Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Ζαρατούστρα - Για Τις Παλιές Και Τις Νέες Πλάκες

1

Εδώ κάθομαι και περιμένω, με παλιές σπασμένες πλάκες γύρω μου, καθώς και με καινούριες, μισογραμμένες πλάκες. Πότε θα έρθει η ώρα μου;
- η ώρα της κατάβασης μου, της δύσης μου: γιατί θέλω να πάω Μια φορά ακόμη στους ανθρώπους.
Αυτό περιμένω τώρα: γιατί πρώτα πρέπει να μου έρθουν τα σημάδια, πως έφτασε η ώρα
μου, - το γελαστό λιοντάρι δηλαδή, με το σμήνος τα περιστέρια.
Στο μεταξύ μιλώ, σαν ένας που έχει καιρό, στον εαυτό μου. Κανείς δε μου διηγείται κάτι καινούριο: έτσι διηγούμαι τον ίδιο τον εαυτό μου στον εαυτό μου.

2

Όταν είχα πάει στους ανθρώπους, τους βρήκα να επαναπαύονται πάνω σε μια παλιά έπαρση: όλοι πιστεύανε, ότι ήξεραν από πολύν καιρό, τι ήταν καλό και κακό για τον άνθρωπο.
Ένα παλιό, κουρασμένο πράγμα τους φαινόταν κάθε λόγος για την αρετή. Και όποιος ήθελε να κοιμηθεί καλά, αυτός, πριν πάει να κοιμηθεί, μιλούσε για «Καλό» και «Κακό».
Τους έδιωξα την υπνηλία τούτη, όταν δίδαξα πως: Τι είναι καλό και κακό,
αυτό δεν το ξέρει κανένας ακόμη: - μόνο ο δημιουργός!
- Αυτός, όμως, είναι εκείνος που δημιουργεί τον σκοπό για τον άνθρωπο και που δίδει στην γη το νόημα της και το μέλλον της: αυτός μόνο δημιουργεί το καλό και το κακό μεταξύ των πραγμάτων.
Και τους κάλεσα να γκρεμίσουν όλες τις παλιές δασκαλικές έδρες τους, όπου μόνο η παλιά εκείνη έπαρση επαναπαυόταν. Τους κάλεσα να γελάσουν με τους μεγάλους δασκάλους της αρετής και τους αγίους τους, με τους ποιητές τους και τους κοσμοσωτήρες τους.
Τους κάλεσα να γελάσουν με τους στεγνούς σοφούς τους και με όποιον είχε βάλει στο δέντρο της ζωής ένα μαύρο σκιάχτρο, για να φυλάγεται.
Κάθησα στον μεγάλο τους δρόμο με τους τάφους σαν ψοφίμι και σαν γύπας και εγώ – και γέλασα με το Άλλοτε τους και με το ψαθυρό, ετοιμόρροπο μεγαλείο τους!
Αληθινά, σαν κήρυκας της μετάνοιας και σαν τρελός αναθεμάτιζα οργισμένος κάθε τι το Μεγάλο και το Μικρό τους – που το Καλύτερο τους ήταν έτσι ολωσδιόλου μικρό! Που το Κάκιστό τους ήταν έτσι ολωσδιόλου μικρό! – έτσι γέλασα.
Η σοφή επιθυμία μου φώναζε και γελούσε έτσι από μέσα μου, η σοφία μου που γεννήθηκε στα βουνά, μια άγρια σοφία, αληθινά! – η μεγάλη φτερουγοβοούσα επιθυμία μου.
Και πολλές φορές μ’έσυρε μακριά και ψηλά και πέρα και καταμεσής του γέλιου: τότε πετούσα φρικιώντας, σαίτας όμοιος, μέσα από ηλιοπιωμένες εκτάσεις:
- πέρα, μέσα στα μακρινά μέλλοντα, που κανένα όνειρο δεν τα είδε ακόμη, σε πιο θερμούς νότους από αυτούς που ονειρεύτηκαν ποτέ ζωγράφοι: προς τα κει που οι θεοί, χορεύοντας, νιώθουνε ντροπή για κάθε ρούχο:
- για να μιλήσω με παραβολές, ακριβώς, και ποιητών όμοιος να χωλαίνω και να τραυλίζω: κι αληθινά ντρέπομαι που
πρέπει ακόμα να είμαι ποιητής!
Όπου κάθε γίγνεσθαι μου φαίνεται χορός θεών και τόλμη θεών, κι ο κόσμος ελεύθερος κι αχαλίνωτος και στον εαυτό του να καταφεύγει: -
-σαν μια αιώνια φυγή πολλών θεών από τον εαυτό τους και επαναζήτηση του εαυτού τους, σαν μια ευτυχισμένη αντίφαση του εαυτού τους, επανάληψη του εαυτού τους, επανακατοχή του εαυτού τους –
Όπου όλος ο χρόνος μου φαινόταν μια ευτυχισμένη χλεύη της στιγμής, όπου η αναγκαιότητα δεν ήταν παρά η ίδια η ελευθερία, και όπου έπαιζε ευτυχισμένη με το κεντρί της ελευθερίας:
Όπου ξαναβρήκα και τον παλιό δαίμονα μου και άσπονδο εχθρό μου, το πνεύμα της βαρύτητας και όλα όσα έκαμε: τον Καταναγκασμό, τον Θεσμό, την Ανάγκη και τη Συνέπεια και τον Σκοπό και τη Θέληση και το Καλό και το Κακό
Γιατί μη και
δεν πρέπει να υπάρχουν πράγματα που πάνω τους να χορεύουμε και να περνούμε χορεύοντας; Μη και δεν πρέπει να υπάρχουν τυφλοπόντικοι και βαριοί νάνοι για χάρη των Ελαφριών, των Ελαφροτατών;

3

Εκεί ήταν επίσης που μάζεψα από τον δρόμο τη λέξη «Υπεράνθρωπος» και πως ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί.
- πως ο άνθρωπος είναι γιοφύρι και όχι σκοπός: που μακαρίζει τον εαυτό του για το μεσημέρι του και για το βράδυ του σαν δρόμο προς νέες αυγές:
- τον λόγο του Ζαρατούστρα για το Μεγάλο μεσημέρι και ό,τι άλλο κρέμασα πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων, σαν δεύτερο πορφυρό δειλινό.
Αληθινά, ακόμη και νέα αστέρια τους έκανα να δουν και μαζί νέες νύχτες. Και πάνω στα σύννεφα και πάνω από νύχτα άπλωσα το γέλιο σαν πολύχρωμη τέντα.
Τους δίδαξα όλη
μου την σκέψη και όλη μου την προσπάθεια: να ενώνουν σε Ένα και να συναρμολογούν ό,τι έχουν οι άνθρωποι κομματιασμένο και αίνιγμα και φριχτή τύχη –
- σαν ποιητής και μάντης και λυτρωτής της τύχης τους δίδαξα να δημιουργούν το μέλλον και να λυτρώνουν κάθε τι που
υπήρξε, δημιουργώντας.
Το παρελθόν του ανθρώπου να λυτρώνουν και κάθε «ήταν» να μεταμορφώνουν, ίσαμε να πει η θέληση τους: «Μα έτσι το ήθελα! Έτσι το ήθελα να γίνει!»
- αυτό τους είπα, ότι σημαίνει Λύτρωση, αυτό μόνο τους δίδαξα να ονομάζουν Λύτρωση.
Τώρα προσμένω την Λύτρωσή
μου – για να κατέβω μια τελευταία φορά σε αυτούς.
Γιατί Μία φορά ακόμα θέλω να κατέβω στους ανθρώπους:
ανάμεσα τους θέλω να δύσω, πεθαίνοντας θέλω να τους δώσω το πλουσιότερο δώρο μου!
Από τον ήλιο, τον Πάμπλουτο, το διδάχτηκα αυτό. Όταν τον είδα και τον είδα και τον είδα να δύει: χρυσάφι σκορπά, τότε στη θάλασσα από ανεξάντλητα πλούτη.
- έτσι που και ο πιο φτωχός ακόμη ψαράς με χρυσό κουπί κωπηλατεί! Αυτό ακριβώς είδα, κάποτε, και τα δάκρυα δεν χορταίνανε το τρέξιμο τους στη θέα του.
Του ήλιου όμοιος θέλω να δύσει και ο Ζαρατούστρα: τώρα κάθεται εδώ και περιμένει, παλιές, σπασμένες πλάκες είναι γύρω του, καθώς και καινούριες πλάκες – μισογραμμένες.

4

Για δες, εδώ είναι μια νέα πλάκα: μα που είναι οι αδελφοί μου, που να την φέρουνε μαζί μου στην πεδιάδα και στις σάρκινες καρδιές;
Αυτό απαιτεί η μεγάλη μου αγάπη από τους πιο μακρινούς:
μη φείδεσαι του πλησίον σου! Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί.
Υπάρχουνε χίλιοι δρόμοι και υπάρχουνε χίλιοι τρόποι για το ξεπέρασμα αυτό: εσύ θα τους βρεις! Μα μόνο ένας παλιάτσος σκέφτεται πως: «ο άνθρωπος μπορεί και να υπερπηδηθεί».
Ξεπέρνα ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό σου στον πλησίον σου: δεν πρέπει να αφήσεις να σου δώσουν ένα δικαίωμα που μπορείς να το αρπάξεις μόνος σου!
Ό,τι κάνεις, κανείς δεν μπορεί να σου το κάνει πάλι. Για δες, ανταμοιβή δεν υπάρχει.
Όποιος δε μπορεί να προστάζει τον εαυτό του, πρέπει να υπακούει. Και μερικοί
μπορούν να προστάζουν τον εαυτό τους, μα χρειάζονται ακόμα πολλά για να μάθουν και να υπακούν!

5

Έτσι φέρνονται οι ευγενικές ψυχές: δε θέλουν να έχουν τίποτα
χάρισμα, πολύ λιγότερο τη ζωή.
Όποιος ανήκει στον όχλο, αυτός θέλει να ζει χάρισμα. Μα εμείς οι άλλοι, που η ζωή μας προσφέρθηκε,
- σκεφτόμαστε πάντα τι καλύτερο έχουμε να δώσουμε σε αντάλλαγμα!
Και αληθινά, είναι έξοχος ο λόγος που λέει: «
ό,τι μας υπόσχεται η ζωή, θέλουμε – να το κρατήσουμε στη ζωή!»
Δεν πρέπει να θέλουμε να απολαμβάνουμε, όταν δεν μπορούμε να δώσουμε απόλαυση. Και – δεν πρέπει να
θέλουμε να απολαμβάνουμε!
Η απόλαυση και η αθωότητα είναι ντροπαλότερα πράγματα: Ούτε το ένα ούτε το άλλο θέλουν να τα επιζητούμε. Πρέπει να τα
έχουμε, - αλλά καλύτερα να επιζητούμε την ενοχή και τον πόνο!

6

Ω αδελφοί μου, όποιος είναι πρωτοπόρος, αυτός πάντα θυσιάζεται. Αλλά να που είμαστε εμείς οι πρωτοπόροι.
Το αίμα μας τρέχει σε μυστικό βωμό, καιγόμαστε και ψηνόμαστε όλοι προς τιμήν παλαιών ειδώλων.
Το Καλύτερο μας είναι νέο ακόμα: ερεθίζει τα γερασμένα λαρύγγια. Το κρέας μας είναι τρυφερό, η προβιά μας είναι προβιά αμνού: - πώς να μην ερεθίζουμε τους γερασμένους ιερείς των ειδώλων!
Ακόμη και
μέσα μας κατοικεί ο γερασμένος ιερέας των ειδώλων, που ορέγεται το Καλύτερό μας. Αχ αδελφοί μου, πώς να μην θυσιάζονται οι πρωτοπόροι!
Μα έτσι το θέλει το είδος μας. Και αγαπώ αυτούς που δεν θέλουν να σωθούν. Αυτούς που δύουν αγαπώ με όλη μου την αγάπη: γιατί περνούνε αντίπερα.

7

Να είναι αληθινός κανείς – να κάτι που ελάχιστοι το
μπορούνε! Και όποιος το μπορεί αυτό, δεν το θέλει ακόμα! Μα λιγότερο ακόμα το μπορούν οι καλοί.
Ω αυτοί οι καλοί!
Οι καλοί άνθρωποι δε λένε ποτέ την αλήθεια. Μια τέτοια καλοσύνη είναι αρρώστια για το πνεύμα.
Οι καλοί αυτοί υποχωρούν, παραδίδονται, η καρδιά τους μεταλέει, το βάθος τους υπακούει: μα όποιος υπακούει:
δεν ακούει τον εαυτό του!
Ό,τι οι καλοί ονομάζουνε κακό, όλα αυτά που ονομάζουν κακό, πρέπει να σμίξουν για να γεννηθεί μια αλήθεια. Ω αδελφοί μου, είστε και σεις αρκετά κακοί γι’ αυτή την αλήθεια;
Η ριψοκίνδυνη τόλμη, η μακρά δυσπιστία, το φριχτό Όχι, η αηδία, το χώρισμα σε ό,τι ζει – πόσο σπάνια σμίγουν όλα αυτά! Αλλά από τέτοιο σπόρο – γεννιέται η αλήθεια!
Πλάι στην κακή συνείδηση μεγάλωσε ως τώρα κάθε
γνώση! Σπάσετε, σπάσετε, ω γνώστες, τις παλιές πλάκες!

8

Όταν είναι δοκάρια πάνω από το νερό, όταν κάγκελα και ξύλινα γιοφύρια πηδούνε το ποτάμι: τότε αληθινά, κανένας δεν θα πιστέψει εκείνον που λέει πως: «Τα πάντα ρει».
Μα ακόμη και οι κουτοί τον αντικρούουν σε αυτό. «
Πως; λένε οι κουτοί, όλα ρέουνε; Και τα δάκρυα και τα κάγκελα που είναι έξω από το ρέμα
«Έξω από το ρέμα είναι όλα στερεά, όλες οι αξίες των πραγμάτων, τα γιοφύρια, οι έννοιες, κάθε «Καλό» και «Κακό»: όλα αυτά είναι στερεά!
Όταν μάλιστα έρχεται ο σκληρός χειμώνας, ο ποταμο-δαμαστής: τότε πια και οι πιο έξυπνοι μαθαίνουν να δυσπιστούν. Και, αληθινά, δεν είναι πιο μόνο οι κουτοί που λένε τότε: «Μη κι όλα –
μένουν ακίνητα
«Στο βάθος, όλα μένουν ακίνητα» - να μια σωστή χειμωνιάτικη διδασκαλία, ένα καλό πράγμα για μια στείρα εποχή, μια καλή παρηγοριά για όσους πέφτουνε σε χειμερία νάρκη και για τους οικουρούς.
«Στο βάθος, όλα μένουν ακίνητα» - το κήρυγμα όμως, του ανέμου που λειώνει τα χιόνια είναι
αντίθετο.
Ο άνεμος που λειώνει τα χιόνια, ένα ταυρί, που δεν είναι από τα ταυριά που αλλοτριώνουν – είναι ένα μανιασμένο ταυρί, καταστρεφτικό, που με οργισμένα κέρατα σπάζει τον πάγο! Μα ο πάγος –
συντρίβει γιοφύρια!
Ω αδελφοί μου! Μη και όλα δε
ρέουνε τώρα; Όλα τα κάγκελα και όλα τα γιοφύρια δεν έχουνε πέσει στο νερό; Ποιος θα μπορούσε νακρατηθεί ακόμα από το «Καλό» και το «Κακό»;
«Αλλοίμονό μας! Ζήτω μας! Ο άνεμος που λειώνει τα χιόνια άρχισε να πνέει1» - Έτσι να διδάσκετε αδελφοί μου, περνώντας από όλους τους δρόμους!

9

Υπάρχει μια πλάνη αρχαία, που λέγεται Καλό και Κακό. Γύρω από τους μάντεις και τους αστρολόγους γύριζε ως τα τώρα η ρόδα της πλάνης αυτής.
Έναν άλλο καιρό, πιστεύανε στους μάντεις και στους αστρολόγους: και γι’αυτό πίστευαν: «Όλα είναι μοιραία: οφείλεις γιατί πρέπει!»
Ύστερα πάλι άρχισαν να μην πιστεύουν κανέναν μάντη και αστρολόγο: και γι’αυτό πίστευαν: «Όλα είναι ελευθερία: μπορείς γιατί θέλεις!»
Ω αδελφοί μου! Για τα άστρα και για το μέλλον, ως τώρα, μόνο εικασίες κάνουμε, ακόμα δε μάθαμε τίποτα για αυτά: και
γι’αυτόμόνο εικασίες υπάρχουνε και τίποτα το βέβαιο για το Καλό και το Κακό!

10

«Ου κλέψεις! Ου φονεύσεις!» - τέτοια λόγια τα ονομάζανε, έναν άλλο καιρό, ιερά. Μπροστά τους έκλιναν τα γόνατα και το κεφάλι και έβγαζαν τα παπούτσια τους.
Μα σας ρωτώ: Που βγήκατε ποτέ καλύτεροι κλέφτες και φονιάδες στον κόσμο, από κείνους που δημιούργησαν οι άγιες αυτές εντολές;
Μη και δεν υπάρχει σ’ολόκληρη τη ζωή την ίδια – κλεψιά και φόνος; Και με το να ονομάζουν άγια τα λόγια αυτά, δε φονεύουν την ίδια την
αλήθεια;
Ή ήταν ένα κήρυγμα του θανάτου το ότι ονόμαζαν άγιο κάθε τι που αντιστρατεύεται και μάχεται τη ζωή;
- Ω αδελφοί μου, σπάσετε, σπάσετε, τις παλιές αυτές πλάκες.

11

Αυτός είναι ο οίκτος μου, για κάθε τι που έχει πέσει, γιατί το βλέπω: εγκαταλειμμένο - στο έλεος, στο πνεύμα, στην τρέλα εγκαταλειμμένο κάθε γενιάς που έρχεται και θα μεταμορφώσει σε γιοφύρι της κάθε τι που υπήρξε.
Θα μπορούσε να έρθει ένας μεγάλος δυνάστης, ένας πονηρός δαίμονας, που με την ευαρέσκεια και τη δυσαρέσκεια του θα βίαζε κάθε τι περασμένο: - ίσαμε να το κάμει γιοφύρι και σημάδι και κήρυκα και κράξιμο πετεινού.
Μα τούτο εδώ είναι ο άλλος κίνδυνος και ο άλλος οίκτος μου: - όποιος ανήκει στον όχλο, η σκέψη του γυρίζοντας προς τα πίσω, φτάνει ως τον παππού του μονάχα – και στον παππού του σταματά ο χρόνος.
Έτσι, κάθε τι που θα έχει περάσει είναι εγκαταλειμμένο: γιατί θα μπορούσε, κάποτε, να έρθουν έτσι τα πράγματα που ο όχλος να γίνει ο δυνάστης και τότε θα έπνιγε όλο το χρόνο μέσα σε βαθιά νερά.
Γι’αυτό, ω αδελφοί μου, χρειάζεται μια
νέα τάξη ευγενών, που να αντιστρατευτεί όλο τον όχλο και κάθε δυνάστη και πάνω σε νέες πλάκες να γράψει πάλι τη λέξη «ευγενής».
Πολλοί ευγενείς χρειάζονται, ακριβώς, και διάφοροι ευγενείς,
για να γεννηθεί η ευγένεια! Η, όπως είπα, άλλοτε παραβολικά: «Θεικότητα ακριβώς σημαίνει να υπάρχουν Θεοί και όχι Θεός!»

12

Ω αδελφοί μου, σας χειροτονώ με τη νέα ευγένεια που σας αποκαλύπτω: πρέπει να γίνετε γεννήτορες και τροφείς και σπορείς του μέλλοντος, -
- αληθινά, όχι με μιαν ευγένεια που θα μπορούσατε να την αγοράσετε σαν τους μπακάληδες και με χρυσάφι των μπακάληδων: γιατί έχει πολύ μικρήν αξία αυτό που μπορεί να διατιμηθεί.
Όχι, από τώρα και ύστερα δε θα είναι η καταγωγή σας που θα σας τιμά, αλλά ο σκοπός σας. Η θέληση σας και το πόδι σας, που θέλει να σας ξεπεράσει – να ποια θα είναι η νέα τιμή σας!
Αληθινά, όχι γιατί τάχα εξυπηρετήσατε έναν ηγεμόνα – τι σημασία έχουν τώρα πια οι ηγεμόνες! – ή γιατί υπήρξατε προπύργιο, για να στερεωθεί περισσότερο το καθεστώς που κρατεί!
Όχι γιατί η γενιά σας έγινε αυλική στην αυλή και μάθατε, παρδαλοφορεμένοι, σαν φοινικόπτεροι, να στέκεστε ώρες και ώρες σε ρηχά βαλτονέρια:
- γιατί το
να μπορείς να στέκεσαι είναι μια υπηρεσία για τους αυλικούς. Και όλοι οι αυλικοί πιστεύουν πως το να τους δοθεί η άδειανα καθίσουν είναι μια ευδαιμονία που ανήκει στον θάνατο!
Ούτε γιατί ένα πνεύμα, που το ονομάζουν άγιο, οδήγησε τους προγόνους σας σε εγκωμιασμένες χώρες, που εγώ δεν εγκωμιάζω: γιατί εκεί που βλάστησε το χειρότερο από τα δέντρα δέντρο, ο Σταυρός, δεν υπάρχει τίποτα εγκωμίου άξιο! –
Και αληθινά, όπου και αν οδήγησε τους ιππότες του το «άγιο πνεύμα» τούτο, πάντα τρέχανε
μπροστά από τη συνοδεία του – κατσίκες και χήνες και τρελοί και βλαμμένοι!
Ω αδελφοί μου, η ευγένεια σας δεν πρέπει να κοιτάζει προς τα πίσω,
μα προς τα έξω! Πρέπει να είστε εξόριστοι από κάθε πατρίδα των πατέρων και των προπατέρων σας!
Πρέπει να αγαπάτε τη γη των παιδιών σας: η αγάπη αυτή ας είναι η νέα σας ευγένεια – η ανεξερεύνητη γη που βρίσκεται στις πιο μακρινές θάλασσες! Αυτήν καλώ τα πανιά των καραβιών σας να γυρεύουν και να γυρεύουν!
Με τα παιδιά σας πρέπει να
ξεπληρώσετε το ότι είστε παιδιά των πατέρων σας! Έτσι μόνο θα λυτρώσετε καθετί που έχει περάσει! Την καινούρια αυτή πλάκα κρεμώ πάνω σας!

13

«Προς τι ζούμε; Όλα είναι μάταια! Ζωή – σημαίνει αέρας κοπανιστός. Ζωή – είναι σαν να μπαίνεις μέσα στη φωτιά, να καίγεσαι ολόκληρος και να μη μπορείς να ζεσταθείς!»
Τέτοιες αρχαιολογικές φλυαρίες θεωρούνται ακόμα και τώρα σαν «σοφία». Μα επειδή είναι αρχαίες και μύριζαν μούχλα, για αυτό και τιμούνται περισσότερο. Ακόμη και η σαπίλα ευγενίζει.
Τα παιδιά μπορούν να μιλούν έτσι: φοβούνται τη φωτιά, γιατί τα έκαψε! Υπάρχουν πολλά παιδιαρίσματα στα παλιά βιβλία της σοφίας.
Κι όποιος «κοπανά πάντα αέρα», πως θα μπορούσε να κοροϊδέψει το κοπάνισμα του αέρα!
Τέτοιων τρελών θα έπρεπε, αλήθεια, να έδεναν το στόμα
Κάθονται στο τραπέζι χωρίς να φέρουν τίποτα μαζί τους, ούτε καν μια καλή πείνα: και βλαστημούνε «όλα είναι μάταια!»
Μα το να τρώει και να πίνει κανένας καλά, αδελφοί μου, δεν είναι, αληθινά σας λέγω, καθόλου μάταιη τέχνη! Σπάσετε, σπάσετε τις πλάκες των ουδέποτε ευχαριστημένων!

14

«Για τον καθαρό όλα είναι καθαρά» - αυτό λέει ο λαός. Μα εγώ σας λέγω: για τα γουρούνια όλοι είναι γουρούνια!
Γι’ αυτό και οι εξημμένοι και οι ταπεινοί, που και η καρδιά τους είναι ταπεινή, κηρύσσουν: «και ο ίδιος ο κόσμος είναι ένα βορβορώδες τέρας».
Γιατί όλοι αυτοί έχουν ακάθαρτο πνεύμα μα προπαντός εκείνοι που δεν βρίσκουν ούτε ησυχία μήτε ανάπαυση, παρά μόνο αν δουν έναν άλλον κόσμο πίσω από αυτόν τον κόσμο – οι οραματιστές του άλλου κόσμου!
Σ’ αυτούς λέω κατάμουτρα, αν και δεν είναι πολύ λεπτό: ο κόσμος μοιάζει κατά τούτο με τον άνθρωπο: ότι έχει και αυτός πισινό! – αλλά τόσο μόνο!
Υπάρχει πολύς βόρβορος στον κόσμο: αυτό είναι αλήθεια! Αυτό όμως δε σημαίνει πως και ο ίδιος ο κόσμος είναι ένα βορβορώδες τέρας!
Υπάρχει κάποια δόση σοφίας στο ότι υπάρχουν πολλά αηδιαστικά πράγματα στον κόσμο: μα και η ίδια η αηδία δημιουργεί φτερά και δυνάμεις που διαισθάνονται τις πηγές!
Ακόμη και στον Άριστο υπάρχει κάτι αηδιαστικό. Και ο Άριστος ακόμα είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί.
Ω αδελφοί μου, υπάρχει πολλή σοφία μέσα στο ότι υπάρχει πολλές βόρβορος στον κόσμο!

15

Τέτοια ρητά άκουσα ευσεβείς οραματιστές του άλλου κόσμου να λένε στη συνείδηση του, κι αληθινά, χωρίς δόλο και χωρίς κιβδηλεία – σα να ήταν δυνατό να υπήρχε στον κόσμο τίποτα πιο κίβδηλο και πιο δόλιο από αυτό.
«Αφήσετε τον κόσμο λοιπόν, να είναι κόσμος! Μη σηκώσετε πάνω του ούτε το δαχτυλάκι σας!»
«Αφήσετε τους ανθρώπους να στραγγαλίζονται από όποιον θα ήθελαν και να σουβλίζονται και να γδέρνονται και να βασανίζονται: μη σηκώσετε πάνω του ούτε το δαχτυλάκι σας! Αυτό θα τους κάμει να αρνηθούνε τον κόσμο».
«Και το ίδιο σου το λογικό – πρέπει να το στραγγαλίσεις και να σκοτώσεις, γιατί είναι λογικό του κόσμου τούτου – έτσι θα μάθεις και ο ίδιος να αρνηθείς τον κόσμο».
- Σπάσετε, σπάσετε ω αδελφοί μου, τις παλιές αυτές πλάκες των ευσεβών. Σπάσετε τα ρητά που λένε οι συκοφάντες του κόσμου!

16

«Όποιος μαθαίνει πολλά, ξεμαθαίνει κάθε σφοδρή επιθυμία» - αυτό ψιθυρίζεται σήμερα σε όλα τα σκοτεινά σοκάκια.
«Η σοφία κουράζει, τίποτα δεν αξίζει. Δεν πρέπει να έχεις επιθυμίες!» - την καινούρια τούτη πλάκα βρήκα να κρέμεται και στις πλατείες της αγοράς ακόμη.
Σπάσετε, ω αδελφοί μου, σπάσετε και τούτη τη
νέα πλάκα! Οι κουρασμένοι από τον κόσμο την κρέμασαν και οι κήρυκες του θανάτου καθώς και οι ραβδούχοι: γιατί δείτε, και αυτό είναι ένα κήρυγμα δουλείας.
Επειδή διδάχτηκαν στραβά και όχι το καλύτερο, και όλα πολύ νωρίς και όλα πολλά γρήγορα: επειδή
έφαγαν στραβά, γι’ αυτό χαλάσανε το στομάχι τους –
- ένα χαλασμένο στομάχι είναι το πνεύμα τους ακριβώς:
αυτόσυμβουλεύει τον θάνατο! Γιατί, αληθινά, αδελφοί μου, το πνεύμα είναι ένα στομάχι!
Η ζωή είναι μια πηγή της χαράς: μα γι’ αυτόν που μιλά με το χαλασμένο του στομάχι, τον πατέρα της θλίψης, όλες οι πηγές είναι δηλητηριασμένες.
Να γνωρίζεις: αυτή είναι η χαρά για όποιον έχει λιονταρίσια θέληση! Μα όποιος κουράστηκε, αυτός δεν είναι παρά το ενεργούμενο μόνο μιας ξένης θέλησης, που το κάνουν τα κύματα ό,τι θέλουν.
Και να πως φέρνονται πάντα οι αδύνατοι άνθρωποι: χάνονται στους δρόμους τους. Και στο τέλος ρωτά η κούραση τους: «Προς τι μπήκαμε στο δρόμο; Όλα είναι τα ίδια!»
Στα αυτιά τούτων εδώ ηχεί ευχάριστα το κήρυγμα: «Δεν αξίζει τίποτα! Δεν πρέπει να θέλετε!» Αλλά αυτό είναι ένα κήρυγμα δουλείας!
Ω αδελφοί μου, ένας δροσερός άνεμος που βουίζει έρχεται ο Ζαρατούστρα για όλους αυτούς που κουράστηκαν από το δρόμο. Πολλές μύτες θα κάμει ακόμα να φτερνιστούνε!
Ακόμη και μέσα από τους τοίχους φυσάς, η ελεύθερη ανάσα μου, και μέσα στις φυλακές και μέσα στα φυλακισμένα πνεύματα!
Η θέληση αυτή απολευτερώνει: γιατί θέληση σημαίνει δημιουργία. Αυτό διδάσκω εγώ. Και
μόνο για να δημιουργήσετε πρέπει να διδαχτείτε!
Και ακόμα και το να διδάσκετε πρέπει να
διδαχτείτε πρώτα από εμένα, το να διδάσκετε σωστά!
Όποιος έχει αυτιά, ας ακούει!

17

Η βάρκα είναι έτοιμη – εκεί αντίπερα, θα πάει ίσως προς το μεγάλο Τίποτα – Μα ποιος θα μπαρκαριστεί σε τούτο το «Ίσως»;
Κανένας σας δε θέλει να μπαρκαριστεί στη βάρκα του θανάτου! Γιατί θέλετε τότε να
είστε κουρασμένοι από τον κόσμο;
Κουρασμένοι από τον κόσμο! Πριν ακόμα χορτάσετε τη γη! Πάντα σας βρήκα να χαίρεστε τη γη, ερωτευμένοι ακόμη και με την ίδια σας την κούραση – την κούραση που σας έδωσε η γη!
Δεν κρέμεται χωρίς λόγο το χείλι σας – μια μικρή γήινη επιθυμία κάθεται ακόμη πάνω του! Και στο μάτι σας – δεν αρμενίζει ακόμα στα μάτια σας ένα σύννεφο αλησμόνητης γήινης χαράς;
Υπάρχουν στη γη πολλές καλές ανακαλύψεις, ωφέλιμες στην έναν, ευχάριστες στον άλλον: εξ αιτίας τους η γη είναι αγαπητή.
Και μερικές ανακαλύψεις είναι τόσο καλές, που μοιάζουνε με το στήθος της γυναίκας: είναι χρήσιμες και συνάμα ευχάριστες.
Αλλά, ω κουρασμένοι από τον κόσμο! Ω τεμπέληδες της γης! Με το ραβδί πρέπει να σας χαϊδεύει κανείς! Με χάδια ραβδιού πρέπει να ξαναδώσει κανείς τη γρηγοράδα στα πόδια σας.
Γιατί: αν δεν είσαστε άρρωστοι και κακοζωισμένοι φουκαριάρηδες, που βαρέθηκε η γη να τους σηκώνει στη ράχη της, τότε είσαστε πανούργα τεμπελόσκυλα ή λαίμαργοι και ύπουλοι λάγνοι γάτοι, και αν δεν θέλετε να
τρέξετε πάλι χαρούμενα, τότε πρέπει – να του δίνετε!
Στους ανίατους δεν πρέπει κανείς να θέλει να κάνει τον γιατρό: αυτό διδάσκει ο Ζαρατούστρα: δίνετε του, λοιπόν!
Μα χρειάζεται πιο πολύ θάρρος να δίνεις ένα τέλος παρά να κάνεις έναν καινούριο στίχο ή ένα σκουλήκι: αυτό το ξέρει κάθε ποιητής και κάθε γιατρός.

18

Ω αδελφοί μου, υπάρχουνε πλάκες που τις δημιούργησε η κούραση, και πλάκες που τις δημιούργησε η τεμπελιά, η σάπια: αλλά αν και λένε τα ίδια, θέλουν ωστόσο διαφορετικά να ακουστούνε.
Για δείτε τούτον εδώ τον ξεψυχισμένο! Δεν είναι παρά μια πιθαμή μόνο μακριά από τον σκοπό του αλλά από την κούραση ξάπλωσε πεισματωμένος μέσα στη σκόνη: αυτός ο γενναίος!
Από την κούραση χασμουριέται και τον δρόμο και τη γη και τον σκοπό του και τον ίδιο τον εαυτό του: δε θέλει να κάμει ούτε ένα βήμα περισσότερο – αυτός ο γενναίος!
Τώρα ο ήλιος πυρώνει πάνω του και οι σκύλοι σέρνονται να γλείψουνε τον ιδρώτα του: μα εκείνος κείτεται εκεί, μέσα στο πείσμα του, και προτιμά να ξεψυχήσει ολότελα –
- να ξεψυχήσει ολότελα, μια πιθαμή μόνο μακριά από τον σκοπό του! Αληθινά, πρέπει να τον πιάσετε από τα μαλλιά και να τον σύρετε ως τον ουρανό του - αυτόν τον ήρωα!
Μα καλύτερα ακόμα να τον αφήσετε ξαπλωμένο εκεί που κείτεται για να έρθει ο ύπνος ο παρηγορητής με το δροσερευτικό μούρμουρο της βροχής:
Αφήσετε τον να κείτεται, ίσαμε να ξυπνήσει μέσα του – ίσαμε να πετάξει από πάνω του κάθε κούραση και κάθε τι που του έμαθε η κούραση!
Μόνο αδελφοί μου, να διώξετε μακριά του τους σκύλους, τους σάπιους ποδογλείφτες και όλο το εξημμένο σκυλολόι:
- όλο το εξημμένο σκυλολόι των «μορφωμένων» που τρέφεται από τον ιδρώτα κάθε ήρωα!

19

Γύρω μου χαράσσω κύκλους και άγια σύνορα. Όλο και λιγότεροι ανεβαίνουν μαζί μου σε ολοένα ψηλότερα βουνά: χτίζω ένα βουνό από όλο και πιο άγια βουνά.
Μα όπου και αν μπορέσετε να ανεβείτε μαζί μου, αδελφοί μου: έχετε τον νού σας να μην ανεβεί μαζί σας και κανένα
παράσιτο!
Παράσιτο: ένα σκουλήκι, που σέρνεται, που τρυπώνει παντού, που θέλει να παχαίνει από τους άρρωστους, πληγωμένους αγκώνες σας.
Και η τέχνη του είναι να μαντεύει που κουράστηκαν οι αναρριχώμενες ψυχές: μέσα στη θλίψη σας και στην αποθάρρυνση σας, μέσα στην τρυφερή ντροπαλοσύνη σας χτίζει την αηδιαστική φωλιά του.
Εκεί που ο ισχυρός είναι ανίσχυρος, εκεί που ο ευγενής είναι πάρα πολύ μαλακός – εκεί μέσα χτίζει την αηδιαστική φωλιά του: το παράσιτο κατοικεί εκεί που ο μεγάλος έχει μικρούς, πληγωμένους αγκώνες.
Ποιο είναι το ανώτατο είδος όλων των όντων και ποιο το κατώτατο; Το παράσιτο είναι το κατώτατο είδος. Αλλά αυτός που ανήκει στο ανώτατο είδος τρέφει και τα περισσότερα παράσιτα.
Η ψυχή ακριβώς, που έχει τη μακρύτερη σκάλα και που μπορεί να κατεβεί καθύτερα: πώς να μην καθίσουν πάνω της τα περισσότερα παράσιτα; -
- Η πιο πλατειά ψυχή, που μπορεί να τρέξει μακρύτερα μέσα της και να παραπλανηθεί και περιπλανηθεί η πιο αναγκαία, που από χαρά ρίχνεται στην τύχη:
- Η υπάρχουσα ψυχή, που βυθίζεται μέσα στο γίγνεσθαι. Η κατέχουσα, που θέλει να περάσει μέσα στη θέληση και την επιθυμία! –
- Η ψυχή που αποφεύγει τον εαυτό της, που επανευρίσκει σε πλατύτερους κύκλους τον εαυτό της. Η φρονιμότερη ψυχή, που η τρέλα την προσκαλεί με τον γλυκύτερο τρόπο:
- Η ψυχή, η πιο ερωτευμένη με τον εαυτό της ψυχή, όπου όλα τα πράγματα έχουν το ρέμα και το αντίρεμα τους, και τη φουσκονεριά και τη φυρονεριά τους – Ω,
πως η πιο υψηλή ψυχή να μην έχει και τα χειρότερα παράσιτα;

20

Ω αδελφοί μου, είμαι σκληρός λοιπόν; Αλλά λέγω: αυτό που πέφτει, πρέπει να το σπρώχνουμε και από πάνω!
Ό,τι ανήκει στο σήμερα – πέφτει, ξεπέφτει: ποιος θα ήθελε να το συγκρατήσει! Μα εγώ – εγώ θέλω να το σπρώξω και από πάνω!
Γνωρίζετε την ηδονή, που κατρακυλά πέτρες σε απόκρημνες αβύσσους; - Οι άνθρωποι τούτοι οι σημερινοί: Μα δείτε τους, πως κατρακυλούνε στην άβυσσο μου!
Είμαι ένα πρώτο δείγμα παιξίματος καλύτερων παιχτών, ω αδελφοί μου! Ένα παράδειγμα είμαι! Κάνετε και σεις κατά το παράδειγμα μου!
Και όποιον δεν διδάξετε να πετά, διδάξετε τον –
να πέφτει γρηγορότερα!

21

Αγαπώ τους γενναίους: μα δεν αρκεί να ξέρεις να χρησιμοποιείς τη μάχαιρα – πρέπει να ξέρεις και ποιόν μαχαιρώνεις!
Και πολλές φορές υπάρχει πιο πολλή γενναιότητα στο να συγκρατιέται κανείς και να προσπερνά: Και αυτό για να φυλάς τον εαυτό σου για έναν αξιότερο εχθρό!
Πρέπει να έχετε εχθρούς μόνο για να τους μισείτε, αλλά όχι εχθρούς για να τους περιφρονείτε: πρέπει να είσαστε περήφανοι για τους εχθρούς σας: αυτό το δίδαξα κιόλας, άλλοτε.
Να φυλάτε τον εαυτό σας, ω φίλοι μου, για τον αξιότερο εχθρό: Γι’ αυτό πρέπει να προσπερνάτε πολλούς,
- προπαντός το σκυλολόι, που σας κοπανά στο αυτί για λαό και λαούς.
Διατηρείστε το μάτι σας καθαρό από το «Υπέρ» και το «Κατά» τους! Γιατί υπάρχει πολύ δίκιο, πολλή αδικία: όποιος τα βλέπει οργίζεται.
Να βλέπεις, να μαστιγώνεις – είναι Ένα: γι’ αυτό πηγαίνετε στα δάση και βάλετε τη μάχαιρά σας στη θήκη της!
Τραβήξετε τον δρόμο σας! Και αφήσετε λαό και λαούς να τραβήξουν τον δικό τους! – δρόμο σκοτεινό, αλήθεια, όπου μήτε Μία ελπίδα δε λαμπυρίζει πια!
Ας κυριαρχεί ο μπακάλης εκεί που παν ό,τι λάμπει ακόμα – είναι χρυσός μπακαλίστικος! Ο καιρός των βασιλιάδων πέρασε πια: ό,τι σήμερα ονομάζεται λαός δεν του αξίζει να έχει βασιλιά.
Μα για δείτε, αλήθεια, πόσο οι σημερινοί αυτοί λαοί φέρνονται όπως οι ίδιοι οι μπακάληδες: μαζεύουνε και τα μικρότερα οφέλη ακόμα και μέσα από τα σκουπίδια!
Καιροφυλαχτούν ο ένας τον άλλον, κάτι εποφθαλμιούν ο ένας από τον άλλον – και αυτό το ονομάζουν «καλή γειτνίαση». Ω μακάρια, μακρινή εποχή, που ο λαός έλεγε μέσα του: «θέλω να κυριαρχήσω πάνω σε λαούς!»
Γιατί, αδελφοί μου: Το Άριστο πρέπει να κυριαρχήσει, το Άριστο θέλει να κυριαρχήσει! Και όπου η διδασκαλία λέει άλλα, εκεί –
λείπειτο Άριστο!

22

Αλίμονο, αν Αυτοί – είχανε το ψωμί χάρισμα! Για τι πράγμα θα φώναζαν τότε; Για τι θα κουβέντιαζαν – αν όχι για τη κουβέντα τους. Και ύστερα η ζωή τους είναι, λέει, βαριά!
Αρπαχτικά θεριά είναι: στην «εργασία» τους – και σε αυτήν ακόμα υπάρχει αρπαγή, στο «κέρδος» τους – και σε αυτό ακόμα υπάρχει πανούργα αγάπη! Και ύστερα, λέει, η ζωή τους είναι βαριά για αυτό!
Πρέπει, λοιπόν, να γίνουν αρπαχτικότερα ακόμα θεριά, πιο λεπτά, πιο έξυπνα,
πιο όμοια με τον άνθρωπο: ο άνθρωπος ακριβώς είναι το μεγαλύτερο αρπαχτικό θεριό.
Ο άνθρωπος άρπαξε κιόλας όλων των ζώων τις αρετές: Και αυτό γιατί ο άνθρωπος είχε την πιο βαριά ζωή από όλα τα ζώα.
Μόνο τα πουλιά είναι ακόμη ανώτερα μου. Και αν ο άνθρωπος μάθαινε ακόμα και να πετά, αλίμονο! –
σε τι ύψη δεν θα πετούσε η αρπαχτικότητά του!

23

Έτσι θέλω τον άντρα και τη γυναίκα: προκομμένο στον πόλεμο τον Έναν, προκομμένη σε γέννες την Άλλη, μα προκομμένους στον χορό, με κεφάλι και πόδια, και τους Δύο.
Και χαμένη να θεωρούμε τη μέρα που δε χορέψαμε ούτε Μία φορά! Και ψεύτικη ας ονομάσουμε κάθε αλήθεια, που δεν έχει μέσα της ούτε Ένα γέλιο!

24

Η απόφαση του γάμου σας: προσέξετε να μην είναι μια κακή
απόφαση! Αποφασίζετε πάρα πολύ γρήγορα: έτσι επακολουθεί η διάλυση του γάμου σας!
Και καλύτερα η διάλυση του γάμου παρά η υποταγή στο γάμο, το ψέμα στο γάμο! – Έτσι μου μίλησε μια γυναίκα: «διέλυσα, βέβαια τον γάμο μου, αλλά πρώτα διέλυσε ο γάμος – εμένα!»
Οι κακοζευγαρωμένοι πάντα μου φαίνονταν σαν οι χειρότεροι μνησίκακοι: αντεκδικούνταν τον κόσμο, μόνο γιατί δεν μπορούσαν πια να τρέξουνε χώρια ο ένας από τον άλλο.
Γι’ αυτό θέλω οι τίμιοι να λένε μεταξύ τους: «αγαπιόμαστε: ας προσέξουμε, να μείνουμε πάντα αγαπημένοι! Ή η υπόσχεση μας πρέπει να είναι μια παρεξήγηση;»
- «Δώσετε μας μια προθεσμία και έναν σύντομο γάμο, για να δούμε αν αντέχουμε σε έναν μακροχρόνιο γάμο! Μεγάλο πράγμα να είμαστε πάντα δύο!»
Έτσι συμβουλεύω όλους τους τίμιους. Και τι να ήταν τότε η αγάπη μου για τον υπεράνθρωπο και για κάθε τι που μέλλεται να έρθει αν διαφορετικά συμβούλευα και μιλούσα!
Δεν πρέπει να πολλαπλασιάζεστε, παρά και να
υψώνεστε – γι’ αυτό, αδελφοί μου, ας σας βοηθήσει ο κήπος του γάμου!

25

Όποιος μελέτησε τις αρχαίες καταγωγές, για δες, αυτός θα αναζητήσει τις πηγές του μέλλοντος και τις νέες καταγωγές.
Ω αδελφοί μου, δε θα περάσει πολύς καιρός και θα ξεπηδήσουν νέοι λαοί και νέες πηγές θα κελαρύσουνε σε νέες αβύσσους.
Γιατί ο σεισμός – καταχώνει πολλά πηγάδια, δημιουργεί μεγάλη δίψα: φέρνει όμως και στο φως πολλές εσωτερικές δυνάμεις και μυστικότητες.
Ο σεισμός φανερώνει νέες πηγές. Στον σεισμό αρχαίων λαών ξεπήδησαν νέες πηγές.
Και όποιος φωνάζει: «Για δες εδώ ένα πηγάδι, για πολλούς διψασμένους, Μία καρδιά για πολλούς γιομάτους επιθυμίες, Μία θέληση για πολλά εργαλεία»: - γύρω του μαζεύεται ένας λαός, δηλαδή: πολλοί αναζητητές.
Ποιος μπορεί να διστάζει, ποιος πρέπει να υπακούει –
να τι αναζητιέται εκεί! Αχ, με πόσες μακρόχρονες αναζητήσεις και εικασίες και αποτυχίες και μαθήματα και νέες απόπειρες!
Η ανθρώπινη κοινωνία: είναι ένα πείραμα, αυτό διδάσκω, - μια μακρά αναζήτηση: αλλά αναζητά τον διατάζοντα!
- ένα πείραμα, ω αδελφοί μου! Και κανένα «συμβόλαιο»! σπάσετε, σπάσετε τα τέτοια λόγια αυτών που έχουν αλαφριά την καρδιά και χλιαρό τον λόγο!

26

Ω αδελφοί μου! Σε ποιους βρίσκεται, αλήθεια, ο μέγιστος κίνδυνος όλου του ανθρώπινου μέλλοντος; Μήπως στους Καλούς καις τους Δίκαιους, - που μιλούνε και αισθάνονται στην καρδιά: «Ξέρουμε κιόλας τι είναι καλό και δίκαιο, το έχουμε και εμείς. Αλίμονο σε αυτούς που το αναζητούνε ακόμα!»
Και ας κάνουν όση βλάβη μπορούνε οι κακοί: η βλάβη των καλών είναι η βλαβερότερη από τις βλάβες βλάβη.
Και ας κάνουν όση βλάβη μπορούνε οι συκοφάντες του κόσμου: η βλάβη των καλών είναι η βλαβερότερη από τις βλάβες βλάβη.
Ω αδελφοί μου, κάποιος είδε, κάποτε, μέσα στην καρδιά των Καλών και των Δίκαιων, και είπε: «Είμαι φαρισαίοι!». Μα δεν τον κατάλαβαν.
Και οι ίδιοι οι Καλοί και οι Δίκαιοι δεν ήταν δυνατό να τον καταλάβουν: το πνεύμα τους είναι φυλακισμένο μέσα στην καλή τους συνείδηση. Η κουταμάρα των Καλών είναι ακαταμέτρητα έξυπνη.
Αλλά η αλήθεια είναι τούτη εδώ: οι Καλοί
οφείλουν να είναι φαρισαίοι – η εκλογή δεν τους ανήκει!
Οι Καλοί
οφείλουν να σταυρώνουν εκείνον που ανακάλυψε την ίδια του την αρετή! Αυτή είναι η αλήθεια!
Μα ο δεύτερος, που ανακάλυψε τη χώρα τους, τη χώρα, την καρδιά και τη γη των Καλών και των Δίκαιων: ήταν εκείνος που ρώτησε: «ποιόν μισείτε περισσότερο;»
Τον
δημιουργό μισούν περισσότερο: αυτόν που συντρίβει πλάκες και παλιές αξίες, τον καταστροφέα – αυτόν ονομάζουν εγκληματία
Οι Καλοί ακριβώς – δεν
μπορούν να δημιουργήσουν: αυτοί είναι πάντα η αρχή του τέλους:
- σταυρώνουν αυτόν που σε νέες πλάκες αξίες νέες χαράσσει, θυσιάζουν στον εαυτό τους το μέλλον – σταυρώνουν όλο το ανθρώπινο μέλλον!
Οι Καλοί – πάντα ήσαν η αρχή του τέλους.

27

Ω αδελφοί μου, καταλάβατε επίσης τον λόγο τούτο; Και αυτό που σας έλεγα, άλλοτε, για τον «τελευταίο άνθρωπο»;
Σε ποιους βρίσκεται ο μέγιστος κίνδυνος όλου του ανθρώπινου μέλλοντος; Δε βρίσκεται στους Καλούς και στους Δίκαιους;
Συντρίψετε, συντρίψετε τους Καλούς και τους Δίκαιους! – Ω αδελφοί μου, καταλάβατε και τον λόγο τούτο;

28

Φεύγετε μακριά μου; Τρομάξατε; Νιώσατε φρίκη μπροστά σε τούτο το λόγο;
Ω αδελφοί μου, όταν σας κάλεσα να συντρίψετε τους Καλούς και τις πλάκες των Καλών: τότε μόνο μπαρκάρισα τον άνθρωπο για το ανοιχτό πέλαγος.
Και μόνο τώρα τον πιάνει ο μεγάλος τρόμος, το μεγάλο κοίταγμα γύρω του, η μεγάλη αρρώστια, η μεγάλη αηδία, η μεγάλη ναυτία.
Ψεύτικες παραλίες και ψεύτικες ασφάλειες σας δίδαξαν οι Καλοί. Στο ψέμα των Καλών γεννηθήκατε και ανατραφήκατε. Όλα, ως το βάθος τους, τα ψεύτισαν και τα χάλασαν οι Καλοί.
Όποιος όμως ανακάλυψε τη χώρα Άνθρωπος, ανακάλυψε και τη χώρα «Ανθρώπινο Μέλλον». Τώρα πρέπει να γίνεται θαλασσοπόροι, γενναίοι, υπομονετικοί!
Περπατάτε ορθοί, έγκαιρα, ω αδελφοί μου, μάθετε να πηγαίνετε ορθοί! Η θάλασσα φουρτουνιάζει: πολλοί από εσάς θέλουν αναστήλωμα.
Η θάλασσα φουρτουνιάζει: όλα είναι στη θάλασσα. Με το καλό! Με το καλό, λοιπόν! Ω γέρικες καρδιές θαλασσόλυκων!
Τι θα πει πατρίδα!
Το τιμόνι μας θέλει να πάμε κατά κει που είναι η γη των παιδιών μας! Κατά κει, πιο φουρτουνιασμένη από τη θάλασσα, φουρτουνιάζει η μεγάλη λαχτάρα μας!

29

«
Γιατί είσαι τόσο σκληρό! – είπε κάποτε το κάρβουνο της κουζίνας στο διαμάντι. Δεν είμαστε λοιπόν, κοντινοί συγγενείς
Γιατί είσαστε τόσο μαλακοί, ω αδελφοί μου, έτσι σας ρωτώ εγώ: δεν είσαστε λοιπόν – αδελφοί μου;
Γιατί τόσο μαλακοί, τόσο ενδοτικοί και υποχωρητικοί; Γιατί υπάρχει τόση άρνηση, απάρνηση στις καρδιές σας; Τόση λίγη μοίρα στο βλέμμα σας;
Κι αν δε θέλετε να είσαστε μοιραίοι και ανελέητοι: πως θα μπορέσετε να νικήσετε, κάποτε, μαζί μου;
Κι αν η σκληρότητα σας δε θέλει να λάμψει και να χωρίσει και να ξεσκίσει: πως θα μπορέσετε να δημιουργήσετε κάποτε μαζί μου;
Οι δημιουργοί είναι σκληροί, ακριβώς. Και μακαριότητα πρέπει να σας φαίνεται το να αφήσετε τα ίχνη του χεριού σας πάνω σε χιλιετίες, σάμπως σε μαλακό κερί – μακαριότητα το να γράψετε πάνω στη θέληση των χιλιετιών, σάμπως σε χαλκό, - σκληρότεροι από χαλκό, ευγενέστεροι από τον χαλκό. Το σκληρότερο είναι το ευγενέστερο.
Τη νέα τούτη πλάκα, ω αδελφοί μου, βάνω από πάνω σας.
Γίνετε σκληροί!

30***

Ω εσύ θέληση μου! Ω τροπή κάθε ανάγκης, ω αναγκαιότητα μου! Φύλαγε με από κάθε μικρή νίκη!
Ω αποστολή της ψυχής μου που τη λέω Πεπρωμένο! Ω εσύ, που είσαι μέσα μου! Που είσαι από πάνω μου! Φύλαγε με και προόριζε με για ένα μεγάλο πεπρωμένο!
Και εσύ θέληση μου, φύλαξε το τελευταίο μεγαλείο σου για το τέλος σου – για να είσαι ανελέητη στη νίκη σου! Αχ, ποιος δεν υπόκυψε στη νίκη του;
Αχ, τίνος το μάτι δεν σκοτείνιασε αυτό το μεθυσμένο λυκόφωτο! Αχ, τίνος το πόδι δε σκόνταψε και δεν ξέμαθε να στέκεται όρθιο στη νίκη!
- Για να είμαι, μια ημέρα, έτοιμος και ώριμος, όταν θα έρθουν τα Μεγάλα Μεσημέρια:έτοιμος και ώριμος, του πυρωμένου χαλκού όμοιος, του βαριού από αστραπές σύννεφου όμοιος και των φουσκωμένων από γάλα μαστών όμοιος:
- Έτοιμος για τον ίδιο τον εαυτό μου και για την πιο κρυφή θέληση μου: ένα τόξο που είναι σε οργασμό για την σαΐτα του, μια σαΐτα που είναι σε οργασμό για το αστέρι της:
- Ένα αστέρι, έτοιμο και ώριμο στο Μεγάλο μεσημέρι του, πυρωμένο και σαιτολαβωμένο, ευτυχισμένο από τις σαΐτες του ήλιου που το εκμηδενίζουν:
- Ένας ήλιος και εγώ και μια ανελέητη θέληση ήλιου, έτοιμος να εκμηδενίσω νικώντας!
Ω θέληση μου, ω τροπή κάθε ανάγκης, ω αναγκαιότητά
μου! Προόριζε με για μια μεγάλη νίκη!
Έτσι μίλησεν ο Ζαρατούστρα.

Φ. Νίτσε

*** Το νούμερο 30 το έγραψα πριν λίγο καιρό σε κάποιο ξεχωριστό άτομο. Το άτομο αυτό γνωρίζει την ύπαρξη της ιστοσελίδας, αλλά δεν ξέρω αν την κοιτάει, πόσο μάλλον αν θα διαβάσει όλο αυτό το κείμενο. Το θέμα είναι ότι δεν το είχα γράψει έτσι όπως το αντέγραψα για την ιστοσελίδα από την σωστότατη μετάφραση του Άρη Δικταίου, επειδή πρώτον, σε κάποια σημεία οι λέξεις μου φάνηκαν άπρεπες, και δεύτερον, το άτομο αυτό δεν νομίζω να γνωρίζει την θεωρία του Μεγάλου Μεσημεριού και δεν ήθελα να το μπερδέψω. Με τιμή.