Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009


Πως ο Πάπας έγινε αλάθητος;

Συγγραφέας: Κουμαρτζής Νικόλαος





"μία υπόθεση γεμάτη μυστήριο, θρησκευτικά εγκλήματα,
παπικά διατάγματα θανάτου, άρση της ελευθερίας του λόγου
και παραποίηση της Ιστορίας.
Μία ιστορία για την ολότελα κοσμική ζωή
των επί γης αντιπροσώπων του Θεού.."


Διάφορα στοιχεία του δόγματος του Χριστιανισμού, τόσο του Ορθόδοξου όσο και του Καθολικού, σήμερα πιστεύεται από τους εκάστοτε πιστούς ότι υπήρχαν εκ των απαρχών της θρησκείας.
Υπάρχει η πεποίθηση, λόγου χάρη, ότι η Βίβλος αποτελεί θεόπνευστό βιβλίο, αν και λιγοστοί γνωρίζουν την ιστορική πραγματικότητα. Η Βίβλος γράφτηκε, δημιουργήθηκε και για την αυθεντικότητα της αποφάνθηκαν άνθρωποι.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το «αλάθητο» του Πάπα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Πότε όμως πρωτοεμφανίστηκε ως παράδοση; Πότε έγινε δόγμα, αλλά κυρίως.. Πως κατέληξε σήμερα κάτι τόσο «αντιχριστιανικό» να θεωρείται αυτονόητο;

Η πρώτη εμφάνιση του αλάθητου και η αναγνώριση του από την Ελλάδα.
Η πρώτη αναφορά στο «αλάθητο» έγινε μόλις τον 13ο αιώνα από τον φραγκισκανό Πέτρο Ολίβι(1248- 1298), ο οποίος και αναγνώρισε το «αλάθητο» στους Πάπες, ενώ η δογματοποίηση του Παπικού «αλάθητου» έγινε μόλις το 1869-1870, κατά τις εργασίες της 1ης Βατικανής Συνόδου.
Δεν έχουν περάσει ούτε 30 χρόνια από τότε που, εν έτη 1979, το Ελληνικό κράτος αναγνώρισε τη κοσμική εξουσία του Πάπα, προχωρώντας στην ανάπτυξη διπλωματικών σχέσεων με το κράτος του Βατικανού. Τότε, δίχως τη συγκατάθεση της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας, αναγνώρισε τον Πάπα ως Βασιλέα, ως αρχηγό πολιτικού κράτους και ηγεμών του κράτους του Βατικανού (επίσημα και με την υπογραφή του περίφημου Κονκορδάτου μεταξύ Ελληνικής Πολιτείας και Κράτους του Βατικανού).
Αν και, όπως είπαμε, η Ορθόδοξη εκκλησία αρχικά ήταν αντίθετη εντούτοις σύντομα(εν έτη 2002) αποδέχθηκε την αναγνώριση αυτή στη Βατικανή Νουντσιατούρα(Πρεσβεία) των Αθηνών.

Τι είπε και τι ΔΕΝ είπε ο Ιησούς: Τα πραγματικά του λόγια και οι ερμηνείες που γεννούν τα δόγματα.
Δεν είναι της παρούσης να αναζητήσουμε αν όντως ο Ιησούς υπήρξε και αν είχε όντως κάνει και πει όλα όσα του καταλογίζουν. Σήμερα πλέον, δεχόμαστε υπό προϋποθέσεις ιστορικές πηγές εκείνης της περιόδου.
Πως είναι επομένως δυνατόν από τις ίδιες πηγές να δημιουργήθηκαν τόσα δόγματα; Τόσες διαφορετικές θρησκείες που λατρεύουν τον ίδιο Θεό;
Είναι μάλλον στη φύση του ανθρώπου να μη μένει στα γεγονότα, αλλά ευθύς να προσπαθεί να τα ερμηνεύσει. Στη φύση του ανθρώπου είναι επίσης και η θέληση του να πείθει τους υπολοίπους για την ορθότητα της δικής του ερμηνείας, με τη χρήση βίας ή χωρίς.. Κάπως έτσι, από τα ίδια κείμενα βγήκαν τόσες ερμηνείες.. από τον ίδιο Θεό βγήκαν τόσες θρησκείες.

Αλλά ας δούμε τα κείμενα ως έχουν, προσπαθώντας να τα διαχωρίσουμε από τις εκάστοτε ερμηνείες.
Ο ίδιος ο Ιησούς είπε (όπως διαβάζουμε στα χωρία Ιω. 14, 6 &16, 7) «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Σήμερα, τόσο η Καθολική όσο και η Ορθόδοξη εκκλησία, στα λόγια του αυτά «διαβάζουν» ότι ο Ιησούς υποστήριξε ότι έχει το αλάθητο. Αυτά είναι τα λόγια, αυτή είναι και η ερμηνεία τους..
Επίσης, ο Ιησούς ποτέ δεν εξέφρασε άποψη για το ποιο δόγμα είναι το αληθινό και για το ποιες είναι οι αιρέσεις του. Οι χαρακτηρισμοί «Ορθόδοξο», «Καθολικό», «αιρέσεις» κ.λ.π. αποτελούν χαρακτηρισμούς διάφορων Εκκλησιών και το μόνο που καταφέρουν είναι να αποδείξουν την αλαζονεία του εκάστοτε ιερατείου.
Από την άλλη όμως, ο Ιησούς δίδαξε την ταπεινοφροσύνη και τη δουλικότητα. Αν όμως δούμε την ερμηνεία των λέξεων «Ορθόδοξος»(: αυτός που έχει σωστή γνώμη, σωστή πίστη | που ακολουθεί τα καθιερωμένα ή την πρωταρχική μορφή- θεωρούμενη ως ορθή- μιας θεωρίας, ενός δόγματος)(*1) και «Καθολικός»(: ο χριστιανός που πιστεύει στην καθολική αλήθεια, στην αλήθεια που ισχύει για όλους)(*1), κατανοούμε ότι και τα δύο χαρακτηρίζονται από αλαζονεία.
Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που αυτοαποκαλείται «Ορθόδοξος» ή «Καθολικός» να έχει έστω και ένα δείγμα ταπεινοφροσύνης; Ένας άνθρωπος δηλαδή που διατυμπανίζει με κάθε ευκαιρία ότι είναι κάτοχος του σωστού δόγματος, και μόνον αυτός. Ο Ιησούς δίδαξε ταπεινότητα, τα ιερατεία δίνουν το παράδειγμα της έπαρσης και της άκρατης αλαζονείας.

Ο Χριστός δεν μίλησε για κανένα «σύστημα» ή εκκλησία, το μόνο που δίδαξε ήταν «η Βασιλεία του Θεού» και τίποτα άλλο. Ο Θεός, επίσης, ποτέ δεν μίλησε για τη Βίβλο, ποτέ δεν την χαρακτήρισε θεόπνευστό βιβλίο. Οι άνθρωποι την έγραψαν, οι άνθρωποι αποφάσισαν ποια κείμενα ήταν «σωστά» και ποια όχι, ποια «αυθεντικά» και ποια όχι. (τα μεμονωμένα κείμενα ενώθηκαν και έγιναν ένα βιβλίο, η σημερινή Παλαιά Διαθήκη, μόλις τον 1ο αιώνα π.Χ., ενώ η Καινή Διαθήκη στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ.). Κάπως έτσι, το «αλάθητο» που ποτέ δεν διακήρυξε ο Ιησούς στηριζόταν πλέον από το «άγιο και αλάθητο βιβλίο» του.
Επίσης σημαντική ανθρώπινη προσθήκη στη χριστιανική πίστη είναι ο διαχωρισμός μεταξύ λαϊκών και ιερέων, η δημιουργία δηλαδή του ιερατείου. Ο Ιησούς ποτέ δεν έκανε τέτοιο διαχωρισμό, ο οποίος ακούστηκε για πρώτη φορά κατά την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Τότε οι πιστοί διαχωρίστηκαν σε «διδάσκαλους» και «λαϊκούς», σε «ιερείς» και «απαίδευτους», δημιουργώντας με αυτή την κίνηση δύο μέτρα και δύο σταθμά στη χριστιανική πίστη. Δημιουργώντας ίσως για πρώτη φορά τον ξεκάθαρο θεσμό της Εκκλησίας.

Τα λόγια του Ιησού ερμηνεύθηκαν με δεκάδες
τρόπους γεννώντας τόσα διαφορετικά δόγματα

Από το «αλάθητο» του Ιησού στο «αλάθητο» του Πάπα..
Κάπως έτσι, το «αλάθητο» που ποτέ δεν επιδίωξε ο Ιησούς πλέον στηριζόταν από το ένα και «αλάθητο» ιερό βιβλίο του Θεού, τη Βίβλο. Ένα βιβλίο που αποδόθηκε στο Θεό, αν και γράφτηκε από τους ανθρώπους. Έχοντας πλέον τον πρώτο λίθο, την πρώτη δηλαδή ουσιαστική ερμηνεία- δόγμα των ιστορικών γεγονότων, άρχισε ο διαχωρισμός μεταξύ των πιστών.
Εκκλησίες, δόγματα, αιρέσεις κ.λ.π. οδήγησαν τους ανθρώπους στη μισαλλοδοξία, στην αλαζονεία της αυτοανακηρυσσόμενης υπεροχής του εκάστοτε ιερατείου, σε φόνους και ιερούς πολέμους.. και όλα αυτά στο όνομα του Θεού της Αγάπης.
Το «αλάθητο» του Πάπα σήμερα χαρακτηρίζεται ως ένα έγκλημα κατά του πυρήνα της διδασκαλίας του Ιησού, κατά της Αγάπης του Θεού. Για πρώτη φορά, όπως προείπαμε, ο φραγκισκανός Πέτρος Ολίβι(1248- 1298) αναγνωρίζει το «αλάθητο» στους Πάπες, αν και ο Πάπας Ιωάννης ΚΒ'(1316- 1334) αργότερα χαρακτήρισε τη φραγκισκανή διδασκαλία ως «έργον του Σατανά».
Μάλιστα, ο «αλάθητος» θεσμός του Παπισμού άφησε έναν ισχυρό στοιχείο αυτοαποκαθήλωσης του στα κατάστιχα της ιστορίας, όταν στη Σύνοδο της Κωνσταντίας (1414- 1418) η Ρώμη είχε τρεις Πάπες που ο ένας αναθεμάτιζε τον άλλο. Για το λόγο αυτό η Σύνοδο εξέλεξε νέο Πάπα.
Όμως, αλάθητο δεν υπάρχει μόνο στην Παπική εκκλησία, αλλά και στην Ορθόδοξη. Είναι το αλάθητο της Συνόδου, που αν και παρουσιάζεται ως παλαιά και ορθόδοξη άποψη ξεκάθαρη αναφορά σε αυτό δεν υπάρχει σε εκκλησιαστικά κείμενα. Αν και αποτελεί μία πιο δημοκρατική άποψη, μιας και το αλάθητο περνάει στα χέρια λίγων από αυτά του ενός στον Παπισμό, εντούτοις παραμένει απόλυτη και ολιγαρχική.
Πρώτος για το «αλάθητο της Συνόδου», που αναφέραμε παραπάνω, μίλησε ο Ιωάννης Γκέρσων (1363- 1429), ενώ για το «αλάθητο του Πάπα» ο καρδινάλιος Νικόλαος Κουζάνος(1401- 1464). Οι καρδινάλιοι Ρ. Μπελλαρμίνος(1542- 1621) και Κ. Βαρώνιος(1538- 1607) ήταν οι κύριοι υπέρμαχοι του «αλάθητου του Παπισμού». Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα κυκλοφόρησε το βιβλίου του επισκόπου Ν. φόν Χόντχάιμ(γνωστού ως Φεβρώνιου 1701- 1790), με το οποίο επικράτησε η άποψη ότι το αλάθητο είναι της Εκκλησίας και όχι του Πάπα.
Ο Πάπας Γρηγόριος ΙΣΤ' (1831- 1846) σε ένα βιβλίο του με τον τίτλο «Ο θρίαμβος της Αγίας Έδρας», υποστήριξε την ιδέα ότι ο Πάπας ως πραγματικός μονάρχης πρέπει να είναι και «αλάθητος». Όμοια συνέχισε και ο Πάπας Πίος Θ' (1846- 1878), κατά τη παπική θητεία του οποίου το αλάθητο έγινε δόγμα του Ρωμαιοκαθολιμσού. Η παπική αυθεντία παρουσιαζόταν ως η αποτελεσματικότερη εξουσία ενάντια στον Φιλελευθερισμό, τον Ορθολογισμό και τη Φυσιοκρατία.
Σιγά- σιγά έγιναν κινήσεις έτσι ώστε όλος ο Καθολικός κόσμος να εξαρτάται από την εκκλησιαστική εξουσία του Πάπα και της Ρώμης. Απαγορεύθηκαν οι Εθνικές Σύνοδοι και οι επίσκοποι υποχρεώθηκαν να επισκέπτονται συχνά τη Ρώμη ώστε να κατανοούν την εξάρτηση τους από αυτή.
Το 1854 ο Πάπας Πίος Θ' ανακήρυξε ως δόγμα του Παπισμού την «άσπιλο σύλληψη», την σύλληψη δηλαδή του Ιησού από τη Παναγία δίχως η τελευταία να συμμετάσχει σε καμία ερωτική πράξη.
Λόγω των αντιδράσεων για τη παραπάνω αλλαγή στο δόγμα, ο Πάπας απαγόρευσε τις συζητήσεις, κάνοντας τον μεγάλο τότε θεολόγο- ιστορικό του Μονάχου, Ιγνάτιο φόν Ντέλλιγκερ, να σιωπήσει. Η επιβολή του νέου δόγματος από τον Πάπα για πολλούς ιστορικούς σήμερα δεν ήταν παρά μία επίδειξη δύναμης του «παπικού αλάθητου».

Οι Ultramontanes (Παπικοί της Ρώμης) αποκαλούσαν τον Πάπα, εκτός των γνωστών Βασιλεύς, Πάπας- Βασιλεύς, Ηγεμών, Καίσαρ, λαμπρότατο πρίγκηψ, ύψιστο κύριο του κόσμου, βασιλεύς βασιλέων κ.λ.π., και με επίθετα τα οποία έως τότε όλοι οι Χριστιανοί χρησιμοποιούσαν μόνο για το Θεό. Κάπως έτσι, ο Πάπας άρχισε να ταυτίζεται με τον Ιησού Χριστό.
'Aρχισαν να του συνθέτουν εκκλησιαστικούς ύμνους προς τιμήν του, να τον υμνούν ως «αντιπρόσωπο του Θεού επί της γης», «Αντί- Θεό της ανθρωπότητας», «σωτήρα», «κρεμάμενον επί του Σταυρού, ως ο Χριστός» κ.λ.π..
Μάλιστα, ο Ντόν Μπόσκο, που τιμάται σήμερα από τον Παπισμό ως άγιος, χαρακτήρισε τον Πάπα ως «Θεό επί γης[...] Ο Χριστός ύψωσε τον πάπα υπεράνω των προφητών, του Προδρόμου Ιωάννου, των Αγγέλων. Ο Ιησούς ανέβασε τον πάπα στο ύψος του Θεού..». Μάλιστα, το παπικό παραλήρημα συνεχίστηκε, θεωρώντας τον Πάπα Πίο Θ' κάτοχο θαυματουργών ικανοτήτων.

O Don Bosco, θιασώτης του Παπικού Αλαθήτου, σήμερα τιμάται ως 'Aγιος από την Παπική Εκκλησία.


Η 1η Βατικανή Σύνοδος και το Νέο Δόγμα.
Πριν όμως αναλύσουμε την προσωπικότητα του πρώτου «αλάθητου Πάπα», καλό θα ήταν να ρίξουμε φως σε διάφορα «σκοτεινά» κομμάτια της ιστορίας της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Και λέγοντας «σκοτεινά», δεν εννοώ άγνωστα αλλά κυρίως μαύρες σελίδες της ιστορίας της εκκλησίας. Εννοώ τις περιόδους όπου η εκκλησία έκανε εγκλήματα εις βάρος των ιδεών, της ελευθερίας, της ανθρώπινης ζωής αλλά κυρίως.. εις βάρος της θρησκείας που αντιπροσώπευε.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή..
Όπως ήταν φυσικό, οι πρώτες αντιδράσεις στο άκουσμα της αλλαγής του δόγματος ήταν αρνητικές. Μόλις ένας στους 15 καρδινάλιους τάχθηκε υπέρ του νέου δόγματος. Σταδιακά όμως το κλίμα άλλαξε.
Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η ιδέα του νέου δόγματος, της «άσπιλου σύλληψης» της Παναγίας, ήταν καθαρά ιδέα του Πάπα. Στο πλευρό του αρχικά στάθηκαν 50 επίσκοποι, ενώ 130 ήταν κατά του και περίπου 500 αδιάφοροι ή αναποφάσιστοι.
Βέβαια εξ' αρχής στο πλάι του τάχθηκαν οι Ιησουΐτες, το μεγαλύτερο ίσως όπλο του Πάπα εκείνη τη χρονική στιγμή, οι οποίοι και προπαγάνδιζαν με κάθε δυνατόν τρόπο το νέο δόγμα μέσω εξομολογήσεων, κηρυγμάτων, εκκλησιαστικών συλλόγων και δημοσιεύσεων. Μάλιστα, η προπαγάνδα των Ιησουϊτών κορυφώθηκε με την έκδοση ενός περιοδικού του Βατικανού με όνομα «Civilta Cattolica».
Υπό αυτές τις συνθήκες προπαγάνδας στάλθηκε η Παπική Βούλα(πρόσκληση) για την 1η Βατικανή Σύνοδο στις 8 Σεπτεμβρίου του 1868, δίχως να αναφέρει σε κανένα σημείο τίποτα περί «αλάθητου». Παράλληλα, ο ίδιος ο Πάπας έλαβε αντιδημοκρατικά μέτρα για την αντιμετώπιση όλων των πολεμίων του.
Διάφορα βιβλία ιστορικών- θεολόγων τα οποία παρουσίαζαν την πολέμια άποψη κατά του Παπικού αλάθητου συμπεριλήφθηκαν στον περίφημο «Πίνακα των απαγορευμένων βιβλίων του Βατικανού», που έως και σήμερα φέρει τη διακριτική ονομασία «Index».
Τέτοια βιβλία ήταν το «Ο Πάπας και η Σύνοδος» που δημοσιεύθηκε στα γερμανικά από τον καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Μονάχου, Ιγνάτιος Ντέλλιγκερ, με το ψευδώνυμο «Ιανός». Επίσης, η έρευνα «Η καταδίκη του Πάπα Ονωρίου», που δημοσιεύθηκε στα αγγλικά από τον ανατολιστή θεολόγο Πέτρο Λέ Πάζ Ρενούφ, η οποία πραγματευόταν την περίπτωση του πάπα Ονώριου(625- 638) που η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο καταδίκασε ως αιρετικό.
Και τα μέτρα συνεχίστηκαν.. Στις 27 Νοεμβρίου του 1869, ο Πάπας Πίος Θ' περνάει εγκύκλιο με το «πρόγραμμα των εργασιών» της Συνόδου, ενώ ο ορισμός του «προγράμματος εργασιών» αποτελούσε αποκλειστικό δικαίωμα των συνοδικών πατέρων.
Στις 20 Φεβρουαρίου του 1870, ο Πάπας συνεχίζει τις δικτατορικές του ενέργειες περνώντας στην ημερήσια διάταξη της Συνόδου «περιορισμό στα θέματα των συζητήσεων», το πρώτο σημάδι για την πρωτοφανή ανελευθερία λόγου που χαρακτήρισε την 1η Βατικανή Σύνοδο.
Παράλληλα, προσπάθησε να μη συμπεριληφθούν πολέμιοι του επίσκοποι στις επιτροπές της Συνόδου. Απώτερος στόχος του ήταν να περιορίσει την ισχύ της «φωνής» τους, μιας και μόνο τα μέλη των επιτροπών είχαν το δικαίωμα να λαμβάνουν αμέσως το λόγο στις εργασίες ενώ όλοι οι άλλοι έπρεπε να κάνουν αίτηση μία ημέρα πριν.
Επίσης, κατά τη διάρκεια της Συνόδου, δεν εκτυπώνονταν τα πρακτικά από τις συζητήσεις, κάτι που δεν επέτρεπε τον άμεσο και ουσιαστικό αντίλογο πάνω στις εκάστοτε θέσεις των πολεμίων.
Ο Πάπας ξεπέρασε κάθε όριο απαγορεύοντας κάθε συγκέντρωση στη Σύνοδο με παραπάνω από 15 επισκόπους. Μάλιστα, όπως αποδείχθηκε, η Σύνοδος δεν είχε σκοπό τη συζήτηση αλλά την επικύρωση κάποιων προκανονισμένων αποφάσεων. Οι υπέρμαχοι επίσκοποι του αλάθητου κατηγορούσαν όλους τους πολέμιους του ως «αιρετικούς», κάτι το οποίο συμμεριζόταν και ο Πάπας λέγοντας χαρακτηριστικά «μόνο Προτεστάντες και άπιστοι θα μπορούσαν να αρνηθούν το αλάθητο μου».
Οι αντιδράσεις πολλές, το ίδιο και τα παπικά μέτρα για τη καταστολή τους. Κάποιος επίσκοπος έγραψε αργότερα στο ημερολόγιο του ότι «Ο πάπας πίστευε, ότι ήλθε κανείς στη Ρώμη μόνο, για να πει Αμήν».
Όσοι ήταν αντίθετοι του Πάπα διακόπτονταν συνεχώς ή τους έπαιρναν το λόγο με το πρόσχημα ότι «δεν επιτρέπεται να μιλάει κανείς με τέτοιο τρόπο για την Αγία Έδρα».
Όταν ο επίσκοπος Ιωσήφ Γεώργιος Στρόσμαγερ, στις 22 Μαρτίου του 1870, τόλμησε να αναφέρει ότι «και αρκετοί Προτεστάντες αγαπούσαν τον Χριστό», οι Παπικοί του έκαναν δριμύ επίθεση χαρακτηρίζοντας τον «διάβολο» και «δεύτερο Λούθηρο».
Κάποιος επίσκοπος αναφέρει χαρακτηριστικά με μία δόση πικρίας «Υπάρχει ελευθερία λόγου, αλλά όχι ελευθερία συζητήσεως». Αυτό ήταν το κλίμα της Συνόδου.. μία σύνοδος που από τον επίσκοπο Βίλχελμ Εμμάνουελ Φράϊχερ φόν Κέττελερ χαρακτηρίστηκε ως «έγκλημα κατά της Εκκλησίας και της ανθρωπότητας».
Ο συγγραφέας August Bernhard Hesler(*2) μέσα από ιστορικά στοιχεία και επιχειρήματα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από τη 1η Βατικανή Σύνοδο έλειπε η δυνατότητα συζήτησης και διαλόγου.

Ο πρώτος «αλάθητος» Πάπας της Ιστορίας και τα.. λάθη του.
Ο Πάπας Πίος Θ', ο οποίος συγκάλεσε και προέδρευσε κατά τη διάρκεια της 1ης Βατικανής Συνόδου, με τις πράξεις του έδειξε μία πραγματικά αδύναμη ανθρώπινη φύση. Είχε πει πολλά κατά τη διάρκεια του διαλόγου στη Σύνοδο με διάφορους πολέμιους ιερείς. Με χιουμοριστική διάθεση, θέλοντας να προβάλει ταυτόχρονα και την εξουσία του, αναφερόμενος στον Καρδινάλιο Γκούσταβ 'Aντολφ φόν Χόενλόε είπε «Είναι τρελός, αλλά άγγελος».
Ενώ, όταν ο Πάπας του έκανε προσωπική παρατήρηση για το γεγονός ότι πολεμάει το «αλάθητο», ο Χόενλόε έπεσε στα πόδια του με ταπείνωση. Τότε, ο Πάπας του έπιασε το αυτί και του είπε μαλώνοντας τον «Γιατί αντιτίθεσαι έτσι στον Πατέρα σου, που τόσο σε αγάπησε και σε αγαπά;»
Στις 18 Ιουνίου του 1870, επιδεικνύοντας εξοργιστική έπαρση και αλαζονεία, απευθύνθηκε στον καρδινάλιο Γκουΐντι, τον κύριο αντίλογο του εκείνη την ημέρα. Ο Γκουΐντι μόλις είχε αναφέρει ότι ο Πάπας εξαρτάται από την εκκλησία και μόνο τότε είναι αλάθητος, όταν εκφράζει δηλαδή την εκκλησιαστική παράδοση. Τότε, ο Πάπας Πίος Θ' είπε το χαρακτηριστικότατο «La traditio solo lo!»(«Η παράδοση είμαι εγώ!»).
Σήμερα πλέον, υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι ο Γκουΐντι ήταν νόθος γιος του Πάπα Πίου Θ'. Ίσως γι’ αυτό να καθυστερεί και η αγιοποίηση του από την Παπική Εκκλησία, όπως αναφέρει και ο A. B. Hasler στο έργο του(*2).
Η προσωπικότητα του πρώτου «αλάθητου Πάπα» δεν χαρακτηριζόταν σε καμία περίπτωση από ταπεινοφροσύνη, μήτε από λογική. Πίστευε σε διάφορες διηγήσεις για οράματα και προφητείες. Επίσης, διατυμπάνιζε την πεποίθηση του ότι ο Θεός του ανέθεσε να δογματοποιήσει το αλάθητο των Παπών. Με κάθε ευκαιρία ανακοίνωνε ότι η Παναγία τον επισκέφτηκε σε ένα όραμα του, λέγοντας του ότι τον ενίσχυε στην προσπάθεια του για το αλάθητο.
Παράλληλα, ο άγιος του παπισμού(από το 1934), Ντόν Μποσκο, υποστήριξε ότι είχε ένα όραμα που του αποκάλυπτε ότι είχε έρθει η ώρα για τη δογματοποίηση του αλάθητου.
Πολλοί άνθρωποι που τον γνώρισαν, ανάμεσα τους παπικοί επίσκοποι και κοσμικοί διπλωμάτες, μιλούσαν για ένα μυστικισμό και ιλλουμιναλισμό στον χαρακτήρα του. Παράλληλα, χαρακτηρίζονταν από έπαρση, αυτοέξαρση, εγωισμό, τρομερή ανυπομονησία, ισχυρογνωμοσύνη και τυφλό φανατισμό.
Μάλιστα, το 1866 είχε ήδη χρησιμοποιήσει τα ίδια τα λόγια του Ιησού Χριστού («εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή») για τον εαυτό του. Υποστήριζε μάλιστα ότι ήταν θαυματοποιός, συμμετέχοντας σε διάφορα ευτράπελα γεγονότα. Σύγχρονες του εφημερίδες έγραφαν για αρκετά περιστατικά όπου ο Πάπας Πίος Θ' διέταξε παράλυτους να σηκωθούν και να περπατήσουν, δίχως βέβαια κάποια επιτυχία.

Ο Πάπας Πίος Θ', ο Πάπας που δογματοποίησε το "αλάθητο".


Το «αλάθητο»: η νίκη του Δόγματος ενάντια στην Ιστορία και την κοινή Λογική.
Ανατρέχοντας στην ιστορία, μπορούμε να ανασύρουμε πληθώρα ιστορικών στοιχείων που να αποδεικνύουν το λάθος της ύπαρξης του «Παπικού αλάθητου». Καλύτερο ίσως παράδειγμα αποτελούν οι.. αιρετικοί Πάπες.
Ο Πάπας Ονώριος(625- 638) καταδικάστηκε ως αιρετικός από την ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο. Την ίδια τύχη είχαν και ο Πάπας Λιβέριος(352- 366), αλλά και ο Πάπας Βιγίλιος(537- 555). Συγκεκριμένα, τον καταδικασμό σε αιρετικό του Πάπα Ονώριου τον αποδέχεται και η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία.
Επομένως, το ίδιο «αλάθητο» μπορεί να είναι αιρετικό; Ενάντια δηλαδή στο δόγμα, στη μία και καθολική αλήθεια; Ή μήπως το αλάθητο δεν υπήρχε εκ των απαρχών της παπικής εκκλησίας, αλλά εμφανίστηκε μετά τη δογματοποίηση του; Εμφανίστηκε δηλαδή μόνο όταν οι ιερείς, απλοί άνθρωποι δηλαδή, το επικύρωσαν; Που είναι όμως ο ρόλος του Θεού σε αυτήν την περίπτωση;
Ένα σχετικό ιστορικό συμβάν υπάρχει και στη διαφωνία για το βάπτισμα των αιρετικών μεταξύ του Πάπα Στεφάνου Α'(254- 257) και του Κυπριανού Καρχηδόνος(258). Σε αυτήν υπερίσχυσε η ορθόδοξη άποψη του Κυπριανού, ότι δηλαδή το βάπτισμα των αιρετικών δεν είναι ισχυρό. Έκανε τότε λάθος ο «αλάθητος» Πάπας; Ή όλος ο υπόλοιπος χριστιανικός κόσμος αποφάσισε κάτι λανθασμένο;
Βλέπουμε δηλαδή σήμερα, ότι η ίδια η ιστορία μπήκε σε δεύτερη μοίρα ώστε να είναι δυνατή η δογματοποίηση του αλάθητου. Για να επιτευχθεί μάλιστα η επιβολή του παραποιήθηκε η ιστορία σε πάρα πολλά σημεία. Αυτό ανάγκασε τον αρχιεπίσκοπο Μάννιγκ να αναφέρει την κλασική σήμερα φράση: «Το δόγμα νίκησε την Ιστορία!».
Όμως το δόγμα δεν είναι ασύμβατο μόνο με την ιστορία, αλλά και με την απλή κοινή λογική. Όπως ευφυέστατα διερωτήθηκε στις 3 Ιουνίου του 1870 ο Κοσμήτωρ της Σορβόννης, επίσκοπος Αρνύ Μαρέ, «η Βατικανή Σύνοδος αποδεικνυόταν de facto ανώτερη του Πάπα, αφού έπρεπε να αποφασίσει για τη δογματοποίηση του αλάθητού του».

Μετά τη δογματοποίηση, η Επιβολή του «αλάθητου».
Με το τέλος της 1ης Βατικανής Συνόδου και την ανακήρυξη ως δόγμα του «Παπικού αλάθητου», ο Πάπας προχώρησε σε μία σειρά ενεργειών για την επιβολή του. Ανάμεσα σε αυτές υπήρχαν αφορισμοί και απολύσεις όσων δεν δέχτηκαν την νέα κατάσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Γερμανία, όπου μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα αφορίσθηκαν 20 θεολόγοι και φιλόσοφοι καθηγητές, ενώ τα 2/3 των καθολικών Πανεπιστημιακών ιστορικών εγκατέλειψαν την εκκλησία με κύριο λόγο «την αντίθεση δόγματος και ιστορίας». Κύριοι εκφραστές της παραπάνω κίνησης ήταν ο Ιγνάτιος Ντέλλιγκερ του Μονάχου, ο Γιόχαν φόν Σούλτε της Πράγας, οι Γιόζεφ Λάγκεν και Φράντζ Ρόυς στη Βόννη κ.λ.π.
Επίσης, αμέσως μετά το πέρας της 1ης Βατικανής, έγινε προσπάθεια και από τις δύο πλευρές να καταγραφούν ιστορικά τα γεγονότα της Συνόδου. Ο Τσεκόνι, από τους υπέρμαχους, έγραψε ένα 4τομο έργο για τη Σύνοδο. Από την άλλη πλευρά ήταν ο Βιντσέντσο Τιτσάνι, ο οποίος συγκέντρωσε ένα ογκώδες υλικό που ποτέ όμως δεν δημοσίευσε. Μάλιστα, μετά το θάνατο του το 1892, το Βατικανό αγόρασε τα χειρόγραφα του. Έτσι, έως και σήμερα δεν υπάρχει καταγεγραμμένη η ιστορία της Συνόδου και από τις δύο πλευρές.
Το ογκώδες υλικό του Τιτσάνι φυλάσσεται καλά σήμερα από τα δύο κύρια όργανα της Ρωμαϊκής Κούρια, την «Επιτροπή για τις ιδιαίτερες υποθέσεις της Εκκλησίας» και την «Επιτροπή Πίστεως»(διάδοχο της Ιεράς Εξέτασης), τα οποία κρατάνε τα αρχεία του Βατικανού για ολόκληρο τον 19ο αιώνα κλειστά.

«Ο Παύλος ο ΣΤ' απέθεσε την τιάρα του, οι δύο διάδοχοι του Ιωάννης Παύλος ο Α' και Ιωάννης Παύλος ο Β' παραιτήθησαν από τον θρόνο και το στέμμα. Παραμένει όμως η απαίτηση των Παπών για το αλάθητο και μαζί η θέσις ισχύος των. Διότι περί δυνάμεως επρόκειτο, όταν το 1870 ανεγνωρίσθη εις τον πάπαν το αλάθητον εις ζητήματα Πίστεως και Ηθών και συγχρόνως άμεσος υπεροχή εφ' όλης της Εκκλησίας» A. B. Hasler.

Ο συγγραφέας August Bernhard Hasler πέθανε κατά τη διάρκεια έρευνας του στο Βατικανό σε ηλικία μόλις 43 ετών, έχοντας έναν αιφνίδιο και περίεργο θάνατο. Είναι ο συγγραφέας του έργου «Πίος Θ'(1846- 1878). Παπικό Αλάθητο και 1η Βατικανή Σύνοδος. Δογματοποίηση και επιβολή μίας ιδεολογίας»(2τομο, Stuttgart 1977)


Ο Hans Kung, Ρωμαιοκαθολικός καθηγητής, έγραψε το ογκώδες βιβλίο "Αλάθητος;"(Unfehlbar). Ο A.B.Hasler θεωρείται ότι συνέχισε το έργο που ξεκίνησε ο Hans Kung.


Η Παπική Εκκλησία απομακρύνεται από το λαό.
Οι ενέργειες αυτές της Παπικής εξουσίας δεν άφησαν αδιάφορο τον απλό λαό, ο οποίος άρχισε να απομακρύνεται από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Από την άλλη, ποτέ δεν ξέχασε τον Πάπα Πίο Θ' και τα εγκλήματα που ο τελευταίος διέπραξε κατά τη θητεία του στον Παπικό θρόνο.
Κάπως έτσι, οι αντιδράσεις του λαού της Ρώμης κατά την ανακομιδή των λειψάνων του στις 13 Ιουλίου του 1881, ήταν σφοδρές. Διάφορες ομάδες απλών πιστών είχαν συγκεντρωθεί μπροστά από τον ’γιο Πέτρο φωνάζοντας.. «Ζήτω η Ιταλία! Θάνατος στον πάπα. Στο ποτάμι το γουρούνι. Στον Τίβερι το ψοφίμι!». Μάλιστα, δεν έμειναν μόνο σε συνθήματα, αλλά πετροβόλησαν και την πομπή με την ανοχή της ιταλικής αστυνομίας.
Για να φτάσει όμως ο απλός λαός στην κατάσταση αυτή είχαν προηγηθεί διάφορες ενέργειες της εκκλησίας και, όπως απέδειξε και η ιστορία, παρόμοιες και χειρότερες ενέργειες της Παπικής εξουσίας ακολούθησαν.
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1907, ο Πάπας Πίος Ι' προχώρησε σε διάφορες αποφάσεις για την προστασία του συντηρητισμού. Με σχετικές εγκυκλίους καταπολέμησε την αναπτυσσόμενη τάση για φιλελευθερισμό, λαμβάνοντας και ειδικά μέτρα όπως παρακολούθηση καθηγητών, λογοκρισία, απαγόρευση σε ιερείς να σπουδάσουν σε μη εκκλησιαστικά πανεπιστήμια κ.λ.π.
Η προσπάθεια αυτή της Παπικής Εκκλησίας κατά του φιλελευθερισμού έγινε έντονη με αποτέλεσμα την ίδρυση μίας Μυστικής Εταιρίας με κατασκοπευτικές δραστηριότητες. Έτσι, υπό την ηγεσία του Μονσινιόρε Ουμπέρτο Μπενίνι, ιδρύθηκε και λειτούργησε η «Sodalitium Pianum» με σκοπό την κατασκοπεία και την πρόληψη των αιρέσεων.
Όλα τα μέλη της εν λόγω μυστικής εταιρίας έπρεπε να ήταν οπαδοί του Παπισμού και του κληρικαλισμού, πολέμιοι του μοντερνισμού, της ελευθερίας, των επαναστάσεων και του κοινωνικοθρησκευτικού φιλελευθερισμού.
Κάπως έτσι, αναπτύχθηκε ένα δίκτυο πληροφόρησης και κατασκοπείας στο οποίο συμμετείχαν τα μέλη της εταιρίας με ψευδώνυμα. Οι δραστηριότητες της εταιρίας συνεχίστηκαν έως και το 1921 οπότε και, επίσημα τουλάχιστον, σταμάτησε η λειτουργία του.
Ο ηγέτης της «Sodalitium Pianum» όμως δεν έφυγε ποτέ από το παρασκήνιο. Έπαιξε ενεργό ρόλο κατά την περίοδο 1920- 1930 στο ιταλικό φασιστικό καθεστώς, έγινε πληροφοριοδότης της ιδιωτικής Γραμματείας του Μουσολίνι και καταδότης της φασιστικής αστυνομίας OVRA.
Πλέον ο Πάπας είχε το δικαίωμα να αποφασίζει για τα πάντα, αίροντας κάθε έννοια δημοκρατίας στην Εκκλησία. Μπορούσε μόνος να συγκαλεί Οικουμενική Σύνοδο, να προεδρεύει σε αυτή, να αποφασίζει για το πρόγραμμα εργασιών, να επικυρώνει ή μη τις αποφάσεις της.

Η άρρηκτη σχέση Παπισμού- Ναζισμού.
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και έπειτα, το Βατικανό ανέπτυξε σχέσεις αλληλοϋποστήριξης με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα Ιταλίας και Γερμανίας συνάπτοντας τα περιώνυμα Κονκορδάτα.
Το 1929 υπογράφονται οι συμφωνίες του Λατερανού με το Μουσολίνι και ιδρύεται το κράτος του Βατικανού. Το 1933, έξι μήνες μετά τη άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο ηγέτης του Ναζισμού συνάπτει Κονκορδάτο με το Κράτος του Βατικανό.
Μάλιστα, ο καρδινάλιος Μίχαελ φόν Φάουλχάμπερ στη Γερμανία έγινε υμνητής του Ναζισμού. Η Παπική Εκκλησία με κάθε ευκαιρία βροντοφώναζε την τόσο στενή σχέση που είχε η πολιτική της «Παπικής αυθεντίας» με την ιδέα του πολιτικού ολοκληρωτισμού των Ναζιστικών καθεστώτων.
Για παράδειγμα, ένας από τους διαπρεπέστατους παπικούς καθηγητές της Δογματικής, ο Μίχαελ Σμάους, τόνιζε με πάθος τη σχέση ταύτισης Παπισμού- Ναζισμού. Το ίδιο έπραττε και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Γιόζεφ Λόρτς. Οι δύο παραπάνω και πολλοί άλλοι, έβλεπαν Παπισμό και Ναζισμό ως συμμάχους στον κοινό αγώνα κατά του φιλελευθερισμού και του μπολσεβικισμού.
Και κάπου εδώ, έχοντας η Παπική εξουσία αποκτήσει τέτοια δύναμη συνάπτοντας συμφωνίες συμμαχίας με Ναζιστικά κράτη, έρχεται μία δεύτερη αλλαγή στο δόγμα από τον Πάπα. Εν έτη 1950, ο Πάπας Πίος ΙΒ' αποφάσισε την ανακήρυξη του νέου δόγματος της «μεταστάσεως» της Παναγίας, αποδεικνύοντας για ακόμη μία φορά την απόλυτη εξουσία που κατείχε το Παπικό αξίωμα.

Θρησκευτικά εγκλήματα και παπικοί φόνοι απλών ανθρώπων.
Όπως χαρακτηριστικότατα ανέφερε ο Ντέλλιγκερ:
«Με βία και καταναγκασμό επετεύχθησαν τα νέα δόγματα. Με βία και καταναγκασμό πρέπει να κρατηθούν περαιτέρω».
Τα νέα δόγματα της Παπικής Εκκλησίας ήταν γεγονός και έπρεπε με κάθε τρόπο να διατηρηθούν ως αυτονόητα στις συνειδήσεις των πιστών.
Εγκλήματα κατά της χριστιανικής πίστης έγιναν πολλά από το «αλάθητο» Παπικό αξίωμα, τα πιο σημαντικά εκ των οποίων έχουν αναφερθεί ήδη. Αλλαγές στο δόγμα, δογματοποίηση του «αλάθητου», παραποίηση της ιστορίας και της χριστιανικής παράδοσης υπέρ του νέου δόγματος, επίδειξη αλαζονείας και έπαρσης κ.λ.π. .

Εκτός αυτών όμως, η εκκλησία ευθύνεται και για εγκλήματα κατά απλών ανθρώπων. Και ο κατάλογος αυτών είναι μακρύς.
Πρώτα απ' όλα ο Πάπας Πίος Θ', ο πρώτος «αλάθητος» Πάπας, είχε κλείσει σε γκέττο τους Εβραίους.
Το 1858 έδωσε εντολή στη Παπική αστυνομία να απαγάγει τον 17χρονο γιό της πλούσιας εβραϊκής οικογένειας Μορτάνα από τη Βολωνία και να τον κλείσει σε χριστιανικό σχολείο. Μάλιστα, ο Πάπας απάντησε με σαρκασμό στις παρακλήσεις των γονέων του να τον αφήσει ελεύθερο.
Παράλληλα διέταξε τη φυλάκιση των Προτεστάντων με τη δικαιολογία ότι προπαγάνδιζαν τη πίστη του.
Όμως τα εγκλήματα του δεν ήταν απλά στέρηση της ελευθερίας, αλλά περιλάμβαναν και στέρηση της ζωής. Το 1868 διέταξε τον δημόσιο αποκεφαλισμό των Ιταλών επαναστατών Μόντι και Τονιέττι, για αναρχική δράση, αφήνοντας καταγεγραμμένη στην ιστορία μία παπική καταδίκη θανάτου.
Τέλος, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1870, δύο μόλις μέρες πριν τη κατάληψη της Ρώμης, τιμωρήθηκε ένας πολίτης του Παπικού κράτους, ονόματι Πάολο Μούτσι, με απαγχονισμό.
Τα παραπάνω δεν είναι παρά λίγα από τα εγκλήματα του πρώτου «αλάθητου Πάπα» και όμως, ακόμα υπάρχουν άτομα που πιστεύουν στην αγιοποίηση του εν λόγου ανθρώπου, του Πάπα Πίου Θ'. Όπως υποστηρίζουν, βλέπουν στα έργα του «ιδιαίτερη εκκλησιαστική αποστολή, την οποία είχε λάβει από τη θεία πρόνοια», όπως καταγράφει ο A.B. Hasler στα κείμενα του.

Η ολότελα κοσμική ζωή του Ιερατείου.
Όλα τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία, καταδεικνύουν ξεκάθαρα πλέον την αποκλειστικά «κοσμική ζωή» του επί γης αντιπροσώπου του Θεού.
Δυστυχώς, οι ενέργειες της Παπικής εκκλησίας χαρακτηρίζονται από επιρροή από τις εκάστοτε εποχιακές καταστάσεις(όπως π.χ. προσπάθεια ταύτισης της με το Ναζισμό κ.λ.π.) αποκαλύπτοντας την καθαρά κοσμική ηγεσία της, αν και όλες οι ενέργειες της όφειλαν να χαρακτηρίζονται από μία ιδέα εκτός γης, από κάτι που απλά.. θα φάνταζε θεϊκό μπροστά στα εγκλήματα και την ανθρώπινη ματαιοδοξία. Δυστυχώς, η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία δεν έχει να επιδείξει κάποιο τέτοιο στοιχείο στην ιστορική της πορεία.
Ποια είναι όμως η θέση της Ορθόδοξης πίστης απέναντι στα εγκλήματα του Πάπα; Είναι όντως η θρησκεία που ακολουθεί τη σωστή χριστιανική παράδοση απέναντι στην άκρατη παραποίησης της από τον Παπισμό;
Δυστυχώς, η ίδια η ιστορία για ακόμη μία φορά αποδεικνύει ότι μία εκκλησιαστική ηγεσία δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζεται από κοσμικότητα και μόνο(κρατώντας πάντα την ελπίδα για κάποια εξαίρεση). Στην πιο μεγάλη ευκαιρία της Ορθόδοξης εκκλησίας να δείξει την θεϊκή της προέλευσης σε σχέση με τον Παπισμό, η ενέργεια της ήταν ολότελα «παπική».
Το 1438 λοιπόν, όταν η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα(υπέρ της Παπικής εξουσίας από την μία, και κατά αυτής από την άλλη που ήθελαν να αποτινάξουν την παπική καταδυνάστευση) η Ορθόδοξη εκκλησία πήρε το μέρος του Πάπα.
Οι αντι- παπικοί κάλεσαν του Ορθοδόξους στη Σύνοδο της Βασιλείας(1431- 37/ 1448) σε μία προσπάθεια να απελευθερωθούν από την Παπική εξουσία. Από την άλλη, η Παπική εκκλησία κάλεσε την Ορθόδοξη κεφαλή στη Σύνοδο Φεράρας- Φλωρεντίας(υπό τον Πάπα Ευγένιο Δ', 1431- 1447) σε μία προσπάθεια να σώσει την εξουσία της στον δυτικό χριστιανικό κόσμο.
Τότε λοιπόν, η Ορθόδοξη εκκλησία δέχτηκε τη πρόταση του Πάπα και συμμετείχε στη Σύνοδο της Φεράρας- Φλωρεντίας, αφήνοντας αβοήθητους τους χριστιανούς που ήθελαν μία πιο δημοκρατική εκκλησία.
Η κοσμικότητα είναι στοιχείο της εκκλησιαστικής εξουσίας, και ο αναμφισβήτητος μάρτυρας αυτού είναι η ίδια η Ιστορία, οι ίδιες οι ενέργειες των ιερατείων.
Λίγοι χριστιανοί, οι λιγοστοί μοναχοί και ερημίτες ίσως, χαρακτηρίζονται από πνεύμα πίστης και θεϊκής καθοδήγησης.. αφήνοντας κάθε είδους κοσμικότητα να φαντάζει τόσο μικρή. Αφήνοντας τα ίδια τα ιερατεία να φαντάζουν τόσο μικρά στα μάτια των πιστών.