Ζαρατούστρα - Το Τραγούδι Της Μελαγχολίας
1
Όταν ο Ζαρατούστρα είπε αυτά τα λόγια, στεκόταν κοντά στο έμπα της σπηλιάς του. Μα με τις τελευταίες λέξεις, ξέφυγε από τους ξένους του και έτρεξε για λίγη ώρα στον ανοιχτό αέρα.
«Ω αγνές ευωδιές, που με τριγυρίζετε! Φώναξε. Ω μακάρια γαλήνη που με τριγυρίζεις! Μα που είναι άραγε τα ζώα μου; Ελάτε, ελάτε, αετέ μου και όφι μου!
Πείτε μου αλήθεια, ζώα μου: αυτοί οι ανώτεροι άνθρωποι, όλοι τους – δε σας φαίνεται πως σα να μυρίζουν κάπως άσχημα; Ω αγνές ευωδιές, που με τριγυρίζετε! Τώρα μόνο ξέρω και νιώθω πόσο σας αγαπώ, ζώα μου!»
Και ο Ζαρατούστρα είπε άλλη μια φορά: Σας αγαπώ ζώα μου!
Μα ο αετός και ο όφις στριμώχτηκαν κοντά του, όταν είπε αυτά τα λόγια και τον ανάβλεψαν. Έτσι στέκονταν εκεί χάμω εκείνοι οι τρεις, σιωπηλοί και οι τρεις και μυρίζονταν και ρουφούσανε και οι τρεις τον καλό αέρα. Γιατί ο αέρας, εδώ έξω, ήταν καλύτερος παρά όσο κοντά στους ανώτερους ανθρώπους.
2
Μα δε θα είχε αφήσει, καλά-καλά, ακόμα, ο Ζαρατούστρα την σπηλιά του και σηκώθηκε πάνω ο γερο μάγος, κοίταξε πονηρά γύρω του και είπε: «Βγήκε έξω!
Και να που κιόλας, ω ανώτεροι άνθρωποι (επιτρέψτε μου να σας γαργαλίσω με αυτό το επαινετικό και χαιδευτικό όνομα, όπως έκανε και ο ίδιος αυτός), κιόλας με κυριεύει το κακό, αποπλανητικό και μαγικό πνεύμα μου, ο μελαγχολικός διάβολος μου,
που είναι, ίσαμε το μεδούλι του, ένας αντίπαλος αυτού του Ζαρατούστρα, συγχωρέστε του το αυτό! Τώρα δα θέλει να κάνει μπροστά σας το μάγια του, τώρα ακριβώς είναι η ώρα του. Του κάκου αγωνίζομαι με τούτο το κακό πνεύμα.
Απέναντι σε όλους εσάς, όποιοι και αν είναι οι τίτλοι που δίνετε στους εαυτούς σας, είτε αυτό-ονομάζεστε «ελεύθερα πνεύματα», είτε «φιλαλήθεις» είτε «εξιλεωτές του πνεύματος», είτε «αχαλίνωτοι», είτε «οι μεγάλοι επιθυμούντες» απέναντι σε όλους εσάς, που υποφέρετε από την μεγάλη αηδία, όπως εγώ, που πέθανε ο παλιός Θεός σας και που κανένας καινούριος Θεός σας δεν είναι στο λίκνο του και στα σπάργανά του ακόμη – απέναντι σε όλους εσάς διάκειται ευνοικά το κακό πνεύμα μου και ο μάγος μου, ο διάβολος μου.
Σας γνωρίζω, ω ανώτεροι άνθρωποι, γνωρίζω και αυτόν – γνωρίζω και αυτόν τον δυσμενή δαίμονα, που χωρίς να θέλω αγαπώ, τον Ζαρατούστρα εννοώ: ο ίδιος αυτός μου φαίνεται πάρα πολύ συχνά σαν ένας ωραίος βρυκόλακας αγίου.
- σαν μια καινούρια, παράξενη μετεμψύχωση, που αρέσει στο κακό μου πνεύμα, τον μελαγχολικό μου δαίμονα: - αγαπώ τον Ζαρατούστρα, έτσι μου φαίνεται, πολλές φορές, για χάρη του κακού μου πνεύματος. -
Μα κιόλας με κυριεύει και με βιάζει αυτό το πνεύμα της μελαγχολίας, αυτός ο διάβολος του σούρουπου: και, αληθινά, ω ανώτεροι άνθρωποι, έχει τη διάθεση, -
ανοίξετε μόνο τα μάτια σας! – έχει τη διάθεση να έρθει γυμνός, σαν άντρας, τώρα, σαν γυναίκα, δεν το ξέρω ακόμη: αλλά έρχεται, με βιάζει, αλοίμονο! Ανοίξετε τον νου σας!
Η μέρα γέρνει, το βράδυ πέφτει, τώρα, σε όλα τα πράγματα, ακόμη και στα καλύτερα πράγματα. Ακούσετε τώρα και δείτε , ω ανώτεροι άνθρωποι, τι διάβολος, καν άντρας καν γυναίκα είναι αυτό το πνεύμα της βραδινής μελαγχολίας!»
Έτσι μίλησε ο γέρο μάγος, κοίταξε πονηρά γύρω του και ύστερα πήρα την άρπα του.
3
Στον διάφανον αγέρα
Στην γη όταν κατεβαίνει
Της δροσιάς η παρηγοριά
Αθώρητη και ανάκουστη – γιατί
Μαλακά φοράει σανδάλια
Η παρήγορος δροσιά, όπως
Οι γλυκειοί παρήγοροι όλοι -:
Ω φλογερή καρδιά μου, τότε
Αναλογίζεσαι, θυμάσαι,
Πόσο κάποτε διψούσες
Για δάκρυα του ουρανού και δροσιάς στάλες
Καψαλιασμένη και κουρασμένη διψούσες
Γιατί πάνω σε κίτρινης χλόης μονοπάτια
Μοχθηρά βραδινά βλέμματα του Ήλιου
Μέσα από μαύρα δέντρα γύρω σου τρέχαν,
Χαιρέκακα, εκτυφλωτικά βλέμματα του Ήλιου
Πυρωμένα;
«Της αλήθειας μνηστήρας; Εσύ;
- έτσι χλεύαζαν - , όχι! Ποιητής μόνο!
Ζώο πονηρό και αρπαχτικό, ένα
Ζώο που έρπει, που θα πρέπει
Να ψεύδεται, που θα πρέπει
Ξέροντας το, θέλοντας το
Να ψεύδεται: ποθώντας
Λάφυρα, μασκοφορεμένα
Παρδαλά, μάσκα το ίδιο
Αυτό, λάφυρο το ίδιο
Αυτό – ο μνηστήρας της αλήθειας;
Όχι! Μόνο τρελός! Μονάχα
Ποιητής! Παρδαλά μόνο
Μιλώντας, από παρδαλή μέσα
Φωνάζοντας μάσκα
Τρελού, σε ψευδολόγο γιοφύρι
Περιπλανούμενος, γιοφύρι
Από λέξεις, απάνω
Σε ουράνια τόξα πολύχρωμα,
Σε ψεύτικους ουρανούς ανάμεσα
Και σε ψεύτικα εδάφη
Περιδινούμενος, αιωρούμενος, -
Μόνο τρελός! Ποιητής μόνο!
Αυτό – ο μνηστήρας της αλήθειας;
Όχι ήρεμος, άκαμπτος, λείος, παγερός,
Που άγαλμα εγίνη,
Θεού ανδριάντας,
Μπροστά σε ναούς στημένος
Όχι, φρουρός εμπρός
Σε Θεού πύλη:
Όχι! Εχθρός κάθε
Μνημείου της αλήθειας,
Πιο οικείος με κάθε
Ερημιά παρά όσο με ναούς,
Τόλμη γατίσια γιομάτος
Μέσα από κάθε παράθυρο πηδώντας
Γλιστρά σε κάθε τύχη,
Ιχνηλατώντας σε κάθε
Δάσος παρθένο, ιχνηλατώντας
Μανιακά, πόθου πλήρης,
Μες στα παρθένα δάση,
Ανάμεσα σε παρδαλόστιχτα αγρίμια,
Αμαρτωλά υγιής και παρδαλά και ωραίος
Για να τρέξεις.
Με επιποθούντα χείλη
Μακάρια χλευαστικός,
Μακάρια σατανικός,
Αιμοδιψής μακάρια,
Ψευδόμενος, αρπάζοντας, γλιστρώντας,
Για να τρέξεις!
Ή με αετό όμοιος, που ώρα
Και ώρα πολλή κοιτάζει
Ασάλευτος μες στις αβύσσους,
Μες στις δικές του αβύσσους:-
Ω, πως στον αέρα κύκλους
Κόβει ψηλά, χαμηλά, μέσα,
Σε πιο βαθιά βάθη, όλο!-
Ύστερα,
Ξαφνικά, πως δρομώνει το βέλος,
Χυμά, με μαζεμένες
Φτερούγες, στα αρνιά πάνω,
Μανιακά πεινασμένος,
Για αρνιά λαχταρώντας,
Εχθρικός προς όλες
Τις αρνίσιες ψυχές,
Εχθρός τρομερός σε ό,τι
Κοιτάζει προβατίσια,
Αρνιού μάτια έχει και είναι
Σγουρόμαλλο και γκρίζο
Και ήμερο σαν αρνί!
Έτσι
Αετίσιοι και τιγρένιοι
Του ποιητή είναι οι πόθοι
Είναι οι δικοί σου πόθοι
Κάτω από χίλιες μάσκες,
Ω τρελέ! Ω ποιητή!
Ω εσύ, που σαν Θεό
Και σαν αμνό είδες
Τον άνθρωπο:
Στον άνθρωπο μέσα
Τον Θεό να ξεσκίζει
Όπως ο αμνός μέσα στον άνθρωπο,
Και να γελά
Ξεσκίζοντας τον-
Η ευτυχία σου αυτό είναι!
Πάνθηρα και αετήσια ευδαιμονία!
Ποιητή και τρελού ευδαιμονία!»
Στον διάφανο αγέρα
Όταν πια το δρεπάνι
Του φεγγαριού, πράσινο μέσα
Στο πορφυρό δείλι, γλιστρά,
Φθονερό:
- Της ημέρας εχθρός
Με κάθε κρυφό βήμα
Τις αιώρες τον ρόδων
Δρεπανίζοντας ώσπου
Να βυθιστούνε μέσα
Στη νύχτα, πελιδνές
Στην νύχτα να βουλιάξουν:
Έτσι και εγώ, μια μέρα,
Έπεσα από την πλάνη
Της αλήθειας μου, από
Των πόθων μου την ημέρα,
Γιατί είχα από την μέρα
Κουραστεί και αρρωστήσει
Από το Φως, - και μέσα
Στο βράδυ και στους ίσκιους
Βούλιαξα: για μια αλήθεια
Καιγόμουν και διψούσα:
- Ω φλογερή καρδιά μου,
Θυμάσαι, αναλογιέσαι
Πόσο διψούσα τότε; -
Τότε ας εξοριστώ
Μακριά από κάθε αλήθεια,
Μόνο τρελός, μονάχα
Ποιητής!
Όταν ο Ζαρατούστρα είπε αυτά τα λόγια, στεκόταν κοντά στο έμπα της σπηλιάς του. Μα με τις τελευταίες λέξεις, ξέφυγε από τους ξένους του και έτρεξε για λίγη ώρα στον ανοιχτό αέρα.
«Ω αγνές ευωδιές, που με τριγυρίζετε! Φώναξε. Ω μακάρια γαλήνη που με τριγυρίζεις! Μα που είναι άραγε τα ζώα μου; Ελάτε, ελάτε, αετέ μου και όφι μου!
Πείτε μου αλήθεια, ζώα μου: αυτοί οι ανώτεροι άνθρωποι, όλοι τους – δε σας φαίνεται πως σα να μυρίζουν κάπως άσχημα; Ω αγνές ευωδιές, που με τριγυρίζετε! Τώρα μόνο ξέρω και νιώθω πόσο σας αγαπώ, ζώα μου!»
Και ο Ζαρατούστρα είπε άλλη μια φορά: Σας αγαπώ ζώα μου!
Μα ο αετός και ο όφις στριμώχτηκαν κοντά του, όταν είπε αυτά τα λόγια και τον ανάβλεψαν. Έτσι στέκονταν εκεί χάμω εκείνοι οι τρεις, σιωπηλοί και οι τρεις και μυρίζονταν και ρουφούσανε και οι τρεις τον καλό αέρα. Γιατί ο αέρας, εδώ έξω, ήταν καλύτερος παρά όσο κοντά στους ανώτερους ανθρώπους.
2
Μα δε θα είχε αφήσει, καλά-καλά, ακόμα, ο Ζαρατούστρα την σπηλιά του και σηκώθηκε πάνω ο γερο μάγος, κοίταξε πονηρά γύρω του και είπε: «Βγήκε έξω!
Και να που κιόλας, ω ανώτεροι άνθρωποι (επιτρέψτε μου να σας γαργαλίσω με αυτό το επαινετικό και χαιδευτικό όνομα, όπως έκανε και ο ίδιος αυτός), κιόλας με κυριεύει το κακό, αποπλανητικό και μαγικό πνεύμα μου, ο μελαγχολικός διάβολος μου,
που είναι, ίσαμε το μεδούλι του, ένας αντίπαλος αυτού του Ζαρατούστρα, συγχωρέστε του το αυτό! Τώρα δα θέλει να κάνει μπροστά σας το μάγια του, τώρα ακριβώς είναι η ώρα του. Του κάκου αγωνίζομαι με τούτο το κακό πνεύμα.
Απέναντι σε όλους εσάς, όποιοι και αν είναι οι τίτλοι που δίνετε στους εαυτούς σας, είτε αυτό-ονομάζεστε «ελεύθερα πνεύματα», είτε «φιλαλήθεις» είτε «εξιλεωτές του πνεύματος», είτε «αχαλίνωτοι», είτε «οι μεγάλοι επιθυμούντες» απέναντι σε όλους εσάς, που υποφέρετε από την μεγάλη αηδία, όπως εγώ, που πέθανε ο παλιός Θεός σας και που κανένας καινούριος Θεός σας δεν είναι στο λίκνο του και στα σπάργανά του ακόμη – απέναντι σε όλους εσάς διάκειται ευνοικά το κακό πνεύμα μου και ο μάγος μου, ο διάβολος μου.
Σας γνωρίζω, ω ανώτεροι άνθρωποι, γνωρίζω και αυτόν – γνωρίζω και αυτόν τον δυσμενή δαίμονα, που χωρίς να θέλω αγαπώ, τον Ζαρατούστρα εννοώ: ο ίδιος αυτός μου φαίνεται πάρα πολύ συχνά σαν ένας ωραίος βρυκόλακας αγίου.
- σαν μια καινούρια, παράξενη μετεμψύχωση, που αρέσει στο κακό μου πνεύμα, τον μελαγχολικό μου δαίμονα: - αγαπώ τον Ζαρατούστρα, έτσι μου φαίνεται, πολλές φορές, για χάρη του κακού μου πνεύματος. -
Μα κιόλας με κυριεύει και με βιάζει αυτό το πνεύμα της μελαγχολίας, αυτός ο διάβολος του σούρουπου: και, αληθινά, ω ανώτεροι άνθρωποι, έχει τη διάθεση, -
ανοίξετε μόνο τα μάτια σας! – έχει τη διάθεση να έρθει γυμνός, σαν άντρας, τώρα, σαν γυναίκα, δεν το ξέρω ακόμη: αλλά έρχεται, με βιάζει, αλοίμονο! Ανοίξετε τον νου σας!
Η μέρα γέρνει, το βράδυ πέφτει, τώρα, σε όλα τα πράγματα, ακόμη και στα καλύτερα πράγματα. Ακούσετε τώρα και δείτε , ω ανώτεροι άνθρωποι, τι διάβολος, καν άντρας καν γυναίκα είναι αυτό το πνεύμα της βραδινής μελαγχολίας!»
Έτσι μίλησε ο γέρο μάγος, κοίταξε πονηρά γύρω του και ύστερα πήρα την άρπα του.
3
Στον διάφανον αγέρα
Στην γη όταν κατεβαίνει
Της δροσιάς η παρηγοριά
Αθώρητη και ανάκουστη – γιατί
Μαλακά φοράει σανδάλια
Η παρήγορος δροσιά, όπως
Οι γλυκειοί παρήγοροι όλοι -:
Ω φλογερή καρδιά μου, τότε
Αναλογίζεσαι, θυμάσαι,
Πόσο κάποτε διψούσες
Για δάκρυα του ουρανού και δροσιάς στάλες
Καψαλιασμένη και κουρασμένη διψούσες
Γιατί πάνω σε κίτρινης χλόης μονοπάτια
Μοχθηρά βραδινά βλέμματα του Ήλιου
Μέσα από μαύρα δέντρα γύρω σου τρέχαν,
Χαιρέκακα, εκτυφλωτικά βλέμματα του Ήλιου
Πυρωμένα;
«Της αλήθειας μνηστήρας; Εσύ;
- έτσι χλεύαζαν - , όχι! Ποιητής μόνο!
Ζώο πονηρό και αρπαχτικό, ένα
Ζώο που έρπει, που θα πρέπει
Να ψεύδεται, που θα πρέπει
Ξέροντας το, θέλοντας το
Να ψεύδεται: ποθώντας
Λάφυρα, μασκοφορεμένα
Παρδαλά, μάσκα το ίδιο
Αυτό, λάφυρο το ίδιο
Αυτό – ο μνηστήρας της αλήθειας;
Όχι! Μόνο τρελός! Μονάχα
Ποιητής! Παρδαλά μόνο
Μιλώντας, από παρδαλή μέσα
Φωνάζοντας μάσκα
Τρελού, σε ψευδολόγο γιοφύρι
Περιπλανούμενος, γιοφύρι
Από λέξεις, απάνω
Σε ουράνια τόξα πολύχρωμα,
Σε ψεύτικους ουρανούς ανάμεσα
Και σε ψεύτικα εδάφη
Περιδινούμενος, αιωρούμενος, -
Μόνο τρελός! Ποιητής μόνο!
Αυτό – ο μνηστήρας της αλήθειας;
Όχι ήρεμος, άκαμπτος, λείος, παγερός,
Που άγαλμα εγίνη,
Θεού ανδριάντας,
Μπροστά σε ναούς στημένος
Όχι, φρουρός εμπρός
Σε Θεού πύλη:
Όχι! Εχθρός κάθε
Μνημείου της αλήθειας,
Πιο οικείος με κάθε
Ερημιά παρά όσο με ναούς,
Τόλμη γατίσια γιομάτος
Μέσα από κάθε παράθυρο πηδώντας
Γλιστρά σε κάθε τύχη,
Ιχνηλατώντας σε κάθε
Δάσος παρθένο, ιχνηλατώντας
Μανιακά, πόθου πλήρης,
Μες στα παρθένα δάση,
Ανάμεσα σε παρδαλόστιχτα αγρίμια,
Αμαρτωλά υγιής και παρδαλά και ωραίος
Για να τρέξεις.
Με επιποθούντα χείλη
Μακάρια χλευαστικός,
Μακάρια σατανικός,
Αιμοδιψής μακάρια,
Ψευδόμενος, αρπάζοντας, γλιστρώντας,
Για να τρέξεις!
Ή με αετό όμοιος, που ώρα
Και ώρα πολλή κοιτάζει
Ασάλευτος μες στις αβύσσους,
Μες στις δικές του αβύσσους:-
Ω, πως στον αέρα κύκλους
Κόβει ψηλά, χαμηλά, μέσα,
Σε πιο βαθιά βάθη, όλο!-
Ύστερα,
Ξαφνικά, πως δρομώνει το βέλος,
Χυμά, με μαζεμένες
Φτερούγες, στα αρνιά πάνω,
Μανιακά πεινασμένος,
Για αρνιά λαχταρώντας,
Εχθρικός προς όλες
Τις αρνίσιες ψυχές,
Εχθρός τρομερός σε ό,τι
Κοιτάζει προβατίσια,
Αρνιού μάτια έχει και είναι
Σγουρόμαλλο και γκρίζο
Και ήμερο σαν αρνί!
Έτσι
Αετίσιοι και τιγρένιοι
Του ποιητή είναι οι πόθοι
Είναι οι δικοί σου πόθοι
Κάτω από χίλιες μάσκες,
Ω τρελέ! Ω ποιητή!
Ω εσύ, που σαν Θεό
Και σαν αμνό είδες
Τον άνθρωπο:
Στον άνθρωπο μέσα
Τον Θεό να ξεσκίζει
Όπως ο αμνός μέσα στον άνθρωπο,
Και να γελά
Ξεσκίζοντας τον-
Η ευτυχία σου αυτό είναι!
Πάνθηρα και αετήσια ευδαιμονία!
Ποιητή και τρελού ευδαιμονία!»
Στον διάφανο αγέρα
Όταν πια το δρεπάνι
Του φεγγαριού, πράσινο μέσα
Στο πορφυρό δείλι, γλιστρά,
Φθονερό:
- Της ημέρας εχθρός
Με κάθε κρυφό βήμα
Τις αιώρες τον ρόδων
Δρεπανίζοντας ώσπου
Να βυθιστούνε μέσα
Στη νύχτα, πελιδνές
Στην νύχτα να βουλιάξουν:
Έτσι και εγώ, μια μέρα,
Έπεσα από την πλάνη
Της αλήθειας μου, από
Των πόθων μου την ημέρα,
Γιατί είχα από την μέρα
Κουραστεί και αρρωστήσει
Από το Φως, - και μέσα
Στο βράδυ και στους ίσκιους
Βούλιαξα: για μια αλήθεια
Καιγόμουν και διψούσα:
- Ω φλογερή καρδιά μου,
Θυμάσαι, αναλογιέσαι
Πόσο διψούσα τότε; -
Τότε ας εξοριστώ
Μακριά από κάθε αλήθεια,
Μόνο τρελός, μονάχα
Ποιητής!