Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

ΑΕΙΦΟΡΙΚΗ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΠΑΙΘΡΟ ΙΙ

( ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ "ΔΕΙΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ¨" )

Ο ρόλος της κινηματικής δημοτικής αρχής δεν περιορίζεται μόνο σε συσκέψεις με τοπικούς φορείς ή ανακοινώσεις-ευχολόγια. Συντονίζει και καθοδηγεί τη συνεργασία αφουγκραζόμενη τους προβληματισμούς και τις δυσκολίες ή τις προτάσεις των κατοίκων της. Σχεδιάζει και υλοποιεί δράσεις με στόχο να προσελκύσει το εμπορικό κι επιχειρηματικό ενδιαφέρον στην περιοχή ευθύνης της και σε συνεργασία με γειτονικές αρχές, να προκαλεί το ενδιαφέρον των νέων και των κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων ώστε να συμμετέχουν σε τέτοιες οικονομικές δραστηριότητες. Πρώτα απ’ όλα όμως στοχεύει με τις δράσεις της να πείσει τον αλλοτριωμένο -κι ίσως ξενομανή ή αστύφιλο- δημότη να στηρίξει τα τοπικά προϊόντα κι αγορά.


Και δίπλα σε αυτά σημαντικός είναι και ο ρόλος της δημοτικών αρχών της υπαίθρου και των νησιών για τηνκατασπατάληση του νερού, του ζωογόνου αυτού φυσικού στοιχείου. Μία κατασπατάληση που δημιουργείται είτε από την τουριστική ανάπτυξη και τη μετατροπή των ταμιευτήρων συλλογής βρόχινου ύδατος σε πισίνες είτε κυρίως με το ανεξέλεγκτο πότισμα των χωραφιών. Και φυσικά, μόνη της η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να ενεργήσει. Χρειάζεται τη συνεργασία των αγροτών προκειμένου να ανταπεξέλθουν στο βάρος της ανάπτυξης υπόγειων συστημάτων ποτίσματος και συγκέντρωσης υδάτων για επανάχρηση.


Το πρόβλημα της ταπείνωσης των υπόγειων υδάτων, η υποβάθμισή τους με συνέπειες στην υγεία των κατοίκων, η υφαλμάρωση δεν επηρεάζουν απλά μόνο μία περιοχή. Συμμετέχουν άμεσα στην εκδίωξη των αγροτών και στη μετανάστευσή τους στα γειτονικά αστικά κέντρα, οδηγούν στη διάλυση της οικονομίας της υπαίθρου.


Έτσι, η τοπική αρχή μπορεί μέσα από μεθοδευμένους προγραμματικούς σχεδιασμούς με μετρήσιμα στοιχεία και ετήσιες αξιολογήσεις να προχωρήσει στη χάραξη μιας νέας προοπτικής στη γεωργία και την κτηνοτροφία, αποδοτικότερης και αειφορικής. Σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπόγεια -και σε συνεργασία με τους τοπικούς συνεταιριστικούς και συλλογικούς φορείς πιέζοντας της κεντρική εξουσία- μπορεί να προβάλει και να στηρίξει ηθικά και εκπαιδευτικά την εγκατάσταση νέων μεθόδων άρδευσης και ορθολογικής χρήσης του νερού στηρίζοντας άμεσα τον περιορισμού του κόστους παραγωγής και την υδρολογική ισορροπία της περιοχής ευθύνης της. Η αύξηση των τελών προς τους αγρότες αποτελεί μία ακόμα μετανεωτερική εισπρακτική λογική φέροντας ένα πρόσθετο βάρος στους αγρότες, παρά φέρνει αποτελέσματα. Αντίθετα, η στήριξη και η προβολή νέων μεθόδων καλλιέργειας και νέων εναλλακτικών προϊόντων μπορεί να στηρίξει τη βιοποικιλότητα και τους γενετικούς πόρους, αναπτύσσοντας την οικονομία και λειτουργώντας αναπτυξιακά.


Προτάσεις για μία υγιή και φιλική προς το περιβάλλον ανάπτυξη του οικοτουρισμού έχουν κατατεθεί πολλές φορές· ένας τουρισμός που σέβεται όχι μόνο το φυσικό κάλλος μιας περιοχής, αλλά και τον κοινωνικό και πολεοδομικό χαρακτήρα μιας περιοχής και την πολιτιστικής της ταυτότητα. Αυτές τις προτάσεις οφείλει να αφουγκραστεί και να διεκδικήσει η κινηματική δημοτική αρχή, στηρίζοντας οικονομικά την ύπαιθρο και προσφέροντας εγγυήσεις για την εκεί παραμονή του πληθυσμού της. Η χώρα μας όμως -και με τη βραχυπρόθεσμη συχνά οπτική της τουριστικής ανάπτυξης από πλευράς αυτοδιοικητικών αρχών- μένει ακόμα προσκολλημένη στα πρότυπα του μαζικού τουρισμού και μάλιστα με εξαιρετικά περιορισμένη γεωγραφικά ανάπτυξη[1]. Ωστόσο το μοντέλο αυτό έχει πια εξαντλήσει τα περιθώρια ανάπτυξής του περιορίζοντας την οικονομική δραστηριότητα χρονικά στο πλαίσιο του έτους[2].


Αντίθετα, η αναζωογόνηση μέσα από προσεκτικά σχεδιασμένα προγράμματα εναλλακτικού τουρισμού σε αγροτικές κατά βάση κοινότητες και σε εγκαταλειμμένους οικισμούς, η σύνδεση του τουρισμού με την βιώσιμη προστασία των φυσικών περιοχών, καθώς και η ενθάρρυνση της στροφής προς ένα βιώσιμο μοντέλο περιβαλλοντικά υπεύθυνου τουρισμού θα τονώσει την επιθυμία για παραμονή στην ύπαιθρο. Η ανάπτυξη ενός δωδεκάμηνου τουρισμού όχι μόνο θα κάνει την περιοχή ελκυστική για οικονομική δραστηριότητα, αλλά θα προσελκύει και μέρος του αστικού πληθυσμού σε μία μονιμότερη βάση.


Ο εναλλακτικός τουρισμός μπορεί -με την αυτοδιοικητική συνδρομή- να στραφεί στις νεότερες ηλικιακές ομάδες που -σε εξέλιξη των μεταφορντικών μοντέλων- αναζητούν το νέο, το διαφορετικό ή ο περιπετειώδες και πρωτόγνωρο. Ειδικά οι νέοι των αστικών χώρων -μεγαλωμένοι στο τσιμέντο και την ατμοσφαιρική ρύπανση ή το αστικό στρες[3]- αναζητούν μία τέτοια φυσιολατρική έξοδο. Παράλληλα, οι νέοι αντιδρώντας στον πλήρως ανεπτυγμένο καθιερωμένο τουρισμό -που αγωνιωδώς αναζητούσαν οι γονείς τους- ψάχνουν λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Αυτοί μάλιστα κατέχοντας τις νέες τεχνολογίες είναι σε θέση να αναζητήσουν και να βρουν τέτοιους προορισμούς ή να τους βρουν μέσα από τις σύγχρονες μορφές τηλεπικοινωνίες που στηρίζονται στο διαδίκτυο. Έτσι, το internet γίνεται ένα βασικό εργαλείο προώθηση και προβολής "νεότερων" προορισμών, όπως αυτοί κυρίως υπάρχουν τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές[4].


Συχνά η τουριστική ανάπτυξη, όπως συγκροτείται σήμερα, δημιουργεί κλειστούς παραθεριστικούς οικισμούς με σαφώς ευνοϊκότερες ρυθμίσεις σε σχέση με την κατοικία και "φωτογραφίζονται" περιοχές στις οποίες έχει ήδη εκδηλωθεί επενδυτικό ενδιαφέρον στα οποία αυθαίρετα. Χωροθετεί τεράστιες τουριστικές εγκαταστάσεις διάσπαρτα σε εκτός σχεδίου περιοχές με βάση τους δημοκρατικούς νόμους της αγοράς και οδηγεί σε μία αύξηση της χωρητικότητας των τουριστικά ανεπτυγμένων περιοχών, χωρίς καμία αναφορά στην ανάγκη καθορισμού ορίων ανάπτυξης με βάση της φέρουσα ικανότητα των περιοχών αυτών.


Χρειάζεται όμως ένας συντονισμένος σχεδιασμός όλων των τοπικών κοινωνικών φορέων. Η συμμετοχική αυτή διαδικασία εξασφαλίζει την προστασία και την αειφορικότητα όχι μόνο της περιοχής, αλλά επιτρέπει και μία πιο ολιστική οικονομική ανάπτυξη. Έχει εξαιρετική σημασία για την αυτοδιοικητική αρχή να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος της μονόπλευρης τουριστικής ανάπτυξης που θα οδηγήσει σε μαρασμό κι εγκατάλειψη άλλους πιθανούς κλάδους ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας, όπως οι διατροφικές παραδοσιακές βιοτεχνίες και η τοπική οικοτεχνία. Μέσα από το σχεδιασμό στον οποία θα συμμετέχει όλη η κοινότητα μπορεί εύκολα να βρεθεί η λειτουργική σύνδεση του εναλλακτικού τουρισμού με την υπόλοιπη οικονομία της περιοχής. Έχει, εξάλλου, αποδειχθεί ότι η συμμετοχή μιας ολόκληρης κοινότητας σε αυτή την κατεύθυνση και με τούτο το πνεύμα μπορεί να επιταχύνει την αναπτυξιακή πορεία της περιοχής και να μεταδώσει όλη την απαραίτητη εμπειρία και τεχνογνωσία.


Συχνά πολλές τοπικές αρχές και πολλοί μικρομεσαίοι επιχειρηματίες υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους, όπως και αυτές της κοινότητας. Η σιγουριά της επιτυχίας και η επιπολαιότητα της επένδυσης σε συνδυασμό με την επιθυμία για γρήγορο κέρδος αποδεικνύονται οι χειρότεροι σύμβουλοι τόσο για την τοπική οικονομία όσο και για το φυσικό περιβάλλον. Δεν είναι λίγες οι φορές που -ως συνειδητή πολιτική επιλογή στο όνομα της ανάπτυξης ή μέσα στον αναλφαβητισμό και την αδυναμίας τους να δουν το μέλλον- δήμοι έχουν αποδεχτεί με μεγάλη χαρά την οικοδόμηση ξενοδοχειακών μονάδων πάνω στην ακτογραμμή, δίπλα σε αρχαιολογικά μνημεία ή μέσα σε δάση αλλοιώνοντας για πάντα τη φυσιογνωμία του τοπίου. Και, βέβαια, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ούτε την καταστροφή που συντελείται από τη χρήση των εγκαταστάσεων. Ακόμα, στο ίδιο πνεύμα οφείλουμε να καυτηριάσουμε και την αλλοίωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που παρατηρείται συχνά σε ορισμένα χωριά. Έτσι, δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπουμε αιγαιοπελαγίτικου χρώματος κατοικίες και ξενοδοχειακές μονάδες να χτίζονται σε νησιά ή παραθαλάσσιες περιοχές με άλλη αρχιτεκτονική φυσιογνωμία και χρώματα· τουριστικές μονάδες πετρόκτιστες με πισίνες δίπλα σε ορεινές πλινθόκτιστες κατοικίες με γήινα χρώματα.


Στην ίδια λογική ακόμη συχνότατα τοπικές κοινωνίες και δημοτικές αρχές να αποδέχονται τη λαθροθηρία. Αυτή τη δράση που υποβιβάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την έννοια του αθλητισμού στη χαρωπή δολοφονία με όπλο μεγάλου βεληνεκούς· μία οπλοχρησία που απλά εκφράζει τη δειλία και την αδυναμία του κυνηγού να πλησιάσει αρκετά το θήραμά του. Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για περιβαλλοντική δράση και προστασία της φύσης όταν αποδεχόμαστε το ίδιο το κυνήγι;



[1] Είναι χαρακτηριστικό ότι το 24% του συνόλου των κλινών της χώρας βρίσκονται στο νότιο Αιγαίο και το 19% στην Κρήτη. Αναλόγως παραθαλάσσιες περιοχές κοντά σε αστικά κέντρα έχουν μετατραπεί σε παραθεριστικές κατοικίες δημιουργώντας μικρά άστη και απέχοντας πολύ από τη λογική ακόμα και του μαζικού τουρισμού.

[2] Δεν είναι τυχαίο ότι το 90% περίπου του ελληνικού τουριστικού κοινού κινείται μόνο το καλοκαίρι και κυρίως τους μήνες αυτού.

[3] Έτσι, ορίζουμε τη μορφή άγχους που επηρεάζει τους νεότερους που μεγάλωσαν σε αστικά κέντρα και πνίγονται από τους σύγχρονους γρήγορους ρυθμούς της επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής σε συνδυασμό με την απουσία φυσικού πρασίνου ως διεξόδου.

[4] Π. Τσάρτας, Μ. Στογιαννίδου, Θ. Σταυρινούδης, Οι λιγότερο ευνοημένες περιοχές ως τουριστικοί προορισμοί: ζητήματα οργάνωσης και διαχείρισης, Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, εκδ Gutenberg, σελ. 300.

( (