Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

ΘΕΣΜΟΙ ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ

Μπουσίντο

(Bu-shi do, Bushido)

Ο «δρόμος» (do) του «πολεμιστή» (bu-shi), ο κώδικας συμπεριφοράς του πολεμιστή και κατ’ επέκταση το αξιακό σύστημα των σαμουράϊ.

Μπουσίντο (Bu-shi do, Bushido). Ο «δρόμος» (do) του «πολεμιστή» (bu-shi), ο κώδικας συμπεριφοράς του πολεμιστή και κατ’ επέκταση το αξιακό σύστημα των σαμουράϊ.

ΓΕΝΙΚΑ

Σύμφωνα με το ιαπωνικό λεξικό «Shogakukan Kokugo Daijiten», το μπουσίντο είναι «η συγκεκριμένη φιλοσοφία («ronri»), που διαδόθηκε μέσω της κοινωνικής τάξης των πολεμιστών από την περίοδο Μουρομάτσι» (σημ. 1333 - 1573) και συγκεκριμένα είναι ο αυστηρός και περίπλοκος κώδικας ηθικής, τον οποίο όφειλε να τηρεί η κλειστή κάστα των Ιαπώνων πολεμιστών και καθόριζε επίσης τόσο την σχέση των πολεμιστών με τον εργοδότη / άρχοντά τους, όσο και την όλη κοινωνική τους παράσταση. Η όλη λογική του μπουσίντο περιστρεφόταν γύρω από τρεις θεμελιώδεις κανόνες, οι οποίοι ήσαν η απόλυτη αφοσίωση στον εργοδότη ή στον όποιον άλλον ιεραρχικά ανώτερο, η απόλυτη αφοβία κατά την μάχη και η με κάθε κόστος, ακόμη και με τον θάνατο, διαφύλαξη της τιμής ή αποφυγή της ατίμωσης.

Ο συγγραφέας Ιναζό Νιτόμπε (Inazo Nitobe, 1862 – 1933, χριστιανός ωστόσο και όχι πιστός στην Εθνική Παράδοση) στο πολυμεταφρασμένο στην «Δύση» βιβλίο του «Η Ψυχή της Ιαπωνίας» (πρωτοκυκλοφόρησε το 1900), περιγράφει το μπουσίντο με τα ακόλουθα λόγια: «είναι ένας κώδικας ηθικών αξιών, τους οποίους ο σαμουράϊ όφειλε ή διδασκόταν να τηρεί… και αποτελούσε οργανικό δημιούργημα δεκαετιών και αιώνων στρατιωτικής ζωής».

ΙΣΤΟΡΙΑ

Η προϊστορία του μπουσίντο ανιχνεύεται από τους ερευνητές στα πρώτα γραπτά σωζόμενα κείμενα της Ιαπωνικής Παράδοσης, όπως λ.χ. στο «Kojiki» (που αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο βιβλίο και χρονολογείται στο έτος 712) ή στην χρονογραφία «Shoku Nihongi» (γραμμένη το έτος 797). Σαφέστερα θεμέλια του ηθικού κώδικα μπουσίντο ανιχνεύονται από τους ερευνητές στον 12ο αιώνα, αν και αυτό κωδικοποιήθηκε επίσημα μέσα στον ιαπωνικό φεουδαρχικό νόμο επί της σουγκουνατικής δυναστείας των Τοκουγκάουα (Tokugawa, 1603 - 1868): το σογκουνάτο Τοκουγκάουα καθιέρωσε έναν νόμο 13 άρθρων (το «Μπούκε Σοχάτο»), τα άρθρα 3 – 5 του οποίου προέτρεπαν τους σαμουράϊ να αφιερώνουν την ζωή τους ολοκληρωτικά στα όπλα και την λογοτεχνία και να αποφεύγουν την ακολασία, τα δε 2 τελευταία άρθρα (12 - 13) τους καλούσαν σε λιτό και πειθαρχημένο βίο και επίσης προέτρεπαν τους εργοδότες ευγενείς («Νταϊμυο», «Daimyo») να είναι δίκαιοι στις αμοιβές των σαμουράϊ βάσει της ιδιαίτερης αξίας του καθενός

Εκτενής αναφορά στο μπουσίντο γίνεται στην λογοτεχνία της περιόδου 17ος – 19ος αιώνας, όταν η Ιαπωνία είχε κηρύξει το καθεστώς της «Κλειστής Χώρας» («Σακόκου», «Sakoku»), για να αμυνθεί κατά του Χριστιανισμού και των ξένων ηθών. Από τα έργα αυτά έχουν διασωθεί αρκετά, γνωστότερα των οποίων είναι τα «Η τελευταία δήλωση του Τόριι Μοτοτάντα» (του σαμουράϊ Torii Mototada, 1539 – 1600, που στην υπηρεσία του Τοκουγκάουα Ιεϊάσου σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 1600, υπερασπιζόμενος το κάστρο Φουσίμι έναντι πολυπληθεστέρων εχθρών), «Κουρόντα Ναγκαμάσα» (έργο του κυβερνήτη Kuroda Nagamasa, 1568 – 1623, επάνω στην ανιδιοτέλεια των ηγετών και την ισορροπία μεταξύ των τεχνών της ζωής και των τεχνών του πολέμου) και «Το βιβλίο των 5 δακτυλιδιών» («Go Rin No Sho» του παλαίμαχου πολεμιστή Miyamoto Musashi, 1584 – 1645).


ΟΙ 7 ΑΡΕΤΕΣ

Σπονδυλική στήλη του κώδικα μπουσίντο, ο οποίος συμπεριλάμβανε και τρόπους ανατροφής των παιδιών, εμφανισιακούς κώδικες, τρόπους καλλωπισμού και καλλιεργημένη αφοβία μπροστά στον θάνατο, ήσαν οι ακόλουθες επτά πολεμικές Αρετές:

Gi (Τιμιότητα, Δικαιοσύνη)

Yu (Κουράγιο, Ανδρεία)

Jin (Καλοσύνη)

Rei (Ευγένεια, Σεβασμός)

Makoto ή Shin (Ευθύτητα, Ειλικρίνεια)

Meiyo (Τιμή)

Chu (Αφοσίωση)

ενώ κάποιες φορές βλέπουμε να προστίθενται σε αυτές και οι ακόλουθες τρεις

Κο (Σεβασμός προς του γονείς)

Chi (Φρόνηση)

Tei (Φροντίδα για τους ηλικιωμένους)

ΟΙ ΟΜΟΛΟΓΙΕΣ

Η ένταξη στο μπουσίντο προϋπέθετε από πλευράς των ίδιων των πολεμιστών τις ακόλουθες «ομολογίες»:

«Δεν έχω γονείς. Οι γονείς μου είναι ο ουρανός και η γη» (ο πολεμιστής απαρνείται την σκλαβιά της ατομικότητας και ενώνεται με το σύμπαν)

«Δεν έχω ισχύ. Η τιμή μου είναι η μόνη ισχύς μου» (ο πολεμιστής αναγνωρίζει την σπουδαιότητα της τιμής)

«Δεν διαθέτω όπλα. Η πειθαρχία είναι το μόνο όπλο μου» (ο πολεμιστής αναγνωρίζει την σπουδαιότητα της πειθαρχίας, πρωτίστως της αυτοπειθαρχίας)

«Δεν έχω μαγικές δυνάμεις. Η συνείδησή μου είναι η μόνη μαγεία μου» (ο πολεμιστής αναγνωρίζει την σπουδαιότητα της Αρετής)

«Δεν έχω ούτε ζωή, ούτε θάνατο. Ζω και πεθαίνω μόνο μέσα στο Αιώνιο» (ο πολεμιστής αναγνωρίζει την ελευθερία του απεριόριστου)

«Δεν έχω σώμα. Η ανδρεία μου είναι το μόνο σώμα μου» (ο πολεμιστής απελευθερώνται από την ψευδαίσθηση του υλικού εαυτού)

«Δεν έχω μάτια. Η αστραπή είναι το μοναδικό μάτι μου» (ο πολεμιστής αποκτά την ματιά που μπορεί και τυλίγει τα πάντα)

«Δεν έχω αυτιά. Η ευαισθησία μου είναι το μοναδικό αυτί μου» (ο πολεμιστής αποκτά την δυνατότητα να αφουγγράζεται εκ των έσω τα πράγματα)

«Δεν έχω πόδια και χέρια. Η ταχύτητά μου είναι τα πόδια και τα χέρια μου» (ο πολεμιστής κατανοεί την ανάγκη να ρέει τόσο γρήγορα όσο οι περιστάσεις)

«Δεν έχω στόχο. Η ευκαιρία είναι ο μόνος στόχος μου» (ο πολεμιστής κατανοεί ότι μοναδικός πραγματικός στόχος του είναι συνάντηση με το πεπρωμένο του)

«Δεν περιμένω θαύματα. Το πεπρωμένο μου είναι το μόνο θαύμα μου» (ο πολεμιστής δηλώνει με δύο μόνο προτάσεις την όλη διδασκαλία του ελληνικού και ρωμαϊκού Στωϊκισμού)

«Δεν έχω δεσμεύσεις. Η προσαρμοστικότητά μου είναι η μόνη μου δέσμευση» (ο πολεμιστής κατανοεί την ανάγκη να ρέει μαζί με τα πράγματα)

«Δεν έχω στήριγμα. Ο νους μου είναι το μόνο στήριγμά μου» (ο πολεμιστής κατανοεί ότι δεν έχει άλλον σύμμαχο πέρα από τον ίδιο του τον νου)

«Δεν έχω αντίπαλο. Η αφροσύνη είναι ο μόνος αντίπαλός μου» (ο πολεμιστής κατανοεί ότι ο πραγματικός εχθρός του είναι η έλλειψη σωφροσύνης)

«Δεν έχω πανοπλία. Η βούληση και η δικαιοσύνη αποτελούν την πανοπλία μου» (ο πολεμιστής κατανοεί ότι η πραγματική του προστασία δεν είναι το μέταλλο που φοράει, αλλά οι αρετές που έχει μέσα του)

«Δεν έχω κάστρα. Η αταραξία είναι το μόνο κάστρο μου» (ο πολεμιστής κατανοεί ότι η πραγματική του άμυνα εξασφαλίζεται μέσα από την εσωτερική του γαλήνη)

«Δεν έχω σπαθί. Η αυτογνωσία είναι το μόνο μου σπαθί» (ο πολεμιστής κατανοεί ότι το πραγματικό του όπλο δεν είναι άλλο από την γνώση και εκδήλωση του πραγματικού εαυτού του)

ΧΑΓΚΑΚΟΥΡΕ

Το 1716 ο Τσουνετόμο Γιαμαμότο (Tsunetomo Yamamoto, 1659 – 1719), ένας αποσυρμένος σε ησυχαστήριο σαμουράϊ που επί 30 χρόνια είχε υπηρετήσει τον άρχοντα Μιτσουσίγκε Ναμπεσίμα (Mitsushige Nabeshima), επέτρεψε την έκδοση του βιβλίου «Χαγκακούρε» («Hagakure», «κρυμμένος πίσω από τις φυλλωσιές»), το οποίο περιείχε σκέψεις και αφορισμούς του επάνω στον όλο κώδικα τιμής των πολεμιστών και σήμερα αποτελεί για εμάς μία σημαντικότατη, αυθεντική πηγή, δεδομένου ότι πολλές πληροφορίες για το μπουσίντο, ιδίως κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, προέρχονται από εκχριστιανισμένους συγγραφείς (από τον προαναφερθέντα μεθοδιστή Ιναζό Νιτόμπε και τον ευαγγελιστή Καντζό Ουχιμούρα, Uchimura Kanzo, 1861 – 1930, ο οποίος είχε προτείνει ευθέως ένα κράμα Χριστιανισμού και μπουσίντο, «για να σωθεί όχι μόνο η Ιαπωνία, αλλά ολόκληρος ο κόσμος»).

20ος ΑΙΩΝΑΣ

Ο κώδικας μπουσίντο είχε ωστόσο εξαφανισθεί μετά την κοινωνική, πολιτισμική και θρησκευτική εισβολή των «δυτικών» στην Ιαπωνία του 19ου αιώνα και την συνακόλουθη εξαφάνιση των σαμουράϊ. Τον επανέφερε ωστόσο τεχνητά και για λόγους προπαγάνδας κατά την δεκαετία του 1930 το τότε στρατοκρατικό καθεστώς της χώρας, το οποίο και τον χρησιμοποίησε κατά την διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, προς ενίσχυση του πολεμικού φρονήματος των Ιαπώνων. Στους πολεμιστές καλλιεργήθηκε ο σεβασμός στις αξίες της αυταπάρνησης και της αφοσίωσης, που γνώρισαν την αποθέωσή τους στην αυτοθυσία των πιλότων Καμικαζέ.


(Shogun)

Ο όρος προέρχεται από τον τίτλο «Seii tai Shogun» (που επιλέξει μεταφράζεται «Μεγάλος Στρατηγός που υποτάσσει τους βαρβάρους» και σε ελεύθερη απόδοση «Αρχιστράτηγος») και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για τον προσδιορισμό των Ιαπώνων στρατηγών που στάλθηκαν τον 9ο αιώνα να υποτάξουν τις φυλές των Αϊνού στις ανατολικές και βόρειες περιοχές της Χόνσου.


Σογκούν (Shogun). Ο όρος προέρχεται από τον τίτλο «Seii tai Shogun» (που επιλέξει μεταφράζεται «Μεγάλος Στρατηγός που υποτάσσει τους βαρβάρους» και σε ελεύθερη απόδοση «Αρχιστράτηγος») και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για τον προσδιορισμό των Ιαπώνων στρατηγών που στάλθηκαν τον 9ο αιώνα να υποτάξουν τις φυλές των Αϊνού στις ανατολικές και βόρειες περιοχές της Χόνσου.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ


Ως τίτλος, ο «Seii tai Shogun» αποδόθηκε το 1192 από τον αυτοκράτορα στον τότε ισχυρότερο στρατιωτικά άνδρα της χώρας, τον Μοναμότο Γιοριτόμο (Minamoto no Yoritomo, 1147 - 1199), αρχηγό της φυλής Μινατάμο, που ιστορικά προσδιορίζεται ως ο πρώτος «Σογκούν» της Ιαπωνίας, με κληροδοτικό
Το οικόσημο των Τοκουγκάουα
μάλιστα δικαίωμα στους απογόνους του. Μη θέλοντας να παραμείνει στο Κιότο, την κοινωνία του οποίου θεωρούσε κοινωνία δειλών, ο Γιοριτόμο εγκατέστησε την δικτατορική κυβέρνησή του (την οποία απεκάλεσε «μπακούφου», «bakufu», δηλαδή «στρατιωτική κυβέρνηση») στην Καμακούρα της Χόνσου, που απετέλεσε έκτοτε την έδρα του σογκουνάτου Καμακούρα (Kamakura, 1192 - 1333).

Το 1338 ανακηρύχθηκε «σογκούν» ο ανατροπέας των Καμακούρα Ασικάγκα Τακαούτζι (Ashikaga Takauji, 1305 - 1358) και ίδρυσε την δική του σογκουνατική δυναστεία Ασικάγκα (Ashikaga, 1338 – 1573), η οποία επανέφερε την έδρα της κυβέρνησης στο Κιότο.

Η τρίτη και μακροβιότερη σογκουνατική δυναστεία (με 14 εν σειρά «σογκούν») υπήρξε εκείνη των Τοκουγκάουα (Tokugawa, 1603 - 1868), με ιδρυτή τον Τοκουγκάουα Ιεϊάσου (Tokugawa Ieyasu, 1543 - 1616) και έδρα το Έντο (το μετέπειτα Τόκιο).


ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΣΟΓΚΟΥΝ


Οι Τοκουγκάουα ήσαν εκείνοι που έσωσαν τον ιαπωνικό Εθνισμό από τον αφανισμό του και τον λαό τους από τον εκχριστιανισμό και την αφομοίωση με την αποφασιστική αλλά και επώδυνη πολιτική της «κλειστής χώρας» («Σακόκου»). Ο τελευταίος σογκούν των Τοκουγκάουα, ο Γιοσινόμπου, υποχρεώθηκε σε παραίτηση το 1868 μετά από πιέσεις για αποκατάσταση της δύναμης τού αυτοκράτορα, αλλά και για άνοιγμα της χώρας στους κεφαλαιοκράτες ευρωπαίους και αμερικανούς χριστιανούς.


Σαμουράϊ

(Samurai, από το ιαπωνικό ρήμα «saburau», «προσφέρω υπηρεσία»)

Κάστα Ιαπώνων πολεμιστών στην υπηρεσία κάποιου φεουδάρχη. Πρωτοεμφανίστηκαν στις αρχές της περιόδου Χεϊάν (794 - 1185), στα τέλη του 8ου αιώνα επί αυτοκράτορα Κάμμου (Kammu) και αρχικά προσδιορίζονταν με τον κινεζικό όρο «μπούσι» («bushi», «πολεμιστές»).

Σαμουράϊ (Samurai, από το ιαπωνικό ρήμα «saburau», «προσφέρω υπηρεσία»).

Κάστα Ιαπώνων πολεμιστών στην υπηρεσία κάποιου φεουδάρχη. Πρωτοεμφανίστηκαν στις αρχές της περιόδου Χεϊάν (794 - 1185), στα τέλη του 8ου αιώνα επί αυτοκράτορα Κάμμου (Kammu) και αρχικά προσδιορίζονταν με τον κινεζικό όρο «μπούσι» («bushi», «πολεμιστές»).

ΑΝΟΔΟΣ

Στην διάρκεια του 10ου αιώνα, οι σαμουράϊ οργάνωσαν την προσωπική και συλλογική ζωή τους γύρω από τον ιδιαίτερο ηθικό κώδικα Μπουσίντο και απέκτησαν όχι μόνο πολεμική δεξιοτεχνία αλλά και πνευματική καλλιέργεια («Bun Bu Ryo Do», «Πένα και ξίφος σε αρμονία») με διάκριση στην ποίηση, την μουσική και την καλλιγραφία. Το 1160 ο σαμουράϊ Taira Kiyomori ανέβηκε στην θέση του αυτοκρατορικού συμβούλου και οι κάστα των πολεμιστών απέκτησε μεγάλη ισχύ στην κεντρική κυβέρνηση της χώρας. Το 1185, μετά από αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ διαφόρων «πατριών», επεκράτησε ο Γιαριτόμο Μιναμότο (Yoritomo Minamoto) της «πατριάς» Μιναμότο, ο οποίος καθιέρωσε τους σαμουράϊ την κάστα ως ανώτερη ακόμα και των αριστοκρατών, ενώ έκτοτε οι δύο κάστες άρχισαν να ανταλλάσσουν συνήθειες και τρόπους. Το 1190 επισκέφθηκε το Κιότο, την έδρα του αυτοκράτορα και δύο χρόνια αργότερα ανακηρύχθηκε Σογκούν, ιδρύοντας το σογκουνάτο Καμακούρα (Kamakura Shogunate ή Kamakura Bakufu).

ΑΠΟΓΕΙΟ

Έκτοτε και επί πολλούς αιώνες, η πραγματική εξουσία της Ιαπωνίας βρισκόταν στα χέρια των Σογκούν και των σαμουράϊ τους, στην δε διάρκεια των σογκουνάτων Kαμακούρα και Ασικάγκα (Ashikaga) υπήρξαν πάμπολλες συγκρούσεις μεταξύ «πατριών» που θεωρούσαν ότι είχαν την μεγαλύτερη ισχύ. Η εξοικείωση των πολεμιστών με τον θάνατο κορυφώθηκε τον 13ο αιώνα, με την διάδοση του Βουδισμού Ζεν και την ίδια εποχή (1274) οι σαμουράϊ ενίσχυσαν τον θρύλο γύρω από το όνομά τους όταν 10.000 από αυτούς αναχαίτισαν την εισβολή 40.000 Μογγόλων με 900 πλοία και εκρηκτικά βομβίδια (που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά) στο βόρειο Κυούσου (Kyushu). Τα επόμενα χρόνια οι Ιάπωνες εκτελούσαν κάθε μογγολική πρεσβεία, μέχρι το 1281 που οι Μογγόλοι επιχείρησαν δεύτερη ανεπιτυχή εισβολή, με 140.000 άνδρες και 4.400 πλοία απέναντι σε μόνον 40.000 Ιάπωνες πολεμιστές.

Οι πολεμικές τακτικές των σαμουράϊ (με ελιγμούς και χρήση ιππικού) εξελίχθηκαν εντυπωσιακά κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα, υποβοηθούμενες από πολυάριθμο πεζικό («ashigaru»). Ανώτατη κατηγορία των σαμουράϊ ήσαν οι λεγόμενοι «χαταμότο», που αποτελούσαν την προσωπική φρουρά των Σογκούν. Στα τέλη του 16ου αιώνα επικράτησε να φέρουν οι σαμουράϊ δύο σπαθιά με καμπύλη λεπίδα, ένα κοντό (μήκους περίπου 40 – 60 εκατοστά, το λεγόμενο «σότο γουαζικάσι») και ένα μακρύ (μήκους περίπου 60 - 110 εκατοστά, το λεγόμενο «ντάϊτο κατάνα»), στα οποία κατά κανόνα έδιναν ονόματα, πιστεύοντας ότι ενσαρκώνουν αυτά της «ψυχή» της πολεμικής τους δεινότητας (οι σαμουράϊ θεωρούσαν ότι το μεγάλο σπαθί τους, το «κατάνα», είχε δική του ζωή και ψυχή, και γύρω από αυτή την πεποίθηση είχαν αναπτύξει έναν εκλεπτυσμένο κώδικα για την κατασκευή, φύλαξη και χειρισμό του -όταν ηττούνταν στην μάχη θεωρούσαν ότι το «κατάνα» είχε χάσει την ψυχική δύναμή του. Άξιοι να γίνουν κατασκευαστές σπαθιών θεωρούντο άλλωστε μόνον εκείνοι που είχαν αγνή καρδιά και υψηλά ηθικά κριτήρια, προσέγγιζαν δε το έργο τους με μεγάλο σεβασμό: προτού κατασκευάσουν ένα σπαθί, νήστευαν και εξαγνίζονταν τελετουργικά και το σφυρηλατούσαν φορώντας λευκούς ιερατικούς μανδύες).

ΟΠΛΙΣΜΟΣ

Στην παραδοσιακή Ιαπωνία τα όπλα δίνονταν στα αγόρια σε ηλικία 13 ετών, κατά την διάρκεια ειδικής τελετής που λεγόταν Γκενπούκου (Genbuku), μαζί με το όνομα που θα έφερε ως ενήλικος και την ιδιότητα του σαμουράϊ. Τα επιθετικά ιαπωνικά όπλα ήσαν τα ακόλουθα:

«Κατάνα» («katana»): μακρύ σπαθί των σαμουράϊ, του οποίου η χρήση γενικεύθηκε από την περίοδο Edo και κατ’ αυτούς είχε δική του ζωή και ψυχή. Λόγω της επί 600 χρόνια άριστης και αποκλειστικής ιαπωνικής τεχνικής, το ατσάλι της οποίας ξεπεράστηκε μόνο τον 19ο αιώνα μετά την εφεύρεση δηλαδή της επιστημονικής μεταλλουργίας, το σπαθί αυτά διατηρούσε αναλλοίωτη την πλάτους 5 χιλιοστών αποτελεσματική σαν ξυράφι κόψη του, παρά την επανειλημμένη χρήση του σε μάχες.

«Oυακιζάσι» («wakizashi»): σπαθί κοντύτερο από το «Κατάνα», κατάλληλο για μάχες σε εσωτερικούς χώρους, που αποτελούσε για τον πολεμιστή την «λεπίδα της τιμής» και δεν απομακρυνόταν ποτέ από αυτόν (κοιμόταν με αυτό κάτω από το προσκεφάλι του). Το «Κατάνα» και το «Ουακιζάσι» μαζί ονομάζονταν «daisho» («μεγάλο και μικρό»).

«Τάντο» («tanto»): μικρό σπαθί, κοντύτερο του «Γουακιζάσι», κατασκευασμένο από το ίδιο ατσάλι από το οποίο κατασκευαζόταν το «Κατάνα». Το «Τάντο» ήταν το συνηθέστερα χρησιμοποιούμενο σπαθί για την αυτοκτονία «σεπούκου».

«Γιουμί» («yumi»): το ιαπωνικό τόξο, που έχαιρε μεγάλου σεβασμού από τους πολεμιστές. Είχε μήκος 2,3 μέτρα και ήταν κατασκευασμένο από μπαμπού με χορδή μεταξωτή, βουτηγμένη σε ρετσίνι πεύκου. Η με απαιτήσεις απόλυτης ευστοχίας ακτίνα βολής του περιοριζόταν στα 50 περίπου μέτρα και χρησιμοποιείτο από πεζούς τοξευτές, καλυμμένους πίσω από ένα κινητό τείχος μπαμπού (το λεγόμενο «tedate»). Σε μικρότερο μέγεθος (το λεγόμενο «hankyu») το χρησιμοποιούσαν και οι έφιπποι σαμουράϊ, ενώ η τοξοβολία από την ράχη ενός αλόγου εντάχθηκε ως λατρευτικό αγώνισμα στις τελετές του Σίντο (Yabusame) και ο όρος «yumitori» («τοξότης») έγινε τιμητικός τίτλος για τους σαμουράϊ. Ως πολεμικό εκηβόλο όπλο το «γιουμί» εγκαταλείφθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά με την εισαγωγή του αντίθετου στον πολεμικό κώδικα του μπουσίντο ευρωπαϊκού πυροβόλου («αρκεβούζιου») κατά την περίοδο των εμφυλίων πολέμων «Sengoku Jidai» («Εποχή της εμπόλεμης χώρας»), κυρίως από τον σχεδόν εκχριστιανισμένο Όντα Νομπουνάγκα (Oda Nobunaga), ο οποίος θριάμβευσε στην μάχη του Nagashino (1575) με την βοήθεια των πυροβόλων.

«Γιαρί» («yari»): η ιαπωνική λόγχη, κύριο όπλο των πολεμιστών κατά την εποχή των εμφυλίων πολέμων «Sengoku Jidai», όταν οι πολεμικές ανάγκες απαίτησαν την χρήση πολυπληθών σωμάτων πεζικού. Το «γιαρί» αναδείχθηκε ως όπλο στην μάχη του Σιτσουγκατάκε (Shizugatake), στην οποία ο Τογιοτόμι Χιντεϊγιοσί (Toyotomi Hideyoshi, τότε ακόμα Hashiba Hideyoshi) συνέτριψε τον αντίπαλό του Σιμπάτα Κατσουϊέ (Shibata Katsuie).

«Ναγκινάτα» («naginata»): ιδιαίτερη λόγχη με κυρτή λεπίδα, χρησιμοποιούμενη από την εποχή Νάρα μέχρι και σήμερα, αγαπημένο όπλο των «Σοχέϊ» βουδιστών μοναχών και των γυναικών σαμουράϊ.

«ΜΠΟΥΚΕ ΣΟΧΑΤΟ»

Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα καθιέρωσε έναν νόμο 13 άρθρων (το «Μπούκε Σοχάτο»), τα άρθρα 3 – 5 του οποίου προέτρεπαν τους σαμουράϊ να αφιερώνουν την ζωή τους ολοκληρωτικά στα όπλα και την λογοτεχνία και να αποφεύγουν την ακολασία, τα δε 2 τελευταία άρθρα (12 - 13) τούς καλούσαν σε λιτό και πειθαρχημένο βίο και επίσης προέτρεπαν τους Νταϊμυο να είναι δίκαιοι στις αμοιβές των σαμουράϊ βάσει της ιδιαίτερης αξίας του καθενός.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΑΜΟΥΡΑΪ

Το ιδεόγραμμα της λέξης Σαμουράϊ
Παρόλο που η κοινωνία των σαμουράϊ σταδιακά γινόταν ολοένα και πιο ανδροκρατούμενη, κυρίως λόγω της επίδρασης του κινεζικού νέο-Κομφουκιανισμού, τα ιστορικά αρχεία αναφέρουν και γυναίκες σαμουράϊ (στο έπος «Χάϊκε Μονογκατάρι» αφθονούν οι θαρραλέες και αφοσιωμένες γυναίκες – πολεμιστές), των οποίων μάλιστα η φροντίδα για θέματα τιμής και καθήκοντος υπήρξε εφάμιλλη της ανδρικής. Γνωστότερες γυναίκες σαμουράϊ ήσαν η Τομόε Γκοζέν (σύζυγος του Μιναμότο Γιοσινάκα) και η Χότζο Μασάκο (σύζυγος του Μιναμότο Γιοριτόμο), που έπαιξε σημαντικό πολιτικό ρόλο κατά τα πρώτα χρόνια της αντιβασιλείας των Χότζο. Οι γυναίκες σαμουράϊ, πάρα πολλές αριθμητικά έως τον 16ο αιώνα, εκπαιδεύονταν στην τέχνη της μάχης κυρίως μέσω της χρήσης της λόγχης («ναγκινάτα»), από τον 17ο αιώνα όμως η γυναίκα υποτιμήθηκε, μη θεωρούμενη άξια να συμπολεμεί με τους άνδρες πολεμιστές, ωστόσο κατά την κρίσιμη εποχή στα τέλη του 19ου αιώνα, κατά την οποία η Ιαπωνική Παράδοση δεχόταν την επίθεση των νεωτεριστών και των ξένων χριστιανών και η ύπαρξη των σαμουράϊ είχε ήδη (όπως θα δούμε παρακάτω) κηρυχθεί εκτός νόμου, οι γυναίκες απέκτησαν ξανά την παλαιά τους δυνατότητα να λογίζονται σαμουράϊ.

Η μαχητική ικανότητα των γυναικών σαμουράϊ επιδείχθηκε ιδιαιτέρως κατά την ηρωϊκή εξέγερση Σατσούμα (1877), στην οποία οι γυναίκες της Καγκοσίμα πολέμησαν γενναία ενάντια στον αυτοκρατορικό δυτικοποιημένο στρατό. Την ίδια γενναιότητα, με πρώτη την λογχοφόρο Νακάνο Τακέκο, είχαν επιδείξει και το 1868 κατά την ηρωϊκή υπεράσπιση του σογκουνατικού κάστρου Γακαμάτσου της πατριάς Αϊζού απέναντι σε 20.000 στρατιώτες του αυτοκρατορικού στρατού. Τραυματισμένη στο στήθος από πυροβολισμό, η Νακάνο Τακέκο ζήτησε από την αδελφή της Γιούκο να την αποκεφαλίσει και να μεταφέρει στο σπίτι τους το κεφάλι της (προς τιμή της έχει κτιστεί μνημείο στον Ναό Χοκάϊ στο Αϊζού Μπανγκεμάτσι της επαρχίας Φουκισίμα).

ΡΟΝΙΝ

Παραπροϊόν του θεσμού των σαμουράϊ ήταν οι «ρόνιν» («ronin»), που ως όρος μεταφράζεται επί λέξει ως «οι άνθρωποι που τους παρέσυραν τα κύματα» και δήλωνε τους αδέσποτους σαμουράϊ της φεουδαρχικής περιόδου (1185 – 1868). Ένας σαμουράϊ γινόταν αδέσποτος («ρόνιν») μετά από την στρατιωτική καταστροφή ή άλλη πτώση του κυρίου του, ή μετά από πτώση σε δυσμένεια ή απαξία στα μάτια του φεουδάρχη. Με το να μην μπορεί πια να παράσχει τις υπηρεσίες του, ο πολεμιστής έχανε εφεξής την ιδιότητα του σαμουράϊ και κατέληγε «ρόνιν».

Ο όρος αρχικά χρησιμοποιήθηκε κατά τις περιόδους Νάρα και Χεϊάν (794 - 1185) για πλάνητες δουλοπάροικους που είχαν δραπετεύσει από τους αφέντες τους και αργότερα επεκτάθηκε και στους αδέσποτους σαμουράϊ. Οι τελευταίοι αυξήθηκαν πολύ κατά την διάρκεια της περιόδου Έντο (Edo), κατά την οποία οι σογκούν προχώρησαν σε κατασχέσεις πολλών εδαφών φεουδαρχών και παράλληλα απαγόρευσαν στους σαμουράϊ να αλλάζουν εργοδότη κατά βούληση (δηλαδή δίχως να έχει προηγηθεί η συγκατάθεση του προηγούμενου εργοδότη).

Η θέση των «ρόνιν» δεν ήταν υποφερτή από τους ίδιους και συχνά έχουν καταγραφεί από την Ιστορία αυτοκτονίες τους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις κατέληγαν κοινοί ληστές ή εκβιαστές για απόκτηση των αναγκαίων (απειλούσαν διάφορους εύπορους ότι θα αυτοκτονήσουν μέσα στα όρια της οικίας τους, πράγμα που αποτελούσε ντροπή για τον ιδιοκτήτη και μίασμα για τον χώρο). Γνωστότεροι «ρόνιν» υπήρξαν ο περίφημος ξιφομάχος Μιγιαμότο Μουσάσι (Miyamoto Musashi) και οι λεγόμενοι «47 Ρόνιν» (πολλοί των οποίων έφηβοι, που αφού εκδικήθηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 1702 τον θάνατο του κυρίου τους Asano Takuminokami, φεουδάρχη του Ako, γεγονός που τους άφησε αδέσποτους, αυτοκτόνησαν με «σεπούκου» όταν κατηγορήθηκαν ως στασιαστές).

ΕΞΩΘΕΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Tο έτος 1858 οι ξένοι χριστιανοί πιέζοντας τους επίτροπους του ανήλικου, μόλις 12χρονου, Σογκούν Ιεμόχι (Iemochi), πέτυχαν την κατάργηση του ετησίου «φουμιέ» (δηλαδή του πάνδημου τσαλαπατήματος των συμβόλων του Χριστιανισμού) του Ναγκασάκι και την ελεύθερη δράση των προσηλυτιστών στην Ιαπωνία και λίγο αργότερα βομβάρδισαν άγρια το λιμάνι της Καγιοσίμα, υποχρεώνοντας το 1864 τον Ιεμόχι ν’ ανοίξει τα λιμάνια της Χακοντάτε (Hakodate), Σιμόντα (Shimoda) και Ναγκασάκι, στους Αμερικανούς, Άγγλους, Ρώσους, Γάλλους και Ολλανδούς, που προηγούμενως έχουν βομβαρδίσει το λιμάνι του Σιμονοσέκι (Shimonoseki), έπειτα από την πυρπόληση ενός ευρωπαϊκού πλοίου που επεχείρησε να εισέλθει στο λιμάνι. Το 1868 η σογκουνατική δυναστεία των Τοκουγιάβα, που τόσο γενναία αντιστάθηκε στον εκχριστιανισμό και την αφομοίωση των Ιαπώνων, τερματίσθηκε κατ’ απαίτηση των ξένων χριστιανών με υποχρέωση του τελευταίου Σογκούν Γιοσινόμπου (Yoshinobu) σε παραίτηση μετά από ήττα του στρατού του.

Από εκεί και πέρα δεν χρειάστηκε περισσότερο από 2 – 3 χρόνια για ν’ αρχίσουν οι ξένοι την επίθεση σε όλο το παραδοσιακό σχήμα των Ιαπώνων. Σε συνεργασία με τους προδότες σύμβουλους του νεαρού αυτοκράτορα (Μικάδο) Μοντσουχίτο, κατάργησαν τον θεσμό των πολεμιστών σαμουράϊ που αποτελούσαν το ένα δέκατο σχεδόν του πληθυσμού (αποτελούσαν το 7 – 10% του συνολικού πληθυσμού, σε περίπου 25 εκατομμύρια Ιάπωνες υπήρχαν 1.282.000 «υψηλοί σαμουράϊ», με δικαίωμα να ιππεύουν, και 492.000 «κατώτεροι σαμουράϊ», με δικαίωμα να φέρουν δύο σπαθιά αλλά όχι να ιππεύουν), καθώς και κάθε είδους τοπική αυτονομία (με το διάταγμα της 29ης Αυγούστου 1871). Η πλειοψηφία των σαμουράϊ καταδικάστηκε σε πλήρη εξαθλίωση, και πολλές σύζυγοί τους άρχισαν να πωλούνται οικειοθελώς στα μπορντέλα των ξένων χριστιανών και των Ιαπώνων συνεργατών τους για να εξασφαλίσουν την επιβίωση της οικογενείας τους.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Τακαμόρι Σαϊγκό
Το 1873, η Ιαπωνία υποχρεώθηκε να αποδεχτεί την άνευ όρων δράση των χριστιανών προσηλυτιστών και να υιοθετήσει την χρονολόγηση των χριστιανών και το «Γρηγοριανό» ημερολόγιο. Το 1874 ο ευπατρίδης Έτο Σιμπέϊ (Eto Shimpei), υφυπουργός Παιδείας, παραιτήθηκε από την θέση του και επικεφαλής 2.000 σαμουραϊ προσπάθησε να εξεγείρει την παραδοσιακή κοινωνία της νήσου Κυούσου (Kyushu) ενάντια στην ξενόδουλη κεντρική κυβέρνηση που οι ίδιοι είχαν αφελώς φέρει στην εξουσία. Η εξέγερση έμελλε να είναι σύντομη. Ο Έτο συνελήφθηκε, αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του εκτέθηκε δημόσια για παραδειγματισμό, ενώ εκδόθηκε αυτοκρατορικός νόμος που απαγόρευε στους σαμουραϊ να φέρουν όπλα και να διατηρούν την ιδιαίτερη κόμμωσή τους.

Το 1877 ο ευπατρίδης Τακαμόρι Σαϊγκό (Takamori Saigo), συνεχίζοντας ουσιαστικά τον αγώνα του Έτο Σιμπέϊ, συγκέντρωσε γύρω του στο νησί Κυούσου (Kyushu), όλους τους πρώην σαμουραϊ που αρνούνταν τον εξευτελισμό τού να ζουν όπως απαιτούσαν οι ξένοι επικυρίαρχοι και κήρυξε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ιδρύοντας κέντρα εκπαίδευσης 7.000 νέων μαχητών. Ήδη η κατοχή όπλων από τους σαμουράϊ διωκόταν με φυλάκιση, το ίδιο και η διδασκαλία της πολεμικής τους τέχνης. Μετά από λίγο, 40.000 επαναστάτες σαμουράϊ υπό τον Τακαμόρι Σαϊγκό, οπλισμένοι με τα παραδοσιακά τους όπλα, αντιμετώπισαν στις 24 Σεπτεμβρίου, στην περίφημη μάχη της Σατσούμα (Satsuma), 60.000 στρατιώτες του αυτοκρατορικού στρατού, οπλισμένους με υπερσύγχρονα όπλα και διδαχθέντες την πολεμική μέθοδο των ξένων χριστιανών. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι σαμουράϊ ηττήθηκαν κατά κράτος, αλλά πέθαναν τιμημένα όπως απαιτούσε ο ιδιαίτερος κώδικας τιμής «Μπουσίντο». Ο τραυματισμένος 45χρονος Σαϊγκό αυτοκτόνησε με τον παραδοσιακό τρόπο των πολεμιστών («σεπούκου») για να μην συλληφθεί, ενώ 25.000 πολεμιστές του είχαν ήδη πέσει στο πεδίο της μάχης και οι υπόλοιποι αιχμαλωτισθεί, από τους οποίους οι 2.000 εκτελέστηκαν αργότερα με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας».

Ο 20ος ΑΙΩΝΑΣ

Σκηνή από την ταινία "Ο τελευταίος σαμουράϊ"
Η επίθεση στον θεσμό των σαμουράϊ είχε ωστόσο και συνέχεια: μέχρι την ήττα της Ιαπωνίας στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, οι απόγονοι των σαμουράϊ αποτελούσαν τουλάχιστον μία άτυπη αριστοκρατία, που πολλές φορές στελέχωνε τις ανώτερες διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις. Η αμερικανική κατοχή όμως μετά την ήττα της Ιαπωνίας επεδίωξε και πέτυχε να τους εξουδετερώσει, ωστόσο ακόμα και σήμερα σε αρκετές παραδοσιακές αγροτικές περιοχές της χώρας οι απόγονοι γνωστών σαμουράϊ ή παλαιών φεουδαρχών αρχόντων αντιμετωπίζονται με μεγάλο σεβασμό. Ο συγγραφέας Ινάτσο Νιτόμπε (Inazo Nitobe) έχει γράψει: «Αυτό που υπήρξε η Ιαπωνία το χρωστάει στους σαμουράϊ. Δεν ήταν απλώς ο ανθός του έθνους μας αλλά και η ρίζα του. Μέσα από αυτούς φανερώθηκαν όλα τα δώρα των ουρανών. Αν και έμειναν απομονωμένοι από τον γενικό πληθυσμό, καθόρισαν γι’ αυτόν ένα ηθικό πρότυπο και τον καθοδήγησαν με το παράδειγμά τους».



Νταϊμυο

(Daimyo, εκ του «dai», «μεγάλο» και του «myo», «υπόληψη», «περιουσία», «όνομα»)

Ο όρος περιγράφει τους διάφορους φεουδάρχες άρχοντες της Ιαπωνίας κατά την εποχή του σογκουνάτου Τοκουγκάουα (1603 - 1868), που ήσαν χωρισμένοι σε κατηγορίες ανάλογα με την συμμαχική ή εχθρική (ή και ουδέτερη) ιστορική σχέση τους προς τον Τοκουγκάουα Ιεϊάσου, όταν το 1603 ίδρυσε το πιο πάνω τελευταίο μεγάλο σογκουνάτο της χώρας.

Νταϊμυο (Daimyo, εκ του «dai», «μεγάλο» και του «myo», «υπόληψη», «περιουσία», «όνομα»). Ο όρος περιγράφει τους διάφορους φεουδάρχες άρχοντες της Ιαπωνίας κατά την εποχή του σογκουνάτου Τοκουγκάουα (1603 - 1868), που ήσαν χωρισμένοι σε κατηγορίες ανάλογα με την συμμαχική ή εχθρική (ή και ουδέτερη) ιστορική σχέση τους προς τον Τοκουγκάουα Ιεϊάσου, όταν το 1603 ίδρυσε το πιο πάνω τελευταίο μεγάλο σογκουνάτο της χώρας.

«ΣΙΝΠΑΝ», «ΦΟΥΝΤΑΪ» ΚΑΙ «ΤΟΖΑΜΑ»

O Νταϊμυο Nobunaga (1534-1582)
Είχε μόλις προ τριών ετών βγει νικητής από την μάχη της Σεκιγκαχάρα (Sekigahara, 1600): οι «Σινπάν» («Shinpan») ήσαν συγγενείς ή φίλοι και σύμμαχοι των Τοκουγκάουα, οι «Φουντάϊ» («Fudai») περιστασιακοί τους σύμμαχοι και οι «Τοζάμα» («Τozama») ηττημένοι εχθροί τους, που αργότερα όμως υπέστησαν προσεταιρισμό μέσω γάμων με μέλη των Τοκουγκάουα και επίσης μέσω του «Σανκίν κοτάϊ» («Sankin kotai», «εναλλασσόμενη παρουσία»), της υποχρέωσης δηλαδή των Νταϊμιο να περνούν μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Αυλή των Τοκουγκάουα στο οχυρωμένο Έντο.

«ΚΟΚΟΥΣΟΥ», «ΤΣΟΣΟΥ» ΚΑΙ «ΡΙΟΣΟΥ»

Οι αρχικά περίπου 250 Νταϊμυο (που μειώθηκαν γύρω στο έτος 1800 σε 170) ήσαν υπεύθυνοι απέναντι στον Σογκούν για την εφαρμογή στην περιοχή τους της πολιτικής της κεντρικής κυβέρνησης και διακρίνονταν σε 3 διαφορετικές τάξεις ισχύος, ανάλογα με το ύψος φορολογίας που μπορούσε να αποφέρει το φέουδό τους («han») και με το εάν είχαν την δυνατότητα να συντηρούν δικό τους κάστρο. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι «Κοκούσου», που τα φέουδά τους παρήγαγαν τουλάχιστον 54.000.000 λίτρα ρυζιού, στην δεύτερη οι «Τσόσου» (με παραγωγή κάτω των 54.000.000 λίτρων) και στην τρίτη οι «Ριόσου» (με παραγωγή κάτω των 18.000.000 λίτρων).

«ΜΠΟΥΚΕ ΣΟΧΑΤΟ»

Το σογκουνάτο Τοκουγκάουα καθιέρωσε έναν νόμο 13 άρθρων (το «Μπούκε Σοχάτο»), τα άρθρα 6 – 8 του οποίου έθεταν εκτός νόμου τις αμφισβητήσεις από μέρους των Νταϊμυο της κεντρικής εξουσίας των Σογκούν.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ «ΝΤΑΪΜΥΟ»

Το 1869, έναν χρόνο μετά την «παλινόρθωση των Meiji», οι «Νταϊμυο» προσπάθησαν να υπερασπιστούν την κοινωνική τους θέση, δημιουργώντας μαζί με τους «Κούγκε» («Κuge»), δηλαδή τους απογόνους της παλαιάς αριστοκρατίας που επάνδρωνε την αυτοκρατορική Αυλή του Κιότο πριν την άνοδο των «Σογκούν», μία νέα αριστοκρατική τάξη, τους «Καζόκου» («Κazoku», «Γένη των ανθέων»), η οποία όμως άντεξε μέχρι το 1947, χρονιά κατά την οποία καταργήθηκε από το «σύνταγμα» που επέβαλαν στους Ιάπωνες οι κατακτητές Αμερικανοί.

Το 1871 η ξενόδουλη κυβέρνηση κατήργησε τα φέουδα και μοιραία και τους ίδιους τους «Νταϊμυο», αν και, για να μειώσει την ένταση της αντίδρασής τους, διόρισε τοπικούς κυβερνήτες τους περισσότερους από αυτούς. Ελάχιστα μετά όμως, τους έπαψε και από αυτές τις θέσεις και τους διέταξε να εγκατασταθούν μαζικά στο Τόκυο για να εξουδετερώσει κάθε ισχύ τους που πήγαζε από την τοπική τους επιρροή.


«Σεπούκου» ή «Χαρακίρι»

(«Seppuku», «Hara kiri»)

Κατά την Ιαπωνική Παράδοση μετά την έλευση στην χώρα του Βουδισμού και την καθιέρωση του κώδικα «Μπουσίντο» («Bushido»), η τελετουργική αυτοκτονία σε περίπτωση που απειλείται η τιμή ή η αξιοπρέπεια ενός πολεμιστή ή ευγενή.


«Σεπούκου» ή «Χαρακίρι» («Seppuku», «Hara kiri»). Κατά την Ιαπωνική Παράδοση μετά την έλευση στην χώρα του Βουδισμού και την καθιέρωση του κώδικα «Μπουσίντο» («Bushido»), η τελετουργική αυτοκτονία σε περίπτωση που απειλείται η τιμή ή η αξιοπρέπεια ενός πολεμιστή ή ευγενή: «Η νίκη ή η ήττα είναι αποτελέσματα της τυχαίας δύναμης των συνθηκών. Αυτό που διαφέρει είναι η αποφυγή της αναξιοπρέπειας και αυτό γίνεται μόνο στον θάνατο» («Hagakure» ή «Ο Δρόμος των Σαμουράϊ», 1709 -1716).

Η ιδεολογική – ηθική – θρησκευτική βάση του «Σεπούκου», που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην τιμή από την διατήρηση στην ζωή, βρίσκεται στην βουδιστική αντίληψη ότι ο ανθρώπινος βίος είναι μία παροδική κατάσταση, σε συνδυασμό με την κομφουκιανή υπευθυνότητα προς την οικογένεια και τους ιεραρχικά ανώτερους, καθώς και με τον ανιμισμό και την λατρεία των προγόνων του παραδοσιακού - πολυθεϊστικού Σίντο.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΔΥΤΙΚΟ

Αναφορικά με το «Σεπούκου» γράφει ο ιστορικός Στέφεν Θάμπουλ (Stephen Tumbull): «Το σεπούκου είναι πιο γνωστό στον δυτικό κόσμο ως χαρακίρι (κόψιμο της κοιλιάς) και είναι κάτι τόσο ξένο προς την ευρωπαϊκή παράδοση, που έγινε μία από τις ελάχιστες λέξεις των σαμουράϊ που πέρασαν σε άλλες γλώσσες δίχως ανάγκη να μεταφραστούν. Το σεπούκου συνήθως γινόταν με ένα ξιφίδιο, μετά από πολύωρη προετοιμασία και τελετή στο σπίτι ή βιαστικά σε μία ήσυχη γωνία του πεδίου της μάχης, ενώ οι συμπολεμιστές κρατούσαν σε απόσταση τον εχθρό. Στον κόσμο των πολεμιστών, το σεπούκου ήταν μία εκδήλωση του θάρρους που έπρεπε να δείξει ένας σαμουράϊ που ήξερε ότι είχε ηττηθεί ή είχε ατιμαστεί ή πληγωθεί ηθικά. Σήμαινε ότι είχε τελειώσει την ζωή του καθαρός από κάθε προσβολή και με την υπόληψή του όχι απλώς άθικτη, αλλά επιπλέον και ανεβασμένη. Το κόψιμο της κοιλιάς απελευθέρωνε το πνεύμα του σαμουράϊ με τον πιο δραματικό τρόπο, αλλά ήταν ένας υπερβολικά επώδυνος και αγωνιώδης τρόπος θανάτου, με αποτέλεσμα συχνά ο σαμουράϊ που το διέπραττε να ζητάει από έναν αφοσιωμένο σύντροφό του να τού κόψει το κεφάλι την στιγμή της κορύφωσης της αγωνίας» («Samurai. The World of the Warrior»).

ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΤΟΥ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ»

Το πρώτο «Σεπούκου» έχει καταγραφεί ιστορικά κατά την περίοδο Χεϊάν (Heian, 794 - 1185) από έναν πολεμιστή από το Μιναμότο (Minamoto), ωστόσο η τέλεσή του γενικεύθηκε, καθώς και εμπλουτίσθηκε το τελετουργικό του κατά την μακρά περίοδο των εμφυλίων πολέμων «Sengoku - jidai» («Εποχή της εμπόλεμης χώρας»). Από την γρήγορη αυτοκτονία του ηττημένου σαμουράϊ στο πεδίο της μάχης, το Σεπούκου ντύθηκε σιγά - σιγά με ένα πλούσιο και επιβλητικό τελετουργικό. Λευκοντυμένος ο σαμουράϊ που πρόκειτο να αυτοχειριαστεί, γονάτιζε συνήθως στο μέσον ενός κήπου ή ενός βουδιστικού (και ουδέποτε σιντοϊστικού) Ναού μπροστά σε έναν ξύλινο δίσκο (που μετά την αυτοκτονία καιγόταν), επάνω στον οποίο βρίσκονταν χαρτί, μελάνι, μία κούπα σακέ και ένα μικρό μαχαίρι (το «tanto»). Ο αυτόχειρας έπινε συμβολικά σε 2 γουλιές το σακέ, έγραφε στο χαρτί ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα και προχωρούσε με το «tanto» στο οριζόντιο άνοιγμα της κοιλιάς του («hara», που στον Βουδισμό είναι το κέντρο της ανθρώπινης προσωπικότητας). Δεύτερη τομή της κοιλιάς, κάθετη και προς τα επάνω, αποτελούσε δείγμα εξαιρετικής γενναιότητας και ψυχικής δύναμης (η ακραία αυτή μορφή του «Σεπούκου» λεγόταν «jumonji giri»).

Τον αυτόχειρα βοηθούσε ο λεγόμενος «καϊσάκου» («Kaishakunin», «Αξιωματικός του Θανάτου», ένας ρόλος που αποτελούσε εξαιρετική τιμή), εξουσιοδοτημένος να κόψει το κεφάλι του συντρόφου του αμέσως μετά το άνοιγμα της κοιλιάς του και να δώσει τέλος στον πόνο του. Το σπαθί του «καϊσάκου» με το οποίο είχε κόψει το κεφάλι του συντρόφου του, θεωρούμενο μολυσμένο καταστρεφόταν αμέσως μετά την τελετή. Η πιο σκληρή μορφή «Σεπούκου», που δεν απαιτούσε παρουσία «καϊσάκου», ήταν το προαναφερθέν «jumonji giri» («σταυρωτό κόψιμο»), κατά το οποίο ο αυτόχειρας πέθαινε αργά από αιμορραγία με σταυροειδώς ανοικτή την κοιλιά του.

ΤΟ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ» ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Το «Σεπούκου» δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των πολεμιστών ή των ανδρών. Έχουν καταγραφεί και περιπτώσεις τέτοιου αυτοχειριασμού γυναικών ή ανήλικων παιδιών. Το γυναικείο «Σεπούκου» λεγόταν «Τζιγκάϊ» («Jigai»). Η πιο γνωστή γυναίκα αυτόχειρας με «Τζιγκάϊ» ήταν η σύζυγος του στρατηγού Νόγκι Μαρεσούκε (Nogi Maresuke) που έφυγε μαζί του το έτος 1912.

Την γενίκευση της τέλεσης «Σεπούκου» κατά την διάρκεια των ηρωϊκών χρόνων της φεουδαρχικής Ιαπωνίας (1192 - 1868), όταν πολύ συχνά οι σαμουράϊ το έπρατταν για να ακολουθήσουν στον θάνατο τον πεθαμένο κύριό τους (πρόκειται για το λεγόμενο «οϊμπάρα», «oibara» ή «τσουϊφούκου», «tsuifuku»), προσπάθησαν να σταματήσουν διάφοροι ηγεμόνες, όπως λ.χ. ο σογκούν Τοκουγκάβα Ιεϊάσου, που το 1603 απαγόρευσε με έδικτό του την τέλεση «Σεπούκου» σε όλες τις τάξεις των ακολούθων του. Οι απαγορεύσεις όμως δεν έφεραν κανέναν αποτέλεσμα, αντίθετα οι σαμουράϊ τελούσαν συχνά «Σεπούκου» και για άλλους σκοπούς, όπως λ.χ. για να διαμαρτυρηθούν για κάποια αδικία ή για να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τον κύριό τους. Με «Σεπούκου» αυτοκτόνησε στις 24 Σεπτεμβρίου 1877 ο θρυλικός «τελευταίος σαμουράϊ» Τακαμόρι Σαϊγκό (Takamori Saigο, 1827 - 1877), όταν έχασε την τελευταία του μάχη κατά των εκδυτικιστών.

ΤΟ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ» ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ

Ομαδικά «Σεπούκου» στρατιωτικών σημειώθηκαν το 1868 (από τους τραγικούς 20 νεαρούς πολεμιστές «Byakkotai»), το 1895 (όταν επεστράφησαν κάποια εδάφη στην Κίνα) και το 1945, στο τέλος δηλαδή του Β Παγκοσμίου Πολέμου (από αξιωματικούς, στρατιώτες, αλλά και απλούς πολίτες που δεν δέχονταν να παραδοθούν στους Αμερικανούς, αλλά και από αξιωματικούς που σπρώχτηκαν στην αναπόφευκτη παράδοση, όπως λ.χ. ο στρατηγός Κορετσίκα Ανάμι, Korechika Anami, 1887 – 15 Αυγούστου 1945).

Στην σημερινή Ιαπωνία πάντως το «Σεπούκου» αποτελεί παρελθόν, με σπανιότατες εξαιρέσεις λίγων αφοσιωμένων στην Εθνική Παράδοση Ιαπώνων. Το 1970 συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο η επιδεικτική αυτοκτονία με «Σεπούκου» του βραβευμένου λογοτέχνη Γιούκιο Μίσιμα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον εξαμερικανισμό και κατά προέκταση την ηθική και πνευματική κατάπτωση της πατρίδας του.