
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΑΡΑΚΛΑ
Διαβάζεις Καρτέσιο, γίνεσαι καρτεσιανός: Το μόνο πράγμα στον κόσμο για το οποίο δεν μπορώ να αμφιβάλω ότι υπάρχει είμαι εγώ, θα πιστέψω ξανά στον κόσμο αν υπάρχει ένας εγγυητής που να βρω μέσα μου λόγους για να πιστέψω ότι υπάρχει. Διαβάζεις Σπινόζα; Σπινοζικός: Ό,τι υπάρχει είναι ο θεός. Διαβάζεις Χομπς, τα ίδια: Yπάρχουν ύλη και συμβάσεις, και γνωρίζω με ακρίβεια τις δεύτερες. Τα ίδια με τον Λοκ: Γνωρίζω εικόνες που μου έρχονται από τα πράγματα. Με τον Λάιμπνιτς: Το κατηγόρημα ανήκει σε αυτό για το οποίο λέγεται και μπορεί να αφορά τα πάντα, άρα ο κόσμος είναι όλος μέσα στο κάθε ον. Με τον Χιουμ: Δεν έχω γνώση των πραγμάτων αλλά του πώς μου εντυπώνονται, των συνειρμών μου. Ώς κι ο Μπέρκλεϋ πείθει: Γνωρίζω μόνο εικόνες των πραγμάτων, ίσως υπάρχουν λοιπόν μόνο αυτές. Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί διαφωνούν μεταξύ τους.
Η λύση του Καντ: Μη λες τι υπάρχει έτσι γενικά, αν υπάρχει θεός, αν αυτός είναι τα πάντα, αν υπάρχει ύλη, υποκείμενα με κατηγορήματα, πράγματα που μας στέλνουν εικόνες. Μάθε πρώτα τις προϋποθέσεις του ότι έχεις εικόνες, ότι πιστεύεις στον θεό, στην ύλη, κ.λπ., του ότι θέτεις ερωτήσεις σαν αυτές. Αυτό σε βγάζει από την αμηχανία. Σου δίνει πάλι τη δυνατότητα να πεις τι υπάρχει, αλλά όχι έτσι γενικά: Ξέρω μόνο ότι υπάρχουν όσα είναι τέτοιες προϋποθέσεις. Αφού γνωρίζω, προϋποτίθεται ότι υπάρχω εγώ, τα φαινόμενα, και οι έννοιες με τις οποίες τα γνωρίζω.
Αυτό αλλάζει και το ζήτημα της πράξης. Αφού πράττω, προϋποτίθεται ότι είμαι ελεύθερος, ότι μπορώ να μην αναγκασθώ να κάνω κάτι που δεν θέλω, κι ότι υπάρχει ένα είδος εννοιών που δεν με βοηθούν να γνωρίσω την εμπειρία αλλά να παρέμβω μέσα της με την πράξη μου, να αλλάξω το υπάρχον. Όπως γνωρίζω τι υπάρχει βάσει του τι προϋποθέτει η γνώση του τι υπάρχει, γνωρίζω τι πρέπει να πράξω βάσει του τι προϋποθέτει η ελευθερία μου. Με τη μέθοδο αναγωγής στις προϋποθέσεις, γνωρίζω και τι υπάρχει και τι πρέπει να υπάρξει, και το ον και το δέον. Δεν έχω μόνο γνώση του πώς θα τα βρούμε για το τι είναι δίκαιο, έχω γνώση του πώς θα βρούμε τι είναι δίκαιο αυτό καθαυτό.
Έτσι αποκαθίσταται μια πλατωνική θέση, στην οποία μετέχει και ο Αριστοτέλης: Η επίγνωση του αγαθού είναι γνώση, όχι μόνο επίγνωση ενός συμφέροντος. Σε αυτό το σημείο τοποθετείται το πρόγραμμα του Δημητρίου. Αν συγκροτηθεί το πλαίσιο για να γνωσθούν οι έννοιες με τις οποίες πράττουμε κι αλλάζουμε τον κόσμο, λέει, τότε έχουμε έναν αληθή γνώμονα για το τι να πράξουμε, δηλαδή ξέρουμε τι είναι καθαυτό δίκαιο.
Τότε παύει να ισχύει ο ωφελιμισμός. Ο ωφελιμισμός ορίζει το δίκαιο με βάση γνώσεις για τον κόσμο: Το θεωρεί διευθέτηση συμφερόντων, αλλά τα συμφέροντα είναι αντικείμενα της γνώσης του κόσμου ως έχει, όχι έννοιες για να τον αλλάξουμε. Το δίκαιο είναι τότε μόνο το τεχνικά σκόπιμο, δεν αλλάζει τον κόσμο, λαδώνει τα γρανάζια του. Από κει και πέρα, αν παράγονται γενικοί κανόνες, παράγονται με εξισορρόπηση των συμφερόντων, ως συναίνεση. Το τίμημα είναι ότι το δίκαιο παραμένει αόριστο, δεν φτάνει στη συγκεκριμένη πράξη. Αν πάλι στο ίδιο γενικό πλαίσιο ορίζονται ειδικοί κανόνες, δηλαδή αρετές, τότε, αντίστροφα, δεν ορίζονται γενικοί κανόνες, δίκαιο είναι ό,τι θεωρεί δίκαιο μια κοινότητα.
Ενώ αν δίκαιο είναι ό,τι απορρέει από τις προϋποθέσεις της πράξης, τότε ίσως αυτό διαφωνεί με τη γνώση του τι υπάρχει, γιατί το υπάρχον ίσως φανεί αντίθετο με την προϋπόθεση ότι είμαι ελεύθερος (μπορεί να ζω σε ανελεύθερη κοινωνία). Τότε το δίκαιο δεν είναι ούτε ό,τι συμφέρει μια κοινότητα, γιατί οι προϋποθέσεις για να διαμορφώσει τη δική της θέση είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους (μια ανελεύθερη κοινωνία προϋποθέτει ότι οι άνθρωποι διαθέτουν ελευθερία). Τότε η πράξη μπορεί να έχει εγνωσμένα καλό χαρακτήρα. Η αλλαγή που επιφέρει στον κόσμο μπορεί τότε να γίνει προς το καλύτερο.
Για να γίνει αυτό, θα χρειασθούν δύο πράγματα. Οι προϋποθέσεις της πράξης μάς παρέχουν έναν τρόπο δικαιολόγησης των πεποιθήσεων. Η δικαιολόγηση δίνει γνώση του αν αντιστοιχούν σε κάτι αντικειμενικό, κάτι που σε κάνει να διορθώσεις τις πεποιθήσεις σου όσο κι αν δεν σου αρέσει, κάτι για το οποίο όλοι (όχι μόνον οι δυτικοί φιλελεύθεροι αστοί) μπορούμε να συμφωνήσουμε, γιατί στηρίζεται στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουμε τις πεποιθήσεις μας, όσο κι αν διαφωνούν. Μ' αυτή την έννοια, αποκαθίσταται η ταυτότητα γνώσης και δέοντος. Επειδή το δέον δεν είναι ωφελιμιστική εφαρμογή των γνώσεών μας για τον κόσμο, γι' αυτό ακριβώς υπάρχει γνώση του δέοντος.
Αλλά θα χρειαστεί και μια ανάλυση των όρων εφαρμογής του δικαίου, των δίκαιων τρόπων πράξης. Αυτό αποκαθιστά τις αρετές σε νέες βάσεις. Τα δύο είναι αλληλένδετα: Η θεωρία αρχών απαιτεί να ξέρω τους όρους εφαρμογής τους· η θεωρία πράξεως δεν στέκει χωρίς τη δικαιολόγηση των πράξεων από τις αρχές.
Η ωφελιμιστική σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία διαιρείται σε αυτές τις δύο μέριμνες χωρίς να τις ενώνει, οπότε μοιραία απαξιώνει και τις δύο. Επειδή έχει εγκαταλείψει το σχέδιο γνώσης του τι είναι δίκαιο, αναζητεί τη συναίνεση περί δικαίου. Είτε αναζητεί τη συναίνεση εξισορροπώντας τα συμφέροντα, οπότε ορίζει προδιαγραφές για το δίκαιο αλλά όχι ποιες αρετές είναι δίκαιες στην πράξη. Είτε αναζητεί τις αρετές μέσα σε μια κοινότητα, οπότε ξέρει τι είναι δίκαιο αν έχω τις τάδε πεποιθήσεις, όχι τι είναι δίκαιο. Υπάρχει όμως μια αντιωφελιμιστική στάση που αναζητεί το καθαυτό δίκαιο. Αλλά προϋπόθεση για τη γνώση του δεν θεωρεί το ότι είμαι ελεύθερος, αλλά ότι ο ιδιοκτήτηςείναι ελεύθερος. Κι έτσι αποτελεί τη μεγαλύτερη απαξίωση και της έννοιας του δικαίου και των αρετών. Ο Δημητρίου αναλύει και ελέγχει εξαντλητικά τα τρία υποδείγματα, όπως τα εκπροσωπούν σημαντικότατοι πολιτικοί φιλόσοφοι της εποχής μας: ο Ρωλς, οι Σαντέλ και Μακιντάιρ, ο Νόζικ αντίστοιχα.
Αλλά δεν τα απαξιώνει. Αναζητεί στο καθένα τι προσφέρει στη θέση ότι μπορεί να υπάρξει γνώση του δικαίου. Η λύση που προτείνει εξάγεται με κριτικό τρόπο από την εσωτερική ανάγνωσή τους, κρατά μία όψη του καθενός. Στον Ρώλς υπάρχει η αναγωγή στις προϋποθέσεις της πράξης, κι ας καταλήγει να εξισορροπεί συμφέροντα. Στον Μακιντάιρ υπάρχει η κριτική στην αοριστία των αρχών έναντι των αρετών, κι ας καταργεί τις πρώτες χάριν των δεύτερων. Ο Νόζικ αναζητεί τι είναι καθαυτό δίκαιο, κι ας καταργεί την ελευθερία ως προϋπόθεσή του.
Ο Δημητρίου δεν αρκείται σε αποτύπωση θέσεων. Συζητά ενεργά τις τοποθετήσεις, αντιπαρατίθεται, π.χ., με την ιδιοποίηση του Καντ από τη θεωρία δικαιοσύνης, του Λοκ από τον νεοφιλελευθερισμό, κυρίως του Αριστοτέλη από τον κοινοτισμό, που αίρει τον πλατωνικό πυρήνα της αρετολογίας του, το δίκαιο καθαυτό. Και τούτο γιατί το δικό του επιχείρημα καθοδηγεί την επιλογή των υπό μελέτη στοχαστών και την ανάδειξη των φιλοσοφικών τους αναφορών.
Το δικό του εγχείρημα χαρακτηρίζεται από μια εσωτερική συνέπεια, η οποία εκκινεί από την έννοια της μεταθεωρητικής θεμελίωσης που είχε προτείνει στο Θεμελίωση και ανασκευή (Εστία, 2003). Αυτή θα έλεγα ότι αναδιατυπώνει τη γενική θέση του Ψυχοπαίδη. Αυτήν προσπάθησα να καταστήσω εύλογη σε τούτη την παρουσίαση, εντάσσοντάς την στην ιστορία της σκέψης.
*Ο Γιώργος Φαράκλας διδάσκει Πολιτική φιλοσοφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο








