Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

ΑΕΙΦΟΡΙΚΗ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΠΑΙΘΡΟ Ι
( ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ "ΔΕΙΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ" )

Μιλώντας για την Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν μπορούμε να περιοριζόμαστε μόνο στα αστικά κέντρα. Είναι ανάγκη να διερευνήσουμε και αν είναι δυνατόν να καταθέσουμε και προτάσεις για τη μαραμένη δημοτική αρχή της υπαίθρου. Και, βέβαια, η ύπαιθρος δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από τα μικρά αστικά κέντρα. Πόλεις μικρού και μεσαίου μεγέθους με δεσμούς με τον γεωργικό τομέα, με μεταποιητικές και τουριστικές δραστηριότητες, καθώς και παράκτιες περιοχές είναι θεμιτό να θεωρηθεί ότι αποτελούν περιοχές της υπαίθρου. Οι αστικές περιοχές και οι περιοχές της υπαίθρου δεν είναι αυτόνομες και αυτάρκεις οντότητες, αλλά ένας χώρος συνεχούς αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης[1].

Σήμερα, βέβαια, όπως τονίζει και ο Μαραβέγιας[2] η ύπαιθρος έχει αλλάξει μορφή, έχει αλλάξει λειτουργία. Συνεπώς πρέπει να αλλάξει και ο τρόπος που σκεφτόμαστε την ύπαιθρο και την ανάπτυξή της, πρέπει να αλλάξει η πολιτική για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν στις σχέσεις μεταξύ των δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται στην ύπαιθρο και των προβλημάτων που δημιουργούνται στις σχέσεις μεταξύ υπαίθρου και πόλης, πρέπει να αφεθεί μεγαλύτερο περιθώριο για αναπτυξιακές πρωτοβουλίες στους ίδιος τους κατοίκους της υπαίθρου.
Οι λιγότερο ευνοημένες περιοχές παρουσιάζουν τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς μένοντας περιορισμένες σε ποικιλία και ποιότητα φυσικών πόρων και αναλόγως περιορισμένου ανθρώπινου δυναμικού και ούσες απομονωμένες δεν είναι ελκυστικές για την εγκατάσταση τόσο αστικών πληθυσμών όσο και επιχειρήσεων. Και καθώς οι περιφερειακές ανισότητες οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε μεταναστευτικές ροές από τις λιγότερο ευνοημένες περιοχές στα άστη, αποδυναμώνεται ο παραγωγικός ιστός και αποψιλώνεται ο πληθυσμός οδηγώντας σε μεγαλύτερες ανισότητες κι εντάσεις. Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι μεταναστευτικές ροές περιλαμβάνουν κυρίως άτομα ηλικίας της πρώιμης ωριμότητας (15-25 ετών) έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της δυναμικής πληθυσμιακής βάσης (αναπαραγωγικές ηλικίες) των περιφερειών προορισμού και την απογύμνωση της αντίστοιχης βάσης των περιφερειών προέλευσης[3].

Για να γίνει ελκυστική η ύπαιθρος είναι αναγκαία η προσβασιμότητα, η ανταγωνιστικότητα, η έρευνα και η ανάπτυξη, οι ανθρώπινοι πόροι, η διαθεσιμότητα υπηρεσιών[4]. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση της υπαίθρου, καθώς βιώνει τις κοινωνικές μεταλλάξεις των κοινοτήτων αυτών, είναι ουσιαστικά η μόνη που μπορεί να βρει διεξόδους από την κρίση και τον υποβιβασμό που τη χαρακτηρίζει. Είναι όμως σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζει και η ΚΕΔΚΕ[5], αναγκαία η διαφοροποίηση και η βελτίωση της αγροτικής οικονομίας με κατεύθυνση την αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις αγροτικές περιοχές και την πολυλειτουργικότητα των ανθρώπινων οικονομικών δραστηριοτήτων.

Ειδικά όμως στις διαμορφούμενες συνθήκες από τον "Καποδίστρια ΙΙ", η αγροτική Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει ανάγκη να διατηρήσει τον πληθυσμό της. Κύριος στόχος των προοδευτικών δυνάμεων της υπαίθρου πρέπει να είναι οι νεότερες γενιές, καλλιεργώντας ένα κλίμα μετανάστευσης προς το ζωτικό φυσικό χώρο. Μέσα από τη συσπείρωση του μορφωμένου πληθυσμού μπορούν να αναζητηθούν λύσεις· η προσέλκυση, εξάλλου, νέων σε εργασίες που σχετίζονται επιστημονικά με την αγροτική ζωή ή την προστασία του περιβάλλοντος είναι μερικές -εύκολες, θα λέγαμε, και μη κινηματικές- λύσεις. Η ανασυγκρότηση του κοινωνικού ιστού και η εξομάλυνση της πυραμίδας των ηλικιών, με παράλληλα ποιοτική αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού αποτελούν πια μία αναγκαιότητα προκειμένου να μπορέσει να ξεφύγει η ύπαιθρος από το τέλμα της υποβάθμισης και της ανεξέλικτης νεοφιλελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας.

Παράλληλα, η δημιουργία παραδοσιακών οικισμών, ο έλεγχος του υδροφόρου ορίζοντα και του εδάφους για την ασφάλεια των κατοίκων, η πειραματική -βιολογική ίσως- καλλιέργεια ειδών και η ανάπτυξη νέων μεθόδων, η ανάδειξη του φυσικού κάλλους της περιοχής και η συμβουλευτική -κοινωνικού και οικονομικού προσανατολισμού- απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό και κατά κύριο λόγο νέους στην ηλικία ανθρώπους. Αναλόγως, στις νεότερες γενιές αναφέρεται και η δρομολόγηση ανάπτυξης δικτύων επικοινωνίας και η συντήρησή τους.

Είναι φανερό ότι τα κίνητρα που οφείλει να αναζητά η κινηματική δημοτική αρχή, δεν είναι αναγκαίο να είναι κατεξοχήν οικονομικά (επιδόματα και ειδικές διευκολύνσεις). Η εξίσωση του επιπέδου διαβίωσης και της ποιότητας ζωής δεν μπορεί να περιορίζεται σε ποσοτικό επίπεδο, στα εισοδήματα, στη μαζική και ομοιόμορφη παραγωγή, στο χαμηλό κόστος[6]. Ουσιαστικά, πρέπει σε συνεργασία με το τοπικό κίνημα, τις συσπειρώσεις πολιτών να βρει λύσεις που να δημιουργήσουν τη βάση ενός ευοίωνου μέλλοντος, ακόμα κι αν βραχυπρόθεσμα τα αποτελέσματα δεν είναι εμφανή. Η ανάπτυξη, εξάλλου, πολλών παράλληλων δραστηριοτήτων στην ύπαιθρο δημιουργεί νέα δεδομένα για την απασχόληση των κατοίκων της, δημιουργεί νέα επαγγέλματα και νέα μεσαία στρώματα που συντηρούν το επίπεδο ανάπτυξης παρά την υποχώρηση της παραδοσιακής αγροτικής δραστηριότητας[7].

Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνέταξε διάφορα προγράμματα για τις λιγότερο ευνοημένες περιοχές στο όραμα της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Με την οδηγία 75/268 της ΕΟΚ και αργότερα με τους Κανονισμού της ΕΕ 950/97 και 1257/99 έγινε η καθιέρωση των Λιγότερο Ευνοημένων Περιοχών (LFA’s). Παράλληλα, ο ίδιος ο Κανονισμός Αγροτικής Ανάπτυξης αντανακλά την ανάγκη σχεδιασμού και προώθησης των κατάλληλων μεθόδων γεωργικής παραγωγής. Δίπλα σε αυτά υπάρχουν πολλά ακόμα μέτρα χρηματοδότησης επιδοτήσεων, κατοχύρωσης Ονομασίας Προέλευσης και Γεωγραφικής Ένδειξης. Μάλιστα, το 82% της χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης εντάσσεται στο καθεστώς των Λιγότερο Ευνοημένων Περιοχών από το 1996[8] με αποζημιώσεις και άλλων μορφών οικονομικής στήριξης. Ωστόσο, οι ενισχύσεις ενώ εντατικοποίησαν την αγροτική δραστηριότητα, επί της ουσίας δεν έθεσαν σε αναπτυξιακή τροχιά την ελληνική ύπαιθρο. Τα εισοδήματα -δεδομένης και την νεοφιλελεύθερης επίθεσης- μειώνονται και ο πληθυσμός αποψιλώνεται. Ακόμα και το LEADER II ενώ είχε αρχικά ευρεία αποδοχή τελικά δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ενώ σε πολλές περιοχές οδήγησε σε μία μονοδιάστατη ανάπτυξη του τουρισμού και μάλιστα με ευκαιριακές επενδύσεις.


Συχνά βλέπουμε την Τοπική Αυτοδιοίκηση με σπασμωδικές κινήσεις να προσπαθεί να προσελκύσει κατοίκους. Από τη μια παρατηρούμε σοβαρές προτάσεις δημοτικών αρχών να μην έχουν τη στήριξη της Πολιτείας (θεσμική ή οικονομική) και άλλοτε πολιτικές αποφάσεις να αποτυγχάνουν επειδή ουσιαστικά αποτελούν ευχολόγιο και όχι ένα οργανωμένο πλάνο δράσης. Συνήθως, μάλιστα, οι δήμοι τούτοι επαναπαύονται στην ιδιότητα του δημότη που πολλοί αστοί συναισθηματικά ακόμα διατηρούν στον τόπο καταγωγής τους. Από την άλλη, η αγροτική αυτοδιοίκηση αντί να στρέφεται σε νέες διεξόδους από την οικονομική κρίση προσπαθεί κόντρα στο πνεύμα των καιρών να στρέψει τον πληθυσμό της στην αγροτική παραγωγή. Αντί να αναπτύξει υποδομές εργασίας, διεκδικεί χρήματα για τους αγρότες αδιαφορώντας για τις νεότερες γενιές και τις ανάγκες της.

Η Αυτοδιοίκηση της υπαίθρου έχει να αντιμετωπίσει και τα προβλήματα που τελικά έφερε μαζί της η ανάπτυξη, που σχεδιαζόταν από γραφεία στην Αθήνα ή τις Βρυξέλλες. Καθώς όμως αυτή η ανάπτυξη, όπως σημειώνει και ο Δαουτόπουλος[9], δεν είναι μία ομοιόμορφη πορεία εφαρμόσιμη σε κάθε κοινωνία ανεξάρτητη από το κοινωνικό και πολιτισμικό της σύστημα, από το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, ήταν λογικό επακόλουθο να φέρει σημαντικά μειονεκτήματα ειδικά απέναντι στο φυσικό περιβάλλον και το μέλλον των νεότερων κατοίκων, στρέφοντάς τους σε αστικά κέντρα σε μια απέλπιδα προσπάθεια επιβίωσης. Οι ασκούμενες πολιτικές δε λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά και δεν έχουν συχνά καμία συμβατότητα με την οικονομική και κοινωνική συνοχή της υπαίθρου[10].

Η κεντρικά σχεδιασμένη αυτή ανάπτυξη όμως δε λάμβανε υπόψη της την αειφορική οικονομία που παραδοσιακά κυριαρχούσε στην ελληνική ύπαιθρο και εξασφάλιζε παρούσες και μελλοντικές γενιές. Και στόχος της σύγχρονης αειφορικής ανάπτυξης δεν είναι παρά η σωστή διαχείριση των φυσικών πόρων μιας περιοχής. Συνδέεται άμεσα με το περιβάλλον, την κάλυψη των μελλοντικών γενεών, τη διασφάλιση της ποιότητας ζωής μέσα από σφαιρική εξέταση των δράσεων και ενεργειών που επηρεάζουν το περιβάλλον.

Η ανάπτυξη όμως αυτή δεν μπορεί να σχεδιάζεται μακριά από την τοπική κοινότητα, μέσα σε απομονωμένα από την ύπαιθρο γραφεία εκφράζοντας τις επιθυμίες των εμπνευστών τους που δεν έχουν την παραμικρή επαφή με τα προβλήματα της αγροτικής ή νησιωτικής υπαίθρου. Τέτοιες πολιτικές είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, ειδικά όταν δε λαμβάνουν υπόψη τη συμμετοχή των ίδιων των αγροτών. Η κινηματική αυτοδιοικητική αρχή είναι αντίθετα εκείνος ο πολιτικός φορέας που μπορεί να συντονίσει και να επεξεργαστεί ειδικές πολιτικές κατευθύνσεις για κάθε περιοχή, γνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητές της και είναι η μόνη που μπορεί να καλλιεργήσει την αειφορική συνείδηση στους δημότες της.
Η ίδια η αειφορική συνείδηση σχετίζεται με κάθε οικονομική δραστηριότητα. Συνδέεται με την κατασπατάληση των υδάτινων πόρων -ειδικά σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές- για την άρδευση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων καταστρέφοντας το τοπικό μέλλον· συνδέεται με την υπερβόσκηση, τη βόσκηση χωρίς έλεγχο της δυναμικής της γης· με τις χωματερές, τις μονοκαλλιέργειες, την υπερβολική χρήση με την ενημέρωση ενημερώνει για τις συνέπειες της αλόγιστης χρήσης λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και τον έλεγχο των αγρών και του υδροφόρου ορίζοντα της περιοχής, αφού τελικά καταστρέφεται η υγεία των ίδιων των αγροτών.
Όπως εξάλλου, τονίζει και η ΚΕΔΚΕ[11] 6 χρόνια μετά τη σύσταση των Φορέων Διαχείρισης, οι φορείς αυτοί, στην καλύτερη των περιπτώσεων υπολειτουργούν, δεν έχουν στελεχωθεί, δεν έχουν οργανωθεί και δεν ασκούν καμία σχεδόν αρμοδιότητα ελεγκτικού ή παρεμβατικού χαρακτήρα.



[1] Λ. Λαμπριανίδης, Τοπικά προϊόντα ως ένα μέσο για την υποβοήθηση της ανάπτυξης των ορεινών περιοχών της ευρωπαϊκής υπαίθρου, Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, εκδ Gutenberg, σελ.40.

[2] Ναπολέων Μαραβέγιας, Σε αναζήτηση ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ύπαιθρο, Αθήνα, 2007.

[3] Κ. Ρόντος, Δημογραφικές εξελίξεις, περιφερειακές ιδιαιτερότητες και πρότυπα ανάπτυξης της περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, εκδ Gutenberg, σελ. 111.

[4] Ιω. Σπιλάνης, Θ. Ιωσηφίδης, Αθ. Κίζος, Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2004, σελ.19-20.

[5] ΚΕΔΚΕ, Απόφαση ετήσιου συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 2008.

[6] Ιω. Σπιλάνης, Θ. Ιωσηφίδης, Αθ. Κίζος, ό.π., σελ.31.

[7] Ναπολέων Μαραβέγιας, ό.π.

[8] Απ. Παπαδόπουλος, Κ. Λιαρίκος, Προς ποια αγροτική ανάπτυξη των Λιγότερο Ευνοημένων Περιοχών στην Ελλάδα; Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, εκδ. Gutenberg, σελ.76.

[9] Γιώργος Α. Δαουτόπουλος, Αειφορική Ανάπτυξη της Ελληνικής Υπαίθρου, εκδ. Ζυγός, Θεσσαλονίκη2005, σελ. 30.

[10] Απ. Παπαδόπουλος, Κ. Λιαρίκος, ό.π. σελ.103.

[11] ΚΕΔΚΕ, Απόφαση ετήσιου συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 2008.