπου.

Αυτός ο ρόλος όμως δεν είναι μια απλή κίνηση του νου, ένας εσωτερικός μονόλογος· υπάρχει, δηλαδή υλοποιείται, με μια σειρά αποφάσεων και έργων με τα οποία ο άνθρωπος αυτοκαθορίζεται. Μάλιστα για να είναι μια ανθρώπινη ψυχή ενάρετη, πρέπει η ηθική της ποιότητα να αποδεικνύεται έμπρακτα. Ο δούλος ακόμη και αν είχε την ωριμότητα της ενδοσκόπησης, επειδή ήταν ετεροκαθοριζόμενος και άρα εκτελούσε προκαθορισμένο σχέδιο πράξεων, δεν είχε λογικά (δηλαδή αποδεδειγμένα) ψυχή! Δηλαδή, από τη στιγμή που δεν μπορούσε να εκτελεί πράξεις που επέλεγε ο Ίδιος, η αρετή του ήταν απατηλή.

Η παραπάνω εκλαΐκευση ίσως δημιουργήσει την ακόλουθη εύλογη απορία: Ένας δούλος που επαναστατεί και δημιουργεί με τις επιλογές του την προσωπική του ζωή ταυτόχρονα δεν αποκτά ψυχή;

Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική! Ο επαναστάτης δούλος στην προσπάθεια του να εξασφαλίσει το «υπάρχειν», χάνει το «είναι» που είχε υλοποιηθεί ως όργανο εξυπηρέτησης των σκοπών του κυρίου του...

Αν λοιπόν η ψυχή είναι ο πυρήνας της ανθρώπινης ύπαρξης, τότε καταλαβαίνουμε γιατί ο δούλος που στερείτο ψυχής δεν ήταν άνθρωπος. Το πρόβλημα δεν ήταν για τους αρχαίους πρωτίστως οντολογικό αλλά ηθικό, όπως είπαμε, και «υπαρξιστικό». Γι’ αυτό δεν απασχόλησε τους αρχαίους η φυσική ομοιότητα του δούλου με τον ελεύθερο άνθρωπο. Αυτή η ομοιότητα ήταν απλά επακόλουθο της κοινής ουσίας. Η ουσία όμως δεν «υπάρχει», ενώ η ανθρώπινη ταυτότητα συμπυκνώνεται στην ανθρώπινη ύπαρξη. Γι’ αυτό μπορούσε κάποιος να γίνει, δηλαδή να προκύψει δούλος, έστω κι αν δεν γεννήθηκε δούλος. Καθώς μια στιγμή της ζωής του για κάποιο λόγο απώλεσε τη δυνατότητα του αυτοκαθορισμού του, ο υπερβαχικολογικός ρόλος της ψυχής του ατόνησε.

Η δουλεία λοιπόν έχει για τους αρχαίους «βιολογικό» χαρακτήρα. Με τον όρο αυτό όμως δεν νοείται η διαπλοκή σώματος, οργάνων και λειτουργιών, αλλά η φυσική διασύνδεση της ψυχής που νοεί, και του σώματος που εκτελεί τα επινοήματα αυτά.

Ελευθερίας Έδρα

Αν η δουλεία εκδηλώνεται ως δέσμευση ενός σώματος που στερείται ψυχής, η ελευθερία αποτελεί την καθαυτή ενέργεια της ψυχής, η οποία κυβερνά το σώμα-φορέα και το οδηγεί σε επιτέλεση έργων. Σε ψυχικό επίπεδο η ελευθερία είναι ενέργεια, σε σωματικό όμως συνιστά δύναμη, δηλαδή προαίρεση που για να υπάρξει πρέπει να αποδειχθεί έμπρακτα. Χωρίς δεδομένο έργο, η προαίρεση είναι λογικώς αναπόδεικτη. Δηλαδή δεν υπάρχει δύναμη αν δεν αποδεικνύεται στην πράξη και συνεπακόλουθα δεν υπάρχει (σωματική) ελευθερία αν δεν υπάρχει πράξη και έργα που να την «αποδεικνύουν»...

Η ελευθερία για τον ελληνικό στοχασμό δεν είναι μια απλή ψυχική εκδήλωση, είναι η πεμπτουσία της ανθρώπινης ταυτότητας, αφού μέσω αυτής ο άνθρωπος υπάρχει, δηλαδή αποδεικνύει την ύπαρξη του. Μεταλλάσσει τη δυνατότητα της ζωής που μοιράζεται με όλα τα έμβια όντα σε ενέργεια, πραγμάτωση της ανθρώπινης ύπαρξης.

Αν η ελευθερία είναι παρούσα, τότε όλες οι άλλες αρετές την ακολουθούν σαν θεραπαινίδες, λέει ο Αριστοτέλης. Ο φιλόσοφος αυτός που μελέτησε διεξοδικά την ηθική-υπαρξιακή διάσταση της ελευθερίας, έναν μόνο προσδιοριστικό όρο της απέδωσε ως κεφαλαιώδη για τον άνθρωπο: έλλογη. Δηλαδή προσδιορισμένη με τα κριτήρια του ορθού λόγου.

Σε πολλά έργα του ο Αριστοτέλης επανέρχεται στο ζήτημα αυτό και θεωρεί τον έλλογο χαρακτήρα της ελευθερίας καθοριστικό για την εξασφάλιση και την υλοποίηση της ανθρώπινης υπόστασης· και τούτο γιατί μη έλλογη ελευθερία απολαμβάνουν και τα ζώα αλλά αυτή δεν τους εξασφαλίζει ανθρώπινη υπόσταση. Η μη έλλογη ελευθερία προκύπτει από την ουσία των όντων, ενώ από την έλλογη ελευθερία προκύπτει (αποδεικνύεται) η ύπαρξη, αφού με τη χρήση της η ψυχή αυτοκαθορίζεται και ετεροκαθορίζεται.

Η οντολογική απορία που ανακύπτει εδώ για την προέλευση της έλλογης ελευθερίας, αν και οφθαλμοφανής, δεν απασχόλησε την αρχαία σκέψη. Με άλλα λόγια, αν η έλλογη (ανθρώπινη) ελευθερία δεν προκύπτει από την ουσία του ανθρώπου ως έμβιου όντος και αν είναι αυτή που γεννά την ύπαρξη (δηλαδή αποδεικνύει τη γέννηση της ανθρώπινης ύπαρξης), από πού προέρχεται η ίδια; Με το ερώτημα αυτό η αρχαία φιλοσοφική σκέψη δεν αναμετρήθηκε, είτε γιατί ιστορικά δεν πρόλαβε είτε γιατί είχε κυρίως γνωσιολογικό προσανατολισμό. Αυτό το κενό συμπλήρωσε αργότερα η χριστιανική πατερική φιλοσοφία.

Πάντως, για τους αρχαίους η έλλογη ελευθερία συγκροτεί ό,τι καλείται φρόνημα (φρόνιμος -φρονώ - φρην = νους), δηλαδή ένα σώμα αρετών ανάμεσα στις οποίες βασιλεύει η αρμονία γιατί ακριβώς «ελευθέρως και ελλόγως κείνται».

Πηγή: Τρίτο Μάτι, τεύχος 124, άρθρο «Δουλεία και Ελευθερία στην αρχαία Ελλάδα», Βασίλη Μπακούρου, σσ. 54-55

(1) «Ώστε τίνα χρη καλείν πολίτην και ως ο πολίτης εστί σκεπτέον. Και γαρ ο πολίτης αμφισβητείται πολλάκις· ου γαρ τον αυτόν ομολογοίσι πάντες είναι πολίτην· εστί γαρ τις ος εν δημοκρατία πολίτης ων εν ολιγαρχία πολλάκις ουκ εστί πολίτης...». (Αριστοτέλους, Πολιτικά Γ 1,2)

(2) «Ο πολίτης ου τω οικείν που πολίτης εστίν (και γαρ μέτοικοι και δούλοι κοινωνούσι της οικήσεως)». (Αριστοτέλους, Πολιτικά Γ 1,2)

(3) «πολίτης δ’ απλώς ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής... ω γαρ εξουσία κοινωνείν αρχής βουλευτικής και κριτικής, πολίτην ήδη λέγομεν είναι ταύτης της πόλεως, πάλιν δε τω των τοιουτων πλήθος ικανόν προς αυτάρκειαν ζωής, ως απλώς ειπείν...».

ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Η παρακάτω ενότητα έχει σκοπό να καταδείξει πως τα βασανιστήρια που οι νεοΕθνικοί καταχωρούν στους Χριστιανικούς πολιτισμούς, έχουν την βάση τους στο απώτατο παρελθόν. Δεν είναι λογικό να λέγεται από τους νεοΕθνικούς πως στην αρχαία Ελλάδα ανακαλύφθηκαν όλα εκτός των βασανισμών.

ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΟ

Βασανιστήριο είναι η μετά κακώσεων γινομένη εξέταση του ανακρινόμενου.

ΑΡΧΑΙΟΙ

Στην παλαιά πολιτεία των αρχαίων Αθηναίων γίνονταν ανάκριση από το δικαστήριο με την εφαρμογή «βασάνου» προς απόσπαση μαρτυρίας των δούλωνεἰς βάσανον παραδιδόναι» Ισαίος 70, 34 «ἐκ βασάνων εἰπεῖν» αυτ. 8). Η λέξη χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό αριθμό και σημαίνει την ομολογία δια βασάνου (Δημ. 1254, 9). Ελεύθεροι πολίτες υποβάλλονται σε βασανισμούς (Ανδ. 6,44 -Λυσ. 102,4). Η βάσανος λογίζονταν ως τρόπος αποδείξεως προ των αττικών δικαστηρίων και τελεσφορώτερος των μαρτύρων. Η απαγόρευση των βασάνων στους ελεύθερους πολίτες έγινε δια το ψήφισμα του Σκαμανδρίου (Ανδ. π. μ. 43), εκτός και αν υπήρχε αντίθετο προς τούτο ψήφισμα (Ισοκρ. Τραπ. 15. Δημ. Παντ. 40). Οι δούλοι, κατά τον αττικό νόμο, δεν ήσαν δεκτοί ως μάρτυρες και δικαιούταν κάθε ελεύθερος ή να παραδώσει τον δούλο του εις βάσανο προς απόδειξη της δικής του αθωότητας ή να ζητήσει δι’ επισήμου πράξεως, η οποία ονομάζονταν «πρόκλησις εἰς βάσανον» (Δημ. π. τ. Στεφ. 1106) τον του αντίδικού του. Αι καταθέσεις δε των βασανιζόμενων ουχί σπανίως γίνονταν στο δικαστήριο (Δημ. Κατά Νικος. 1254), αλλ’ ενώπιον προς τούτο εκλεγομένων «βασανιστῶν». Εν σχέση προς τα κατά τις βασάνους υπάρχει η έξης μαρτυρία του Ισαίου (π. Κιρ. κληρ. 202): «Ὑμεῖς μὲν τοίνυν καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ βάσανον ἀκριβέστατον ἔλεγχον νομίζετε· καὶ ὁπόταν δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι παραγένωνται καὶ δέῃ εὑρηθῆναι τι τῶν ζητουμένων, οὐ χρῆσθε ταῖς τῶν ἐλευθέρων μαρτυρίαις, ἀλλὰ τοὺς δούλους βασανίζοντες οὕτω ζητεῖτε εὑρεῖν τὴν ἀλήθειαν τῶν γεγενημένων».

Η πρόκληση εις βάσανο γίνονταν, ως φαίνεται, εγγράφως (Δημ. κ. Παν. 978) και αποδίδονταν στον ανταγωνιστή επί μαρτύριο στον δημοσιότερο τόπο της αγοράς (Δημ. κ. Αφ. 948). Επειδή δε υπήρχαν διάφοροι τρόποι βασάνων, ορίζονταν ο επί του εκάστοτε μάρτυρος εφαρμοστέος (Δημ. κ. Στ. 1120). Ο προσφέρων τον εαυτού δούλο, για να βασανισθεί, έδιδε ενίοτε στον ανταγωνιστή του την άδεια να μεταχειρισθεί οιονδήποτε τρόπον βασάνου ήθελε (Αντιφ. χορευτ. 777). Τα βασανιστήρια εκτελούνταν ενίοτε στο δικαστήριο και ενώπιον των δικαστών. Αλλά ο βασανισμός ενώπιον των δικαστών φαίνεται ότι ήταν εκτός της κοινής συνήθειας. Συνήθεια ήταν μόνον γενικά να αναγινώσκωνται στην δίκη των ανδραπόδων καταθέσεις, οι οποίες και αυτές λέγονταν βάσανοι (Άρπ. εν λ. Δημ. κ. Νικ. 1254), και να επιβεβαιώνται αυτές δια της μαρτυρίας των παρόντων στα βάσανα δούλων.

(Πηγή: Ιακ. Χ. Δραγάτσης, Διευθυντής Λυκείου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Στ΄, σ. 744)

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Κυρίως ο «βάσανος» ή «βάσανοι» είναι σωματικές κακώσεις επαγόμενοι συνήθως κατά κατηγορουμένου προς τον σκοπό της αποσπάσεως απ αυτού της περί ένοχης του ομολογίας, ήτις στις αρχαιότερες ποινικές νομοθεσίες εθεωρείτο κατά κανόνα ως το μοναδικό σχεδόν αποδεικτικό μέσον προς καταδίκη του κατηγορουμένου. Στην έννοια όμως των βασάνων περιλαμβάνεται και πάσα ψυχική πίεση ή απειλή επαγωγής κακού, προς τον αυτό σκοπό ασκούμενη και ειδικότερα η ηθική καλούμενη βάσανος. Των βασάνων όχι σπάνια γίνονταν χρήση και κατά προσώπων καλουμένων ενώπιον της ποινικής δικαιοσύνης ως μαρτύρων και αρνουμένων να καταθέσουν όσα υπήρχε υπόνοια ότι γνώριζαν. Εις μερικές τέλος περιπτώσεις, οι σωματικές βάσανοι εφαρμόζονταν και ως πρόσθετη ποινή της ποινής του θανάτου.

Στην Ρώμη οι βάσανοι (quaestiones) ρητώς επιτρέπονταν από τον νόμο (Νομ. 1 § 23 Πανδ. De quaestionibus), αλλά τις επιτυγχανόμενες δηλώσεις και ομολογίας εξετίμα ελευθέρως ο δικαστής. Καθ’ όλη την περίοδο της δημοκρατίας οι βάσανοι στην Ρώμη εφαρμόζονταν κατά των δούλων, στην αρχή μεν των κατηγορουμένων, αλλά από τον αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου και των μαρτύρων, δεν επιτρέπονταν όμως να βασανίζονται οι δούλοι όπως μαρτυρήσουν εναντίον των κυρίων τους, έκτος αν επρόκειτο περί πολιτικού εγκλήματος εσχάτης προδοσίας, αιμομιξίας και παραχαράξεως (Πανδ. Ι 1 § 16 de quast.). Από τον Κωνσταντίνου εξετάθησαν οι βάσανοι και στους ελευθέρους πολίτες, στην αρχή μεν σε εκείνους της κατωτάτης κοινωνικής τάξεως (humiliores), είτα δε δια του νόμου Julia de majestatis σε όλους, είτε ως κατηγορουμένους είτε ως μάρτυρες καλουμένους και επί παντός εγκλήματος, ιδίως δε θεσπίστηκαν διατάξεις που ρύθμιζαν τον τρόπον και τις περιπτώσεις της χρήσεως των βασάνων αναλόγως τής προσωπικής του υποβαλλομένου εις σε αυτές καταστάσεως (Κώδ. Θ΄', 41). Εξαιρούνταν των βασάνων μόνον προνομιούχοι τίνες τάξεις, ως οι οικογένειες των συγκλητικών, οι clarissimi, οι decuriones, οι milites, αλλά και αυτοί δεν διέφευγαν τα βάσανα προκειμένου εγκλήματος εσχάτης προδοσίας. Η διεύθυνση της εφαρμογής των βασάνων ανήκε στον quaesitor και η εκτέλεση στον tortor.

Στους Γερμανικούς λαούς μόνο κατά των κατηγορούμενων δούλων ήσαν σε σπανιότατες περιπτώσεις η χρήση βασάνων και αυτά εξέλιπαν νωρίς. Στην Αγγλία κατά την κρατούσαν γνώμη, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ βάσανοι, αναφέρεται όμως ότι επί Εδουάρδου του Α΄ γίνονταν χρήση της καλούμενης peine forte et dure, βασάνου που επικράτησε επί πολλούς αιώνες· όταν δηλαδή ο κατηγορούμενος αρνούνταν την ενοχή του, τοποθετούσαν αυτόν εντός τής φυλακής του ύπτιο και επί του στήθους του επιθέτανε μεγάλο βάρος στερώντας αυτόν παντελώς σχεδόν της τροφής και του ύδατος· αν επέμενε αρνούμενος μέχρι που πέθαινε από το βασανιστήριο, θεωρούνταν αθώος, αλλά εννοείται, προς αποκατάσταση μόνο της μνήμης του.

Βιβλιογραφία

1. Κωστή, εγχειρίδιο της Ποιν. Δικονομίας, εκδ. Γ΄ §§ 4, 9 & 13

2. Ν. Ι. Σαριπόλου, Σύστημα Ποινικής Νομοθεσίας. §§ σιδ΄, σνθ΄, τκζ΄

3. Faustin-Helle, Traite de l’ instruction criminelle, εκδ. Β΄τομ. Ι΄, §§ 14, 49 -51, 121, 294 - 299, 350 - 354

4. Garraud, Traite d’ instruction criminelle, τομ. Ι΄ § 257

5. G. Tarde, La philosophie penale, εκδ. 4η σελ. 438 - 441

6. Esmein, Histoire de la procedure criminelle

7. Manzini, Trattato di diritto processuale penale, εκδ. Β΄, τομ. Ι §§ 7, 1, 44, τομ ΙΙΙ σελ. 220 σημ. 2, σελ. 339, σημ. 2, τομ. IV σελ. 112, σημ. 2. 113 - 114

(Πηγή: Αγγ. Ν. Μπουρόπουλος, Αντεισαγγελεύς Εφετών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Στ΄, σσ. 744 -745)

ΒΑΣΑΝΙΣΤΕΣ

Ονομάζεται εκείνος που εξετάζει ή που δοκιμάζει ή που ανακρίνει με βασανιστήρια

Στην αρχαία Αθήνα βασανιστές καλούνταν εκείνοι που αναλάμβαναν κατά την εξέταση δούλων ως μαρτύρων να εξαναγκάσουν με βασανιστήρια τον εξεταζόμενο δούλο να ομολογήσει την αλήθεια. Ως βασανιστές χρησιμοποιούνταν είτε οι επί τούτου ορισμένοι υπάλληλοι της πόλης (οι λεγόμενοι «δημόκοινοι»), είτε πρόσωπα οριζόμενα από τους διαδίκους κατά κοινή μεταξύ τους συμφωνία. Έργο αυτών των βασανιστών δεν ήταν μόνο η εξέταση του δούλου με την χρήση παντός είδος βασανιστηρίου (μαστιγώσεως, στρεβλώσεως, τροχού και των ομοίων) αλλά και ο προσδιορισμός της αξίας του δούλου, ίνα επί την αυτής βάσης εκτιμηθεί η βλάβη, η οποία μπορούσε τυχόν να επέλθει, εις αυτόν εκ πυρώσεως κατά των βασανισμό, ώστε να αποζημιωθεί ο κύριος του δούλου από τον αντίδικο του, που ζήτησε τον βασανισμό του δούλου.

(Πηγή: Γ.Ι. Καρβέλλας, Καθηγητής, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Στ΄, σσ. 744)

ΚΛΟΙΟΣ

Κλοιός κυνηγητικού σκύλου (σε τοιχογραφία της Πομπηίας, που παριστάνει των Άδωνη τραυματία) (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιδ΄, σελίδα 588)

Κλοιός είναι ο περιβάλλων τον λαιμό δεσμός ιδίως των σκύλων || καθόλου, ο σιδηρός δεσμός των χειρών ή και των ποδών των εγκληματιών, οι πέδες || περιλαίμιο προς κόσμο: «χρυσούς κλοιός».

Ως περιλαίμιο των ζώων ο κλοιός ήταν στους αρχαίους διαφόρων ειδών. Στις παραστάσεις που διασώθηκαν βρέθηκαν κλοιοί εκ δέρματος, φέροντες ως κοσμήματα μικρά κομβία η κωδωνίσκους, ακόμη δε, επί σκύλων φυλάκων οικιών ή συνοδών κυνηγίου, φέροντες ακτινοειδώς σειρά αιχμηρών καρφιών προς προάσπιση του σκύλου κυνός από τις επιθέσεως των θηρίων. Ενίοτε οι κλοιοί των αγροτικών σκυλιών οι χρησιμεύοντες προς πρόσδεση του ζώου ήσαν εκ ξύλου. Οι κλοιοί των σκυλιών στους αρχαίους έφεραν μετάλλινες πλάκες επί εγγεγραμμένες αμφοτέρωθεν, όπου δηλώνονταν η κυριότητα του ζώου, αυτές πλείστες σώζονται σε μουσεία Λούβρου, Μονάχου, Βερώνης. κ. ά.

Αριστερά: Ρωμαϊκός κλοιός (boiae) (εκ μπρούτζινου αγαλματιδίου της εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων)

Δεξιά: Κύφων (Αγγειογραφία του Μουσείου του Λούβρου) (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιδ΄, σελίδα 588)

Επί δούλων ο σιδερένιος ή μπρούτζινος κλοιός, έφερε χαραγμένη έπ΄ αυτού ή επί πλακός επιγραφή, που εξασφάλιζε στον αφέντη την κυριότητα επί του δούλου εις περίπτωσιν απόδρασης αυτού. Οι τοιούτοι κλοιοί είχαν κατά πάσα πιθανότητα εφαρμοστή από τον Κωνσταντίνο σε αντικατάσταση της δια σιδήρου στίξεως του μετώπου του δούλου. Επί των επιγραφών αναγράφονταν συνήθως η διεύθυνση του ιδιοκτήτη, η αμοιβή που προκήρυσσε σε εκείνον που συλλάμβανε τον δραπέτη ή υπόμνηση του παρανόμου της παραχωρήσεως ασύλου σε δραπέτη δούλο.

Η δια ποδοκάκης βάσανος (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 6, σελίδα 745)

Ως βασανιστικό όργανο κατηγορουμένου τινός ή καταδίκου, ο κλοιός στους αρχαίους Έλληνες είχε πολλές μορφές. Υπό την απλούστερη αυτού κατασκευή ήταν ξύλινο περιτραχήλιο ( «καλιός», ή απλώς «ξύλων» ή «ξύλα») έχοντας μία ή τρεις οπές, εις τις οποίες τοποθετούνταν το κεφάλι και οι βραχίονες, καταδικαζόμενοι έτσι σε ακινησία Συνθετότερος κλοιός ήταν ο «κύφων», σύστημα ξύλων τόσου βάρους και τοιαύτης θέσεως, ώστε ο φέρων ταύτα καταδικάζονταν σε διαρκή επίκυψη του αυχένα. Τοιούτος κλοιός είναι πιθανότατα το επί αγγείου του μουσείου του Λούβρου εικονιζόμενο εργαλείο βασανισμού δύο ταυτοχρόνως ανθρώπων, εκ των οποίων ο όρθιος μόλις δύναται να φέρει οπίσω την δεξιά προς παραλαβή τεμαχίου άρτου. Συμπληρωματικό βασανιστικό όργανο ήταν η «ποδοκάκη», με την οποία, όπως δηλώνει η λέξη, κακοποιούνταν οι πόδες. Συνδυασμός δε ποδοκάκης και κλοιού των βραχιόνων και τού λαιμού ήταν ίσως το κατ’ Αριστοφάνη (Ίππ. 1058) αναφερόμενο «πεντεσύριγγον» ξύλο, με το οποίο πετύχαιναν τελεία ακινησία του βασανιζόμενου. Με αυτό το εργαλείο βασανίσθηκε και ο Σωκράτης προς της θανατώσεώς του. Στα βασανιστικά εργαλεία των Ελλήνων μνημονεύονται και η «παυσικάπη» (εκ του «παύω» και «κάπη» = παχνί είδος πλεκτού προσωπείου, το οποίο εμπόδιζε την λήψη της τροφής και το οποίο εφαρμόζονταν συνήθως στους δούλους.

Αριστερά: Ρωμαϊκός nervus, που βρέθηκε σε στρατώνα ξιφομάχων στην Πομπηία

Δεξιά: Αγγλικό Stocks (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιδ΄, σελίδα 589)

Ανάλογα εργαλεία υπήρχαν και στους Ρωμαίους. Οι boiae (εκ του ελληνικού βόεια) ήταν είδος κλοιού ξύλινου ή μετάλλινου, ομοίου προς τον ζυγό των βοών· το columbas (εκ του columba=περιστερά) είχε οπές όμοιες των του περιστερώνα, στις οποίες περισφίγγονταν τα μέλη των δούλων, αντίστοιχοι δε της ελληνικής ποδοκάκης ήταν οι pedicae και compedes (ποδάγρες), συνήθως σιδερένιες. Εξαιρετικά βασανιστικός κλοιός ήταν ο nervus (νευρά) αρχικά από δέρμα και έπειτα σιδερένιος· αποτελούνταν από δοκό που έφερε κάθετα και κατά διαστήματα βραχείς πάσσαλους με οπές, από όπου διέρχονταν νέα δοκός επιμήκης, στα διάμεσα τοποθετούνταν τα κεφάλια και τα πόδια των βασανιζόμενων. Ο βασανισμός γίνονταν δια περισφίξεως ή δι απομακρύνσεως των πασσάλων, στα οποία υπήρχαν τα μέλη ενός και του αυτού άνθρωπου, οπότε αυτός διαμελίζονταν· τοιούτο θάνατο υφίστατο οι Χριστιανοί μάρτυρες. Τέλος μνημονεύεται η numella, είδος πλαισίου ξύλινου ή δερμάτινου, στο οποίο περισφίγγονταν ο λαιμός.

Αριστερά: Κλοιός Ρωμαίου δούλου. (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιδ΄, σελίδα 589)

Δεξιά: Καρκάν μετά πινακίδας που αναγράφει την λέξη κλέπτης. (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιδ΄, σελίδα 588)

Παρόμοια βασανιστικά εργαλεία επινοήθηκαν και κατά τους νεωτέρους χρόνους. Η κάνγκ των Κινέζων είναι ανάλογος του αρχαίου κλοιού του λαιμού. Το γαλλικό καρκάν (carcan) είναι σιδηρού περιλαίμιο μεθ’ αλυσίδας, με την οποία προσδένεται ο κατάδικος επί πασσάλου προς δημοσία επίδειξη, φέρων επί του στήθους πινακίδα αναγράφουσα το αδίκημα ή εις το καρκάν πρόσδεση ήταν συνήθης ποινή των φεουδαλικών δικαστηρίων εις περιπτώσεις κυκλοφορίας απαγορευμένων βιβλίων, πολυγαμίας, δόλιας χρεοκοπίας, χειροδικίας υπηρέτη κατά κυρίου κ.λ.π. Ενίοτε το καρκάν αποτελούσε ολόκληρο οικοδόμημα, προσάρτημα των φεουδαλικών πύργων· αποτελούνταν από πύργο, pilori καλουμένου, αναλόγου προς τους γερμανικούς πύργους του Ρολάνδου, εις το άνω πάτωμα του οποίου υπήρχε σιδηρούς κύκλος διάτρητος και εις τις οπές αυτού περικλείονταν οι λαιμοί των καταδίκων. Η ποινή του καρκάν, αναγνωρισθείσα και υπό της Γαλλικής επαναστάσεως (αρθρ. 602 ποιν. κώδικα 3ης Μπρυμαίρ 1796) ως ατιμωτική, και υπό του ποινικού κωδικός του 1810 (αρθρ. 22) ως συνακόλουθος ωριαία ποινή της καταδίκης εις Ισόβια ή πρόσκαιρα καταναγκαστικά έργα, καταργήθηκε οριστικά υπό της προσωρινής κυβερνήσεως το 1832 (νόμος 28ης Απριλίου αρθρ. 12).

Δημόσια τιμωρία με πικότα στις φυλακές του Wilmington στις Η.Π.Α. (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιδ΄, σελίδα 589)

Στην Αγγλία ανάλογος προς τον βασανιστικό κλοιό ήταν η πρόσδεση στο στόκς (stocks), ξύλινο πάσσαλο μετά σιδηρών ή δερματίνων κλοιών της κεφαλής, συνδυαζόμενο μετά οριζόντιας διπλής διάτρητου δοκού. Το 1376 ο Εδουάρδος Γ΄ εγκατέστησε στόκς σε κάθε χωριό. Η χρήση αυτών άρχισε καταλυμένη από του παρελθόντος αιώνος, τελευταία δε περίπτωση αναφέρεται το 1865 στο Rugby. Στην Ισπανία από του φεουδαρχισμού ήταν εν χρήσει η πικότα (picota), απαραίτητο εξάρτημα παντός δικαστηρίου ήταν συνήθως απλοί πάσσαλοι επί του οποίου δια λωρίων δεσμεύονταν οι χείρες του καταδίκου, ή σειρά πασσάλων δια πολλούς, ενίοτε δε σε περιοχές πλούσιων αρχόντων ήταν πολυτελέστατη και καλλιτεχνική οικοδομή, φέρουσα τον θυρεό του φεουδάρχη. Η ποινή της πικότας καταργήθηκε την 12 Ιουνίου 1870. Εξ Ισπανίας διαδόθηκε στην Αμερική, με αυτή δεν τιμωρούνταν οι δούλοι. Στην Βόρεια Αμερική υφίσταται η χρήση αυτής σήμερα ακόμη στις πρότυπες φυλακές του Wilmington. Στις αποικίες προ ετών ακόμη τίθονταν σιδερένιος κλοιός που έφερα οριζόντια σιδηροδοκό ή μεγάλα βάρη, ετίθετο, ενίοτε ισοβίως, επί του λαιμού των νέγρων δούλων προς αποφυγή της αποδράσεως. Στην Περσία σήμερα χρησιμοποιείται ξύλινο τρίγωνο πλαίσιο, το οποίο περισφίγγεται ο λαιμός και τα χέρια. Στην Ιταλία ανάλογη ποινή ήταν η καλούμενη αργκόλλα (argolla)

(Πηγή: Παπάς, φιλόλογος, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΔ΄, σσ. 588-589)

ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΝ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ

Επειδή τίνες των νεοΕθνικών, προσπαθούν να αποδείξουν άγνωστο με ποια στοιχεία, πως η δουλεία ήταν άγνωστη στην αρχαιότητα, αν και οι διαπροσωπικές σχέσεις σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς όριζαν αφέντες και σκλάβους, όπως άλλωστε συνέβη και αργότερα σε χριστιανικές κοινωνίες, θα παρουσιαστούν εδώ οι φιλόσοφοι που γνώρισαν την δουλεία ώστε να πάψει κάθε παράλογη αμφισβήτηση.

Ο Πλάτωνας πουλήθηκε ως σκλάβος από τους Σπαρτιάτες, ο Διογένης ο Κυνικός εξορίστηκε και πουλήθηκε ως δούλος, ο Βίων ο Βορυσθενίτης πουλήθηκε ως σκλάβος, ο Μουσώνιος Ρούφος εξορίστηκε στην Γυάρο και μετά εξαναγκάστηκε σε καταναγκαστική εργασία κατά την προσπάθεια ανοίγματος της διώρυγας της Κορίνθου από τον Νέρωνα, ο Επίκτητος, του οποίου το «Εγχειρίδιον» βρίσκει ευρεία διάδοση στα Χριστιανικά μοναστήρια, πουλήθηκε ως δούλος στην Ρώμη. Επίσης επί Ρωμαϊκής Εθνικής Αυτοκρατορίας υπήρχε διαχωρισμός στις κατηγορίες των δούλων, π.χ. ο Γάιος πουλούσε φιλοσόφους, μουσικούς και λογίους (ο Εθνισμός τιμά την μόρφωση;).