Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

ΡΩΜΗ, ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ, ΠΥΡΚΑΓΙΑ,

ΠΑΥΛΟΣ, ΝΕΡΩΝΑΣ ΚΑΙ «ΑΛΗΘΕΙΕΣ»

Η Ρώμη εις τον μύθο είναι αποικία του φυγά της Τροίας Αινεία. Αυτός ο μύθος επαληθεύτηκε κατά κάποιο τρόπο. Ρώμη και Ελλάδα βρίσκονται πλέον πιο κοντά από όσο ποτέ. Άλλωστε εις το ρου της Ιστορίας πάντρεψαν τους πολιτισμούς τους, τόσο εις την περίοδο της μίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας όσο και μετέπειτα με τον χωρισμό της σε Δυτικό και Ανατολικό κράτος (βλ. Ρωμανία - Βυζάντιο). Οι νεοπαγανιστές και σε αυτόν τον τομέα έχουν εντελώς παράξενες απόψεις για τον εμπρησμό αυτής της πόλης και τα συμπεράσματά τους δεν διαφέρουν από τις δυτικές μυθοπλασίες ανιστόρητων μα ούτε και από αυτού του Νταν Μπράουν, που υποστηρίζει άνευ ουδεμίας ιστορικής απόδειξης, όπως άλλωστε και οι νεοπαγανιστές, πως την Ρώμη την έκαψε ο απόστολος Παύλος. Θεωρίες που εξέθρεψε και ο μυστικιστής και εσωτεριστής Robert Ambelain του οποίου τα βιβλία για τον Απόστολο Παύλο πωλούνται αρκετές φορές στα καροτσάκια των πλανοδίων πωλητών. Αυτή η υπόθεση αποτελεί φαντασιοπληξία πλανεμένων που επειδή δεν θέλουν να δεχτούν πως ο Χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ γρήγορα, εφευρίσκουν λόγια για να δικαιολογούν την απιστία τους και να πλανεύουν και νεοφώτιστους ή αφώτιστους.


ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΕΚΡΩΜΑΪΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΝΕΚΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας» είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσουν οι Έλληνες να ονομάζονται «Ρωμαίοι» και ο ελληνικός χώρος Ρωμανία», διαδικασία που ολοκληρώθηκε κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, , σελ. 80)

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχουν οι κοινωνιολογικές παρατηρήσεις της ιδίως όταν συγκρίνει ανάγλυφα πορτραίτα Ελλήνων από την επαρχία της Ασίας με αποσπάσματα έργων του Δίωνα Χρυσοστόμου και του Φιλοστράτου που επέκριναν την τάση των Ελλήνων για εκρωμαϊσμό, π.χ. η ελληνική μόδα απαιτούσε να έχουν οι ενήλικοι άνδρες γενειάδα, ενώ οι Ρωμαίοι ξυρίζονταν. Έτσι, λοιπόν, μια φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια στην εξωτερική εμφάνιση των ανδρών θεωρήθηκε ότι καθόριζε το αν κάποιος ήταν υπέρ της διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας ή όχι! Ο Δίων Χρυσόστομος σε έναν λόγο του επαινεί τους άνδρες μιας μικρής ημιεξελληνισμένης πόλης στη Βιθυνία διότι οι περισσότεροι εξακολουθούσαν να έχουν μακριά μαλλιά και γένεια, όπως οι ομηρικοί ήρωες (23). Επίσης, ο Φιλόστρατος κατέγραψε την απογοήτευση του Απολλώνιου Τυανέως για το γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι της περιόδου της Βασιλείας του Αδριανού (117-138 μ.Χ.) είχαν αποκτήσει «θηλυπρεπή» εμφάνιση (ξυρισμένο πρόσωπο, απαλά πόδια, ανάλαφρη ενδυμασία, χρήση κοσμημάτων) (24). Ακόμη πιο σοβαρή είναι η κριτική από τον Απολλώνιο της τάσης των Ελλήνων της Ιωνίας να εγκαταλείπουν τη χρήση των κλασικών ελληνικών ονομάτων και να υιοθετούν ρωμαϊκά (25).

Η σύγκριση, όμως, με τις μορφές ανδρών και γυναικών σε επιτύμβιες στήλες από τη Μ. Ασία αποδεικνύει ότι η ανιαρή ηθικολογία των λογίων δεν έβρισκε «λαϊκό έρεισμα». Οι άνδρες ξύριζαν το πρόσωπο τους και τόσο αυτοί όσο και οι γυναίκες υιοθετούσαν κομμώσεις ρωμαϊκού τύπου. Τα υλικά οφέλη του εκρωμαϊσμού σαφώς και βάρυναν περισσότερο στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου από την προσήλωση στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας.

Ορισμένες επιγραφικές πηγές, όμως, δείχνουν ότι τα μέλη των τοπικών αριστοκρατιών επέμεναν να συνδυάζουν τον ρωμαϊκό κοσμοπολιτισμό με το αίσθημα της τοπικής υπερηφάνειας. Σε μια επιτύμβια επιγραφή του 3ου αιώνα μ.Χ. από τη Σεβαστόπολη του Πόντου ένας ποντάρχης τιμά τη μνήμη της συζύγου του, της αρχιέρειας Κεσσελλίας Μάξιμας Αμαζονίδας, η οποία έφερε τον τίτλο της «ματρώνας στολάτας». Ο σχολιασμός της επιγραφής από τον T.B. Mitford επισημαίνει ότι η παράδοση τοποθετούσε τη γη των Αμαζόνων στην πεδιάδα του ποταμού Θερμόδοντα, κοντά στην πατρίδα της αρχιέρειας, η οποία φαίνεται ότι ήταν υπερήφανη τόσο για το ρωμαϊκό όνομα και τον τίτλο της, όσο και για την πατρίδα της, την οποία τίμησε μέσω του ελληνικού ονόματος της («Αμαζών») (26). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, , σελ. 80)

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

ΙΤΑΛΙΑ.

ΝΕΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΗΣ ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ : Ο μύθος της Λύκαινας που θηλάζει τον Ρωμύλο και τον Ρώμο, σε πίνακα του Ρούμπενς. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 11)

Η φυγή του Αινεία από τη φλεγόμενη Τροία, η πολυπόθητη νύκτα κατά την οποία οι αρχαίοι Έλληνες κατάφεραν να κυριεύσουν την πόλη του Πριάμου χάρη στο τέχνασμα του «Δούρειου Ίππου» του Οδυσσέα, ο μύθος των δίδυμων αδελφών Ρωμύλου και Ρώμου τους οποίους θήλασε η λύκαινα: αυτοί είναι μερικοί μόνο από τους μύθους που οι αρχαίοι Έλληνες και οι Λατίνοι συγγραφείς μάς κληροδότησαν σχετικά με την ίδρυση της Ρώμης. Πρόκειται, όμως, για φανταστικές ιστορίες ή μήπως κρύβουν και κάποια ιστορικά γεγονότα που αργότερα πέρασαν στη σφαίρα του μύθου;

Μέχρι πρόσφατα οι ιστορικοί θεωρούσαν ελάχιστα αξιόπιστους τους μύθους που αφορούν την ίδρυση της Ρώμης, καθώς απουσίαζαν οι ανάλογες αρχαιολογικές ενδείξεις. Σήμερα, όμως, όλα αλλάζουν χάρη στις εξαιρετικές ανακαλύψεις μιας ομάδας αρχαιολόγων υπό τη διεύθυνση ενός από τους πιο σημαντικούς Ιταλούς αρχαιολόγους και ενός από τους μεγαλύτερους ειδικούς στη Ρωμαϊκή Αρχαιολογία παγκοσμίως, του Αντρέα Καραντίνι (Andrea Carandini), καθηγητή Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο «Λα Σαπιέντσα» (La Sapienza) της Ρώμης.

Άποψη του αρχαιολογικού χώρου του Παλατίνου λόφου και της ρωμαϊκής Αγοράς (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 11)

Σύμφωνα με τον μύθο, ο Αινείας, αφού διέφυγε από την Τροία, κατέληξε στις ακτές του Λατίου, όπου και ίδρυσε τον πρώτο πυρήνα του μελλοντικού ρωμαϊκού πολιτισμού. Μετά τον Αινεία βασίλευσε για πέντε ολόκληρους αιώνες η δυναστεία των Αλβανών βασιλέων, η οποία εγκαινιάσθηκε από τον γιο του Ιουλο και κατέληξε στον Νουμήτορα, πατέρα της Ρέας Σιλβίας, μητέρας του Ρωμύλου και του Ρώμου. Ο Ρωμύλος, στη συνέχεια, έμελλε να είναι ο ιδρυτής της Ρώμης.

Η παραδοσιακή χρονολογία της ίδρυσης της Ρώμης που παραδίδουν οι αρχαίοι συγγραφείς αντιστοιχεί στις 21 Απριλίου του 753 π.Χ. του δικού μας ημερολογίου. Από την ημερομηνία της «ίδρυσης της Πόλης» (ab Urbe condita, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι Λατίνοι), οι Ρωμαίοι υπολόγιζαν τα έτη, όπως έπρατταν και οι αρχαίοι Έλληνες με αφετηρία την ημερομηνία της πρώτης Ολυμπιάδας (776 π.Χ.).

Γλυπτό σύμπλεγμα που παριστά τη φυγή του Αινεία, του Αγχίση και του Ασκάνιου από την Τροία. Έργο του γλύπτη Τζιαν Λορέντζο Μπερνίνι, 1618 περίπου. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 12)

Αν και οι ιστορικοί της αρχαιότητας ανέκαθεν ήταν απόλυτα πεπεισμένοι σχετικά με την παραδοσιακή χρονολογία ίδρυσης της Ρώμης, τόσο οι ιστορικοί όσο και οι αρχαιολόγοι των ημερών μας έως τώρα δεν συμμερίζονταν την άποψη των προκατόχων τους. Και αυτό διότι έλειπαν οι αρχαιολογικές ενδείξεις. Πράγματι, μέχρι σήμερα είχαν ανακαλυφθεί στον Παλατινό λόφο, έναν από τους λοφίσκους της επταλόφου Ρώμης, μερικές μόνο καλύβες του 8ου αιώνα π.Χ., μεταξύ των οποίων πιθανώς υπήρχε και το λεγόμενο tugurium Romuli, η μυθική καλύβα του Ρωμύλου, πρώτου βασιλέα της Ρώμης. Ωστόσο, για τους αρχαιολόγους τα στοιχεία αυτά δεν ήταν επαρκή για την ταύτιση της Ρώμης εκείνης της περιόδου με ένα κέντρο αστικού χαρακτήρα, η οποία μάλλον έδινε την εντύπωση ενός χωριού. Αντιθέτως, η γένεση της πόλης τοποθετείτο από τους επιστήμονες στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., δηλαδή στην εποχή των Ετρούσκων βασιλέων της Ρώμης, των Ταρκυνίων, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που υλοποίησαν έργα μεγάλης κλίμακας, άξια μιας πραγματικής πόλης.

Άποψη του αρχαιολογικού χώρου της Ρωμαϊκής Αγοράς (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 12)

Σήμερα, όμως, στο κέντρο της αρχαίας Ρώμης, στην περιοχή του Ναού της Εστίας, οι αρχαιολόγοι πραγματοποίησαν ανακαλύψεις που οδήγησαν στην αναθεώρηση αν όχι ανατροπήαυτών των θεωριών: «Αποκαλύψαμε έναν χώρο 345 τετραγωνικών μέτρων -επισημαίνει ο Καραντίνι-, από τα οποία τα 105 ήταν στεγασμένα και τα 240 αντιστοιχούσαν σε αύλειο χώρο. Ένα τόσο μεγάλο κτήριο στο συγκεκριμένο σημείο της πόλης, στο ιερό της Εστίας, δεν μπορεί παρά να αντιστοιχεί σε ανάκτορο. Το μέγαρο αυτό διατηρήθηκε τουλάχιστον έως το 64 μ.Χ., δηλαδή σχεδόν οκτώ αιώνες. Με το τέλος της βασιλείας μετατράπηκε σε κατοικία του Re sacrorun, πνευματικού ηγέτη των Ρωμαίων, και διασώθηκε ακόμη και κατά την περίοδο της δημοκρατίας, έως τις αρχές των αυτοκρατορικών χρόνων (1ος αιώνας μ.Χ.)».

Το κτήριο αυτό, ιδιαίτερα επιβλητικό για τις διαστάσεις της Ρώμης εκείνης της εποχής, κατασκευασμένο από τοίχους με ξύλινους πασσάλους επικαλυμμένους με άργιλο και δάπεδα επενδεδυμένα με λεπτά τεμάχια τώφου, θα μπορούσε εύλογα να ταυτισθεί με το ανάκτορο των πρώτων βασιλέων της Ρώμης. Σε μικρή απόσταση πραγματοποιήθηκε μία ακόμη σημαντική ανακάλυψη: «Εντοπίσαμε επίσης -προσθέτει ο Καραντίνιμία ευμεγέθη καλύβα ωοειδούς κάτοψης, μήκους 12 περίπου μ., με δύο εστίες στις άκρες και μία ακόμη στο κέντρο, επιφάνειες όπτησης τροφής και αποθηκευτικούς χώρους για τα δημητριακά. Ήταν η οικία των Εστιάδων, των παρθένων ιερειών της θεάς Εστίας, οι οποίες είχαν το καθήκον να επιθεωρούν την ιερή φλόγα που προστάτευε τη Ρώμη και να φροντίσουν αυτή να μη σβήσει ποτέ».

Ωστόσο, μία ακόμη πιο συναρπαστική ανακάλυψη αφορά ένα δάπεδο της πρωιμότερης Αγοράς, η οποία χρονολογείται περίπου έναν αιώνα πριν τη μοναδική έως τώρα γνωστή Αγορά, του 7ου αιώνα π.Χ. Το αρχαιότερο αυτό δάπεδο από αμμοχάλικο και βότσαλα, χρονολογείται στον 8ο αιώνα π.Χ., δηλαδή στην εποχή ίδρυσης της πόλης.

Ο ναός της Εστίας στον Παλατίνο Λόφο (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 13)

«Μετά από εικοσαετείς και πλέον έρευνες που αφιέρωσα στις απαρχές της Ρώμης -επισημαίνει ο Αντρέα Καραντίνιδιαπιστώθηκε ότι πολλά αρχαιολογικά δεδομένα που αφορούσαν την ίδρυση της πόλης (Urbs) συνάδουν με τα στοιχεία που διασώζει η παράδοση». Το νέο πλαίσιο που προκύπτει από τις πρόσφατες ανακαλύψεις φαίνεται ότι ρίχνει επιτέλους φως στον μύθο της ίδρυσης της Ρώμης: τα νέα αυτά στοιχεία αποδεικνύουν ότι στη Ρώμη, περί τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ., υπήρχε ήδη ένα βασιλικό ανάκτορο και μία αγορά, δηλαδή δημόσια κτήρια και δημόσιοι χώροι, τυπικά στοιχεία μιας πόλης. Συνεπώς -και επιτέλουςτα στοιχεία που μας κληροδοτεί η παράδοση ταυτίζονται με τα αρχαιολογικά δεδομένα: η Ρώμη πράγματι ιδρύθηκε τον 8ο αιώνα π.Χ., ίσως μάλιστα το έτος 753 π.Χ., όπως παραδίδουν οι ιστορικοί της αρχαιότητας.

Με δύο λόγια, δεν μπορούμε ασφαλώς να ισχυρισθούμε ότι η ιστορία του Ρωμύλου και του Ρώμου εξελίχθηκε όπως ακριβώς αφηγείται ο μύθος, αλλά είναι βέβαιο ότι το επεισόδιο που παραδίδουν οι περισσότεροι Λατίνοι συγγραφείς δεν είναι προϊόν της φαντασίας τους. Πρόκειται για μια ανακάλυψη τεράστιας σημασίας για την ιστορία όχι μόνο των ρωμαϊκών χρόνων, αλλά και ολόκληρης της αρχαιότητας, καθώς μας αποδεικνύει ότι μπορούμε να βασισθούμε στους αρχαίους συγγραφείς, αλλά και στη μυθολογία, αν βέβαια προσεγγίσουμε αυτά μέσα από ένα νέο πρίσμα και τα συγκρίνουμε με τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας, εντοπίζοντας έτσι τα χαμένα ίχνη του απώτερου παρελθόντος. Μερικές φορές, όπως αποδεικνύεται, πίσω από τον μύθο μπορεί να κρύβεται η πραγματικότητα.


Απόψεις του αρχαιολογικού χώρου του Παλατινού λόφου και της Ρωμαϊκής Αγοράς. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 13)

Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΝΙΚΟΥ 133-129 π.Χ.

Η ΥΣΤΑΤΗ ΑΝΤΙΡΩΜΑΪΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Η επικράτηση των Ρωμαίων στις ελληνικές χώρες εκατέρωθεν του Αιγαίου κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. επισφραγίσθηκε με την καταστολή μιας αινιγματικής επανάστασης: του κινήματος του Αριστόνικου που εκδηλώθηκε στα εδάφη του πρώην βασιλείου της Περγάμου. Οι κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις αυτής της άγνωστης εξέγερσης παρουσιάζονται στο κείμενο που ακολουθεί.

Το Ασκληπιείο της αρχαίας Περγάμου. Όπως φαίνεται και στην εικόνα, το θεραπευτήριο περιβαλλόταν από επιβλητικό θέατρο και από άλλες εγκαταστάσεις. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 24)

Κατά τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., ιδιαίτερα μετά την κατάκτηση της Καρχηδόνας και της Κορίνθου (146 π.Χ.), η Ρώμη αναδείχθηκε στη μεγαλύτερη δύναμη στη Μεσόγειο, με την επιρροή της να εκτείνεται μέχρι τα Βασίλεια της Μικράς Ασίας. Η εξέχουσα θέση της είχε συνέπειες για την οικονομία της, η οποία, λόγω της απόκτησης νέων εδαφών και δούλων, στράφηκε σε μια οικονομική δραστηριότητα που βασιζόταν στη γαιοκτησία και ιδιαίτερα στη μαζική κτηνοτροφία. Απότοκος της διαδικασίας αυτής ήταν η δημιουργία μιας νέας κατηγορίας ιδιοκτητών, παράλληλα με την παραδοσιακή ρωμαϊκή αριστοκρατία, που συγκέντρωναν τεράστιες γαιοκτησίες τις οποίες αξιοποιούσαν οικονομικά, εκμεταλλευόμενοι μεγάλους πληθυσμούς δούλων (1).

Ο Τιβέριος Γράκχος, καταγόμενος από το γένος των Σεμπρωνίων, υιός της Κορνηλίας, θυγατέρας του Σκιπίωνα του Αφρικανού, ως δήμαρχος της Ρώμης, το 133 π.Χ. διέγνωσε ότι έπρεπε να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής των Ρωμαίων αγροτών και να αυξηθεί ο αριθμός τους με παραχωρήσεις κλήρων γης στους Ρωμαίους πολίτες που είχαν λίγα κτήματα ή σχεδόν καθόλου. Την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από τη συσσώρευση πλούτου και γης στα χέρια μιας μειοψηφίας Ρωμαίων πολιτών, στηλίτευσε ο ίδιος σε λόγους του (Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 9).

Την εποχή κατά την οποία η διαμάχη ανάμεσα στην Σύγκλητο και τους οπαδούς του Τιβερίου Γράκχου είχε οδηγηθεί σε μια κρίσιμη καμπή, έφθασε στη Ρώμη ο Εύδημος από την Πέργαμο, με την πληροφορώ ότι ο Βασιλέας της Περγάμου Απαλός Γ΄ ο Φιλομήτωρ είχε αποβιώσει και όριζε με διαθήκη του ως κληρονόμο του Βασιλείου της Περγάμου τον ρωμαϊκό λαό (Πλούταρχς, Τιβέριος Γράκχος, 14,1).

Αριστερά: Μπρούτζινο αγαλματίδιο Ρωμαίου ραβδούχου (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο) (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 26)

Δεξιά: Νόμισμα με τη μορφή του ηγεμόνα Αντιόχου Γ΄, του κυριότερου αντιπάλου της Περγάμου στον χώρο της Μ. Ασίας. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 27)

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΤΤΑΛΟΥ Γ ΄

Γιος του Ευμένη και της Στρατονίκης (Πολύβιος, Ιστοριών, XXXIII 18,1-2, Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΓ΄ IV 2, Πλούταρχος, Αποφθέγματα Βασιλέων και στρατηγών, 184Β, του ιδίου, Περί Φίλαδελφείας, 489F), ο Ατταλος Γ ΄ γεννήθηκε το 162 (2), διετέλεσε Βασιλέας της Περγάμου επί μόνο πέντε έτη (138-133 π.Χ.) ((Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΓ΄, IV 2 (σελ.624)), διαδεχόμενος τον θείο του Άτταλο Β΄, και ακολούθησε τη φιλορωμαϊκή πολιτική των προκατόχων του βασιλέων της Περγάμου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός της αποστολής την άνοιξη του 133 π.Χ., με δική του πρωτοβουλία, δυνάμεων για να συνδράμουν τον Κορνήλιο Σκιπίωνα Αιμιλιανό κατά την πολιορκία της Νουμαντίας στην Ισπανία. Μετά την κατάληψη της πόλης, ο Ατταλος Γ΄ του απέστειλε ακριβά δώρα για να τον συγχαρεί.

Οι πληροφορίες μας για τον τελευταίο Βασιλέα της Περγάμου στηρίζονται τόσο σε επιγραφικό υλικό, όσο και στους αρχαίους συγγραφείς. Οι σωζόμενες επιγραφές, που παλαιότερα δεν είχαν τύχει της προσονχής των ερευνητών, μας παρουσιάζουν έναν ηγεμόνα ο οποίος ασχολήθηκε με την κατασκευή ναών και αναθημάτων προς τους θεούς και συνέβαλε στον καλωπισμό του Βασιλείου του (3). Από τους αρχαίους συγγραφείς, όμως, λαμβάνουμε μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Από τις μοναδικές μαρτυρίες του Ιουστίνου (Trogi Pompeii historiarum Philippicarum epitoma, XXXVI 4,1-5) και του Διόδωρου Σικελιώτη (XXXIV 3) διαφαίνεται ένας άνθρωπος δεσποτικός, με μια ψυχή αδιάκοπα ταραγμένη από τις υποψίες ανύπαρκτων επιβουλών, ο οποίος παγίδευε τους φίλους του, κατηγορώντας τους για τον θάνατο της μητέρας του Στρατονίκης και της συζύγου του Βερενίκης, και δολοφονούσε τους amici (κατά την έκφραση του Ιουστίνου), ενώ στη συνέχεια διέταξε να φονεύονται οι γυναίκες και τα παιδιά τους. Η διήγηση του Ιουστίνου πρέπει να γίνει δεκτή με προσοχή και να σχολιασθεί ανάλογα.

Η Στρατονίκη άσκησε αποφασιστική επίδραση στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού πρίγκιπα. Ο θάνατος της, το 134 π.Χ., οδήγησε σε αλλαγή της συμπεριφοράς του Αττάλου προς τους υπηκόους του. Όπως αποκαλύπτεται από τη διήγηση του Ιουστίνου (XXXVI 4,2-4), ο Άτταλος απομονώθηκε στο παλάτι και ασχολήθηκε με έρευνες ζωολογίας (4), βοτανολογίας (5), φαρμακευτικής (6), αποκτώντας μεγάλη φήμη. Δεν είναι τυχαίο ότι αξιώθηκε τον έπαινο του Περγαμηνού ιατρού Γαληνού για τις συνταγές του στα κοιλιακά νοσήματα (7). Ο Ρωμαίος γεωργοοικονομολόγος Ουάρρων (Varro) αναφέρει τον Άτταλο ανάμεσα σε εκείνους τους συγγραφείς που συνέγραψαν πραγματείες τεχνικού χαρακτήρα για τη γεωργία (Varro, Rerum rusticarum, Ι Ι,8). Ο επίσης Ρωμαίος γεωργοοικονομολόγος Κολουμέλλας (Columella, De re rustica, I 1, 8) αναφέρει τον Άτταλο ως συγγραφέα με γνώσεις στη γεωργία, αν και δεν αναφέρεται ο τίτλος συγκεκριμένου έργου. Ο Κολουμέλλας τονίζει ότι ο Άτταλος υπήρξε μαθητής του Επίχαρμου του Συρακουσίου. Ο Άτταλος καλλιεργούσε ιατρικά φυτά, βότανα, «τας φαρμακώδεις βοτάνας» (Πλούταρχος, Δημήτριος, 20).

Αν και η σύγχρονη έρευνα αποδέχεται ότι ο Ατταλος Γ΄ δεν αποτελεί χαρακτηριστικό τύπο ελληνιστικού μονάρχη (8), δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε την αγάπη του για την έρευνα και τη συγγραφή έργων (9) (τούτο, άλλωστε, υπήρξε γνώρισμα όλων των προγενέστερων Ατταλιδών) (10), καθώς και τη συναναστροφή του με πλείστους πνευματικούς ανθρώπους που εγκαταστάθηκαν στην Πέργαμο, όπως ο Νίκανδρος και ο γραμματικός στωικός Κράτης ο Μαλλώτης (11).

Μία άλλη αρχαία μαρτυρία για τον Ατταλο Γ΄ προέρχεται από τον Πολύβιο, ο οποίος αναφέρεται δύο φορές σε αυτόν. Την πρώτη φορά, όταν το 167 π.Χ. ο Ατταλος Β΄ επισκεπτόταν τη Ρώμη, η γέννηση του υιού του αδελφού του Ευμένη Β΄ δεν του είχε γνωστοποιηθεί (Πολύβιος, Ιστοριών, XXX 2,5-6). Για δεύτερη φορά αναφέρει τον Ατταλο Γ΄ ο Πολύβιος, όταν το 152 π.Χ., «έτι παίς ων» (Πολύβιος, Ιστοριών, XXXII118,2), συνόδευε τον πατέρα του κατά την επίσκεψη του στη Ρώμη, όπου έγινε δεκτός από τη Σύγκλητο και έτυχε ευμενούς υποδοχής κατά την επιστροφή του από τις ελληνικές πόλεις (Πολύβιος, ό.π., XXXIII 18,1-4).

Αρνητική θέση λαμβάνει ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο οποίος κατηγορεί τον Άτταλο ως «ωμόν και μιαιφόνον», διαφοροποιούμενος από τους προγενέστερους Ατταλίδες, οι οποίοι «χρηστότητι και φιλανθρωπία χρώμενοι ταις βασιλείαις ενευδαιμόνησαν» (Διόδωρ. Σικ. ΛΔ΄/ΛΕ΄ 3).

Ο Άτταλος Γ΄ δεν απέκτησε παιδιά και την/ υστεροφημία του την οφείλει στη διαθήκη που άφησε πεθαίνοντας (133 π.Χ.), με την οποία καθιστούσε κληρονόμο του βασιλείου της Περγάμου και των απέραντων θησαυρών της δυναστείας του τον «δήμον» των Ρωμαίων. Ποιοι, όμως, ήταν οι πραγματικοί λόγοι της σύνταξης από τον Άτταλο μιας τέτοιας διαθήκης;

Προτομή του Αντιόχου Γ΄ του Μεγάλου, του σημαντικότερου εκπροσώπου της δυναστείας των Σελευκιδών. Η ήττα του κατά τη σύγκρουση του με τους Ρωμαίους ανέδειξε το βασίλειο της Περγάμου ως την κυριότερη δύναμη στη Μ. Ασία, ανοίγοντας τον δρόμο για περαιτέρω επεμβάσεις της Ρώμης στην περιοχή (Παρίσι, Μουσείο Λούβρου). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 28)

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΤΤΑΛΟΥ Γ΄

Οποιαδήποτε ανάλυση των λόγων που οδήγησαν τον Άτταλο στη σύνταξη μιας τέτοιας διαθήκης θα πρέπει, κατά την άποψη μας, να λάβει υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής.

Η Μικρά Ασία αποτελεί έναν χώρο τον οποίον ανταγωνίζονταν να καταλάβουν και να ελέγξουν οι δύο μεγάλες δυνάμεις της ανατολικής Μεσογείου, οι Σελευκίδες της Συρίας και οι Λαγίδες της Αιγύπτου. Η τύχη της καθορίσθηκε μετά τον νικηφόρο πόλεμο της Ρώμης κατά του Αντίοχου Γ΄ της Συρίας (192-188 π.Χ.) και την ολοκληρωτική του ήττα στη φονική μάχη της Μαγνησίας (Δεκέμβριος του 190 π.Χ. ή Ιανουάριος του 189 π.Χ.). Αποτέλεσμα της μάχης υπήρξε η Συνθήκη της Απάμειας. Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή (Τίτος Λίβιος, Ab urbe condita, XXXVIII 38), ο μεγαλύτερος βασιλέας του Ελληνισμού δεν θα είχε πλέον στόλο, ενώ έπρεπε να βρει τεράστια ποσά για να εξοφλήσει την προκαταβολή και τις ετήσιες δόσεις της πολεμικής αποζημίωσης που του επέβαλε η Ρώμη. Επίσης, απώλεσε οριστικά τη Μικρά Ασία, εκτός από την Κιλικία. Αντίκτυπο είχε, όμως, η συνθήκη και για δύο άλλα σημαντικά κράτη της περιοχής, την Πέργαμο και τη Ρόδο.

Ο ελληνιστικός κόσμος μετά τη Συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ.). Χάρη στη σύμπραξη του με τη Ρώμη, το βασίλειο της Περγάμου προσάρτησε το μεγαλύτερο μέρος των κτήσεων των Σελευκιδών στη Μ. Ασία (Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ. Ε΄) [Με αχνό καφέ το κράτος της Περγάμου, με σκούρο καφέ το κράτος της Ρόδου, με ροζ το κράτος των Σελευκιδών, με πορτοκαλί το κράτος της Μακεδονίας, με μπεζ το κράτος των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, με πράσινο σκούρο άλλα ελληνικά κράτη, με πράσινο ανοιχτό ελληνίζοντα κράτη και με σκούρο κόκκινο ρωμαϊκά εδάφη] (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 29)

Η Πέργαμος είχε συνδράμει με δυνάμεις τους Ρωμαίους κατά του Αντίοχου. Η φιλία της Περγάμου και της Ρόδου με τη Ρώμη είχε αποδώσει καρπούς υπό τη μορφή μεγάλης εδαφικής αύξησης, αλλά ενέταξε τα δύο αυτά κράτη στο άρμα της ρωμαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Αν και παντοδύναμοι, οι Ρωμαίοι απέσυραν τα στρατεύματα τους από τη Μ. Ασία και επέστρεψαν στην Ιταλία (12).

Η θέση του Ευμενή Β΄ ισχυροποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της Απάμειας. Η προσάρτηση νέων, εύφορων και πλουτοπαραγωγικών εδαφών αύξησε τον πλούτο και τη δύναμη του βασιλείου της Περγάμου, το οποίο είχε προβλήματα με τα γειτονικά βασίλεια. Η πολιτική που ακολούθησε ο Άτταλος Γ΄, ο οποίος κατά το τελευταίο έτος της βασιλείας του δεν ασχολήθηκε με τα καθημερινά προβλήματα της χώρας και του λαού του, είχε δημιουργήσει κοινωνική πόλωση. Η απουσία συγκεντρωτικής διακυβέρνησης όξυνε τα προβλήματα (13).

Ένα δεύτερο πρόβλημα που ενέσκηψε κατά τον χρόνο της διακυβέρνησης του Αττάλου είναι η εμφάνιση του Αριστόνικου ως διεκδικητή του θρόνου. Η μέχρι τούδε έρευνα (14) συνδέει την εμφάνιση του Αριστόνικου με τον θάνατο του Αττάλου Γ΄ και τη γνωστοποίηση της διαθήκης του. Όμως, η ανακάλυψη νομισμάτων στην περιοχή της Μικράς Ασίας αναθεώρησε τα μέχρι τούδε πορίσματα.

Ο E. S. G. Robinson (15) έδειξε με τρόπο πειστικό ότι μία ομάδα κιστοφόρων με χαραγμένα τα γράμματα ΒΑ-ΕΥ από την περιοχή των Θυατείρων, της Στρατονίκειας και της Απολλωνίας ανήκει στον Αριστόνικο, ο οποίος με το όνομα Ευμενής Γ΄ της δυναστείας των Ατταλιδών διεκδικούσε τον θρόνο της Περγάμου. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης κατά της Ρώμης, ο Αριστόνικος έκοψε νομίσματα: κατά τον δεύτερο χρόνο στα Θυάτειρα, κατά τον τρίτο χρόνο στην Απολλωνία και κατά τον τέταρτο στη Στρατονίκεια. Αυτές οι κοπές νομισμάτων αποδεικνύουν μια τετραετή διακυβέρνηση του Αριστόνικου ως Ευμένη Γ΄, επιβεβαιώνοντας έτσι σχετική υπόθεση του Αππιανού (Μιθριδατικός Πόλεμος, 62,65). Είναι γνωστό ότι ο Αριστόνικος νικήθηκε οριστικά στις αρχές του 130 π.Χ. (16) από τον Περπέρνα στη Στρατονίκεια (Eutropius, Breviarum Historiae Romanae, N20,2 Orosius, Historiarum adversus paganos, V 10,4), γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εξουσία του εκκινεί το 133 π.Χ.

Η ύπαρξη νομισμάτων με την επιγραφή ΒΑ ΣΥ ΑΡ στα Σύναδα, σε συνδυασμό με τη χάραξη ΒΑ-ΕΥτων κιστοφόρων, επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι ο Αριστόνικος προσπάθησε να αναδειχθεί βασιλέας της Περγάμου όταν ακόμη ζούσε ο Ατταλος Γ΄. Η κοπή νομισμάτων από έναν ηγεμόνα αποτελεί πράξη που επιβεβαιώνει την κυριαρχία του. Όταν ο Άτταλος Γ΄ απεβίωσε αιφνιδίως το 133 π.Χ. και άφησε με τη διαθήκη του το Βασίλειο της Περγάμου στους Ρωμαίους, απαιτήθηκε η επικύρωση της από τη Σύγκλητο. Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε έδωσε τη δυνατότητα στον Αριστόνικο να διεκδικήσει τον θρόνο του βασιλείου, εφόσον δεν υπήρχε βασιλέας. Οι παρατηρήσεις αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Αριστόνικος, ως Ευμενής Γ΄, είχε μεταβεί στα Σύναδα της Φρυγίας και έκοπτε νομίσματα, θέλοντας με τον τρόπο αυτόν να διαδηλώσει ότι ήταν ο νόμιμος βασιλέας. Σύμφωνα με τη διήγηση του Διόδωρου (XXXIV 3), οι «φίλοι» του προετοίμαζαν τη δολοφονία του Αττάλου Γ΄, η οποία όμως αποκαλύφθηκε και έκτοτε ο βασιλέας έγινε εκδικητικός. Στην περίπτωση, όμως, αυτή μπορούμε να απαντήσουμε τα εξής ερωτήματα: είχε προϋπάρξει συνεννόηση του Αττάλου με τον Αριστόνικο για διαμελισμό του βασιλείου, έτσι ώστε ο Αριστόνικος ως Ευμενής Γ΄ να κυβερνήσει ένα τμήμα του βασιλείου; Ένα δεύτερο ερώτημα (και πλέον ουσιαστικό κατά την άποψή μας) που συνδέεται με τη μεταγενέστερη επανάσταση του Αριοτόνικου, είναι η κοινωνική σύνθεση των υποστηρικτών του. Ήταν μόνο δούλοι ή και μέλη των εύπορων οικογενειών της Περγάμου; Για την απάντηση του ερωτήματος αυτού μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Το γεγονός ότι ο Αριστόνικος κινήθηκε προς τη Φρυγία, όπου επί τέσσερα χρόνια έκοπτε νόμισμα και έφερε τον τίτλο του βασιλέα, σε συνδυασμό με την αντιδραστική πολιτική του Αττάλου Γ΄, μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι ο Αριστόνικος είχε βρει συμμάχους τόσο μεταξύ των ευπόρων της Περγάμου, όσο και μεταξύ των δούλων (17). Άλλωστε, ο Άτταλος Γ΄ δεν κατόρθωσε να εκμηδενίσει και να εξουδετερώσει τον Αριστόνικο.

Αριστερά: Ρωμαίος εκατόνταρχος. Παράσταση από το μνημείο του Δομιτίου Αηνόβαρου, το οποίο είναι σχεδόν σύγχρονο των γεγονότων που συνδέονται με την εξέγερση του Αριστόνικου. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 30)

Δεξιά: Νόμισμα του βασιλέα της Περγάμου Ευμένη Β΄. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 31)

Ο ελληνιστικός κόσμος στις παραμονές του Αντιοχικού πολέμου, το 192 π.Χ. Εκείνη την περίοδο το κράτος της Περγάμου κατείχε μικρή μόνο έκταση της Μ. Ασίας (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ε΄) [Με αχνό κίτρινο το κράτος του Αντίοχου π.χ. Φρυγία, με ελαφρώς σκουρότερο οι Σύμμαχοι και φιλικά διακείμενοι προς τον Αντίοχον Γ΄ π.χ. Αιτωλία, με πιο σκούρο κίτρινο οι σύμμαχοι και φιλικά διακείμενοι προς τους Ρωμαίους π.χ. Σπάρτη, Αθήνα, Πέργαμος, Ρόδος κ.α., με πορτοκαλί περιοχές υπό την επιρροή των Ρωμαίων π.χ. Κέρκυρα, Αντιπάτρεια, με σκούρο πράσινο το κράτος των Πτολεμαίων π.χ. Αίγυπτος, Κύπρος και με αχνό πράσινο άλλα ανεξάρτητα ελληνικά κράτη π.χ. Κρήτη, Λέσβος, Κυζικός, Βυζάντιο.] (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 33)

Μερική άποψη του Ασκληπιείου της αρχαίας Περγάμου (Φωτ. Λίζα Εβερτ). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 33)

Η επιχειρηματολογία σχετικά με τη σύγκρουση Αττάλου - Αριστόνικου μάς επιτρέπει να διερευνήσουμε και τα αίτια που οδήγησαν τον Άτταλο στη σύνταξη της διαθήκης του. Ο Άτταλος, μόνος και άτεκνος, γνώριζε ότι με τον θάνατο του θα επιδίωκε να καταλάβει τον θρόνο ο διεκδικητής και αντίπαλος του Αριστόνικος. Γνώριζε, παράλληλα, ότι τα κοινωνικά προβλήματα που είχαν οξυνθεί θα αποδυνάμωναν το βασίλειο του και πιθανόν θα το διασπούσαν. Ο λόγος ήταν προφανής. Ο Άτταλος δεν επιθυμούσε να δει στον θρόνο τον Αριστόνικο, όμως δεν διατηρούσε καλές σχέσεις γειτονίας με τα άλλα βασίλεια της περιοχής. Πίστευε ότι μόνο η Ρώμη μπορούσε να εγγυηθεί την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του βασιλείου του, με την οποία άλλωστε διατηρούσε και φιλικές σχέσεις. Είναι παράλληλα αποκαλυπτικό, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, ότι η διαθήκη του Αττάλου Γ΄ αποτέλεσε το πρότυπο για τη σύνταξη παρόμοιων διαθηκών και από άλλους διαδόχους των ελληνιστικών βασιλείων: ο Νικομήδης Δ΄ της Βιθυνίας, ο Πτολεμαίος Απίων της Κυρρήνης και ο Αλέξανδρος Β΄ της Αιγύπτου κατέλειπαν τα βασίλεια τους στους Ρωμαίους (18).

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

Οι αρχαίοι συγγραφείς (Τίτος Λίβιος, epit. 58, Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΓ IV 2 (0.624), Ιουστίνος, Επιτομή, XXXVI 4, 5, Florus, Epitomae de Tito Livio bellorum amnium annorum, II III (III, 15),2, Ι XXXV (II 20),2, Ι ΧΐνΐΙ (III, 12)7, Velleius Patercullus, Res gestae divi Augusti, II 4,1, Eutropius, Breviarum Historiae Romanae, IV18, Orosius, Historiarum adversus paganos, V 8, 410, 1. Αππιανός, Μιθριδατικός Πόλεμος, 62, Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 14) αναφέρονται στη διαθήκη χωρίς να αναλύουν τους όρους, αν και ήδη κατά την Αρχαιότητα διατυπώθηκαν αμφιβολίες για τη γνησιότητα της (Porphyrius, ad. Hotar. Carm. II 18,5, Sallustius, Epist. Mithridatem, 8). Η ανακάλυψη, όμως, της σχετικής επιγραφής της Περγάμου (19), όπου διασώζεται η διαθήκη, επιβεβαίωσε την παράδοση των αρχαίων συγγραφέων.

Σύμφωνα με το κείμενο της διαθήκης, ο Άτταλος κηρύσσει την Πέργαμο και όλες τις περιοχές που έχει υποτάξει ως ελεύθερες: «απολέλοιπεν τη [ν. πατρί]δα ημών ελευθέραν, προσορίσας αυτή και πολε[ιτικήν] χώραν ην έκριν[εν]». Με τον τρόπο αυτόν ήθελε να δηλώσει ότι οι Ρωμαίοι κληρονόμοι θα σέβονταν την αυτονομία του βασιλείου του. Το προνόμιο της αυτονομίας και αυτοδιάθεσης δεν περιοριζόταν μόνο στην Πέργαμο και στη «χώραν» που περιελάμβανε, αλλά επεκτεινόταν και σε όλες τις ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν υπό την εξουσία της Περγάμου. Τούτο συνάγεται από τα γραφόμενα του Πλουτάρχου: «περί δε των πόλεων, όσα της Αττάλου βασιλείας ήσαν, ουδέν έφη τη συγκλήτω βουλεύεσθαι προσήκειν, αλλά τω δήμω γνώμην αυτός προθήσειν» (Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 14,2). Με τον όρο «πόλεων» δηλώνονται οι πόλεις που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της Περγάμου.

Αριστερά: Η Στοά τοι Αττάλου, δωρεά του ομώνυμοι βασιλέα της Περγάμου στην πόλη της Αθήνας τον 2ο αιώνα π.Χ. Η κατασκευή της από μάρμαρο αποκαλύπτει το μέγεθος του πλούτου και της αίγλης των Περγαμηνών ηγεμόνων. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 34)

Δεξιά: Το εντυπωσιακό θέατρο της αρχαίας Περγάμου, στην πλαγιά του λόφου της ακρόπολης της αρχαίας πόλης. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 35)

Περισσότερες πληροφορίες παρέχει ο Florus (Εpitomae de Tito Livio bellorum omnium annorum, I, XXXV (II 20),2), ο οποίος αναφέρει ρητά ότι ο Άτταλος διέθεσε στους Ρωμαίους την ατομική του περιουσία, κινητή και ακίνητη: όχι μόνο την περιουσία του στέμματος και την ιδιωτική περιουσία του βασιλέα, αλλά και το έδαφος του βασιλείου με εξαίρεση τις ελεύθερες πόλεις. Η αναφορά του Αττάλου στην αυτονομία της Περγάμου, αλλά και στις άλλες πόλεις του βασιλείου, ήθελε να δείξει ότι ο ίδιος ελάμβανε προληπτικά μέτρα κατά του Αριστόνικου και του αφαιρούσε τη δυνατότητα να διεκδικήσει τις περιοχές αυτές. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι οι περισσότερες από τις πόλεις της Περγάμου δεν αναγνώρισαν έμπρακτα τον Αριστόνικο ως νόμιμο διάδοχο του θρόνου και βασιλέα, δεν προσέτρεξαν στο κίνημα του, αλλά προέβαλαν αντίσταση (20).

Ένα δεύτερο σημείο που θα πρέπει να προσεχθεί είναι ο σαφής υπαινιγμός ότι η διαθήκη θα ίσχυε μόλις επικυρωνόταν από τους Ρωμαίους («δει δε επικυρωθήναι την διαθήκην υπό Ρωμαίων»). Τούτο δηλώνει ότι η διαθήκη θα παρέμεν για ένα διάστημα ανεκτέλεστη, έως ότου οι Ρωμαίοι την αποδέχονταν. Για τον λόγο αυτό στάλθηκε στη Ρώμη ο Εύδημος, έμπιστος του βασιλέα, με το κείμενο της διαθήκης («Εύδημος ο Περγαμηνός ανήνεγκε διαθήκην»: Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 14,1). Ο Εύδημος πήγε απευθείας στον Τιβέριο Γράκχο δηλώνοντας την ανανέωση της παλαιάς φιλίας της οικογενείας των Γράκχων με τον Ατταλο (όταν ο Απαλός, ως διάδοχος του θρόνου, επισκέφθηκε τη Ρώμη το 152 π.Χ. με σκοπό «τας πατρικός ανανεώσασθαι φιλίας και ξενίας» (Πολύβίος, Ιστοριών, ΛΓ΄ 18,2), κατέλυσε στην οικία των Γράκχων).

Ένα τρίτο θέμα ουσιώδους σημασίας που χρήζει προσοχής, έχει σχέση μα τον πραγματικό κληρονόμο της διαθήκης: ο δήμος ή η Σύγκλητος; Και τούτο διότι μπορεί μεν να αναφέρεται ο δήμος των Ρωμαίων ως κληρονόμος του Αττάλου, όμως η Σύγκλητος ήταν εκείνη που είχε τη διοίκηση των οικονομικών των επαρχιών. Κανείς δεν ήταν σε θέση να αρνηθεί τον ρόλο αυτόν στη Σύγκλητο και να την υποκαταστήσει, τυπικά ως εκτελεστής, αλλά ουσιαστικά ως κύριος δικαιούχος στην κληρονομιά (21).

Η ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΩΝ ΠΕΡΓΑΜΗΝΩΝ

Το πρόπυλο του ναού της Αθηνάς στην Πέργαμο, ανάθημα του βασιλέα Ευμένη Β΄ στη θεά Αθηνά Νικηφόρο, όπως έχει αναστηλωθεί στο «Μουσείο Περγάμου», στο Βερολίνο (J. Charbonneaux - R. Martin - F. Villard, Grece hellenistique, 1963). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 37)

Η Σύγκλητος, αφού κατόρθωσε να περιστείλει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Τιβερίου Γράκχου (το οποίο βρισκόταν σε εξέλιξη κατά την ανακοίνωση της διαθήκης στη Ρώμη, οπότε ο Γράκχος προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τον θησαυρό της Περγάμου), αποφάσισε για τα ζητήματα της Περγάμου. Αναγνώρισε ως εξ ολοκλήρου έγκυρες και ισχυρές όλες τις οικονομικές και τις διοικητικές πράξεις των Ατταλιδών έως την παραμονή του θανάτου του Αττάλου Γ΄. Παράλληλα, καθόρισε ότι οι στρατηγοί «που θα αποσταλούν» για την εκτέλεση της διαθήκης, όφειλαν να τη σεβασθούν. Η απόφαση τους αυτή διασφάλισε την ακεραιότητα του θησαυρού και κατέστησε υπεύθυνους τους διαχειριστές, προσπαθώντας να προλάβει με τον τρόπο αυτό κάθε διασπάθιση του θησαυρού.

Πριν από το ψήφισμα της Συγκλήτου και στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στη γνωστοποίηση της διαθήκης του Αττάλου και την αποδοχή της από τους Ρωμαίους, ίσχυε το ψήφισμα των Περγαμηνών (22), το οποίο όριζε ελεύθερη την πατρίδα. Παράλληλα, κρίθηκε «[αναγκαί]ον τε έστιν ένεκα της κοινής ασ[φ]αλείας και τ[α υποτετα]γμένα γένη μετέχειν της πολιτε[ί]ας διά το απασ[αν εύ]νοιαν προσενηνέχθαι τον δή[μο]ν». Η δήλωση αυτή αναγνώριζε στους λαούς και στις πόλεις που είχε καταλά6ει ή Πέργαμος, το δικαίωμα να μετέχουν της πολιτείας «Ένεκα της κοινής ασ[φ]αλείας», καθόριζε ότι οι πάροικοι της περιοχής γύρω από την Πέργαμο θα αποκτούσαν το δικαίωμα του πολίτη και με τον τρόπο αυτόν θα διασφαλιζόταν η πολιτεία της Περγάμου από τυχόν στασιαστικά κινήματα τους. Από αυτή τη ρύθμιση αποκλείονταν ρητά οι δούλοι, οι οποίοι είχαν αγορασθεί «επί του Φιλαδέλφου και Φιλομήτορος βασιλέων».

Οι διατάξεις αυτές προνοούσαν ώστε να διασφαλισθεί το βασίλειο της Περγάμου μέχρι τη χρονική στιγμή της αποδοχής των όρων από τους Ρωμαίους. Η κατάσταση, όμως, περιπλέχθηκε με την έκρηξη του κινήματος του Αριστόνικου και την έκταση που έλαβε στην Ανατολή.

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΝΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

Αριστερά: Ερείπια της αρχαίας Περγάμου (φωτ. Λίζα Εβερτ). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 38)

Δεξιά: Ανάγλυφο με παράσταση Ρωμαίων στρατιωτών. Ο αριστερός κρατά το σύμβολο της κοόρτης του, ενώ ο δεξιός φέρει ασπίδα και δόρυ και κρατά το κράνος του. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 39)

Ο Αριστόνικος, γεννημένος από τον εφήμερο έρωτα του Ευμένη Β΄ και της θυγατέρας ενός δούλου, πιθανότατα κιθαριστή από την Έφεσο, σύμφωνα με τον Ιουστίνο (Επιτομή, XXXIII 4, 6) και τον Πλούταρχο (Φλαμινίνος, 21), διεκδίκησε τον θρόνο της Περγάμου και δεν αναγνώρισε την κυριαρχία των Ρωμαίων. Η εξέγερση του Αριστόνικου είχε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση εμφανίσθηκε ως Ευμενής Γ΄ και με τη διακήρυξη του ως συνεχιστή της δυναστείας των Ατταλιδών απευθύνθηκε σε όλους όσοι μπορούσαν να τον στηρίξουν οικονομικά και να χρηματοδοτήσουν το κίνημα του. Κατά συνέπεια, δεν αποσκοπούσε να εξεγείρει τους δούλους.

Η τακτική του Αριστόνικου απέβλεπε στην κατάληψη των πόλεων της ανατολικής ακτής του Αιγαίου και στον έλεγχο του βασιλείου της Περγάμου. Για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν αναγκαία η ναυπήγηση στόλου. Η πρώτη πόλη που καταλήφθηκε ήταν οι Λεύκαι, «πολίχνιον, ό απέσπασεν ο Αριστόνικος μετά την Αττάλου του Φιλομήτορος τελευτήν», όπως γράφει ο Στράβων [Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (C.646)]. Η πόλη αυτή βρίσκεται στη βόρεια είσοδο του κόλπου της και, όπως φαίνεται, υπήρξε η βάση των στρατιωτικών του επιχειρήσεων (23). Η γειτονική πόλη της Φώκαιας ακολούθησε τον Αριστόνικο, όπως εξάγεται από τη διήγηση του Ιουστίνου (Επιτομή της Historia, ό.π., XXXVII 1,1). Όπως φαίνεται από τις σποραδικές και δυστυχώς ασυστηματοποίητες πληροφορίες που διαθέτουμε, ο Αριστόνικος κατόρθωσε να συγκροτήσει έναν ισχυρό στόλο, ο οποίος του επέτρεπε να διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις. Ο Florus (Epitomae de Tito Livio,, ό.π., Ι 35 (II, 20), 4) αναφέρει ότι η Μύνδος, η Σάμος και ο Κολοφών καταλήφθηκαν από τον Αριστόνικο, ο οποίος δεν αποκλείεται να κατέλαβε και την Καρία(24)

Οι επιτυχίες, όμως, αυτές δεν του επέφεραν τον επιδιωκόμενο σκοπό: τη συμπάθεια των ελεύθερων πόλεων της μικρασιατικής ακτής (25). Καμία ελληνική πόλη, εκτός από τη Φώκαια, δεν προσέτρεξε σε βοήθεια του. Η διαθήκη του Αττάλου, που όριζε ότι οι πόλεις θα παρέμεναν αυτόνομες, δεν δημιουργούσε το απαραίτητο κλίμα και δεν προδιέθετε για μια βοήθεια προς τον Αριστόνικο. Άλλωστε, η προοπτική μιας επέμβασης της Ρώμης ήταν δεδομένη. Όπως αναφέρει ο Στράβων [Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (0.646)], «ευθύς αι τε πόλεις έπεμψαν : πλήθος» και οι ελληνικές πόλεις, καθώς και τα γειτονικά βασίλεια της Βιθυνίας και της Καππαδοκίας συνασπίσθηκαν εναντίον του. Η Σμύρνη αντιστάθηκε στον Αριστόνικο (Αίλιος Αριστείδης, or. XIX 11), ο οποίος δεν κατόρθωσε να την καταλάβει. Η Έφεσος, ευρισκομένη σε κίνδυνο, ναυπήγησε στόλο (26) και σε μία καθοριστική ναυμαχία στην Κυμαία στην ακτή της Αιολίδας [Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (C.646)] καταναυμάχησε τον στόλο του Αριστονίκου. Έτσι, εκείνος παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις του στη μικρασιατική ακτή και αναζήτησε υποστηρικτές στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Εδώ ξεκινά η δεύτερη φάση του κινήματος του, η οποία συνδέεται με την επανάσταση των δούλων , [Στράβων, ό.π., ΙΔ΄ Ι 38 (C.646)].

Οι εξελίξεις αυτές βρήκαν τη Ρώμη απασχολημένη με τον Ισπανικό πόλεμο ο οποίος έληξε με την κατάληψη της Νουμαντίας κατά τα τέλη του θέρους του 133 π.Χ., με το κίνημα του Τιβερίου Γράκχου και την εξέγερση των δούλων στη Σικελία. Οπωσδήποτε η Ρωμαϊκή Σύγκλητος θα έλαβε γνώση των γεγονότων και των εξελίξεων στην Πέργαμο, πίστευε όμως ότι οι δυνάμεις των γειτονικών βασιλείων ήταν σε θέση να καταστείλουν την επανάσταση και για τον λόγο αυτόν κινητοποιήθηκε με καθυστέρηση. Στα τέλη του 133 ή το αργότερο στις αρχές του 132 π.Χ. (27), μετά την οριστική αποτυχία του μεταρρυθμιστικού προγράμματος του Γράκχου, απέστειλε πενταμελή αντιπροσωπία [Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ 138 (C.646)] στην Πέργαμο για να διερευνήσει την κατάσταση σχετικά με την αποδοχή της διαθήκης του Αττάλου. Της αποστολής ηγείτο ο Π. Κορνήλιος Σκιπίων Νασικάς (Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 21,4), ο ηγέτης της αντιπολίτευσης κατά του Τιβερίου Γράκχου (Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 14,1, Orosius, Historiarum adversus paganos, V 8, 4, Κικέρων, De re publica, III 29, 41). Ο Νασικάς, λησμονημένος από τους φίλους του στη Ρώμη και απομονωμένος από τη Σύγκλητο, αδιαφόρησε και έζησε ένα έτος στην Πέργαμο, χωρίς να ενδιαφέρεται για την πατρίδα του (Valerius Maximus, Factorum et dictorum memorabilium libri V 3,2 fin). Ο χρόνος αυτός ήταν και ο τελευταίος της ζωής του (Κικέρων, Pro Flacco, 75, του ιδίου, De re publica, Ι iii 6).

Στο διάστημα αυτό το κίνημα του Αριστόνικου ελάμβανε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Αφού επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στα Θυάτειρα, κατέλαβε την Απολλωνία και άρχισε να πολιορκεί και άλλα φρούρια, όπως τη Στρατονίκεια [Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (C.646)]. Η περιοχή αυτή του παρείχε συγκριτικό πλεονέκτημα για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του. Ο Στράβων παραδίδει ότι, σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές αυτές επιτυχίες του, συγκέντρωσε γρήγορα πλήθος απόρων, καθώς και δούλους, στους οποίους υποσχέθηκε ελευθερία και τους ονόμασε Ηλιουπολίτες: «ήθροισε διά ταχέων πλήθος απόρων τε ανθρώπων και δούλων επ᾽ ελευθερία κατακεκλημένων, ους Ηλιοπολίτας εκάλεσε» (Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ Ι 38 (C.646), Διόδ. Σικ. ΛΔ/ΛΕ΄ 2,26, Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 21).

Αριστερά: Ο μεγαλοπρεπής βωμός του Δία της Περγάμου, όπως έχει αναστηλωθεί από Γερμανούς αρχαιολόγους στο «Μουσείο Περγάμου», στο Βερολίνο (Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ. Ε΄). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 41)

Δεξιά: Άποψη της νότιας πλευράς της Ακρόπολης. Παραπλεύρως του Ωδείου του Ηρώδου του Αττικού υπάρχουν τα κατάλοιπα της Στοάς του Ευμένη, δωρεάς του ομώνυμου βασιλέα της Περγάμου στην πόλη της Αθήνας. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 42)

Αποφασιστική καμπή στην εξέλιξη της εξέγερσης του Αριστόνικου αποτέλεσε η πρεσβεία του Διόδωρου Πάσπαρου, γυμνασιάρχου της Περγάμου, στη Ρώμη (28). Ο Διόδωρος Πάσπαρος μετέβη στη Ρώμη μετά τον θάνατο του Νασικά και την αποτυχία της αποστολής του και εξήγησε στη Σύγκλητο τον ανατρεπτικό χαρακτήρα της επανάστασης του Αριστόνικου, επιδιώκοντας να κατανικήσει τους δισταγμούς εκείνων που ήθελαν να βλέπουν στον Αριστόνικο £ναν σύμμαχο και μελλοντικό όργανο της Συγκλήτου, και να κινητοποιήσει τους Ρωμαίους σε στρατιωτική επέμβαση (29). Η Ρώμη εισάκουσε τον Διόδωρο Πάσπαρο και απέστειλε, το 131 π.Χ., τον πάμπλουτο Πούβλιο Λικίνιο Κράσσο τον Μουκιανό, έναν από τους καλύτερους νομικούς, πεθερό του Γάιου Γράκχου (Κικέρων, De re publica I xix 31), αλλά χωρίς καλή στρατιωτική κατάρτιση, ο οποίος αντιμετώπισε τον Αριστόνικο στις Λεύκες, στις αρχές του 130 π.Χ., όπου ηττήθηκε. Ο ίδιος ο Κράσσος συνελήφθη και φονεύθηκε [Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (C.646)]. 0 διάδοχος του Μάρκος Περπέρνας διατάχθηκε να σπεύσει το ίδιο έτος με νέες δυνάμεις για να συντρίψει τον Αριστόνικο. Πράγματι, ο Ρωμαϊκός Στρατός, ανώτερος σε οργάνωση και καλύτερος σε οπλισμό, χτύπησε τον κύριο όγκο των επαναστατών του Αριστόνικου και τον συνέτριψε. Ο Αριστόνικος με δυσκολία διασώθηκε και με τα λείψανα του στρατού του κατόρθωσε να εισέλθει στη Στρατονίκεια, την οποία πολιόρκησε ο Περπέρνας (τέλη του 130 π.Χ.). Για πολιορκία της Στρατονίκειας, ήττα και παράδοση του Αριστονίκου κάνουν λόγο ο Eutropius (Breviarum Historiae Romana, IV, IV 20,2) και ο Orosius (Historiarum adversus paganos, V 10,4). Για ήττα και σύλληψη του Αριστόνικου κάνουν λόγο ο Στράβων (Γεωγραφικά, ΙΔ΄ 138) και ο Ιουστίνος (Επιτομή, XXXVI 4,9). Ο Περπέρνας επέστρεψε στην Πέργαμο, όπου οργάνωσε μεγαλοπρεπείς πανηγύρεις και προσκάλεσε να στείλουν αντιπροσώπους οι πολιτείες που συνέβαλαν στη νίκη των Ρωμαίων κατά του Αριστόνικου. Ένα ψήφισμα της Πριήνης εκθειάζει τη νίκη του κατά του Αριστόνικου (30). Απέστειλε στη Ρώμη τον Αριστόνικο, ο οποίος «εν τω δεσμωτηρίω κατέστρεψε τον βίον», και ενώ ετοιμαζόταν να επιστρέψει και ο ίδιος, ασχολούμενος με τη συλλογή του ατταλικού θησαυρού, πέθανε στην Πέργαμο [Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (0.646)]. Το επόμενο έτος, το 129 π.Χ., στάλθηκε στην Πέργαμο ο Μάνλιος Ακύλλιος, ο οποίος, επικεφαλής δεκαμελούς συγκλητικής επιτροπής (Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (0.646), Ιουστίνος, Επιτομή, XXXVI 4,9), επιφορτίσθηκε να διαρρυθμίσει τα εσωτερικά ζητήματα και να οργανώσει την προσάρτηση της νέας επαρχίας. Παράλληλα, κατατρόπωσε τους τελευταίους οπαδούς του Αριστόνικου, τους αντάρτες της Μυσίας. Η επιγραφή της Βαργυλίας προς τιμήν κάποιου Ποσειδωνίου, διαφωτίζει την άγνωστη αυτή φάση της εξέγερσης (31).

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Ερείπια της Περγάμου, όπως τα αποτύπωσε ο Γάλλος περιηγητής Choisel Gouffier (1782). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 43)

Είναι άξιο παρατήρησης ότι η εξέγερση του Αριστόνικου απασχόλησε σημαντικά τη Ρώμη και κόστισε τη ζωή σε τρεις υπάτους (Νασικά, Κράσσο, Περπέρνα). Λαϊκή αποδοχή είχε μόνο η δεύτερη φάση της εξέγερσης, όταν προσεταιρίσθηκε τους απόρους και τους δούλους. Στην καταστολή της επανάστασης συνέβαλε αφ’ ενός μεν το γεγονός ότι ο Αριστόνικος δεν κατόρθωσε να καταλάβει την Πέργαμο (δείγμα του ότι οι Περγαμηνοί δεν διέκειντο θετικά προς το πρόσωπο του), αφ’ ετέρου δε το ότι τα γειτονικά βασίλεια και οι ελεύθερες πόλεις που διασφαλίζονταν από τη διαθήκη κινήθηκαν εναντίον του.

Με τη νίκη του Ακυλλίου έκλεισε μία σελίδα στην ιστορία της Περγάμου, η οποία περιήλθε στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ο Ακύλλιος δεν προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις διότι δεν είχε τέτοιες διαταγές από τη Σύγκλητο [Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (0.646)]. Παρέμεινε στην περιοχή επί τρία συνεχή έτη, από το 129 έως το 127 π.Χ., και επιδόθηκε δραστήρια στην απαραίτητη κατασκευή μεγάλων οδικών αρτηριών και στη διαρρύθμιση της νέας επαρχίας.

Στο βασίλειο της Περγάμου προστέθηκαν οι δύο Φρυγίες (η ελληνοποντική και η νοτιοδυτική), η Μυσία, η Τρωάδα, η Λυδία και η Καρία. Όλες αυτές οι επαρχίες αποτέλεσαν τη ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας. Από το περγαμηνό κράτος αποσπάσθηκαν μόνο τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία αποτέλεσαν την Επαρχία των Νήσων (provincia insularum) (32). Η δεύτερη επαρχία που ονομάσθηκε Παμφυλία , η Κυλικία, συμπεριελάμβανε τις κτήσεις των Ατταλιδών στην αρχαία Παμφυλία.

Πρώτος άρχοντας-διοικητής της επαρχίας της Ασίας διορίσθηκε ο Μάνλιος Ακύλλιος. Η χώρα διαιρέθηκε σε διοικητικές περιφέρειες, τις ονομαζόμενες «επισκοπές», των οποίων η πρωτεύουσα διακρινόταν από το όνομα «Forum». Στην Πέργαμο ήταν η έδρα του άρχοντα της επαρχίας, ο οποίος διοριζόταν από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο κάθε έτος (33).

Κατά την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας είναι αξιοσημείωτο ότι οι κιστοφόροι (το νόμισμα των Ατταλιδών το οποίο κόπηκε στην Έφεσο αρχικά στους χρόνους του Αττάλου Α΄ και στη συνέχεια στην Πέργαμο, επί βασιλείας του Ευμένη Β΄) συνέχισαν να κόπτονται όχι μόνο σε αυτές τις πόλεις, αλλά και σε άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως στο Αδραμύττιο, τα Θυάτειρα, τη Σμύρνη, τις Σάρδεις, τις Τράλλεις και τη Νύσσα (34). Παραμένει, όμως, αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η Πέργαμος, λόγω των φιλικών σχέσεων που είχε με τη Ρώμη, αλλά και λόγω της πολιτιστικής και της πνευματικής της παράδοσης, παρέμενε έδρα του έπαρχου της Ασίας.