Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

Προς μια κοινωνία της βίας;
Τάσος Γιαννίτσης
Καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών
Φωτογραφία
Ο ΕΙΚΑΣΤΙΚΌΣ ΡΟΝ ΙΝΓΚΛΙΣ ΑΝΑΠΑΡΙΣΤΆ ΤΗ ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΒΊΑ ΣΤΟ ΎΦΟΣ ΤΉΣ ΓΚΕΡΝΊΚΑ ΤΟΥ ΠΙΚΆΣΟ
Η ιστορία του πολιτισμού είναι η ιστορία της βίας στις συλλογικές, στις ατομικές και στις συστημικές της εκφράσεις. Στην πορεία μιας χώρας οι μορφές βίας, ανάλογα με τη φάση, παίρνουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και έχουν διαφορετικά αίτια. Το αφιέρωμα που ακολουθεί επελέγη γιατί σήμερα τα φαινόμενα βίας στην ελληνική κοινωνία φαίνεται ότι όχι μόνο εντείνονται ποσοτικά, αλλά παίρνουν και νέες, πιο προβληματικές, μορφές. Τα άρθρα που περιλαμβάνονται στο αφιέρωμα αυτό κινούνται γύρω από δύο βασικούς άξονες: την κοινωνική- πολιτική έκφραση της βίας και την ατομική βία σε ειδικές εκφράσεις ή μορφές προσέγγισής της.
Η έννοια της βίας δεν είναι ουδέτερη. Μένοντας στο εθνικό επίπεδο, το πώς ορίζει μια κοινωνία τη βία καθορίζεται από τις
κυρίαρχες αξίες, την οργάνωση του τυπικού και άτυπου θεσμικού ρυθμιστικού της συστήματος, τη δομή του κράτους και της πολιτικής εξουσίας. Καθορίζεται, συνεπώς, από τις ισορροπίες και σχέσεις δύναμης που διαμορφώνονται στη συγκεκριμένη κοινωνία, συνεπώς η έννοια της βίας προκύπτει από σχέσεις εξουσίας, άρα βίας. Στο ερώτημα της Αλίκης (στο έργο του Λ. Κάρολ «Πίσω από τον καθρέφτη») «πώς μπορείς να δώσεις τόσο διαφορετικές σημασίες στις λέξεις που χρησιμοποιείς (αφού δεν τις έχουν);» ο Ηumpty Dumpty απαντάει «το ερώτημα είναι ποιος είναι κυρίαρχος- αυτό είναι όλο». Ο κυρίαρχος καθορίζει το περιεχόμενο των λέξεων, των σχέσεων, των κανόνων.
Για παράδειγμα, στις διεθνείς σχέσεις είδαμε- πάντα το βλέπουμε- πως, παρά το θεσμικό πλαίσιο του ΟΗΕ και άλλων διεθνών
συνθηκών, κυρίαρχες δυνάμεις προσδιόρισαν με τον δικό τους τρόπο τις έννοιες και το περιεχόμενο των ενεργειών τους σε αναφορά με κεντρικές ρυθμίσεις της οργάνωσης του διεθνούς συστήματος, όπως τη νομιμότητα μιας βίαιης επέμβασης σε τρίτες χώρες, της σύλληψης, βασανισμού και μακροχρόνιας κράτησης κρατουμένων στο Guantanamo, της αλλαγής συνόρων. Το πώς ορίζεται η βία, οι στόχοι που εξυπηρετεί, τα όρια άσκησής της και οι κυρώσεις (στο επίπεδο του ατόμου ή των φορέων κρατικής εξουσίας) είναι η μισή πραγματικότητα. Η άλλη μισή βρίσκεται σε νόρμες, πρακτικές, αντιλήψεις και συμπεριφορές που βρίσκονται πάνω και πέρα από τον φορμαλισμό του δικαίου, των θεσμών, των κανόνων. Δεν αναφέρομαι στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες στο κοινωνικό σύνολο υπάρχουν αντιθέσεις
και αντιστάσεις (ισχυρές ή αποσπασματικές) απέναντι στον προσδιορισμό του περιεχομένου, των ορίων και των κυρώσεων της βίας. Το τελευταίο αυτό ζήτημα μπορεί να πάρει σημαντικές ή και εξαιρετικά κρίσιμες διαστάσεις οι οποίες, όποτε εμφανίζονται, μπορεί να υποδηλώνουν την αδυναμία συμφωνίας σε θεμελιώδεις ισορροπίες που κάνουν το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα ανθεκτικό και ικανό να κινηθεί σε συνθήκες δυναμικής (αυξητικής) ισορροπίας.
Στο επίπεδο της ελληνικής πραγματικότητας δεν θεωρώ ότι αντιμετωπίζουμε σε ιδιαίτερη ένταση το φαινόμενο αυτό. Αντιμετωπίζουμε όμως πρακτικές, αντιλήψεις και παρεμβάσεις που με ουσιαστικό (και βίαιο) τρόπο παραβιάζουν θεσμούς, κανόνες και αξίες οι οποίες βρίσκονται στην καρδιά του κατοχυρωμένου θεσμικού πλαι
σίου που δεσμεύει τους φορείς της εξουσίας, κυβερνητικούς και άλλους.
Μια κοινωνία (και μια εξουσία) που, για λόγους που όλοι γνωρίζουν, κυριαρχείται από αυξημένη ανεργία και προβληματική προοπτική εισοδήματος για τη νεολαία της, αρχιπελάγη διαφθοράς στους άρχοντες της εξουσίας, εκτεταμένη ανισότητα και φοροκλοπή, συνεχή υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών, του σχολείου, της Δικαιοσύνης, της αστυνόμευσης, των Ενόπλων Δυνάμεων, πολιτική χειραγώγηση κρίσιμων θεσμών, υποκριτική προβολή της έννοιας της αξιοκρατίας ή άνθηση της έννοιας της «διαπλεκόμενης αγοράς», π.χ. στην αγορά εργασίας (αντί της ανοικτής αγοράς), μετατρέπεται από τη φύση της σε γενεσιουργό αίτιο βίας.
Οταν τέτοιες εξελίξεις αποκτούν βάρος, τότε καθορίζουν και τη διαμόρφωση και δυναμική των άλλων πόλων βίας. Οι «άλλοι πόλοι βίας» σχηματίζονται από την αντιφατικότητα και τη σύγκρουση που αναδεικνύεται μεταξύ θεσμών και πραγ
ματικότητας. Σχηματίζονται όταν κυριαρχεί μια πολιτική ή και κοινωνική πραγματικότητα που παραβιάζει βίαια την ισορροπία που οφείλει η ίδια να σεβαστεί και να προστατέψει. Γιατί μια τέτοια βίαιη ή βάναυση παραβίαση αίρει την de facto νομιμοποίηση θεσμών, κανόνων, αξιών, όπως αυτά εκφράζονται στην τυπική τους μορφή. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι στις περιπτώσεις αυτές η βία από τα κάτω έρχεται και συναντά τη βία από τα πάνω, είτε (σπανίως) για να διασφαλίσει τους στόχους που υποτίθεται ότι στοχεύουν οι κανόνες δικαίου, οι θεσμοί, οι αξίες που ισχύουν αλλά κακοποιούνται, είτε (συνήθως) για να επιδιώξει μια άλλη ισορροπία, αφού η προηγούμενη παραβιάστηκε ή ακυρώθηκε από τους φορείς της εξουσίας, ανοίγοντας έτσι ξανά το παιχνίδι.
Οι κίνδυνοι είναι πολύ ορατοί. Οταν αρχίσουν να τίθενται σε κίνηση τέτοιες διαδικασίες βίας, ακολουθούν αλυσιδωτά άλλες μορφές βίας και το συγκρουσιακό στοιχείο κερδίζει χώρο στην κοινωνική πραγματικότητα. Σταδιακά, περνάει και στο πολιτικό πεδίο, με την ενδυνάμωση
δυνάμεων που χρησιμοποιούν επίσης μορφές βίας και σύγκρουσης.
Το ερώτημα είναι πώς ρυθμίζεις όλους εκείνους τους παράγοντες που δημιουργούν ή οδηγούν στη βία, είτε ως δράση είτε ως αντί-δράση. Απ΄ ό,τι φαίνεται, το πρόβλημα θα παίρνει συνεχώς οξύτερες διαστάσεις. Ωστόσο «το πρόβλημα» δεν είναι ένα πρόβλημα. Πίσω από το ένα μπορεί κανείς να βρει ένα απίστευτο σύνολο παραγόντων, επιλογών και συμπεριφορών, που σαν δηλητήριο, σταγόνα σταγόνα, διαβρώνουν όλο και περισσότερο τη φύση της κοινωνίας και τη δημοκρατία μας. Μπορεί να βρει κανείς διαστάσεις οικονομικές, κοινωνικές, θεσμικές, εξωθεσμικές, πολιτικές. Διαστάσεις έμμεσης ή δομικής βίας που έχουν στραπατσάρει ως το κόκαλο τη δημόσια πραγματικότητα, απέναντι στην οποία ούτε η μαζική κοινωνική δυσφορία ούτε το μαζικό μήνυμα της εκλογικής αποχής ούτε η εγκληματικότητα ή άλλοι παράγοντες φαίνεται να αποτελούν φραγμό. Και για να μην ξεχνιόμαστε: το θέμα δεν είναι μόνο πρόβλημα της κυβερνητικής εξουσίας.
Βία και δημοκρατία
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς
Καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών
Φωτογραφία
ΠΊΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΓΚΌΓΙΑ ΜΕ ΤΊΤΛΟ « 3Η ΜΑΪΟΥ 1808» ΕΜΠΝΕΥΣΜΈΝΟΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΚΉ ΑΝΤΊΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΝΑΠΟΛΈΟΝΤΑ
Ολοι αποδοκιμάζουμε τη βία, και μάλιστα «από όπου και αν προέρχεται». Και πώς θα ήταν δυνατόν να είναι διαφορετικά; Η ανθρώπινη συμπεριφορά «πρέπει» να υπακούει σε κανονισμούς που εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο κοινωνικής αρμονίας. Εχοντας εγκαταλείψει τη ζούγκλα των προγόνων του και επιδιώκοντας να υλοποιήσει τις επιθυμίες και τα σχέδιά του μέσα στην κοινωνία, ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να αναστέλλει τις καταστρεπτικότερες τουλάχιστον από τις άμεσες βίαιες παρορμήσεις του. Αυτή άλλωστε είναι, σύμφωνα με τον Φρόιντ, η πεμπτουσία του οποιουδήποτε «πολιτισμού» και της οποιασδήποτε ηθικής.
Πριν όμως να την αποδοκιμάσουμε «από όπου και αν προέρχεται», πρέπει να την ορίσουμε ως «φαινόμενο γένους» που ποικίλλει όχι μόνο ως προς την ένταση, το αντικείμενο και τις συνέπειές του, αλλά κυρίως ως προς τους στόχους που υπηρετεί και τα κίνητρα που το διακινούν. Ετσι, η βία δεν ορίζεται ως συνώνυμη με την οποιαδήποτε άσκηση υλικής δύναμης επάνω σε άτομα δίχως τη θέλησή τους, ούτε είναι ταυτόσημη με τη σκληρότητα, τη βαναυσότητα ή την καταστροφή. Κρίνεται πάντα σε συνάρτηση με την ιδιότητά της ως πολιτιστικά ανεκτής ή ανυπόφορης «μεθόδου δράσης». Και εντάσσεται κατ΄ ανάγκην σε μια ιστορικά μεταβαλλόμενη και αενάως ανασημασιολογούμενη τυπολογία των σχέσεων «μέσων» και «σκοπών».
Με αυτή την έννοια, η ρήση ότι ο «στόχος δεν μπορεί ποτέ να δικαιώνει τα (βίαια) μέσα» δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά υποκριτική. Καμιά κοινωνία δεν είναι σε θέση να αποσυνδέει «όλους» τους σκοπούς από «όλα» τα μέσα και σε κάθε περίσταση. Πάντα θα αναγνωρίζονται «δίκαιες» μορφές βιαίας άμυνας, «δίκαιες» μορφές βιαίας αντιμετώπισης της ανάγκης, «δίκαιες» μορφές βιαίας καταπιεστικής εξουσίας, «δίκαιοι πόλεμοι», άρα και «δίκαιες κολάσεις». Η απόλυτη και αφετηριακή αποδοκιμασία της βίας μπορεί λοιπόν να συντρέχει μόνον ως εύσχημη ρητορεία. Η βία δεν είναι αποδοκιμαστέα «από όπου και εάν προέρχεται», αλλά μόνο αν προέρχεται από «αυτούς» που δεν έχουν «δικαίωμα» να την ασκούν.
Με αυτή την έννοια λοιπόν, η βία δεν είναι διιστορική ηθική απόκλιση, αλλά ιστορική νομική και ιδεολογική κατασκευή. Η «προφανώς δικαιωμένη θεσμική βία», δηλαδή η επίσημη βία (οι μορφές δηλαδή που εντάσσονται στο «νόμιμο μονοπώλιο της βίας»), είναι κατ΄ ανάγκην όχι μόνο παραδεκτή αλλά και αναπόφευκτη. Το ίδιο συμβαίνει με τις ίσου βίαια εκβιαζόμενες μορφές εξαθλίωσης που προκύπτουν από τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς αλλά και τις όχι λιγότερο επώδυνες και καταπιεστικές μορφές «συμβολικής βίας», μέσω των οποίων επιβάλλεται στα κοινωνικοποιημένα άτομα η συμμόρφωση στο κυρίαρχο ιδεολογικό πρότυπο. Στο μέτρο λοιπόν που φαίνεται να υπηρετούνται αναγνωρισμένοι συλλογικοί στόχοι, το ηθικό ζήτημα της σχέσης των μέσων και των σκοπών δεν τίθεται καν για τις μορφές αυτές. Ο κοινωνικός έλεγχος είναι αδύνατος
δίχως άσκηση ή απειλή βίας. Η στέρηση της ελευθερίας των σωφρονιστέων καταδίκων ή υποδίκων, η έξωθεν επιβαλλόμενη αδυναμία επιβίωσης των οκνηρών, ανεπρόκοπων ή άτυχων ανέργων και απόκληρων, η εξ ουρανού πίπτουσα εξόντωση των αλλόδοξων και ανήμπορων (αμάχων και «αθώων», αλλά κατά τεκμήριο βαρβάρων, άρα και «αδιάφορων») κατοίκων του τρίτου κόσμου, ο αναγκαστικός εγκλεισμός των «επικίνδυνων» ψυχασθενών και ναρκομανών σε «καταστήματα» και των επιφυλακτικών κληρούχων σε «στρατόπεδα» και η πειθάρχηση των άτακτων παιδιών ή εφήβων στις επιταγές των συνετών μεγάλων δεν είναι παρά παραδείγματα βιαιοτήτων που ανάγονται στις προφανείς, υποτίθεται, σκοπιμότητες οι οποίες απορρέουν από την ύπατη ανάγκη απρόσκοπτης αναπαραγωγής του κυρίαρχου συστήματος των κοινωνικών σχέσεων (Suprema lex... κτλ. κτλ.). Αν το ξύλο βγαίνει από τον Παράδεισο, η Κόλαση μπορεί υπό προϋποθέσεις να μην νοείται καν ως ξύλο και να εκλογικεύεται ως χάδι. Απομένει η τρέχουσα μορφή υπό την οποία προσλαμβάνεται η βία ως αυθαίρετη,
αθέσπιστη, βλαβερή και «καταχρηστική». Είναι η βία που ασκείται στο πλαίσιο της επιδίωξης άδικων στόχων ή ακόμη και δίχως κανέναν στόχο, είναι η βία που ως «μέσο» δεν μεθοδεύεται από ευγενείς και θεσμικά κατοχυρωμένες σκοπιμότητες και δεν εντάσσεται στα κατεστημένα κανονιστικά πλαίσια που οριοθετούν τις ανεκτές αλληλουχίες μέσων και σκοπών. Η άσκηση μιας τέτοιας βίας ερμηνεύεται «απλώς» σαν απαράδεκτη άρνηση υποταγής στις νόμιμες επιταγές. Αυτή είναι η βία που τρομάζει, αυτή είναι η βία την οποία καλούμαστε να αποδοκιμάζουμε «από όπου και αν προέρχεται».
Η πρόσληψη της βίας δεν μπορεί λοιπόν παρά να είναι πολιτική. Απαράδεκτη είναι μόνο εκείνη η βία που εκφεύγει από τα όρια του νόμου, και μάλιστα ενός νόμου που έχει θεσπιστεί με τους αυστηρούς διαδικαστικούς και ουσιαστικούς όρους που οριοθετούν τα δημοκρατικά πολιτεύματα και τη δημοκρατική εξουσία. Και έτσι, επειδή ακριβώς και στο μέτρο που η δημοκρατική εξουσία δεν «επιτρέπεται» ποτέ να εκτρέπεται σε αυθαιρεσία, ελπίζεται πως η δημοκρατική εξουσιαστική βία θα είναι καθηλωμένη
στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα. Η δημοκρατία δεν στοχεύει στην κατάργηση ούτε της εξουσίας ούτε της εξουσιαστικής βίας αλλά στην τιθάσευση και στον περιορισμό τους στα όρια που προσδιορίζονται από την εκπεφρασμένη γενική βούληση. Η κάθε δημοκρατία έχει λοιπόν τη βία που της αρμόζει.
Οσα προηγήθηκαν εξηγούν τους λόγους για τους οποίους όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες καλούνται να συνυπογράφουν μια άνευ όρων συμβολική αποδοκιμασία της «αυθαίρετης» βίας «από όπου και αν προέρχεται». Αλλά δεν παρέχουν ερμηνείες ούτε για την έξαρση αυτών καθεαυτών των βίαιων συμπεριφορών ούτε για τη διείσδυση της ανοχής ή ακόμη και της ανομολόγητης «συμπάθειας» προς τέτοια φαινόμενα σε ολοένα ευρύτερους κύκλους. Το ζήτημα που τίθεται όμως δεν είναι ηθικό. Είναι καθαρά ιστορικό, πολιτικό και ιδεολογικό. Αν κάτι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, αυτό δεν αναφέρεται στους όρους πρόσληψης αυτής καθεαυτής της εν γένει βίας ως «κακής» ή «ανεκτής», αλλά στον τρόπο με τον οποίο διακρίνεται η νόμιμη δημοκρατική από τη μη νόμιμη, αυθαίρετη βία. Και οι μεταβολές αυτές συνδέονται με μια βαθύτερη μεταλλαγή της ιδεολογικής λειτουργίας τής αυτονόητης μέχρι πρόσφατα «δημοκρατικής αυτοκαταξίωσης». Το πρόβλημα που τίθεται δεν αναφέρεται λοιπόν απλώς στη μεταβολή των όρων της αξιακής διασύνδεσης των «σκοπών» και των «μέσων». Εντάσσεται σε μιαν ευρύτερη ιδεολογική και πολιτική κρίση όπου το νόημα τόσο των «μέσων» όσο και των «σκοπών» αιωρείται σε μια συχνά αδιαπέραστη σημασιακή και αξιακή αχλύ. Αν τα άτομα έχουν γίνει «βιαιότερα», αυτό συμβαίνει επειδή μαζί με την αποδυνάμωση της πολιτικής συναίνεσης γύρω από τη θεμιτή βία μετατοπίζονται και οι μορφές πρόσληψης της αθέμιτης.
Oι λόγοι είναι προφανείς. Είναι η πρώτη φορά που οι εξ ορισμού θερμόφρονες νέοι γνωρίζουν ότι θα υποχρεωθούν να ζήσουν «χειρότερα» από τους γονείς τους. Είναι η πρώτη φορά που η δημοκρατική εκπαίδευση (δημόσια ή ιδιωτική) δεν υπόσχεται πνευματική βελτίωση και ανάταση, αλλά εξασφαλίζει απλώς τη συμμετοχή σε έναν θανάσιμο ανταγωνισμό, στο πλαίσιο του οποίου πολλαπλασιάζονται οι προοπτικές της ατιμωτικής ήττας. Είναι η πρώτη φορά που η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια και το ρίσκο έχουν εγκατασταθεί στον τρέχον «όνομα» των νέων κοινωνιών έτσι ώστε η αγωνία και το άγχος να θεωρούνται πλέον φυσικές και αναπότρεπτες μορφές κοινωνικοποίησης. Είναι η πρώτη φορά που οι πολιτικές εξουσίες λειτουργούν ως δομικά ετερόνομες, θεσμικά ετεροπροσδιορισμένες, πρακτικά ανήμπορες και ηθικά αφερέγγυες. Είναι λοιπόν η πρώτη φορά που τα «ελλείμματα» της δημοκρατίας δεν αναφέρονται μόνο στα κενά της αντιπροσώπευσης του λαού αλλά στα όρια της νόμιμης δράσης της υπέρ αυτού και στο όνομά του. Και γι΄ αυτό ακριβώς η βία μπορεί να εμφανίζεται πάνδημη. Ισως όμως όχι ως μαμμή της ιστορίας αλλά ως νεκροθάφτης της.
Η πολιτική της βίαιης κοινωνικότητητας
Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης
Καθηγητής κοινωνιολογίας στο τμήμα πολιτικής επιστήμης και δημόσιας διοίκησης του πανεπιστημίου Αθηνών
Φωτογραφία
Η δημόσια έμπρακτη εκδήλωση βίαιων προθέσεων, ομάδων ή ατόμων, αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα διότι το ενδεχόμενο της προσβολής της προσωπικότητας προεκτείνεται στο ενδεχόμενο της επιβολής μη αναστρέψιμων ψυχικών, σωματικών ή υλικών βλαβών. Η ατομική άσκηση βίας ως ακραία μορφή προσβολής δεν είναι όμως συνήθως αποτέλεσμα σχεδιασμού, αλλά εμπλοκής. Το ζήτημα αυτό παρουσιάζεται με εντυπωσιακό τρόπο σε ένα αφήγημά του Sir Walter Scott («Τhe Τwo Drovers»), όπου αυτός που δολοφονεί για να υπερασπιστεί την τιμή του σε μια στιγμή εξηγήσιμου θυμού είναι αυτός που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις συνθήκες γλωσσικής επικοινωνίας που επιβάλλει ο αντίπαλός του- γεγονός που ομολογεί ο δράστης στο δικαστήριο με αποτέλεσμα να αθωωθεί στη συνείδηση του δικαστή, αλλά όχι από τον νόμο. Το ζήτημα που θέτει ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Η ψυχολογική εμπλοκή του ατόμου που πρέπει να υπερασπιστεί την τιμή του δεν θεωρείται μοιραία, αλλά συνάρτηση της δυνατότητας να παραγάγει κάποιο γλωσσικό παίγνιο που θα διευρύνει τις πιθανές εκβάσεις μιας παραδοσιακού τύπου συγκρουσιακής κατάστασης.
Είναι αμφίβολο πάντως αν ένας θεωρητικός όπως ο Foucault, ο οποίος θεωρεί τη γλώσσα πηγή επιβολής, θα δεχόταν με ευκολία αυτή την προσέγγιση.
Ηάποψη αυτού του γάλλου φιλοσόφου φέρνει τη βία στο επίκεντρο της σύγχρονης κοινωνίας όπου ο ορθολογισμός, ακόμη και όταν αναφέρεται σε δικαιώματα, είναι δυνατόν να εκτραπεί σε πρακτικές άσκησης βίας προκειμένου να υλοποιηθεί κάποιο σχέδιο αποφυγής υποτιθέμενων απειλών ή προκειμένου να επιτευχθεί η βελτίωσης της κοινωνίας σύμφωνα με κριτήρια κάποιων που κατέχουν εξουσία και επιμένουν στην άσκησή της. Θα μπορούσε όμως κανείς να επιχειρηματολογήσει ότι αυτές οι εικόνες της πραγματικότητας, είτε συνδέονται με καταστάσεις θυμού είτε με καταστάσεις εξύφανσης ψυχρών σχεδίων αυτών που πιστεύουν σε ακραίους ρασιοναλιστικούς μύθους, ανάγονται στα ιστορικά ανακυκλούμενα εγγενή βίαια στοιχεία της κοινωνίας. Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι έδωσαν όμως μια διαφορετική διάσταση σε αυτή την άποψη περί εγγενούς ροπής των κοινωνιών προς τη βία: έθεσαν στο επίκεντρο των αναλύσεών τους την υπόθεση ότι η διάψευση προσδοκιών αποτελεί τη βασική αιτία επιθετικότητας. Το κατά πόσο όμως η πρόθεση ή το φαντασιακό της βίας που μπορεί να τροφοδοτεί την επιθετικότητα πράγματι μετατρέπεται σε έμπρακτη άσκηση βίας παρέμενε ένα ανοικτό ερώτημα που άρχισε τελευταία να απαντιέται βάσει κοινωνιολογικών παρατηρήσεων.
Ενας μεγάλος αριθμός ερευνών έδειξε ότι αυτοί που με ευκολία εκδηλώνονται βίαια αποτελούν μικρά τμήματα του πληθυσμού. Εντυπωσιακή ήταν η παρατήρηση ότι ακόμη και στην κατάσταση των μαχών των πολέμων, ένα μικρό μόνο ποσοστό, που δεν ξεπερνά το 25%, ασχολείται με τη θανάτωση του αντιπάλου. Σε αντίθεση με αυτό που
βλέπουμε στα πολεμικά έργα, οι πολλοί επιδίδονται σε ασυντόνιστες ενέργειες που δηλώνουν μάλλον τη διάθεση αποφυγής της βίας. Οπως τονίζει και ο Randall Collins στο τελευταίο του βιβλίο, αντίστοιχες παρατηρήσεις μπορούμε να κάνουμε και στην περίπτωση των διαδηλώσεων που εξελίσσονται σε βίαια επεισόδια ή στη βία που αναπτύσσεται στα γήπεδα. Φαίνεται πως αυτοί που εκδηλώνονται βίαια χωρίς να έχουν ανάγκη τα πραγματικά ή φανταστικά υποστηρικτικά βλέμματα ατόμων ή τμημάτων της κοινωνίας είναι ποσοστιαία ελάχιστοι. Αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση των στυγνών δολοφόνων: ούτε αυτοί μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς ηθική υποστήριξη. Ο ελληνοαμερικανός κοινωνιολόγος Ανδρέας Παπαχρήστος έχει δείξει ότι οι φόνοι που διαπράττονται από δολοφόνους που ανήκουν σε συμμορίες διαμορφώνονται με ποικίλους τρόπους, ανάλογα με την εξέλιξη κοινωνικών δικτύων και τη θέση των μελών των συμμοριών σε αυτά. Οι μελέτες του Στάθη Καλύβα έδειξαν ότι στην περίπτωση των εμφυλίων πολέμων η βία που ασκείται μεταξύ τμημάτων του κοινωνικού σώματος εξαρτάται τόσο ως προς την ένταση όσο και ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, από τη δομή των κοινωνικών δικτύων που συνδέουν τους μάχιμους με τον άμαχο πληθυσμό. Σύμφωνα με τις εμπειρικές αναλύσεις του Καλύβα, οι ένοπλες οργανώσεις δίνουν λιγότερο βάρος στη στρατολόγηση ανταρτών και περισσότερο στη δημιουργία δικτύων υποστήριξης. Επομένως ακόμη και στην περίπτωση πολεμικών αντιπαραθέσεων όπου τίθεται ζήτημα στρατολόγησης, η βία για να εκδηλωθεί προϋποθέτει την κοινωνική υποστήριξη αυτών των πολύ λίγων
ποσοστιαία ατόμων που είναι διατεθειμένα να μετατρέψουν την επιθετικότητά τους σε υλικό αποτέλεσμα. Η πολιτική, ως παίγνιο που αποσκοπεί στην αναδιάταξη των ευκαιριών των μελών της κοινωνίας, προσβλέπει πολύ συχνά σε μια τέτοιου είδους κοινωνικοποίηση της βίας των λίγων με το να τους παρέχει, μέσω της κινητοποίησης των πολλών, την έμπρακτη απόδειξη, ή τουλάχιστον την ένδειξη, της κοινωνικής αποδοχής των ασύστολων εκδηλώσεων. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι αποτέλεσμα τακτικής και καιροσκοπισμού. Μπορεί όμως να έχει στρατηγική σημασία, όπως στην περίπτωση του εξαγνισμού της επαναστατικής βίας με στόχο την καθιέρωση νέων κοινωνικών και πολιτικών ιεραρχιών.
Είναι γνωστό με βάση πληθώρα ιστορικών παραδειγμάτων ότι η κοινωνικοποίηση στην κατεύθυνση της ανοχής και υποστήριξης βίαιων μειονοτήτων αποτελεί τη βάση πολλών ριζικών κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών. Θα πρέπει εντούτοις σε αυτό το σημείο να τονιστεί ότι η στρατηγική της βίας, υπό την έννοια της πολιτικής κοινωνικοποίησης της βίας, είναι κάτι το τελείως διαφορετικό από την αυθόρμητη βίαιη δράση σχετικά μικρών ομάδων, η οποία ενδεχομένως πρόσκαιρα και αυθόρμητα υποστηρίζεται από σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Υπό κανονικές συνθήκες, τα δημοκρατικά καθεστώτα ανέχονται, παρά τα φαινόμενα ηθικού πανικού, την αυθόρμητη και ως εκ τούτου παροδική βία, ενώ δεν ανέχονται την πολιτική στρατηγική της κοινωνικοποίησης προς τη βία. Οι διαρκείς και όχι οι παροδικές, έστω και συχνές, εκδηλώσεις
βίας είναι άλλωστε αυτές που υπονομεύουν τους πολιτισμούς. Ο κάθε πολιτισμός στηρίζεται σε μηχανισμούς αναστολής της εξωτερίκευσης της επιθετικότητας- όπως υποστηρίζει ο Νorbert Εlias- ή στην τελετουργική ρύθμιση της βίας, όπως γνωρίζουμε από την ιστορική ανθρωπολογία. Ο πολιτισμός όμως δεν είναι δυνατόν να αφαιρέσει από τις διαδικασίες συγκρότησής του τις διαδικασίες πρόσκαιρης κατάρρευσής του, που πολλές φορές λειτουργούν σαν εκτονωτικές, οιονεί τελετουργικές, εξεγερτικές πρακτικές.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα γεγονότα της Αθήνας του Δεκεμβρίου 2008, που τόσο εντυπωσίασαν την κοινή γνώμη, αποτέλεσαν μια εκδοχή ενός τέτοιου τελετουργικού της εξέγερσης στο πλαίσιο του οποίου βίαιες μειονότητες συνδέθηκαν πρόσκαιρα με το φαντασιακό των θυμωμένων φιλήσυχων πολιτών που παρείχαν την ιδεολογική νομιμοποίηση. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι και η βία που ασκούν μικρές ομάδες, που προέρχονται από τους κόλπους της αστυνομίας, υπόκειται σε ανάλογους μηχανισμούς σύνδεσης μεταξύ μειονοτικών ομάδων και ευρύτερων ομάδων ανοχής και υποστήριξης, οι οποίοι προφανώς εμφανίζονται για διαφορετικούς λόγους και βάσει διαφορετικών συμβολικών αναφορών. Τα τελετουργικά της εξέγερσης- κατά τον Gluckman, ο οποίος εισήγαγε τον όρο Μax - αποκαθιστούν τις ισορροπίες της συμβατικής ζωής μέσα από μια μικρής διάρκειας συμβολική εκδήλωση θυμού εναντίον κάποιας εξουσίας. Στην περίπτωση των γεγονότων της Αθήνας το συμβολικό στοιχείο συνδεόταν με ισχυρές μυθολογικές αναπλάσεις της πραγματικότητας που μπορούσαν να τροφοδοτηθούν από την αδιαμφισβήτητη δράση βίαιων μειονοτήτων. Ενισχύθηκε επίσης από τη διαδικασία επεξεργασίας πένθους για ένα τραγικό γεγονός θανάτου ενός εφήβου από σφαίρα αστυνομικού. Τα γεγονότα δημιούργησαν όμως επιπλέον προϋποθέσεις ανάπτυξης βίαιων πολιτικών μειονοτήτων οι οποίες τείνουν να στραφούν σε πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις, ή ακόμη προς την τρομοκρατία. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα όταν η ένταση κοπάζει λίγο μετά την κορύφωση των γεγονότων, αυτές οι πολιτικές μειονότητες αισθάνονται ότι οι ευκαιρίες που παρέχουν η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα μειώνονται. Η κοινωνική απομόνωση που προέρχεται από τη ραγδαία εξασθένιση της υποστήριξης της πλειονότητας των πολιτών μετά το τέλος του δράματος και η μεταστροφή προς περισσότερο ήρεμους και απομυθοποιητικούς λόγους εντείνουν την περιθωριακότητά τους, τουλάχιστον ώσπου να βρεθεί η επόμενη ευκαιρία κοινωνικής αποδοχής βίαιων εκδηλώσεων. Οι διακυμάνσεις των δημόσιων εκδηλώσεων βίας, όσο και αν αυτό φαίνεται παράξενο, εξαρτώνται στις περισσότερες περιπτώσεις από τις διακυμάνσεις του θυμικού των μη βίαιων, και όχι από τις διακυμάνσεις του θυμικού των βίαιων προσωπικοτήτων.


Από τη βία στη δημοκρατία
Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου
Αναπλ. καθηγητής στο τμήμα νομικής του πανεπιστημίου Αθηνών
Φωτογραφία
Η ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΤΗΣ ΒΊΑΣ ΠΟΥ ΕΦΆΡΜΟΣΕ Η ΕΤΑ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΉ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ ΚΙΝΉΘΗΚΑΝ ΠΆΝΤΑ ΣΕ ΑΣΎΜΠΤΩΤΕΣ ΕΥΘΕΊΕΣ
Η εννοια της βίας μοιάζει να προέρχεται από ένα αρχαϊκό ηθικό και πολιτικό λεξιλόγιο. Αυτή ίσως να είναι η βασική αιτία που καθιστά την έννοια αυτή σκοτεινή, δύστροπη και ανθεκτική στις απόπειρες της θεωρίας να την εντάξει σε κάποια εννοιολογική ομαλότητα. Είναι σαν να θέλει να περιγράψει φαινόμενα επίφοβα και αποκρουστικά για τα οποία δεν έχει προλάβει να αρθρώσει έναν πλήρη ηθικό και πολιτικό λόγο, μια ολοκληρωμένη εξήγηση και μια σαφή καταδίκη. Η βία δεν είναι μόνο μια μεταβατική έννοια, αλλά και μια έννοια που προδίδει την ηθική και πολιτική μας ατέλεια.
Μερικές φορές η έννοια αυτή ξεπροβάλλει με μεγάλη καθαρότητα, όπως, για παράδειγμα, όταν ο ιεραπόστολος Μπαρτολομέ δε λας Κάσας καταγγέλλει τον τρόπο μεταχείρισης των ιθαγενών από τους ισπανούς αποίκους των Δυτικών Ινδιών. Αλλοτε πάλι μένει κανείς με την εντύπωση ότι η βία είναι σαν τη φωτιά που κανένας δεν θέλει να κρατήσει στην παλάμη του, αλλά και κανένας δεν επιθυμεί να σβήσει για τη στιγμή που θα μπορούσε να τη χρειαστεί. Στη θεωρία του δικαίου πολέμου δεν ήταν πάντοτε όλοι οι συγγραφείς υπέρμαχοι της ειρήνης. Στο έργο, για παράδειγμα, του προτεστάντη ιταλού πολιτικού φιλοσόφου Αλμπερίκο Τζεντίλι- που διέφυγε κυνηγημένος από τους παπικούς στην Αγγλία- μια κλασική ρωμαϊκή παράδοση αναζωογονείται. Δίκαιο μπορούν να έχουν και οι δύο εμπόλεμες πλευρές. Για την όμορη χομπσιανή προσέγγιση η βία είναι σαν μια φυσική βαλβίδα που πρέπει να ανοίγει για να επέρχεται ισορροπία. Για ορισμένους λοιπόν η βία αποτελεί την κρυφή υφή της φυσικής εξέλιξης του κόσμου και αναγκαίο παρακολούθημα της επιθυμίας του ανθρώπου για επικράτηση. Για άλλους όμως η βία είναι ένα μεγάλο κακό που πρέπει να καταπολεμηθεί και να περιορισθεί στο ελάχιστο δυνατό. Κάποιοι πάλι λένε ότι εκείνοι που καταγγέλλουν τη βία αποβλέπουν εν τέλει στην αποτροπή της πολιτικής, στο φίμωμα της αντιπαράθεσης. Μια παράδοση σκέψης από τον Σορέλ μέχρι τον Φανόν αντιλαμβάνεται τη βία ως καθαρτήρια δύναμη που επαναφέρει τον φυσικό ρυθμό και ανανεώνει τα νεκρά κύτταρα μιας συμβατικής μορφής ζωής. Η βία ως ποιητική μεταφορά δεν θα πρέπει όμως να μας παρασύρει σε μια αισθητικοποίηση της πολιτικής βίας.
Ηβία αναδύεται όπου υπάρχει σύγκρουση και ανισορροπία σε όλη τη μεγαλοπρεπή της ωμότητα- και στην ψυχή και στην πόλη. Η βία εμφιλοχωρεί και στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, όχι μόνο γιατί το κράτος έχει, όπως λέμε, το «μονοπώλιο της βίας» αλλά και γιατί είναι νοητό ακόμη και τα όργανα ενός δημοκρατικού κράτους να καταχρώνται την εξουσία που τους έχει δοθεί. Βία, αν και άρρητη συνήθως, ενυπάρχει επίσης στην πίεση της κοινωνίας για προσαρμογή, βία συντρέχει στην αφομοίωση της ατομικής συνείδησης από τα μεγάλα συστήματα πίστεως, θρησκευτικά, πολιτισμικά, πολιτικά.
Η βία αναφέρεται πρώτα από όλα στην
τρωτή και εύθραυστη φύση μας και ίσως εδώ να οφείλεται η αρχαϊκότητα της έννοιας. Κάποια πράγματα είναι πάντως ενδεχόμενο να συμβούν: η αιφνίδια λύπη, η απογοήτευση, η απελπισία, ο πόνος, ο τρόμος, ο θάνατος. Αυτού του είδους η αναπόφευκτη «βία» είναι εγγεγραμμένη στο λογισμικό της ζωής μας. Μπορούμε όμως να αναζητήσουμε προστασία έναντι των κινδύνων που προέρχονται από τους άλλους- μέσα και έξω από την πόλη- και που υπονομεύουν ή πλήττουν τη δυνατότητα να ορίσουμε τη ζωή μας αυτόνομα. Υποθέτουμε βέβαια ότι κανένας δεν έχει το δικαίωμα να μας αφαιρέσει τη ζωή και την ελευθερία να τη διαμορφώσουμε όπως επιθυμούμε. Αλλά γιατί να το υποθέτουμε αυτό; Η Ιστορία δείχνει ότι η αξία της ζωής και η ελευθερία διαμόρφωσής της δεν μας δίνονται δωρεάν. Κάποιος άλλος μπορεί να χρειάζεται τη ζωή και ελευθερία μας,
όπως οι ισπανοί άποικοι τη ζωή και την ελευθερία των ιθαγενών. Η βία θα προκύψει όταν υπάρχει ασυμφωνία για τα βασικά και παρεπόμενα αγαθά, την ίδια τη ζωή αλλά και όσα απαιτούνται για την ελευθερία διαμόρφωσής της. Στις κλασικές θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου (Χομπς, Ρουσό, Καντ) η ανασφάλεια αυτή εξηγεί και θεμελιώνει γιατί συνασπιζόμαστε και συγκροτούμε μαζί με τους άλλους μια πολιτική κοινότητα αμοιβαίας προστασίας και βοήθειας. Η πολιτική αυτή κοινότητα πρέπει να βασίζεται στο δίκαιο και να έχει τη δύναμη να το επιβάλλει. Η συμμετοχή μας σε μια πολιτική κοινότητα αμοιβαίας προστασίας και συνδρομής μάς δίνει την απαραίτητη ασφάλεια που δεν θα είχαμε έξω από αυτήν.
Το περιεχόμενο της ζωής υπόκειται ωστόσο σε πολλές διαβαθμίσεις και η προστασία και μόνο από τον βίαιο θάνατο ίσως
να μην είναι επαρκής για να θεμελιώσει την υπαγωγή μας στην εξαναγκαστική δύναμη του κράτους. Εκτός από την ασφάλεια χρειαζόμαστε ελευθερία και δικαιοσύνη για να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε τη ζωή μας με έναν τρόπο που δεν θα την καθιστά υποχείριο ή όμηρο αλλότριας βούλησης, συλλογικής ή ιδιωτικής. Η άσκηση βίας συνιστά ουσιαστική υπονόμευση αυτής της δομικής δυνατότητας και για αυτό τον λόγο άλλωστε θεωρούμε ότι συγγενεύει με την απάτη και την απειλή.
Πέρα από την ωμή βία η συσχέτιση με τους άλλους ενδέχεται να μας εμπλέκει σε πιο υπόρρητες μορφές εξάρτησης. Αυτή η σιωπηρή, χειρουργική βία δεν μας νομιμοποιεί φυσικά να αμυνθούμε, όπως θα δικαιούμασταν αν κάποιος ασκούσε φυσική βία επάνω μας. Το δικαίωμα άμυνας και συνδρομής (από το κράτος κυρίως) το έχουμε όταν κάποιος τρίτος επιτίθεται στα θεμελιώδη αγαθά μας. Δεν το έχουμε γενικά απέναντι σε ό,τι (πιστεύουμε ότι) περιορίζει την ελευθερία μας και προφανώς δεν το έχουμε απέναντι στο δημοκρατικό κράτος που εγγυάται την ελευθερία μας. Αντί για δικαίωμα άμυνας διαθέτουμε εδώ ένα δικαίωμα (συνοδευόμενο από μια ουσιαστική δυνατότητα) συμμετοχής, μια ισότιμη φωνή στη διαμόρφωση του κοινωνικού και πολιτικού πλαισίου.
Με την εκχώρηση της προπολιτικής ελευθερίας να κάνουμε ό,τι θέλουμε, εξαγοράζεται η ασφάλειά μας, με την ανάκτηση ισότιμης πολιτικής συμμετοχής εξασφαλίζεται ο έλεγχος της εξουσίας και των σκοπών της. Αντιλαμβανόμαστε ότι κεντρική νομιμοποιητική θέση στην αναζήτηση αυτή παίζει η έννοια της δημοκρατίας. Είναι η έννοια που εξημερώνει τη βία, συνδέοντάς την με τον πολιτικό λόγο και συστοιχίζει την κρατική δύναμη εξαναγκασμού με το δικαίωμα του πολίτη να συνδιαμορφώνει τους σκοπούς και τις διαδικασίες της εξουσίας. Οπως όμως μας διδάσκει η περίπτωση της Βαϊμάρης, η δημοκρατία χρειάζεται και αυτή προστασία. Οι ατέλειές της δεν επιτρέπεται να ερμηνεύονται εις βάρος της ως επίθεση στους πολίτες. Για αυτό τον λόγο η πολιτική ανυπακοή μόνο οριακά και στιγμιαία είναι νοητή και μάλιστα ως θεσμός υποστήριξης, όχι υπονόμευσης της δημοκρατίας.
Εν τέλει μόνο από τη δημοκρατία μπορούμε να προσδοκούμε ουσιαστική και εις βάθος ειρήνευση ανάμεσα στους πολίτες και ανάμεσα στους λαούς. Το πρόβλημα της βίας είναι όχι μόνο η οδύνη και αδικία που προκαλεί η εκδήλωσή της αλλά και η τυφλότητα των μελλοντικών αποτελεσμάτων της. Οπως έχει τόσες και τόσες φορές παρατηρηθεί, η βία παράγει βία, οδηγώντας στην εμπέδωση της αδικίας και της ανευθυνότητας. Η δημοκρατία αντίθετα στηρίζεται στην ιδέα ότι οι διαφορές ανάμεσα σε ατομικά και συλλογικά υποκείμενα μπορούν να εναρμονισθούν με τον λόγο, άλλοτε πιο νηφάλια και άλλοτε πιο μαχητικά. Η δημοκρατία μπορεί να μας βοηθήσει να εξέλθουμε από την «αρχαϊκή» αντίληψη της πολιτικής ως σύγκρουσης και να επινοήσουμε ηθικότερους τρόπους διαλόγου και επικοινωνίας στην πόλη.

Μορφές βίας, λεκτικές και άλλες
Αριστείδης Μπαλτάς
Καθηγητής του ΕΜΠ
Η συζήτηση για το αν, κατά τους πρώτους στίχους του Εθνικού Υμνου, η Ελευθερία «μετράει τη γη» βίαια ή βιαστικά δεν στάθηκε καθόλου, όσο τουλάχιστον την παρακολούθησα, στο γεγονός ότι βία και βιασύνη συνδέονται στενά. Ακόμη και χωρίς να προστρέξουμε στην ετυμολογία, διαπιστώνουμε εύκολα ότι η λέξη «βιάζομαι», για παράδειγμα, μπορεί να σημαίνει είτε ότι επείγομαι, σπεύδω, είμαι βιαστικός είτε ότι υπόκειμαι σε βιασμό. Μολονότι στον προφορικό λόγο τείνουμε να διακρίνουμε τις δύο σημασίες τονίζοντας τη λέξη διαφορετικά (β-ιά-ζομαι στην πρώτη περίπτωση, βι-ά-ζομαι στη δεύτερη), η στενή συνάφεια παραμένει. Θα ισχυριζόμουν μάλιστα ότι η σχέση μεταξύ των δύο είναι εννοιολογικά ετεροβαρής: η βιασύνη υπόκειται στη βία και όχι το αντίστροφο. Θέλω να πω πως όταν επείγομαι ή σπεύδω, όταν είμαι βιαστικός, ασκώ μια μορφή βίας στο ίδιο μου το σώμα. Του επιβάλλω ρυθμούς κίνησης εντονότερους από τους κανονικούς, ρυθμούς βεβιασμένους που επιστρατεύονται για να αντιμετωπίσουν το επείγον, παραβλέποντας τις λογής αστοχίες που κατά κανόνα συνάδουν με τη βιασύνη. Θα μπορούσαμε επομένως να ισχυριστούμε ότι, ενόσω «μετράει τη γη», η Ελευθερία δεν ασκεί μόνο τη βία της «τρομερής κόψης» του σπαθιού της ενάντια στους αντιπάλους της. Ασκεί επιπλέον βία και στον ίδιο της τον εαυτό γιατί οι καιροί δεν μπορούν πλέον να περιμένουν, γιατί η ίδια επείγεται. Οι δικές της «αστοχίες» στην Τριπολιτσά και αλλού απορρέουν από αυτή τη βία-βιασύνη.
Oι παρατηρήσεις αυτές δεν διεκδικούν φιλολογική επάρκεια. Θέλουν απλώς να επισημάνουν ότι η βία παρουσιάζεται με πολλές μορφές. (Βλ., για παράδειγμα, Socialist Register 2009: Violence Τoday) Και αν η βία που αποδίδουμε στα υπόλοιπα ζώα (στοιχείο της οποίας είναι και η βιασύνη που επιδεικνύουν κυνηγώντας ή κυνηγούμενα) συνδέεται αποκλειστικά με τις ανάγκες επιβίωσής τους, για όντα που διαθέτουν γλώσσα και τις σωματικές εκφράσεις που συμπλέκονται μαζί της, οι μορφές βίας, όχι μόνο μπορεί να αποβλέπουν σε στόχους διαφορετικούς από την απλή επιβίωση, αλλά και πολλαπλασιάζονται στο έπακρο. Με άλλα λόγια, βία δεν είναι μόνο ο φόνος, το βασανιστήριο, το χαστούκι, η σωματική καταδυνάστευση του άλλου ή η εμπρόθετη καταστροφή πραγμάτων. Μορφή βίας είναι και η βρισιά, η αναίδεια ή η ύβρις, όπως και οι ποικίλες εκφράσεις του θυμού. Επιπλέον, μορφή βίας μπορεί να αποτελέσει ένα απλό ανασήκωμα φρυδιού, ένα παγερό χαμόγελο, μια περιφρονητική κίνηση χεριού, ένα ύφος ομιλίας, ένας τόνος φωνής, μια διακοπή της ροής του λόγου, ένα διάστημα σιωπής, μια ειρωνική αποστροφή, ένα σαρκαστικό σχόλιο. Συνάγεται πως προτροπές του τύπου «καταδικάστε απερίφραστα τη βία από όπου και αν προέρχεται» αποτελούν ανοησία κατά κυριολεξία.
Η περισσότερο διαδεδομένη μορφή βίας είναι βεβαίως η λεκτική. Για όντα
προικισμένα με γλώσσα, δηλαδή όντα που δεν κινούνται μόνο με το ένστικτο, ίσως αυτή είναι η βία-μητέρα, η μορφή βίας από την οποία απορρέουν, με τον έναν ή άλλον τρόπο, όλες οι άλλες. Ενα ενδιαφέρον πλαίσιο για την κατανόηση του φαινομένου παρέχει η θεώρηση του φιλοσόφου Τζ. Λ. Οστιν. (Τζ. Λ. Οστιν,Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις, μτφρ. Αλέξανδρος Μπίστης, Εστία 2003.) Κατά τη θεώρηση αυτή, η γλώσσα ενέχει πάντοτε μια καίρια επιτελεστική λειτουργία. Με τη γλώσσα δεν λέμε απλώς, αλλά και κάνουμεπράγματα. Στηριζόμενη κριτικά σε αυτό το πλαίσιο, η Τζ. Μπάτλερ αναλύει το πώς και το γιατί η γλώσσα μπορεί
να θίξει- και να θίξει μύχια, το πώς και το γιατί η γλώσσα μπορεί να πληγώσει κατά οιονεί σωματικό τρόπο (Judith Βutler, Εxcitable Speech, Routledge 1997). Αυτές είναι μορφές λεκτικής βίας που κάποτε γίνονται κυριολεκτικά αφόρητες, δηλαδή τείνουν να προκαλέσουν ευθέως τη βίαιησωματικήαπόκριση.
Αυτές οι σκέψεις μου γεννήθηκαν παρακολουθώντας πολλά κεντρικά δελτία ειδήσεων και αρκετές «ενημερωτικές» εκπομπές της τηλεόρασης τόσο την περίοδο του «άρθρου 16» όσο και αναφορικά με τα γεγονότα του περασμένου Δεκέμβρη. Διαπίστωσα τότε, μαζί με πολλούς άλλους, ότι οι συναφείς τηλεοπτικοί
μαέστροι ασκούσαν απροκάλυπτα ποικίλες μορφές λεκτικής βίας εις βάρος δικών τους «προσκεκλημένων». Ειδικά εκείνων που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να διατυπώσουν, στο πλαίσιο του ήδη ασφυκτικού τηλεοπτικού χρόνου, μια διαφοροποιημένη πληροφορία, μια απλή ένσταση ή την περίληψη μιας σκέψης που αντέβαινε σε όσα ήθελε να επιβάλει κάθε φορά ο διαχειριστής της μπαγκέτας. Το φαινόμενο πήρε συχνά τόσο ακραίες διαστάσεις ώστε να μου δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι δυνάμει διαφωνούντες προσκαλούνται στο δελτίο ειδήσεων ή στην «ενημερωτική» εκπομπή επί τούτω. Δηλαδή μεσκοπόνα αποτελέσει ο καθένας εύκολο θύμα ενός λεκτικού πολέμου, θύμα που δεν μπορεί να αμυνθεί ούτε στοιχειωδώς, αφού τον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο διαχειρίζεται ανεξέλεγκτα ο διευθύνων τη «συζήτηση». Η αποτύπωση στο πρόσωπο του θύματος της αναπόφευκτης ήττας, όπως την αποδίδει πιστά η τηλεοπτική εικόνα, αποβαίνει έτσι ακαταμάχητο πειστήριο του πόσο αδιαμφισβήτητες είναι οι «απόψεις» του εκ των προτέρων «νικητή».
Αν δεν υπερβάλλω, αν έτσι έχουν λίγο πολύ τα πράγματα, τότε προκύπτει αβίαστα ότι η «ενημερωτική» διάσταση της τηλεόρασης ανάγεται συχνά στα καθ΄ ημάς σε ανεξέλεγκτο μηχανισμό λεκτικής βίας, δηλαδή βίαςtout court. Και αν ισχύει το συμπέρασμα, τότε ο κεντρικός ρόλος που έχει αποκτήσει η τηλεόραση στα πολιτικά πράγματα καθιστά τον εν λόγω μηχανισμό ιδιαίτερα επικίνδυνο. Το γιατί είναι προφανές. Οσο περισσότερα και όσο πιο διαφορετικά είναι τα θύματα της τηλεοπτικής λεκτικής βίας τόσο ο ματαιωμένος θυμός που αυτά αισθάνονται διασπείρεται. Και όσο ένας τέτοιος θυμός δεν μπορεί να εκφρασθεί έλλογα στο κυρίαρχο επίπεδο ακροαματικότηταςαφού κάθε ουσιαστικός αντίλογος είτε έχει αποβληθεί προκαταβολικά από την τηλεόραση είτε έχει καταστεί θύμα των μαέστρων της- τόσο ο θυμός θα αναζητεί διεξόδους που δεν θα είναι πάντοτε απλώς λεκτικές.
Τούτη τη δύσκολη εποχή η βία φαίνεται να διαδίδεται και να γενικεύεται. Ωστόσο τα παραπάνω δεν θέλουν να υπονοήσουν ότι η τηλεόραση αποτελεί την αποκλειστική ή καν την κύρια πηγή μιας τέτοιας διάδοσης και γενίκευσης. Θέλουν απλώς να υπογραμμίσουν ότι ο μηχανισμός λεκτικής βίας που συχνά συνιστούν τα δελτία ειδήσεων και οι «ενημερωτικές» εκπομπές δεν είναι εν προκειμένω καθόλου άμοιρος ευθυνών. Και αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε εκείνο το «από όπου κι αν προέρχεται» που καθιστούσε την προτροπή που αναφέραμε ανόητη μετασχηματίζεται σε κάτι συγκεκριμένο και άρα νοηματικά επαρκές. Θέλω να πω πως η προτροπή βρίσκει συγκεκριμένο αντικείμενο- όχι το αποκλειστικό, ίσως ούτε το κύριο- και μπορεί να γίνει: «Καταδικάστε απερίφραστα τη βία που ασκούν πολλά δελτία ειδήσεων και αρκετές “ενημερωτικές” εκπομπές της τηλεόρασης».

Βίος και βία (είναι λέξεις ομόρριζες)
Φωτεινή Τσαλίκογλου
Καθηγήτρια στο Πάντειο πανεπιστήμιο
Rien de plus myst rieux que la clarte Ρaul Valéry
Η ψυχολογία δέχεται την ύπαρξη μιας «οργανωτικής» βίας απαραίτητης για τη ζωή και την οργάνωση του αναπτυσσόμενου ψυχικού κόσμου. Δεν μπορεί να υπάρξει γέννηση σκέψης και λόγου χωρίς τη συνδρομή μιας τέτοιας βίας.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα από τις πρώτες ήδη στιγμές της ζωής εκτός από το αρχικό τραύμα της γέννησης είναι: η βία στους μηχανισμούς ταύτισης (παίρνω κάτι δικό σου και το κάνω δικό μου), η βία που απαιτεί η ψυχική διαφοροποίηση και ο αποχωρισμός από τη συμβιωτική σχέση με τη μητέρα, η βία που απαιτείται για την απαγόρευση της αιμομειξίας, η βία κατά την εγκατάσταση των κοινωνικών και πολιτισμικών θεσμών, για την οποία διεξοδικά ο Φρόιντ ομιλεί στο έργο του «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας». Ενδεικτική είναι η βία των τελετουργιών μύησης που στους πρωτόγονους λαούς εξασφαλίζουν το πέρασμα από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή. Οι εκφάνσεις οργανωτικής βίας δεν σχετίζονται με την παθολογική βία που είναι παγιδευμένη στην αποδιοργάνωση, στην καταστροφικότητα και τον θάνατο.
Ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης στο έργο του «Πέραν της αρχής της ηδονής» το 1923, έχοντας ήδη καταρρίψει δύο θεμελιώδη ταμπού, της σεξουαλικότητας και της αυτονομίας της συνείδησης, θα οδηγηθεί σε μια τρίτη θέση-«σκάνδαλο», την πιο αμφιλεγόμενη από όλες τις θέσεις του: την αποδοχή της ενόρμησης του θανάτου σαν μιας πρωτογενούς και αδιαίρετης ενόρμησης.
Μια «απαισιόδοξη» θεωρία που δεν είναι άμοιρη της εποχής της και των γεγονότων ζωής που βίωσε ο δημιουργός της καθώς ο Φρόιντ όταν διατύπωνε αυτή τη θεωρία ζούσε την εμπειρία ενός καταστροφικού πολέμου, την απώλεια του αγαπημένου εξάχρονου εγγονού του Χάινελε λίγο μετά τον θάνατο της κόρης του Σοφίας.
«Ο στόχος του Ερωτα είναι να εγκαθιδρύει πάντοτε όλο και μεγαλύτερες ενότητες, δηλαδή να διατηρεί: Ο στόχος, αντιθέτως, της άλλης ενορμήσεως είναι να διαρρηγνύει τις σχέσεις, επομένως να καταστρέφει». Η ανελέητη πάλη ανάμεσά τους σφραγίζει ανεξίτηλα την ύπαρξή μας. Η σημασία μιας τέτοιας θεώρησης παρά τις ενστάσεις (επιστημολογικές και μη) που προκαλεί έγκειται στο ότι η βία παύει να είναι κάτι εξωτικό, εκεί- πέρα- μακριά, αλλά κάτι εδώ, κοντά- μέσα- μας. Μας παροτρύνει να συλλογιστούμε ότι οι στάσεις μας απέναντι στο φαινόμενο βία, αν έχουν μια τέτοια φόρτιση και εμπάθεια, αν επισύρουν με τέτοια ευκολία καταγγελτικούς ή νομιμοποιητικούς λόγους, αν αθωώνουν ή δαιμονοποιούν, αν χάνεται η απόσταση ανάμεσα σε εμάς και τον λόγο μας όταν ο λόγος αυτός αφορά τη βία, είναι γιατί μέσα μας εδράζεται αυτή η ενόρμηση.
Η επιστημονική σκέψη σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα στην προσπάθειά της
να συλλάβει τη βία ως ατομικό φαινόμενο δεν κατάφερε να ξεπεράσει επιστημολογικά και ιδεολογικά αδιέξοδα. Βασικό κατ΄ εμέ εμπόδιο υπήρξε ο θετικιστικός προσανατολισμός και η αγκίστρωσή της στην έννοια της προσωπικότητας, νοούμενης σαν ένα σύνολο σταθερών και λίγο πολύ αναλλοίωτων γνωρισμάτων, που κινητοποιούν συνεπείς προς αυτά και προβλέψιμες στο μέλλον συμπεριφορές.
Εξαιτίας μιας ιδιότυπης προσωπικότητας ή μιας ιδιότυπης κοινωνικής κατάστασης, που όμως διαμορφώνει πάλι μια ιδιότυπη προσωπικότητα, ο βίαιος εγκληματίας απαντά στο εξωτερικό ερέθισμα με μια βίαιη συμπεριφορά, ενώ ο μη βίαιος εγκληματίας απαντά στο ίδιο ερέθισμα με μια συμπεριφορά μη βίαιη.
Κλασική θεωρείται η θεωρία του Πινατέλ για την «εγκληματική προσωπικότητα» με κεντρικά γνωρίσματα τον «εγωκεντρισμό», την αστάθεια, την «επιθετικότητα», τη «συναισθηματική αδιαφορία». Συνακόλουθα η ψυχιατρική σημειολογία με βάση τη μελέτη του Cassiers αποτυπώνει την έννοια της ψυχοπαθητικής προσωπικότητας (η οποία θα μετονομασθεί σε «διαταραχή προσωπικότητας» ή «αντικοινωνική
προσωπικότητα») μέσα από συμπεριφορικά γνωρίσματα όπως η ανικανότητα σύναψης μονίμων δεσμών, η άρνηση σεβασμού των κοινωνικών κανόνων, η αδυναμία ανάληψης υπεύθυνου γονεϊκού ρόλου.
Ωστόσο οι αξιολογικές, ιδεολογικά προσδιορισμένες κρίσεις που συνδέονται με τα παραπάνω γνωρίσματα και το μηχανιστικό ασφυκτικά ντετερμινιστικό σχήμα μέσα στο οποία αυτά εντάσσονται είναι η Σκιά που υπονομεύει την αξιοπιστία τους. Μια σειρά έρευνες κλονίζουν την εγκυρότητα των ατομικο-κεντρικών θεωρήσεων φανερώνοντας ότι οι βίαιες συμπεριφορές δεν αποτελούν σταθερά δείγματα της προσωπικότητας ενός ατόμου. Επιτελούνται σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.
Απροσδόκητα γεγονότα, τυχαίες συγκυρίες, απροσδιόριστοι παράγοντες διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στην πρόκληση της βίας. Τα ψυχολογικά τεστ προσωπικότητας αδυνατούν να προβλέψουν τη βία.
Αν πράγματι η βία ήταν το αποτέλεσμα σταθερών και αναλλοίωτων γνωρισμάτων της προσωπικότητας, τότε η πρόβλεψη και
συνακόλουθα ο έλεγχος της βίας θα ήταν εφικτός. Οι τεχνολόγοι της συμπεριφοράς θα μπορούσαν τότε να επεξεργαστούν μια σειρά μέτρων «κοινωνικής άμυνας» και προστασίας του κοινού. Ωστόσο καμία ως τώρα μέθοδος δεν έχει καταφέρει να προβλέψει με μια σχετική έστω ασφάλεια τη μελλοντική συμπεριφορά ενός ατόμου.
Στο μέτρο όπου ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να δράσει, δηλαδή ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα σε διαφορετικούς δρόμους δράσης, η συμπεριφορά του είναι και παραμένει απρόβλεπτη. Μέσα από την προσωπική του πράξη ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη. Η αποκλειστική αναφορά σε μονοδιάστατα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας οδηγεί στη συγκάλυψη της σημασίας σημαντικών μεταβλητών. Η συμπεριφορά είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του ατόμου με το περιβάλλον του.
Δεν υπάρχουν άνευ όρων βίαια άτομα. Υπάρχουν άτομα που εκδηλώνουν βία κάτω από ορισμένες συνθήκες και για ορισμένους, λιγότερο ή περισσότερο ορατούς, λόγους.
Η αγνοημένη από την ατομικοκεντρική θεώρηση μεταβλητή της «κατάστασης» είναι θεμελιακής σημασίας στην πρόκληση βίας. Η πριμοδότηση της «κατάστασης» δεν αποδυναμώνει τον ρόλο της ψυχολογίας. Κάθε άλλο θα έλεγα, καθώς η κατάσταση δεν επιβάλλεται «α πριόρι» στο άτομο. Επενεργεί μέσα από τη σημασία που το ίδιο το άτομο θα της αποδώσει ή όχι. Τα γεγονότα δεν μας επηρεάζουν μέσα από αυτό που «είναι» αλλά μέσα από αυτό που σημαίνουν για εμάς.
Ο ρόλος της ψυχολογίας σε αυτή τη μετασημασιολόγηση μπορεί να είναι σημαντικός.
Στη ρίζα κάθε επιθετικότητας ενεδρεύει η ματαίωση, η διάψευση μιας ζωτικής για το άτομο ανάγκης. Η αναίτια βία είναι ένας μύθος ακόμη και όταν αφορά την παράνοια και την ψυχική διαταραχή. Το «αναίτιο» εκφράζει τη δική μας αδυναμία να προσπελάσουμε τα αινίγματα της λογικής του δράστη, ή του φερομένου ως δράστη. Οταν αισθάνεσαι, για παράδειγμα, την εμπειρία ενός χαμένου παιχνιδιού, όταν θεωρείς ότι όλες οι έξοδοι είναι παγιδευμένες (και στις μέρες μας αυτό δεν είναι μια απλή υποκειμενική διαπίστωση!) τότε η βία ενδέχεται να προβάλλει σαν μια μοναδική οδός. Ας μην απορούμε λοιπόν!..
Παραφράζοντας τον Φουκό θα πω ότι «η ψυχολογία ποτέ δεν θα μπορέσει να μιλήσει για τη βία γιατί η βία είναι εκείνη που κρατά το μυστικό της ψυχολογίας».
Σε ποια ψυχολογία όμως αναφέρομαι; Στην ψυχολογία εκείνη που αντιλαμβάνεται το άτομο ως υποκείμενο επιθυμιών, αντιφάσεων και αντιθέσεων, δημιουργό προταγμάτων, ατομικών και συλλογικών οραμάτων, μια ψυχολογία που δεν συρρικνώνει το κοινωνικό στο ατομικό και ευνοεί την έρευνα για το άτομο που συλλογίζεται, που ονειρεύεται, που θυμάται, που τρελαίνεται, και που σε πείσμα όλων των καιρών εξακολουθεί να σχεδιάζει ουτοπικά προτάγματα για το μέλλον του, το μέλλον μας.


Η δομική βία και το κράτος
Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος
Πολιτικός επιστήμων, Πάντειο πανεπιστήμιο
Φωτογραφία
Η προσπάθεια να αποδείξει κανείς ότι το κράτος σχετίζεται με τη βία εκβάλλει μοιραία στην επίρρωση μιας ταυτολογικής σχέσης. Οι επεξεργασίες των κλασικών της πολιτικής επιστήμης, από τον Μachiavelli και τον Ηobbes ως τους σύγχρονους πολιτειολόγους, μας εξηγούν τη διαδικασία διά της οποίας το κράτος απομυζά τη βία μέσα από την κοινωνία πολιτών και τη χρησιμοποιεί ως βάση νομιμοποίησης, επιτρέποντας έτσι την έκδοση και την εφαρμογή των νόμων. Με τα λόγια του Μax Weber, το κράτος είναι το μονοπώλιο της βίας, παραδοχή που επιτρέπει τη σαφή οριοθέτηση του φαινομένου, ξεκαθαρίζοντας το ποιος και για ποιον σκοπό την ασκεί, μέσα σε ποιο πλαίσιο αυτή ασκείται και, τέλος, ποιος και για ποιον λόγο την υφίσταται.
Αυτή ωστόσο η ξεκάθαρη οριοθέτηση της βίας σε σχέση με το κράτος γενικότερα και τον κρατικό μηχανισμό ειδικότερα συνοδεύεται και από μιαν άλλη σιωπηλή και αφανή πλευρά. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που λειτουργεί πίσω από την πλάτη της ένσκοπης δράσης και που αναπτύσσεται μέσα στην αχλύ των αενάως επαναλαμβανόμενων θεσμικών διαδικασιών, ενώ τα αποτελέσματά του καθίστανται ευδιάκριτα εκ των υστέρων και αφού έχουν σωρευτεί. Ο Galtung πρώτος το ονοματοθέτησε το 1969: Δομική βία. Εκτοτε ο όρος επιστρατεύτηκε σχεδόν απ΄ όλους τους κλάδους των κοινωνικών επιστημών για να εξηγηθεί το πώς αυτό το αδιόρατο νήμα βίας διατρέχει τις κοινωνικές σχέσεις, δίχως όμως να υφαίνεται από τη συμπεριφορά των ατόμων ή των θεσμών, αλλά από τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνικών δομών. Οι τελευταίες παράγουν δομική βία διότι η λειτουργία τους χαρακτηρίζεται από μια ασυμμετρία στην κατανομή της εξουσίας, με αποτέλεσμα την παραγωγή ανισοτήτων στο επίπεδο των υλικών, αλλά και συμβολικών, προϋποθέσεων του κοινωνικού βίου. Σε μια χώρα, για παράδειγμα, όπου το προσδόκιμο ζωής είναι διπλάσιο στις ανώτερες τάξεις σε σχέση με αυτό των κατώτερων, μπορεί να μιλάει κανείς με ασφάλεια για δομική βία.
Πέρα όμως από τις γενικότερες μορφές εκδήλωσης του φαινομένου, αυτό που ενδιαφέρει ειδικότερα εδώ είναι η διερεύνηση της ανάπτυξής του μέσα στη σχέση κράτους- πολίτη, εγχείρημα που προϋποθέτει μια περισσότερο στοχευμένη εννοιολογική επεξεργασία. Δομική βία λοιπόν αναπτύσσεται όταν οι λειτουργίες ενός θεσμού έρχονται σε αντίστιξη με τον αξιακό πυρήνα στη βάση του οποίου αυτός ο θεσμός συγκροτήθηκε, με αποτέλεσμα τα άτομα που μετέχουν στον θεσμό να αδυνατούν να υλοποιήσουν αυτές τις συγκεκριμένες αξίες. Αυτός ο ορισμός μεταθέτει αυτόματα την προβληματική περί δομικής βίας στο εσωτερικό του κράτους.
Η ανάπτυξη του κράτους στη νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται, σε γενικές γραμμές, από δύο φάσεις: τη φιλελεύθερη και την παρεμβατική. Το φιλελεύθερο κράτος, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τη σκιά του απολυταρχισμού, συγκροτήθηκε στη βάση δύο βασικών αξιών: της ελευθερίας και της ισότητας. Σε αναφορά με αυτόν τον αξιακό πυρήνα οικοδομήθηκε ένα πλέγμα θεσμικών
σχέσεων που κατέληξε αφενός στη δημιουργία της αγοράς και αφετέρου στον σχηματισμό της ιδιότητας του πολίτη. Πλέον οι πολίτες, ως φορείς δικαιωμάτων, μπορούσαν να συναντηθούν ως ισότιμοι και ελεύθεροι κάτοχοι εμπορευμάτων μέσα στην αγορά, υλοποιώντας έτσι τις αξίες στη βάση των οποίων οργανώθηκε το κράτος. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις η ανάπτυξη του φιλελεύθερου κράτους συνοδεύτηκε και από την εμφάνιση δομικής βίας, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές όπου οι κρατικές πολιτικές ακύρωναν τον αξιακό πυρήνα του κρατικού θεσμού. Ενδεικτική περίπτωση ήταν η σχετικοποίηση της ιδιότητας του πολίτη που απέρρεε από τον αποκλεισμό ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού από το δικαίωμα ψήφου, γεγονός που ακύρωνε το περί ισότητας πρόταγμα και έφερε στο προσκήνιο την έμμεση κρατική βία, η οποία πυροδότησε κινήματα όπως αυτό των χαρτιστών.
Ημεταβολή των κοινωνικών σχέσεων κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα σηματοδότησε την έλευση του παρεμβατικού κράτους, του οποίου ο αξιακός πυρήνας διευρύνθηκε σε σχέση με αυτόν του φιλελεύθερου κράτους. Δίπλα στην ισότητα και την ελευθερία προστέθηκε και η αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση της ιδιότητας του πολίτη. Υπό αυτή τη νέα σκοπιά το κράτος αναλάμβανε να σφυρηλατήσει την κοινωνική αλληλεγγύη μέσα από την επιδίωξη της κοινωνικής ευημερίας. Η τελευταία προωθούνταν διά μέσου της δικαιωματικής συμμετοχής των πολιτών στην κατανάλωση συλλογικών αγαθών που παρέχονται δημόσια, όπως, μεταξύ άλλων, η υγεία, η εκπαίδευση και η κοινωνική ασφάλιση. Η επέκταση της αξιακής δέσμευσης του κράτους απέναντι στον πολίτη διηύρυνε και το πεδίο ανάπτυξης της δομικής βίας. Τώρα που το κράτος δεν αρκούνταν απλώς στην προστασία της ζωής των πολιτών αλλά δεσμευόταν για την ποιότητά της, η προοπτική μιας εξασθένησης της ευημερίας μπορούσε πλέον να αναγνωσθεί με όρους δομικής βίας, από τη στιγμή που καταστέλλονται οι δυνατότητες υλοποίησης των συνυφασμένων με την ιδιότητα του πολίτη αξιακών πλευρών. Σε αυτό το πλαίσιο, μια ενδεχόμενη αποτυχία από την πλευρά του κράτους να παράσχει δημόσια δωρεάν παιδεία συνιστά μια έκφανση δομικής βίας, καθώς οι πολίτες στερούνται τους αξιακά κατοχυρωμένους όρους που τους εξασφαλίζουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Στο ίδιο πνεύμα, η δυσλειτουργία ενός δημόσιου συστήματος υγείας εγγράφεται στην περίπτωση της δομικής βίας, αφού όχι μόνο εξασθενεί το δικαίωμα του πολίτη στο δημόσιο αγαθό της υγείας, αλλά απειλεί και την ίδια του τη ζωή. Θα μπορούσε κανείς να παραθέσει μια εξαντλητική λίστα με δημόσια αγαθά, των οποίων η μείωση της ποιότητας ή η διακοπή παροχής οδηγεί στην ενίσχυση της δομικής βίας των κρατικών δομών εις βάρος των πολιτών. Αυτό όμως που αξίζει να επισημανθεί, εν είδει επιλόγου, είναι ότι σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε, τα αποτελέσματα της δομικής βίας καθίστανται εναργέστερα, με συνέπεια η σχέση κράτους- πολιτών να τελεί υπό συνεχή δοκιμασία.


Τραύμα, μίσος και αυτοκαταστροφή
Γρηγόρης Βασλαματζής
Αναπληρωτής καθηγητής ψυχιατρικής στο πανεπιστημίο Αθηνών, πρόεδρος της ελληνικής εταιρείας ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας
Φωτογραφία
Η ψυχαναλυτική έρευνα στηρίζεται σε κλινικές παρατηρήσεις πού πραγματοποιούνται μέσα σε ψυχαναλυτικές θεραπείες. Κάποια στοιχεία προστίθενται από την ψυχαναλυτική παρατήρηση της ανάπτυξης των βρεφών και της σχέσης μητέρας- βρέφους ή από την εφαρμογή του ψυχαναλυτικού τρόπου σκέψης σε άλλους τομείς (π.χ. την ανθρωπολογία). Τα ευρήματά της όμως επικυρώνονται πάντα στο «θεραπευτικό» πεδίο. Στο σύντομο κείμενο που ακολουθεί θα εκθέσω τις σκέψεις μου πάνω στο σύγχρονο θέμα της επιθετικότητας, που είτε με τη μορφή μίσους και βίας είτε με τη μορφή αυτοκαταστροφικών τάσεων χαρακτηρίζει ορισμένα άτομα τα οποία απεγνωσμένα, αναζητούν ανακούφιση του ψυχικού πόνου τους. Οι σκέψεις αυτές έχουν προκύψει από τη συνάντησή μου με το έργο σημαντικών ψυχαναλυτών μέσω της ψυχαναλυτικής και θεραπευτικής εμπειρίας μου.
Ο θυμός, ως έκφραση της επιθετικότητας, είναι ένα βασικό συναίσθημα που έχει μελετηθεί από πολλούς επιστημονικούς κλάδους (βιολογικός, κοινωνιολογικός, ψυχολογικός κτλ.). Η ψυχαναλυτική έρευνα τοποθετεί τις επιθετικές ενορμήσεις μαζί με τις ερωτικές στο επίκεντρο της δικής της έρευνας. Ο θυμός θεωρείται ως ένα βασικό συναίσθημα, η έκφραση του οποίου δίνει τη δυνατότητα στο μικρό παιδί να διεκδικεί και να ικανοποιεί ανάγκες του που δεν γίνονται αντιληπτές από το περιβάλλον. Εκφράζοντας τον θυμό του επιτίθεται μεν στο αντικείμενο αγάπης αλλά δοκιμάζει έτσι τη δική του δύναμη και την αντοχή του άλλου προσώπου.
Είναι ευρέως αποδεκτή η ψυχαναλυτική πρόταση ότι ο αναλυτής πρέπει να «επιζήσει» (δηλαδή, να αντέξει) των επιθέσεων του ασθενούς του, όπως η μητέρα θα αντέξει τις επιθέσεις του παιδιού της και έτσι θα «επιζήσει» στον εσωτερικό κόσμο του παιδιού. Η απόρριψη του θυμού του βρέφους και η συνεπακόλουθη αδυναμία κατανόησης των αναγκών και των συναισθημάτων του αποτελούν συνήθη πηγή ψυχοτραυματικών εμπειριών για τον αναπτυσσόμενο ψυχισμό. Είναι η βάση του αισθήματος της απόρριψης ή της παραμέλησης. Αυτά με τη σειρά τους, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οδηγούν σε εσωτερικές διαστρεβλώσεις της εικόνας του εαυτού του βρέφους και αργότερα του παιδιού. Σε τέτοια εξέλιξη, ο φυσιολογικός θυμός δεν επαρκεί. Μπορεί να εξουδετερωθεί εντελώς ή να στραφεί μέσα στο άτομο ή επίσης να εκφορτίζεται με έντονο τρόπο προς τα έξω. Αν η μητέρα και το όλο περιβάλλον χάσουν την ικανότητα να «χειρίζονται» και να εμπεριέχουν τα έντονα συναισθήματα του μικρού παιδιού, δεν θα αναπτυχθεί η ανάλογη ικανότητα και στο ίδιο. Το πάιδί εσωτερικεύει ότι μόνο το αρνητικό είναι αληθινό και, κατά κάποιον τρόπο, ασκείται στην απόρριψη. Η ανικανότητα να συγκρατούνται τα συναισθήματα και τα αισθητηριακά βιώματα στον ψυχικό χώρο, υπό τη μορφή φαντασιών,
ονείρων ή μετουσιωμένων δραστηριοτήτων, οδηγεί προοδευτικά το άτομο σε συναισθηματικές εκφορτίσεις και αδυναμία συναισθηματικής ρύθμισης. Επικρατούν η οργή, ο φθόνος, η αδυναμία κατανόησης του άλλου. Η ψυχική ωρίμανση δοκιμάζεται.
Η κατάσταση αυτή στην αναπτυξιακή διαδικασία έχει ονομαστεί από τη σύγχρονη ψυχανάλυση «αποτυχία της μητρικής
εμπεριέχουσας λειτουργίας». Οσον αφορά την αιτιο-παθογένειά της, η αποτυχία αποδίδεται σε δύο παράγοντες: στη μητρική αδυναμία (όπως την περιέγραψα) να ανταποκριθεί στις ανάγκες του βρέφους και σε έναν ιδιοσυστασιακό παράγοντα στο βρέφος που συμβάλλει στην ασυμβατότητα μητέρας- βρέφους.
Αν μάλιστα συμβούν και άλλα γεγονότα ενδοοικογενειακής άμεσης βίας ή κακοποίησης,
αποκρυσταλλώνεται μια σοβαρή διαστρέβλωση της προσωπικότητας. Το «πέρασμα στην πράξη» αντικαθιστά τη σκέψη. Η αντίδραση στην απόρριψη ή στον αποχωρισμό παίρνει τη μορφή έντονου μίσους. Η βίαιη συμπεριφορά προς τον άλλον και η βίαιη σωματική αυτοκαταστροφικότητα είναι πολύ πιθανές εκβάσεις.
Η απουσία μιας σταθερής δομής μέσα στην οικογένεια, η οποία θα μπορούσε συμβολικά ή και πραγματικά να ονομαστεί «απουσία του πατέρα», δυσχεραίνει επιπροσθέτως την έκβαση των ταυτίσεων του παιδιού με θετικές γονεϊκές εμπειρίες και ευοδώνει την ανάπτυξη συγχύσεων περί την ταυτότητα.
Η ψυχαναλυτική θεραπεία αυτών των ασθενών, που είναι συνήθως νέοι, έχουν αρκετή δημιουργικότητα, αλλά ταυτόχρονα από την εφηβεία τους βασανίζονται από αυτοκαταστροφικές τάσεις και συνάπτουν διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις*, δείχνει ότι ένας ψυχισμός που δεν μπορεί να περιέξει τα επιθετικά συναισθήματα, όταν αντιμετωπίζει μικρές ή μεγαλύτερες εξωτερικές αντιξοότητες (χωρισμοί, απογοητεύσεις, θάνατοι κτλ.) είναι πολύ πιθανό να οδηγηθεί στη βία ή στην αυτοκτονική συμπεριφορά.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σύγχρονο πρόβλημα, τόσο γιατί εμφανίζονται νέα ψυχοπαθολογικά φαινόμενα όσο και γιατί τα άτομα αυτά αναζητούν βοήθεια χωρίς όμως να ξέρουν τι χρειάζονται και χωρίς συχνά να έχουν εμπιστοσύνη ότι θα τους δοθεί. Από την άλλη, η όλη κοινωνική δομή αρνείται τον υποστηρικτικό και αντιρροπιστικό στις τραυματικές καταστάσεις ρόλο της. Δεν θα αναφερθώ σε φαινόμενα τα οποία αναφέρονται ως κοινωνικές αλλαγές με παθογόνες επιπτώσεις-όπως η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού- η αποξένωση ως προτεινόμενος τρόπος ζωής κ.ά., γιατί θα ξέφευγε της αρμοδιότητάς μου. Θα μείνω μόνο στον ρόλο του κοινωνικού δικτύου «φροντίδας και θεραπείας» (care and cure), δηλαδή του συστήματος παροχής υπηρεσιών υγείας. Υποθέτω ότι ένας από τους στόχους του είναι να ανακαλύπτει και να καλύπτει τις αναδυόμενες θεραπευτικές ανάγκες των ατόμων. Στην προκειμένη περίπτωση η φροντίδα και θεραπεία που χρειάζονται αυτά τα άτομα είναι υψηλής εξειδίκευσης. Το υγειονομικό σύστημα καλείται πρώτα να σκεφθεί το πρόβλημα, δίνοντας την ευκαιρία στους ασθενείς αυτούς να εμφανιστούν στην επιφάνεια της ζωής, και μετά να δώσει απαντήσεις δημιουργώντας νέες υπηρεσίες με ψυχοθεραπευτικό προσανατολισμό.
Τα άτομα αυτά θεωρούμε ότι πάσχουν από «οριακή διαταραχήπροσωπικότητας».Η συνήθης,διεθνώς,θεραπευτική πρόταση στηρίζεται στην ψυχαναλυτική γνώση,η οποία εφαρμοζόμενη ως ατομική ψυχοθεραπεία,μαζί με ομαδική ψυχοθεραπεία και άλλες ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις,επιδιώκει την προοδευτική ψυχική «ωρίμανση» και απαρτίωση.


Βία, ψυχή και νεότητα
Νίκος Σιδέρης
Ψυχίατρος,διδάσκων ψυχαναλυτής της ψυχαναλυτικής σχολής του Στρασβούργου (EPS), συγγραφέας
Φωτογραφία
Η έλλογη στάση απέναντι στη βία προϋποθέτει υπέρβαση στερεότυπων και ηθικολογικών παραστάσεων, κατανόηση των μηχανισμών και ρεαλιστική δράση για την πλαισίωσή της. Γιατί ό,τι απωθείται από τις δεσπόζουσες παραστάσεις και λόγους επιστρέφει με «άγριο», τραυματικό τρόπο, όπως οι αυξανόμενες δόσεις βίας στα θεάματα και στην καθημερινή ζωή («κυνισμός», αγένεια...), σφαγές στα εκπαιδευτήρια, συμμορίες ανηλίκων, η τυφλή καταστροφικότητα στα παρισινά προάστια. Και ο ακόμη αδιέργαστος Δεκέμβριος 2008...
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος εμπεριέχει ισχυρούς μηχανισμούς άσκησης βίας. Μπροστά σε κάθε απειλή διαθέτει ένα τυπικό δίπτυχο ενέργειας: πάλη ή φυγή.
Η ψυχανάλυση θεωρεί τη βία συστατικό μηχανισμό αυτοσυντήρησης: υπεράσπισης της ζωής (κυνήγι ή ανταγωνισμός για πόρους, χώρο...) και της ναρκισσιστικής ακεραιότητας του υποκειμένου (έναντι της αίσθησης αδικίας, ανασφάλειας, ταπείνωσης- και για προσπορισμό απολαύσεων).
Μια ιδιαίτερη ψυχική δυναμική υπερβαίνει την εργαλειακή διάσταση και οδηγεί στην άσκηση βίας ως πηγή απόλαυσης: η ορμή κατακυριάρχησης, που πηγάζει από την άσκηση μυϊκής ισχύος και περιέχει μιαν ειδοποιό απόλαυση μέσω της άσκησης βίας σε καθαρή μορφή, η οποία μάλιστα διαφοροποιείται από την επιθετικότητα, τον σαδισμό ή το μίσοςδιεργασίες όπου συμμετέχει μια λιβιδινική συνιστώσα.
Στη βία των νέων στη σημερινή δυτική κοινωνία δεσπόζει μια τριπλή αντίδραση: στην ψυχική ορφάνια, στην υπαρξιακή αγωνία και στη φαντασιακή διαλεκτική των «ταυτίσεων διαφυγής».
1. «Ψυχική ορφάνια» σημαίνει διάρρηξη των διαγενεακών δεσμών σε διαπροσωπικό (σχέσεις γονιών- παιδιών...) και σε θεσμικό επίπεδο (παιδεία...), και, ευρύτερα, απορρύθμιση και έκπτωση των μηχανισμών μετάδοσης του συμβολικού και φαντασιακού θησαυρίσματος (κουλτούρας και πολιτισμού) μεταξύ των γενεών. Αυτό γεννά στους νέους μιαν αποσαθρωτική αίσθηση εγκατάλειψης και ακυβερνησίας- ότι γεννήτορες και κοινωνίες τούς παρατάνε στην τύχη τους σε έναν κόσμο ακατανόητο, άλογο, απειλητικό, που δεν τους παρέχει μια θέση, αγάπη, νόημα και ασφάλεια στο πλαίσιο του συνανήκειν. Η άμορφη απόγνωση που γεννά η συνάντηση με μια τέτοια ανοηματοδότητη πραγματικότητα «που δεν τη χωράει ο νους» ωθεί τους νέους στην ακατέργαστη βία ως απόπειρα «να δημιουργήσω εγώ (εμείς) για μένα (μας) μια θέση στον ήλιο». Αυτό το ακατέργαστο πέρασμα στην πράξη, που τροφοδοτείται από πανίσχυρες ενορμητικές και φαντασιωσικές διεργασίες χωρίς επαρκή διανοητική και συναισθηματική επεξεργασία, προσανατολίζεται σε τρεις κατευθύνσεις: α) βίαιη απαλλαγή του χώρου από τους σφετεριστές, β) επαναφορά του χώρου στην κατάσταση του ανοικειοποίητου, γ) απόπειρα οικειοποίησης του άξενου χώρου από την ανέστια
ψυχή. Προφανώς μια τέτοια λογική «ξεκαθαρίσματος» εύκολα διολισθαίνει και στη βία.
2. «Αντίδραση στην υπαρξιακή αγωνία και κενότητα». Κεντρικός μηχανισμός εδώ είναι η εμπειρία της ορδαλίας.
Η ορδαλία (θεοδικία) αντιπροσωπεύει πανάρχαιο μηχανισμό που πιστοποιεί στο υποκείμενο το δικαίωμά του να υπάρχει μέσα από την έκθεσή του σε μια βίαιη διαδικασία, όπου διακυβεύεται η ίδια η ζωή του. Για παράδειγμα, να πιάσει ένα πυρωμένο σίδερο και ύστερα από ένα χρονικό διάστημα να ελεγχθεί η πληγή: Αν επουλωθεί, αποδεικνύεται η αθωότητά του, άρα τεκμηριώνεται «ελέω θεού» το δικαίωμά του να υπάρχει. Στην ενάντια περίπτωση, η Ανωτέρα Δύναμη τον χαρακτήρισε ένοχο. Παρόμοια με την πυροδικία είναι η κατάποση δηλητηρίου ή η δικαστική μονομαχία («Ιβανόης»...).
Η βία των νέων σήμερα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σύνολο ορδαλικών πρακτικών όπου διακινδυνεύεται η φυσική ή κοινωνική ασφάλεια ή και η ζωή του υποκειμένου: παραβατικότητα, σύγκρουση με ισχυρούς μηχανισμούς καταστολής, ναρκωτικά, επικίνδυνη οδήγηση, ακραία
αθλήματα, τζόγος... Μέσω της έκθεσης σε συνθήκες βίας και κινδύνου επιχειρείται εξαναγκασμός του κόσμου να απαντήσει στο ερώτημα της μετέωρης νεανικής ψυχής: «Θέλεις να υπάρχω; Προβλέπεις μια θέση για μένα;». Η εκτεταμένη συμμετοχή τέκνων εύπορων οικογενειών στα βίαια γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008 εικονογραφεί αυτή τη λογική.
3. «Ταυτίσεις διαφυγής»: ΜΜΕ, θέαμα και διαφήμιση σερβίρουν είδωλα με τα οποία καλείται να ταυτιστεί το «ορφανό» Εγώ του νέου δυτικού ανθρώπου. Ο απειλούμενος ναρκισσισμός του πιάνεται από όπου μπορεί, προκειμένου να βρει «οδούς διαφυγής» από την κενή νοήματος και/ή μέλλοντος πραγματική ή νοερή εμπειρία του. Αλλά η ταύτιση του Εγώ με κάποιο είδωλο οδηγεί σε αίσθηση αιχμαλωσίας και εξέγερσης ενάντια στο είδωλο που σου επιβάλλεται ως μορφή και τρόπος της δικής σου ψυχής. Το είδωλο που σαγηνεύει το Εγώ στο πλαίσιο τέτοιων ταυτίσεων διαφυγής θα είναι μεταξύ των πρώτων στόχων της επιθετικότητας που γεννά η αλλοτρίωση και της βίας που εκλύει αυτή η φαντασιακή διαλεκτική της σχέσης με τον άλλον ως όμοιο. Πέρα από τις συνυπάρχουσες
ιδεολογικές και πολιτικές σημασιοδοτήσεις τους, οι επιθέσεις ενάντια στα κυρίαρχα είδωλα του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου τροφοδοτούνται και από τη φαντασιακή εμπλοκή που παράγουν οι ταυτίσεις διαφυγής: επίθεση στις τράπεζες (ενσάρκωση της ύψιστης αξίας «χρήμα»), στα εμπορικά καταστήματα (εμβλήματα του καταναλωτισμού), σε αυτοκίνητα (εμβλήματα φασματικής «ελευθερίας κίνησης»)... Η άγονη διαλεκτική μεταξύ φουσκωμένου εφηβο-νεανιοκεντρικού ναρκισσισμού (πυρήνας του εμπορικού και πολιτικού image-making...), από τη μια, υλικής ματαίωσης και/ή ψυχικής ορφάνιας των νέων, από την άλλη, απλώς αφορμή γυρεύει για να εκδηλωθεί ως επιθετικότητα και βία ενάντια στις δεσπόζουσες του Ιδεώδους Εγώ, που ορίζουν οι αναπαραστάσεις της καταναλωτικής κοινωνίας - ενός κόσμου που μπορεί να είναι χρήσιμος ή ευχάριστος, αλλά όχι αγαπητός.
Ηβία ως ενδογενής ροπή πηγάζει από την ώση της ορμής κατακυριάρχησης και οδηγείται από τη συνειδητή ή ασυνείδητη επιζήτηση της απόλαυσης που γεννά η εμπειρία άσκησης (φυσικήςκυριολεκτικής ή συμβολικής-μεταφορικής) βίας.
Αυτή η ροπή δεν αντιπροσωπεύει συγκυριακό παράγωγο. Αποτελεί πρωτογενές υπόδειγμα ψυχικής λειτουργίας, που ισοδυναμεί με ανεξάντλητη δίψα για απόλαυση της βίας, είτε ως έμπρακτη εμπειρία ιδίας ενέργειας/πράξης (videogames, σπορ, βία στον δρόμο, τρόπος οδήγησης, αγένεια κ.τ.ό.) είτε ως θέαμα (γήπεδα, σινεμά, τηλεόραση κ.τ.ό.). Η βίαιη οδηγική συμπεριφορά, για παράδειγμα, δεν αποτελεί «αντίδραση σε κάτι», αλλά πρωτογενή απόλαυση της βίας που ασκείται στον πιο αδύναμο.
Δεύτερη ενδογενή πηγή βίας αποτελεί ο ναρκισσισμός των μικρών διαφορών: η υποτιμητική θεώρηση των «Ποντίων» από τους «Ελληνες» ή των Βέλγων από τους Γάλλους, που παίρνει τη μορφή στερεοτύπων, ανεκδότων κτλ., δείχνει τη ναρκισσιστική ικανοποίηση που προσπορίζεται το Εγώ επιτιθέμενο στον όμοιο. Πρόκειται για προνομιακό τρόπο παροχέτευσης της λανθάνουσας βίας που δεν επιτρέπεται να ασκείται μεταξύ των μελών μιας συλλογικής οντότητας (ενός «εμείς»), οδηγώντας στην απόρριψη του «άλλου» και στη μισαλλοδοξία (εθνικισμοί, ρατσισμοί, φανατισμοί, αλαζονεία, εξουσιομανία...).
Αυτή η πρωτογενής ροπή προς την απόλαυση της βίας είναι και το πιο δύσκολα αφομοιώσιμο συμπέρασμα της ψυχαναλυτικής διερεύνησης του ανθρώπινου φαινομένου. Δηλαδή ότι κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του ένα άγριο θηρίο, έναν δυνάμει καταστροφέα και φονιά, απόγονο μιας μακρότατης γενεαλογίας όντων τα οποία ασκούν βία όχι μόνο για λόγους αυτοσυντήρησης ή, έστω, λόγω σφάλματος, αλλά και για την ίδια την απόλαυση που τους παρέχει αυτή καθαυτή η εμπειρία της άσκησης βίας. Και ότι χιλιετίες έργου του πολιτισμού ούτε εξαλείφουν αυτή τη συστατική διάσταση του ανθρώπου ούτε μπορούν πάντοτε να την ελέγχουν.

Σεξουαλικότητα και βία στο σχολείο
Κλήμης Ναυρίδης
Καθηγητής ψυχολογίας της επικοινωνίας στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών
Φωτογραφία
ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΡΟΝ ΙΝΓΚΛΙΣ ΑΝΑΦΕΡΌΜΕΝΟ ΣΤΙΣ ΣΧΈΣΕΙΣ ΒΊΑΣ ΚΑΙ ΝΕΌΤΗΤΑΣ
Στο σχολείο, η βία εκδηλώνεται κυρίως μεταξύ μαθητών. Δεν είναι σπάνιες όμως και οι επιθέσεις μαθητών- αλλά και γονιών- προς τους εκπαιδευτικούς ή προς το ίδιο το σχολείο, όπως επίσης οι επιθέσεις εκπαιδευτικών προς μαθητές ή ακόμη και προς τη διεύθυνση του σχολείου. Μερικές φορές η καταστροφική βία μπορεί να εκδηλώνεται συλλογικά, συμπαρασύροντας μεγάλο αριθμό μαθητών, με αποτέλεσμα να μπαίνει τότε σε κρίση ολόκληρη η σχολική κοινότητα. Οι κοινωνικο-εκπαιδευτικές, πολιτικο-ιδεολογικές και ψυχοκοινωνικές διαστάσεις αυτών των φαινομένων έχουν προ πολλού απασχολήσει σχολικούς ψυχολόγους και κοινωνιολόγους της εκπαίδευσης και είναι λίγο- πολύ οικείες. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα το φαινόμενο της «θυματοποίησης» και της συστηματικής ψυχολογικής ή και σωματικής κακοποίησης μαθητών από συμμαθητές τους, το λεγόμενο bulling, είναι ιδιαίτερα δημοφιλές ως ερευνητικό αντικείμενο στους συναφείς επιστημονικούς χώρους. Θα επιχειρηθεί εδώ να φωτιστεί εν συντομία μια άλλη διάσταση της σχολικής βίας, ασυνείδητη, για την οποία όχι μόνο δεν γίνεται λόγος αλλά και δεν υπάρχει λόγος στο περιβάλλον του σχολείου, με την έννοια ότι αποτελεί ταμπού.
Ας ξεκινήσουμε με μια βασική υπόθεση εργασίας: ότι η βία που εκδηλώνεται προς τους άλλους ή γενικότερα προς το περιβάλλον, ως προς την ψυχική της διάσταση (που ασφαλώς δεν είναι η μόνη), αποτελεί την ασυνείδητη εξωτερίκευση βίαιων εσωτερικών συγκρούσεων. Ο σχολικός χώρος, με το να παραπέμπει φαντασιωτικά και μεταβιβαστικά σε αρχαϊκές εμπειρίες μάθησης, στις πρώιμες οικογενειακές σχέσεις και στις σχέσεις με τους γονείς και τα αδέλφια, υπαρκτά ή μη, κινητοποιεί πρωτόγονα άγχη, αιμομικτικές επιθυμίες και συγκρούσεις, επιβάλλοντας ταυτόχρονα σε μαθητές και εκπαιδευτικούς ένα καθεστώς απαγορεύσεων και άγνοιας, λογοκρισίας και σιωπής γύρω από όλα αυτά τα ζητήματα. Από το άλλο μέρος, το γεγονός ότι το σχολείο ανήκει στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο και αποτελεί ένα «άλλο» πλαίσιο, με προνομιακούς «άλλους» που δεν είναι οι φυσικοί, αλλά οι φαντασιωτικοί και μεταβιβαστικοί στόχοι αυτής της βίας, λειτουργεί αφενός απελευθερωτικά και αφετέρου ως ιδεολογικό άλλοθι για τις όποιες εκδηλώσεις της. Από τη μία είναι «το ξύλο βγήκε απ΄ τον Παράδεισο», που για χρόνια στο παρελθόν νομιμοποιούσε τη σωματική βία εκπαιδευτικών πάνω σε μαθητές, από την άλλη είναι η βία των μαθητών, που νομιμοποιείται και αυτή με το να τελετουργικοποιείται μέσα στο μαζικό υπερθέαμα των καταλήψεων και των καταστροφών σχολικών κτιρίων. Η ψυχανάλυση διδάσκει ότι το εσωτερικό του σώματος της μητέρας αντιπροσωπεύει σε φαντασιωτικό επίπεδο, ως ασυνείδητη δηλαδή αναπαράσταση, τόσο για τα παιδιά όσο και για όλους εμάς τους «μεγάλους», τον ναό ή το σώμα της γνώσης. Το παιδί εμπλουτίζεται ψυχικά και πολιτισμικά από το σύνολο των αισθητηριακών και συγκινησιακών εμπειριών του, στον
βαθμό που κατορθώνει να τις μεταβολίζει και να τις συλλαμβάνει, με τη διπλή έννοια της λέξης: της περίεξης και της κατανόησης. Με άλλα λόγια, στον βαθμό που το βοηθούν να αντιλαμβάνεται αυτό που του συμβαίνει. Αρχικά, και μέχρις ότου το παιδί καταστεί ικανό να εκτελεί μόνο του τη στοιχειώδη αυτή επεξεργασία, η δουλειά του ψυχικού μεταβολισμού και της σκέψης θα γίνεται για λογαριασμό του παιδιού από τη μητέρα και στη συνέχεια από άλλους ενηλίκους, όπως οι εκπαιδευτικοί, που αναλαμβάνουν να το φροντίζουν και να το διαπαιδαγωγούν. Αν ο ενήλικος βρίσκεται ο ίδιος μέσα σε μια ψυχική και πολιτισμική μιζέρια και δεν έχει τις λέξεις, όχι για να μιλήσει αλλά για να πει, ή αν οι λέξεις που προφέρει για να συνοδέψει τις εμπειρίες που βιώνει αρχικά το πολύ μικρό παιδί και στη συνέχεια ο μικρός μαθητής είναι αδύναμες, το παιδί θα δηλητηριαστεί από τα μη αφομοιωμένα τοξικά κατάλοιπα των ίδιων των εμπειριών του και θα μάθει να αντιμετωπίζει στο εξής σαν ξένο, κακό ή εχθρικό καθετί
που του έρχεται από έξω, όπως, λ.χ., τα αντικείμενα της γνώσης.
Από το άλλο μέρος είναι γνωστό ότι η διανοητική περιέργεια, η συναισθηματική δηλαδή βάση της μάθησης, ξεκινά από θεμελιώδη ερωτήματα που απασχολούν το μικρό παιδί, γύρω από το πώς ήρθε στον κόσμο, για τη σεξουαλικότητα και την αναπαραγωγή, για τη δική του προέλευση και για τους προγόνους του. Η προσπάθεια να βρεθεί απάντηση στα αγωνιώδη αυτά ερωτήματα φέρνει το παιδί αντιμέτωπο με την αιμομικτικότητα της επιθυμίας και τη συμβολική τάξη, γι΄ αυτό και ο τρόπος που θα ικανοποιηθεί ή δεν θα ικανοποιηθεί η πρώιμη αυτή περιέργεια επηρεάζει αποφασιστικά και τη διαδρομή που η ίδια θα γνωρίσει στο μέλλον, στρεφόμενη πια, με την έννοια μιας μεταφοράς, σε κοινωνικά προκαθορισμένα εκπαιδευτικά γνωστικά αντικείμενα.
Η αιμομικτική διάσταση του σχολείου εξηγείται κατά βάση από το γεγονός ότι σε φαντασιωτικό καθαρά επίπεδο το σχολείο
αντιπροσωπεύει το εσωτερικό του σώματος της μητέρας. Η εξερεύνηση του σώματος της μητέρας οδηγεί στην ανακάλυψη του μυστηρίου γύρω από την προέλευση, στην κατάκτηση της γνώσης αναφορικά με την προέλευση και τη σεξουαλικότητα, αλλά και αναφορικά με την προέλευση των γνώσεων γενικά.
Στη σχολική τάξη, συνήθως στα πρώτα θρανία και σε μικρή σχετικά απόσταση από την έδρα κάθονται οι «καλοί» μαθητές. Στο βάθος της αίθουσας και σε μεγαλύτερη απόσταση από τη θέση από την οποία εκφέρεται το μάθημα συνηθίζουν να κάθονται οι λιγότερο «καλοί» μαθητές, ή τουλάχιστον εκείνοι που προτιμούν να διαλανθάνουν της προσοχής του δασκάλου. Ισως αυτή η διάταξη των παιδιών μέσα στην τάξη σε σχέση με τον εκπαιδευτικό και την πηγή της διδασκαλίας να πληροί και μια άτυπη αλεξιδιεγερτική λειτουργία που ασυνείδητα προστατεύει τους μαθητές, ανάλογα με τις ιδιαίτερες ψυχικές ανάγκες του καθενός για αυτού του είδους την προστασία, από το αιμομικτικό άγχος της επαφής με τα αντικείμενα της γνώσης και με τον δάσκαλο.
Οι μορφές πολέμου των γενεών (κατά το «Ο Πόλεμος των Αστρων») που προκαλούνται από τους νέους στο σχολείο, με επώδυνες συχνά προεκτάσεις, μπορούν συνεπώς να κατανοούνται και ως κοινωνικά αποτελέσματα ασυνείδητων ατομικών συγκρούσεων και αμυνών, που συντονίζονται και αλληλοτροφοδοτούνται μεταξύ τους μέσα σε ομάδες. Κατά παράδοξο τρόπο, η προσπάθεια πολλών εκπαιδευτικών να έρθουν κοντά στον μαθητή, αναπτύσσοντας μια πιο εξατομικευμένη και προσωπική σχέση μαζί του, παρ΄ όλο που ίσως να είναι επιθυμητή, ταυτόχρονα μπορεί ασυνείδητα να βιώνεται από τον έφηβο και ως παράγοντας οιδιπόδειας σεξουαλικής διέγερσης, που προκαλεί άγχος δημιουργώντας ακόμη και προϋποθέσεις βίας. Το ίδιο παράδοξο αποτέλεσμα ενδέχεται να έχουν και οι επιθέσεις μαθητών πάνω στα όρια, όταν, λ.χ., έμπρακτα αμφισβητείται και καταρρίπτεται το κύρος της εξουσίας των καθηγητών. Το ζητούμενο είναι η συμβολική απαγκίστρωση από την εξουσία του ενηλίκου και το μεγάλωμα, αυτό όμως που οι μαθητές ουσιαστικά καταστρέφουν είναι το ίδιο το πλαίσιο που ασυνείδητα τους προστατεύει, με το να θέτει φραγμούς, από την ένοχη και αγχογόνο αιμομικτικότητα της επιθυμίας. Η ρήξη των ορίων δημιουργεί ισχυρό άγχος, ανοίγοντας ψυχολογικά τον δρόμο για τη βία.
Ενώ λοιπόν από φιλοσοφική και πολιτική άποψη η γνώση, με το να επιτρέπει στο υποκείμενο να κατονομάζει, να αποχωρίζεται και να μεγαλώνει, δεν μπορεί παρά να χειραφετεί, διαπιστώνουμε ότι στο επίπεδο του ασυνείδητου φαντασιακού συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η επιθυμία της γνώσης και της μετάδοσής της, με το να κινητοποιούν, στις μεν οικογένειες το μη φαντασιωτικό αιμομικτικό, στο δε σχολείο το φαντασιωτικό αιμομικτικό, τείνουν πολλές φορές να ακινητοποιούν και να γεννούν την καταστροφικότητα, την αυτοκαταστροφικότητα και τη βία.

Βία στα σχολεία
Ι.Τσιάντης
Αναπλ. καθηγητής παιδοψυχιατρικής, επιστημονικός υπεύθυνος ΕΨΥΠΕ
Φωτογραφία
ΜΑΘΗΤΈΣ ΣΚΙΤΣΆΡΟΥΝ ΕΙΚΌΝΕΣ ΒΊΑΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΊΟ. ΑΠΌ ΤΟ ΒΙΒΛΊΟ «ΜΊΛΑ ΜΗ ΦΟΒΆΣΑΙ» ΤΗΣ Ε.Ψ.Υ.Π.Ε.
Το φαινόμενο του εκφοβισμού (bullying) ή της θυματοποίησης (victimization) αποτελεί μορφή επιθετικής συμπεριφοράς η οποία εμφανίζεται κυρίως στη σχολική πραγματικότητα με σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου και στη διαδικασία της μάθησης. Συγκεκριμένα, ένας μαθητής εκφοβίζεται ή θυματοποιείται όταν εκτίθεται επανειλημμένα και για αρκετό χρονικό διάστημα σε αρνητικές πράξεις άλλου ή άλλων μαθητών, που εκδηλώνονται ως μορφές βίαιης ή επιθετικής συμπεριφοράς. Το φαινόμενο της σχολικής επιθετικότητας και του εκφοβισμού παρατηρείται όλο και περισσότερο στις σύγχρονες κοινωνίες και σε πολλές χώρες του κόσμου.
Oεκφοβισμός ή η θυματοποίηση διακρίνεται στις εξής μορφές:
Λεκτικός εκφοβισμός όπως πειράγματα, βρίσιμο, πειρακτικά ονόματα (παρατσούκλια), ειρωνική, σαρκαστική συμπεριφορά, απειλές, διάδοση φημών. Σωματικός εκφοβισμός ή βία όπως χτυπήματα, σπρώξιμο ή σεξουαλική παρενόχληση, χειρονομίες κ.ά.
Κοινωνικός εκφοβισμός όπως αποκλεισμός του παιδιού από τη συμμετοχή σε ομαδικές δραστηριότητες, σε παρέες, παιχνίδια κ.ά.
Εκφοβισμός μέσω κινητών τηλεφώνων, του Διαδικτύου (cyber bullying). Η μορφή αυτή της βίας έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια.
Ερευνες έχουν καταδείξει ότι περίπου το 15% των μαθητών έχει βιώσει συμπεριφορές εκφοβισμού- οι οποίες παρατηρούνται συχνότερα στα σχολεία στις ηλικίες από 8 ως 15 ετών-, και ότι τα αγόρια ασκούν σε μεγαλύτερο ποσοστό σωματική βία, ενώ τα κορίτσια εμπλέκονται κυρίως σε περιστατικά λεκτικού εκφοβισμού.
Οπως προκύπτει από τα διεθνή δεδομένα, 1 στα 7 παιδιά υπόκειται σε κάποια μορφή εκφοβισμού (Οlweus, 1991, 1993,1994).
Στην ελληνική πραγματικότητα, επιδημιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι το φαινόμενο του εκφοβισμού είναι ένα ζήτημα που πλήττει περίπου 1 στα 10 παιδιά (Δεληγιάννη-Κουμτζή, 2005). Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με έρευνες της ΠΟΥ που διεξήχθησαν σε πολλές χώρες στον κόσμο, στην Ελλάδα φαίνεται ότι έχει σημειωθεί αύξηση του ποσοστού στα παιδιά που έχουν υποστεί εκφοβισμό στο σχολείο τουλάχιστον μία φορά τον μήνα από το 2002.
11 ετών: αγόρια 28,1%- κορίτσια 21,6% 13 ετών: αγόρια 28%- κορίτσια 23,5% 15 ετών: αγόρια 23,2%- κορίτσια 22,4%.
Την περίοδο 2005-2006 τα παιδιά που υπέστησαν εκφοβισμό στο σχολείο, τουλάχιστον μία φορά τον μήνα είναι:
11 ετών: αγόρια 44%- κορίτσια 48% 13 ετών: αγόρια 60%- κορίτσια 60% 15 ετών: αγόρια 51%- κορίτσια 46%.
Οι διαφορές στα παραπάνω αποτελέσματα
των ερευνών στην Ελλάδα είναι αδύνατον να συζητηθούν στο κείμενο αυτό.
Στην κατάσταση του εκφοβισμού υπάρχει πάντοτε ο θύτης, το θύμα και ο σιωπηρός παρατήρησης ή συμμετέχων. Τόσο ο θύτης όσο και το θύμα φαίνεται να υποφέρουν, κυρίως όμως το θύμα υποφέρει περισσότερο. Και οι δύο έχουν ανάγκη βοήθειας. Το παιδί-θύμα έχει περισσότερο άγχος, ανασφάλεια, ενώ είναι συνήθως ήσυχο, ευαίσθητο και παραμένει σιωπηλό για αυτό που του συμβαίνει. Εχει μια αρνητική στάση προς τη βία. Τα παιδιά θύματα έχουν επίσης χαμηλή αυτοεκτίμηση, κλαίνε εύκολα και δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Είναι συχνά παιδιά από μειονότητες, όπως παιδιά μεταναστών. Τα αγόρια είναι συνήθως πιο αδύναμα και μπορεί να εμφανίζουν μία σωματική ιδιαιτερότητα.
Τα παιδιά-θύτες νιώθουν την ανάγκη να κυριαρχούν και να ελέγχουν τον άλλον. Φαίνεται να ικανοποιούνται από την πρόκληση πόνου και αδιαφορούν για τα θύματά τους. Είναι παιδιά με χαμηλή σχολική επίδοση και προσπαθούν να ελέγχουν τον άλλον με εκδηλώσεις βίαιης συμπεριφοράς. Τα παιδιά αυτά μπορεί να εκδηλώσουν επίσης παραβατική συμπεριφορά, που μπορεί αργότερα στην ενηλικίωση να εξελιχθεί σε εγκληματικότητα.
Τα παιδιά θύματα βίας μπορεί να εμφανίζουν κατάθλιψη, ιδέες αυτοκτονίας, ανασφάλεια, άγχος, ψυχοσωματικές εκδηλώσεις, άρνηση να πάνε σχολείο, μαθησιακά προβλήματα και δυσκολίες προσαρμογής. Λόγω του ότι το φαινόμενο του εκφοβισμού είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην Ελλάδα, με τάσεις μεγάλης αύξησης όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής
Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου (ΕΨΥΠΕ) εφήρμοσε Ευρωπαϊκό Διακρατικό ερευνητικό πρόγραμμα στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος «Daphne», με στόχο τη συστηματική πιλοτική ποιοτική μελέτη των χαρακτηριστικών της βίας στο σχολείο καθώς επίσης την πρόληψη σε Δημοτικά στην Αθήνα και σε Γυμνάσια της Θεσσαλονίκης. Αντιστοίχως στη Λιθουανία, στην Κύπρο και στη Γερμανία. Το πρόγραμμα είχε στόχο να συμβάλλει στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών, των γονιών και των μαθητών και να προτείνει κατευθυντήριες οδηγίες με στόχο την πρόληψη. Οι μαθητές στην Ελλάδα, μετά την εφαρμογή του προγράμματος, ανέφεραν ότι έγιναν περισσότερο ικανοί να μιλήσουν για τα περιστατικά της βίας στους εκπαιδευτικούς, στους γονείς και τους συμμαθητές τους και έγιναν πιο ικανοί να αντιμετωπίζουν την επιθετικότητα των άλλων παιδιών. Οι εκπαιδευτικοί επίσης αναγνώρισαν την ανάγκη για περισσότερη εκπαίδευση και ευαισθητοποίησή τους καθώς και υποστήριξη για την εφαρμογή του προγράμματος πρόληψης στα σχολεία τους. Το πρόγραμμα προώθησε τις αρχές για καλύτερη επικοινωνία μεταξύ μαθητών, εκπαιδευτικών, γονιών και σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και τις ανάγκες μαθητών, μαθητών εκπαιδευτικών και γονιών έτσι ώστε όλοι να συμβάλουν για ένα σχολείο χωρίς βία. Το πρόγραμμα και τα αποτελέσματά του παρουσιάστηκαν στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, τον Ιούλιο του 2007. Προτάθηκε στην εν λόγω Επιτροπή μια σειρά από αναγκαίες πρωτοβουλίες του υπουργείου Παιδείας και άλλων συναφών φορέων.
Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα συνεχίζεται τη διετία 2009-20011 από την Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου, στην Κύπρο τη Λιθουανία και την Πολωνία. Στη φάση αυτή του προγράμματος που θα αρχίσει τον Σεπτέμβριο του 2009, πρόκειται να αναπτυχθεί συστηματικό πρόγραμμα εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών του Δημοτικού για την ανάπτυξη προληπτικών δράσεων στην αντιμετώπιση του φαινομένου βίας στα σχολεία. Το πρόγραμμα επιχορηγείται κατά 80% από την Ευρωπαϊκή Ενωση και κατά 20% από το υπουργείο Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με Συντονιστικό Κέντρο την Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου (ΕΨΥΠΕ).
Μεταξύ των άλλων προτάσεων που διατυπώθηκαν στην Εθνική Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων περιλαμβάνεται και η λειτουργία συμβουλευτικής τηλεφωνικής γραμμής βοήθειας για εκπαιδευτικούς πανελλαδικά. Η ΕΨΥΠΕ θα μπορεί να αναλάβει αυτή τη λειτουργία τηλεφωνικής γραμμής βοήθειας (τηλεφωνική γραμμή σύνδεσμος 801-801-1177 για γονείς, παιδιά, εφήβους). Επίσης, η Ε.Ψ.Υ.Π.Ε. έχει εκδώσει ένα βιβλίο για το θέμα εκφοβισμού, με τον τίτλο«Μίλα μη φοβάσαι».

Δημοσιογράφος
Διαιωνίζοντας την κουλτούρα της βίας
Δημήτρης Κ.Ψυχογιός
Δημοσιογράφος
Φωτογραφία
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ
Κατοικώ στην Κυψέλη κοντά στα δικαστήρια της Αθήνας, την παλιά Σχολή Ευελπίδων, και κάθε φορά που περνώ από εκεί θυμάμαι τον Σάκη Καράγιωργα. Ο τόπος με συνδέει μαζί του με κάτι που είναι και πολιτικό και πολύ προσωπικό: εκεί, όταν άρχισε η δίκη του και των άλλων της Δημοκρατικής Αμυνας στο στρατοδικείο, τέλη Μαρτίου 1970, δύο σύντροφοι είχαμε τοποθετήσει βόμβες και είχαμε ανατινάξει ένα από τα στρατιωτικά φορτηγά («ρέο») που βρίσκονταν στο μέρος που τώρα είναι το μικρό πάρκο, προς την οδό Ευελπίδων. Σήμερα, στον παλιό τόπο της νεανικής αποκοτιάς, κάνω κάτι πολύ πιο ειρηνικό και ευχάριστο, βγάζω βόλτα τον σκύλο μου. Αναρωτιέμαι αν τα ρέο ήσαν εδώ ή λίγο πιο ΄κεί, ξαναμετράω τα βήματα, ξαναθυμάμαι τον ένοπλο φρουρό που είχα προσπεράσει και είχα καλησπερίσει- και σκέφτομαι πως ήμουν πολύ τυχερός που δεν μου είχε σκάσει και μένα κάποια βόμβα στα χέρια, ίσως επειδή ήμουν των θετικών επιστημών και ήξερα περισσότερα για ηλεκτρικές συνδεσμολογίες. Σκέφτομαι και διάφορα άλλα που θα τα γράψω παρακάτω.
Δεν γνώριζα την ύπαρξη του Σάκη Καράγιωργα ως τη σύλληψή του, το καλοκαίρι του 1969, τότε που η δική του βόμβα έσκασε στα χέρια του. Ηταν δική μου άγνοια, γιατί ήταν ήδη πριν από τη δικτατορία γνωστός στον χώρο της «δημοκρατικής Αριστεράς», όπως αυτοαποκαλούνταν όσοι δεν ήθελαν να παραχωρήσουν την αποκλειστικότητα του τίτλου «Αριστερά» στο εκτός νόμου Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Καράγιωργας ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη, μαζί με τον Κώστα Σημίτη, του ομίλου «Αλέξανδρος Παπαναστασίου» που ήθελε να είναι, ας πούμε, το think tank της Κεντροαριστεράς, κάτι σαν τον ΟΠΕΚ της δεκαετίας του 1990.
Πώς λοιπόν αυτός ο ορκισμένος σοσιαλιστής, ο δημοκράτης αριστερός, βρέθηκε έτοιμος το 1969, σαράντα σχεδόν χρονών και καθηγητής πανεπιστημίου, να ασκήσει ένοπλη βία; Γιατί και οι βόμβες όπλα είναι και μπορούν να σκοτώσουν ανθρώπους, έστω και αν αυτός που τις τοποθετεί δεν έχει αυτή την πρόθεση. Γιατί αποφάσισαν το ίδιο και άλλοι διανοούμενοι και καθηγητές, μέλη της Δημοκρατικής Αμυνας; Ενας από αυτούς ήταν ο Κώστας Σημίτης, που αναγκάστηκε να διαφύγει στο εξωτερικό για να μη συλληφθεί μετά τον τραυματισμό του Σάκη Καράγιωργα.
Υποθέτω ότι έγιναν «βομβιστές» για τους ίδιους λόγους που έγινε και ο εικοσάχρονος φοιτητής που ήμουν εγώ τότε. Είχα ενταχθεί αμέσως μετά τη δικτατορία στη Δημοκρατική Αμυνα αλλά το 1969 αποχώρησα και ιδρύσαμε με κάποιους άλλους συντρόφους, από την Αμυνα οι περισσότεροι, άλλη οργάνωση, το Κίνημα 20ής Οκτώβρη. Λέγαμε λοιπόν ότι βάζαμε βόμβες για προπαγάνδα, για να δείξουμε πως είμαστε εναντίον της χούντας, πως όλος ο λαός είναι εναντίον της, και αφού δεν μας επιτρέπει να εκδηλώσουμε την αντίθεσή μας με άλλα μέσα, καταφεύγουμε
στη βία. Τι άλλο να κάνεις όταν στην παραμικρή διαμαρτυρία σε περίμενε «η Μπουμπουλίνας» (τα γραφεία της Ασφάλειας, γωνία Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα, πίσω από το Μουσείο) και συχνά τα βασανιστήρια, όπως στην περίπτωση του Σάκη Καράγιωργα, που οι ασφαλίτες τον βασάνιζαν τραυματισμένο; Οταν δεν υπάρχουν κόμματα, συνδικαλισμός, σύλλογοι, δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης, τι άλλο σου μένει για να δηλώσεις την αντίθεσή σου παρά οι βόμβες;
Αλλά όλα αυτά τα επιχειρήματα υπέρ της «δυναμικής δράσης» αντιπαρέρχονται το κρίσιμο: ότι η δικτατορία ήταν η συνέχεια της πιο ακραίας μορφής πολιτικής βίας, του εμφύλιου πολέμου, που είχε προηγηθεί και εμείς απαντούσαμε, είμαστε η άλλη πλευρά του εμφύλιου. Δεν αρνηθήκαμε την εμφύλια βία, δεχθήκαμε την πρόκληση και απαντήσαμε- και αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Οχι λάθος πολιτικό, επειδή «οι απομονωμένες από τις μάζες οργανώσεις» συντρίβονται από τις δυνάμεις καταστολής, όπως υποστήριζαν τότε όσοι ήσαν κατά των βομβών και του «δυναμικού αγώνα» και υπέρ«της μαζικής πάλης»- αυτό το επιχείρημα λέει απλώς ότι πρέπει να γίνουμε πολλοί ώστε να είναι αποτελεσματική η βία και να νικήσουμε.
Ηταν λάθος ιδεολογικό, λάθος πολιτιστικό: διαιωνίζαμε την κουλτούρα της βίας.
Η χώρα μας έχει εξαιρετικά βίαιες πολιτικές παραδόσεις. Ολη η ιστορία της από τις αρχές του 20ού αιώνα ως το 1974 είναι ιστορία πραξικοπημάτων, δικτατοριών, εμφυλίων πολέμων, διχασμών, εξεγέρσεων. Είμαστε η μοναδική χώρα της Ευρώπης όπου έγινε εμφύλιος πόλεμος μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η μοναδική όπου έγινε δικτατορίααλλά και μετά τη δικτατορία συνεχίσαμε αυτή τη βίαιη παράδοση: η ένοπλη αριστερή τρομοκρατία επέζησε επί 30 χρόνια, ενώ στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία ούτε 5 (στην Ισπανία και στην Ιρλανδία υπάρχει εθνικιστική τρομοκρατία). Οι καταλήψεις και οι καταστροφές σε σχολεία και πανεπιστήμια επαναλαμβάνονται τελετουργικά κάθε χρόνο, ενώ σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες επαναλήφθηκαν το πολύ δυο-τρεις φορές από το 1968. Και το πρόβλημα είναι ότι η μεν τρομοκρατία είχε ως σημείο αναφοράς τη δυναμική αντίσταση κατά της χούντας, τις καταλήψεις στα πανεπιστήμια, το Πολυτεχνείο -η βία δηλαδή που ασκείται σήμερα δικαιολογείται με αναφορές στην εποχή της δικτατορίας. Και αυτό είναι πολιτιστικό πρόβλημα, όχι πολιτικό.
Οπως πολιτιστικό πρόβλημα είναι η λατρεία του Αρη Βελουχιώτη, του ανθρώπου που ήθελε ευθύς εξαρχής να μετατρέψει την αντίσταση κατά των ναζί σε εμφύλιο πόλεμο· οι τιμές που αποδίδονται στον Κολοκοτρώνη και στους άλλους οπλαρχηγούς της επανάστασης και οι κατηγορίες σε βάρος των πολιτικών της, των διανοουμένων της, των νομοθετών τηςοι πρώτοι θεωρούνται «γνήσιοι λαϊκοί ήρωες», οι άλλοι ξεπουλημένοι στους ξένους πολιτικάντηδες. Πολιτιστικό πρόβλημα είναι οι γιορτές και οι αναπαραστάσεις της τάδε ή της δείνα μάχης σε δεκάδες πολιτείες και χωριά- και αν είναι απολύτως κατανοητό να τιμάται το Μεσολόγγι, η πολίχνη που πολιορκήθηκε και αντιστάθηκε και θυσιάστηκε, δεν είναι ντροπή να εορτάζεται η «απελευθέρωση της Τρίπολης», ήτοι η σφαγή των αμάχων από τους άτακτους του Κολοκοτρώνη;
Και υπάρχουν ακόμη όλες οι άλλες μορφές βίας που γίνονται αποδεκτές ως αυτονόητες: το δικαίωμα μερικών δεκάδων διαδηλωτών να αποκλείουν το κέντρο της Αθήνας ή τις εθνικές οδούς ασκώντας βία πάνω σε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες· η βία των οδηγών που κλείνουν τις διαβάσεις των πεζών, των μοτοσικλετιστών που κάνουν ράλι στα πεζοδρόμια, των ελεγκτών εισιτηρίων που ταπεινώνουν και εξευτελίζουν τους παραβάτες, των αστυνομικών απέναντι στους μετανάστες, αυτών που σπρώχνουν στην ουρά για να μας πάρουν τη θέση, αυτών που γεμίζουν τους δρόμους και τους τράφους γύρω από τα χωράφια τους με τα πλαστικά από τα θερμοκήπιά τους, των χούλιγκαν που σβήνουν όλες τις πινακίδες της Τροχαίας, των γκαζάκηδων που κάθε βράδυ διασκεδάζουν πυρπολώντας αυτοκίνητα- και αναφέρομαι μόνο σε μορφές βίας που ασκούνται πάνω στα δικαιώματά μας ως πολιτών, όχι στις διάφορες μορφές της οικονομικής, της σεξιστικής ή της οικογενειακής βίας. Σε αυτή την κουλτούρα της βίας ενταχθήκαμε και εμείς επί δικτατορίας, όταν αποφασίσαμε ότι θα βάζουμε βόμβες. Γνωρίζω ότι πρόκειται για εκ των υστέρων κριτική, τότε δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς, ήμασταν απελπισμένοι. Αλλά οι απελπισμένοι έχουν και άλλα μέσα αγώνα που ταιριάζουν περισσότερο στην κατάστασή τους, όπως η πρόσφατη απεργία πείνας των φυλακισμένων ή η πολιτική ανυπακοή των μαύρων στην Αμερική κατά τη δεκαετία του 1960. Τέτοιες μορφές διαμαρτυρίας και διεκδίκησης όμως είναι έξω από τις ελληνικές παραδόσεις· οι δικές μας παραδόσεις είναι βίαιες- και κάναμε το λάθος να τις ακολουθήσουμε, νομίζοντας ότι η διαφορά της βόμβας από την προκήρυξη είναι απλώς ότι η πρώτη είναι αποτελεσματικότερη μορφή διαμαρτυρίας. Η βόμβα όμως έκανε κάτι πολύ παραπάνω: διαιώνιζε τη βία ιδεολογικά και πολιτιστικά. Και επειδή ο αγώνας μας ήταν σωστός, τη δικαίωνε κιόλαςγια τούτο την επικαλούνται σήμερα οι νέοι. Υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να δικαιώνεται η βία;
Το Πάντειο τίμησε τον καθηγητή και πρύτανή του μετά τον πρόωρο θάνατό του δίνοντας το όνομα «Σάκης Καρά
γιωργας» στο μεγάλο αμφιθέατρο του κτιρίου του που εγκαινιάστηκε προ δεκαετίας περίπου. Δεν έχει σημασία, ίσως, ότι ελάχιστοι από τους φοιτητές που μπαίνουν εκεί γνωρίζουν ποιος ήταν ο Σάκης Καράγιωργας, σημασία έχει η καταστροφή που έχει υποστεί το αμφιθέατρο από τις διαδοχικές καταλήψεις και γενικές συνελεύσεις: τα υφάσματα των καθισμάτων ξηλώθηκαν ή διακοσμήθηκαν με λεκέδες φραπέ, τα ξύλινα έδρανα έσπασαν, οι μικροφωνικές εγκαταστάσεις απαλλοτριώθηκαν, οι τοίχοι γεμάτοι ανόητα συνθήματα και αφίσες που λένε τα ίδια και τα ίδια, χρόνια τώρα. Και όλα αυτά επειδή οι φοιτητές θέλουν να έχουν«της γενιάς
τους το Πολυτεχνείο».Κοινωνίες όμως που έχουν ανάγκη να αναβαπτίζονται συνεχώς στη βία είναι προβληματικές κοινωνίες, δεν είναι δημιουργικές, δεν θα πάνε μπροστά.
Δεν τον πρόλαβα στο Πάντειο, αλλά διάβασα αφήγηση παλαιού φοιτητή του που έλεγε ότι ο Σάκης Καράγιωργας δεν διέκοπτε το μάθημά του όταν γίνονταν γενικές συνελεύσεις των φοιτητών, όπως απαιτεί το σε μόνιμη επαναστατική στύση ευρισκόμενο κίνημα διδασκόντων και διδασκομένων. Για να το καταφέρνει, φαίνεται ότι τα έβγαζε πέρα μαζί τους καλύτερα από εμένα: κάποτε όρμησαν μέσα στην αίθουσα όπου δίδασκα καμιά δεκαριά
εξαγριωμένοι φοιτητές που με αποκάλεσαν «πράκτορα του υπουργού Παιδείας» και διέλυσαν με το έτσι θέλω το μάθημα διότι είχαν γενική συνέλευση εκείνη την ώρα και«αποτελεί κατάκτηση του φοιτητικού κινήματος να μη γίνονται μαθήματα,το προβλέπει το άρθρο 16 του Συντάγματος». Και εγώ ο αντιδραστικός έπρεπε να ξέρω ότι«κάποιοι αγωνίστηκαν και έδωσαν το αίμα τους για να μπορείς εσύ να διδάσκεις ελεύθερα», κάπως έτσι μου το είπαν και έφυγαν περήφανοι που με είχαν βάλει στη θέση μου, για την ακρίβεια με είχαν πετάξει από τη θέση μου ως καθηγητή. Εγιναν όλα αυτά το 1968 σε όλη την Ευρώπη, αλλά
αντέχει το πανεπιστήμιο ένα «Μάη ΄68» κάθε χρόνο;
Μου φαίνεται πως αν είχαμε την τύχη να βρίσκεται σήμερα ο Σάκης Καράγιωργας ανάμεσά μας και καθόμασταν μαζί σε κάποιο παγκάκι στο μικρό πάρκο των νυν δικαστηρίων και κουβεντιάζαμε για τη βόμβα που, σε ένδειξη συμπαράστασης και τιμής, ανατίναξε το ρέο της Σχολής Ευελπίδων τις ημέρες που η Αμυνα δικαζόταν και ο ίδιος καταδικαζόταν σε ισόβια, μάλλον θα συμφωνούσαμε ότι, αν τότε πρώτη προτεραιότητα ήταν η ανατροπή της χούντας, σήμερα το πρόβλημα είναι να απαλλαγούμε από την κουλτούρα της βίας.
*
Φωτογραφία
ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΔΊΚΗ ΤΩΝ ΣΤΕΛΕΧΏΝ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΉΣ ΑΜΥΝΑΣ: ΑΠΌ ΑΡΙΣΤΕΡΆ Χ. ΡΟΚΌΦΥΛΛΟΣ, Μ. ΔΕΛΟΎΚΑΣ, Σ. ΚΑΡΆΓΙΩΡΓΑΣ, Δ. ΚΩΤΣΆΚΗΣ ΚΑΙ Β. ΖΩΓΡΆΦΟΥ
Υστερόγραφο: Το παραπάνω κείμενο είχε γραφτεί προτού ξεκινήσει ο κύκλος βίας των «Δεκεμβριανών». Η αδιανόητη εν ψυχρώ δολοφονία παιδιού από αστυνομικό επειδή η παρέα του πέταξε δύο πλαστικά μπουκάλια στο περιπολικό (που σε οποιαδήποτε δημοκρατική και ειρηνική χώρα του κόσμου θα είχε κοστίσει το πολύ μερικές ώρες στο αστυνομικό τμήμα και αυστηρές συστάσεις στους γονείς) έδωσε το πρόσχημα στους χουλιγκανοαριστεριστές να κάψουν το κέντρο της Αθήνας.
Πώς θα προοδεύσει στις τέχνες και στα γράμματα, στην επιστήμη, στην επιχειρηματικότητα, χώρα όπου παρέα μαθητών από τα καλύτερα και ακριβότερα σχολεία της θεωρεί ότι της επιτρέπεται να πετάει μπουκάλια σε περιπολικά; Πώς θα συμμαζευτεί η βία όταν οι αστυνομικοί πιστεύουν ότι μπορούν να χρησιμοποιούν τον οπλισμό τους με τον ίδιο τρόπο που τα ανήλικα παιδιά χρησιμοποιούν τα πλαστικά μπουκάλια; Πώς θα συμμορφωθεί η Αστυνομία όταν καλύπτεται κάθε βίαιη αυθαιρεσία της; Πώς είναι δυνατόν να επιβιώσει στον παγκόσμιο ανταγωνισμό των «έργων της ειρήνης» η Ελλάδα όταν κοινοβουλευτικά κόμματα, όπως ο Συνασπισμός, δεν καταδικάζουν ρητά και απερίφραστα τη βία των κουκουλοφόρων χουλιγκάνων αλλά κρύβονται πίσω από τη φράση«καταδικάζουμε τη βία από όπου και αν προέρχεται»;
Ας μου επιτραπεί και μια προσθήκη, κάτι που ξέχασα να αναφέρω παραπάνω, που δείχνει
πόσο μας είχε εμποτίσει όλους η βίαιη κουλτούρα της χούντας. Οι παλαιότεροι θυμούνται ίσως τα προδικτατορικά συνθήματα«Δημοκρατία», «114», «Ο Λαμπράκης ζει», «Προίκα στην Παιδεία και όχι στη Σοφία», ας θυμηθούν και τον ρυθμό με τον οποίο εκφωνούνταν. Ας θυμηθούν όμως το θρυλικό«Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία»και τα κυρίαρχα συνθήματα μετά τη δικτατορία:«Φόλα στον σκύλο της ΕΣΑ», «Εξω τώρα οι Αμερικάνοι», «Λαέ,πολέμα,σου πίνουνε το αίμα»- ο ρυθμός τους δεν έχει καμιά σχέση με τα προηγούμενα, όλα εκφωνούνται όπως το«Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Και όπως διαπίστωσα όταν πήγα να υπηρετήσω τη θητεία μου αμέσως μετά τη δικτατορία, όλα τα συνθήματα που μας μάθαιναν οι υπαξιωματικοί να εκφωνούμε σε διάφορες εκδηλώσεις ήσαν σε αυτόν ακριβώς τον ρυθμό. Διαδηλώναμε και φωνάζαμε δηλαδή σαν στρατιώτες- και όλα όσα μαθαίνουν οι στρατιώτες έχουν σκοπό να τους προετοιμάζουν για τη στιγμή της μάχης. Οπως συνέβαινε και με τις βόμβες, η χούντα είχε επιβάλει να την αντιπαλεύουμε, ακόμα και στις διαδηλώσεις εναντίον της, τραγουδώντας στον δικό της σκοπό.