«Σκαφτιάδες», «Σκαπανείς» («The Diggers», 1647 - 1651). Αγγλικό ημιθρησκευτικό κοινωνικό κίνημα του 17ου αιώνα ενάντια στην φεουδαρχία, την επίσημη Εκκλησία της Αγγλίας και τον αγγλικό θρόνο, με θέσεις κοινοτιστικές, πασιφιστικές και αντι-ιδιοκτησιακές, θεμελιωμένες όμως αποκλειστικά σε βιβλικές και προτεσταντικές χριστιανικές αντιλήψεις. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ: Στις παραμονές της Αγγλικής Επανάστασης του 17ου αιώνα, οι προάγγελοι του κινήματος, που κατά ομάδες στασίαζαν κατά των γαιοκτημόνων με πρόθεση να τους πάρουν τα κτήματα και να τα μοιράσουν σε ίσα μερίδια («εξισώνοντας» την ακίνητη περιουσία, η οποία αποτελούσε την κύρια μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας στην Αγγλία του 17ου αιώνα) ή διεκδικώντας την πρόσβαση του απλού λαού στις δημόσιες εκτάσεις, ονομάζονταν υποτιμητικά από τους γαιοκτήμονες «ισοπεδωτές» («levellers»). Όμως από το 1647, έτος κατά το οποίο ιδρύθηκε από τους Τζων Λίλμπορν (John Lilborne ή Lilburn, 1614 – 1657), Ρίτσαρντ Όβερτον (Richard Overton, περ. 1599 – 1664), Ουϊλιαμ Ουάλγουϊν (William Walwyn, 1600 – 1681), Σάμιουελ Τσίντλεϋ (Samuel Chidley, 1616 – περ. 1670) κ.ά. το ομώνυμο πολιτικο-θεσμικό κίνημα, οι προγενέστεροι «ισοπεδωτές» για να ξεχωρίσουν από αυτό υιοθέτησαν το όνομα «Πραγματικοί Ισοπεδωτές» ή «Σκαπανείς» («Diggers»). Οι πιο σημαντικοί ηγέτες των «Σκαπανέων» ήσαν ο Γκέραρντ Ουϊνστάνλεϋ (Gerrard Winstanley, περ. 1609 – περ. 1676) και ο επονομαζόμενος και «Προφήτης» Ουϊλιαμ Έβεραρντ (William Everard, περ. 1575 – περ. 1650, κληρικός, ιεροκήρυκας και συγγραφέας της «Δήλωσης και Κανονισμού των Ισοπεδωτών της Αγγλίας»). Το 1648 ο Ουϊνστάνλεϋ, καταγόμενος από εύπορη οικογένεια του Λάνκαστερ αλλά φτωχός πια λόγω του εμφυλίου πολέμου, άρχισε να συγγράφει διάφορες μπροσούρες με θρησκευτικές και κοινωνικές μεταρρυθμιστικές προτάσεις: «The Mysterie of God concerning the whole Creation», «The Breaking of the Day of God», «The Saints Paradise» και «Truth Lifting up its Head above Scandals». Στις 26 Ιανουαρίου 1649, με αφετηρία μία μυστικιστική εμπειρία κατά την οποία του «δόθηκε» το σύνθημα «Δουλέψτε μαζί. Φάτε ψωμί μαζί. Δίδαξέ το αυτό σε όλους», εξέδωσε την μπροσούρα «The New Law of Righteousness», μέσα από την οποία προπαγάνδιζε κοινοτιστικές και αντι-ιδιοκτησιακές θέσεις υπέρ του «κοινού ανθρώπου», χρωματισμένες όμως εντονότατα από βιβλικές και σωτηριακές αντιλήψεις. Ακολούθησε στις 20 Μαρτίου 1649 η έκδοση του μανιφέστου « The True Leveller Standard Advanced or, The State of Community opened, and Presented to the Sons of Men», που υπογραφόταν από 16 ηγέτες των «Σκαπανέων», ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν οι Έβεραρντ και Ουϊνστάνλεϋ, που την ίδια εκείνη ημέρα είχαν κληθεί από τον Τόμας Φαίρφαξ (Sir Thomas Fairfax) να απολογηθούν για τις απόψεις τους. Δέκα μόλις ημέρες αργότερα οι Έβεραρντ και Ουϊνστάνλεϋ κατέλαβαν με 50 περίπου οπαδούς τους δημόσιες εκτάσεις στον St. George's Hill, ιδρύσαντες μία ακόμη ισχυρή κοινότητα «Σκαπανέων», που όμως δέχθηκε σχεδόν αμέσως την επίθεση των μπράβων των γαιοκτημόνων και τα κτίριά της πυρπολήθηκαν: «βάζουμε τα θεμέλια του να καταστεί η γη μία πηγή πλούτου κοινή για όλους, τόσο για πλούσιους όσο και για φτωχούς, ώστε όλοι όσοι έχουν γεννηθεί επάνω στην γη, την μητέρα που μας μεγάλωσε όλους, να μπορούν να τραφούν από τα αγαθά της, όπως επιθυμεί και η Αιτία που κυβερνά όλη την Κτίση», τόνισε σε κείμενό του ο Ουϊνστάνλεϋ. Ενώ οι «Σκαπανείς» προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τις ζημιές, δέχθηκαν εκφοβιστική επίσκεψη από σώμα ιππικού υπό τον λοχαγό Τζων Γκλάντμαν (John Gladman), ο οποίος μάλιστα περιέγραψε ως «παράφρονα» τον Έβεραρντ στην αναφορά του. Στα μέσα Μαϊου εξαφανίστηκε ο Έβεραρντ, πιθανόν για να γλιτώσει σύλληψή του από τους στρατιώτες του Φαίρφαξ και φυλάκισή του για συνεργασία του με τους στρατιωτικούς «Ισοπεδωτές» της «ανταρσίας του Burford», ενώ την τελευταία εβδομάδα του ίδιου μήνα οι καλλιέργειες και τα κτίρια των «Σκαπανέων» του Surrey δέχθηκαν αλλεπάλληλες επιθέσεις από τραμπούκους των γαιοκτημόνων, παρακινημένους από τους ιεροκήρυκες της επίσημης Εκκλησίας χωρικούς και στρατιώτες του Φαίρφαξ. Ο Ουϊνστάνλεϋ προσπάθησε να υπερασπιστεί το κίνημα με την μπροσούρα του «Διακήρυξη από τους Φτωχούς και Καταπιεσμένους της Αγγλίας» («A Declaration from the Poor Oppressed People of England»), που κυκλοφόρησε στις αρχές του Ιουνίου και συνυπογραφόταν από πολλούς άλλους «Σκαπανείς» (John Coulton, John Palmer, Thomas Star, Samuel Webb, John Hayman, Thomas Edcer, William Hogrill, Daniel Weeden, Richard Wheeler, Nathaniel Yates, William Clifford, John Harrison, Thomas Hayden, James Hall. James Manley, Thomas Barnard, John South, Robert Sayer, Christopher Clifford, John Beechee, William Coomes, Christopher Boncher, Richard Taylor, Urian Worthington, Nathaniel Holcombe, Giles Childe ο πρεσβύτερος, John Webb, Thomas Yarwel, William Bonnington, John Ash, Ralph Ayer, John Pra, John Wilkinson, Anthony Spire, Thomas East, Allen Brown, Edward Parret, Richard Gray, John Mordy, John Bachilor, William Childe, William Hatham, Edward Wicher και William Tench), ωστόσο στις 11 Ιουνίου η κοινοτητα δέχθηκε νέες επιθέσεις, τέσσερα μέλη της κακοποιήθηκαν άγρια και μάταια ο Ουϊνστάνλεϋ θα διαμαρτυρηθεί στον Φαίρφαξ με την επιστολή του «Letter to Lord Fairfax» («υπηρετούμε την θεία δύναμη που αγωνίζεται να ελευθερώσει από την σκλαβιά την Κτίση, καθώς και να αποκαλύψει τα μυστικά της στους υιούς του ανθρώπου»). Τον Ιούλιο οι «Σκαπανείς» του Surrey μετέφεραν την κοινότητά τους δύο περίπου χιλιόμετρα μακρύτερα, εγκαθιστώντας την στο Cobham Heath, ενώ στις 26 Αυγούστου ο Ουϊνστάνλεϋ εξέδωσε το «A Watch-word to the City of London and the Armie» στο οποίο διακήρυσε ότι η ελευθερία «δεν χαρίζεται, αλλά κατακτάται». Το φθινόπωρο οι «Σκαπανείς» του Surrey δέχθηκαν νέες επιθέσεις από τραμπούκους (που κατέστρεψαν τα δύο από τα τέσσερα σπίτια τους και ποδοπάτησαν τα σπαρτά τους), ενώ ο ίδιος ο Ουϊνστάνλεϋ έφυγε από το Cobham και κατέλαβε με αρκετούς καινούργιους οπαδούς του δημόσιες εκτάσεις στο Ίβερ (Iver) του Buckinghamshire, το Kent και το Northamptonshire και τις καλλιέργησε με σκοπό να μοιράσει δωρεάν την συγκομιδή σε εκατοντάδες οικογένειες. Την επόμενη χρονιά όμως (1650), οι γαιοκτήμονες των περιοχών εκείνων, θορυβημένοι και αυτοί από τις ενέργειες των «Σκαπανέων» του Ουϊνστάνλεϋ, προσέλαβαν τραμπούκους για να επιτεθούν στις κοινότητες, να κακοποιήσουν τα μέλη τους και να τις διαλύσουν (λέγεται ότι ο ίδιος ο Κρόμγουελ είχε πει για τους «Σκαπανείς»: «κόψτε αυτούς τους ανθρώπους κομματάκια, ειδάλλως κάποια ημέρα θα σας κόψουν κομματάκια αυτοί»). Παρά τις εκκλήσεις του Ουϊνστάνλεϋ προς την κυβέρνηση, κανένα μέτρο προστασίας δεν παρασχέθηκε στους «Σκαπανείς», οι οποίοι είχαν καταγγελθεί ακόμα και από τους εναπομείναντες πολιτικούς «Ισοπεδωτές» και φυσικά μέχρι τα τέλη του 1651 οι κοινότητές τους (που αν και είχαν απλωθεί σε μεγάλη έκταση, στο Barnet του Hertfordshire, στο Bosworth του Gloucestershire, στο Dunstable του Bedfordshire, στο Iver του Buckinghamshire, στο Barnet του Hamptonshire, στο Cox Hill του Kent, στο Bosworth του Leicestershire, στο Entfield του Middlesex και στο Wellingborough του Northhamptonshire, δεν αριθμούσαν συνολικά περισσότερα από 300 μέλη) διαλύθηκαν, αν και ο Ουϊνστάνλεϋ εξακολούθησε να προπαγανδίζει από το Cobham, όπου είχε επιστρέψει, την αναδιανομή των γαιών μέχρι τον Ιούλιο του 1650 (οπότε και αυτοδιαλύθηκε και η εκεί κοινότητα). Το 1652, δύο χρόνια πριν προσχωρήσει στους Κουάκερους, ο Ουϊνστάνλεϋ εξέδωσε το βιβλίο του «Ο νόμος της Ελευθερίας» («The Law Of Freedom in a Platform, or True Magistracy Restored»), μέσα στο οποίο ανάπτυσσε την δική του βιβλική ουτοπία, ισχυριζόμενος πως η βάση μιας πραγματικής χριστιανικής κοινωνίας είναι η κατάργηση της ιδιοκτησίας και των μισθών και ζητούσε γενική υποχρεωτική εργασία όλων και εκπαίδευση όλων. ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΖΗΤΟΥΜΕΝΑ ΤΩΝ «ΣΚΑΠΑΝΕΩΝ»: Παρά το ότι το βραχύβιο και ολιγάριθμο φαινόμενο των «Σκαπανέων» έχει υπερτιμηθεί από τους χριστιανούς ιστορικούς των κοινωνικών επαναστάσεων (οι ιδέες τους μάλιστα επηρέασαν πολλούς μεταγενέστερους ουτοπιστές θεωρητικούς, σοσιαλιστές και κομμουνιστές, ανάμεσα στους οποίους και τους John Bellers, έναν Κουάκερο του οποίου τα γραπτά επηρέασαν αργότερα τον Κάρολο Μαρξ, Robert Owen, Josiah Warren, William Morris, Belford Bax, Edouard Bernstein, κ.ά.), οι αναφορές του κυρίου θεωρητικού των «Σκαπανέων» Ουϊνστάνλεϋ δεν γίνονταν ποτέ σε κοσμικές εξουσίες αλλά μόνον στην ιουδαιοχριστιανική Βίβλο, επανελάμβανε δε αυτός συνεχώς στα γραπτά του ότι οι ιδέες του δεν βασίζονταν σε ανθρώπινη γνώση, αλλά στην απευθείας επικοινωνία του με τον Θεό, μέσα από μυστικιστικές εμπειρίες, ενώ η κύρια εμμονή του σε μια «πανανθρώπινη σωτηρία» κατέληγε κατά κανόνα σε «χιλιασμό». Ο προσωπικός και προνοιακός Θεός του Ουϊνστάνλεϋ καθοδηγούσε κατ’ αυτόν την Ιστορία, ονομαζόταν «Αιτία» και έμοιαζε πολύ σε αυτό που αντιλαμβάνονταν οι περισσότεροι αρχαίοι Νεοπλατωνικοί και οι μυστικιστές του Μεσαίωνα: «το να γνωρίζεις τα μυστικά της φύσης, σημαίνει να γνωρίζεις τα έργα του Θεού. Και το να γνωρίζεις τα έργα του Θεού μέσα στην κτίση, σημαίνει να γνωρίζεις τον ίδιο τον Θεό, γιατί αυτός κατοικεί σε κάθε ορατό δημιούργημα ή σώμα». Συνεπώς, όπως και στην περίπτωση των «Ισοπεδωτών» (τμήμα των οποίων ωστόσο είχε διαφοροποιηθεί από την χριστιανική κοσμοαντίληψη, υιοθετώντας υλιστικές θέσεις), δεν έχουμε να κάνουμε με ένα γνήσια πολιτικοκοινωνικό, πόσο μάλλον επαναστατικό κίνημα, αλλά με μία ακόμη από τις πολλές απόπειρες θρησκολήπτων που γνώρισε η δεύτερη μεταχριστιανική χιλιετία για την πραγμάτωση «επιγείων παραδείσων» σύμφωνα με τις βιβλικές αξίες και απαιτήσεις. Σύμφωνα με τον «Νόμο της Ελευθερίας» του Ουϊνστάνλεϋ, η πραγματική ελευθερία και ευημερία δεν θα προέκυπτε μέσα από την ελευθερία της πολιτικής συμμετοχής και της θρησκευτικής έκφρασης, ή μέσα από την ελευθερία του εμπορίου και της μετακίνησης ή από την χειραφέτηση των γυναικών, αλλά απλώς από την ελευθερία της χρήσης της γης, η οποία αποτελεί τον κατ’ εξοχήν φυσικό πλούτο. Στην εμπνευσμένη από την ζωή των Ισραηλιτών στο βιβλίο των «Κριτών» ουτοπία του Ουϊνστάνλεϋ, όλη η ανθρωπότητα θα οργανωνόταν σε αυτάρκεις και συνεργατικές μικρές κοινότητες, στις οποίες οι πλούσιοι θα υποχρεώνονταν εκ των πραγμάτων να συμμετάσχουν για να μην πεθάνουν από την πείνα. Η δική του κοινωνία θα είχε λίγους και απλούς νόμους, θα υπεράσπιζε τον εαυτό της μέσα από τα μέλη της που θα ήσαν όλα οπλισμένα, θα παρέμενε αυστηρά πατριαρχική αν και ο γάμος και το διαζύγιο θα ήσαν αποκλειστικά πολιτικά και, τέλος, θα προέβλεπε για κάθε κοινότητα την ύπαρξη μιας σειράς εκλεγμένων αξιωματούχων («Ειρηνοποιός», «Επόπτης», «Αλληλογράφος», κ.ά.), καθώς και έναν «Στρατιώτη» (αστυνόμο, του οποίου καθήκον θα ήταν να εφαρμόζει τις αποφάσεις των επικεφαλής της κοινότητας) και έναν «Δήμιο», επιφορτισμένο να εκτελεί τις αρκετά αυστηρές για τα σημερινά δεδομένα ποινές που προέβλεπαν οι νόμοι του Ουϊνστάνλεϋ (θανατική ποινή προβλεπόταν λ.χ. και για όσους προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν για βιοπορισμό το Δίκαιο ή την Θρησκεία). ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ «ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ»: Το όνομα «Σκαπανείς» («Diggers») χρησιμοποίησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1960 (1965 - 1968) ο ιρλανδικής καταγωγής χίππι Έμμεττ Γκρόγκαν (Emmett Grogan, περ. 1943 – 1978, μια χαρισματική φυσιογνωμία της αμερικανικής Αντικουλτούρας), ο Πήτερ Μπεργκ (Peter Berg) και ο Πήτερ Κογιότ (Peter Coyote), για την αλτρουϊστική - αλληλοϋποστηρικτική ομάδα που ίδρυσαν στο Haight-Ashbury του Σαν Φραντσίσκο της Καλιφόρνιας. Οι «Diggers», με όπλο την παραδειγματική δράση με σκοπό την δημιουργία μιας ελεύθερης κοινωνίας («Free City») μέσα στην κατεστημένη ανελεύθερη, προμήθευαν μέσα από «Δωρεάν Μαγαζιά» («Free Stores», τα οποία έκλεισε η αστυνομία στις αρχές του 1967) την νεολαϊστικη κοινότητα και τους άπορους με δωρεάν τρόφιμα και άλλα αγαθά πρώτης ανάγκης, έκαναν παράλληλα θέατρο δρόμου (σχετίζονταν άμεσα με την ομάδα «αντάρτικου θεάτρου» «San Francisco Mime Troupe», με την οποία μοιράζονταν αρκετά μέλη, όπως τους Billy Murcott, La Mortadella, Butcher Brooks, κ.ά.), αναρχική άμεση δράση και καλλιτεχνικά «συμβάντα» («happenings») και μάλιστα ενέπνευσαν την ίδια εποχή τον Άμπυ Χόφφμαν (Abbie Hoffman) να ιδρύσει κάτι παρόμοιο στο Lower East Side της Νέας Υόρκης. Οι «Diggers» του Σαν Φραντσίσκο, που εμπνεύστηκαν και καθιέρωσαν στους κύκλους της αμερικανικής Αντικουλτούρας μία σειρά από συνθήματα («Σήμερα είναι η πρώτη ημέρα της υπόλοιπης ζωής σου», «1% Ελεύθεροι», κ.ά.), αρκετά από τα οποία αργότερα υιοθετήθηκαν από ευρύτερα τμήματα της δυτικής κοινωνίας, μπορούν να συγκριθούν με τις σημερινές περίπου 400 αυτόνομες ομάδες εθελοντισμού της αμερικανικής οργάνωσης - ομπρέλας «Τροφή, όχι βόμβες» («Food Not Bombs», ιδρυθείσας στις αρχές της δεκαετίας του 1980) που διανέμουν δωρεάν χορτοφαγική τροφή στους άπορους των πόλεων. Στην σχεδόν τετραετή δράση τους, οι «Diggers» του Σαν Φραντσίσκο διοργάνωσαν δωρεάν συναυλίες (με συμπαθούντες μουσικούς της ροκ, όπως οι «Grateful Dead», η Janis Joplin, οι «Jefferson Airplane», κ.ά.) και εκδηλώσεις πολιτικοποιημένης τέχνης, ενώ από τα πιο πετυχημένα «συμβάντα» τους υπήρξαν η «Παρέλαση για τον θάνατο του χρήματος» («Death of Money Parade», 17 Δεκεμβρίου 1966), το «Αόρατο Τσίρκο» («Invisible Circus», 24 Φεβρουαρίου 1967), το ποιητικό συμβάν «Γεννημένοι Ελεύθεροι» («Born Free», 18 Ιουνίου 1967) και η πολυπληθής διαδήλωση «Θάνατος του Hippie και γέννηση του Free» (6 Οκτωβρίου 1967). Οι «Diggers» διαλύθηκαν το καλοκαίρι του 1968, λίγο μετά τον εορτασμό του Θερινού Ηλιοστασίου, με σκοπό να διαχυθούν σε διάφορες ομάδες, κινήσεις και κοινόβια της Καλιφόρνιας και να δημιουργήσουν το δίκτυο «The Free Family». Την δωρεάν διανεμητική δράση τους συνέχισαν από τον Ιανουάριο του 1969 το «Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων» («The Black Panther Party») στο Ώκλαντ και από τον Ιούνιο του 1969 το κοινόβιο «Kaliflower Commune» στο Σαν Φραντσίσκο. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Armytage W. A. G., «Heavens Below: Utopian Experiments in England, 1560-1960», London, 1961 Berens H. Lewis, «The Digger Movement in the Days of the Commonwealth», London, 1906 Brockway Archibald Fenner, «Britain's First Socialists», London, 1980 Dow D. Francis, «Radicalism in the English Revolution, 1640 - 1660», Oxford, 1985 Hayes T. Wilson, «Winstanley the Digger: A Literary Analysis of Radical Ideas in the English Revolution», Cambridge, Mass., 1979 Hill Christopher, «The World Turned Upside Down», London, 1972 Kenyon Timothy, «Utopian Communism and Political Thought in Early Modern England», London, 1989 Perry Charles, «The Haight-Ashbury. A History», New York, 1984 Richardson C. Roger - Riddens M. Geoffrey, eds., «Freedom in the English Revolution», Manchester, 1986 Webster Charles, «The Intellectual Revolution of the Seventeenth Century», London «Ισοπεδωτές» («Τhe Levellers»). Αγγλικό πολιτικό κίνημα του 17ου αιώνα, το οποίο απετέλεσε την ριζοσπαστικότερη τάση της αστικής Αγγλικής Επανάστασης (1640 - 1649) και την πρώτη δημοκρατίζουσα οργάνωση στην μεταχριστιανική Ιστορία, απαιτώντας μέσα από το «Σύμφωνο των Ελευθέρων Ανθρώπων της Αγγλίας» που συνέταξαν οι ηγέτες της, γραπτό Σύνταγμα, διαχωρισμό των εξουσιών, ανεξιθρησκία, πολιτικά δικαιώματα για τους άνδρες (εξαιρουμένων των «αιρετικών», των υπηρετών, των εργατών και όσων δέχονταν ελεημοσύνες), καθολική ψήφο για τους άνδρες χωρίς κριτήριο ιδιοκτησίας, εκλογή της στρατιωτικής ηγεσίας και εν γένει λαϊκή κυριαρχία. Γνήσιο προϊόν του ιστορικού πλαισίου στο οποίο εμφανίστηκαν, πριν από την έκρηξη του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, η ορολογία των Ισοπεδωτών υπήρξε κυρίως βιβλική και προτεσταντική (καλβινιστική) χριστιανική, ένα αναμάσημα της ανάλογης των γερμανών Αναβαπτιστών («φυσικά δικαιώματα» που απορρέουν από τον «νόμο του Θεού», κ.ο.κ.). IΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ: Οι Ισοπεδωτές ιδρύθησαν το 1647 από τους Τζων Λίλμπορν (John Lilborne ή Lilburn, 1614 – 1657, πρώην υπαξιωματικό του κοινοβουλευτικού στρατού, επί πολλά χρόνια αγωνιστή για τα πολιτικά δικαιώματα, που το 1638 είχε μαστιγωθεί δημόσια και εκτεθεί στις πέδες, στα δε τέλη της ζωής του, γύρω στα 1655, προσχώρησε στους Κουάκερους), Ρίτσαρντ Όβερτον (Richard Overton, περ. 1599 – 1664, υλιστή και αντικληρικαλιστή ηθοποιό και συγγραφέα, που τον Αύγουστο του 1646 είχε φυλακιστεί για εκδόσεις δίχως προηγούμενη άδεια), Τόμας Πρινς (Thomas Prince), Ουϊλιαμ Ουάλγουϊν (William Walwyn, 1600 – 1681, συγγραφέα) και Σάμιουελ Τσίντλεϋ (Samuel Chidley, 1616 – περ. 1670, συγγραφέα), με έδρα την λονδρέζικη ταβέρνα «Whalebone Tavern», όπου συνεδρίαζε κάθε νύκτα η ηγεσία του κινήματος. Στις παραμονές της Αγγλικής Επανάστασης του 17ου αιώνα «ισοπεδωτές» («levellers») αποκαλούνταν όσοι στασίαζαν κατά των γαιοκτημόνων με πρόθεση να τους πάρουν τα κτήματα και να τα μοιράσουν σε ίσα μερίδια («εξισώνοντας» την ακίνητη περιουσία, η οποία αποτελούσε την κύρια μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας στην Αγγλία του 17ου αιώνα) ή διεκδικώντας την πρόσβαση του απλού λαού στις δημόσιες εκτάσεις. Αυτοί οι επαναστάτες συνέχισαν να δρουν και μετά την ίδρυση των θεσμικών Ισοπεδωτών το 1647 και, για να ξεχωρίζουν από αυτούς, αν και πολλές φορές συνεργάζονταν μαζί τους, υιοθέτησαν το όνομα «Πραγματικοί Ισοπεδωτές» ή «Σκαπανείς» («Diggers»). Οι πιο σημαντικοί ηγέτες των «Σκαπανέων» ήσαν ο Γκέραρντ Ουϊνστάνλεϋ (Gerrard Winstanley, περ. 1609 – περ. 1676, συγγραφέας του «Νόμου της Ελευθερίας», όπου ζητούσε γενική υποχρεωτική εργασία όλων και εκπαίδευση όλων) και ο επονομαζόμενος και «Προφήτης» Ουϊλιαμ Έβεραρντ (William Everard, περ. 1575 – περ. 1650, συγγραφέας της «Δήλωσης και Κανονισμού των Ισοπεδωτών της Αγγλίας»). Σε πολλές περιπτώσεις οι «Σκαπανείς» κατέλαβαν ακαλλιέργητες εκτάσεις και άρχισαν να τις καλλιεργούν συλλογικά, ως κοινότητα. Για να επιστρέψουμε στο κίνημα των θεσμικών Ισοπεδωτών, αυτό είχε τακτικά εγγεγραμμένα μέλη (ακόμα και μέσα στον επαναστατικό στρατό του Κρόμγουελ με δικούς της εκλεγμένους εκπροσώπους, που από τον Απρίλιο του 1647 ονομάζονταν «αγκιτάτορες», «agitators»), τα οποία ανάλογα με το εισόδημά τους πλήρωναν μια εβδομαδιαία συνδρομή που κυμαινόταν από δυόμιση έως πενήντα πένες, ήσαν οργανωμένα κατά περιοχές και εξέλεγαν αντιπροσώπους τους για την Μεγάλη Επιτροπή του κινήματος, η οποία με την σειρά της εξέλεγε την δωδεκαμελή ηγεσία των Ισοπεδωτών. Οι Ισοπεδωτές υπήρξαν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν για πολιτικούς σκοπούς την συλλογή υπογραφών και την μαζική διανομή προκηρύξεων και μπροσουρών (γραμμένων ανώνυμα, κυρίως από τον προικισμένο Όβερτον, συγγραφέα του περίφημου κειμένου «Ένα Βέλος για Όλους τους Τυράννους», «An Arrow Against All Tyrants», 12 Οκτωβρίου 1646). Δίνοντας μεγάλη βαρύτητα στην έντυπη προπαγάνδα, απέκτησαν το 1648 δικό τους τυπογραφείο και τον Ιούλιο προχώρησαν με αρχισυντάκτη τον Γκίλμπερτ Μάμποτ (Gilbert Mabbott) στην έκδοση δικής τους εβδομαδιαίας εφημερίδας, η οποία τιτλοφορείτο «Ο Μετριοπαθής» («The Moderate») καθώς και αμέτρητου άλλου προπαγανδιστικού υλικού που συχνά έφθανε στο τιράζ των 10.000 αντιτύπων. Στα μέσα του Νοεμβρίου του 1647 στο Corkbush Field, κοντά στο Ware του Hertfordshire, αρκετοί Ισοπεδωτές του στρατού επιχείρησαν ανταρσία, η οποία όμως κατεστάλη και ένας στρατιώτης, ο Ρίτσαρντ Άρνολντ (Richard Arnold) που θεωρήθηκε αρχηγός της, καταδικάστηκε από έκτακτο στρατοδικείο και τουφεκίστηκε επι τόπου. Αιτία της ανταρσίας ήταν η προσπάθεια των «Grandees» (δηλαδή των υψηλόβαθμων στρατιωτικών) του επαναστατικού στρατού να μπλοκάρουν την ψήφιση από τους στρατιώτες τού κατ’ αυτούς εξτρεμιστικού «Συμφώνου του Λαού» των «Ισοπεδωτών», ζητώντας δήλωση υπακοής στον διοικητή του στρατού Τόμας Φαίρφαξ (Sir Thomas Fairfax) και τον Όλιβερ Κρόμγουελ και θέτοντας υπό κράτηση όσους αξιωματικούς υποστήριζαν το «Σύμφωνο του Λαού». Τον Αύγουστο του 1648 ο ευρισκόμενος για πέμπτη φορά στην φυλακή Λίλμπορν αποφυλακίστηκε μετά από κατάθεση έκκλησης στην Βουλή των Κοινοτήτων, με υπογραφές χιλιάδων υποστηρικτών του, ενώ στις 11 Σεπτεμβρίου οι Ισοπεδωτές κατέθεσαν εκεί την ισχυρότερη έκκλησή τους για τα όσα διεκδικούσαν, η οποία υπογραφόταν από το ένα τρίτο των κατοίκων του Λονδίνου. Στις 30 Οκτωβρίου 1648 δολοφονήθηκε στο Ντονκάστερ (Doncaster) από τέσσερις μοναρχικούς ο βουλευτής Τόμας Ραίηνσμπρω (Thomas Rainsborough, 1610 – 1648, μέλος του κινήματος) και η κηδεία του στο Λονδίνο μετατράπηκε σε διαδήλωση χιλιάδων Ισοπεδωτών, ενώ ο νικητής της δεύτερης φάσης του εμφυλίου Κρόμγουελ, που έχει ήδη εισέλθει θριαμβευτικά στο Εδιμβούργο, προσπαθούσε να εξασφαλίσει την συμμαχία των Ισοπεδωτών κατά των Πρεσβυτεριανών, τους οποίους υποπτευόταν για συνεργασία με τα μοναρχικά στοιχεία. Στις 14 Δεκεμβρίου οι στρατιωτικοί Ισοπεδωτές κατέθεσαν προς έγκριση στο Γενικό Στρατιωτικό Συμβούλιο μία συνταχθείσα προ 14 μηνών μορφή «Συμφώνου του Λαού», η οποία όμως απορρίφθηκε στις 13 Ιανουαρίου, λόγω του ότι στις διακηρύξεις της συμπεριλάμβανε και την ανεξιθρησκία. Ενώ οι οπαδοί του Κρόμγουελ είχαν ήδη εκδιώξει τους Πρεσβυτεριανούς από την Βουλή των Κοινοτήτων, οι Ισοπεδωτές επανήλθαν στις 20 Ιανουαρίου 1649, καταθέτοντας αυτή την φορά εκεί το «Σύμφωνό» τους. Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς, μετά από λίγες ημέρες ο βασιλιάς Κάρολος ο Α δικάστηκε για «προδοσία κατά του λαού», καταδικάστηκε και εκτελέστηκε, η Βουλή των Κοινοτήτων επισημοποίησε την κατάργηση της μοναρχίας και οι «Grandees» απαγόρευσαν τις καταθέσεις εκκλήσεων στα κοινοβούλια από στρατιωτικούς, τον Μάρτιο μάλιστα αποτάχθηκαν 5 στρατιωτικοί Ισοπεδωτές που απλώς είχαν ζητήσει από τον Φαίρφαξ επαναφορά του δικαιώματος καταθέσεων εκκλήσεων. Στην καταστολή απάντησαν αμέσως οι Όβερτον, Λίλμπορν και Πρινς, καταγγέλλοντας την νέα εξουσία των «Grandees» στο κείμενό τους «Καινούργιες Αλυσίδες για την Αγγλία» («Englands New Chains Discovered»: «ποια ελευθερία υπάρχει, όταν τίμιοι και άξιοι στρατιώτες καταδικάζονται, διαπομπεύονται καβάλα ανάποδα στα άλογά τους και τα ξίφη τους σπάζονται πάνω στα κεφάλια τους, απλώς και μόνον επειδή τόλμησαν να καταθέσουν μία έκκληση»), ενώ στο «Κυνηγώντας τις Αλεπούδες» («Hunting the Foxes»), ο Όβερτον έκανε επίθεση στους ίδιους τους Κρόμγουελ και Ίρετον, αποκαλώντας τους «ψεύτες», «διαφθορείς», «υποκριτές» και «αποστάτες». Η τρομοκρατία συνεχίστηκε και τον Απρίλιο, με απόταξη τριακοσίων στρατιωτών του ταγματάρχη Χιούσον (John Hewson), που είχαν απλώς υποστηρίξει τα αιτήματα των Ισοπεδωτών και με καταστολή έπειτα από λίγες ημέρες στο Λονδίνο της «ανταρσίας της Bishopsgate» (26 Απριλίου). Από ένα σώμα στρατού υπό τον ταγματάρχη Ουώλεϋ (Edward Whalley, περ. 1607 – περ. 1675), το οποίο είχε προσωρινά στρατοπεδεύσει στην Bishopsgate και αρκετοί άνδρες του είχαν εγείρει ανάλογα αιτήματα, συνελήφθησαν και δικάστηκαν από στρατοδικείο 15 στρατιώτες από τους οποίους καταδικάστηκαν σε θάνατο 6 (οι 5 έλαβαν τελικά χάρη και εκτελέστηκε μόνον ο 24χρονος «αγκιτάτορας» των Ισοπεδωτών Robert Lockyer, στις 27 Απριλίου 1649, η κηδεία του οποίου εξελίχθηκε σε μία ακόμη μαζική διαδήλωση από 4.000 Ισοπεδωτές). Ήδη, κατά διαταγή του Συμβουλίου του Κράτους, οι Λίλμπορν, Ουάλγουϊν, Πρινς και Όβερτον είχαν συλληφθεί στα τέλη Μαρτίου για τα όσα γράφονταν μέσα στο «Καινούργιες Αλυσίδες για την Αγγλία» και φυλακιστεί στον φοβερό Πύργο του Λονδίνου (Tower of London). Εκεί συνέγραψαν στις 1 Μαϊου την μπροσούρα «Σύμφωνο των Ελευθέρων Ανθρώπων της Αγγλίας» («An Agreement Of The Free People Of England»), όπου συνοψίζονταν τα αιτήματα του κινήματός τους, όπως η κατοχύρωση των δικαιωμάτων της ελευθερίας της συνείδησης, του διαλόγου, του εμπορίου, της ισότητας απέναντι στον νόμο, καθώς και του επαναστατείν ενάντια σε τυραννίες. Πολύ σημαντικό από τα αιτήματά τους ήταν η κατοχύρωση ως αναφαίρετου του δικαιώματος της σιωπής, το οποίο συνακόλουθα τερμάτιζε το γενικευμένο κατά τον χριστιανικό μεσαίωνα «δικαίωμα» των ανακριτών και δικαστών να αποσπούν ομολογίες με βασανιστήρια. Σπάζοντας την προκατάληψη του πουριτανικού Κοινοβουλίου ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες από τον άνδρα και δεν πρέπει να εμπλέκονται στην πολιτική, 10.000 γυναίκες Ισοπεδώτριες κατέθεσαν στο Κοινοβούλιο μία έκκληση αποφυλάκισης των τεσσάρων ηγετών τους. Την ίδια εποχή όμως, θέλοντας να τερματίσει την στρατιωτική υποστήριξη του κινήματος, ο Κρόμγουελ κατέστειλε βίαια τους υπό την ηγεσία του λοχαγού Ουϊλιαμ Τόμπσον (William Thompson) «αντάρτες του Banbury του Oxfordshire», 1.500 περίπου στρατιώτες από το Salisbury, το Aylesbury και το Banbury, μέλη όλοι τους των Ισοπεδωτών, που από τις αρχές του Μαϊου διέτρεχαν το Northampton, φορώντας τα σύμβολα των Ισοπεδωτών (ανοικτόχρωμες πράσινες κορδέλες), απελευθερώνοντας φυλακισμένους και μοιράζοντας χρήματα και τροφές στον λαό. Όταν τα νέα της ανταρσίας έφθασαν στο Λονδίνο, οι Κρόμγουελ και Φαίρφαξ διέταξαν να αυξηθούν τα μέτρα φρούρησης των κρατούμενων τεσσάρων ηγετών και, αφού συγκέντρωσαν τον στρατό τους στο Χάϊντ Παρκ (Hyde Park), κινήθηκαν αστραπιαία κατά της κύριας δύναμης του Τόμπσον, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε συγγράψει και διανείμει ένα ακόμη μανιφέστο με τις θέσεις των Ισοπεδωτών. Από τους 400 περίπου Ισοπεδωτές που είχαν στρατοπεδεύσει στο Banbury, περίπου 30 σκοτώθηκαν επιτόπου μετά από μία νυκτερινή έφοδο στις 13 Μαϊου, 350 αιχμαλωτίστηκαν, γυμνώθηκαν, δάρθηκαν ανηλεώς και φυλακίστηκαν προσωρινά στην εκκλησία του Banbury, ενώ τρεις από τους αξιωματικούς τους (οι Perkins, John Church και James Thompson, αδελφός του Ουϊλιαμ Τόμπσον) καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν με τυφεκισμό στις 17 Μαϊου 1649. Ο ίδιος ο Τόμπσον διέφυγε με ελάχιστους συντρόφους του, αλλά πιάστηκε και αυτός από τον διώκτη του ταγματάρχη Ραίηνολντς (Reynolds) μετά από λίγες ημέρες, σε μία ενέδρα έξω από το κατοικούμενο από πολλούς «Σκαπανείς» Ουέλινγκμπρω (Wellingborough), και θανατώθηκε. Στις 25 Μαϊου ο Κρόμγουελ ανέφερε στο Κοινοβούλιο ότι πλέον όλοι οι Ισοπεδωτές μέσα στον στρατό «έχουν εξουδετερωθεί». Τον Σεπτέμβριο στην Οξφόρδη, οι ελάχιστοι εναπομείναντες Ισοπεδωτές του στρατού επιχείρησαν μία ακόμη ανταρσία, η οποία κατεστάλη και δύο πρωτοστατήσαντες στρατιώτες δικάστηκαν από στρατοδικείο και εκτελέστηκαν, ενώ η εφημερίδα του κινήματος «Ο Μετριοπαθής» υποχρεώθηκε να κλείσει. Ο Λίλμπορν δικάστηκε τον Οκτώβριο για «προδοσία» αλλά αθωώθηκε από δικαστήριο ενόρκων και μαζί με τους Ουάλγουϊν, Πρινς και Όβερτον αποφυλακίστηκαν σύντομα (στις 8 Νοεμβρίου 1649). Όμως δίχως να υπάρχει πια ούτε η στρατιωτική τους δύναμη, ούτε η δυνατότητά τους για προπαγάνδα, οι Ισοπεδωτές καταδικάστηκαν σε περιθωριοποίηση, όπως άλλωστε και οι λοιπές αντιπολιτευτικές ομάδες, και σε λιγότερο από δύο χρόνια είχαν εκμηδενιστεί και πολιτικά. Το όνομά τους μόνον χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους εξεγερμένους του Γκάλογουεϋ (Galloway, 1724), καθώς και από μία ιρλανδική μυστική επαναστατική οργάνωση επίσης του 18ου αιώνα. |
Πριν από 9 δευτερόλεπτα