ΑΕΙΦΟΡΙΚΗ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΠΑΙΘΡΟ ΙΙΙ
( ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ( "ΔΕΙΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ" )
Σε συνέχεια από το προηγούμενο άρθρο ας τονίσουμε ότι η οικονομία της υπαίθρου δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο σε τέτοιες εξωαγροτικές δραστηριότητες. Γιατί άραγε, πώς μπορούμε να μιλάμε για προστασία δασών και άλλων φυσικών μνημείων, όταν η τσιμεντοποίηση φτάνει μέχρι εκεί στο όνομα της ανάπτυξης και του τουρισμού; Στο νεοφιλελεύθερο πνεύμα, ο τουρισμός αντιμετωπίζεται ως μια δραστηριότητα που σχετίζεται μόνο με κατασκευές και έργα και μάλιστα φαίνεται να ευνοεί την ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα τουριστικών επενδύσεων.
Παράλληλα, η τοπική οικονομία θα μπορούσε να βρει σημαντικό στήριγμα και στην ανάπτυξη των τοπικών προϊόντων. Άλλωστε, η μικρή κλίμακα των κοινωνιών και οι ρυθμοί ζωής, που δεν μοιάζουν σε καμία περίπτωση με εκείνους της πόλης, από την οποία έρχεται ο τουρίστας, αποτελούν ένα αδιαφιλονίκητο πλεονέκτημα των λιγότερο ευνοημένες περιοχών[1].
Ειδικά, στην ύπαιθρο αυτό θα είχε ιδιαίτερα σημαντική λειτουργία σε βάρος της εσωτερικής μετανάστευσης. Θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικά κίνητρα σε νέους, επαγγελματίες και γυναίκες ανεβάζοντας το βιωτικό επίπεδο της κοινότητας. Ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Επαγγελματικών Οργανώσεων και των Πολιτιστικών Φορέων κάθε περιοχής είναι καθοριστικός για τη χάραξη τέτοιων πολιτικών στήριξης των εκλεκτών τοπικών προϊόντων μιας περιοχής. Η συγκρότηση ενός τοπικού αναπτυξιακού φόρουμ είναι το πρώτο ουσιαστικό βήμα που πρέπει να επιχειρηθεί[2]. Αξίζει να θυμίσουμε πάντως ότι και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών θεωρεί από το 1996 τα τοπικά προϊόντα ατού των περιφερειών αναγκαίο και εφόδιο σε εποχή παγκοσμιοποίησης του εμπορίου.
Σε όλη τη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στις απομονωμένες περιοχές απαντάται ένα πλούσιο απόθεμα παραδοσιακών τεχνογνωσιών που έσβησαν είτε λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας είτε απαξιώθηκαν ως μη αποτελεσματικές μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο και ταχύτατα κινούμενο μετανεωτερικό σύστημα αγοράς. Αυτές όμως οι τεχνογνωσίες αποτελούν και ένα ξεχωριστό απόσταγμα κοινοτικών εμπειριών που συνδέονται άμεσα με την αειφορικότητα της τοπικής οικονομίας, τις ιστορικές ιδιαιτερότητες και το γεωγραφικό ανάγλυφο.
Ας σημειώσουμε όμως ότι τα προϊόντα αυτά δεν έχουν μόνο στόχο την κάλυψη των τουριστικών αναγκών. Μέσα από μία κινηματική οικονομία τα αγαθά τούτα στοχεύουν στο καταναλωτικό κοινό της ίδιας της περιοχής τους και στην αναζήτηση εμπορικών οδών προς τα αστικά κέντρα. Στην ελληνική αγορά η παραγωγή τοπικών προϊόντων -και ιδιαίτερα αγαθών διατροφής που συνδέονται με την ελληνική κουζίνα- έχει ισχυρή θέση. Τα τοπικά αγαθά γίνονται όλο και πιο αγαπητά τόσο για λόγους επανασύνδεσης του αστικού πληθυσμού με τον τόπο καταγωγή όσο και με την παράδοση. Εξάλλου, πολλά τοπικά προϊόντα ταυτίζονται ή διακρίνονται και επιλέγονται από τους καταναλωτές βάσει της γεωγραφικής τους προέλευσης[3]. Συχνά, μάλιστα, αποτελούν και μία συνειδητή αντίδραση απέναντι στην εκβιομηχανισμένη μαζική παραγωγή.
Έτσι, με τη συνεργασία των τοπικών φορέων και συντονιστή τη δημοτική αρχή, η τοπική οικονομία θα στηριχτεί στις ανάγκες της κοινότητας πρωτίστως και δευτερευόντως στην κεντρικά σχεδιασμένη κατεύθυνση -που σπάνια είναι η καλύτερη και συχνότερα προωθεί τυφλά συνολικές δημοκρατικές πολιτικές μακριά από τους αγροτικούς πληθυσμούς. Χρειάζονται όμως πολλές μικρές δράσεις. Δράσεις μεγάλης κλίμακας, και εκ των πραγμάτων λίγες αριθμητικά έχουν αμφίβολο αποτέλεσμα και σπάνια καλύπτουν τις ανάγκες όλου του οικονομικού φάσματος. Πολλές μικρές δράσεις πάντα έχουν καλύτερο αποτέλεσμα, καθώς επιτρέπουν ευκολότερα την αξιολόγηση και την αναπροσαρμογή με βάση τα πορίσματα αυτής.
Από έρευνα[4] έχει φανεί ότι οι επιχειρήσεις παραγωγής τέτοιων προϊόντων εκ των πραγμάτων είναι υποχρεωμένες να αγοράζουν τις πρώτες ύλες από την περιοχή επένδυσης, ενώ τοπική κοινότητα είναι εκείνη που καλύπτει στο μέγιστο ποσοστό τις θέσεις εργασίας. Ακόμα και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες είναι φυσικό να δένονται με την περιοχή, καθώς αυτή συνδέεται άμεσα με τα συμφέροντά τους. Ας προσθέσουμε ακόμη ότι τα τοπικά προϊόντα εμπλέκονται στις διαδικασίες τοπικής ανάπτυξης με διάφορους τρόπους, καθώς συνεισφέρουν στη δημιουργία "ταυτότητας" μιας περιοχής, δημιουργώντας δεσμούς μεταξύ των προϊόντων, του τοπίου και του πολιτισμού μιας περιοχή;, διατηρώντας έτσι την κληρονομιά[5]. Επιπλέον, σε μια σειρά μελετών, το μικρομεσαίο μέγεθος των επιχειρήσεων αποτέλεσε πλεονέκτημα για την ευέλικτη εξειδίκευση και την ενδογενή ανάπτυξη στα τοπικά δίκτυα παραγωγής ισχυροποιώντας τον κοινωνικό ιστό.
Παράλληλα, διάφορες άλλες μελέτες[6] έχουν αποδείξει πως οι έντονα δικτυωμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις όχι εμφανίζονται ισχυρότερες από άλλες ανάλογου μεγέθους, αλλά εισχωρούν και σε ξένες αγορές και είναι συχνά και πιο καινοτόμες. Η κάθετη και η οριζόντια συγκρότηση δικτύων δε θα μπορούν παρά να είναι πρωτίστως εντός της ακτίνας της τοπικής, νομαρχιακής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης[7]. Αυτά τα δίκτυα είναι ουσιαστικά το κληροδότημα και η επένδυση για τη νέα γενιά και ένα ισχυρό μέσο για την αποφυγή της μετανάστευσης.
Ουσιαστικά, η προώθηση παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών χαμηλής ελαστικότητας ζήτησης, υψηλής ποιότητας και προστιθέμενης αξίας, που ενσωματώνουν χαρακτηριστικά στοιχεία της περιοχής και όχι προϊόντων μαζικής παραγωγής, τα οποία δεν θα κατορθώσουν να είναι ανταγωνιστικά στην ευρύτερη αγορά, γίνεται σε μία αρχή που πρέπει να χαρακτηρίζει τη στρατηγική ανάπτυξης των λιγότερων ευνοημένες περιοχών[8].
Και μέσα από ένα πνεύμα κινηματικό, όμως, η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να συμβάλλει και στην ανάπτυξη νέων συνεταιριστικών μονάδων επενδυτικής -κι όχι διαχειριστικής- λογικής. Τοπικές αγροτικές ενώσεις θα μπορούσαν να συντονίσουν αειφορικά και την ίδια την αγροτική παραγωγή, αλλά κυρίως κατανοώντας καλύτερα από όλους τις ανάγκες των κατοίκων να προωθήσουν μικρές επενδύσεις προς όφελος της περιοχής τους. Η οικεία αυτοδιοικητική αρχή -αφού απαλλαγεί από το βραχνά του κεντρικού ελέγχου- με ωριμότητα θα πρέπει να στηρίξει τέτοιες προσπάθειες τόσο με στελεχιακό δυναμικό όσο και οργανωτικά. Η ίδια η συμμετοχή των αγροτών, από την άλλη, θα αυξάνεται ανάλογα με την ποιότητα των δράσεων και θα εξασφαλίζει την επιβίωση του συνεταιρισμού και την ουσιαστική λειτουργία του. Ωστόσο, συχνά τέτοιες προσπάθειες σταματούν πριν ακόμα ξεκινήσουν είτε από το φόβο αιρετών για ένα νέο πολιτικό φορέα που γεννιέται είτε από τις υπάρχουσες απαρχαιωμένες και καταχρεωμένες ενώσεις[9].
Ακολούθως η μονοδιάστατη καλλιέργεια του τουρισμού, που τόσα δεινά έφερε στο περιβάλλον, θα συμπληρωθεί από μία αειφορική πολύπλευρη ανάπτυξη. Δίπλα στις ξενοδοχειακές μονάδες -που συχνά αλλοιώνουν ανεπανόρθωτα το περιβάλλον- θα αναπτυχθεί μία άλλη μικρή οικονομική δραστηριότητα που θα σέβεται τη φύση και δε θα την καταστρέφει. Η κινηματική λογική είναι σε θέση να παραβλέψει φυσικά ή τεχνητά εμπόδια, αφού ως μοχλό έχει τη συμμετοχή των πολιτών και την ουσιαστική λειτουργία των τοπικών φορέων και τον εκδημοκρατισμό της αυτοδιοικητικής πολιτικής.
Από την άλλη, σεμινάρια, οργανωμένες εμπορικές και γεωτεχνικές εκθέσεις ιατρικά συμπόσια κι εκπαίδευση των αγροτών είναι μερικές δράσεις που δίνουν την κατεύθυνση αυτή κι επιτρέπουν τόσο στο κοινό όσο και στους επαγγελματίες να αναπτύξουν πρωτοβουλίες. Περιοχές με φυσικό κάλλος ή πάρκα αξιόλογα μπορούν να στραφούν σε επιστημονικά -και όχι μόνο- συνέδρια για τη σημασία του περιβάλλοντος στον Άνθρωπο. Παράλληλα θα φέρουν την επιστήμη κοντά στις τοπικές κοινωνίες σε μία διαλεκτική και γόνιμη αλληλοτροφοδότηση.
Ως εκ τούτου μελέτες για τη σωστή διαχείριση του φυσικού τοπίου όχι μόνο συμβάλλουν στη σωστή χρήση του, αλλά φέρνουν και νέους επιστήμονες στην αραιοκατοικημένη ύπαιθρο. Μελέτες για την τουριστική ικανότητα ή την κτηνοτροφική, όχι μόνο συμβάλλουν στην αειφορική οικονομία ορίζοντας τις αντοχές της σε μια περιοχή, αλλά προσεγγίζουν επί της ουσίας τα ίδια τα προβλήματα της υπαίθρου θέτοντας το τοπικό μέλλον σε κεντρική θέση. Η ίδια εξάλλου, η προσέλκυση δραστηριοτήτων έρευνας και επιστημονικής ανάπτυξης είναι απαραίτητη για την παραγωγή και τη διάδοση της γνώσης και την προώθηση καινοτόμων σε όλο το φάσμα αγροτικής, διοικητικής και κοινωνικής λειτουργίας των λιγότερο ευνοημένων περιοχών[10].
Το χαμηλής σημειακής επιβάρυνσης και πλούσιο περιβάλλον σε συνδυασμό με το έντονο πολιτιστικό στοιχείο που είναι διάχυτο σε κάθε γωνιά, προσφέρουν μία μοναδική ποιότητα ζωής που θέλει να θέλξει όχι μόνο τον περιστασιακό επισκέπτη, αλλά και εκείνον που επιθυμεί να βρει έναν διαφορετικό τόπο και τρόπο εργασίας και ζωής, χωρίς να κατατάσσεται στα "περιθωριακά" άτομα[11].
Το διαδίκτυο, επιπλέον, δίνει σήμερα μοναδικές ευκαιρίες επικοινωνίας και οικονομικών δραστηριοτήτων. Η ανάπτυξή του, λοιπόν, με ειδικά σεμινάρια και η επέκταση των ευρυζωνικών δικτύων μπορούν να στηρίξουν εργασίες πνευματικές, που επιτρέπουν στον εργαζόμενο να μένει σε κάποιο χωριό, και ακόμα το εμπόριο που σχετίζεται με τον τοπικό πολιτισμό ή την ιδιαίτερη τοπική αγροτική παραγωγή και κουζίνα, ή ακόμα και τη διαφήμιση τόπων περιήγησης. Σήμερα πια η ανάπτυξη της ευρυζωνικής επικοινωνίας, περιορίζει -με την οργανωμένη χρήση της- την απομόνωση της υπαίθρου.
Συμπληρωματικά, μία αυτοδιοικητική διοίκηση που λειτουργεί με όρους κινήματος θα πρέπει να πρωτοστατήσει για τη συνολική εκπαίδευση των κατοίκων της στη δασοπυρόσβεση, ώστε να είναι ετοιμοπόλεμοι. Ειδικοί εκπαιδευτές της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας θα μπορούσε σε συνεργασία με κάθε παραδασικό δήμο και τους εκεί φορείς να εκπαιδεύσουν τους πολίτες -κάθε ηλικίας- για τη συμπεριφορά που πρέπει να επιδείξουν σε κάθε ενδεχόμενο κίνδυνο ή ακόμα και να συμβάλλουν στην πυρόσβεση. Δυστυχώς, η εμπειρία του καυτού θέρους του 2007, έδειξε ότι οι κάτοικοι χωριών της Πελοποννήσου δε γνώριζαν καν τα σχέδια εκκένωσης ή προσφοράς βοήθειας αν και ζούσαν μέσα σε περιοχές κατεξοχήν δασικές.
Ακόμα όμως και πολιτιστικές ή παιδευτικές δράσεις θα μπορούσαν να φέρουν τις παρούσες και τις νεότερες γενιές κοντά στην αειφορική λογική και πρακτική. Πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δράσεις που θα δίνουν έμφαση στην αποτελεσματική χρήση των πόρων, στην εκτίμηση της φυσικής ποικιλότητας και στην υγεία των κατοίκων ως απόρροια ενός φυσικού οικοσυστήματος. Επιπλέον, μία τοπική εκπαίδευση θα βοηθούσε να γνωρίσουν οι νέοι σε βάθος τα πολιτισμικά στοιχεία τα οποία συγκροτούν τις τοπικές ταυτότητες και οι ίδιοι θα κληθούν να τα προστατεύσουν[12].
Φεστιβαλικά αφιερώματα φωτογραφίας, ζωγραφικής, μουσικής ή κινηματογράφου για ένα βιώσιμο περιβάλλον, μαθητικές καλλιτεχνικές εκθέσεις με θέμα το φυσικό τοπίο μιας περιοχής και τις αειφορικές δραστηριότητές, διδάσκουν όχι μόνο σε νέους, αλλά και στους γονείς τους. Ταυτόχρονα βέβαια, φέρνουν και μία ανανέωση στον αλλοτριωμένο πια πολιτισμό της υπαίθρου που μόνη της διασκεδάσει μένει η υποκουλτούρα της τηλεόρασης και τα φρούτα της. Η αρθρογραφία ανηλίκων στο δημοτικό τύπο θα έφερνε μία επανάσταση στη λογική που οι ενήλικες αντιμετωπίζουν το φυσικό τοπίο και την τοπική κοινότητα.
Στο ίδιο πνεύμα ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται σήμερα και η ανάπτυξη της παιδείας στην ύπαιθρο. Μία παιδεία που όχι απλά θα συνδέεται με τους αγροτικούς φορείς της περιοχής, αλλά θα στηρίζει με γνώσεις και πρακτική εμπειρία τους νέους. Άλλωστε, άμεση ανάγκη του ελληνικού σχολείου είναι η σύνδεσή του με την αγορά εργασίας και η παροχή δεξιοτήτων και γνώσεων εξειδικευμένων. Ιδιαίτερα στην ύπαιθρο -με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει κάθε περιοχή- οι δημοτικές αρχές είναι αυτές που μπορούν πολύ εύκολα να δείξουν σε συνεργασία με την τοπική κοινότητα το δρόμο μιας τέτοιας εκπαιδευτικής πολιτικής, διαδραματίζοντας ενεργό ρόλο. Οι νέοι των αγροτικών δήμων σήμερα πιεζόμενοι από την απέχθεια για τις αγροτικές εργασίες και ταυτόχρονα μπροστά στο φάσμα της ανεργίας και των κάτω του ορίου φτώχειας μισθολογικών απολαβών, υποχρεώνονται σε εσωτερική μετανάστευση.
Εκεί πια είναι ανάγκη να συνδεθούν οι αγροτικές εργασίες με την ίδια την παιδεία. Είναι πολύ εύκολο για τη δημοτική αρχή. που θέλει να διαδραματίσει ρόλο στο τοπικό γίγνεσθαι, να οδηγήσει στη σύναψη σχέσεων μεταξύ των αγροτικών φορέων της περιοχής και του σχολείου. Έτσι, σε αυτό το πλαίσιο, η αυτοδιοίκηση που βλέπει στον εαυτό της έναν ουσιώδη ρόλο θα αναζητήσει τη συνεργασία γεωπόνων, βιολόγων, ζωολόγων και περιβαλλοντολόγων, κτηνιάτρων και αγροτών με το εκπαιδευτικό προσωπικό, ώστε η κατάρτιση να γίνεται βιωματικά και εμπεριστατωμένα. Εξάλλου, είναι δυνατό να μπορεί να παρέχεται μία εκπαίδευση διαθεματική που να αφορά ακόμα και τη δασική ή τουριστική εκμετάλλευση της περιοχής με σεβασμό στη φύση.
Έτσι, όχι μόνο θα ενισχυθεί η θεματική του σχολείου, αλλά θα έρθει πιο κοντά στα καθημερινά ενδιαφέροντα των μαθητών και θα γίνει πιο ενδιαφέρουσα. Οι ίδιοι οι μαθητές θα μπορούν να αποκτήσουν δεξιότητες και γνώσεις που να συνδέονται άμεσα με το τοπικό περιβάλλον -φυσικό και κοινωνικό ενθαρρύνοντάς τους να παραμείνουν στην ύπαιθρο, αφού θα μπορούν ευκολότερα να εργαστούν.
[1] Ιω. Σπιλάνης, Θ. Ιωσηφίδης, Αθ. Κίζος, ό.π., σελ. 31.
[2] Γιώργος Α. Δαουτόπουλος, Αειφορική Ανάπτυξη της Ελληνικής Υπαίθρου, εκδ. Ζυγός, Θεσσαλονίκη2005, σελ 48.
[3] Σχετικά γράφει και η Θ. Ανθοπούλου, Τοπικές Τεχνογνωσίες, καινοτομία και ανάπτυξη της υπαίθρου, η ελαιουργία στη Λέσβο και η μεταξουργία στο Σουφλί, Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, εκδ Gutenberg, σελ. 207-208.
[4] Έρευνα πεδίου στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος της ΕΕ "The future of Europe’s rural periphery. The role ofentrepreneurship in responding to employment problems and social Marginalization" (Λόης Λαμπριανίδης, Τοπικά προϊόντα ως ένα μέσο για την υποβοήθηση της ανάπτυξης των ορεινών περιοχών της ευρωπαϊκής υπαίθρου, Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, εκδ Gutenberg, σελ.52 κ.ε.).
[5] Αθ. Κίζος, Χρ. Βακουφάρης, Μ Κουλούρη, Ι. Σπιλάνης, Τοπικά προϊόντα και βιώσιμη τοπική ανάπτυξη, Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, εκδ Gutenberg, σελ. 152-153.
[6] K.E. Dicson and A. Hadjimanolis, Innovation and networking amongst small manufacturing firms in Cyprus, International Journal og Entrepreneurial Behaviour and Research, 1998, Vol. 4, 1, 0 5-17, P-A Havnes and K. Senneseth, A panel study of firm growth among SMEs in networks, Small Business Economics, 2001, Vol. 16, p. 293-302, M. Freel, External linkages and product innovation in small manufacturing firms, Entrepreneurship and Regional Development, 2000, Vol 12, p 245-266, R. Johnsen and T. Johnsen, International market development through networks, International Journal of Entrepreneurial Behaviour and Research, 1999, Vol 5. 6, p. 297-312.
[7] Λ. Λουλούδης, Γ. Βλάχος, Στ. Χριστόπουλος, Η τοπική δυναμική επιβίωσης στις ελληνικές ορεινές και μειονεκτικές περιοχές,Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, εκδ Gutenberg, σελ. 261.
[8] Ιω. Σπιλάνης, Θ. Ιωσηφίδης, Αθ. Κίζος, ό.π., σελ. 32.
[9] Και αν σε κάποιους τούτο φαίνεται διασπαστικό, ας απαντήσουν με όρους κινήματος τι έπραξαν οι ίδιοι για την έξοδο των συνεταιριστικών ενώσεων από το τέλμα.
[10] Ιω. Σπιλάνης, Θ. Ιωσηφίδης, Αθ. Κίζος, ό.π., σελ. 32.
[11] Ιω. Σπιλάνης, Θ. Ιωσηφίδης, Αθ. Κίζος, ό.π., σελ. 31.
[12] Λ. Λουλούδης, Γ. Βλάχος, Στ. Χριστόπουλος, ό.π. σελ. 261.