Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

Η Εθνική Εταιρεία

Tο όνομα Eθνική Eταιρία έφερε μυστική οργάνωση, κυρίως από στρατιωτικούς, που συστάθηκε στην αθήνα τον μάιο του 1894, (κατ΄ άλλους από 15 χαμηλόβαθμους αξιωματικούς στις 12 νοεμβρίου του 1894 με την απλή επωνυμία "εταιρεία" όπου και στις 4 Σεπτεμβρίου του 1895 τροποποιήθηκε το καταστατικό της και μετονομάσθηκε σε "Εθνική Εταιρεία"), με κύριο σκοπό την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος, την επαγρύπνηση επί των συμφερόντων των αλύτρωτων Ελλήνων με στόχο την προπαρασκευή της απελευθέρωσής των.

Oργανώθηκε κατά το σύστημα της φιλικής εταιρίας σε συνδυασμό με το αυστηρό απόρρητο τυπικό των Τεκτόνων, απέκτησε δε μέσα σε δύο χρόνια τεράστια ισχύ με την μύηση της πλειονότητας των αξιωματικών τόσο του στρατού ξηράς όσο και του ναυτικού καθώς και πολλών πολιτευτών και μεγάλου μέρους δημοσιοϋπαλληλικού και δικαστικού ακόμα κλάδου.

Χάρις του μυστηρίου που την περιέβαλλε και την "αόρατη δύναμη" της υπέρτατης αρχής της (όπως έλεγαν τότε) η "εταιρία" αυτή επεκτάθηκε και εκτός των τότε συνόρων στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού εξασφαλίζοντας έτσι τεράστια οικονομικά μέσα αλλά και ασφαλώς εξίσου μεγάλη ηθική επιρροή. Ενίσχυσε δε ηθικά και υλικά την Κρητική Επανάσταση του 1896 και πράγματι αντέταξε κατά της βουλγαρικής διείσδυσης στη Μακεδονία που ήταν τμήμα τότε της οθωμανικής αυτοκρατορίας πολλά αντάρτικα σώματα.

Kαι ενώ μέχρι εδώ για έναν στρατιωτικό ιστορικό ερευνητή ουδέν μεμπτό κρίνεται, ως ανάλογο των σύγχρονων ψυχολογικών μέτρων σε επικείμενη πολεμική εμπλοκή, από τον ιανουάριο του 1897 η δράση της εθνικής εταιρείας άρχιζε να παίρνει χαρακτήρα ακόμα και διοίκησης του κράτους με σαφή αντικυβερνητικό και αντικαθεστωτικό χαρακτήρα μη ελεγχόμενο αφενός, αλλά και πραγματικό εμπόδιο στις απόρρητες διασυμμαχικές δεσμεύσεις με τις οποίες κινούνταν η ελληνική διπλωματία. Η τότε κυβέρνηση Δηλιγιάννη βρισκόμενη σε αδυναμία γνώσης της πλήρους έκτασής της αλλά και προ του επαπειλούμενου κινδύνου εμφυλίου μη προβλέψιμου μεγέθους, εκ του δεσμευτικού όρκου που είχαν δώσει τα μέλη της, σε περίπτωση που θα επιχειρούσε να την πλήξη, προτίμησε να υποκύψει και να υιοθετήσει έστω και μερικώς την υποδεικνυόμενη απ΄ αυτή πολιτική στο κρητικό ζήτημα. έτσι απέστειλε ναυτική μοίρα υπό την ηγεσία του Ναυάρχου Ράινεκ και του Πρίγκιπα Γεωργίου, καθώς και μικτό ένοπλο απόσπασμα υπό τον τιμολέοντα βάσσο με τα οποία και επέβαλε την κατάληψη της Κρήτης και στη συνέχεια την γενική επιστράτευση, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η έκρηξη του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.

Tα μεσάνυκτα της 28ης μαρτίου του 1897 2.600 εξοπλισμένοι από την οργάνωση αυτή άτακτοι διέσχισαν την ελληνοτουρκική μεθόριο και επετέθηκαν κατά των τουρκικών θέσεων προσφέροντας έτσι στις τουρκικές μεραρχίες την αφορμή για τη κήρυξη του πολέμου.

H αποτυχία όμως και η υποχώρηση που ακολούθησαν, ή καταστροφή όπως χαρακτηρίσθηκε τότε, υπήρξαν αρκετά όχι μόνο να μειώσουν το γόητρο της εθνικής εταιρίας, η οποία και θεωρήθηκε ως ο κύριος αίτιος του ατυχούς εκείνου πολέμου, αλλά και να καταστεί ο "αποδιοπομπαίος τράγος" όπου το κύρος της στους κόλπους του λαού είχε καταρρακωθεί. Ο καταμερισμός των ευθυνών της, ανατέθηκε σε ανακριτική επιτροπή της βουλής, η οποία όμως λόγω διάλυσης του σώματος δεν έφερε σε πέρας τη αποστολή της (με πιθανό λόγο τον μεγάλο αριθμό εμπλοκής πολιτικών προσώπων).
έτσι η εθνική εταιρία διαλύθηκε το 1899 αφού παρέδωσε, στο εθνικό σκοπευτήριο, όλο το υπό κατοχή της πολεμικό υλικό που κατείχε καθώς και το ποσόν των τότε 300.000 δραχμών εκ της περιουσίας που παρουσίασε ότι διέθετε.

H "Εθνική Εταιρία" μπορεί βέβαια να είχε αναμφίβολα στην αρχή αγνούς πατριωτικούς σκοπούς παρασύρθηκε όμως αλόγιστα σε ρομαντικούς ενθουσιασμούς της εποχής της, υπερτίμησε τις ηθικές αλλά και υλικές πραγματικές δυνάμεις του έθνους και έσυρε την ελλάδα σε μία εμπλοκή της οποίας όμως τα κάποια σημαντικά οφέλη (ευεργετήματα) φάνηκαν πολύ αργότερα.

Η σφραγίδα της Εθνικής Εταιρείας



Ο όρκος των μελών

* Παρατίθεται ο όρκος των μελών της Εθνικής Εταιρίας, (εμφανές το πνεύμα και οι σκοποί της), που έδιναν κατά την ένταξή τους σ΄ αυτήν:

Ορκίζομαι
εις το ιερόν ευαγγέλιον
πίστιν εις την αγαπητήν πατρίδα
και εις το μεγαλείον της
και ότι η δόξα της θα είναι
ο παντοτεινός λογισμός μου.
ορκίζομαι
να φυλάξω μυστικάς μέχρι του τάφου μου
τας ενεργείας της εταιρίας
και να μη ζητώ ποτέ να μάθω
ούτε ποιοί την κυβερνούν
ούτε πως κυβερνάται
ορκίζομαι
να χύσω το αίμα μου,
αν διαταχθώ, προς απελευθέρωσιν
των σκλαβωμένων αδελφών μου
και να προσφέρω ότι δύναμαι, χάριν του
Αγίου Σκοπού της "Εθνικής Εταιρίας".


Σχόλια

* Γενικά με την εταιρεία και τη σχέση της με τ΄ ανάκτορα ο δημοσιογράφος Στέφανος Στεφάνου έγραφε στην εφημερίδα "ελεύθερον βήμα" στις 16 μαρτίου 1927, (30 χρόνια μετά, όταν είχε εκπέσει η βασιλεία, χωρίς ν΄ αναφέρει στοιχεία ή πηγές): "η εθνική εταιρεία υπήρξεν ένας τεράστιος οργανισμός. η σπουδαιοτέρα των ανευθύνων οργανώσεων από της εποχής της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. επήγασεν εκ νοσηρού πατριωτισμού. Απέβη κολοσσιαία δύναμις. κατέστησεν την κυβέρνησιν της χώρας υποχείριον των σκοπών της και το στέμμα αιχμάλωτον των σχεδίων της. Επίστευε δηλαδή μάλλον ότι είχε αιχμαλωτίσει το στέμμα, χωρίς να υποπτεύεται ότι το στέμμα εγνώριζε κάλλιστα τον τρόπον και τον σκοπόν της συστάσεώς της και χωρίς να φαντάζεται ότι εξυπηρετούσε τα σχέδια τους στέμματος, το οποίον ενόμιζε τάχα ότι έτρεμε..."

* Ο Κορδάτος στο έργο του "ιστορία της νεώτερης ελλάδος" τομ. 4ος σ.561 εκφράζει την άποψη πως: "είναι όχι πιθανό, αλλά βέβαιο, ότι πίσω από τα ηγετικά στελέχη της εθνικής εταιρείας ήταν πράκτορες της γερμανίας. αυτοί πιθανόν άμεσα ή έμεσα είχαν πλησιάσει και τον Δ. Ράλλη και του ενέπνευσαν την πολεμοκαπηλεία". Μιά άποψη που βασίζεται κυρίως στην αποδεδειγμένα τότε προσπάθεια της Γερμανίας, δια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, να καταστεί κυρίαρχη δύναμη στη Μεσόγειο.
Η ιδεολογική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στη χώρα στα τέλη του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την αναντιστοιχία της ιδεατής εικόνας της Ελλάδας με την ιστορική πραγματικότητα. Γεγονός που οφείλεται στην αδυναμία του ελληνικού κράτους να αναβαθμίσει τη θέση του στο διεθνές σύστημα, συνδυάζοντας την ενσωμάτωση των αλύτρωτων πληθυσμών με την ολοκλήρωση των διαδικασιών οικονομικού μετασχηματισμού. Η καταξίωση του έθνους και η ταυτόχρονη απαξίωση του κράτους οδήγησαν ορισμένες αυτονομημένες πλέον ομάδες πίεσης στην επιλογή της πολεμικής σύγκρουσης ως προσφορότερου μέσου για την πραγμάτωση των εθνικών προσδοκιών, χωρίς, ωστόσο, να ληφθούν υπόψη η ιστορική συγκυρία και ο συσχετισμός των δυνάμεων. Οπως και σε προγενέστερες περιόδους κρίσης του Ανατολικού Ζητήματος και έξαρσης του μεγαλοϊδεατισμού, έτσι και στην κρίση των ετών 1896-97 τον ρόλο του αυτόκλητου σωτήρα του έθνους ανέλαβαν να διαδραματίσουν μυστικές εταιρείες εθνικιστικού χαρακτήρα, που επιζητούσαν την υποκατάσταση του κράτους στη διαχείριση των θεμάτων της στρατιωτικής ανασυγκρότησης και της εξωτερικής πολιτικής. Οι εταιρείες αυτές δεν εντάσσονται στην παράδοση των νεο-ιακωβινικών οργανώσεων της περιόδου της Παλινόρθωσης, οι οποίες αντιτάσσονταν στα αυταρχικά καθεστώτα στο όνομα της χειραφέτησης του λαού. Αντίθετα, συνιστούν χαρακτηριστική έκφραση της πολιτικής δυσαρέσκειας και του συνωμοτικού και στασιαστικού κλίματος, που είναι σύμφυτο του ελληνικού πολιτικού βίου στα τέλη του 19ου αιώνα. Συγκροτούνται αφενός ως ομάδες πίεσης της πολιτικής εξουσίας και αφετέρου ως μηχανισμοί εθνικής κινητοποίησης. Διαθέτουν εσωτερική ιεραρχία, έχουν οιονεί θεσμικό και ημι-νόμιμο χαρακτήρα και υπηρετούν την κυρίαρχη ιδεολογία. Συγκεκριμένα, η δράση τους αποσκοπεί στη μύηση μελών, στη διάβρωση του στρατού, στον έλεγχο του Τύπου, στη διενέργεια εράνων για τη χρηματοδότηση των σκοπών τους και ιδιαίτερα για την αγορά οπλισμού, στη διοργάνωση παρελάσεων, δημόσιων διαλέξεων και εκδηλώσεων, καθώς και στη στρατολόγηση και αποστολή ενόπλων στρατιωτικών σωμάτων στις αλύτρωτες περιοχές υπό την καθοδήγηση λιποτακτούντων αξιωματικών του τακτικού στρατού.

Η «Εθνική Εταιρεία» και η εταιρεία «Ο Ελληνισμός» είναι οι δύο εθνικιστικές οργανώσεις οι οποίες ενεπλάκησαν ή εκβίασαν τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, πλειοδοτώντας σε εθνικιστικό ζήλο ακόμη και αυτής της κυβέρνησης του Θ. Δηλιγιάννη: η πρώτη με τη συστηματική κινητοποίηση της ελληνικής κοινής γνώμης και κυρίως με την αποστολή εκστρατευτικού σώματος στη Μακεδονία στα 1896, τη διάβαση των ελληνοτουρκικών συνόρων από ατάκτους τον Μάρτιο του 1897 και την ενεργό υποστήριξη του κρητικού αγώνα και η δεύτερη αφενός με τη συνδρομή που παρέσχε στην αποστολή της «Φοιτητικής Φάλαγγας» στην Κρήτη τον Φεβρουάριο του 1897 και αφετέρου με τη συνεργασία της με τους ιταλούς εθελοντές που έλαβαν μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο υπό την διοίκηση των Α. Cypriani και R. Garibaldi.

Παρά το γεγονός ότι οι δύο εταιρείες ανέπτυξαν παράλληλα δίκτυα τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό, ωστόσο, ούτε η ταυτόχρονη σχεδόν ίδρυσή τους ούτε ο οξύς ανταγωνισμός τους, που υπήρξε κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα της απόπειρας αποκλειστικής ιδιοποίησης των οικονομικών εισφορών της Ομογένειας, παρέπεμπαν σε διαφορετικές και καταστατικά συγκροτημένες ιδεολογικο-πολιτικές αφετηρίες. Εν τούτοις, ενώ στην περίπτωση της «Εθνικής Εταιρείας» η εθνικιστική ιδεολογία συνέχει ένα φάσμα πολιτικών πεποιθήσεων, που συμπεριλαμβάνει τόσο τον αντικοινοβουλευτισμό όσο και τον ακραιφνή φιλελευθερισμό, αντίθετα στην περίπτωση της εταιρείας «Ο Ελληνισμός» είναι εμφανής η κυριαρχία της αντικοινοβουλευτικής ιδεολογίας και του πολιτικού ανορθολογισμού.

Η «Εθνική Εταιρεία» ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1894 και αυτοδιαλύθηκε τον Δεκέμβριο του 1900 με τη διάθεση των κεφαλαίων της στη «Σκοπευτική Εταιρεία». Παρ' όλα αυτά, πυρήνες της παρέμειναν ημιενεργοί και συμμετείχαν στον μακεδονικό αγώνα ή αποτέλεσαν το αρχικό στελεχικό δυναμικό για την ίδρυση μεταγενέστερων μυστικών οργανώσεων. Από την άλλη πλευρά, η εταιρεία «Ο Ελληνισμός», συγκροτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1893. Και οι δύο εταιρείες υποστηρίζονταν από φιλελληνικούς κύκλους της Ευρώπης. Η «Εθνική Εταιρεία» είχε ουσιαστικό σύνδεσμο με τη «Byron Society» του Λονδίνου, ενώ η εταιρεία «Ο Ελληνισμός» είχε επαφές με κύκλους της γαλλικής κυρίως διανόησης. Σε αντίθεση με την «Εθνική Εταιρεία», η οποία συσπείρωνε τις elites της ελληνικής κοινωνίας και σε επίπεδο κορυφής είχε συλλογικό χαρακτήρα, καθώς οι αποφάσεις λαμβάνονταν από το ανώτατο συμβούλιο, που συγκροτούσαν ισάριθμοι στρατιωτικοί και πολίτες, η εταιρεία «Ο Ελληνισμός» συνδεόταν κατά βάση με στοιχεία που προέρχονταν από τον στρατό, τα μικροαστικά στρώματα, τη δημόσια υπαλληλία και τη φοιτητική νεολαία, ενώ στο επίπεδο της λήψης αποφάσεων ο χαρακτήρας της ήταν προσωποπαγής. Διότι από τον Δεκέμβριο του 1894 ως την περίοδο του Μεσοπολέμου, κατά την οποία εξακολούθησε να υπάρχει προσλαμβάνοντας όμως αντιδραστική αλλά όχι και φασιστική ιδεολογική χροιά, η εταιρεία «Ο Ελληνισμός» συνέδεσε τις τύχες της με τον αρχηγό της, τον καθηγητή της Νομικής Σχολής Νεοκλή Καζάζη (1849-1936).

Τα πολυάριθμα τμήματα της «Εθνικής Εταιρείας» στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού απλώνονταν από το Βουκουρέστι και τη Βράιλα ως τους θύλακες της ελληνικής Διασποράς στην Ινδία και την Αφρική. Αντίστοιχη φαίνεται ότι ήταν και η εξακτίνωση της εταιρείας «Ο Ελληνισμός», αν και στην περίπτωσή της δινόταν η εντύπωση μιας ευρύτερης παρουσίας, λόγω της ίδρυσης παραρτημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία.

Αν και ο αρχικός πυρήνας της «Εθνικής Εταιρείας» συγκροτήθηκε από δυσαρεστημένους κατώτερους αξιωματικούς, στο καταστατικό του 1896 (άρθρο 3) οι αποκλεισμοί αίρονται και τα μέλη της στρατολογούνται πλέον από «τα άριστα στοιχεία πάσης τάξεως του απανταχού Ελληνικού». Η μεταβολή αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των μελών της «Εθνικής Εταιρείας», τα οποία σε χρονικό διάστημα έξι μόλις μηνών έφθασαν από 60 σε 3.185. Η κοινωνική σύνθεση των μελών της «Εθνικής Εταιρείας» περιλάμβανε πολιτικούς, όπως οι Σ. Στάης, Γ. Φιλάρετος, Δ. Στεφάνου, Κ. Εσλιν και Α. Ρωμάνος, πανεπιστημιακούς δασκάλους, που διαδραμάτισαν μάλιστα πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως οι Σπ. Λάμπρος, Ν. Πολίτης και Γ. Χατζηδάκις, έγκριτους λογίους όπως ο αρχαιολόγος και μετέπειτα μεταφραστής της Ορέστειας (Βλ. Ορεστειακά 1903) και καθηγητής της ιστορίας Γ. Σωτηριάδης, ανώτερους κληρικούς, πλούσιους αστούς της Ομογένειας, εξέχοντες νομικούς και δικαστικούς, στρατιωτικούς όπως οι Παύλος Μελάς, Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, Λ. Παρασκευόπουλος, Ι. Μεταξάςκαι Π. Δαγκλής, επίλεκτους δημοσιογράφους, όπως ο Οδ. Ιάλεμος και, τέλος, σημαντικούς λογοτέχνες, όπως οι Δ. Βικέλας, Κ. Παλαμάς, Εμμ. Λυκούδης, Γ. Δροσίνης, Γ. Σουρής, Α. Καρκαβίτσας καιΓρ. Ξενόπουλος.

Από την άλλη πλευρά, η εταιρεία «Ο Ελληνισμός» περιλάμβανε στις τάξεις της σημαίνουσες προσωπικότητες της Ομογένειας, όπως ο Γ. Αβέρωφ, αλλά και πανεπιστημιακούς καθηγητές, όπως ο Π. Καρολίδης και ο Γ. Χατζηδάκις, ο οποίος μετά τη διάλυση της «Εθνικής Εταιρείας» πύκνωσε τις τάξεις της εταιρείας «Ο Ελληνισμός».