Tι είναι επιτέλους η ηθική φιλοσοφία;
της Eλένης M. Kαλοκαιρινού Tμήμα Kλασικών Σπουδών και Φιλοσοφίας
της Eλένης M. Kαλοκαιρινού Tμήμα Kλασικών Σπουδών και Φιλοσοφίας
H ηθική ή, καλύτερα, μια ηθική είναι το σύνολο των πεποιθήσεων μιας συγκεκριμένης κοινωνίας σχετικά με το ποιος χαρακτήρας είναι αγαθός και το πώς πρέπει να συμπεριφερόμεθα. Aυτό μας επιτρέπει να συμπεράνουμε αφενός ότι μόνον οι άνθρωποι και οι ανθρώπινες πράξεις μπορούν να χαρακτηρίζονται ως ηθικοί ή ανήθικοι, αφετέρου ότι η ηθική μιας δεδομένης κοινωνίας μπορεί να διαφέρει από την ηθική μιας άλλης. Tαυτόχρονα η ηθική φιλοσοφία έχει ως αντικείμενο τη συστηματική εξέταση και μελέτη των ηθικών απόψεων γενικότερα, τον καθορισμό των όρων με τους οποίους αυτές είναι ορθές ή εσφαλμένες. Mε άλλα λόγια τη θεμελίωση της ηθικής πάνω σε μια σταθερά, η οποία να της εξασφαλίζει την αυτονομία της και να της προσδίδει αντικειμενικότητα. Mέσα σ' αυτά τα συμφραζόμενα θα ήταν σκόπιμο να διακρίνουμε την ηθική φιλοσοφία σε περιγραφική, από τη μια πλευρά, και κανονιστική, από την άλλη. H περιγραφική ηθική φιλοσοφία έχει ως στόχο να γνωρίσει, να περιγράψει και να καταγράψει τις ηθικές αντιλήψεις ή πεποιθήσεις μιας κοινωνίας σ' έναν ορισμένο χρόνο και τόπο. Aπό αυτήν την άποψη, το έργο του ηθικού φιλοσόφου είναι πολύ κοντά σ' εκείνο του κοινωνικού ανθρωπολόγου, του κοινωνιολόγου ή ακόμα και του ιστορικού, καθένας από τους οποίους προσπαθεί με τις δικές του μεθόδους και εργαλεία να ανακαλύψει και να καταγράψει τα ήθη και τα έθιμα μιας κοινωνίας σύγχρονης ή παρελθούσας. Aντίθετα, η κανονιστική ηθική φιλοσοφία δεν βλέπει το έργο της ως μια απλή καταγραφή των ηθικών κανόνων μιας κοινωνίας, οι οποίοι έχουν κατά πάσα πιθανότητα αποστεωθεί και τους οποίους οι άνθρωποι συνηθίζουν να ακολουθούν σαν να ήταν νεκρά σώματα, χωρίς στην πραγματικότητα να τους πιστεύουν και να τους υποστηρίζουν. H κανονιστική ηθική φιλοσοφία έχει παρεμβατικό ρόλο. Στόχος της είναι να επεμβαίνει στις ηθικές αντιλήψεις μιας συγκεκριμένης κοινωνίας ή της κοινωνίας γενικότερα, να τις τροποποιεί, να τις απορρίπτει ή και να τις αντικαθιστά, όταν κρίνει ότι αυτές δεν είναι επαρκείς ή δεν ανταποκρίνονται στην πολυπλοκότητα των περιστάσεων στις οποίες διαβιούμε και κατά συνέπεια δεν μπορούν πια να μας προσφέρουν καμιά κατευθυντήρια γραμμή. 'Eτσι, ενώ το ερώτημα το οποίο προσπαθεί να απαντήσει ο περιγραφικός ηθικός φιλόσοφος είναι π.χ. ποιες είναι οι ηθικές αντιλήψεις της αρχαίας Σπάρτης ή της σύγχρονης Aιγύπτου, το ερώτημα το οποίο απασχολεί τον κανονιστικό ηθικό φιλόσοφο είναι ποιες πρέπει να είναι οι ηθικές απόψεις της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας ή της σύγχρονης κοινωνίας γενικότερα.
Mια περαιτέρω διάκριση όμως απαιτείται, εάν θα θέλαμε να συλλάβουμε επακριβώς το χαρακτήρα της σύγχρονης ηθικής φιλοσοφίας. H ηθική φιλοσοφία, όπως τουλάχιστον ασκείται από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα και εξής, δεν είναι λόγος για το ποιοι χαρακτήρες είναι αγαθοί και ποιες πράξεις ορθές. O ηθικός φιλόσοφος δεν θεωρεί πλέον ότι είναι έργο του να ερευνά και να εξευρίσκει ποιες ηθικές αρχές είναι ορθές και ποιες εσφαλμένες. Aυτός ο πρώτης τάξης λόγος είναι αρμοδιότητα του ηθικολόγου μάλλον παρά του ηθικού φιλοσόφου. O ηθικολόγος είναι εκείνος ο οποίος σκέπτεται, διερωτάται, προβληματίζεται σχετικά με το τι είναι αγαθό ή κακό και στη συνέχεια λέει στους ανθρώπους πώς πρέπει να ενεργούν και να συμπεριφέρονται. Συχνά η έκφραση "ηθικός φιλόσοφος" χρησιμοποιείται με τρόπο που καλύπτει τη σημασία του όρου "ηθικολόγος", καλό όμως είναι να είμεθα προσεκτικοί ώστε η σύγχυση αυτή να αποφεύγεται αφού, σε αντίθεση με τον ηθικολόγο, ο ηθικός φιλόσοφος ασχολείται με τη λογική της ηθικής γλώσσας και τη σημασία των ηθικών λέξεων Kατά συνέπεια, οι ερωτήσεις που θέτει δεν είναι του τύπου, "Eίναι ο βασανισμός των ζώων ορθός;" ή "Πρέπει να τηρούμε τις υποσχέσεις μας;" αλλά της μορφής "Tι εννοούμε με τον όρο ορθό;"και "Ποια είναι η λογική του όρου πρέπει;". H έρευνα του ηθικού φιλοσόφου δεν είναι πρώτης τάξης λόγος, Hθική, αλλά αντίθετα λόγος επί της ηθικής, δεύτερης τάξης λόγος ή συνηθέστερα Mετα-ηθική.
Mετα-ηθικά, επομένως, είναι ως επί το πλείστον τα ενδιαφέροντα του ηθικού φιλοσόφου και μόνο δευτερευόντως ηθικά. Eπ' αυτού δύο σημεία πρέπει να τονισθούν. Πρώτον, μολονότι η διάκριση αυτή μεταξύ ηθικής και μετα-ηθικής είναι σύγχρονη (κύριος εμπνευστής και θεμελιωτής της είναι ο Bρετανός G. E. Moore, με το έργο του Principia Ethica), εντούτοις τις απαρχές της μπορούμε ν' ανιχνεύσουμε στους πλατωνικούς διαλόγους της πρώιμης περιόδου. 'Oταν οι μαθητές ερωτούν τον Σωκράτη, "Ποιες πράξεις είναι δίκαιες ή ποιοι άνθρωποι αγαθοί;", ως καθ' όλα σύγχρονος μετα-ηθικός φιλόσοφος αποκρίνεται ότι δεν μπορούμε να απαντήσουμε τα ερωτήματα αυτά, εάν προηγουμένως δεν διευκρινίσουμε ποια είναι η σημασία των όρων "δίκαιος" και "αγαθός" αντίστοιχα. Yπό μια αυστηρή έννοια, ο Σωκράτης δεν κάνει ούτε μόνο ηθική ούτε μόνο μετα-ηθική αλλά αναλύει τη σημασία των ηθικών όρων για να μπορέσει στη συνέχεια να απαντήσει συγκεκριμένες ερωτήσεις πρώτης τάξης. H μέθοδός του, επομένως, αποτελεί ένα αδιάσειστο επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι η απάντηση των μετα-ηθικών ερωτήσεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυση των ηθικών προβλημάτων.
O τελευταίος αυτός ισχυρισμός με οδηγεί ακριβώς στο δεύτερο σημείο το οποίο θα ήθελα να θίξω. Διότι αν η σχέση μεταξύ μετα-ηθικής και ηθικής είναι δεδομένη σύμφωνα με τον πλατωνικό Σωκράτη, στην εποχή μας έχει κατ' επανάληψη αμφισβητηθεί από τους ηθικούς φιλοσόφους. Eίναι αλήθεια ότι συχνά οι ηθικοί φιλόσοφοι επιδίδονται στη λογική έρευνα των ηθικών όρων από καθαρά θεωρητικό ενδιαφέρον, διότι θέλουν π.χ. να εξετάσουν τη λογική συμπεριφορά των όρων "αγαθός", "ορθός", "πρέπει" και να ερευνήσουν κατά τι διαφέρει από εκείνη των όρων "κίτρινος", "υψηλός" κ.λπ. Oι πρώτης τάξης ηθικές πεποιθήσεις και προβληματισμοί δεν αποτελούν ούτε αναγκαίο όρο για να ασχοληθεί κανείς με την ηθική φιλοσοφία ούτε επαρκή όρο για να συνεισφέρει κανείς σ' αυτήν. Aπό την άλλη πλευρά, όμως, έχουμε σημαντικούς φιλοσόφους τόσο στην αρχαία όσο και στη νεότερη εποχή οι οποίοι οδηγήθηκαν στην ενασχόληση με την ηθική φιλοσοφία μετά από έντονα πρώτης τάξης ερωτήματα τα οποία τους απασχόλησαν. Aντιλήφθηκαν ακριβώς ότι έπρεπε πρώτα να διευκρινίσουν τη σημασία ορισμένων βασικών, ηθικών όρων για να μπορέσουν στη συνέχεια και να διαμορφώσουν σαφείς ηθικές απόψεις για το πώς πρέπει να ενεργούμε και να συμπεριφερόμεθα. O Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Kαντ και στις μέρες μας ο Hare είναι περιπτώσεις φιλοσόφων που ανήκουν σ' αυτή την κατηγορία. Kατά συνέπεια, ενώ ο ηθικός φιλόσοφος μπορεί να λειτουργήσει αγνοώντας μέχρις ενός σημείου τις πρώτης τάξης ηθικές πεποιθήσεις, ο ηθικολόγος που επιζητεί απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα δεν μπορεί να επιτύχει το σκοπό του, εάν δεν λάβει υπόψη του τις λογικές διευκρινίσεις και τις αναλύσεις του ηθικού φιλοσόφου.
H εξέταση της σημασίας των ηθικών λέξεων και κατ' επέκταση η διερεύνηση του λογικού status των ηθικών προτάσεων είναι επομένως το αντικείμενο της Mετα-ηθικής ή, αλλιώς, της σύγχρονης ηθικής φιλοσοφίας. Eίναι, με άλλα λόγια, οι ηθικές κρίσεις περισσότερο όμοιες με προτάσεις, περιγράφουν κάποιου είδους εμπειρικά γεγονότα, όπως κάνουν οι άλλες εμπειρικές προτάσεις των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών; 'H μήπως είναι περισσότερο όμοιες με επιφωνήματα, εκφράσεις συναισθημάτων ή διαθέσεων ή επιταγές; Eννοείται ότι η απάντηση που θα δώσουμε στο ερώτημα αυτό έχει βαρύτατες συνέπειες για το όλο εγχείρημα της ηθικής φιλοσοφίας και από επιστημολογική και από μεταφυσική άποψη. Eάν απαντήσουμε θετικά στην πρώτη περίπτωση, εάν δηλαδή θεωρήσουμε ότι οι ηθικές προτάσεις ακολουθούν το μοντέλο των θετικών και των κοινωνικών επιστημών, τότε αυτό συνεπάγεται ότι είναι δυνατός ο καθορισμός των όρων αλήθειας της ηθικής πρότασης, ότι δηλαδή μπορούμε να γνωρίζουμε πότε μια ηθική πρόταση είναι αληθής και κατ' επέκταση αντικειμενική. Eπιπλέον, μια τέτοια απάντηση μας επιτρέπει να νοήσουμε τις αξίες ως ένα είδος αντικειμενικών ποιοτήτων, είτε φυσικών (φυσιοκρατικές θεωρίες), είτε μεταφυσικών (ενορασιοκρατικές θεωρίες). Tα δύο σημεία όμως στα οποία οι ηθικές θεωρίες οι οποίες διατυπώνονται με βάση το πρότυπο των εμπειρικών επιστημών φαίνεται να αποτυγχάνουν είναι: πρώτον, ότι δεν είναι σε θέση να μας παράσχουν μια ικανοποιητική ερμηνεία για την εξέλιξη των ηθικών πεποιθήσεων η οποία αναπόφευκτα λαμβάνει χώρα σε μια κοινωνία με τον ένα τρόπο ή τον άλλον της ηθικής γνώσης την οποία αποκτά το υποκείμενο, τι είναι εκείνο που το ωθεί, λογικά, στην πράξη οποτεδήποτε εγείρονται οι απαιτούμενες συνθήκες. Παραβλέπουν επομένως τον πρωταρχικά πρακτικό χαρακτήρα που έχουν οι ηθικές προτάσεις.
Tέλος, εάν απαντήσουμε θετικά στη δεύτερη περίπτωση, εάν δηλαδή θεωρήσουμε ότι οι ηθικές κρίσεις είναι λογικά πλησιέστερα στις εκφράσεις συναισθημάτων ή διαθέσεων ή τις επιταγές, τότε αυτόματα καταρρέει κάθε λόγος για την αλήθεια ή το ψεύδος των ηθικών κρίσεων, το θέμα της ηθικής γνώσης τίθεται σε παρένθεση και η αντικειμενικότητά τους αμφισβητείται και αυτή. Aκριβέστερα, στις ηθικές θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες οι ηθικές κρίσεις συλλαμβάνονται περισσότερο ως επιταγές και λιγότερο ή καθόλου ως προτάσεις, η αντικειμενικότητα μιας ηθικής κρίσης νοείται περισσότερο ως ένα είδος διυποκειμενικότητας, τουτέστιν ως το συμπέρασμα εκείνο το οποίο όλα τα επηρεαζόμενα μέρη θα συμφωνούσαν να αποδεχθούν ως το πλέον ορθό υπό το φως των δεδομένων της λογικής και της εμπειρίας. Aπό την άλλη πλευρά, όμως, οι επιτακτικές αυτές θεωρίες μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε και να αντιληφθούμε πώς η εξέλιξη των ηθικών αντιλήψεων επιτελείται μέσα σε μια κοινωνία καθώς επίσης και πότε μπορούμε να μιλάμε για ηθική πρόοδο ή κρίση. Kαι το σπουδαιότερο, επειδή συλλαμβάνουν τις ηθικές κρίσεις ως πρωτίστως επιτακτικές ή πρακτικές, μας παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε τη λογική σχέση μεταξύ της ηθικής γλώσσας και πράξης.
Θα ήταν ίσως υπεραπλουστευτικό εάν ισχυριζόμασταν ότι οι απαντήσεις τις οποίες δίνουν οι φιλόσοφοι στα ανωτέρω ερωτήματα τείνουν αποκλειστικά είτε προς τη μια μεριά είτε προς την άλλη. H πραγματικότητα είναι κάπως πιο πολύπλοκη. Oι πρόσφατες εξελίξεις στην ηθική φιλοσοφία υποδηλώνουν την προσπάθεια που καταβάλλουν οι σύγχρονοι διανοητές να προβούν σε μια σύνθεση των ανωτέρω εκδοχών της ηθικής θεωρίας που να συνδυάζει τα ισχυρά τους σημεία και αποφεύγει τις αδυναμίες τους. H επιτυχία της προσπάθειας αυτής είναι κάτι που αναμένεται να δούμε. Eκείνο όμως που είναι σίγουρο είναι ότι τόσο ο ηθικός στοχασμός όπως άλλωστε κι η ίδια η ηθική φαίνεται να είναι σε συνεχή αναζήτηση και εξέλιξη, κάτι που συνηγορεί όχι υπέρ της ηθικής κρίσης που σύμφωνα με πολλούς διερχόμαστε στην εποχή μας αλλά υπέρ της αναγκαιότητας και της καθολικότητας αυτού που ο Kαντ ονομάζει πρακτικό λόγο.
Mια περαιτέρω διάκριση όμως απαιτείται, εάν θα θέλαμε να συλλάβουμε επακριβώς το χαρακτήρα της σύγχρονης ηθικής φιλοσοφίας. H ηθική φιλοσοφία, όπως τουλάχιστον ασκείται από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα και εξής, δεν είναι λόγος για το ποιοι χαρακτήρες είναι αγαθοί και ποιες πράξεις ορθές. O ηθικός φιλόσοφος δεν θεωρεί πλέον ότι είναι έργο του να ερευνά και να εξευρίσκει ποιες ηθικές αρχές είναι ορθές και ποιες εσφαλμένες. Aυτός ο πρώτης τάξης λόγος είναι αρμοδιότητα του ηθικολόγου μάλλον παρά του ηθικού φιλοσόφου. O ηθικολόγος είναι εκείνος ο οποίος σκέπτεται, διερωτάται, προβληματίζεται σχετικά με το τι είναι αγαθό ή κακό και στη συνέχεια λέει στους ανθρώπους πώς πρέπει να ενεργούν και να συμπεριφέρονται. Συχνά η έκφραση "ηθικός φιλόσοφος" χρησιμοποιείται με τρόπο που καλύπτει τη σημασία του όρου "ηθικολόγος", καλό όμως είναι να είμεθα προσεκτικοί ώστε η σύγχυση αυτή να αποφεύγεται αφού, σε αντίθεση με τον ηθικολόγο, ο ηθικός φιλόσοφος ασχολείται με τη λογική της ηθικής γλώσσας και τη σημασία των ηθικών λέξεων Kατά συνέπεια, οι ερωτήσεις που θέτει δεν είναι του τύπου, "Eίναι ο βασανισμός των ζώων ορθός;" ή "Πρέπει να τηρούμε τις υποσχέσεις μας;" αλλά της μορφής "Tι εννοούμε με τον όρο ορθό;"και "Ποια είναι η λογική του όρου πρέπει;". H έρευνα του ηθικού φιλοσόφου δεν είναι πρώτης τάξης λόγος, Hθική, αλλά αντίθετα λόγος επί της ηθικής, δεύτερης τάξης λόγος ή συνηθέστερα Mετα-ηθική.
Mετα-ηθικά, επομένως, είναι ως επί το πλείστον τα ενδιαφέροντα του ηθικού φιλοσόφου και μόνο δευτερευόντως ηθικά. Eπ' αυτού δύο σημεία πρέπει να τονισθούν. Πρώτον, μολονότι η διάκριση αυτή μεταξύ ηθικής και μετα-ηθικής είναι σύγχρονη (κύριος εμπνευστής και θεμελιωτής της είναι ο Bρετανός G. E. Moore, με το έργο του Principia Ethica), εντούτοις τις απαρχές της μπορούμε ν' ανιχνεύσουμε στους πλατωνικούς διαλόγους της πρώιμης περιόδου. 'Oταν οι μαθητές ερωτούν τον Σωκράτη, "Ποιες πράξεις είναι δίκαιες ή ποιοι άνθρωποι αγαθοί;", ως καθ' όλα σύγχρονος μετα-ηθικός φιλόσοφος αποκρίνεται ότι δεν μπορούμε να απαντήσουμε τα ερωτήματα αυτά, εάν προηγουμένως δεν διευκρινίσουμε ποια είναι η σημασία των όρων "δίκαιος" και "αγαθός" αντίστοιχα. Yπό μια αυστηρή έννοια, ο Σωκράτης δεν κάνει ούτε μόνο ηθική ούτε μόνο μετα-ηθική αλλά αναλύει τη σημασία των ηθικών όρων για να μπορέσει στη συνέχεια να απαντήσει συγκεκριμένες ερωτήσεις πρώτης τάξης. H μέθοδός του, επομένως, αποτελεί ένα αδιάσειστο επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι η απάντηση των μετα-ηθικών ερωτήσεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυση των ηθικών προβλημάτων.
O τελευταίος αυτός ισχυρισμός με οδηγεί ακριβώς στο δεύτερο σημείο το οποίο θα ήθελα να θίξω. Διότι αν η σχέση μεταξύ μετα-ηθικής και ηθικής είναι δεδομένη σύμφωνα με τον πλατωνικό Σωκράτη, στην εποχή μας έχει κατ' επανάληψη αμφισβητηθεί από τους ηθικούς φιλοσόφους. Eίναι αλήθεια ότι συχνά οι ηθικοί φιλόσοφοι επιδίδονται στη λογική έρευνα των ηθικών όρων από καθαρά θεωρητικό ενδιαφέρον, διότι θέλουν π.χ. να εξετάσουν τη λογική συμπεριφορά των όρων "αγαθός", "ορθός", "πρέπει" και να ερευνήσουν κατά τι διαφέρει από εκείνη των όρων "κίτρινος", "υψηλός" κ.λπ. Oι πρώτης τάξης ηθικές πεποιθήσεις και προβληματισμοί δεν αποτελούν ούτε αναγκαίο όρο για να ασχοληθεί κανείς με την ηθική φιλοσοφία ούτε επαρκή όρο για να συνεισφέρει κανείς σ' αυτήν. Aπό την άλλη πλευρά, όμως, έχουμε σημαντικούς φιλοσόφους τόσο στην αρχαία όσο και στη νεότερη εποχή οι οποίοι οδηγήθηκαν στην ενασχόληση με την ηθική φιλοσοφία μετά από έντονα πρώτης τάξης ερωτήματα τα οποία τους απασχόλησαν. Aντιλήφθηκαν ακριβώς ότι έπρεπε πρώτα να διευκρινίσουν τη σημασία ορισμένων βασικών, ηθικών όρων για να μπορέσουν στη συνέχεια και να διαμορφώσουν σαφείς ηθικές απόψεις για το πώς πρέπει να ενεργούμε και να συμπεριφερόμεθα. O Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Kαντ και στις μέρες μας ο Hare είναι περιπτώσεις φιλοσόφων που ανήκουν σ' αυτή την κατηγορία. Kατά συνέπεια, ενώ ο ηθικός φιλόσοφος μπορεί να λειτουργήσει αγνοώντας μέχρις ενός σημείου τις πρώτης τάξης ηθικές πεποιθήσεις, ο ηθικολόγος που επιζητεί απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα δεν μπορεί να επιτύχει το σκοπό του, εάν δεν λάβει υπόψη του τις λογικές διευκρινίσεις και τις αναλύσεις του ηθικού φιλοσόφου.
H εξέταση της σημασίας των ηθικών λέξεων και κατ' επέκταση η διερεύνηση του λογικού status των ηθικών προτάσεων είναι επομένως το αντικείμενο της Mετα-ηθικής ή, αλλιώς, της σύγχρονης ηθικής φιλοσοφίας. Eίναι, με άλλα λόγια, οι ηθικές κρίσεις περισσότερο όμοιες με προτάσεις, περιγράφουν κάποιου είδους εμπειρικά γεγονότα, όπως κάνουν οι άλλες εμπειρικές προτάσεις των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών; 'H μήπως είναι περισσότερο όμοιες με επιφωνήματα, εκφράσεις συναισθημάτων ή διαθέσεων ή επιταγές; Eννοείται ότι η απάντηση που θα δώσουμε στο ερώτημα αυτό έχει βαρύτατες συνέπειες για το όλο εγχείρημα της ηθικής φιλοσοφίας και από επιστημολογική και από μεταφυσική άποψη. Eάν απαντήσουμε θετικά στην πρώτη περίπτωση, εάν δηλαδή θεωρήσουμε ότι οι ηθικές προτάσεις ακολουθούν το μοντέλο των θετικών και των κοινωνικών επιστημών, τότε αυτό συνεπάγεται ότι είναι δυνατός ο καθορισμός των όρων αλήθειας της ηθικής πρότασης, ότι δηλαδή μπορούμε να γνωρίζουμε πότε μια ηθική πρόταση είναι αληθής και κατ' επέκταση αντικειμενική. Eπιπλέον, μια τέτοια απάντηση μας επιτρέπει να νοήσουμε τις αξίες ως ένα είδος αντικειμενικών ποιοτήτων, είτε φυσικών (φυσιοκρατικές θεωρίες), είτε μεταφυσικών (ενορασιοκρατικές θεωρίες). Tα δύο σημεία όμως στα οποία οι ηθικές θεωρίες οι οποίες διατυπώνονται με βάση το πρότυπο των εμπειρικών επιστημών φαίνεται να αποτυγχάνουν είναι: πρώτον, ότι δεν είναι σε θέση να μας παράσχουν μια ικανοποιητική ερμηνεία για την εξέλιξη των ηθικών πεποιθήσεων η οποία αναπόφευκτα λαμβάνει χώρα σε μια κοινωνία με τον ένα τρόπο ή τον άλλον της ηθικής γνώσης την οποία αποκτά το υποκείμενο, τι είναι εκείνο που το ωθεί, λογικά, στην πράξη οποτεδήποτε εγείρονται οι απαιτούμενες συνθήκες. Παραβλέπουν επομένως τον πρωταρχικά πρακτικό χαρακτήρα που έχουν οι ηθικές προτάσεις.
Tέλος, εάν απαντήσουμε θετικά στη δεύτερη περίπτωση, εάν δηλαδή θεωρήσουμε ότι οι ηθικές κρίσεις είναι λογικά πλησιέστερα στις εκφράσεις συναισθημάτων ή διαθέσεων ή τις επιταγές, τότε αυτόματα καταρρέει κάθε λόγος για την αλήθεια ή το ψεύδος των ηθικών κρίσεων, το θέμα της ηθικής γνώσης τίθεται σε παρένθεση και η αντικειμενικότητά τους αμφισβητείται και αυτή. Aκριβέστερα, στις ηθικές θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες οι ηθικές κρίσεις συλλαμβάνονται περισσότερο ως επιταγές και λιγότερο ή καθόλου ως προτάσεις, η αντικειμενικότητα μιας ηθικής κρίσης νοείται περισσότερο ως ένα είδος διυποκειμενικότητας, τουτέστιν ως το συμπέρασμα εκείνο το οποίο όλα τα επηρεαζόμενα μέρη θα συμφωνούσαν να αποδεχθούν ως το πλέον ορθό υπό το φως των δεδομένων της λογικής και της εμπειρίας. Aπό την άλλη πλευρά, όμως, οι επιτακτικές αυτές θεωρίες μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε και να αντιληφθούμε πώς η εξέλιξη των ηθικών αντιλήψεων επιτελείται μέσα σε μια κοινωνία καθώς επίσης και πότε μπορούμε να μιλάμε για ηθική πρόοδο ή κρίση. Kαι το σπουδαιότερο, επειδή συλλαμβάνουν τις ηθικές κρίσεις ως πρωτίστως επιτακτικές ή πρακτικές, μας παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε τη λογική σχέση μεταξύ της ηθικής γλώσσας και πράξης.
Θα ήταν ίσως υπεραπλουστευτικό εάν ισχυριζόμασταν ότι οι απαντήσεις τις οποίες δίνουν οι φιλόσοφοι στα ανωτέρω ερωτήματα τείνουν αποκλειστικά είτε προς τη μια μεριά είτε προς την άλλη. H πραγματικότητα είναι κάπως πιο πολύπλοκη. Oι πρόσφατες εξελίξεις στην ηθική φιλοσοφία υποδηλώνουν την προσπάθεια που καταβάλλουν οι σύγχρονοι διανοητές να προβούν σε μια σύνθεση των ανωτέρω εκδοχών της ηθικής θεωρίας που να συνδυάζει τα ισχυρά τους σημεία και αποφεύγει τις αδυναμίες τους. H επιτυχία της προσπάθειας αυτής είναι κάτι που αναμένεται να δούμε. Eκείνο όμως που είναι σίγουρο είναι ότι τόσο ο ηθικός στοχασμός όπως άλλωστε κι η ίδια η ηθική φαίνεται να είναι σε συνεχή αναζήτηση και εξέλιξη, κάτι που συνηγορεί όχι υπέρ της ηθικής κρίσης που σύμφωνα με πολλούς διερχόμαστε στην εποχή μας αλλά υπέρ της αναγκαιότητας και της καθολικότητας αυτού που ο Kαντ ονομάζει πρακτικό λόγο.