Μώροι λέγονται τα πνεύματα που φυλάνε τα μεγάλα αρχοντόσπιτα και τους θησαυρούς τους. Συνήθως ήταν ψυχές ανθρώπων ακόμη και μικρών παιδιών που οι άρχοντες σκότωναν στα θεμέλια ή στα σαγράδα (υπόγεια) του αρχοντικού γα να τους φυλάνε τον θησαυρό.Όπως εξηγεί ο Σιναραδίτης λαογράφος Νίκος Πακτίτης: «Ο Μώρος είναι φάντασμα που δεν κάνει κακό στους ανθρώπους. Zει τη νύχτα είναι μεγαλόσωμος άντρας με παράξενα μαύρα ρούχα, μουζέτο και καπέλο. Κυκλοφορεί πίσω από μουράγια αρχοντικών κι αν τον περιμένεις με υπομονή και καλοσύνη σου μιλάει και σου δίνει ένα πουγκί με θησαυρό. Πρέπει να φερθείς καλά και να μην μιλήσεις ή να γυρίσεις πίσω να κοιτάξεις, ούτε να πεις σε κανέναν τίποτα γιατί θα χαθεί ο θησαυρός κι αν θυμώσει ο Μώρος και σε βρει άλλη ώρα νύχτα μπορεί να σε πνίξει έξω ή και στον ύπνο. Στις Σιναράδες λέγανε ότι κυκλοφορούσε στ΄ αρχοντικό του Φούλια. Θυμάμαι παιδί που μια γειτόνισσα μας, κουμπάρα μας, λοξάτη περίμενε τη νύχτα πίσω από το Άγιο Βήμα της εκκλησίας του Αϊ Γιάννη, δίπλα από τ΄ αρχοντικό για να συναντηθεί με το Μώρο.»
Οι μώροι λοιπόν κουρασμένοι από την αιώνια καταδίκη τους αποζητούσαν έναν άνθρωπο για να του χαρίσουν τον θησαυρό και μετά να ησυχάσει η ψυχή τους.
Έναν τέτοιο μώρο είχε δει στον ύπνο της η Μαρούλω από τον Άνω Γαρούνα και της ομολόγησε το μέρος που είχε θάψει ένα μεγάλο θησαυρό. Το επόμενο πρωί και πριν πάει στο σημείο που της είχε υποδείξει το είπε σε μια γειτόνισσά της. Λίγες ώρες αργότερα έσκαψε στο σημείο εκείνο και βρήκε ένα μεγάλο σωρό από… κάρβουνα. Με αυτόν τον τρόπο πλήρωσε την ομιλητικότητά της.
Μια περιγραφή ενός μώρου μας δίνει και ο Ιάκωβος Πολυλάς στο διήγημά του ‘Τα τρία φλωριά’ που ουσιαστικά δεν είναι τίποτε άλλο από μια λογοτεχνική μεταγραφή ενός θρύλου των χωριών της Μέσης Κέρκυρας.
«[...] Εις εκείνην την στιγμήν το άλογο εσταμάτησε ξάφνου. Αντιστυλώθηκε εις τα εμπροσθινά του πόδια και τρέμοντας εις όλους τους αρμούς του έσυρε δύο τρεις στιγγούς χλιμιντρισμούς, οπού αντιβόησε όλ΄ η πεδιάδα. Ο Αντώνιος επετάχθη από τ΄ άλογό τρομασμένος, και ενώ εγύριζε ολοτρόγυρα τα μάτια κι επροσπαθούσε, από το ολίγο φως που εκατέβαινε από τ΄ αστέρια, να καταλάβει τον τόπον, είδε εις ολίγο διάστημα χαμηλά κάτι να φέγγει εις το σκοτάδι. Από την ταραχήν και από τον φόβο είχε ξενερώσει και είχε όλα τα λογικά του.
-Δεν είναι στάνη, θα αλυκτούσαν οι σκύλοι. Μήπως είναι αυτού μέσα ο κλέφτης που χθες την νύκτα επήρε το καλό δαμάλι του κουμπάρου μου; Αν κατορθώσω να τον γνωρίσω θα τον φανερώσω του κουμπάρου μου, και για τα βερτίκια θα μου κάμει το γιόμα.
Και με τούτο επροχώρησε σιγαλά προς το φως και εγνώρισε τους παλιόπυργους του Ζυγονού. Εσώζετο εκεί ένας πυλώνας, που τον είχε παρατηρήσει πολλές φορές, γιατί ήταν ο μεγαλύτερος μέσα εις εκείνα τα γκρεμισμένα κτίρια, κι εκρατούσαν ακόμη ολόρθοι και στέρεοι οι μαρμαρένιοι παραστάτες και το τοξωτό ανώφλι. Η αυλή μέσα εφωτίζετο, αλλά καπνός τίποτε, και δεν ακούετο άχνα.
-Θα κοιμάται, και φέγγουν τ΄ αθράκια ακόμα εις κάποιαν άκρην.
Από την μεγάλην ησυχίαν εθάρρεψε και διασκέλισε με το δεξιό του πόδι το κατώφλι. Καθώς έβαλεν εμπρός την κεφαλήν, είδε τρεις μεγάλους σωρούς όλο χρυσό φλωρί, όπου εφεγγοβολούσαν, και επάνω εις τον μεσινόν αναδεύετο σιγά σιγά αεροκάμωτη μορφή ωσάν ανθρώπου. Άπιαστα του προσώπου τα πιθέματα, και οπίσω της, ωσάν οπίσω από αγανό μαγνάδι, εξεχωρίζονταν οι μαυροαραχνιασμένοι τοίχοι, και μόνον τα πόδια της μορφής ασπροκιτρίνιζαν από την αναλαμπήν που έβγανε το χρυσάφι. Ο άνθρωπος έχασε τα ήπατα κι έμεινε αυτού με τα πόδια ασάλευτα επάνω εις το κατώφλι και μόλις εδυνήθη να κινήσει μηχανικώς το χέρι, να κάμει το σημείον του σταυρού.
-Σέβομαι και εγώ εκείνο το σημείον, του είπε το φάντασμα, αλλά εσύ τι γυρεύεις εδώ; Ο θησαυρός όπου βλέπεις είναι φυλαμένος δι΄ έναν άνθρωπο πέρα εις την μεγάλην πολιτείαν και εγώ είμαι διορισμένος να παραστέκομαι νύκτα μέρα εις αυτά τα φλωριά, ώσπου να έλθει εκείνος να του τα παραδώσω.
Η φωνή και το ήθος του φαντάσματος μέσα εις την σοβαρότητα είχαν τόσην γλυκάδα, ώστε ο άνθρωπος έχασε τον φόβο. Εκοντοστάθηκε, κι έπειτα είπε του φαντάσματος:
-Είσαι ο Μώρος. Είσαι πνεύμα αγαθό και γνωρίζω, πως όταν δύνασαι βιοτίζεις τον άνθρωπον. Μου είπες ότι αυτά τα φλωριά είναι ξένα, αλλά μη με αφήσεις να φύγω περίλυπος. Μίαν μόνον χάριν σου ζητώ. Δώσε μου την άδεια να πάρω ένα φλωρί από κάθε σωρόν.
Το φάντασμα εχασκογέλασε, που αχολόγησε όλο εκείνο το ερμόσπιτο….».