Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Πολιτική του Θεάματος - Θέαμα της Πολιτικής Για την επικαιρότητα της θεωρίας του Γκυ Ντεμπόρ
Η πολιτική έχει πάρει τον κατήφορο. Αυτό το παραδέχονται πια ακόμη και οι πιο μονόχνοτοι από τους ειδικούς που πλη ρώνονται για να σχολιάζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ελά χιστοι όμως είναι εκείνοι που θεωρούν την εξέλιξη αυτή αναπόφευκτη, αν όχι και θετική. Μέσα στη γενική κατάρ ρευση, οι υπερασπιστές της πολιτικής νιώθουν να επιβε βαιώνονται βλέποντας να ξεφυτρώνουν παντού οι διάφοροι δήθεν «μετα-πολιτικοί», οι οποίοι διόλου δεν οφείλουν την επιτυχία τους στο πολιτικό τους πρόγραμμα, αλλά στο πόσο έξυπνα χειρίζονται τα μμε.Τέτοιοι ήταν ο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, ο Κολλόρ ντε Μέλλο στη Βραζιλία -αν τον θυμάται κανείς ακόμη- και ο Ρήγκαν στην εποχή του. Στις βουλευτικές εκλογές του 1994, ο Μπερλουσκόνι εκμεταλλεύτηκε τα ιδιωτικά τηλεοπτικά του κανάλια τόσο ξεδιάντροπα και τόσο επιτυχημένα, που οι αντίπαλοι του έκαναν ολόκληρη φασαρία. Απαίτησαν δι καιότερη κατανομή του αγαθού της τηλε-προβολής και κα τάφεραν να εξασφαλίσουν δια νόμου για όλους τους τηλε-δημοκράτες αντίστοιχη πρόσβαση στο χρυσό δισκοπότηρο. Ενάρετοι καθώς είναι, δήλωσαν ταυτόχρονα ότι δεν είναι βέβαια και τόσο ωραίο να πουλά κανείς έναν πολιτικό σαν να ήταν απορρυπαντικό, Ο υποβιβασμός της πολιτικής σε «εικόνα», ή, ακόμη χειρότερα, σε «σκέτο θέαμα» καταδικάζεται συλλήβδην απ' όλους, κυρίως μάλιστα από όσους κάποια στιγμή νιώθουν να εξέρχονται από τη μάχη ηττημένοι. Όποιος θεωρεί ση μαντικό έργο το να σχολιάζει με σοβαρότητα και ενδιαφέ ρον τη μοίρα της κοινωνίας, ζητά την επανίδρυση της δήθεν αληθινής, της δήθεν σοβαρής, της δήθεν ορθής πολιτικής... Μαζί με την πολιτική θα έλθει βέβαια («και πάλι» ή «επι τέλους»: διαλέγετε και παίρνετε τι θα συμπληρώσετε) και η δημοκρατία, που τόσα πλήγματα έχει τάχα υποστεί μέσω της "αποπολιτικοποιημένης" χρήσης των μμε, αφού έτσι μπορούν οι ισχυροί να διορίζουν "δημοκρατικά" όποιον και όποτε θέλουν. Μιλούμε λοιπόν για μία όψη της ευρέως δι αδεδομένης τάσης να παραπονιέται κανείς για τις υπερβο λές της εμπορευματικής κοινωνίας, έτσι ώστε να μπορεί να δέχεται και να διεκδικεί ως θετική την εύρυθμη λειτουργία της. Στο πλαίσιο της ευγενούς αυτής αποστολής επιτρέπεται να επικαλείται κανείς ακόμη και κάποιον που μέχρι πρό τινος «δεν είχε απλώς κακή σχέση με τη φήμη, αλλά είχε τη φήμη ότι ήταν το Κακό το ίδιο», όπως έγραψε ο Asger Jorn το 1964, δηλαδή τον Γκυ Ντεμπόρ, εμπνευστή της Καταστασιακής Διεθνούς (1957-1972) και συγγραφέα της Κοινωνίας τον Θεάματος (1967). Ο Ντεμπόρ επινόησε την έκφραση «κοινωνία του θεάματος», την οποία αρέσκονται να χρησιμοποιούν συνθηματολογικα ακόμη και οι εραστές του συμπαγούς και σκληροπυρηνικού καπιταλισμού. Ακρι βέστερα και νωρίτερα από πολλούς άλλους, διαπίστωσε πως «ό,τι είχε βιωθεί άμεσα απομακρύνθηκε από τον εαυτό του και υποβιβάστηκε στην αναπαράσταση του» (ΚτΘ §1)' και ότι το θέαμα, που είναι «η κυρίως παραγωγή της σημερινής κοινωνίας» (ΚτΘ §15), είναι «η επιβεβαίωση της φαινομε-νικότητας και η επιβεβαίωση κάθε ανθρώπινης -δηλαδή κοινωνικής- ζωής, ως απλής φαινομενικότητας» (ΚτΘ §10), αφού «εκεί όπου ο πραγματικός κόσμος μετατρέπεται σε απλές εικόνες, οι απλές εικόνες γίνονται πραγματικά όντα» (ΚτΘ §18). Το άτομο, γράφει ο Ντεμπόρ το 1988 στα Σχό-λια στην Κοινωνία τον Θεάματος, γνωρίζει πλέον τον κόσμο μόνον με τη διαμεσολάβηση των εικόνων, που άλλοι, προς ίδιον όφελος σίγουρα, έχουν επιλέξει γι' αυτό: «Σε τεχνικό επίπεδο, όταν η εικόνα που κατασκευάζεται και επιλέγεται από κάποιον άλλον γίνεται η πρωταρχική σχέση του ατόμου με τον κόσμο τον οποίο πρωτύτερα το άτομο παρατηρούσε από μόνο του, από κάθε θέση στην οποία μπορούσε να βρε θεί, δεν πρέπει προφανώς να αγνοούμε ότι η εικόνα μπορεί να συμπεριλάβει τα πάντα, διότι στο εσωτερικό της ίδιας της εικόνας μπορεί να παρασταθεί οποιαδήποτε αντιπαράθεση χωρίς καμιά αντίφαση. Η ροή των εικόνων παρασύρει τα πά ντα και επιπλέον πάντα κάποιος άλλος κατευθύνει όπως θέ λει εκείνος τούτη την απλοποιημένη επιτομή του αισθητού κόσμου». Αν πάρουμε στα σοβαρά αυτές τις φράσεις, δι καιολογούμαστε πιστεύω να αντιπαραθέσουμε τον Ντεμπόρ στις μάλλον αστείες θεωρίες περί «υπερβολικών παρεκτρο πών» της κοινωνίας των μμε. Στο επίκεντρο της θεωρίας του, σαφώς και δεν είναι πηγή του κακού η τηλεόραση, αφού υπογραμμίζει ότι «το θέαμα δεν μπορεί να νοηθεί σαν κατάχρηση ενός κόσμου της όρασης, σαν ένα προϊόν των τεχνικών μαζικής διάδοσης εικόνων» (ΚτΘ §5). Με το ίδιο σκεπτικό, λέει παρακάτω: «Αν το θέαμα, θεωρημένο υπό τη στενή έννοια των "μέσων μαζικής επικοινωνίας", που αποτελούν την πιο συντριπτική επιφανειακή του εκδήλωση, μπορεί να φανεί ότι κατακλύζει την κοινωνία σαν ένας απλός τεχνικός εξοπλισμός, η εφαρ μογή αυτή δεν είναι ουδέτερη, κάθε άλλο: αποτελεί τη συ γκεκριμένη εργαλειοποίηση που .αρμόζει στην αυτόνομη κί νηση του» (ΚτΘ §24). Όπως θα δούμε παρακάτω, το θέαμα δεν είναι παρά «το απολυταρχικό βασίλειο της εμπορευματι κής οικονομίας που έχει φθάσει σ' ένα σημείο ανεύθυνης κυ ριαρχίας». Αυτό βέβαια διόλου δεν πτοεί δημοσιογράφους και κριτικούς όταν βρίσκονται στην ανάγκη για εύηχα τσιτά τα: Εκριζωμένες από τα συμφραζόμενα τους, λίγες φράσεις περί «θεάματος» μπορούν, γιατί όχι, να γίνουν ο προσφορό τερος ψευδοκριτικός διάκοσμος σε ομιλίες όπως αυτές που παρουσιάζονται π.χ. στην τηλεόραση - ίσως μάλιστα ειδικά εκεί. Ο χρήστης τέτοιων παραθεμάτων προσφέρει και μιαν επιπλέον εκδούλευση στον παραγγελιοδότη του: συνεισφέ ρει κι αυτός τον οβολό του στην αφομοιωτική διαδικασία που υφίσταται αυτήν τη στιγμή η θεωρία του Ντεμπόρ, αφού τριάντα ολόκληρα χρόνια νεκρικής σιωπής δεν κατάφεραν να τη βυθίσουν στη λήθη. Δεν είναι, ωστόσο, εύκολο να αναχαιτιστεί η προσπάθεια ανάδειξης του Ντεμπόρ σε κύριο μάρτυρα υπεράσπισης των ψευδοκριτικών και των εκ των έσω μικρομεταρρυθμίσεων του θεάματος, τις οποίες ο ίδιος ο Ντεμπόρ πολέμησε όλη του τη ζωή. Στόχος αυτού του κεφαλαίου είναι να επισημά νει ορισμένα κοινά σημεία της «κριτικής τής αξίας» -όνομα που συνοψίζει τις κύριες θέσεις που επεξεργάστηκε η ομάδα Krisis- και των θέσεων των Καταστασιακών, ειδικά μάλι στα του Γκυ Ντεμπόρ, χωρίς βέβαια αυτό επ ουδενί να ση μαίνει όχι θα αποσιωπήσει ορισμένες εξίσου απαράγραπτες διαφορές τους. Όσο και να διαφέρουν όμως οι δύο αυτές μορφές ριζοσπαστικής κριτικής ως προς τη θεωρητική τους αφετηρία, τη χρονική και χωρική τους διάδοση, το κέντρο βάρους που επιλέγουν και το ύφος με το οποίο διατυπώθη καν, συχνά παρουσιάζουν μεταξύ τους πολύ εντονότερες ομοιότητες απ' ό,τι με άλλες θεωρήσεις. Δύσκολα θα πέσουμε έξω αν προφητεύσουμε ότι η επερχόμενη αναταραχή που θα προκληθεί στο πλαίσιο μιας αρμόζουσας ριζοσπαστικής κοινωνικής κριτικής θα οφείλει πολλά στη συνάντηση των δύο θεωρήσεων. Με τη συμπαράθεσή τους θα διαφανούν και θα ξεπεραστούν ευκολότερα και οι όποιες αδυναμίες τους. Θα αναλύσουμε αρχικά τη συγγένεια των δύο θεωρήσεων με βάση την απουσία κριτικής της υπόλοιπης Αριστεράς στην πολιτική καθεαυτήν. Η νοσταλγία για τη «γνήσια πολιτική», που ταυτίζεται με τη «δημοκρατική αντιπαράθεση», νοσταλγία που θέλει δήθεν να μας προφυλάξει από τη χειραγώγηση που υφιστά­μεθα από εκείνους που βομβαρδίζουν τα μυαλά μας με τις εικόνες των μμε, είναι συνέπεια μιας αντίληψης, η οποία χαρακτηρίζει ανέκαθεν την Αριστερά, της πολιτικής ως έν νοιας καταρχήν «θετικής». Ο Ντεμπόρ ποτέ δεν ανέλαβε να απελευθερώσει την όποια πολιτική, ούτε την «επαναστατι κή» πολιτική, από τις στρεβλώσεις και τη ρηχότητα του θεά ματος. Αντίθετα, διαπιστώνει ότι τόσο η πολιτική όσο και το θέαμα είναι προϊόντα του φετιχισμού του εμπορεύματος και άρα ότι εισέρχονται αμφότερα σε κρίση, όταν ολόκληρη η κοινωνία του φετιχισμού του εμπορεύματος φτάνει στα όρια της. Τη σύλληψη τούτη της πολιτικής ως φετιχιστικής κατη γορίας που πρέπει να εξαλειφθεί τη συναντά κανείς μόνο στις λιγοστές εκείνες θεωρήσεις που δεν απώθησαν την έννοια της «ολότητας». Το 1962 διαβάζαμε στην περιοδική έκδο ση της Καταστασιακής Διεθνούς: «Η κατανόηση αυτού του κόσμου μπορεί να στηριχθεί μόνο στην αμφισβήτηση, μια αμφισβήτηση που είναι αληθινή και ρεαλιστική μόνον ως αμφισβήτηση της ολότητας». Οι θεωρήσεις που αρνούνται να εξορίσουν την έννοια της ολότητας αποφεύγουν και να απολυτοποιήσουν και να αναγνωρίσουν ως αυτόνομες οντο λογικές κατηγορίες τις διάφορες σφαίρες στις οποίες διαιρείται επιφανειακά η κοινωνία. Επιπλέον, δεν καταδικάζουν ως μεταφυσική ή ξεπερασμένη κάθε προσπάθεια σύλληψης γενικών αρχών της κοινωνίας. Στο μυαλό εκείνων που θεω ρούν ότι οι «εικόνες», τα «μέσα μαζικής επικοινωνίας» ή η «πολιτική» αποτελούν έννοιες που ακολουθούν η καθεμιά τη δική της λογική, η έννοια του θεάματος του Ντκμπόρ δεν διαφέρει και πολύ από τις φλυαρίες του Baudrillard, για τον οποίο, αφού έτσι κι αλλιώς όλα είναι εικόνες, δεν υπάρχει καμία «πραγματικότητα» που να αντανακλάται σ΄ αυτές τις εικόνες. Για τον Ντεμπόρ, όμως, το θέαμα δεν είναι παρά γοντας διαχωρισμένος από την κοινωνική ολότητα. Το «θέ αμα» υπάρχει παντού όπου στη θέση του βιωμένου εμφανί ζεται η αναπαράσταση του. Αναπαράγεται κάθε φορά που η ζωή σε πρώτο πρόσωπο, η «βιωμένη ζωή», υποκαθίσταται από την παθητική παρατήρηση της ζωής.Ακόμη κι ο σταλινισμός, για παράδειγμα, ήταν θέαμα: η Σοβιετική Ένωση και τα κομμουνιστικά κόμματα στη Δύση προσέφεραν μια πλήρη εικόνα της επανάστασης. Όσο υπήρχε ανήσυχο προλεταριάτο,οι καταστασιακοί επέμεναν ότι, για τους κληρονόμους της γης, σε Δύση και Ανατολή, η ταύτιση είτε με ψευδείς μορφές της επανάστασης είτε με τις υποτιθέμενες μακρινές επαναστάσεις στον Τρίτο Κόσμο εμποδίζει την πραγματική επαναστατική δράση εδώ και τώρα. «Εκείνος που πάντα κοιτάζει, προκειμένου να μάθει τι πρόκειται να συμβεί και να μη χάσει τη συνέχεια, δεν θ' αντιδράσει ποτέ: έτσι ακριβώς πρέπει να 'ναι ο θεατής». Όλα όσα λείπουν από την πραγματική ζωή καταναλώνονται με τη μορφή ψευδαισθησιακών υποκατάστατων, έτσι ώστε να ξεχνιέται η σκανδαλώδης ένδεια της καθημερινής, ατο μικής, πραγματικής ζωής, η οποία μάλιστα είναι ακόμη πιο σκανδαλώδης αν αναμετρηθεί με τις δυνατότητες που παρέχει η σημερινή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο ενθουσιασμός για έναν ηθοποιό μπορεί να είναι θεαματικός μηχανισμός όμοιος με τη λατρεία του Τσε Γκεβάρα, μοι άζει όμως και με τους τοπικισμούς, τους εθνικισμούς, τον αθλητισμό, την τρομοκρατία, τα συνδικάτα ή τα κόμματα. Όπως η θρησκεία αποτελούσε την προβολή της ανθρώπινης εξουσίας στον ουρανό, όπου διήγαγε έναν βίο φαινομενικά ανεξάρτητο, έτσι και το θέαμα προβάλλεται σε επίγειους φο ρείς, οι οποίοι όμως είναι εξίσου απομακρυσμένοι από κάθε ανθρώπινη επιρροή, αφού οι άνθρωποι δεν μπορούν σε αυ τούς να αναγνωρίσουν τις δικές τους δημιουργίες. Οι θεαμα τικές εικόνες έχουν πολύ λιγότερη σχέση με τη «θεωρία των μμε» απ' όση με την εγελιανή θεωρία της αλλοτρίωσης. Η έννοια του θεάματος με κανέναν τρόπο δεν συνιστά μια απλή θεωρία περί «χειραγώγησης του νοήματος» ή περί «ψευδούς συνείδησης», που ήταν στη μόδα τη δεκαετία του εξήντα. Το θέαμα είναι κάτι πολύ περισσότερο από κοινότο πη προπαγάνδα που επιδιώκει απλώς να στρεβλώσει την όψη των πραγμάτων. Η αναγωγή του πραγματικού σε εικόνα, ο υποβιβασμός τού είναι στο έχειν και κατόπιν στο φαίνεσθαι (ΚτΘ § 17) είναι οι προφανέστερες όψεις της κοινωνικής τά σης για «αφαίρεση», που αποτελεί τον συγκεκριμένο τρόπο ύπαρξης του θεάματος (ΚτΘ §29). Ο Ντεμπόρ, που οφείλει πολλά στο Ιστορία και Ταξική Σννείδηση του νεαρού Lukacs, στο δεύτερο κεφάλαιο της Κοινωνίας του Θεάματος αναζη τά την καταγωγή της αφαίρεσης στο εμπόρευμα. Διακρίνει σε αυτό -και είναι ο μόνος που το κάνει εκείνη την εποχή και μάλιστα στη Γαλλία την «κυτταρική μορφή» ολόκλη ρης της αστικής κοινωνίας και όχι μόνον της οικονομίας ως ξεχωριστής σφαίρας. Ο Ντεμπόρ απλώς υπαινίσσεται τις συνέπειες αυτής της διαπίστωσης, κάνει ωστόσο ένα σημα ντικό βήμα προς τη σύλληψη της εμπορευματικής μορφής ως «ολικού κοινωνικού φαινομένου».Είναι φανερό ότι το θέαμα δεν είναι μόνον συνέπεια της αφαιρετικής σκέψης, αλλά κυρίως της «πραγματικής» αφαίρεσης, ακόμη κι αν ο Ντεμπόρ δεν αρθρώνει ξεκάθαρα τούτη τη διάκριση. Εδώ έγκειται και η κεντρική του συμφωνία με την κριτική της αξίας. Το εμπόρευμα επαφίεται στην αφηρημένη εργασία και στην αφηρημένη ποσότητα, επομένως η εμπορευματική κοινωνία μπορεί να περιγραφεί ως κοινωνία της αφαίρεσης, όπου μιλούμε για μιαν αφαίρεση εξόχως πραγματική. Το ότι στον κοινό ανθρώπινο νου διαφεύγει πλέον, για παράδειγμα, το πόσο παρανοϊκό είναι το γεγονός ότι ο καθαρός αέρας έχει «λιγότερη αξία» από τις απώλειες που θα επέφερε στην αυτοκινητοβιομηχανία ο περιορισμός της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, είναι μάλλον θέμα συνήθειας, μιας συνήθει ας πολύ μακράς. Πριν προβούμε καν σε κρίσεις ηθικές, η παράνοια έγκειται εδώ στο ότι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, η υγεία του καθένα από τη μια και τα συμφέρο ντα της βιομηχανίας από την άλλη, μετριούνται με το ίδιο αφηρημένο ποσοτικό μέτρο, το χρήμα. Δεν πρόκειται λοι πόν για «στρεβλή εικόνα» της πραγματικότητας στα μυαλά των ανθρώπων, πρόκειται για μια στρεβλή πραγματικότητα, στην οποία οι αφαιρέσεις (για παράδειγμα, η μετατροπή της αφηρημένης εργασίας σε αξία και κατόπιν σε χρήμα) γίνο νται υλική πραγματικότητα, όσο δύσκολο και να είναι για έναν θετικιστικό νου να συλλάβει ότι κάτι μπορεί να είναι ταυτόχρονα και πραγματικότητα και αφαίρεση. Η αφαίρεση δεν είναι καμιά κακιά συνήθεια της σκέψης που μπορεί κανείς να θεραπεύσει απλώς και μόνον αντικαθιστώντας τις ψευδείς ιδέες με ορθές. Ούτε αρκεί να αλλάξει κανείς τις συνθήκες που παράγουν τις ψευδείς ιδέες.Το ζήτημα είναι το εξής: Πρέπει να ξεπεραστεί ιστορικά η πραγματική καθυ-πόταξη στην αφηρημένη μορφή του συγκεκριμένου περιεχο μένου. Η τυραννία των εικόνων δεν είναι παρά η υψηλότερη έκφραση αυτής της αφαίρεσης, όπως ακριβώς η τεχνολογία ή η επιστήμη καθορίζονται από την εικόνα της κοινωνικο ποίησης μέσω της λογικής τής υπεραξίας. Το θέαμα είναι επομένως η διαδικασία κατά την οποία οι εικόνες ενοποι ούνται για να σχηματίσουν ένα νέο όλον. Το νέο αυτό όλον παραπέμπει, φαινομενικά έστω, στη συνοχή της ολότητας που από καιρό έχει χάσει η πραγματικότητα. Και αφού το εμπόρευμα τα έχει μετατρέψει όλα σε σκέτη ποσότητα, η ποιότητα υφίσταται πλέον μόνον ως εικόνα προς τέρψη και θαυμασμό των θεατών. Αν λοιπόν το θέαμα για τον Ντεμπόρ επ' ουδενί λόγω δεν ανάγεται σε κάποια υποτιθέμενη εμμενή λογική της εικόνας, τότε και η «πολιτική» δεν μπορεί να νοηθεί ως ο δήθεν θετι κός εκείνος πόλος, ο πόλος της συνειδητής παρέμβασης που θα ήταν σε θέση να ρυθμίσει και να περιορίσει τον αρνητι κό, δηλαδή την επικράτεια της αυτονομημένης οικονομίας που φανερώνεται με τη μορφή του θεάματος. Διαβάζοντας τα καταστασιακά κείμενα της δεκαετίας του εξήντα, τότε που οι ιδεολογίες και τα πολιτικά πάθη βρίσκονταν στο απο κορύφωμα τους, μας κάνει εντύπωση κυρίως το ότι οι κα-ταστασιακοί απέφευγαν επιμελώς να αποκαλούν τη δράση τους «πολιτική». Συχνά μάλιστα διακήρυτταν την αντίθε ση τους προς την «παλιά εξειδικευμένη πολιτική» και την «πολιτική με την παραδοσιακή έννοια». ΣτηνΚοινωνία του Θεάματος, ο Ντεμπόρ πιστεύει ότι προαναγγέλλει ένα νέο επαναστατικό κίνημα που έγκειται στην «άρνηση της παλιάς εξειδικευμένης πολιτικής, της τέχνης και της καθημερινής ζωής» (ΚτΘ §115). Το 1964 έγραφαν στο περιοδικό IS: «Ο όρος "πολιτικό κίνημα" σημαίνει σήμερα την εξειδικευμέ νη δραστηριότητα των αρχηγών ομάδων ή κομμάτων που αντλούν από την οργανωμένη παθητικότητα των μελών τους την κατασταλτική δύναμη της μελλοντικής τους εξουσίας. Η Καταστασιακή Διεθνής δεν θέλει να έχει καμιά σχέση με οποιαδήποτε μορφή ιεραρχικής εξουσίας. Συνεπώς η Κ. Δ. δεν είναι ούτε πολιτικό κίνημα ούτε ομάδα κοινωνιολογικής μελέτης της πολιτικής μυστικοποίησης». Θέλει αντίθετα να συμβάλλει στη δημιουργία ενός νέου προλεταριακού κινή ματος χειραφέτησης: «Έχοντας άξονα της τον αυθορμητι σμό των μαζών, μια τέτοια δραστηριότητα δεν μπορεί να είναι παρά πολιτική - εκτός κι αν αποκλείει από τη δράση εκείνους που δρουν». Στην ερώτηση: «Συμμετέχετε στην πολιτική;» οι καταστασιακοί απαντούν: «Ναι, αλλά σε μία και μόνον πολιτική: μαζί με διάφορες άλλες δυνάμεις στον κόσμο εργαζόμαστε για τη θεωρητική και πρακτική σύνδεση και οργάνωση ενός καινούργιου επαναστατικού κινήματος» ώστε να «προχωρήσουμε πέρα από τις αποτυχίες της παλι άς εξειδικευμένης πολιτικής». Ήθελαν να δημιουργήσουν «καινούργιες μορφές δράσης ενάντια στην πολιτική και την τέχνη» και να «υπερβούν τη φιλοσοφία». Από την αρχή μάς θύμιζαν ότι ο στόχος των επαναστατών δεν είναι άλλος από την «υπέρβαση της πολιτικής, όπου η διακυβέρνηση των ανθρώπων θα δώσει τη θέση της στη διαχείριση των πραγμάτων». Μια τέτοια άρνηση της «πολιτικής» δεν σημαίνει βέβαια και αποκήρυξη της δράσης ή της «πράξης», ούτε πρέπει να εννοηθεί με την έννοια του παραδοσιακού αναρχοσυνδικα-λισμού, που εντάσσει κάθε πολιτική δράση στο πλαίσιο του συγκεκριμένου συνδικαλιστικού αγώνα. Η πολιτική, στο βαθμό που αποτελεί δραστηριότητα διαχωρισμένη από τα υπόλοιπα πεδία της κοινωνικής ζωής και της καθημερινότη τας και τάση να παρακολουθεί κανείς τις πράξεις των άλλων αντί να αναλαμβάνει δράση ο ίδιος, αποτελεί για τους καταστασιακούς αποξενωτική δραστηριότητα, όπως και η τέχνη. Αργότερα, στη δεκαετία του 1970, η κριτική αυτή από τους καταστασιακούς της πολιτικής ως θεάματος είχε μεγά λη απήχηση στα κοινωνικά κινήματα που ενδιαφέρονταν για το μετασχηματισμό, στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνι σμού, όψεων της ζωής που ως τότε θεωρούνταν «ουδέτερες» ή «ιδιωτικές» (η κατοικία, οι μεταφορές, το περιβάλλον, οι οικογενειακές δομές κ.ο.κ.). Ακολούθησε μια πιο εξημερω μένη μορφή τους τη δεκαετία του 1980, με τα «εναλλακτι κά» κινήματα, την οικολογία κ.λπ. Τη δεκαετία του 1960, οι καταστασιακοί αντιλαμβάνο νταν το «τέλος της πολιτικής» ως την ενεργή άρνηση της πολιτικής, ως την επιθυμούμενη κατάργηση της μέσω κά ποιας εξωτερικής επαναστατικής παρέμβασης. Λίγα χρόνια μετά ωστόσο (ή μάλλον ακριβώς μετά το 1968), άρχισε η διαδικασία της αυτοκαταστροφής της πολιτικής. Νέα ρεύμα τα κοινωνικής κριτικής διατύπωσαν κριτικές ενάντια στην πολιτική με όρους πολύ πιο λεπτομερείς απ' όσο θα προ­σπαθήσουμε να συνοψίσουμε εδώ. Όπως ακριβώς οι κατα στασιακοί ισχυρίζονταν ότι ήταν αδύνατον να καταστρέψει κανείς την τέχνη, αφού η τέχνη ήταν ήδη κατεστραμμένη (και επομένως είχε περάσει σε μια ανώτερη μορφή), έτσι μπορεί κανείς να πει σήμερα ότι και η πολιτική είναι ήδη κα τεστραμμένη. Το γεγονός ότι οι διάφορες βασικές κριτικές της εμπορευματικής κοινωνίας στοχεύουν σε μια κριτική της πολιτικής, δείχνει άλλωστε ότι οι θεωρήσεις αυτές είναι μοι ραίο να συναντηθούν μεταξύ τους, ακόμη κι αν έχουν εμφα νιστεί σε διαφορετικές εποχές και περιστάσεις και εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες. Την ίδια στιγμή, η κριτική της πολιτικής αποτελεί συνειδητή παρέκκλιση από τις μορφές παρέμβασης που αρκούνται να προτείνουν μικρές ή μεγαλύ τερες βελτιώσεις του υπάρχοντος κόσμου. Η πολιτική δεν είναι βέβαια κάποιο μέσο ιστορικά ου δέτερο, δεν είναι μορφή που συναντάται σε κάθε κοινωνία και μπορεί κάθε φορά να "γεμίσει" με οποιοδήποτε περιεχό μενο. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε σήμερα ως «πολιτική» είναι η συγκεκριμένη μορφή με την οποία συγκροτούνται και ρυθμίζονται, στους κόλπους μιας κοινωνίας της αγοράς, σχέσεις των υποκειμένων της αγοράς. Πρόκειται για μορλογικό που το τηλεγενές χαμόγελο ενός πολιτικού μετράει περισσότερο από τις (ούτως ή άλλως απραγματοποίητες) υποσχέσεις του; Η συνεχής υπαναχώρηση της πολιτικής μπρος στις δυνά μεις που είναι αλυσοδεμένες στο άρμα της διεθνούς αγοράς και η επιταχυνόμενη αυτοκαταστροφή της κοινωνίας καθι στούν φυσικά τελείως ανώφελο και αφελές το μείγμα μορα-λισμού και κεϋνσιανισμού που προτείνουν τα απομεινάρια της Αριστεράς. Η Αριστερά, ο άτακτος δίδυμος του νεοφι λελευθερισμού, είτε μιλούμε για τη μετριοπαθή είτε για τη «ριζοσπαστική» Αριστερά, συνεχίζει να προτείνει, μέσω της πολιτικής πάντοτε, κανόνες για την εμπορευματική κοινω νία, την οποία ούτε ποτέ κατανόησε ούτε ποτέ πολέμησε στην ολότητα της. Αυτή η Αριστερά θεωρεί την απόσυρση του Κράτους από πολλούς τομείς της κοινωνικής αναπαρα γωγής αποτέλεσμα ενός μέγα-Υποκειμένου που ονομάζεται «Κεφάλαιο», το οποίο το συλλαμβάνει ως μια ομάδα ανθρώ πων ικανών να επιβάλλουν τη θέληση τους στην κοινωνία. Δεν αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για αναπόφευκτη συνέ πεια μιας διαδικασίας την οποία η Αριστερά αρνείται να δει κατάματα: Πρόκειται για σύμπτωμα της παγκόσμιας κρίσης του χρήματος και του εμπορεύματος. Αλλά το χρήμα και το εμπόρευμα ποτέ δεν ήταν πρόβλημα για την Αριστερά! Εν τω μεταξύ, ο θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος είναι φαινομενικά πιο «ρεαλιστικός» αφού θέλει να απελευθερώσει τα «αόρατο χέρι» της αγοράς από τις χειρο πέδες της πολιτικής, έχει μικρή διάρκεια ζωής. Η πολιτική μέρα με τη μέρα διαλύεται. Το αποτέλεσμα όμως αυτής της σταδιακής διάλυσης δεν πρέπει να οδηγήσει στην παραίτηση στους αυτοματισμούς της αγοράς, μα στο συνειδητό ξεπέ ρασμα της πολιτικής. Ο στοχασμός σχετικά με την πολιτική οφείλει να γίνει στοχασμός σχετικά με το τέλος της πολιτι κής και της μορφής της ολότητας που γέννησε τη νεωτερική κοινωνία, δηλαδή της μορφής-εμπόρευμα. Το γεγονός ότι η μορφή αυτή αποτελεί για την αστική αντίληψη μιαν a priori μορφή, δηλαδή μια μορφή φυσική και αναμφισβήτητη που δεν μπορεί να συλληφθεί με αποστασιοποιημένο και συνει δητό τρόπο, δεν την εμπόδισε να καθορίσει πλήρως την «πο λιτική» ζωή. Η αμφισβήτηση της πολιτικής ξεκίνησε με τους κα-ταστασιακούς, έστω κι αν ως ένα σημείο συμμετείχαν κι εκείνοι στο υπερπολιτικοποιημένο κλίμα του '68, το οποίο εξήρε, για παράδειγμα, την «αυτοδιεύθυνση» και τα «εργα τικά συμβούλια». Η θεματική αυτή συχνά φάνηκε να εμπε ριέχει ψευδαισθήσεις, αφού, όσο υπάρχει εμπορευματική οικονομία και χρήμα, ακόμη και μια ριζοσπαστική μορφή αυτοδιεύθυνσης και αυτοδιαχείρισης, έστω και απαλλαγ μένη από κάθε γραφειοκρατική παραμόρφωση, είναι κατα δικασμένη να υπακούει στη λογική στην οποία υπόκεινται όλα τα υποκείμενα της αγοράς. Αναπόσπαστο στοιχείο της αυτοσυνείδησης του αστού είναι άλλωστε η πεποίθηση ότι είναι «ελεύθερος» και ότι μπορεί να συλλαμβάνει αφηρη μένα και αποστασιοποιημένα όλους τους περιορισμούς του φετιχισμού του εμπορεύματος που του επιβάλλει η κοινω νία, περιορισμούς που έχουν δημιουργηθεί χωρίς τη γνώση ή τη θέληση του. Η αξία και το χρήμα, η υλική έκφραση της αξίας, είναι a priori μορφές και υπάρχουν πέρα από κάθε συ νειδητή επιθυμία και ανάγκη των υποκειμένων. Έτσι, η επι θυμία εμφανίζεται κι αυτή με μια μορφή προκαθορισμένη, π.χ. ως ανάγκη για χρήμα ή για πολιτική εξουσία. Η μεγαλύ τερη πολιτική ελευθερία, η πιο ριζοσπαστική «δημοκρατία» είναι κενές νοήματος, αφού δεν μπορούν παρά να ακολου θήσουν και να ολοκληρώσουν την τυφλή πορεία των κανό νων της οικονομίας. Οι κανόνες αυτοί, ας το ξαναπούμε, δεν είναι αποτέλεσμα απαράγραπτων αναγκαιοτητών που δήθεν δημιουργεί η «οργανική συνδιαλλαγή του ανθρώπου με τη φύση». Προκύπτουν, αντίθετα, από τη συγκεκριμένη παρα μόρφωση που επιβάλλει η μορφή της αξίας στις παραγωγι κές δυνάμεις. Ποτέ δεν ήταν δυνατόν να ανατραπούν δομικά οι συνέπειες της αφηρημένης εργασίας και του χρήματος με μετρά «πολιτικά». Οι προσπάθειες που έχουν γίνει σ' αυτήν την κατεύθυνση οδήγησαν με τα χρόνια σε κάποιες διορθω τικές παρεμβάσεις, παρωχημένες πλέον, όπου μια μάζα που ακόμη πιστεύει στην αξία, στο γενικό ισοδύναμο, επιτρέπει ορισμένα μεταρρυθμιστικά μέτρα αναδιανομής του πλούτου εάν η κοινωνία ήταν σε θέση να θεσμοθετεί τους δικούς της κανόνες στη δική της οικονομία, αντί να δέχεται να της επιβάλλονται έτοιμοι κανόνες από αλλού, δεν θα επρόκειτο πια για κοινωνία φετιχιστική. Όσο όμως η οικονομία του εμπορεύματος απεκδύεται την επιθυμία του υποκειμένου, βρίσκεται έξω από το πεδίο της πολιτικής την οποία θέλει να ενδυθεί αυτή η επιθυμία. Οι καταστασιακοί, προτείνοντας την κατάργηση του χρήματος, της ανταλλακτικής αξίας, του Κράτους και του εμπορεύματος, αντί να διεκδικήσουν «πο λιτικές» μεταρρυθμίσεις, έδειξαν το δρόμο προς τη μοναδι κή ρεαλιστική δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής. Το 1967 ο Ντεμπόρ διέκρινε δύο μορφές του θεαματικού: αφενός το «συγκεντρωμένο ή συγκεντρωτικό θέα μα» των ολοκληρωτικών καθεστώτων (όπως ο σταλινισμός, ο φασισμός, οι στρατιωτικές δικτατορίες στις «υπό ανάπτυ-ξιν» χώρες), όπου κανείς είναι αναγκασμένος να ταυτιστεί με μια ιδεολογία επιβεβλημένη με αστυνομικό τρόπο" και αφετέρου το «διάχυτο» θέαμα των δυτικών κοινωνιών, που βασίζεται στην επιλογή απέραντης ποικιλίας εμπορευμάτων στην οποία υποτίθεται ότι το άτομο βρίσκει την ευτυχία. ΣταΣχόλια στην Κοινωνία του Θεάματος (1988), ο Ντεμπόρ παρατηρεί ότι αργότερα διαμορφώνεται κι επιβάλλεται ένας συνδυασμός των δύο τύπων του θεαματικού, το «ενσωματω μένο» θέαμα. Αυτό εγκαθιδρύεται κυρίως στη γενικευμένη νίκη του διάχυτου θεάματος, χωρίς όμως να απορρίπτει τη συμβολή αυταρχικών και χειραγωγικών τεχνικών τις οποίες είχε αναπτύξει το «συγκεντρωμένο θέαμα». Το ενσωματω μένο θέαμα είναι πιο ολοκληρωμένο από τα προηγούμενα συστήματα, αφού διαπερνά ολόκληρη την κοινωνία, την προσαρμόζει στις δικές του ανάγκες και καταστρέφει και τα τελευταία υπολείμματα αυτόνομης πραγματικότητας, από τον συνδικαλισμό και τα περιοδικά μέχρι τις πόλεις και τα βιβλία. Τα άτομα, απομονωμένα και χωρίς ανεξάρτητη πρόσβαση στον κόσμο, μπορούν να πεισθούν για οτιδήποτε, αφού ούτως ή άλλως δεν υπάρχει πια δυνατότητα επαλήθευ σης. Επειδή δεν έχει πια εχθρούς να φοβηθεί, το ενσωμα τωμένο θέαμα έχει την άνεση να αποφύγει τις πολύ οξείες μεθόδους καταστολής και φορά προσωπείο δημοκρατικό. Ενώ όμως, σύμφωνα πάντοτε με τον Ντεμπόρ, η ελευθερία στις προθεαματικές εποχές αντιστοιχούσε εν μέρει σ' αυτό που η κλασική αστική δημοκρατία διατεινόταν ότι είναι, η θεαματική δημοκρατία αποτελεί τον πιο προηγμένο ολοκλη ρωτισμό. Πρόκειται για «μια κοινωνία πολύ πρόσφορη να κυβερνηθεί" απόδειξη ότι όλοι εκείνοι που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν, αυτήν θέλουν να κυβερνήσουν, με αυτές τις μεθόδους». Προς το τέλος των Σχολίων, λέει ο Ντεμπόρ: «Συμπεραίνουμε ότι επίκειται αναπόφευκτα μια αλλαγή φρουράς στη δοτή κάστα που διαχειρίζεται την κυριαρχία και που κυρίως διευθύνει την προστασία αυτής της κυριαρχίας». Ξαναδιαβάζοντας αυτές τις γραμμές που γράφτηκαν το 1988, πώς να μην μας έρθουν στο μυαλό οι ξαφνικές με ταστροφές προς τη δημοκρατία ορισμένων τριτοκοσμικών χωρών, κυρίως στη Λατινική Αμερική, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, αλλά ακόμη περισσότερο, μετά το 1989, χωρών της ανατολικής Ευρώπης ή της Αφρικής; Σε καμία σχεδόν περίπτωση δεν μπορούμε να ανάγουμε την εξαφάνιση μιας ανοιχτής δικτατορίας σε μια πραγματική πί εση «από τα κάτω». Η θεαματική δημοκρατία πραγματοποιείται όταν οι αρι στεροί διανοούμενοι είναι ελεύθεροι να συζητούν τον Μαρξ στα έντυπα τους ή στην τηλεόραση και οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να ψηφίζουν και αριστερό πρόεδρο -ο οποίος, βέ βαια, αν εκλεγεί, θα είναι υποχρεωμένος να προσαρμόσει τη χώρα σε μια διεθνή αγορά σε ελεύθερη πτώση-23 ενώ άλλοι πολίτες, που έχουν την ατυχία να ζουν στους δρόμους ή στα άγρια δάση της ελεύθερης αγοράς, γίνονται αντικείμενο με ταχείρισης που παραπέμπει σε πολύ λιγότερο "δημοκρατι κούς" καιρούς. Σήμερα, η πολιτική ελευθερία μπορεί άνετα να συνδυαστεί με την πιο φρικαλέα κοινωνική καταστολή. Στη Λατινική Αμερική καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι η φα νερή πολιτική εξουσία είναι δυστυχώς ένα άχρηστο πτώμα που δεν μπορεί να απαιτήσει την υπακοή που μπορεί να απαιτήσει μια τράπεζα ή μια αστυνομική διεύθυνση - επο μένως καταλαβαίνουν και πόσο άχρηστη είναι η κατάληψη αυτής της εξουσίας! Καταλαβαίνουν γιατί τα πραξικοπή ματα αλλοτινών καιρών, με τα τανκς να περικυκλώνουν τα προεδρικά μέγαρα, δεν είναι πια στη μόδα. Δεν είναι τυχαίο που όλες οι νεωτερικές κοινωνίες, αντί θετα με ό,τι έκανε ο ναζισμός, διαλαλούν παντού ότι είναι δημοκρατικές. Ούτε καν ο στρατηγός Πινοσέτ δεν ήθελε να καταργήσει τη δημοκρατία, ήθελε μόνον «πού και πού να τη βουτά στο αίμα». Είτε μιλούμε για τη Βόρεια Κορέα είτε για τους οπλαρχηγούς των αφρικανικών πολέμων, για την αμερικανική κυβέρνηση ή για τον Σαντάμ Χουσεΐν, κανείς δεν παραλείπει να αναφέρει ότι πολεμά στο όνομα της «δη μοκρατίας». Το σίγουρο είναι ότι ο αγώνας ενάντια στη θεαματική δη μοκρατία δεν μπορεί πια να διεξάγεται στο όνομα του αγώνα για την «αληθινή δημοκρατία». Όταν η Αριστερά περιορίζει το πολιτικό της πρόγραμμα στο σύνθημα του «εκδημοκρατι σμού» και των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» -συχνά μάλι στα με τη δικαιολογία ότι σε ορισμένες χώρες κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μεγάλη πρόοδο σε σχέση με τις προηγούμενες μορφές κυριαρχίας-, επιβεβαιώνει απλώς την ετοιμότητα της να πέσει σε όλες τις παγίδες και να προσφέρει τον εαυτό της ως εναλλακτική γαρνιτούρα της διαχείρισης του εμπο ρευματικού συστήματος. Το τέλος της πολιτικής πηγαίνει χέρι με χέρι με το τέλος αυτού που συνήθως αποκαλούμε «δημοκρατία». Τα αντικαπιταλιστικά και επαναστατικά κι νήματα συχνά συνειδητοποίησαν ότι είναι ασύμβατοι μετα ξύ τους ο καπιταλισμός και η δημοκρατία, και είδαν, σε κάθε πρόοδο της ελευθερίας και της ισότητας, σε κάθε εκχώρηση «δικαιωμάτων» σε νέα τμήματα του πληθυσμού, μια κατά κτηση που έπρεπε κανείς να υπερασπιστεί με νύχια και με δόντια ενάντια σε συνεχείς απειλές. Ο ίδιος ο Μαρξ πίστε ψε κάποια στιγμή ότι ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να επιβιώσει μετά την καθιέρωση της καθολικής ψήφου. Μέσα όμως από τέτοιους αγώνες, τα δημοκρατικά κινήματα -εν νοούμε, φυσικά, τα ριζοσπαστικά τους κομμάτια- βοήθησαν κάπως τον νεότερο καπιταλισμό να ξεπεράσει τα προ-αστικά και φεουδαρχικά του κατάλοιπα που στηρίζονταν στις πα γιωμένες κοινωνικές διαφορές. Το εργατικό κίνημα και οι υπόλοιπες δυνάμεις που αγωνίστηκαν με αίτημα τον εκδη μοκρατισμό εξαπέλυσαν επίθεση σε εκείνους που αντιπρο σώπευαν το καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι όμως έχουν άθελα τους ωθήσει το σύστημα να λάβει την πιο εκσυγχρονισμένη του μορφή, εκείνη δηλαδή που προβλέπει μιαν αφηρημένη ισότητα και μιαν αφηρημένη ελευθερία για όλα τα υποκείμε να της αγοράς. Η θεαματική δημοκρατία είναι συνέπεια της μόνης δυνατής δημοκρατίας στην εμπορευματική κοινωνία: της δημοκρατίας των ελεύθερων και ίσων αγοραστών και πωλητών εμπορευμάτων. Όσο η κοινωνία θα κυβερνάται από τους τυφλούς νόμους μιας αυτονομημένης οικονομίας, κάθε μορφή «πολιτικής» διαχείρισης της κοινωνίας θα είναι αναγκασμένη να εκτελεί την εντολή που θα επιβάλλει κάθε φορά η εμπορευματική ανάπτυξη. Η δημοκρατία με μια τε λείως διαφορετική έννοια, νοούμενη δηλαδή ως η κοινωνία που ορίζει συνειδητά την ιστορία της και κατευθύνει όλες τις δημιουργικές της δραστηριότητες (οικονομία, πολιτική, επι στήμη) προς την κοινότητα που αποφασίζει γι' αυτές (αντί να κυβερνάται από αυτές), δεν είναι εφικτή παρά μόνον με το ξεπέρασμα της καθυπόταξης της ανθρώπινης δραστηριό τητας στην εμπορευματική μορφή. Αν το τέλος της πολιτικής δεν κατακτηθεί με συνειδητό τρόπο ως καθήκον που πρέπει να εκτελεστεί και ως ευκαιρία απελευθέρωσης από τον φετιχισμό, τότε πολύ φοβούμαστε ότι θα αντικατασταθεί από μορφές πολύ χειρότερες: από μια νέα βαρβαρότητα, μιαν «οικονομία της λεηλασίας» ως το τελευταίο στάδιο της «ελεύθερης αγοράς». Η λογική κατά ληξη της κοινωνίας της αγοράς είναι η αποσύνθεση μέχρις εσχάτων, μέχρι τον πόλεμο των συμμοριών, είναι η μαφία και ο βίαιος έλεγχος των τελευταίων διαθέσιμων αγαθών και πόρων, Στο τέρμα της εξελικτικής του πορείας, το Κράτος τείνει να μεταμορφώνεται πάλι σε αυτό που ήταν στην αρχή: μια ένοπλη συμμορία. Τα παραδείγματα πολλαπλασιάζονται καθημερινά . Είναι αναγκαίο λοιπόν να συναντηθούν ξανά τα θεω ρητικά και πρακτικά ρεύματα της ριζοσπαστικής κριτικής, που ακόμη δεν είναι βέβαια και τόσο πολλά. «Ρεαλιστική» είναι μόνον η ριζοσπαστική κριτική, αφού αν θέλει κανείς να καταργήσει τη θεαματική-εμπορευματική κοινωνία δεν μπορεί πια να τη μεταρρυθμίσει. Η δυσαρέσκεια, που φου ντώνει καθημερινά μπρος στην παράνοια της αυτονομημέ νης οικονομίας και τις οικολογικές καταστροφές, κινδυνεύει να αφομοιωθεί από δυνάμεις που ενδιαφέρονται μόνο να την αποδυναμώσουν. Οι διάφορες εκκλησίες καραδοκούν, καθε μιά έχει κι από ένα γιατροσόφι να προτείνει. Στη νέα ριζοσπαστική κριτική της κοινωνίας σημαντική θέση θα κατέχει μια θεματική την οποία οι καταστασιακοί είχαν προτάξει από νωρίς: η «επανάσταση της καθημερι νής ζωής». Η καθημερινή ζωή είναι το πεδίο εκείνο όπου η αλλοτρίωση και ο φετιχισμός αποκαλύπτονται ως αυτό που πραγματικά είναι, και όπου η αλλοτρίωση και ο φετιχισμός τελικά θα επιστρέψουν. Η καθημερινότητα είναι στην ουσία η κοινωνική εκείνη δραστηριότητα την οποία η εμπορευμα τική αξία «αφαιρεί», με την έννοια ότι την καθιστά αφηρη μένη. Η λογική της αξίας διήρεσε σε σφαίρες, που ολοένα και απομακρύνονται η μία από την άλλη, το αρχικά ενιαίο σύνολο της καθημερινής ζωής. Στο καθεστώς αυτό της πρω ταρχικής ενότητας, η εργασία και η σχόλη, το καλλιτεχνι κό και το χρηστικό, το δημόσιο και το ιδιωτικό, οι υλικές σχέσεις και οι κοινωνικοί δεσμοί, η σκέψη και η δράση, ο σχεδιασμός και η εκτέλεση δεν ήταν διαχωρισμένα το ένα από το άλλο. Παράδειγμα τούτης της «ολικής κοινωνικής μορφής» της καθημερινής ζωής είναι το διάσημο πότλατς. Στην Κοινωνία τον Θεάματος ο Ντεμπόρ εξηγεί ότι στους κόλπους της προκαπιταλιστικής κοινωνίας οι άρχοντες κατα νάλωναν το «υλικό απόθεμα» της κοινωνίας με τα ιστορικά τους κατορθώματα, τα οποία ωστόσο αφορούσαν μόνον επι φανειακά την κοινωνία. Τα υπόλοιπα άτομα παρέμεναν σε μια κατάσταση καθαρά κυκλική, όσο η υλική παραγωγή δι ατηρούσε έναν χαρακτήρα μη σωρευτικό. Με την εξάπλωση της εμπορευματικής παραγωγής, η κοινωνική βάση (δηλαδή ολόκληρος ο πληθυσμός, ο οποίος ως τότε επηρεαζόταν από μια κυκλική παραγωγή) παρασύρθηκε στον γραμμικό χρόνο, στον τόπο δηλαδή των ποιοτικών και μοναδικών γεγονότων, στην αυθεντική ανθρώπινη διάσταση. Την ίδια στιγμή όμως, με την εμπορευματική μορφή, η δυνατότητα της εξάπλωσης του ποιοτικού χρόνου παραμένει υποταγμένη στους νόμους της παραγωγής της αξίας, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται παρά μόνον για την ποσοτική αύξηση της αξίας. Έτσι, η εμπορευ ματική κοινωνία δημιουργεί μεν τη δυνατότητα μιας συνει-ητ« βιωμένης ιστορίας, αμέσως όμως την αρνείται και την αταργεί. Σε μια απελευθερωμένη κοινωνία, θα ζούμε και θα πραγματοποιούμε κάθε μέρα τις ανθρώπινες δημιουργίες που τώρα βρίσκονται, διαχωρισμένες από τα άτομα, στις φε τιχιστικές μορφές της πολιτικής, της θρησκείας, της τέχνης ή της ιδεολογίας, αλλά και στις φετιχιστικές μορφές του πε ριπετειώδους ταξιδιού, του ροκ τραγουδιστή, του γρήγορου αυτοκινήτου. Η απελευθερωμένη καθημερινή ζωή θα είναι λοιπόν αντιστρόφως ανάλογη προς τον φετιχισμό. Είναι φανερό ότι σήμερα πρέπει να αναλύσουμε τις αλλα γές που υπέστη η καθημερινή ζωή τις τελευταίες δεκαετίες. Η μονοτονία της και η απόλυτη καθυπόταξή της στις απαι τήσεις του εμπορεύματος δεν έχουν αλλάξει. Η καθημερινή ζωή παραμένει το κύριο πεδίο όπου εκτυλίσσεται η διαδικα σία της οριστικής αναδόμησης μιας κοινωνίας που κυβερ νάται από το εμπόρευμα, η διαδικασία που καθιστά τούτη την κοινωνία «αποικιοκρατούμενο τομέα». Από την άλλη όμως, ακόμη και σήμερα, η κριτική της καθημερινής ζωής δεν σημαίνει μόνο κριτική εναντίον της καθημερινής ζωής. Σημαίνει και κριτική που ασκεί η ίδια η καθημερινή ζωή, αφού η καθημερινή ζωή είναι ταυτόχρονα και το πεδίο όπου αίρονται οι θεαματικές περισπάσεις και οι συμβιβασμοί και αποκαλύπτεται ο ψευδαισθησιακός τους χαρακτήρας. Ένα κύημα που προσβλέπει στην κατάργηση της κοινω νίας του εμπορεύματος δεν μπορεί να περάσει κατευθείαν σ' ένα πρόγραμμα θετικό. Η αίσθηση ότι παρασυρόμαστε σε μια πορεία προς την άβυσσο δεν οδηγεί απαραίτητα σε μια προοπτική μετασχηματισμού του συστήματος. Η αντίδραση μπορεί να συνίσταται στο «ο θάνατος σου η ζωή μου» -αυτή υπήρξε ως τώρα τουλάχιστον η πιο συνηθισμένη αντίδρα ση- ή ακόμη σε μια «στράτευση» ψυχρή και ηθικολογική, η οποία στο κάτω-κάτω της γραφής κάθε άλλο παρά ξεπερ νά τη θεαματική λογική: «Μας τα 'παν κι άλλοι» (πράσι νοι βουλευτές, αντάρτες στον Τρίτο Κόσμο, ανθρωπιστικές οργανώσεις, μελετητές της κριτικής θεωρίας, ριζοσπάστεςστοχαστές...)- Μια καθημερινή ζωή απαλλαγμένη από κάθε φετιχισμό, που δεν προβάλλει τις πραγματικές της δυνατό τητες έξω από το ίδιο της το πεδίο: Ιδού ένας στόχος ικανός να διατηρήσει τον ενθουσιασμό και το πάθος, χωρίς τα οποία καμία συνειδητή ιστορική χειρονομία δεν πραγματοποιήθη κε ποτέ. Η δυνατότητα όλων μέρα με τη μέρα να δημιουρ γούν τη δική τους ιστορία: Αυτό είναι το σημείο συνάντησης των διάφορων κριτικών προσεγγίσεων του θεάματος και της εμπορευματικής κοινωνίας, το σημείο ξεπεράσματος όλων των διαχωρισμών. «Το επαναστατικό προλεταριάτο πρέπει να απαρνηθεί οτιδήποτε ξεπερνά την καθημερινή ζωή, ή μάλλον οτιδήποτε προφασίζεται πως την ξεπερνά: το θέαμα, την "ιστορική" χειρονομία, τις "ιστορικές" φράσεις, το "με γαλείο" των ηγετών, το μυστήριο των εξειδικεύσεων, την ''αθανασία" της τέχνης και του νοήματος της που ορίζεται εξωτερικά προς τη ζωή», δήλωνε ο Ντεμπόρ το 1961. Με τη διαφορά όμως ότι δεν καταδικάζει, μ' ένα πνεύμα μοντέρνας ή μεταμοντέρνας ηττοπάθειας, το «μεγαλείο» ή τις «ιστορι κές χειρονομίες» καθεαυτά, ούτε και τα υποτιμά. Αντίθετα, θέλει να τα πραγματοποιήσει εντός της καθημερινότητας. Ο Ντεμπόρ δίνει ένα -σπάνιο και εκκεντρικό έστω- παράδειγ μα με τη ζωή του. Με το δίκιο του λοιπόν έλεγε: «Όλες οι ιδέες είναι κενές όταν το μεγαλείο παύει να βρίσκεται στην καθημερινή ζωή»