Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

ΒΛΑΣΗΣ Γ. ΡΑΣΣΙΑΣ
«ΜΙΑ ΚΟΣΜΟΑΝΤΙΛΗΨΗ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ...»
(Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αυγή», στις 18 Μαρτίου 2007)

Η μοίρα θέλησε να γεννηθώ «πολίτης» (στην ουσία «υπήκοος», υπακούων) ενός κράτους που μοιάζει να κατανόησε μέσες – άκρες τι περίπου είναι η Δημοκρατία μόλις πριν από 2 – 3 δεκαετίες, ενός κράτους που ποτέ του δεν γνώρισε Διαφωτισμό και ποτέ του δεν γνώρισε την πραγματική Παιδεία. Η πολιτειακή, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αυτού του κράτους ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να γέρνει σε ένδειξη υποταγής τον αυχένα μπροστά σε χρυσοστόλιστες φιγούρες αλαζονικών θεοκρατών, θρησκόληπτοι υπουργοί και βουλευτές καταθέτουν την υποτιθέμενη «βούλησή» τους σε ιδιόρρυθμους και ανέραστους «πνευματικούς», ενώ ένα τεράστιο ποσοστό του πλούτου της πατρίδας μου εξακολουθεί να κατέχεται παράνομα από τους θεοκράτες, προϊόν καταπατήσεων και απροκάλυπτης συνεργασίας με παλαιούς κατακτητές, δίχως κανείς πολιτικός να τολμά να κάνει νύξη έστω για την (κανονικά αυτονόητη) δήμευσή του.

Μου επεφύλαξε επίσης η μοίρα την δυσάρεστη εμπειρία να αποτελώ ακούσιο μέλος μίας θεοκρατικής κοινωνίας, ξέχειλης από φανατισμό, δεισιδαιμονία και καθυστέρηση, μίας φοβικής, υποκριτικής και εσωστρεφούς κοινωνίας που έχει κουρδιστεί να μισεί κάθε διαφορετικότητα και φυσικά δεν εγείρει την ελάχιστη έστω ένσταση σε εκείνους (και δεν είναι και λίγοι!) που προπαγανδίζουν ανοικτά την επιστροφή στην σκοτεινή εποχή της βυζαντινής σηπεδόνας. Δούλοι της άγνοιας και της θεοφοβίας, οι περισσότεροι Νεοέλληνες, όλων μάλιστα των πολιτικών αποχρώσεων, όχι απλώς ανέχονται αλλά και υποστηρίζουν κι από πάνω εκείνους, των οποίων η επί αιώνες επίσημη πολιτική θέση ήταν (και κρυφίως εξακολουθεί να είναι!) το ότι δήθεν η Δημοκρατία αποτελεί… «civitas diaboli» («πολίτευμα του Διαβόλου»).

Η ίδια μοίρα ωστόσο με προίκισε με την διάθεση για αντίσταση ενάντια σε κάθε μορφή πολιτικής και κοινωνικής ανελευθερίας και ενάντια σε κάθε είδους ολοκληρωτισμό. Η τύχη να συμπέσει η βιολογική ενηλικίωσή μου με τα τελευταία χρόνια της συναρπαστικής και «όλως ενηλικιωτικής» δεκαετίας του 70, μου επέτρεψε να αγωνιστώ από πολύ νωρίς ενάντια στα παραπάνω, αλλά και να μπορέσω αργότερα να αποκτήσω αρκετά ευρεία και ολιστική ματιά, ώστε να εντάξω σε αυτόν τον αγώνα πράγματα που αρχικά έμοιαζαν (αλλά καθόλου μα καθόλου δεν ήσαν!) ξένα μεταξύ τους.

Από το 1990 δηλώνω Έλληνας στην κοσμοαντίληψη και το έθος ή «Έλληνας Εθνικός», αν και κανονικά θα αρκούσε ο όρος «Έλληνας» για να δηλώσει αυτά που είναι να δηλωθούν, εάν δεν είχε ατυχήσει ο όρος να εκπέσει σε υπηκοότητα ενός κράτους που έχει επιλέξει καπηλευτικά να αυταποκαλείται «Ελληνικό». Τιμώ έμπρακτα τα όσα τιμούσαν οι πρόγονοί μου πριν την επικράτηση του Χριστιανισμού, ακολουθώ το αξιακό τους σύστημα και υπηρετώ τις πολιτικές αρετές που εκείνοι ανέδειξαν, με πρώτη όλων την Δικαιοσύνη.

Εν περιλήψει, δέχομαι τον Κόσμο («στολίδι» κατά τους προγόνους μου) ως την μία, αιώνια, άκτιστη και αυτοθεσμιζόμενη πραγματικότητα, που δεν την δημιούργησε κανένα εξωτερικό της αίτιο (πόσο μάλλον… πρόσωπο - Θεός).

Δέχομαι τους Θεούς ως εσωκόσμιες και μη προσωπικές ταξιθετικές οντότητες, δέχομαι την υποχρεωτική πολυμορφία και πλήθυνση, με λίγα λόγια την Δημοκρατία στους Ουρανούς, καθώς και τον Ορθό Λόγο ως βασικό συστατικό της Ουσίας του σύμπαντος.

Δέχομαι την ύπαρξη εκείνου που μπορεί να λεχθεί «Κακό» μόνο «κατά παρακολούθηση» του Αγαθού και ποτέ αυτόνομα, δεν αναγνωρίζω δυϊστικές υποτιθέμενες αντιμαχίες «καλών θεών» και «διαβόλων», δεν αποδέχομαι κανενός είδους δαιμονοποίηση της γνώσης, της ελευθερίας ή του ερωτισμού.

Δέχομαι τον άνθρωπο ως ένα έλλογο και πολιτικό ον, ικανό για το καλύτερο όσο και για το χειρότερο αναλόγως του βαθμού Αρετής που αυτό κατέχει και το οποίο οφείλει να είναι συμφιλιωμένο με κάθε τι το ανθρώπινο και, κυρίως, με την πεποίθηση ότι δεν βαρύνεται από κανένα απολύτως κληρονομημένο «αμάρτημα».

Δέχομαι την θρησκευτική εκδήλωση όχι ως απελπισμένη κίνηση για υποτιθέμενη σωτηρία επίσης υποτιθέμενων ατομικών ψυχών, αλλά ως εκδήλωση που συνέχει την κοινότητα (την «πόλη» στην αρχαιότητα) και αποτελεί την αυτονόητη ευχαριστία των θνητών προς τους αθάνατους για το δώρο της ζωής. Την δέχομαι επίσης όχι ως διαχωρισμένη από τις λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις και, φυσικά, ανεξάρτητη από αυτοδηλωμένους επαγγελματίες «εκπροσώπους» (!) του θεϊκού στοιχείου επί της γης.

Δέχομαι την πολυμορφία όχι μόνο των βιολογικών μορφών, αλλά και των μορφών κουλτούρας, πολιτισμού και, φυσικά, θρησκευτικής έκφρασης και φιλοσοφικής αναζήτησης και θεωρώ πρωταρχικό καθήκον του ψυχικά υγιούς ανθρώπου τον διαρκή πόλεμο ενάντια σε ό,τι απειλεί να καταργήσει αυτή την πολυμορφία.

Τιμώ τέλος ως ιερό (δασυνόμενο, εκ του «γερόν») μόνον ό,τι καταφάσκει και ενισχύει το φαινόμενο της ζωής και κατ’ επέκταση θεωρώ ανίερη κάθε μορφή θανατολαγνείας ή λειψανολατρίας.

Τα πιο πάνω αποτελούν σήμερα κοινή πεποίθηση μερικών δεκάδων χιλιάδων συμπατριωτών μου, που επιτέλους βρήκαν το θάρρος να την δημοσιοποιήσουν (αν και όχι δίχως κόστος), ενώ, από ό,τι τουλάχιστον δείχνουν τα πράγματα, πολλοί περισσότεροι θα βρούνε το ίδιο αυτό θάρρος στο άμεσο μέλλον. Και τότε, πάρα πολλά πράγματα θα αλλάξουν σε αυτόν τον ένδοξο αλλά χιλιορημαγμένο τόπο. Τον τόπο που κάποτε εφηύρε τον Άνθρωπο και την Δημοκρατία, αλλά σήμερα δυναστεύεται ακόμα, όπως ακριβώς και στο σκοτεινό Βυζάντιο, από τα ακριβώς αντίθετά τους.

Βλάσης Γ. Ρασσιάς




Στην επόμενη έκδοση του «Επισκέπτες», δημοσιεύθηκαν δύο επιθετικά (υποτίθεται απαντητικά) κείμενα, στα οποία υπήρξε η παρακάτω ανταπάντηση:
«Βέλη» που έπεσαν (για μία ακόμα φορά) στο... άτρωτο νερό

Ειλικρινά με έκπληξη διάβασα στο φύλλο της Κυριακής 1.4.07 τις μακροσκελέστατες, μάλλον συντονισμένες, όσο επίσης και εμφανώς αγχωμένες απαντήσεις των ευσεβών ορθοδόξων χριστιανών κ.κ. Δημ. Κοσμόπουλου και Άγγελου Καλογερόπουλου στο κείμενό μου «Μία κοσμοθέαση αξιοπρέπειας και ελευθερίας» (18.3.07).

Με ισόποση έκπληξη διάβασα επίσης και το εισαγωγικό σημείωμα του ουσιαστικά απολογούμενου για... «μονομέρεια» (!) κ. Σταμάτη Μαυροειδή, ο οποίος, πέραν το ότι έκανε λόγο για «ρευστό θρησκευτικό χώρο» που σε κάποιες περιπτώσεις «συγγενεύει πολιτικά... με τον ακραίο εθνικισμό» (λες και ο τελευταίος δεν ξεχειλίζει, ολοένα και πιο συχνά – πυκνά μάλιστα, από τους «σφιχτούς» χώρους των μονοθεϊστικών Θρησκειών!), έδειχνε ούτε λίγο ούτε πολύ να συμφωνεί με τον νεοφανή απίθανο ισχυρισμό όλων των (ασχέτως βαθμού) κρατούντων, ότι δήθεν αποτελεί… «δημοκρατία» το να παρέχεται μονίμως στον καθεστωτικόλόγο το προνόμιο της real time απάντησης στον όποιον σποραδικό και υπερπεριορισμένο αντικαθεστωτικό.

Λυπάμαι για το ότι ένα κείμενο που κατ’ ουσίαν ήταν ΠΟΛΙΤΙΚΟ (αν δεν το κατάλαβαν οι πιο πάνω δύο ευσεβείς χριστιανοί, εγώ δεν μπορώ να τους βοηθήσω) αντιμετωπίστηκε ως κινούμενο… «στα όρια της έξαλλης παράκρουσης» (sic) και μάλιστα, κατά τα ειωθότα όλων των πωρωμένων χριστιανών, με περισσή χλεύη και ασέβεια (με τα επίθετα «σκαρμπρόζα» και «κουτσομπόλα» κοσμεί ο πλέον προκλητικός εκ των δύο ευσεβών κ. Κοσμόπουλος δύο σεβάσμιες Θεές μίας πανάρχαιας Θρησκείας, μόνο και μόνο επειδή είναι ανίκανος να δει την πραγματική ιερότητα πέρα από την υποτιθέμενη «ιερότητα» της δικής του πλάνης).

Οι κ.κ. Δ. Κ. και Α. Κ. ίσως είναι ικανοποιημένοι από τον αυτιστικό, ανιστόρητο, κυκλικό και παραληρηματικό λόγο που ύψωσαν σε ευθεία υπεράσπιση της δεσποτείας των ρασοφόρων (θεοκρατία λέγεται) και του σκοτεινού πνεύματος της σηπεδόνος (μου αρέσει που ενοχλήθηκαν κιόλας από την λέξη!) του Βυζαντίου. Το ίδιο όσο ικανοποιημένοι υπήρξαν και άλλοι πολλοί ομόφρονές τους, που από ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους έχουν γράψει και κραυγάσει με άγχος τα ίδια μονότονα, διάτρητα και κωμικά εν τέλει επιχειρήματα γεφύρωσης του πνεύματος της ελευθερίας και της λατρείας του φυσικού κόσμου με το πνεύμα της υποδούλωσης και της λατρείας του ανύπαρκτου επέκεινα. Θα βοηθούσε αρκετά ωστόσο στην αυτογνωσία τους το να τους ενημερώσει κανείς ότι άπαντες φαντάζουν τουλάχιστον αστείοι στον οποιονδήποτε στέκει έξω από το ποιμνιοστάσιό τους.

Δεν θέλω να καταχραστώ τον χώρο της εφημερίδας και ούτε έχω άλλωστε την πολυτέλεια να ξοδεύω πολύτιμο προσωπικό χρόνο για ν’ ανταλλάσσω επιστολές με δέσμιους άκαμπτων δογμάτων επάνω στο εάν οι παταγωδώς ανθέλληνες «Πατέρες» ήσαν τελικά… φιλέλληνες και άλλα τέτοια «σημαντικά» ζητήματα (πόσο μάλλον όταν η απέναντι θέση διαμορφώνεται εξαρχής μόνον… «κατ’ εκτίμηση»). Καλώ λοιπόν τον οποιονδήποτε από τους πιο πάνω ευσεβείς κυρίους (όπως και κάθε άλλον ομόφρονα ή ομόθρησκό τους τέλος πάντων, ασχέτως θέσεως και βαθμού «ιεροσύνης» ή «λαϊκότητας») σε μία ανοικτή συζήτηση ενώπιον ακροατηρίου, για να δούμε τελικά τι ήταν και είναι τι και πόσα φίδια εν γένει παίρνει ο σάκος. Εάν φυσικά υπάρχει η γενναιότητα ή η αντοχή για κάτι τέτοιο.

Και επειδή, επιμένω, η όλη συζήτηση είναι πρωτίστως ΠΟΛΙΤΙΚΗ, την διοργάνωση αυτής της δημόσιας συζήτησης μπορεί να την αναλάβει η εφημερίδα που μας φιλοξενεί και τώρα.

Τα τελευταία 15 χρόνια έχω κατ’ επανάληψη καλέσει σε δημόσια συζήτηση τον οποιονδήποτε της άλλης πλευράς αντέχει να σταθεί απέναντί μου, αλλά, δυστυχώς, έως σήμερα κανείς δεν έχει επιδείξει την τόλμη. Ευελπιστώ πάντως ότι τώρα ίσως βρεθεί (επιτέλους!) ο γενναίος πρόμαχος και συνήγορος του ανορθολογισμού, της αυτο-ταπείνωσης και της ανελευθερίας.

Μετά τιμής

Βλάσης Γ. Ρασσιάς