Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν μια τραυματική εμπειρία και η ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους ένα σοκ για τους ιθύνοντες του oθωμανικού κράτους. Μέχρι τότε και ειδικά ξεκινώντας από τον 18ο αιώνα η αυτοκρατορία έχανε εδάφη, αλλά μόνο έπειτα από στρατιωτικές ήττες απέναντι σε εχθρικά γειτονικά κράτη, όπως Αυστρία, Ρωσία και Περσία. Το «21» ήταν μια άλλη περίπτωση: είχαν επαναστατήσει για πρώτη φορά, και μάλιστα με επιτυχία, οι υπήκοοι του κράτους.
Εθνική ταυτότητα
Αυτή η επανάσταση δρομολόγησε μέσα στην οθωμανική επικράτεια μια σειρά γεγονότων που γενικά θα χαρακτηρίζονταν ως: α) προσπάθειες κατανόησης «τι δεν πάει καλά;», και β) αναζήτηση μιας νέας κοινωνικής «ταυτότητας» που θα περιόριζε παρόμοια φαινόμενα αμφισβήτησης των αρχών. Στον πρώτο άξονα βλέπουμε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του κράτους. Π.χ., καταργήθηκε ο στρατός και ο θεσμός των γενιτσάρων και οργανώθηκε ένας νέος, πιο σύγχρονος στρατός. Θανατώθηκαν είκοσι χιλιάδες γενίτσαροι (1826). Ιδρύθηκαν σχολές στα πρότυπα της Δύσης και τελικά δρομολογήθηκε το «Τανζιμάτ» (Χατ-ι Χιουμαγιούν) με σκοπό να προωθηθεί ένα είδος ισοπολιτείας (1839).
Αλλά για ορισμένους Τούρκους ερευνητές το «21» δεν αποτέλεσε έναυσμα μόνο για μια ενωτική «οθωμανική» ταυτότητα αλλά δρομολόγησε και τα πρώτα βήματα μιας εθνικής (τουρκικής) ταυτότητας. Το 1833 οργανώθηκε το Τμήμα Μεταφραστών (ένα είδος υπουργείου Εξωτερικών) το οποίο ανέλαβε τα καθήκοντα που μέχρι τότε διεκπεραίωναν οι Χριστιανοί και βασικά οι «Ρωμιοί» ως τα βασικά συστατικά μέλη του μηχανισμού των εξωτερικών υποθέσεων του κράτους. Αυτή η πράξη είναι μια ένδειξη ότι η Υψηλή Πύλη δεν εμπιστευόταν πλέον τους «Ρωμιούς», οι οποίοι εκλαμβάνονται ως οι «εθνικά Άλλοι». Με άλλα λόγια, το κράτος εδραιώνει ένα νέο φορέα εξαιρώντας τον εθνικά «Άλλο».
Ελάχιστη είναι όμως οι σύγχρονοι Τούρκοι ιστορικοί που θα συμφωνούσαν με μια τέτοια ερμηνεία του παρελθόντος. Το κάθε εθνικό κράτος καλλιεργεί μια νέα και εθνική ταυτότητα πάντα με μια ειδική ερμηνεία της ιστορίας που πληροί ορισμένες προϋποθέσεις: εξωραΐζει το παρελθόν «μας» και υμνεί τον «χαρακτήρα» του έθνους, κατασκευάζει έναν υποδεέστερο «Άλλο», ξεχνάει τα αρνητικά «μας» και γενικά κολακεύει τους πολίτες του χρεώνοντας σε άλλους τις αρνητικές εξελίξεις. Πώς θα μπορούσε να παραδεχτεί ότι έσφαλε στο παρελθόν, ότι και ο Άλλος είχε κάποιο δίκιο ή ότι ο «Άλλος» ήταν η αιτία της εθνικής αφύπνισής του;
Γι’ αυτό η τουρκική ιστοριογραφία γενικά και τα σχολικά βιβλία ειδικότερα κατασκεύασαν μια ιστορία που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «εθνική», «εθνικιστική» ή «πατριωτική κατασκευή». Σε γενικές γραμμές, η τουρκική ιστοριογραφία αποφεύγει τα ανωτέρω, τονίζει άλλες πτυχές του «21» και αφηγείται τα εξής:
Τι λένε οι «Άλλοι»
Η οθωμανική κυριαρχία παρείχε μια σχετική αυτοδιοίκηση στους Ρωμιούς όπου ο Πατριάρχης ήταν η κεφαλή αυτής της κοινότητας (του γένους / του μιλέτ των Ορθοδόξων). Είχαν δικούς τους οικονομικούς πόρους που τους διέθεταν όπως έκρινε η κοινότητα και μπορούσαν να επιλέγουν τους θρησκευτικούς και κοινοτικούς τους ηγέτες. Οι Ρωμιοί ήταν εύποροι και απολάμβαναν θρησκευτικές και εκπαιδευτικές ελευθερίες. (Βεβαίως δεν αναφέρονται σε κρυφά σχολειά αλλά απαριθμούν τις σχολές των Ρωμιών.) Είχαν αποκτήσει και διοικητικά αξιώματα ως ηγεμόνες στη Μολδοβλαχία και «διερμηνείς» στον χώρο των εξωτερικών υποθέσεων του κράτους.
Αλλά οι μεγάλες δυνάμεις που επιδίωκαν τον διαμελισμό του Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και ειδικά η Ρωσία, συχνά προσπαθούσαν να παρακινήσουν τους χριστιανούς σε ξεσηκωμούς, όπως π.χ., έγινε με τα Ορλωφικά το 1770-1774. Επιπλέον στις αρχές του 19ου αιώνα οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης επηρέασαν τους λαούς των Βαλκανίων (δεν διασαφηνίζεται αν αυτές οι ιδέες είναι θετικές ή αρνητικές). Τελικά οι Ρωμιοί επαναστάτησαν, αλλά ο οθωμανικός στρατός που έσπευσε από την Αίγυπτο αποκατέστησε την τάξη. (Σε αυτό το σημείο παρατηρούνται πολλές «αποσιωπήσεις»: η σφαγή της Χίου, ο απαγχονισμός του Πατριάρχου, η αδυναμία του κρατικού στρατού δεν αναφέρονται ή υποβιβάζεται η σημασία τους).
Εξιστορείται η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ναυαρίνο και τονίζεται ότι το νέο ελληνικό κρατίδιο είναι ένα δημιούργημά τους. Αυτή η άποψη είναι σε αρμονία με τη γενικότερη διαδεδομένη θέση ότι οι Δυτικοί «πάντα» υποστήριξαν και ακόμη υποστηρίζουν τους Έλληνες λόγω θρησκευτικής αλληλεγγύης ή επειδή κακώς νομίζουν ότι είναι οι απόγονοι των αρχαίων. Το «21» δίνει το έναυσμα για μερικές ακόμη τοποθετήσεις. Πρώτον, η τουρκική ιστοριογραφία αναφέρεται συχνά στον Φαλμεράιερ υποστηρίζοντας ότι οι Νεοέλληνες δεν είναι οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων (αλλά ένα κράμα Σλάβων και Αλβανών) και δεύτερον παρουσιάζει χάρτες που «τεκμηριώνουν» την επεκτατική πολιτική της νέας Ελλάδας (γνωστή στην Τουρκία ως «Μεγκάλο Ιντέα») και της εξάπλωσής της εις βάρος της οθωμανικής/τουρκικής κυριαρχίας (1881, 1913, 1919, 1947, 1974).
Ένας αντίλογος
Με άλλα λόγια, στην τουρκική ιστοριογραφία παρακάμπτεται η ουσιώδης πλευρά του «21» που την αφορά και που είναι αυτή που ώθησε την αναδιοργάνωση του οθωμανικού/ τουρκικού κράτους και την αφύπνιση της εθνικής ταυτότητας και, αντί αυτού, αναπτύσσεται ένας αντίλογος που μοιάζει να πηγάζει από μια τάση να «ανατρέψει» τα ελληνικά εθνικά επιχειρήματα, δηλαδή: οι Τούρκοι ήταν τυραννικοί, «εμείς» μόνοι μας «σας» νικήσαμε, είμαστε οι απόγονοι των παλαιών κατοίκων της περιοχής. Η ιστοριογραφία μπορεί να έχει και μια δεύτερη ανάγνωση: είναι ένας συγκρουσιακός διάλογος.