ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΠΙΛΕΚΤΑ XIV Σάτιρα με «μέτρο», ευθυμία δίχως όρια |
[Μπόι δυο πήχες, / κόψη κακή, / γένια με τρίχες / εδώ κι εκεί. - Η ζωγραφιά μου] Σήμερα θα τολμήσουμε αποκοτιά μεγάλη, που μας προήλθε ξαφνικά, από ποτό και ζάλη. Εκεί που γράφαμε λοιπόν το θέμα της βδομάδας – με την γνωστή την μέθοδο και σε πολλάς αράδας – τα γράμματα εξεγέρθηκαν, δεν θέλανε να μπούνε στην κλασική τους την σειρά και εκεί να ενωθούνε. Μαζεύονται όλα στην γωνιά και αρχίζουν να μιλούνε στραβά να με κοιτάζουνε και να συνωμοτούνε. Σε κάνα εικοσάλεπτο στρέφονται προς τα μένα τον λόγο παίρνει το Ο και λέει συγκινημένα: «Εχθές όταν εμάθαμε πως το καινούργιο θέμα είναι ο Γεώργιος Σουρής μας φάνηκε σαν ψέμα. Αυτός πάντα μας φρόντιζε, μας χτένιζε πριν βγούμε δεν μας πετούσε ’δώ και εκεί, για αυτό και τον τιμούμε. Κατάληψη θα κάνουμε μες στις λευκές σελίδες – σε εκείνον να του μοιάσουμε δεν έχουμε ελπίδες – και το κάθε ένα από εμάς δύο λόγια θα του στείλει, έτσι τιμούν τον ποιητή κάποιοι παλιοί του φίλοι». Ξάφνου τα γράμματα άλλαξαν, έγιναν πάλι λέξεις κι αγκαλιαστήκανε μαζί και άντε να τα ξεμπλέξεις, και εσείς να ξέρετε καλά στα παρακάτω θαύματα ευθύνη πια δεν έχω εγώ, αλλά όλα τα γράμματα. Γεννήθηκε ο ποιητής εις την ωραία Σύρο ήταν καλός στα γράμματα, μ’ αποζητούσε κλήρο, εν τέλει τα κατάφερε – η τύχη πώς τα φέρνει – και τον Θεό να προσκυνά και σ’ όλους να τα ψέλνει. Μα ας δούμε ο ίδιος τι έλεγε για την καταγωγή του το πού κρατούσε η σκούφια του που είχε στην κεφαλή του: «Κατ’ άλλους είμαι γέννημα της ηρωίδος Χίου και λέγουν πως εξ ευγενούς κατάγομαι στοιχείου, πλην άλλοι παραδέχονται πατρίδα μου την Σύρον και άλλοι περισσότεροι την νήσον των Κυθήρων. Αλλά εγώ επιθυμώ να είμαι πάντα Χιώτης, μα κάποτε και Συριανός και εσθ’ ότε Τσιριγώτης». Και ενώ πάντα ονειρεύονταν τα ράσα και τις λέξεις παραβιάσθη η εντολή που έλεγε « Ου μπλέξεις». Τι ήθελε ο πατέρας του κι έμπλεξε με το εμπόριο κι ήρθε η χρεοκοπία του για την ζωή του εμπόδιο; Και ενώ στην εφηβεία του ζούσε μ’ ευημερία ξάφνου Ρωσία βρέθηκε να ψάχνει για εργασία. Και πώς να αντέξει ο νεαρός στα δεκαεπτά του χρόνια σιτοβολώνες να θωρεί στα παγωμένα χιόνια; Στους τρεις τούς μήνες θέλησε πίσω πια να γυρίσει μα πρώτα όμως σκέφτηκε τις Μούσες να ρωτήσει, μα αν εσείς πιστεύετε ότι σας λέω ψέμα διαβάστε αυτός τι έγραφε κι αφήστε με εμένα: «Κλεινέ της Μούσης ήρως, τι κάθεσαι εις το σακί και σκύβεις το κεφάλι; Σήκω επάνω τίναξε του σιταριού τη σκόνη! Πώς έτσι έγινες εδώ συ ο κλεινός Σουρής; Κατάστιχα και σιτηρά φροντίς σου να ’ναι μόνη και ως ο Άσωτος υιός τους χοίρους να φρουρείς»; Και από τα χιόνια του βορρά γύρισε στην Αθήνα τραγούδαγε σαν τζίτζικας κατά τον πρώτο μήνα, μα όταν πέρασε ο καιρός και χόρτασε ευτυχία γουργούριζε ο στόμαχος κι έψαξε γι’ εργασία. Λέν’ η δουλειά δεν είν’ ντροπή κι ας σκούπιζες ασφάλτους μα ποιος θα το περίμενε πως θ’ έψελνε θανάτους. Τα χρόνια εκείνα ήτανε μόδα εις τις κηδείες κάποιος να έβγαινε εκεί να λέει ανοησίες, και αντί να θάβουν τον νεκρό με τα δικά τους λόγια πλήρωναν ένα λόγιο να γράφει μοιρολόγια. Το τι καλός που ήτανε, τι μέγας ευεργέτης αλλά δεν γράφανε ποτέ «ο τύπος ήταν κλέφτης». Βέβαια η καριέρα αυτή δεν ήταν το όνειρό του και οργιζόταν φυσικά για αυτό τον ξεπεσμό του: «Όταν κανείς τα τίναζε το είχα για χαρά μου και όλο έψαχνα να βρω κανένα κελεπούρι και ο Ερμής ερχόμενος συχνά στα όνειρά μου μου έδινε φτυσίματα και φάσκελα στη μούρη». Ήταν λίγο περίεργο νεκροί, ζωή να δίνουν σε έναν καινούργιο ποιητή σαν την ζωή αφήνουν. Έστω και έτσι τελικά ξεχώρισε συντόμως απ’ τους καινούργιους ποιητές και άνοιξε ο δρόμος. Ποιήματα, θεατρικά, βιβλία, κωμωδίες σημείωναν εις το κοινό λαμπρές επιτυχίες, και αυτός που λίγα χρόνια πριν το ράσο αποζητούσε ο ίδιος μες στα κείμενα σαν διάβολος μιλούσε: «Απελπισθείς εκ των εδώ, στην Κόλασιν κατέβην και με συντρόφους φωτεινούς από εκεί ανέβην, συντρόφους δύο εκλεκτούς και Διαβόλους πρώτους. μη δεν ανέσυρε το φως και ο Πλάστης εκ του σκότους; Είναι κι οι δύο ποιηταί, υποκριταί μεγάλοι, Διάβολοι με κέρατα κι οι δύο στο κεφάλι». Σημείο καθοριστικό σε όλη του την πορεία την σύζυγο όταν γνώρισε ονόματι Μαρία. Σε εκείνη πρωτοδιάβαζε κάθε καινούργιο ποίημα μακριά της ήταν δύσκολο να κάνει κι ένα βήμα. Βέβαια η οικογένεια έχει κουπί μεγάλο (σε όποιον δεν έχει παντρευτεί τα σέβη μου υποβάλλω) έτρεχαν τα γραμμάτια –τρία παιδιά στο σπίτι – κι η ποίηση από μόνη της δεν πλήρωνε το νοίκι. Έγραφε εις τον «Ραμπαγάν» στο «Φως» και σε άλλα φύλλα βιβλία, περιοδικά και σ’ έντυπα ποικίλα. Ο κύκλος του ήταν ποιητές, λόγιοι πεζογράφοι Γαβριηλίδης, Δροσίνης, Παλαμάς και δημοσιογράφοι. Πτυχίο Φιλοσοφικής προσπάθησε να πάρει με δημοσίου σιγουριά ζωή να κουμαντάρει, αλλά απερρίφθη τελικώς λόγω της σατιράς του παίρνοντας βαθμούς μικρούς από τους καθηγητάς του. «Μετά μεγάλης μου χαράς τοις φίλοις αναγγέλλω πως εξετάσθην των θυρών ερμητικώς κλεισμένων στον πολυγένη Φιντικλή και τον Σπανό Σεμτέλο. και απορρίφθεις μυστικά μετά πολλών επαίνων. Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες, αρχίζομεν τα πρώτα, πάλι Ρωμηός και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κότα» Αφού βυθίσθη αύτανδρος σε αυτές τις εξετάσεις – απόρριψη που έφερε στους λόγιους ενστάσεις – έστρεψε το ταλέντο του και όλη του την γνώση σε εφημερίς σατυρική που είχε από χρόνο εκδώσει. Όλοι γνωρίζουν φυσικά «Ρωμηός» αυτή λεγόταν κι η φήμη του μέσα από εκεί διαρκώς εξαπλωνόταν. «Εφημερίς που την γράφει ο Σουρής» έγραφε και δεν χόρταινες εσύ να την θωρείς. Η ύλη όλη γράφονταν απ’ τα δικά του χέρια και οι στίχοι του παρόμοια δεν ξαναβρίσκαν ταίρια. Ο «Ρωμηός» μαστίγωνε την κάθε εξουσία που φύλαγε τα νώτα της με την λογοκρισία. Ακόμα και όταν ένταλμα είχαν να τον δικάσουν – δυο μήνες εκρυβότανε να μην τον μπουζουριάσουν – η εφημερίδα έβγαινε με τόση παρρησία κράζοντας την παλατιανή διαφθορά και ανοησία. Βλέπετε η βασίλισσα η Όλγα επροσβλήθη όταν σαν «κυρα-Γιώργαινα» από τον Σουρή εβλήθη. Υπήρξε δημοτικιστής, σεμνός και ιδεολόγος αλλά τι να πούμε εμείς; Να ο δικός του λόγος: «Θα είμαι δημοκρατικός κατά τις περιστάσεις, μα θα είμαι και βασιλικός, θα είμαι ό,τι θέλω θε να γυρεύω κάποτε κι εγώ επαναστάσεις αλλ’ όμως και στους βασιλείς θα βγάζω το καπέλο». Άλλοι τον είπαν «λυρικό» και άλλοι «Αριστοφάνη» το μόνο που είναι σίγουρο πως άλλος δεν εφάνη με «Περικλέτο», «Φασουλή» και άλλα ευρήματά του και θαυμασμό να προκαλεί και γέλωτες θανάτου. Στα χίλια εννιακόσια οκτώ για Νόμπελ επροτάθη αυτός που για πτυχίο Φιλοσοφικής άξιος δεν εστάθη. Χίλια εννιακόσια δεκαεννιά, 26 Αυγούστου ταξίδεψε ο ποιητής της τέχνης και του γούστου. Ο ίδιος δεν θα ήθελε κλάματα και δυστύχους κι αντί ελεγείας γράφουμε τους τελευταίους στίχους. Τηλέγραφος τους έστειλε, στον Βενιζέλο εδόθη στης Σμύρνης την κατάληψη τρία χρόνια πριν την πτώση: «Χρυσοφτέρωτοι πετούνε τόσοι πόθοι τόσων θρύλων, και φωνάζει κόσμος σκλάβος: “Μεγαλόστομε Προφήτη” φαίνεται πως είσαι κάποιος των Ιουδαίων των Δακτύλων που μεγάλωσε τον Δία στις κορφές του Ψηλορείτη». Τώρα που έφυγε ευθύς του μεθυσιού η ζαλάδα το βράδυ ετελείωσε και βγήκε η λιακάδα, σκεφτόμαστε πως ο Σουρής παπάς έγινε εντέλει μα στην δικιά του εκκλησιά εγγράφανε αγγέλοι. Πιστέψαμε οι αφελείς απλό αυτό πως ήταν τον σκύλο να χορτάσουμε να φάμε και την πίταν. Να γράψουμε λοιπόν δύο λόγια σαν εκείνον και αντί αυτού μυρίσαμε τον ευωδάτον κρίνον. Μα ο Θεός της Σάτιρας από το αυτί μας παίρνει δύο στροφές μας γύρισε, στον διάολο μας στέλνει: «Αν γύρω πάλι εδώ σας δω, σας κόβω τα ποδάρια με copy paste όλοι σας γίνατε παλληκάρια». Και αναχωρούμε από εκεί σκύβοντας το κεφάλι μα πίσω του ετρέχουμε φωνάζοντάς του πάλι: «Να μην μας ρίξεις στην πυρά ως άλλος νέος Νέρων τουλάχιστον αποτύχαμε σε κάτι ενδιαφέρον». [Πολλά στοιχεία αντλήθηκαν από το καλό βιβλίο «Άπαντα Σουρή» που μοναχά ευρίσκετε σε παλαιοβιβλιοπωλείο. Του εξήντα έξι τη χρονιά Γιοβάνης το εκδίδει, Βαλλέτας το συνέγραψε και στο κοινό το δίδει]. Στις 2 Απριλίου 1827, η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας εξέλεξε κυβερνήτη της Ελλάδας τον Ιωάννη Καποδίστρια, άλλοτε υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας. Έφτασε στο Ναύπλιο στις 6 Ιανουαρίου 1828, μετά την καθοριστική ναυμαχία του Ναβαρίνου (8.10.1827), μετέφερε την πρωτεύουσα στην Αίγινα (11.1.1828) και διόρισε 27μελή κυβέρνηση. Οι τελευταίοι Τουρκοαιγύπτιοι αποχώρησαν από την Πελοπόννησο τον Αύγουστο του 1828 αλλά, στη Στερεά, υπήρχαν ακόμη τουρκικοί θύλακες (Βοιωτία, Ακρόπολη της Αθήνας κ.α.). Ο στρατός είχε οργανωθεί από τον Δημήτριο Υψηλάντη, ενώ, στο διπλωματικό πεδίο, ο Ιωάννης Καποδίστριας προσπαθούσε να πετύχει μια γραμμή συνόρων από την Άρτα ως τον Βόλο. Για τον σκοπό αυτό, οι πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων μαζεύτηκαν στον Πόρο, τον Δεκέμβριο του 1828. Για να μπλοκάρει τις προσπάθειες του Καποδίστρια, η Τουρκία ξεκίνησε μια στρατιωτική επιχείρηση που στόχο είχε να κόψει τη Στερεά στα δύο, στη Βοιωτία. Έτσι, ο Μαχμούτ πασάς με 6.000 πεζούς και 600 καβαλάρηδες ξεκίνησε από το Ζητούνι (Λαμία), πήρε τη Λιβαδειά και προσπάθησε να ενωθεί με τον τουρκικό θύλακα στη Θήβα. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, χωρίς να δώσει μάχη, διέταξε τις ελληνικές χιλιαρχίες να μετακινηθούν. Ο Γεώργιος Δυοβουνιώτης με τους δικούς του έπιασε την Αμφίκλεια και την Τιθωρέα, στον Παρνασσό. Μια άλλη χιλιαρχία τραβήχτηκε από τη Λιβαδειά στην παραλία, ενώ ο Βάσος Μαυροβουνιώτης οχυρώθηκε στο Μαρτίνο. Τους Τούρκους παρενοχλούσε το άτακτο ιππικό του Παπάζογλου, επιτρέποντας στους άμαχους να μετακινηθούν. Ο ίδιος ο Υψηλάντης πήγε από την Αράχοβα στη Δαύλεια. Οι Τούρκοι βρέθηκαν μέσα σ’ έναν ασφυχτικό κλοιό: Κλειστός ο δρόμος για τη Θήβα, κλειστός και για τον ανεφοδιασμό τους. Η βαρυχειμωνιά άρχισε να τους αποδεκατίζει. Ο Μαχμούτ συνεννοήθηκε με τη Θήβα κι ετοίμασε επίθεση από δυο μεριές στο Μαρτίνο, με σκοπό ν’ ανοίξει το δρόμο για την Εύβοια. Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1829 χωρίς τους Τούρκους της Θήβας που καθηλώθηκαν από την κακοκαιρία. Ο Μαυροβουνιώτης αντιμετώπισε 3.000 πεζούς και 500 καβαλάρηδες αλλά τους τσάκισε. Το τέλος της προέλασης στοίχισε στον Μαχμούτ 200 νεκρούς. Η άλωση του Μεσολογγίου, στις 10 Απριλίου 1826, και η γοργή προέλαση των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα είχαν ρίξει το ηθικό των Ελλήνων σε πολύ άσχημο σημείο. Στην Αθήνα, οι Τούρκοι πολιορκούσαν την Ακρόπολη, η πτώση της οποίας ήταν πια ζήτημα χρόνου. Στη Ρούμελη, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης διορίστηκε αρχιστράτηγος κι άρχισε την τακτική που τόσο καλά γνώριζε: Τον κλεφτοπόλεμο. Πέφτοντας, αιφνιδιαστικά, πάνω στις τουρκικές εφοδιοπομπές, προκαλούσε μεγάλες καταστροφές και αναζωογονούσε την επανάσταση στη Στερεά. Οι επιχειρήσεις του στέφονταν πάντα με επιτυχία, ανυψώνοντας πάλι το πεσμένο ηθικό. Ο Κιουταχής άρχισε να ανησυχεί από τη νέα τροπή της κατάστασης. Χρειαζόταν επειγόντως μια νίκη, αν ήθελε να σβήσει την επανάσταση. Ζήτησε από τον Ομέρ πασά της Εύβοιας να εκστρατεύσει ως τα Σάλωνα και να λύσει την πολιορκία που συνεχιζόταν από καιρό. Μέσα Ιανουαρίου 1827, ο Ομέρ πασάς ξεκίνησε με 2.000 πεζούς και 500 καβαλάρηδες. Στις 17, έφτασε στο Δίστομο που το κρατούσαν τριακόσιοι Σουλιώτες των Κίτσου και Νότη Μπότσαρη. Η τουρκική επίθεση ξεκίνησε αμέσως. Στη φοβερή μάχη που ακολούθησε, οι Τούρκοι πήραν το κέντρο του χωριού και στράφηκαν προς το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, όπου υποχωρούσαν δίχως θύματα οι Σουλιώτες. Με γοργή πορεία, 200 από τους πολιορκητές των Σαλώνων με επικεφαλής τον Γεωργάκη Δράκο, έσπευσαν στο Δίστομο κι ενώθηκαν με τους άλλους. Η ελληνική αντεπίθεση καθήλωσε τους Τούρκους μέσα στο χωριό. Στη μάχη, σκοτώθηκαν ογδόντα Τούρκοι και δυο Σουλιώτες. Από τη Βελίτσα, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης με 400 άντρες ήρθε να ενισχύσει τους Σουλιώτες. Ανάμεσα σ’ αυτόν και στους υπερασπιστές του Διστόμου μεσολαβούσε το τουρκικό στρατόπεδο. Νύχτα, 21 Ιανουαρίου, ακροπατώντας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και οι 400 του πέρασαν μέσα από το τουρκικό στρατόπεδο, όπου όλοι κοιμούνταν. Είχαν φτάσει στη μέση, όταν τους πήραν είδηση. Μέσα στον πανικό των Τούρκων, οι Έλληνες πέρασαν έχοντας μόνον ένα νεκρό. Τις επόμενες δέκα μέρες, βασίλευσε η απραξία καθώς οι Τούρκοι περίμεναν ενισχύσεις. Έφτασαν στις 31 του μήνα. Ήταν δυο τάγματα του τακτικού στρατού, με πειθαρχημένη παράταξη και ομοιόμορφες στολές. Οι Έλληνες δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο και τρόμαξαν. Ο τακτικός τουρκικός στρατός χτύπησε στις 3 Φεβρουαρίου. Στη μάχη που ακολούθησε, οι Έλληνες είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν πως η στολή δεν κάνει τον στρατιώτη. Ο τακτικός στρατός πετσοκόπηκε κι υποχώρησε, αφήνοντας 75 νεκρούς. Από την πλευρά των υπερασπιστών ούτε καν τραυματισμός υπήρξε. Δυο μέρες αργότερα, στις 5 Φεβρουαρίου 1827, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης διέταξε επίθεση. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε απόλυτα. Ο τουρκικός στρατός καταστράφηκε και όσοι επέζησαν, ξεκίνησαν την επομένη, να επιστρέψουν στην Εύβοια. Ήταν η μάχη του Διστόμου που επιτάχυνε την άλωση των Σαλώνων κι επέτρεψε την απελευθέρωση ολόκληρης της Στερεάς, με εξαίρεση το Μεσολόγγι, τη Ναύπακτο και τη Βόνιτσα. Η ιστορία της εξάρτησης της χώρας είναι παλιά όσο και η ίδια η χώρα. Αρκεί κανείς να διαβάσει το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας του κράτους για να καταλάβει, δίχως περιστροφές, πώς και πότε ετέθησαν τα στέρεα θεμέλια της ξενοκρατίας. Mετά την αποφασιστική επέλαση στην Αδριανούπολη της τσαρικής στρατιάς, η οποία παιάνιζε υπό τους «σκοπούς» της μοσχοβίτικης διπλωματίας, η Γηραιά Αλβιών συνδύασε τα φιλελληνικά της αισθήματα με τη δόξα του θρόνου της. Η μοίρα τού υπό σύσταση κρατιδίου αποφασιζόταν ερήμην ... της Ελλάδας! Στις 3 Φεβρουαρίου 1830, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία με την υπογραφή τους, διά χειρός των Άμπερντιν, Μονμορανού Λαβάλ και Λίβεν αντίστοιχα, αναγνωρίζουν επίσημα τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους. Με δυο λόγια, η Ελλάδα υπάρχει πλέον ως αναγνωρισμένο, κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος με διεθνή αναγνώριση, και εκτείνεται νότια της συνοριακής γραμμής που ορίζουν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός. «...Η διοριστική γραμμή των συνόρων της Ελλάδος, αρξαμένη από τας εκβολάς του Ασπροποτάμου, θέλει ανατρέξει τον ποταμόν αυτόν έως κατέναντι της λίμνης του Αγγελοκάστρου, και διασχίσασα τόσον αυτήν την λίμνην όσον και τας του Βραχωρίου και της Σταυροβίτσας, θέλει καταλήξει εις το όρος Αρτοτίνα, εξ ου θέλει ακολουθήσει την κορυφήν του όρους Άξου, την κοιλάδα της Κουτούρης, και την κορυφήν του όρους Οίτης, έως τον κόλπον του Ζητουνίου, εις τον οποίον θέλει καταντήσει προς τας εκβολάς του Σπερχειού. Όλαι αι χώραι και τόποι κείμενοι προς μεσημβρίας αυτής της γραμμής... θέλουν ανήκει εις την Ελλάδα... Θέλουν ανήκει ωσαύτως εις την Ελλάδα η νήσος Εύβοια ολόκληρος, αι Δαιμονόνησοι, η νήσος Σκύρος,και αι νήσοι, αι εγνωσμέναι το αρχαίον υπό το όνομα Κυκλάδες, συμπεριλαμβανομένης και της νήσου Αμοργού, κείμεναι μεταξύ του 36 και 39 βαθμού πλάτους βορείου, και του 26 βαθμού μήκους, ανατολικού του μεσημβρινού του Γρένβισχ». Άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 Στη λογική της διατήρησης των ισορροπιών, οι Άγγλοι «δώρισαν» στη Πύλη, ως παυσίλυπο αντάλλαγμα για την οδυνηρή θυσία της πλήρους ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, την περιοχή πέρα από τον Αχελώο, η οποία επανήλθε στην εξουσία του σουλτάνου (22 Μαρτίου 1829, Πρωτόκολλο του Λονδίνου). Με αυτή τη ρύθμιση, εξασφάλιζαν οι έμπειροι σε παρόμοιους διπλωματικούς χειρισμούς Άγγλοι αποικιοκράτες τα συμφέροντά τους. Ήθελαν να αποφύγουν κάθε γειτνίαση των υπό αγγλική κυριαρχία Επτανήσων με εδάφη που ανήκαν πλέον στην ελληνική επικράτεια, ώστε να μη δημιουργούνται συνειρμοί ενώσεώς τους μ’ αυτήν. «Την 27 Μαρτίου / 8 Απριλίου οι πρεσβευτές των τριών Δυνάμεων κοινοποίησαν στην οθωμανική Πύλη το περιεχόμενο του πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830. Στις 12/24 Απριλίου η οθωμανική Πύλη απάντησε προς τους πρεσβευτές ότι αποδέχεται τις περιεχόμενες στο πρωτόκολλο αποφάσεις των τριών Δυνάμεων. Έτσι αναγνωρίστηκε η πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδος και από την Τουρκία». Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος ΙΒ’, Η Ελληνική Επανάσταση, σελ.540 Από τον φόβο της Αδριανούπολης στη λύση του Λονδίνου Οι εξελίξεις είχαν ήδη δρομολογηθεί από τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (14 Σεπτεμβρίου του 1829). Ωστόσο, οι έντονες πρωτοβουλίες της Ρωσίας προκάλεσαν κραδασμούς στην αγγλική κυβέρνηση που δεν έβλεπε με καλό μάτι την αυξημένη επιρροή της ρωσικής αυτοκρατορίας στο ελληνικό ζήτημα. Η σκέψη τής δημιουργίας μιας ανεξάρτητης και ισχυρής Ελλάδας είχε πια ωριμάσει, μια και πρόβαλλε ως η καλύτερη λύση στο πρόβλημα που θα δημιουργούσε στην Ευρώπη η επικείμενη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ένθερμος θιασώτης αυτής της εξέλιξης ήταν ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας. Το 1830 η κυβέρνηση των Ουΐγων ανέθεσε στον Πάλμερστον το υπουργείο των Εξωτερικών της Γηραιάς Αλβιόνος. Ο Πάλμερστον παρέμεινε σ’ αυτή τη θέση για πολλά χρόνια, προωθώντας με ιδιαίτερο ζήλο τα συμφέροντα της Αγγλίας στην ανατολική Μεσόγειο και στην εγγύς Ανατολή. Η πολιτική του επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους. Αν και υπήρξε φιλέλληνας εκ πεποιθήσεως και υποστηρικτής της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, αντιτάχθηκε αρκετές φορές στα ελληνικά συμφέροντα προς χάριν των αγγλικών. Για την ακρίβεια, οι Άγγλοι φοβούνταν από τη μια, την κάθοδο των Ρώσων από τα Δαρδανέλλια κι από την άλλη, την εγκατάσταση των Γάλλων στην Αίγυπτο. Ωστόσο, όπως διαμορφωνόταν η πολιτική πραγματικότητα της εποχής (τέλη του 1829), οι διαθέσεις όλων των εμπλεκόμενων πλευρών συνέτειναν υπέρ μιας οριστικής διευθέτησης του ελληνικού ζητήματος. Σύμφωνα με τον διαπρεπή Άγγλο πολιτικό Γλάδστωνα, από τη Συνθήκη της Αδριανούπολης δρομολογήθηκε «το διεθνές συμβόλαιο της πολιτικής υπόστασης και αυτοτέλειας του ελληνικού κράτους». Καθώς φαίνεται, η ελληνική ελευθερία και η ίδρυση του ελληνικού κράτους επισφραγίστηκε από την προέλαση του ρωσικού στρατού ώς την ανατολική Βαλκανική και την Αδριανούπολη (8/20 Αυγούστου 1829) σε συνδυασμό με την παρέμβαση του Πάλμερστον ως υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας. «...αι τρεις Δυνάμεις συγχαίρουν αλλήλας»! Με το που έπεσαν οι υπογραφές, οι τρεις προστάτιδες χώρες, ανακουφισμένες θαρρείς, αντάλλασσαν συγχαρητήρια, μια και έφεραν σε αίσιο πέρας ένα μακροχρόνιο και δυσεπίλυτο ζήτημα (μέρος του Ανατολικού Zητήματος) με τρόπο που να ικανοποιούνται τα επί μέρους συμφέροντά τους. Στο «Συμπέρασμα» του πρωτοκόλλου δεν κρύβουν τον ενθουσιασμό τους για την οριστική διευθέτηση ενός «ενοχλητικού ζητήματος». Οι Έλληνες από τη μεριά τους, μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου, έβλεπαν να δικαιώνεται ο υπέρ της ελευθερίας αγώνας τους. Το πρωτόκολλο ήταν η απαρχή του ελεύθερου πολιτικού βίου του έθνους. Παρά το γεγονός ότι το νεοσύστατο κράτος δεν περιείχε στα σύνορά του το σύνολο των Ελλήνων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την εποχή που ξέσπασε ο Αγώνας, ωστόσο έμενε με την πρωτόγνωρη ικανοποίηση της επίσημης αναγνώρισης από τη διεθνή κοινότητα. «...H ελληνική Κυβέρνησις θέλει είναι μοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας». Το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος, παρείχε στις τρεις «προστάτιδες» δυνάμεις το δικαίωμα της επιλογής του προσώπου του βασιλέα της Ελλάδας χωρίς να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός. Ήδη, και πριν ακόμα από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου Ανεξαρτησίας, κατόπιν διαβουλεύσεων «γύρω από το πρόσωπο του Ηγεμόνα της Ελλάδος» που διήρκεσαν περίπου τρεις μήνες, ο πρωθυπουργός Γουέλινγκτον, με τη σύμφωνη γνώμη Ρώσων και Γάλλων, κατέληξε στον πρίγκιπα Λεοπόλδο του Σαξ - Κοβούργου, ως το ενδεδειγμένο πρόσωπο για να στεφθεί ηγεμόνας της «ανεξάρτητης» Ελλάδας. Στο μεταξύ ο Λεοπόλδος είχε φροντίσει να εισηγηθεί, κατόπιν παρότρυνσης του Καποδίστρια, να συμπεριληφθεί και η Κρήτη στο ελληνικό κράτος και να δηλώσει ότι δεν θα δεχόταν τον θρόνο αν δεν επιδοκίμαζε ο ελληνικός λαός την εκλογή του. Όροι οι οποίοι (εννοείται) αγνοήθηκαν παντελώς, με συνέπεια ο Λεοπόλδος να αρνηθεί τον θρόνο! Ουδείς (γαλαζοαίματος) αναντικατάστατος! Οι τρεις Δυνάμεις κάλυψαν το κενό που άφησε με την παραίτησή του από τα δικαιώματα του ελληνικού θρόνου ο Λεοπόλδος, με την επιλογή του Όθωνα , δευτερότοκου γιου του Λουδοβίκου A' της Βαυαρίας. Δόξα τω Θεώ, η Ευρώπη δεν ξέμενε από... πρόθυμους γαλαζοαίματους. Δυο χρόνια μετά το περίφημο Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας έγινε η επίσημη αναγνώριση του Όθωνα ως βασιλέα της Ελλάδας, ενός κράτους που υπήρχε χάριν του καθεστώτος εγγύησης των γνωστών «Δυνάμεων», που οριστικοποιήθηκε με τη Συνθήκη του Λονδίνου της 25ης Aπριλίου/7ης Mαΐου 1832. Στο επόμενο τεύχος: Το κατά Μαρξ και Ένγκελς Ελληνοτουρκικό Ζήτημα. Οι σημαντικότεροι σταθμοί μέχρι την ανεξαρτησία 4 Απρίλη του 1826: Ρωσία και Βρετανία συνέταξαν ένα πρωτόκολλο και συμφώνησαν στην Αγία Πετρούπολη να κρατήσουν κοινή στάση γύρω από το ελληνικό ζήτημα. Έντονες υπήρξαν οι αντιδράσεις Αυστρίας, Πρωσίας και Γαλλίας, οι οποίες θεώρησαν το πρωτόκολλο σαν «προσβολή της Ιεράς Συμμαχίας και σαν πολιτικό έγκλημα εναντίον της». Ωστόσο, οι Γάλλοι, διαβλέποντας τις εξελίξεις και θέλοντας να έχουν ρόλο σ’ αυτές, προσχώρησαν στην αγγλορωσική άποψη. Με τις Αυστρία και Πρωσία διπλωματικά απομονωμένες, οι πρωτοβουλίες για την ανεξαρτησία της Ελλάδας έμειναν στα χέρια των τριών Μεγάλων Δυνάμεων. Έπειτα από δεκαπέντε μήνες, στις 6 Ιουλίου 1827, το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης βαφτίστηκε «Συνθήκη του Λονδίνου». 6 Ιουλίου 1827: Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία συνάπτουν την Τριπλή Συμμαχία. Αναλαμβάνουν σύντονες πρωτοβουλίες για τον τερματισμό του πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Υπογράφεται η Συνθήκη του Λονδίνου, στη βάση της αυτονομίας της Ελλάδας, κάτω από την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Η μη συμμόρφωση της Τουρκίας είχε αποτέλεσμα την αποστολή των τριών Στόλων στα ελληνικά ύδατα και τη ναυμαχία του Ναβαρίνου. 20 Οκτωβρίου 1827: Ολοκληρωτική καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου από τον στόλο των Μεγάλων Δυνάμεων. 22 Μαρτίου 1829: Πρωτόκολλο του Λονδίνου, όπου καθορίζεται η ανεξαρτησία της Ελλάδος με βόρεια σύνορα τη γραμμή Βόλου - Άρτας. 27 Ιουλίου του 1829: Η Πύλη απορρίπτει υπεροπτικά «την φιλικήν μεσιτείαν των ξένων Αυλών» και δεν δέχεται «μηδέ και την υποτελή αυτονομίαν των εν Πελοποννήσω Ελλήνων». Με την παρέλευση 18 μόλις ημερών, οι Ρώσοι διαβαίνουν τον Αίμο και πλησιάζουν στην Αδριανούπολη. 14 Σεπτεμβρίου 1824: Η Πύλη «υπό αισθημάτων καλοκαγαθίας ορμωμένη, συγκατατίθεται εις την Συνθήκην του Λονδίνου και δέχεται τας προτάσεις των Πρεσβευτών αλλά υπό όρους». Λίγο αργότερα στο ρωσικό στρατηγείο, οι Τούρκοι αναγκάζονται να αποδεχτούν ως είχε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. 3 Φεβρουαρίου 1930: Με πρωτοβουλία της Αγγλίας, η οποία δεν βλέπει με καλό μάτι τον εκ των εξελίξεων αυξημένο ρόλο της Ρωσίας στα ελληνικά πράγματα και στην ανατολική Μεσόγειο, υπογράφεται το νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, με το οποίο αναγνωρίζεται διεθνώς η ανεξαρτησία του νέου ελληνικού κράτους. Ο Σουν Γιατ Σεν ήταν προτεστάντης γιατρός από την Καντόνα: Τριγύριζε τον κόσμο διαδίδοντας ότι μοναδική ελπίδα για να σωθεί η Κίνα από τη διεθνή λεηλασία ήταν η ανατροπή της δυναστείας των Μαντσού και η εγκαθίδρυση δημοκρατίας. Στα 1907, ήταν επικεφαλής της οργάνωσης Κουομιτάνγκ. Ο αυτοκράτορας Κουάνγκ Χσου πέθανε το 1908, σε ηλικία 26 χρόνων. Επιθυμούσε μεταρρυθμίσεις και βρισκόταν σε μόνιμη διαμάχη με τη θεία του, αυτοκράτειρα Τσου Χσι. Πριν να προλάβουν να στραφούν εναντίον της οι υποψίες, πέθανε κι αυτή. Αυτοκράτορας έγινε ο μόλις δυο χρόνων, Που Γι (γνωστός και ως Χουάν Τουνγκ), με αντιβασιλιά τον πατέρα του, πρίγκιπα Τσουν. Οι διανοούμενοι του Σουν Γιατ Σεν συναντήθηκαν με τους στρατιωτικούς του δημοκρατικού στρατηγού Λι Γιουάν Χουγκ που μπήκε αρχηγός της επανάστασης. Ξέσπασε στον Νότο, στις 10 Οκτωβρίου 1911. Στις 12, προσχώρησαν οι φρουρές πολλών επαρχιακών πρωτευουσών του Νότου. Με ενέργειες της Κουομιτάνγκ, ένα επαναστατικό κοινοβούλιο δημιουργήθηκε με πρόεδρο τον Σουν Γιατ Σεν. Η μάχη με τον αυτοκρατορικό στρατό έγινε στις 22 του μήνα. Νίκησαν οι επαναστάτες που συνέχισαν τη νικηφόρα προέλασή τους στον Βορρά. Το Ντανκίνγκ έγινε πρωτεύουσα των επαναστατών. Τον Νοέμβριο του 1911, ένα ανακοινωθέν του τετράχρονου αυτοκράτορα Που Γι, που υπέγραφε ο πατέρας του, γνωστοποιούσε την παροχή συντάγματος στον κινεζικό λαό. Ήταν αργά. Τα επαναστατικά στρατεύματα νικούσαν παντού. Για την ασφάλειά του, ο αυτοκράτορας, με τον αντιβασιλιά πατέρα του, έφυγε από το Πεκίνο. Αντιβασιλιάς ανέλαβε ο μανδαρίνος Γιουάν Σι Κάι, πρωθυπουργός και αρχηγός του αυτοκρατορικού στρατού και της αστυνομίας. Σε επίσημη και ποτισμένη από το αρχαίο κινεζικό τελετουργικό τελετή, έκοψε την κοτσίδα του, έμβλημα του μανδαρίνου, αποκόπτοντας έτσι συμβολικά και τις σχέσεις του με τη δυναστεία. Δήλωσε δημοκρατικός. Και ανακηρύχθηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας του Βορρά με το Πεκίνο πρωτεύουσά της. Ήταν 12 Φεβρουαρίου 1912 όταν η υπό τον Που Γι δυναστεία των Μαντσού παραιτήθηκε. Στο Ντανκίνγκ, πρόεδρος της Δημοκρατίας του Νότου, ο Σουν Γιατ Σεν πήρε το μήνυμα. Με ένα βαρυσήμαντο πατριωτικό μήνυμά του προς τον κινεζικό λαό, ανακοίνωσε ότι παραιτείται από πρόεδρος, προκειμένου ο δημοκρατικός Βορράς να ενωθεί με τον δημοκρατικό Νότο. Και πρότεινε τον Γιουάν Σι Κάι πρόεδρο Δημοκρατίας ολόκληρης της Κίνας. Ο εμφύλιος τερματίστηκε. Στις 15 Μαρτίου 1912, η επανενωμένη Κίνα απέκτησε πρόεδρο Δημοκρατίας τον Γιουάν Σι Κάι. Είχε μπροστά της πολύ μέλλον για να στεριώσει. Το «Ανατολικό Zήτημα» που υιοθετήθηκε ως έκφραση εφάμιλλης βαρύτητας με το αντίστοιχο Ομηρικό, σημαίνει το δυσεπίλυτο πρόβλημα, αυτό δηλαδή που δημιουργήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, με τα εμφανή σημάδια της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την πρεμούρα των ευρωπαϊκών χωρών να προβάλουν τις παντός είδους αξιώσεις τους πάνω στις κτήσεις της στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Μέρος του Ανατολικού Ζητήματος υπήρξε και η Επανάσταση του 1821. Το μικρό ενιαίο και ανεξάρτητο κράτος της Ελλάδας, όπως αυτό συστάθηκε με το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της 3ης Φεβρουαρίου 1830, στο οποίο αναφερθήκαμε αναλυτικότερα στο περασμένο φύλλο, προέκυψε από μια σειρά συγκυριών, πάνω στις οποίες επένδυαν σοβαρά συμφέροντα οι κομψά αποκαλούμενες «Μεγάλες ή Προστάτιδες Δυνάμεις». Το ερώτημα για το τι ακριβώς είναι αυτό το εθνικό κράτος, που γεννήθηκε από την Eπανάσταση του 1821, προβλημάτισε έκτοτε πολλούς, εντός και εκτός Ελλάδας, και δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι συνεχίζει να προβληματίζει ακόμα και στις μέρες μας, μετά την πάροδο δυο ολόκληρων αιώνων! Η Ευρωπαϊκή διπλωματία της εποχής το θεωρούσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, σαν ένα «κράτος - απόφυση». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δημήτρης Γούναρης (που έγινε τρεις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας), αρκετά χρόνια αργότερα, το 1907, δεν δίστασε ενώπιον του ελληνικού Κοινοβουλίου να αποκαλέσει το κράτος «εμπαιγμό της Iστορίας». Το «συνταγματικό βασίλειο του Όθωνα» χαρακτηρίζεται από τον Καρλ Μαρξ ως «πολιτικό φάντασμα». Στις αιτιάσεις των εκπροσώπων του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού «περί ασφυκτικών ορίων του ελληνισμού», ο Ένγκελς παρατηρούσε στα μέσα του 19ου αιώνα ότι ούτε ο αριθμός τους ούτε το εθνικό τους πνεύμα δεν έδιναν στους ΄Έλληνες «κάποιο πολιτικό βάρος ως έθνος, εκτός από τη Θεσσαλία κι ίσως και την Ήπειρο». Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή κι ας δούμε ποια είναι η γνώμη των δυο κορυφαίων στοχαστών, του Μαρξ και του Ένγκελς , πάνω σε ζητήματα που για την επίσημη εκδοχή της Iστορίας μας αποτελούν ταμπού. Ας σημειώσουμε προκαταβολικά ότι δεν είναι αποκλειστικότητα των Ελλήνων, όπως σημειώνουν αρκετοί ιστορικοί - μελετητές, να μετατρέπουν τις «ταπεινωτικές πραγματικότητες σε αυτάρεσκους θρύλους». Παρομοίως πράττουν όλες οι επίσημες ιστορικές εκδοχές. Η στρογγυλοποίηση της Iστορίας δεν είναι ούτε ελληνική εφεύρεση ούτε σύγχρονη. Όπως φρονούν λοιπόν οι Μαρξ και Ένγκελς, η δημιουργία του ελληνικού κράτους οφείλεται κατ’ αποκλειστικότητα στην καταλυτική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής για σφαίρες επιρροής τους στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Δεν παραλείπουν δε να τονίσουν, προς θεμελίωση των ισχυρισμών τους, ότι η σύσταση του νεοελληνικού κράτους δεν ήρθε ως αποτέλεσμα μιας νικηφόρου επανάστασης. Αντίθετα, όταν η Επανάσταση είχε ηττηθεί ολοκληρωτικά, η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν που ανέτρεψε την ήττα. Ο Μαρξ μάλιστα τονίζει «...η ελληνική ελευθερία και η ίδρυση του ελληνικού κράτους επισφραγίστηκε από τη ρώσικη προέλαση του 1829, η οποία συνδυάστηκε με την ταυτόχρονη φιλελληνική παρέμβαση ενός Palmerston καθοδηγούμενου στις ενέργειές του από τις ρώσικες επιθυμίες». Εδώ ας τονίσουμε ότι ο Μαρξ θεωρούσε, καθώς φαίνεται, τον Άγγλο υπουργό των Εξωτερικών Palmerston όργανο των Ρώσων, πράγμα που δεν έχει αποδειχθεί . Απλώς ήταν αυτή η εντύπωσή του που έβγαινε από την ερμηνεία των ενεργειών του, μια και, όπως πίστευε, εξασφάλισε με διάφορους τρόπους, άμεσους και έμμεσους, τις ρώσικες θέσεις ισχύος στην Ελλάδα. Η ρώσικη «συμπάθεια» Οι Μαρξ και Ένγκελς δεν αφήνουν ασχολίαστη τη δήθεν ρώσικη συμπάθεια προς τους ομόθρησκους Έλληνες. Για του λόγου τους το αληθές θυμίζουν τα γεγονότα του 1770, όταν οι Έλληνες, υποκινούμενοι από Pώσους πράκτορες, ξεσηκώθηκαν, για να εγκαταλειφθούν στη μοίρα τους μετά τη δυσμενή εξέλιξη των Ορλωφικών. Όπως είναι γνωστό, οι περιοχές της Ελλάδας οι οποίες προσχώρησαν στην εξέγερση, υπέστησαν βαρύτατα αντίποινα. Οι Ρώσοι, εκτός του ότι άφησαν τους Έλληνες στο έλεος της εκδικητικής μανίας του σουλτάνου, φρόντισαν μέσω της διπλωματίας τους να προσφέρουν χέρι βοηθείας στην Πύλη, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δική τους επέμβαση στα εσωτερικά της Τουρκίας, σε περίπτωση που δεν τους έδινε τη σχετική δυνατότητα η εξέγερση των χριστιανών. Ενταγμένη σε αυτή τη λογική, η ελληνική Eπανάσταση του 1821 και η συνακόλουθη δημιουργία του ελληνικού κράτους εμφανίζεται από τους δυο στοχαστές ως η πλέον επιτυχής προσπάθεια της Ρωσίας να διαβρώσει την ευρωπαϊκή Τουρκία. Και αυτός είναι ο λόγος που η Ρωσία δεν εγκατέλειψε στη μέση τα σχέδιά της, ούτε και τους εξεγερμένους Έλληνες. Χαρακτηριστικά, ο Ένγκελς σημειώνει σχετικά με την ελληνική Eπανάσταση του 1821 ότι, όπως και η προηγηθείσα το 1804 Σερβική, οφείλεται λίγο έως πολύ στο ρώσικο χρυσάφι και στη ρώσικη επιρροή. Ο δε Μαρξ όχι μόνο θεωρεί τη Φιλική Εταιρία όργανο των Ρώσων, αλλά και τον ίδιο τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ μυστικό ηγέτη της. Με δυο λόγια, όπως ήδη αναφέραμε, θεωρούν την έναρξη αλλά και την αποπεράτωση της ελληνικής Eπανάστασης ρώσικο επίτευγμα. Τονίζει δε ότι ο ρώσικος παράγων χρησιμοποίησε για την επίτευξη του σκοπού του το φιλελεύθερο φιλελληνικό ευρωπαϊκό κίνημα και τη συναισθηματική φόρτιση που αυτό δημιούργησε. Μάλιστα, και οι δύο πιστεύουν ότι οι Ρώσοι κρύβονται πίσω από τη διάδοση του φιλελληνισμού που παρέσυρε τις δυτικές δυνάμεις να συμπαρασταθούν στους Έλληνες. Ο επιμένων... ρωσικά! Ο Μαρξ βάσισε κατά κύριο λόγο την πεποίθησή του ότι ο μεγάλος ωφελημένος από την ίδρυση του ελληνικού κράτους υπήρξε η Ρωσία, στην επιβολή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη της χώρας. Γνώμη που διατήρησε και μετά την επιβολή του «ηλίθιου Βαυαρού νεανία» στον θρόνο του Βασιλείου της Ελλάδας, εκτιμώντας ότι ο προσανατολισμός της εξάρτησης δεν άλλαξε ουσιαστικά. Ο Palmerston είχε φροντίσει να ρυθμιστεί καταλλήλως το θέμα των δανείων, έτσι ώστε να βγει κερδισμένη η Ρωσία. Ωστόσο ο Μαρξ δεν περιορίζεται στην εμμονή του στη ρώσικη μόνο επιρροή. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που ακολουθεί και βάζει στο στόχαστρό του τους Γερμανούς και την κλασική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» που αυτοί εφαρμόζουν μένοντας πιστοί στις... κλασικές μεθόδους: «Να υποκινούν τους λαούς τον έναν εναντίον του άλλου, να χρησιμοποιούν τον έναν για να καταπιέζουν τον άλλον κι έτσι να εξασφαλίζουν τη μονιμότητα της απόλυτης κυριαρχίας τους – αυτή ήταν η τέχνη και η δουλειά των ίσαμε τώρα εξουσιαστών και των διπλωματών τους. Η Γερμανία έχει διαπρέψει από την άποψη αυτή... Ακόμα και ίσαμε την Ελλάδα στάλθηκαν ασκέρια Γερμανών μισθοφόρων, επιφορτισμένα να στηρίξουν τον θρονίσκο του καλού μας Όθωνα...». Μαρξ, Neue Rheinische Zeitung, 3 Ιουλίου 1848 Ο Μαρξ, παρά την εμμονή του σε σχέση με τη ρώσικη επιρροή στη χώρα μας, δεν παραλείπει να επισημάνει και να τονίσει τον τρόπο με τον οποίο η αγγλική δανειοδοτική πολιτική απέναντι στο ελληνικό κράτος καταλύει στην ουσία την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας. Οι Άγγλοι μάλιστα πέτυχαν το ίδιο ακριβώς και με την Τουρκία. Το ελληνικό «πολιτικό φάντασμα» ωστόσο συνεχίζει, σύμφωνα πάντα με τον Μαρξ, να δημιουργεί με την παρουσία του ζητήματα στη διεθνή πολιτική, μια και εκκρεμούν ακόμη εδάφη όπου ζουν ελληνικοί πληθυσμοί υπό τούρκικη κατοχή. Ήταν «φιλότουρκοι» οι Μαρξ και Ένγκελς; Και οι δυο πίστευαν ότι οι Νότιοι Σλάβοι της Βαλκανικής Χερσονήσου αποτελούσαν, λόγω της αριθμητικής τους υπεροχής, τη φυσική διάδοχη κατάσταση στην περιοχή. Ωστόσο, η επιθυμία τους ήταν αυτή η διάδοχη κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Τουρκία να μην καταστεί όργανο της Ρωσίας και του αντεπαναστατικού της επεκτατισμού. Τους Έλληνες, ως εθνικό σύνολο, δεν τους θεωρούσαν υπολογίσιμο παράγοντα που θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν ρόλο σ’ αυτή την περιοχή. Ο Μαρξ μάλιστα πίστευε πως ο περιορισμένος αριθμός των Ελλήνων δεν επέτρεπε τη δημιουργία μιας ελληνικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, όπως είχε προταθεί από διάφορους φιλέλληνες ως εναλλακτική λύση για την αναδόμηση της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Στο ενδεχόμενο αυτό έβλεπε με τρόμο, ως φυσικό επόμενο, τη δραστική αύξηση της ρώσικης επιρροής. Ο Ένγκελς, πάλι, παραδεχόταν ότι υπάρχουν περιοχές της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, όπου οι Έλληνες αποτελούν την πλειοψηφία, αλλά δίχως αυτό να αποτελεί αποφασιστικό γεγονός για την επέκταση του ελληνικού κράτους πέραν της Βαλκανικής. Ωστόσο αναγνώριζε ότι είναι οι σημαντικότεροι έμποροι στα λιμάνια και σε πολλές μεσογειακές πόλεις και ότι αυτή η εμπορική τους δραστηριότητα απλώνεται από τις ακτές της Μικράς Ασίας ίσαμε το Μάντσεστερ. Ακόμα αναγνώριζε ότι τόσο η ελληνική όσο και η σλαβική αστική τάξη ήταν φορείς προόδου στα όρια της Eυρωπαϊκής Τουρκίας. Οι θέσεις του γνωστού μας Fallmerayer όχι μόνο δεν ήταν άγνωστες στον Μαρξ και τον Ένγκελς, αλλά τις υιοθετούσαν απερίφραστα. Κι οι δυο τους πίστευαν ότι ο σύγχρονος ελληνικός πληθυσμός είναι σλαβικής καταγωγής και διατήρησε την ελληνική γλώσσα. Υποστήριζαν ότι καθαρό ελληνικό αίμα είχαν μόνο μερικές ευγενείς οικογένειες της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας. Υιοθετώντας τις θέσεις του Fallmerayer οι Μαρξ και Ένγκελς οδηγούνται στη σαφή απόρριψη των οραμάτων του φιλελεύθερου φιλελληνισμού για παλινόρθωση της Αρχαίας Ελλάδας στα χώματα της σύγχρονης γιατί κι οι δυο πιστεύουν ακράδαντα (όπως τονίσαμε ήδη πιο πάνω) ότι αυτό το φιλελεύθερο αφελές παιχνίδι ωφελεί μόνο τον αντιδραστικό ρώσικο επεκτατισμό. Ακολουθώντας λοιπόν τον Fallmerayer, ο Μαρξ χρησιμοποιεί τη λέξη «Έλληνας» αποκλειστικά με τη θρησκευτική της σημασία, μια και η ανυπαρξία φυλετικών διαφορών μεταξύ Ελλήνων και Νότιων Σλάβων, όσο και η όμοια θρησκεία, προσδίδουν στην ονομασία «Έλληνας» υπερεθνικό χαρακτήρα. Όταν ο Μαρξ εξετάζει το Ανατολικό Zήτημα, δεν παραλείπει να έχει στο μυαλό του την αντίθεση Ανατολής - Δύσης, με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Θεωρώντας ότι στην Ανατολή δεν ανήκει μόνο η Τουρκία, αλλά και το Βυζάντιο και η Ρωσία, συνάγει ότι με την κατάκτηση του Βυζαντίου απ’ την Τουρκία και την κατάκτηση της Τουρκίας από τη Ρωσία, η Ανατολή θα γίνει επιθετικότερη. Ακρογωνιαίος δε λίθος αυτής της οπισθοδρομικής ανατολικής δομής υπήρξε η ενότητα κράτους - Eκκλησίας, πολιτικής και θρησκείας. |