Με τον όρο «Ελληνική Εθνική Θρησκεία» εννοούμε το σύνολο των «νομιζομένων» των Εθνικών (δηλαδή μη χριστιανών) Ελλήνων του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, για τον Κόσμο, για τους Θεούς, για την εκδηλωμένη φύση, για τα ζώα και τους ανθρώπους. Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία, είναι μία Θρησκεία πολυθεϊστική, εθνική, οργανική και, κυρίως, φυσική, δεν έχει δηλαδή ιδρυθεί από έναν ή περισσότερους ανθρώπους, «προφήτες» ή «θεανθρώπους», αλλά αποτελεί μία δίχως αρχή και τέλος πνευματική συνεξέλιξη με την βιολογική, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική οντότητα του έθνους που λέγεται Ελληνικό.
Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία, με εντελώς δικές της κατηγορίες και αναφορές, αποτελεί ένα πλήρες κοσμοαντιληπτικό, θεολογικό, ηθικό και λατρευτικό σύστημα, όχι μόνο εντελώς ασύμβατο προς την νυν κρατούσα Θρησκεία, αλλά και ολοκληρωτικά αντίθετο προς αυτήν. Εκτός από την πολύ χυδαία μορφή μίας «interpretatio christiana» (χριστιανικής δηλαδή «ερμηνείας», ή μάλλον παρερμηνείας της), την οποία μας παρουσίασαν οι μισαλλόδοξοι και βέβηλοι χριστιανοί θεολόγοι που στα παραληρηματικά πονήματά τους ελεεινολογούν και βρίζουν με τον χειρότερο τρόπο τα ιερά σεβάσματα των Ελλήνων, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μίας αθέλητης επίσης χριστιανικής και άρα άκυρης, ερμηνείας, η οποία προκαλείται απλώς από το γεγονός ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν κατά κανόνα υποστεί συστηματικό προγραμματισμό της σκέψης και του φαντασιακού τους από την εξ οικείων μετάδοση, τα ελεγχόμενα σχολεία και την διαρκή προπαγάνδα του Χριστιανισμού. Οι Louise Bruit Zaidman και Pauline Schmitt Pantel γράφουν πολύ σωστά στο κεφάλαιο «Συμπεράσματα» του βιβλίου τους «La Religion Grecque dans les cites a l epoque classique» («Η Θρησκεία στις Ελληνικές Πόλεις της Κλασικής Εποχής», Αθήνα, 2004): «Η τάση να μελετούμε την Ελληνική Θρησκεία, ευνοώντας ορισμένες πλευρές της που φαίνεται ότι προανήγγελλαν μία ανώτερη ευσέβεια, η οποία ήταν πλησιέστερη προς τις χριστιανικές αξίες, οδήγησε συχνά στην ερμηνεία των λατρευτικών πρακτικών ορισμένων μειοψηφιών, όπως ήταν οι Πυθαγόρειοι και οι Ορφικοί, ως προάγγελους μιας άλλης αντίληψης του Θείου. Με την ίδια λογική, οι μυστηριακές λατρείες και οι μυητικές τελετές ερμηνεύτηκαν συχνά με τους όρους σωτηριολογικών Θρησκειών και παρουσιάσθηκαν ως μία προετοιμασία για το επέκεινα, για μία μετά θάνατον ζωή, κάτι όμως που δεν συνάδει με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις στα πλαίσια των Ελληνικών πόλεων».
Οι διαφορές της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας από τον Χριστιανισμό είναι πάμπολλες, μερικές μόνον των οποίων θα παραθέσουμε εδώ, για να γίνει στοιχειωδώς κατανοητή η άβυσσος διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στις δύο πλευρές, δημιουργώντας όχι μόνον αντιδιαμετρικές και αντιμαχόμενες αντιλήψεις για τα πράγματα, αλλά και αντιδιαμετρικούς και αντιμαχόμενους τύπους ανθρώπου με αντιδιαμετρικούς και αντιμαχόμενους τρόπους ζωής.
Α. Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία αποτελεί μία εξαιρετικά υψηλού επιπέδου, φυσική και όχι ιδρυθείσα, Θρησκεία, η οποία βασίζεται επάνω στην αλήθεια του Κόσμου, αντί σε διάφορες ονειροπολήσεις για τον Κόσμο, και δέχεται την πραγματικότητα όπως εκείνη είναι, αντί όπως την θέλει να είναι η ανθρώπινη ανασφάλεια. Αναγνωρίζει την Δικαιοσύνη και την Αρμονία ως κυρίαρχους νόμους του Σύμπαντος, αντί να προβάλλει με βέβηλο τρόπο διάφορα ανθρώπινα ή ζωώδη συναισθήματα (λ.χ. αγάπη, φόβο, ζήλεια, κ.ο.κ.) στις σφαίρες των Θεών. Δεν ηθικολογεί, δεν δικάζει υποτιθέμενους αμαρτωλούς, ούτε εκφοβίζει ανασφαλείς ανθρώπους, αλλά διδάσκει τον άνθρωπο την ύψιστη σοφία τού να αποδέχεται την πραγματικότητα, να συμμετέχει σε αυτή και να τιμά όλα εκείνα που την συνέχουν (δηλαδή τους φυσικούς νόμους και τους Θεούς).
Β. Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία έχει κυρίως συλλογική διάσταση και ασκεί ευεργετική διαπλαστική επίδραση επάνω στην κοινότητα. Ο ιερέας της αποτελεί τον εκπρόσωπο, συχνά μάλιστα εκλεγμένο, της κοινότητος απέναντι στους Θεούς, πρωτεύοντα δε ρόλο παίζει όχι το θεολόγημα αλλά η πράξις, η επαναλαμβανόμενη τελετουργία η οποία διατηρεί αδιάσπαστη την αόρατη αλυσίδα της ζωής των γενών, η οποία ενώνει το παρελθόν με το μέλλον και τους προγόνους με τους απογόνους. Αντιθέτως, ο Χριστιανισμός κατευθύνει τον εξατομικευμένο άνθρωπο σε προσπάθεια προσωπικής επικοινωνίας με τον Θεό και ακυρώνει κάθε κοινότητα έξω από την αντι-κοινότητα (μία επιβεβλημένη κοινότητα που θέλει να αφανίσει όλες τις κανονικές κοινότητες) που αυτο-αποκαλείται «Εκκλησία». Ο ιερέας του δεν αποτελεί εκπρόσωπο τού «εκκλησιάσματος» απέναντι στον εχθρό των Θεών Θεό των χριστιανών, αλλά εκπρόσωπός του απέναντι στους ανθρώπους, πρωτεύοντα δε ρόλο παίζει όχι η πράξις, από την οποία εξαιρούνται οι τελευταίοι, αλλά το θεολόγημα, στην υπηρεσία του οποίου βιοπορίζονται αμέτρητοι «θεολόγοι», δηλαδή διαχειριστές της ακαταληψίας και του παραλογισμού.
Γ. Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία δέχεται το Σύμπαν ως αιώνια και μοναδική πραγματικότητα, ενώ αντιθέτως ο Χριστιανισμός πιστεύει ότι αυτό δεν είναι παρά μία κατασκευή («κτίσμα») ενός Θεού που τάχα προϋπήρχε. Το υποτιθέμενο «κτίσμα» έχει μία χρονική αρχή, άρα και ένα χρονικό τέλος, συνεπώς για τους χριστιανούς δεν είναι αιώνιο.
Δ. Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία δέχεται ότι τίποτε δεν υπάρχει έξω από το Σύμπαν, συνεπώς όλα τα δημιουργικά του αίτια και οι Θεοί βρίσκονται μέσα σε αυτό, ενώ αντιθέτως ο Χριστιανισμός πιστεύει ότι ο υποτιθέμενος Δημιουργός Θεός του βρίσκεται έξω από το Σύμπαν και απλώς το διαχειρίζεται ως ιδιόκτητο αντικείμενό του.
Ε. Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία δέχεται τους Θεούς ως μη προσωπικά όντα και ταξιθέτες, υποχρεωμένους να σέβονται τους φυσικούς νόμους που οι ίδιοι έθεσαν προς χάρη της ευταξίας του Κόσμου, ενώ αντιθέτως ο Χριστιανισμός πιστεύει ότι ο Θεός του είναι πρόσωπο και μονάρχης, ελεύθερος να συμπεριφερθεί κατά βούληση στο «κτίσμα» του ή στα αμέτρητα τμήματά του.
ΣΤ. Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία δέχεται πολλούς Θεούς ως αυτονόητες πληθύνσεις της αρχικής εσωκοσμικής θεϊκής υπόστασης, ενώ αντιθέτως ο Χριστιανισμός πιστεύει ότι ο εξωκοσμικός Θεός του (με το «άρρητο» τετραγράμματο όνομα, YHVH, σε ανάπτυξη Ιαχωβά) είναι ένας και μοναδικός, υβρίζοντας κατά συνέπεια τις άλλες αθάνατες οντότητες σαν «δαίμονες» («omnes enim dii gentium daemonia», «όλοι οι Θεοί των Εθνών είναι δαίμονες»).
Ζ. Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία απορρίπτει ως παντελώς παράλογη την ύπαρξη ενός «Κακού», το οποίο υποτίθεται ότι στέκει διαχωρισμένο, αυτόνομο και αυτεξούσιο, αφού το λεγόμενο «Κακό» μπορεί να υπάρξει ως σχετική μόνο και συγκριτική έννοια, απέναντι σε εκείνη του «Αγαθού». Στον Χριστιανισμό αντιθέτως, η αυτόνομη ύπαρξη του «Κακού» αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη δόγματα της πίστης του. Ακόμα χειρότερα, στο υποτίθεται αυτόνομο «Κακό», ο Χριστιανισμός δίνει προσωπική υπόσταση, χειροτερεύοντας την προϋπάρξασα αντίληψη του Ιουδαϊσμού περί «αντίπαλου» του Θεού, αλλά απρόσωπου «Κακού»,
Η. Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία δέχεται ότι το Σύμπαν διέπεται από μία άθραυστη νομοτέλεια, ότι τα πράγματα και τα γεγονότα ακολουθούν μία «Ειμαρμένη» (η λέξη ετυμολογείται από το ρήμα «μείρομαι», δηλ. λαμβάνω σε μοιρασιά το τμήμα που μου ανήκει, ο τύπος του οποίου ρήματος στον παρακείμενο χρόνο της παθητικής φωνής είναι «είμαρμαι»), καθώς και ότι ο χρόνος που διαμορφώνει αυτά τα πράγματα και γεγονότα δεν είναι γραμμικός, ενώ αντιθέτως ο Χριστιανισμός πιστεύει ότι το «κτίσμα» διέπεται από την διαρκή θεϊκή παρεμβατικότητα, ότι τα πράγματα και τα γεγονότα ρυθμίζονται από την Πρόνοια του Θεού, καθώς και ότι ο χρόνος είναι γραμμικός .