Προθανάτιες εμπειρίες: Βιολογικό ή μεταφυσικό φαινόμενο;
Συγγραφέας: Αναστασία Μαντεση
Καθημερινά πεθαίνουν στον κόσμο περισσότεροι από 130.000 άνθρωποι. Πρόκειται για μια μοίρα που μας περιμένει όλους, και η επίγνωση του αναπόφευκτου χαρακτήρα της αποτελεί μια από τις γνωστικές ιδιαιτερότητες του ανθρώπινου είδους. Ο άνθρωπος, από την αρχή της ζωής του πάνω στη γη, φοβάται τον θάνατο, καθώς είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να εξερευνήσει. Γι’ αυτό τον λόγο, προσπάθησε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γάλλος ιστορικός Philippe Aries, να τον «εξημερώσει». Προσπάθησε, δηλαδή, να εκλογικεύσει το φαινομενικά ακατανόητο γεγονός του θανάτου, και να του αποδώσει χαρακτηριστικά από την ήδη οικείς του πραγματικότητα της ζωής. Ο φόβος του θανάτου έχει δώσει στον άνθρωπο το έναυσμα για να διατυπώσει πάμπολλες εικασίες σχετικές με τη μετά θάνατον ζωή. Πολυάριθμες θρησκείες, φιλοσοφικά και μυστικιστικά ρεύματα ανά τους αιώνες έχουν προσπαθήσει να προσφέρουν στον άνθρωπο την παρηγοριά που αποζητά.
Έτσι, η στάση του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο, όπως την υπέβαλε η θρησκευτική πίστη και η παράδοση παρέμεινε αμετάβλητη για αιώνες, ή και για χιλιετίες ακόμη. Σύμφωνα με αυτήν, ο θάνατος ήταν ταυτόχρονα οικείος, κοντινός, και όχι τόσο σημαντικός, κάτι που έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τη στάση του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου, ο οποίος φοβάται τον θάνατο τόσο πολύ, που συχνά δεν τολμά να αναφέρει ούτε το όνομά του. Παλαιότερα, ο ετοιμοθάνατος συγκέντρωνε γύρω του όλη την οικογένεια ή την κοινότητα, η οποία άκουγε με ευλάβεια τα λόγια του, χωρίς να κρύβει πως ήταν εκεί για να τον αποχαιρετήσει στο ταξίδι του για την άλλη ζωή. Σήμερα, κατά γενική ομολογία, η θρησκευτική πίστη του δυτικού ανθρώπου περνά κρίση, και η εσχατολογία είναι πλέον προνόμιο λίγων «γραφικών». Έτσι όμως, ακυρώνεται η «εξημέρωση» του θανάτου, ο οποίος, στις αρχές του 21ου αιώνα, τρομάζει τον άνθρωπο περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή της ιστορίας του. Πραγματικά, προσπαθούμε να αποφύγουμε τα νεκροταφεία, ακόμη και τα νοσοκομεία, και κρατάμε τα παιδιά μας μακριά, όχι μόνο από τον νεκρό ή τον ετοιμοθάνατο, αλλά ακόμα και από τον ηλικιωμένο. Σε μια ευρύτερη θεώρηση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όσο η κοινωνία μας «απελευθερώνεται» και το ταμπού του σεξ αντικαθίσταται από το ταμπού του θανάτου. Πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή τη μετάβαση διαδραμάτισε η ραγδαία πρόοδος της επιστήμης κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Οι συγκλονιστικές ανακαλύψεις της ιατρικής, της βιολογίας και της γενετικής ερμήνευσαν τόσο πολλά από τα έως τότε θεωρούμενα ως μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης, ώστε ό,τι δεν μπορεί να ερμηνευθεί με επιστημονικό τρόπο, θεωρείται πλέον ανύπαρκτο.
Αναπόφευκτη συνέπεια του φαινομένου αυτού, είναι η έκπτωση της κοινωνικής αξίας του ετοιμοθάνατου. ’λλοτε, ο ετοιμοθάνατος διατήρησε την αξία του μέχρι το τέλος της ζωής του, και μάλιστα ακόμη παραπέρα, αφού την έπαιρνε μαζί του σε μια ζωή μελλοντική, στην οποία όλοι πίστευαν. Ο σύγχρονος ετοιμοθάνατος δεν έχει «στάτους», γι’ αυτό και τα τελευταία λόγια του ήταν λόγια ενός ανθρώπου που έχει ήδη σχεδόν αναιρεθεί δεν λαμβάνονται πια σοβαρά υπόψη.
Φυσικά, το ενδιαφέρον του ανθρώπου για το θάνατο δεν έχει μειωθεί: Όταν το αμερικανικό περιοδικό Psychology Today υπέβαλε στους αναγνώστες του ένα ερωτηματολόγιο σχετικό με το θάνατο, έλαβε 30.000 απαντήσεις, αριθμός που πέρασε κατά 10.000 το προηγούμενο «ρεκόρ». Αυτό το οποίο συμβαίνει είναι ότι οι απαντήσεις ζητούνται πλέον από την επιστήμη. Μόλις το 1956 η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρία οργάνωσε το πρώτο της συμπόσιο με θέμα το θάνατο. Το γεγονός από μόνο του μαρτυρά την ανάγκη του ανθρώπου να αναγάγει σε ξεχωριστό θέμα μελέτης ένα γεγονός το οποίο για τόσο καιρό αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας και σχεδόν αποκλειστική αρμοδιότητα της θεολογίας.
Οι περισσότερες θρησκείες, συμπεριλαμβανομένου και του χριστιανικού, κηρύττουν την ύπαρξη της μετά θάνατον ζωής. Ο ιουδαϊσμός και ο χριστιανισμός εκτιμούν το σώμα ως ισότιμο με την ψυχή. Γι’ αυτό υπερβαίνουν τη θεωρία της εγγενούς αθανασίας της ψυχής, και πρεσβεύουν την άλλη άποψη: την ανάσταση των νεκρών. Ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική οντότητα. Ζωή σημαίνει τη λειτουργική σχέση ψυχής και σώματος, τη συμμετοχή των ψυχικών λειτουργιών στις σωματικές διαδικασίες και την επικοινωνία ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα. Αν λοιπόν ορίσουμε τη ζωή ως τη σχέση της ψυχής με το σώμα, τότε κατανοούμε τον θάνατο ως τη διάσπαση της ψυχοσωματικής ενότητας του ανθρώπου, τον διαχωρισμό τους και την απομόνωση της ψυχής από το σώμα. Πτώμα είναι σώμα χωρίς ψυχή. ’νθρωπος είναι έμψυχο σώμα ή ενσώματη ψυχή. Νεκρός άνθρωπος είναι μια διασπασμένη οντότητα ανθρώπου σε δύο μόρια, την ψυχή και το σώμα, από το οποίο αποσπάται η ψυχή, προσωρινά όμως, μέχρις ότου έλθει η ώρα της ανάστασης των νεκρών, οπότε θα επιστρέψει στο σώμα το οποίο άφησε.
Σύμφωνα με την εκκλησιαστική διδασκαλία, ο θάνατος είναι αναστρέψιμος, αν και κάτω από πολύ συγκεκριμένες συνθήκες. Και παρ’ όλο που οι επίσημες εκκλησίες αποφεύγουν συνήθως να πάρουν θέση, δεν αποθαρρύνουν του πιστούς από το να διαδίδουν και να υιοθετούν τις ιστορίες οι οποίες μιλούν για ανθρώπους που ουσιαστικά πεθαίνουν στο χειρουργικό τραπέζι και πριν επανέλθουν στη ζωή με τη βοήθεια της σύγχρονης ιατρικής τεχνολογίας, προλαβαίνουν να αντικρίσουν κάτι, το οποίο συνήθως θυμίζει τον Παράδεισο. Για πολύ καιρό, οι μαρτυρίες αυτές, όπως και οι αναφορές όσων υποστηρίζουν πως αυτή η ζωή δεν είναι η πρώτη που ζουν πάνω στη γη, αποτελούσαν αντικείμενο χλευασμού από την επιστήμη. Καθώς όμως οι υποστηρικτές της αξιοπιστίας αυτών των «προθανάτιων εμπειριών», όπως έχει επικρατήσει να λέγονται, επιστρατεύουν επιστημονικές μεθόδους για να στηρίξουν τους ισχυρισμούς τους, τόσο οι πολέμιοί τους αναγκάζονται να τις αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη σοβαρότητα. Η εντυπωσιακή πρόοδος των νευροεπιστημών έχει συμβάλει σε αυτό, αν και με έναν κάπως ανορθόδοξο τρόπο, αναγκάζοντας τους πολύ φανατικούς σκεπτικιστές να ‘’βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους’’. Κι αυτό γιατί, μαζί με τη συνεχή πρόοδο της επιστήμης, αυξάνεται συνεχώς και η επίγνωση της άγνοιάς μας. Όπως έγραψε ο Robert Oppenheimer, «γνωρίζουμε ένα μικρό μέρος ενός αντικειμένου αρκετά καλά για να νιώσουμε βαθιά μέσα μας τη συναίσθηση της γνώσης και τη συναίσθηση της άγνοιας».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της ανατρεψιμότητας του θανάτου, την οποία, μετά τη θρησκεία, διερευνά πλέον και η πρώτη γραμμή της επιστήμης. Το 1981, η κυβέρνηση των ΗΠΑ εξέδωσε την περίφημη Ενιαία Νομοθετική Πράξη για την Κήρυξη του Θανάτου. Σύμφωνα με αυτό το έγγραφο, ο θάνατος ενός ατόμου καθορίζεται είτε από τη μη αναστρέψιμη διακοπή των κυκλοφορικών και αναπνευστικών του λειτουργιών, είτε από την μη αναστρέψιμη διακοπή όλων των λειτουργιών του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένου και του εγκεφαλικού στελέχους. Ακολούθησαν πολλές αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις μέσα στην επιστημονική κοινότητα, το θέμα όμως στο οποίο επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον ήταν το ζήτημα της μη αναστρεψιμότητας του θανάτου. Στην πραγματικότητα, η ιατρική δέχεται ότι, για μικρό χρονικό διάστημα, η κατάσταση του θανάτου είναι αναστρέψιμη. Κατά το διάστημα αυτό, το σώμα κηρύσσεται «κλινικά νεκρό». Στην πράξη, ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει διακοπή της καρδιακής λειτουργίας η οποία συνοδεύεται από άπνοια και απώλεια της συνείδησης. Σήμερα, οι γιατροί διαθέτουν μια ποικιλία από τεχνικές, ουσίες και μηχανήματα ανάνηψης, τα οποία είναι δυνατόν, μέσα σε μερικά λεπτά, να επαναφέρουν τον άνθρωπο στη ζωή, χωρίς μόνιμες συνέπειες για την υγεία του. Δεν επανέρχονται όλοι, αλλά αρκετοί από αυτούς που επανέρχονται, διηγούνται στη συνέχεια ιστορίες οι οποίες δύσκολα θα άφηναν οποιονδήποτε αδιάφορο. Οι περισσότεροι θα τις έκριναν είτε συγκλονιστικές, είτε γελοίες. Τα τελευταία χρόνια, η μεταφυσική διάσταση του θανάτου, όπως παρουσιάζεται μέσα από τις μαρτυρίες αυτές, έχει αρχίσει να ξεφεύγει από τις σελίδες των λαϊκών περιοδικών και να βρίσκει τον δρόμο για τις έγκυρες επιστημονικές επιθεωρήσεις, χάρη στο ενδιαφέρον αρκετών ερευνητών, οι οποίοι ακολουθούν επιστημονικές μεθόδους, για να περιγράψουν, να επαληθεύσουν και να ερμηνεύσουν τη γνησιότητα και τη φύση των προθανάτιων αυτών εμπειριών.
Η Pam Reynolds συμμετείχε σε μία έρευνα την οποία διεξήγαγε ο Δρ. Michael Sabom, καρδιολόγος στο Ιατρικό Κέντρο Υποδοχής Βετεράνων της Altanta και συγγραφέας του βιβλίου Light and Death, το οποίο περιλαμβάνει μια εκτενή ανάλυση των προθανάτιων εμπειριών αρκετών ασθενών. Η Reynolds χρειάστηκε να υποβληθεί σε μια σπάνια επέμβαση για την αφαίρεση ενός τεράστιου αγγειακού ανευρύσματος στον εγκέφαλό της, το οποίο απειλούσε άμεσα τη ζωή της. Το μέγεθος και η θέση του ανευρύσματος καθιστούσε την επέμβαση με τις καθιερωμένες νευροχειρουργικές μεθόδους σχεδόν αδύνατη. Έτσι, δέχθηκε να υποβληθεί σε μια καινοτόμο χειρουργική διαδικασία, η οποία συμπεριελάμβανε την πτώση της σωματικής της θερμοκρασίας στους 15 βαθμούς Κελσίου, τη διακοπή της καρδιακής λειτουργίας και των εγκεφαλικών κυμάτων της και την αφαίρεση του αίματος από τον εγκέφαλό της. Πιο απλά, η Pam Reynolds νεκρώθηκε τεχνητά από τους γιατρούς της, οι οποίοι την επανέφεραν στη συνέχεια στη ζωή. Κατά τη διάρκεια αυτής της επέμβασης, βίωσε την προθανάτια εμπειρία η οποία περιγράφεται στη συνέχεια. Η αφήγησή της είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.
‘’Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι ήταν ο ήχος: Ένας ήχος σαν ένας συνεχής βόμβος. Ένιωσα σαν ο ήχος να με τραβούσε έξω από το σώμα μου, από την κορυφή του κεφαλιού μου. Όσο πιο πολύ αποσπώμουν από το σώμα μου, τόσο πιο καθαρός γινόταν ο ήχος. Είχα την εντύπωση ότι αποτελούσε ένα είδος δρόμου, μια συχνότητα πάνω στην οποία μπορούσα να βαδίσω… Θυμάμαι ότι μπορούσα να δω τι ακριβώς γινόταν στο χειρουργείο κοιτάζοντας προς τα κάτω (…), σαν να καθόμουν στον ώμο του γιατρού. Η όρασή μου ήταν πιο οξυμένη και καθαρή απ’ ότι φυσιολογικά (…). Στο χειρουργείο βρισκόταν πολύς κόσμος. Σκέφτηκα ότι ήταν περίεργος ο τρόπος με τον οποίο ξύρισαν το κεφάλι μου (…)’’ Η Reynolds περιγράφει με λεπτομέρειες τα εργαλεία, τα περισσότερα από τα οποία έβλεπε για πρώτη φορά, και τον τρόπο με τον οποίο τα χρησιμοποιούσαν οι γιατροί στο κεφάλι της.
‘’Είχα την αίσθηση ότι κάτι με τραβούσε, αλλά όχι ενάντια στη θέληση μου. Πήγαινα γιατί ήθελα να πάω (…). Ένιωθα σαν να ανέβαινα προς τα πάνω με κάποιο ασανσέρ, πάρα πολύ γρήγορα. Έμοιαζε με σήραγγα (…) Πολύ σύντομα, καθώς στροβιλιζόμουν στη σήραγγα, άκουσα τη γιαγιά μου να με καλεί. Όμως δεν την άκουγα με τα αυτιά μου… ήταν μια αίσθηση διαφορετική, αλλά πολύ πιο καθαρή από την ακοή. Ένιωθα ότι η γιαγιά μου ήθελε να πάω κοντά της, έτσι συνέχισα χωρίς να φοβάμαι. Η σήραγγα ήταν σκοτεινή, αλλά στο τέλος της υπήρχε αυτό το απειροελάχιστο φως που όλο και μεγάλωνε’’.
‘’Το φως ήταν απίστευτα λαμπρό, σαν να βρισκόμουν στο εσωτερικό ενός ηλεκτρικού λαμπτήρα. Ήταν τόσο δυνατό, που έφερα τα χέρια μου μπροστά στο πρόσωπο μου για να τα δω και δεν μπορούσα να τα δω. Αλλά ήξερα ότι είναι εκεί… (…) από την αίσθηση της αφής. Και πάλι, είναι τρομερά δύσκολο να το εξηγήσω, αλλά γνώριζα ότι είναι εκεί… (…). ’ρχισα να διακρίνω διάφορες φιγούρες μέσα στο φως – ήταν όλες καλυμμένες από το φως, αποτελούντο από φως και το φως τις διαπερνούσε και τις διαπότιζε. Σιγά σιγά, άρχισαν να παίρνουν σχήματα που μπορούσα να αναγνωρίσω και να κατανοήσω. Μπορούσα να διακρίνω ότι η μια ήταν η γιαγιά μου (…), θα την αναγνώριζα οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Τώρα που το ξανασκέπτομαι, είδα πολλούς ανθρώπους τους οποίους γνώριζα κάποτε και που είχαν πεθάνει. Έδειχναν όλοι ακριβώς όπως ήταν στην καλύτερη στιγμή της ζωής τους (…). Ήθελαν να με φροντίσουν αλλά δεν με άφησαν να προχωρήσω παραπέρα. Μου μετέδωσαν – δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω, γιατί δεν μου μίλησαν – ότι, αν προχωρούσα και άλλο μέσα στο φως, κάτι θα συνέβαινε στο σώμα μου. Δεν θα μπορούσαν να ξανατοποθετήσουν αυτό τον εαυτό μου στο σώμα μου, λες και θα είχα φύγει πολύ μακριά για να ξανασυνδεθούμε. Έτσι δεν με άφησαν να πάω πουθενά αλλού και να κάνω τίποτε άλλο».
‘’Ήθελα να προχωρήσω στο φως, αλλά ήθελα και να επιστρέψω. Είχα παιδιά να μεγαλώσω. Φαινόταν σαν να παρακολουθούσα μια ταινία στη γρήγορη ταχύτητα του βίντεο: Καταλάβαινα τι γινόταν, αλλά οι σκηνές εναλλάσσονταν τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινα να συλλάβω τις λεπτομέρειες (…). Οι νεκροί συγγενείς μου με τάιζαν. Όχι μέσω του στόματός μου, αλλά με τάιζαν με κάτι. Ο μόνος τρόπος για να το περιγράψω είναι να πω ότι ήταν κάτι λαμπερό. Η λάμψη είναι η εικόνα που έχω. Θυμάμαι ξεκάθαρα ότι ένιωθα να τρέφομαι και να δυναμώνω. Γνωρίζω ότι ακούγεται ανόητο, γιατί προφανώς δεν ήταν κάτι σωματικό, αλλά μέσα στο πλαίσιο εκείνης της εμπειρίας, ένιωθα σωματικά δυνατή και έτοιμη για όλα. Η γιαγιά μου δεν με συνόδευσε πίσω στη σήραγγα, ούτε και μου ζήτησε να επιστρέψω. Απλώς κοιτούσε. Εγώ περίμενα ότι θα με συνόδευε εκείνη, αλλά μου μετέδωσε ότι μάλλον δεν θα το έκανε. Ο θείος μου είπε πως θα το αναλάμβανε εκείνος. Με οδήγησε πίσω μέχρι την αρχή της σήραγγας. Όλα ήταν εντάξει. Ήθελα να επιστρέψω’’.
‘’Όταν όμως έφτασα εκεί απ’ όπου είχα ξεκινήσει και είδα αυτό το πράγμα, το σώμα μου… δεν ήθελα να εισχωρήσω μέσα του… Μου φαινόταν φρικτό, σαν το κουφάρι ενός τρένου μετά από ένα τρομερό ατύχημα. έμοιαζε με αυτό που ήταν: Νεκρό. Νομίζω ότι ήταν καλυμμένο. Με φόβιζε και δεν ήθελα ούτε να κοιτάζω. Μου μετέδωσαν ότι η αίσθηση θα ήταν σαν να πηδούσα σε μια πισίνα (…). Δεν ήθελα να το κάνω, αλλά φαίνεται ότι καθυστερούσα υπερβολικά, ή κάτι τέτοιο, γιατί ο θείος μου με ώθησε (…). Η σήραγγα με έδιωχνε μακριά της και το σώμα μου με τραβούσε… Ήταν πραγματικά σαν να πηδούσα σε μια παγωμένη πισίνα… Πονούσα (…). Όταν συνήλθα, ήμουν συνδεδεμένη με τον αναπνευστήρα’’.
Το σύνολο των ατόμων τα οποία αναφέρουν εμπειρίες παρόμοιες με της Pam Reynolds είναι ιδιαίτερα ανομοιογενές όσον αφορά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, την ηλικία, το εκπαιδευτικό επίπεδο, το φύλο και την οικογενειακή τους κατάσταση. Παρόλη αυτή την ανομοιογένεια, όμως, οι μαρτυρίες τους διαθέτουν αξιοπρόσεκτες ομοιότητες. Ο Sabom προτείνει μια κατηγοριοποίηση των προθανάτιων εμπειριών η οποία συνοψίζει τα περισσότερα από τα κοινά χαρακτηριστικά τους με σαφή τρόπο. Σύμφωνα με αυτήν, χωρίζει τις προθανάτιες εμπειρίες σε αυτοσκοπικές, υπερβατικές, και μικτές. Οι αυτοσκοπικές είναι εκείνες οι οποίες αναφέρονται σε κάποια εξωσωματική εμπειρία. Περιλαμβάνουν δηλαδή την αίσθηση του ατόμου ότι φεύγει από το σώμα του και ίπταται, παρατηρώντας από ψηλά το σώμα του και τα τεκταινόμενα γύρω από αυτό. Συχνά, το άτομο μπορεί και ακούει αυτά που λέγονται στον χώρο όπου βρίσκεται το σώμα του, ενώ ενδέχεται και να προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τα άτομα τα οποία βρίσκονται εκεί. Οι υπερβατικές εμπειρίες είναι εκείνες οι οποίες περιλαμβάνουν υπερφυσικά γεγονότα, τελείως άσχετα με την υλική πραγματικότητα. Τα άτομα τα οποία έχουν υπερβατικές εμπειρίες αναφέρουν ότι συναντούν αγαπημένα τους πρόσωπα τα οποία έχουν πεθάνει, βρίσκονται σε μια σκοτεινή σήραγγα προχωρώντας προς το φως και αισθάνονται να πλέουν μέσα σε ένα λαμπρό και θερμό φως. Αρκετές φορές δε, συναντούν και κάποιου είδους ανώτερο ον, το οποίο αναγνωρίζουν ως την παρουσία του Θεού. Ο τρίτος τύπος προθανάτιων εμπειριών αποτελεί ένα συνδυασμό των δύο προηγούμενων. Και στους τρεις τύπους εμφανίζεται ως κοινό στοιχείο μια αίσθηση η οποία «δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια», απώλεια της αίσθησης του χρόνου, κατάργηση της διαφοροποίησης ζωής και θανάτου και έλλειψη πόνου, συχνά τελείως ασύμβατη με την πραγματική σωματική κατάσταση του ατόμου.
Η εμπειρία την οποία περιγράφει η Reynolds είναι μια προθανάτια εμπειρία μικτού τύπου, περιλαμβάνει δηλαδή τόσο αυτοσκοπικά στοιχεία (την ασθενή να βλέπει το σώμα της από ψηλά), όσο και υπερβατικά, όπως είναι η είσοδος στη σήραγγα, το φως, το αίσθημα της ευφορίας και η συνάντηση με τους νεκρούς συγγενείς. Πρόκειται για κλασικά χαρακτηριστικά των περισσότερων προθανάτιων εμπειριών που αναφέρουν εκείνοι οι οποίοι «γύρισαν πίσω». Κατά εκπληκτικό τρόπο, η αφήγηση της Reynolds έχει πολλά κοινά στοιχεία και με την παλαιότερη σαφή περιγραφή προθανάτιας εμπειρίας στη δυτική φιλολογία. Στο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας, ο Πλάτωνας αναφέρει την ιστορία του Ήρα του Αρμενίου, ενός στρατιώτη ο οποίος, τη δωδέκατη ημέρα μετά τον θάνατό του, ξύπνησε πάνω στη νεκρική του πυρά και περιέγραψε το ταξίδι του στη μεταθανάτια ζωή. Μόλις «βγήκε η ψυχή του», ο Ήρας βρέθηκε σε έναν θαυμάσιο φωτεινό τόπο, από όπου ακολούθησε ένα δρόμο ο οποίος προχωρούσε προς τα επάνω, μέσα από τον ουρανό. Στον ουρανό, οι ψυχές κρίνονταν ώστε να τους αποδοθεί δικαιοσύνη για τη ζωή τους πάνω στη γη και στη συνέχεια είχαν την ευκαιρία να επιλέξουν μια νέα ζωή για να επιστρέψουν στη γη. Ο Ήρας, επιστρέφοντας, θυμάται όσα είδε, για να μπορέσει να τα διηγηθεί στους συντρόφους του, ενώ οι ψυχές των νεκρών έπιναν από το νερό του ποταμού Αμέλητα, «και τότε έχαναν για πάντα κάθε ανάμνηση των προηγουμένων». Στον ίδιο, απαγόρευσαν να πιει, γιατί τότε δεν θα μπορούσε πια να επιστρέψει.
Διαβάζοντας προσεκτικά, μπορούμε να διακρίνουμε στην περιγραφή του Πλάτωνα στοιχεία τα οποία εμφανίζονται και στις περισσότερες από τις σύγχρονες καταγραφές προθανάτιων εμπειριών: η ψυχή αναχωρεί από το σώμα και μεταφέρεται σε ένα φωτεινό ουράνιο τόπο, όπου συναντά το όραμα ενός αγνού και δίκαιου ανώτερου όντος, ενώ τέλος, επιστρέφει στο σώμα, διατηρώντας την ανάμνηση μιας σημαντικής εμπειρίας. ’λλο πολύ κοινό στοιχείο στις μαρτυρίες προθανάτιων εμπειριών είναι η επιλογή της επιστροφής, η απόφαση ότι δεν είναι ακόμη η ώρα του ατόμου να πεθάνει. Όλως παραδόξως, και σε αυτό το σημείο, οι σύγχρονες μαρτυρίες ταυτίζονται απόλυτα με εκείνη που μας μεταφέρει ο Πλάτωνας. Μόνο που σήμερα, δεν συσχετίζεται πλέον με τα νερά του Αμέλητα, αλλά με το μικρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ακόμη και η ιατρική δέχεται ότι ο θάνατος είναι αναστρέψιμος.
Ο George Jehn, πιλότος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έπεσε με το αυτοκίνητό του από μία γέφυρα. Από εκείνη τη νύκτα, θυμάται το ασθενοφόρο που έφτασε και τους γιατρούς να δηλώνουν ότι ήταν νεκρός. Και τότε ξαφνικά, όλα έγιναν λευκά και ένιωσε να κινείται μέσα σε μια σήραγγα με κατεύθυνση προς ένα λευκό φως. ‘’Ήταν υπέροχα’’ λέει. ‘’Με περιέβαλλε ένα αίσθημα απόλυτης, ολοκληρωτικής αγάπης. Πριν όμως καταφέρω να φτάσω στο φως, βρέθηκα να στέκομαι μπροστά από έναν άνδρα. Με κοίταξε και συνειδητοποίησα ότι ήταν ένας φίλος μου ο οποίος είχε πεθάνει πριν από πέντε χρόνια. Στη συνέχεια μου είπε «Πρέπει να γυρίσεις πίσω. Δεν είναι ακόμα η ώρα σου». Αμέσως μετά ο Jehn βρέθηκε στο νοσοκομείο, συνδεδεμένος στον αναπνευστήρα.
Η Reynolds και ο Jehn δεν είναι βέβαια οι μοναδικές περιπτώσεις. Ο Michael Sabom, αναφέρει ότι, σε 78 συνεντεύξεις τις οποίες πραγματοποίησε με άτομα τα οποία, χωρίς να υποβληθούν σε αναισθησία, είχαν επιβιώσει από καταστάσεις απώλειας της συνείδησης οι οποίες τους έφεραν με κάποιον τρόπο κοντά στον θάνατο (κυρίως από καρδιακή ανακοπή), το 43% ανέφερε ότι είχε μία προθανάτια εμπειρία κάποιου είδους. Το ποσοστό είναι τεράστιο, αλλά υπάρχουν κι άλλοι οι οποίοι το επιβεβαιώνουν. Ο Δρ. Kenneth Ring, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Connecticut, αναφέρει ότι το 48% του δικού του δείγματος, το οποίο αποτελείτο από 102 άτομα, ανέφεραν κάποια προθανάτια εμπειρία. Το ποσοστό των ατόμων τα οποία έχουν βιώσει προθανάτιες εμπειρίες οποιουδήποτε τύπου στις ΗΠΑ υπολογίζεται μέχρι και 4%.
Με ποιον τρόπο όμως, και σε ποιο βαθμό μπορεί η επιστήμη να προσεγγίσει τις μαρτυρίες αυτών των ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους υποστηρίζουν ρητά ότι «είδαν τον Θεό»; Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι «κάτι» συμβαίνει. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις μαρτυρίες όλων αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι, απ’ ότι φαίνεται εδώ και αιώνιες βιώνουν εμπειρίες, τόσο παρόμοιες μεταξύ τους, ώστε να μπορούμε να τις μελετήσουμε ως ένα φαινόμενο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε αυτόματα να συμπεράνουμε την ύπαρξη μιας υπερβατικής πραγματικότητας.
Αν κάποιος ξεκινήσει από την παραδοσιακή θρησκευτική αντίληψη ότι η ψυχή είναι ξεχωριστή και διακριτή από το σώμα, τότε το φαινόμενο ανάγεται αυτόματα στη σφαίρα του μεταφυσικού επομένως δεν είναι δυνατόν να μελετηθεί ή να συζητηθεί επιστημονικά. Είναι όμως υποχρέωση του επιστήμονα να φτάσει μέχρι εκεί που του επιτρέπεται από την τεχνογνωσία και τους περιορισμούς της εποχής του. Αφήνοντας λοιπόν έστω και προσωρινά κατά μέρος τις μεταφυσικές ερμηνείες, οι οποίες αξιολογούν τις προθανάτιες εμπειρίες ως απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, της μετά θάνατον ζωής ή ακόμη και της μετενσάρκωσης, απομένουν δύο βασικές επιστημονικές προσεγγίσεις, οι οποίες προσπαθούν να τις ερμηνεύσουν. Εκείνη η οποία επικεντρώνεται στις φυσιολογικές διεργασίες του εγκεφάλου, και η καθαρά ψυχολογική προσέγγιση, η οποία βασίζεται κυρίως σε ψυχοδυναμικές θεωρίες. Η πρώτη κατηγορία ερμηνειών αφορά κυρίως την επαλήθευση των προθανάτιων εμπειριών και τη διάκρισή τους από παραισθήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να οφείλονται σε έναν αριθμό από διαφορετικούς παράγοντες.
Στην περίπτωση των εμπειριών υπερβατικού τύπου, είναι σαφές ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή μεθοδολογία η οποία να μπορεί να τις επαληθεύσει – ή να τις διαψεύσει. Έτσι, η έρευνα έχει επικεντρωθεί προς το παρόν στις αυτοσκοπικές εμπειρίες.
Ο Sabom θεωρεί πως το γεγονός ότι τελείως διαφορετικοί άνθρωποι περιγράφουν με προβλέψιμο, σταθερό και συνεπή τρόπο εμπειρίες οι οποίες αντιλαμβάνονται και θυμούνται με ακρίβεια, καθιστά αυτομάτως τις προθανάτιες εμπειρίες διακριτές από τις κοινές παραισθήσεις, και άρα άξιες για περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση. Οι αυτοσκοπικές εμπειρίες προσφέρονται ιδιαίτερα για επιστημονική έρευνα, καθώς αφορούν συγκεκριμένα και επαληθεύσιμα γεγονότα τα οποία συνέβησαν ενώ το άτομο ήταν αναίσθητο και κλινικά νεκρό, άρα όσο πιο κοντά στον θάνατο θα μπορούσε να φτάσει ένας ζωντανός άνθρωπος. Συνήθως, οι μαρτυρίες αυτές αφορούν τις προσπάθειες ανάνηψης των ασθενών από μία ιατρική ομάδα. Έτσι, ο Sabom ξεκίνησε την έρευνά του, βρισκόμενος στη σχεδόν αυτονόητη σκέψη ότι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι ξαπλωμένος στην αίθουσα επειγόντων περιστατικών, πραγματικά κοντά στο θάνατο, είναι μάλλον απίθανο να μπορεί να παρατηρήσει με ακρίβεια τη διαδικασία ανάνηψης, ιδιαίτερα όσον αφορά λεπτομέρειες όπως το είδος του εξοπλισμού που χρησιμοποιήθηκε, τον αριθμό των ατόμων που συμμετείχαν στην προσπάθεια κλπ. Εκτός, βέβαια, αν μπορεί, με όλη του την άνεση, να παρατηρεί τα τεκταινόμενα από το ύψος μερικών μέτρων πάνω από το σώμα του! Αποφάσισε λοιπόν να ελέγξει την υπόθεσή του. Πήρε συνεντεύξεις από 32 ασθενείς οι οποίοι ανέφεραν εξωσωματικές εμπειρίες και 25 άλλους οι οποίοι υπέστησαν παρόμοια διαδικασία ανάνηψης, αλλά δεν βίωσαν καμία εξωσωματική εμπειρία. Ζήτησε από όλους να του αναφέρουν όσο πιο λεπτομερειακά μπορούσαν το τι συνέβαινε γύρω τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανάνηψης.
Παρόλο που όλοι οι ασθενείς είχαν ενημερωθεί από τους γιατρούς τους για τη διαδικασία ανάνηψης στην οποία υποβλήθηκαν, το 80% εκείνων που δεν ανέφεραν κάποια προθανάτια εμπειρία, έκαναν σοβαρά σφάλματα στην περιγραφή της δικής τους ανάνηψης. Αρκετοί μάλιστα προσέθεσαν απίθανες ανακριβείς λεπτομέρειες, όπως αναφορές ότι οι γιατροί τους έδωσαν το «φιλί της ζωής», τους κτυπούσαν στην πλάτη κλπ. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς οι οποίοι ανέφεραν προθανάτιες εμπειρίες, δεν έδωσαν ιδιαίτερα λεπτομερείς περιγραφές της διαδικασίας, ισχυριζόμενοι ότι η προσοχή τους ήταν επικεντρωμένη περισσότερο στην ίδια την εμπειρία και τα απίστευτα συναισθήματα τα οποία τους γεννούσε. Όσα όμως περιέγραψαν, ήταν ιδιαίτερα ακριβή. Περίπου του 20% των ασθενών με προθανάτιες εμπειρίες, έδωσαν μάλιστα και πολλές λεπτομέρειες.
Ο Peter Fenwick, ο οποίος είναι ψυχίατρος στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, εμπνεύστηκε από τις έρευνες του Sabom για να ξεκινήσει ένα μεγάλο πείραμα πεδίου σε δύο βρετανικά νοσοκομεία. Στους θαλάμους της καρδιολογικής μονάδας τοποθετούνται, σε σημεία όπου ο ασθενής δεν μπορεί να δει από το κρεβάτι του, αντικείμενα τα οποία κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν εκεί. Έτσι, αν ο ασθενής συνέλθει και μπορέσει να περιγράψει όχι μόνο τον θάλαμο μέσα στον οποίο πάλεψε με τον θάνατο, αλλά και τα «πειραματικά» αντικείμενα τα οποία ήταν κρυμμένα σε κάποια γωνία του, οι ερευνητές θεωρούν ότι βρίσκονται μπροστά σε μια πραγματική εξωσωματική εμπειρία. Η έρευνα είναι ακόμη σε εξέλιξη, κάτω από συνθήκες αυστηρής μυστικότητας, αλλά ο Fenwick δηλώνει αισιόδοξος ότι τα στοιχεία τα οποία θα συγκεντρωθούν θα είναι επαρκή και ικανά να οδηγήσουν σε αρκετά ασφαλή συμπεράσματα.
Σε γενικές γραμμές, οι ακριβείς μαρτυρίες των ασθενών σχετικά με τα τεκταινόμενα γύρω τους ενώ εκείνοι ήταν αναίσθητοι, εκλαμβάνονται ως επαρκής απόδειξη ότι είχαν μία πραγματική εξωσωματική εμπειρία, ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Ίσως όμως να χρειάζεται περισσότερη προσοχή και μεγαλύτερη αυστηρότητα στον προσδιορισμό του συγκεκριμένου κριτηρίου, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί οι αισθητηριακές οδοί στον εγκέφαλο των συγκεκριμένων ασθενών να παραμένουν σε κάποιο βαθμό ενεργές, επιτρέποντάς τους έτσι να αντιλαμβάνονται κάποια από τα ερεθίσματα του άμεσου περιβάλλοντός τους. Πειράματα τα οποία αφορούσαν τη νευρική δραστηριότητα των ζώων έδειξαν ότι υπάρχουν πολλοί νευρώνες της οπτικής οδού, στον πλευρικό γονατώδη πυρήνα, στον πρωτογενή οπτικό φλοιό στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, και στον μέσο κροταφικό φλοιό, οι οποίοι ανταποκρίνονται σε οπτικά ερεθίσματα ακόμη και αν τα ζώα είναι πλήρως αναισθητοποιημένα. Επιπλέον, οι προθανάτιες εμπειρίες ορίζονται από την αυτο-αναφορά των ασθενών, κάτι το οποίο καθιστά αρκετά δυσχερή τον ακριβή προσδιορισμό του χρόνου κατά τον οποίο επισυμβαίνουν. ’ρα, υπάρχει πιθανότητα οι ασθενείς να βλέπουν γύρω τους ενώ είναι αναίσθητοι, χωρίς να έχουν συνείδηση του γεγονότος. Η επαλήθευση λοιπόν της εξωσωματικής εμπειρίας, του αυτοσκοπικού μέρους της προθανάτιας εμπειρίας έπρεπε να γίνεται με βάση τις αναφορές σε οπτικά ερεθίσματα πραγματικά απομακρυσμένα από το πιθανό οπτικό πεδίο του ασθενούς.
Η Δρ. Madelaine Lawrence και η ομάδα της στο Νοσοκομείο του Hartford στο Connecticut πήραν συνεντεύξεις από ασθενείς τους οι οποίοι συνήλθαν από κώμα. Μια από τις ασθενείς ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της προσπάθειας ανάνηψης ένιωσε να αποσπάται από το σώμα της και να υπερίπταται του νοσοκομείου. Καθώς κοιτούσε γύρω της μέσα στη νύκτα, είδε στη στέγη του νοσοκομείου ένα κόκκινο παπούτσι. Μετά τη συνέντευξη το προσωπικό του νοσοκομείου ερεύνησε και βρήκε πραγματικά ένα κόκκινο παπούτσι στη στέγη. Το περιστατικό είναι εντυπωσιακό, αλλά ο αριθμός των αντίστοιχων μαρτυριών είναι πολύ μικρός ώστε να μπορούν να αποτελέσουν κάτι περισσότερο από ανεκδοτολογικές αναφορές. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν περισσότερες από μία θεωρίες οι οποίες στηρίζουν την υπόθεση των παραισθήσεων.
Κάποια από τα χαρακτηριστικά των προθανάτιων εμπειριών θυμίζουν έναν τύπο επιληψίας, ο οποίος συνδέεται με βλάβες στον κροταφικό λοβό του εγκεφάλου. Είναι γνωστό ότι ο ηλεκτρικός ερεθισμός του κροταφικού λοβού, και συγκεκριμένα στην περιοχή της αύλακας του Sylvius, να προκαλέσει κάποια από τα στοιχεία που συνθέτουν τις προθανάτιες εμπειρίες, όπως το αίσθημα ότι το άτομο εξέρχεται από το σώμα του, και την αίσθηση των αναμνήσεων οι οποίες περνούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα από το μυαλό του. Είναι άραγε δυνατόν το στρες του ετοιμοθάνατου, ή εκείνος ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ετοιμοθάνατο να προκαλεί τόσο έντονο ερεθισμό του κροταφικού λοβού; Πραγματικά, φαίνεται ότι ένα μικρό ποσοστό από τα άτομα τα οποία αναφέρουν ότι βίωσαν προθανάτιες εμπειρίες, έχουν υποστεί εγκεφαλικά επεισόδια ή υποφέρουν από όγκους στην κροταφική χώρα. Στην περίπτωση όμως ύπαρξης βλάβης στην κροταφική χώρα, τα συναισθήματα τα οποία προκαλούνται είναι κυρίως φόβος, θλίψη και μοναξιά, σε αντίθεση με τη γαλήνη και την ευφορία που συνοδεύουν τις προθανάτιες εμπειρίες.
Παραισθήσεις όμως προκαλούνται και από την έλλειψη οξυγόνου και την υπερβολική ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα στον εγκέφαλο. Στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο το άτομο είναι κλινικά νεκρό, ο εγκέφαλος δεν οξυγονώνεται. Σε περίπτωση μάλιστα που το φαινόμενο παραταθεί για περισσότερα από λίγα λεπτά, προκαλούνται μόνιμες βλάβες στον εγκέφαλο. Το θέμα είναι ότι η έλλειψη οξυγόνου δεν εξηγεί πως οι ασθενείς είναι σε θέση να δίνουν πλήρεις και συνεπείς αναφορές των γεγονότων που συνέβαιναν γύρω τους κατά τη διάρκεια της προθανάτιας εμπειρίας τους. Συγκρίνοντας τις προθανάτιες εμπειρίες με τις παραισθήσεις οι οποίες παράγονται από την έλλειψη οξυγόνου, διαπιστώνουμε ότι οι τελευταίες είναι μάλλον χαοτικές και πολύ παρόμοιες με τις ψυχωτικές παραισθήσεις. Σύγχυση, αποπροσανατολισμός και φόβος είναι τα τυπικά συμπτώματα αυτών των παραισθήσεων, σε αντίθεση με την ηρεμία, γαλήνη και αίσθηση τάξης μιας προθανάτιας εμπειρίας. ’τομα τα οποία βίωσαν και τις δύο εμπειρίες σε διαφορετικό χρόνο, δηλώνουν ότι υπάρχει σαφής διαφορά.
Το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις προθανάτιες εμπειρίες περιλαμβάνουν τον δρόμο προς το φως, τα ίδια στάδια από τα οποία περνά το άτομο στην πορεία του, και τα ίδια αισθήματα ευφορίας, μπορεί από τη μία πλευρά να επαληθεύει την αυθεντικότητα των μαρτυριών, αλλά από την άλλη, δίνει τροφή στα επιχειρήματα όσων υποστηρίζουν ότι, ναι μεν οι εμπειρίες είναι πραγματικές, αλλά δεν αφορούν ένα πνευματικό ταξίδι στη μετά θάνατον ζωή, αλλά μια φυσιολογική λειτουργία του ετοιμοθάνατου εγκεφάλου. Ο εγκέφαλος όλων των ανθρώπων, ανεξάρτητα από την καταγωγή και τα δημογραφικά τους στοιχεία, λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, και πεθαίνει με τον ίδιο τρόπο. Έτσι, τα κοινά χαρακτηριστικά των προθανάτιων εμπειριών θα μπορούσαν να οφείλονται στον τρόπο με τον οποίο οι νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου τον προετοιμάζουν για να νεκρωθεί ολοκληρωτικά. Πραγματικά, υπάρχει η περίπτωση ο θνήσκων εγκέφαλος να εκκρίνει αυξημένες ποσότητες ενδορφινών, ορμονών δηλαδή οι οποίες ενεργούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα καταστέλλοντας τον πόνο και δημιουργώντας ένα τεχνητό αίσθημα ευφορίας. Είναι γνωστή η περίπτωση των δρομέων μεγάλων αποστάσεων, οι οποίοι, έχοντας ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο επίπεδο σωματικής εξάντλησης, ξεπερνούν την ουδό του πόνου τους, και συνεχίζουν να τρέχουν με άνεση, βιώνοντας ταυτόχρονα ένα αίσθημα αγαλλίασης. Όμως, οι ενδορφίνες δεν είναι παραισθησιογόνες, και δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αναπαραγάγουν όλα τα στοιχεία που συνθέτουν μια προθανάτια εμπειρία. Μπορεί να εμπλέκονται στη διαδικασία, λειτουργώντας ως κατασταλτικά του πόνου και ενισχυτικά της διάθεσης, αλλά δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για το σύνολο της εμπειρίας.
Η έρευνα η οποία αφορά τους υποδοχείς των νευροδιαβιβαστών είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, ενώ βρίσκεται ακόμη στα πρώτα της βήματα. Είναι γνωστό ότι η κεταμίνη, ένα πολύ ισχυρό αναισθητικό, μπορεί να προκαλέσει πολλά από τα χαρακτηριστικά τα οποία συνθέτουν τις προθανάτιες εμπειρίες, ειδικά το τμήμα της εξωσωματικής εμπειρίας. Υπάρχει μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία είναι πιθανόν να υπάρχει κάποια ουσία παρόμοια με την κεταμίνη, η οποία να εκκρίνεται από τον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια μιας προθανάτιας εμπειρίας, σε χημική μορφή τέτοια ώστε να μπορεί να δεσμευτεί από συγκεκριμένους υποδοχείς νευροδιαβιβαστών, να τους μπλοκάρει και να δημιουργήσει μια ασυνήθιστη και εξωπραγματική εμπειρία.
Ο Ronald Siegel είναι καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Πειραματίστηκε χορηγώντας σε εθελοντές στο εργαστήριό του LSD, και ισχυρίζεται ότι κατόρθωσε να αναπαράγει κάποια μορφή προθανάτιας εμπειρίας. Όπως όμως επισημαίνει ο Fenwick, το πρόβλημα με τις θεωρίες αυτού του είδους είναι ότι, στις περιπτώσεις των παραισθήσεων, είτε προκαλούνται από τη χορήγηση οποιασδήποτε φαρμακευτικής ουσίας, είτε από την έλλειψη οξυγόνου, το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση εγρήγορσης. Κατά τη διάρκεια των προθανάτιων εμπειριών, όπως τονίστηκε από την αρχή, το άτομο είναι αναίσθητο. Και ένα από τα λίγα πράγματα τα οποία γνωρίζουμε για τον εγκέφαλο σε κατάσταση αναισθησίας είναι ότι, ακόμη και στην περίπτωση που μπορέσει να δημιουργήσει κάποιες εικόνες, δεν είναι σε θέση στη συνέχεια να τις ανακαλέσει. Πράγματι, τα μνημονικά συστήματα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις περιπτώσεις απώλειας των αισθήσεων. Επίσης, οι ιατρικές καταστάσεις κατά τις οποίες εμφανίζονται οι προθανάτιες εμπειρίες δεν περιλαμβάνουν πάντοτε χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών, ή έλλειψη οξυγόνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα θύματα τροχαίων ατυχημάτων, όπως ο Jehn, τα οποία χάνουν τις αισθήσεις τους αμέσως μετά τη σύγκρουση και βιώνουν μία ολοκληρωμένη προθανάτια εμπειρία πριν ακόμα φτάσουν στο νοσοκομείο.
Δεν μπορούμε επίσης να αποκλείσουμε την περίπτωση να υπάρχει κάποιος άγνωστος ακόμη μηχανισμός, ο οποίος να ενεργοποιείται ακριβώς τη στιγμή του θανάτου και, συνδυάζοντας διάφορες φυσιολογικές διεργασίες, να παράγει μια εμπειρία μετάβασης, «αποχαιρετισμού» της ζωής. Αν όμως δεχθεί κανείς αυτή την πιθανότητα, θα πρέπει να επανέλθει στο ζήτημα του νοήματος, και να αναρωτηθεί γιατί ο θνήσκων εγκέφαλος θα χρησιμοποιούσε ένα μεγάλο μέρος από το ελάχιστο εναπομένον δυναμικό του για να πλάσει μια ευχάριστη ψευδαίσθηση λίγο πριν το τέλος της ζωής του ανθρώπου. Ποια θα ήταν η χρησιμότητα μιας τέτοιας λειτουργίας; Το ερώτημα δεν είναι απλό. Μας φέρνει πίσω στο θεμελιώδες ζήτημα της σχέσης εγκεφάλου και πνεύματος, του ορισμού και της επαληθευσιμότητας της συνείδησης. Ο Fenwick πιστεύει η μελέτη των προθανάτιων εμπειριών είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί μπορεί να βοηθήσει στη διαλεύκανση μιας σειράς ερωτημάτων τα οποία αφορούν τη σχέση του ανθρώπινου εγκεφάλου με το νοητικό κατασκεύασμα του ανθρώπινου πνεύματος. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι, αν μπορέσει να αποδειχθεί η αυθυπαρξία και η αυθεντικότητα των προθανάτιων εμπειριών, θα έχει στην πραγματικότητα αποδειχθεί ότι το ανθρώπινο πνεύμα μπορεί με κάποιον τρόπο να υπάρξει ανεξάρτητα από την υλική οντότητα του εγκεφάλου. Σε αυτό το σημείο, η φυσιολογική και η ψυχολογική προσέγγιση συγκλίνουν και αρχίζει να φαίνεται ο βαθμός στον οποίο αλληλοεπικαλύπτονται.
Ο όρος ανθρώπινο πνεύμα περιλαμβάνει δύο τάξεις νοητικών λειτουργιών, οι οποίες συχνά γίνονται αντιληπτές ως αντίθετες, από τη σκοπιά της φύσης και της λειτουργίας τους. Από τη μια πλευρά υπάρχουν τα ενσυνείδητα και εκούσια νοητικά φαινόμενα, για τα οποία χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος ευφυΐα, το «ατομικό ή προσωπικό πνεύμα», και τα οποία προκύπτουν από τις επιδράσεις της εκπαίδευσης και της εμπειρίας. Από την άλλη, υπάρχουν οι αυτοματοποιημένες και ασυνείδητες αντιδράσεις, οι οποίες συνήθως αναφέρονται ως ένστικτα, ή «πνεύμα του είδους», αποτελούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς όλως των ατόμων του ίδιου είδους, και καταγράφονται σύμφωνα με ένα γενετικά καθορισμένο σύστημα.
Η θεωρία της επιβίωσης του ισχυρότερου υποστηρίζει ότι κάθε είδος αγωνίζεται για να αυξήσει τις πιθανότητες επιβίωσής του, να ενισχύσει την κυριαρχία του στον πλανήτη και να εξασφαλίσει την επιβίωση των απογόνων του. Τα ζώα βοηθούν τα άλλα άτομα του είδους τους να επιβιώσουν. Ο ετοιμοθάνατος ελέφαντας αποσύρεται από το κοπάδι του έτσι ώστε να μη το καθυστερεί. Μήπως και οι ετοιμοθάνατοι άνθρωποι έχουν αναπτύξει μια λειτουργία η οποία αποσκοπεί στο να ανακουφίσει τους υπόλοιπους του είδους του από τον φόβο του θανάτου; Το σκεπτικό παραπέμπει απ’ ευθείας στη θεωρία του θνήσκοντος εγκεφάλου με διαφορετικό θεωρητικό υπόβαθρο, αλλά με τις ίδιες μεθοδολογικές αδυναμίες.
Στο μεταξύ, η πρώτη από τις ψυχολογικές απόπειρες ερμηνείας των προθανάτιων εμπειριών χρονολογείται στη δεκαετία του 1930 και ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των ψυχαναλυτικών θεωριών. Βασίζεται στον μηχανισμό άμυνας τον οποίο αναπτύσσουν τα άτομα τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα με τη δυσάρεστη πραγματικότητα του θανάτου και της ασθένειας και επιχειρούν να την αντικαταστήσουν με ευχάριστες φαντασιώσεις προκειμένου να προστατεύσουν τον εαυτό τους. Χρησιμοποιούν έτσι τον μηχανισμό της αποπροσωποποίησης, απομακρύνοντας τον εαυτό τους από τον εαυτό τους, δημιουργώντας την αίσθηση ότι απομακρύνονται από το σώμα τους. Είναι γνωστές πολλές περιπτώσεις, κατά τις οποίες άτομα τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα με μεγάλο κίνδυνο, πραγματικό ή και φανταστικό ακόμη, βιώνουν έντονες εξωσωματικές εμπειρίες, πολύ παρόμοιες με εκείνες οι οποίες εμφανίζονται κατά τη διάρκεια των προθανάτιων εμπειριών. Είναι όμως αλήθεια ότι το έντονο πνευματιστικό και μυστικιστικό στοιχείο των προθανάτιων εμπειριών, καθώς και η αυξημένη αντιληπτική ικανότητα των ατόμων δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τον μηχανισμό της αποπροσωποποίησης.
Μια άλλη θεωρία είναι εκείνη η οποία υποστηρίζει ότι οι προθανάτιες εμπειρίες δεν σχετίζονται καθόλου με την εμπειρία του θανάτου, αλλά με εκείνη της γέννησης. Βασίζεται στη σκέψη ότι ένα βρέφος το οποίο αφήνει τη μήτρα για να έρθει στον κόσμο, ταξιδεύει μέσα από ένα είδος σήραγγας προς το φως, και αυτό που το περιμένει συνήθως στο τέλος της σήραγγας, μαζί με το φως είναι απέραντη αγάπη και τρυφερότητα. Η εμπειρία την οποία βιώνουν τα άτομα τα οποία φτάνουν στο κατώφλι του θανάτου, λοιπόν δεν αποτελεί παρά μια αποθηκευμένη ανάμνηση της εμπειρίας της γέννησης. Η ταύτιση όμως είναι μάλλον παρακινδυνευμένη. Το παιδί το οποίο γεννιέται δεν πλέει με άνεση κατά μήκος μιας σήραγγας, αλλά εξωθείται με δυσκολία από τις συσπάσεις του σώματος της μητέρας του. Υποτίθεται δε, ότι η ανώτερη δύναμη, την οποία συναντούν ή αισθάνονται πολλά από τα άτομα τα οποία βιώνουν μια προθανάτια εμπειρία και συνηθίζουν να ερμηνεύουν ως απόδειξη της ύπαρξης του θεού, δεν είναι παρά η μορφή του γιατρού ή της μαίας που φέρνει το παιδί στον κόσμο. Υπάρχουν όμως παιδιά τα οποία δεν γεννιούνται με τη βοήθεια γιατρού ή μαίας, ενώ πλέον τα περισσότερα παιδιά στον δυτικό κόσμο γεννιούνται με τη βοήθεια μιας ιατρικής ομάδας. Και εκτός αυτού, γνωρίζουμε ότι το νευρικό σύστημα του νεογέννητου δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένο ώστε να μπορεί να αποθηκεύσει εικόνες από τη γέννησή του με τρόπο που να μπορεί στη συνέχεια να τις ανακαλέσει.
Τα αισθήματα γαλήνης και ευτυχίας θεωρείται ότι αποτελούν την ανάμνηση των αντίστοιχων αισθημάτων τα οποία ένιωθε το έμβρυο στη μήτρα, όταν όλες οι σωματικές του ανάγκες εκπληρώνονταν άμεσα από τη μητέρα, χωρίς να του δίνεται καμιά αφορμή για άγχος και στρες. Όμως, στη ζωή του ανθρώπου υπάρχουν περισσότερες από μία φορές κατά τις οποίες θα βιώσει αισθήματα γαλήνης και ευτυχίας. Ακόμη και η στιγμή του θανάτου θα μπορούσε να προκαλέσει παρόμοια αισθήματα, με την ανακούφιση του ατόμου από τον πόνο της ασθένειας και του τραυματισμού. Εξάλλου, η γέννηση συχνά δεν είναι ευχάριστη εμπειρία. Ένας δύσκολος ή πολύωρος τοκετός, οι επιπλοκές του τοκετού, είναι συνηθισμένα φαινόμενα, μάλλον όχι και τόσα ευχάριστα. Αντίθετα, οι προθανάτιες εμπειρίες χαρακτηρίζονται συχνά ως «η πιο ευχάριστη εμπειρία» στη ζωή ενός ανθρώπου. Τέλος, η ανάκληση, ή και η αναβίωση μιας οπτικής εμπειρίας προϋποθέτει τη βίωση μιας οπτικής εμπειρίας, ενώ υπάρχουν στοιχεία ότι, κάποιοι άνθρωποι κατά τη διάρκεια των προθανάτιων εμπειριών τους, βλέπουν πράγματα τα οποία δεν θα μπορούσαν ποτέ να έχουν δει προηγουμένως.
Η Vicky Umipeg, μια σαρανταπεντάχρονη γυναίκα ήταν ένα από τα τριάντα τυφλά άτομα τα οποία συμμετείχαν σε μια διετή έρευνα την οποία διεξήγαγε ο Kenneth Ring μαζί με τη Sharon Cooper σχετικά με την εμφάνιση προθανάτιων εμπειριών σε τυφλά άτομα. Η Umipeg γεννήθηκε τυφλή, με το οπτικό της νεύρο τελείως κατεστραμμένο, εξαιτίας επιπλοκών κατά τη διάρκεια του τοκετού. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να δει οτιδήποτε στη ζωή της. Κι όμως, βίωσε μια προθανάτια εμπειρία, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε την αίσθηση της όρασης, και η μαρτυρία της δεν διαφέρει σε τίποτε από εκείνες ατόμων τα οποία μπορούσαν να δουν κανονικά.
Μετά από ένα τροχαίο ατύχημα, η Umipeg αισθάνθηκε να ίπταται πάνω από το σώμα της στον θάλαμο επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου. Αναφέρει ότι βρέθηκε κοντά στην οροφή, παρακολουθώντας ένα γιατρό και μια νοσοκόμα να ασχολούνται με ένα σώμα το οποίο αρχικά δεν γνώριζε ότι ήταν δικό της. Το συνειδητοποίησε μόνο όταν είδε τη βέρα της, την οποία αναγνώρισε γιατί παρατήρησε τα πορτοκαλί ανθάκια τα οποία είχε επάνω της. Στη συνέχεια, ένιωσε να κινείται μέσα από την οροφή, μέχρι που βρέθηκε πάνω από τη στέγη του νοσοκομείου, και μπορούσε να δει ξεκάθαρα γύρω της. Αισθανόταν πάρα πολύ όμορφα και μπορούσε να ακούσει μουσική, η οποία της θύμιζε το φύσημα του ανέμου. Ξαφνικά όμως, ένιωσε να πέφτει με το κεφάλι μέσα σε μια σκοτεινή σήραγγα, γνώριζε όμως ότι στο τέλος της σήραγγας υπήρχε φως. Στο τέλος της σήραγγας, βρέθηκε σε έναν τόπο πλημμυρισμένο από φως, γεμάτο από ανθρώπους φτιαγμένους από φως. Γύρω της κυριαρχούσε το αίσθημα της αγάπης. Συνάντησε προσφιλή της πρόσωπα που είχαν πεθάνει, τα οποία, χωρίς λόγια, της μετέδωσαν την αγάπη τους. Ανάμεσα στις άλλες φωτεινές φιγούρες, μία ξεχώριζε από τη μεγαλύτερη λάμψη που εξέπεμπε. Η Umipeg πίστεψε ότι επρόκειτο για μια μορφή του Θεού, ο οποίος, τηλεπαθητικά της μετέδωσε την εντολή ότι έπρεπε να επιστρέψει στο σώμα της, παρόλο που εκείνη ήθελε να παραμείνει εκεί. Πείσθηκε όμως, όταν της μετέδωσε ότι έπρεπε να επιστρέψει για να αποκτήσει παιδιά, κάτι το οποίο επιθυμούσε πάρα πολύ. Για την ιστορία, αφού συνήλθε από την περιπέτεια της υγείας της, απέκτησε τρία παιδιά.
Η Umipeg ανήκει στο 80% των τυφλών συμμετεχόντων της έρευνας των Ring και Cooper οι οποίοι ανέφεραν οπτικές εντυπώσεις κατά τη διάρκεια της προθανάτιας εμπειρίας τους. Η ίδια επισημαίνει ότι ήταν η μόνη φορά στη ζωή της που μπόρεσε να κατανοήσει την αίσθηση της όρασης και να συλλάβει την έννοια του φωτός, επειδή το βίωσε. Η μαρτυρία της δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα από τη μαρτυρία οποιουδήποτε άλλου. Τονίζει όμως τη μοναδικότητα και την πολυπλοκότητα του ζητήματος το οποίο τίθεται από τη στιγμή που δεν απορρίπτουμε όλες συλλήβδην τις προθανάτιες εμπειρίες ως αποκυήματα μερικών αρρωστημένων εγκεφάλων.
Ο Kenneth Ring θεωρείται από τους πιο αξιόπιστους ερευνητές των προθανάτιων εμπειριών. Σημειώνει ότι «οποιαδήποτε επαρκής νευρολογική ερμηνεία θα έπρεπε να είναι σε θέση να αποδείξει το πως το σύνολο των χαρακτηριστικών μιας προθανάτιας εμπειρίας (η έξοδος από το σώμα, η εξωαισθητηριακή αντίληψη, η σήραγγα, το χρυσό φως, η φωνή ή η παρουσία, η εμφάνιση των νεκρών συγγενών, τα πανέμορφα τοπία, το αίσθημα της ευφορίας, κλπ.) μπορούν να προκύψουν ως συνέπεια συγκεκριμένων νευρολογικών λειτουργιών οι οποίες ενεργοποιούνται από την έλευση του θανάτου...» και προσθέτει ότι το βάρος της απόδειξης έχει μεταφερθεί πλέον στους ώμους εκείνων οι οποίοι θα ακολουθήσουν αυτή τη συγκεκριμένη ερευνητική οδό.
Είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε πλέον, δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη εμπειρία κανενός είδους, η οποία να μη μπορεί να αναχθεί σε βιολογικές διεργασίες στο εσωτερικό του ανθρώπινου οργανισμού. Το γεγονός αυτό όμως δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να αναιρέσει το νόημα το οποίο έχουν αυτές οι εμπειρίες για τον άνθρωπο – ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για τη γέννηση, την αγάπη, τον έρωτα ή τον θάνατο. Έξω λοιπόν από το εργαστήριο, και μακριά από τις στατιστικές αναλύσεις, υπάρχει η καθημερινή πραγματικότητα των ατόμων τα οποία βίωσαν κάποια προθανάτια εμπειρία και πρέπει κατόπιν να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Σε διαχρονικές έρευνες στις οποίες συμμετέχουν άτομα τα οποία είχαν βιώσει κάποια προθανάτια εμπειρία στο παρελθόν, έχει βρεθεί ότι τουλάχιστον το 80% ανάμεσά τους αισθάνονται ότι, μετά τη συγκεκριμένη εμπειρία, η ζωή, ή η προσωπικότητά τους, έχει αλλάξει, και μάλιστα προς το καλύτερο. Η εκτίμησή τους αυτή επιβεβαιώνεται και από τις μαρτυρίες των οικείων τους, οι οποίοι όμως δεν αξιολογούν πάντοτε θετικά την αλλαγή. Η Phyllis Atwater, μετά από μία προθανάτια εμπειρία την οποία βίωσε η ίδια το 1977. αφοσιώθηκε στη σχετική έρευνα. Η ίδια συνοψίζει τις ψυχολογικές συνέπειες τις οποίες υφίσταται ένα άτομο το οποίο βιώνει μια προθανάτια εμπειρία σε επτά κύρια σημεία:
1. Αγάπη άνευ όρων. Όταν συνέρχεται το άτομο, αισθάνεται αγάπη για όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως, και έντονη ανάγκη να την εκφράσει. Συμπεριφέρεται με ασυνήθιστη γενναιοδωρία, και αντιμετωπίζει με ενθουσιασμό κάθε καινούργια γνωριμία. Η οικογένεια του ατόμου συνήθως αισθάνεται απειλούμενη από τη συγκεκριμένη αλλαγή, καθώς νιώθει ότι στην πραγματικότητα χάνει την αγάπη του ατόμου, η οποία διαχέεται με ανορθολογικό τρόπο προς όλες τις κατευθύνσεις.
2. Χαλάρωση των ορίων. Το άτομο αμφισβητεί τους κατεστημένους κώδικες συμπεριφοράς, φέρεται αντισυμβάτικα, ενώ μπορεί ακόμη και να εξαφανιστεί, καθώς ανακαλύπτει νέα απεριόριστα πεδία ενδιαφέροντος. Η νέο-αποκτηθείσα δεκτικότητά του μπορεί να φτάσει σε σημείο παιδιαρώδους αφέλειας. Η χαλάρωση των αναστολών μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε επικίνδυνες συμπεριφορές.
3. Απώλεια της αίσθησης του χρόνου. Το άτομο θέλει να ζει την κάθε στιγμή χωριστά και έντονα, απορρίπτοντας χρονοδιαγράμματα και προγράμματα. Δυσκολεύεται να προσαρμοστεί εκ νέου στην καθημερινότητα.
4. Υπερφυσικές δυνάμεις. Το άτομο αρχίζει να πιστεύει σε υπερφυσικά φαινόμενα διαφόρων τύπων. Η οικογένεια τρομοκρατείται από την έντονη ενασχόλησή του με τη μεταφυσική και την παραψυχολογία.
5. Αλλοίωση της προσωπικότητας. Υπερφιλόδοξοι επαγγελματίες μεταμορφώνονται σε λάτρεις της χαλαρής ζωής και της φιλοσοφίας, ή και το αντίθετο. ’τομα τα οποία αποποιούντο τις ευθύνες και τις δεσμεύσεις εμφανίζονται ξαφνικά υπερδραστήρια και αποφασισμένα «να αλλάξουν τον κόσμο».
6. Πίστη στην ανεξαρτησία της ψυχής. Τα περισσότερα άτομα εμφανίζονται πεπεισμένα για την αθανασία της ψυχής τους και αντιμετωπίζουν στο εξής το σώμα ως την προσωρινή της κατοικία πάνω στη γη. Πολλοί αναπτύσσουν ενδιαφέρον για τις θεωρίες της μετενσάρκωσης ή και φτάνουν να πεισθούν για την ύπαρξή της.
7. Διαφοροποιημένη επικοινωνία. Ό,τι ήταν άλλοτε ξένο για το άτομο, μπορεί ξαφνικά να εμφανίζεται ως οικείο. Η σκέψη του γίνεται πιο αφηρημένη και γενική. Η χρήση της γλώσσας, ακόμη και το λεξιλόγιο μπορεί να αλλάξουν δραματικά.
Για τους περισσότερους, δεν είναι εύκολο να μείνουν ανεπηρέαστοι από παρόμοιες αλλαγές στην προσωπικότητα του αγαπημένου τους προσώπου. Οι αντιδράσεις φαίνεται να είναι μοιρασμένες. Υπάρχουν οικογένειες οι οποίες «μοιράζονται» την εμπειρία και καταλήγουν να έλθουν πιο κοντά μέσα από αυτήν. Συχνά όμως, η αντίδραση είναι τόσο αρνητική, ώστε καταλήγει σε αποξένωση των οικείων, οδηγώντας αρκετά ανδρόγυνα σε χωρισμό ή και σε διαζύγιο, καθώς μάλιστα οι παραπάνω ψυχολογικές μεταβολές συνοδεύονται και από αλλαγές στη σωματική κατάσταση του ατόμου, κάτι που καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την προσαρμογή των οικείων του στη νέα πραγματικότητα. Οι σωματικές αλλαγές αφορούν κυρίως υπερευαισθησία στο φως, στους ήχους, σε χημικές ουσίες, μεταβολές στα ενεργειακά επίπεδα και τους βιορυθμούς του ατόμου, εκδήλωση αλλεργικών αντιδράσεων και διαφοροποιημένες αντιδράσεις ενός ανθρώπου ο οποίος αντίκρισε τον Παράδεισο και ήλθε ίσως αντιμέτωπος με τον Θεό: Ο Marcus Raichle, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Washington, υποστηρίζει ότι, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο μιας προθανάτιας εμπειρίας, οι μετέπειτα συνέπειές της στην προσωπικότητα και τη ζωή του ατόμου δεν έχουν τίποτε υπερφυσικό. Ο ίδιος χρησιμοποιεί την τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων για να εντοπίσει τις διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου οι οποίες ενεργοποιούνται όταν το ίδιο άτομο σκέφτεται με διαφορετικό τρόπο. Υποστηρίζει ότι μερικά λεπτά χωρίς καρδιακό παλμό και αναπνοή αρκούν για να αναδιοργανώσουν τον εγκέφαλο ενός ανθρώπου, ακόμη και στην περίπτωση που δεν του προκαλέσουν πραγματικές βλάβες.
Αναφορικά με τις συνέπειές τους, οι προθανάτιες εμπειρίες φαίνεται ότι ενεργοποιούν το εγκεφαλικό ημισφαίριο το οποίο προηγουμένως δεν ήταν κυρίαρχο. Με αυτό το δεδομένο, πολλές από τις μεταβολές θα ήταν δικαιολογημένες. Είναι γνωστό ότι, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατρέπεται η ημισφαιρική εξειδίκευση, το άτομο εμφανίζεται πιο δημιουργικό και «απελευθερωμένο», αλλά ταυτόχρονα πιο περιπλεγμένο και αποδιοργανωμένο. Το ίδιο φαινόμενο, τόσο σε ψυχολογικό, όσο και σε βιολογικό επίπεδο, παρατηρείται και σε περιπτώσεις θρησκευτικής μεταστροφής, κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων και ηλεκτροπληξίας. Και μόνο η παράθεση της θρησκευτικής εμπειρίας ανάμεσα σε τόσο τραυματικά σωματικά γεγονότα δείχνει πόσο σημαντική μπορεί να είναι για έναν άνθρωπο. Τόσο, ώστε να μας κάνει να σκεφτούμε ότι, ακόμη και αν η επιστήμη δεν είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις για πολλά από τα ερωτήματα τα οποία θέτει, ίσως και να μη είναι τόσο σημαντικό. Η επιστημονική περιέργεια είναι απαραίτητη για την προώθηση της γνώσης και τη διεύρυνση των ορίων της σκέψης του ανθρώπου, όμως υπάρχουν και ζητήματα σχετικά με τα οποία τίποτε δεν είναι πιο σημαντικό για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά από την απόλυτη κυριαρχία του πνεύματος πάνω στον εγκέφαλο.