Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009


Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ - MAX WEBER

Θέλετε να σας μιλήσω για το θέμα «επιστήμη ως επάγγελμα». Τώρα, εμείς οι οικονομολόγοι έχουμε μια σχολαστική συνήθεια, την οποία θα ήθελα να ακολουθήσω: ότι δηλαδή πάντα ξεκινάμε με τις εξωτερικές συνθήκες, και στη συγκεκριμένη περίπτωση με την ερώτηση: Πώς συγκροτείται σήμερα η επιστήμη ως επάγγελμα με την υλική έννοια του όρου; Σήμερα αυτή η ερώτηση σημαίνει πρακτικά: ποιες είναι οι προοπτικές ενός πτυχιούχου, ο οποίος είναι αποφασισμένος να αφιερωθεί επαγγελματικά στην επιστήμη εντός του ακαδημαϊκού βίου; Για να καταλάβουμε πού έγκειται η ιδιομορφία των γερμανικών συνθηκών, είναι σκόπιμο να προχωρήσουμε συγκριτικά και να αντιληφθούμε τις συνθήκες στο εξωτερικό, εκεί όπου υπάρχει η οξύτερη αντίθεση ως προς εμάς: στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όλοι γνωρίζουν, ότι στη Γερμανία η σταδιοδρομία ενός νέου που αφοσιώνεται στην επιστήμη ως επάγγελμα, ξεκινά κατά κανόνα από τη θέση του «υφηγητή». Γίνεται υφηγητής κατόπιν συνεννόησης με έναν καθηγητή του αντίστοιχου κλάδου και έγκρισής του, στη βάση [συγγραφής] ενός βιβλίου και μιας συνήθως μάλλον τυπικής εξέτασης από τα μέλη του πανεπιστημιακού τμήματος. Κατόπιν τούτου παραδίδει διαλέξεις αμισθί, αμοιβόμενος μόνον από τα δίδακτρα των φοιτητών του, ορίζει δε ο ίδιος τα θέματα των διαλέξεων εντός του πλαισίου της venia legendi του. Στην Αμερική η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία ξεκινά συνήθως με εντελώς διαφορετικό τρόπο, δηλαδή με την πρόσληψη ως «βοηθού». Αυτό είναι σχεδόν παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει στα μεγάλα ιδρύματα των σχολών Φυσικής Επιστήμης και Ιατρικής στη Γερμανία, όπου συνήθως μόνον μια μερίδα από τους βοηθούς επιζητά την υφηγεσία μέσω της τυπικής διαδικασίας, και αυτό δε σε αργότερο στάδιο της σταδιοδρομίας τους. Πρακτικά, αυτή η αντίθεση σημαίνει ότι η σταδιοδρομία ενός ανθρώπου της επιστήμης στη Γερμανία είναι γενικά βασισμένη σε πλουτοκρατικές προϋποθέσεις. Διότι είναι εξαιρετικά τολμηρό για ένα νεαρό επιστήμονα χωρίς περιουσία, να εκθέσει τον εαυτό του στις συνθήκες της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας. Θα πρέπει να μπορεί να υπομείνει αυτήν την κατάσταση τουλάχιστον για ένα σύνολο ετών, χωρίς να γνωρίζει εάν αργότερα θα έχει την ευκαιρία να ανέλθει σε μια θέση η οποία αμοίβεται επαρκώς. Απεναντίας, στις Η.Π.Α. υπάρχει το γραφειοκρατικό σύστημα. Εκεί ο νέος πανεπιστημιακός αμοίβεται εξαρχής. Βεβαίως, με μέτριο μισθό. Ο μισθός του συνήθως μόλις που αντιστοιχεί στις απολαβές ενός ημιειδικευμένου εργάτη. Και πάλι όμως: ξεκινά με μια φαινομενικά κατοχυρωμένη θέση, διότι αμοίβεται σταθερά. Εντούτοις, όπως ακριβώς με τους δικούς μας βοηθούς, ο κανόνας είναι ότι μπορεί να απολυθεί, και αυτό συχνά προκύπτει άνευ επιείκειας όταν δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες. Αυτές, όμως, οι προσδοκίες σημαίνουν ότι νέος πανεπιστημιακός [στην Αμερική] πρέπει να έχει «γεμάτα αμφιθέατρα». Αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε έναν Γερμανό υφηγητή. Από τη στιγμή που έχει διορισθεί, δεν μπορεί κανείς να τον ξεφορτωθεί. Βεβαίως, ο ίδιος δεν μπορεί να εγείρει καμία «αξίωση». Αλλά έχει την ευνόητη αντίληψη ότι ύστερα από χρόνια εργασίας έχει ένα είδος ηθικού δικαιώματος ότι θα ληφθεί υπόψη [για την κατάληψη μιας θέσης]. Αυτό δε, ισχύει – πράγμα συχνά σημαντικό – και στο ζήτημα ενδεχόμενης υφηγεσίας άλλων λεκτόρων. Το ζήτημα: εάν πρέπει καταρχήν να γίνει αποδεκτός για υφηγεσία κάθε επιστήμονας που έχει τα προσόντα, ή αν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι «ανάγκες διδασκαλίας», δηλαδή να δοθεί στους υπάρχοντες λέκτορες ένα μονοπώλιο διδασκαλίας, είναι ένα οδυνηρό δίλημμα που σχετίζεται με τη διπλή όψη του ακαδημαϊκού επαγγέλματος, για την οποία θα συζητήσουμε σε λίγο. Συνήθως αποφασίζει κανείς υπέρ της δεύτερης προοπτικής. Αυτό, όμως, σημαίνει αύξηση του κινδύνου, ότι ο αντίστοιχος καθηγητής, όσο ευσυνείδητος και αν είναι, θα προτιμήσει τους δικούς του μαθητές. Προσωπικά – για να το αναφέρω και αυτό – ακολούθησα την αρχή: ότι ένας επιστήμονας που έκανε με εμένα τη διδακτορική του διατριβή, πρέπει να νομιμοποιηθεί και να γίνει υφηγητής με κάποιον άλλο σε ένα άλλο πανεπιστήμιο. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν ότι ένας από τους καλύτερους μαθητές μου απορρίφθηκε σε ένα άλλο πανεπιστήμιο, επειδή κανείς δεν πίστευε ότι αυτή η αρχή ήταν ο λόγος της αίτησής του. Μία ακόμη διαφορά μεταξύ της Γερμανίας και των ΗΠΑ είναι ότι στη Γερμανία ο υφηγητής γενικά έχει λιγότερες παραδόσεις από όσες θα επιθυμούσε. Σύμφωνα με το επίσημο δικαίωμά του, μπορεί να διδάξει οποιαδήποτε παράδοση του τομέα του. Αλλά αυτό θα θεωρούνταν απρεπής ασέβεια απέναντι στους παλαιότερους διδάσκοντες, ώστε κατά κανόνα, ο καθηγητής κρατά τις «σημαντικές» παραδόσεις και ο υφηγητής αρκείται στις δευτερεύουσες. Το πλεονέκτημα αυτής της κατάστασης είναι ότι, αν και κατά κάποιο τρόπο άθελά του, έχει τα νεανικά του χρόνια ελεύθερα για επιστημονικό έργο. Στην Αμερική ισχύει καταρχήν άλλη διαρρύθμιση. Ο υφηγητής είναι υπερφορτωμένος, ιδιαίτερα στα πρώτα του χρόνια, ακριβώς επειδή πληρώνεται. Για παράδειγμα, σε ένα τμήμα γερμανικής φιλολογίας, ο τακτικός καθηγητής θα έχει μια τρίωρη παράδοση για τον Goethe και αυτό είναι αρκετό, ενώ ο νεαρός βοηθός θα είναι ευτυχισμένος εάν οι δώδεκα διδακτικές ώρες του την εβδομάδα, εκτός από την ανιαρή διδαχή της γερμανικής γλώσσας, περιλαμβάνουν παραδόσεις μέχρι του επιπέδου ποιητών όπως ο Uhland1. Διότι το πρόγραμμα διδασκαλίας συγκροτείται από τα αρμόδια όργανα του τμήματος, και εκεί ο assistant είναι το ίδιο εξαρτημένος όσο και ο βοηθός στα γερμανικά ιδρύματα. Εντέλει μπορούμε με σαφήνεια να παρατηρήσουμε, ότι η σύγχρονη εξέλιξη της γερμανικής πανεπιστημιακής οργάνωσης, σε ευρύτερα επιστημονικά πεδία, στρέφεται στην κατεύθυνση του αμερικανικού συστήματος. Τα μεγάλα ιδρύματα της Ιατρικής και των Φυσικών Επιστημών είναι επιχειρήσεις με χαρακτήρα «κρατικής κεφαλαιοκρατίας». Δεν μπορούν να διοικηθούν χωρίς επιχειρησιακά μέσα [Betriebsmittel] μεγάλου εύρους. Συναντούμε και εδώ την ίδια κατάσταση που προκύπτει οπουδήποτε επικρατεί η κεφαλαιοκρατική επιχείρηση: το «διαχωρισμό του εργάτη από τα μέσα παραγωγής». Ο εργάτης, δηλαδή ο βοηθός, εξαρτάται από τα μέσα εργασίας [Arbeitsmittel] που το κράτος θέτει στη διάθεσή του· είναι συνεπώς τόσο εξαρτημένος από το διευθυντή του ιδρύματος όσο και ο εργαζόμενος σε ένα εργοστάσιο: – διότι ο διευθυντής φαντάζεται καλόπιστα, ότι αυτό το ίδρυμα είναι το «δικό του» ίδρυμα, και το διευθύνει κατά βούληση. Για αυτό η θέση του βοηθού είναι συχνά τόσο αβέβαιη όσο οποιασδήποτε «προλεταριοειδούς» ύπαρξης, και ακριβώς τόσο αβέβαιη όσο η θέση του assistant στο αμερικανικό πανεπιστήμιο. Σε πολύ σημαντικά θέματα η πανεπιστημιακή μας ζωή, όπως και η ζωή στη Γερμανία γενικότερα, αμερικανοποιείται, και είμαι πεπεισμένος ότι αυτή η εξέλιξη θα επεκταθεί και στα τμήματα όπου, όπως ισχύει ακόμη σήμερα σε μεγάλο βαθμό στο δικό μου, ο τεχνίτης κατέχει ο ίδιος τα μέσα εργασίας, (κατ’ουσίαν: τη βιβλιοθήκη), ακριβώς όπως ίσχυε με τον τεχνίτη του παρελθόντος στο αντίστοιχό του επάγγελμα. Η εξέλιξη αυτή είναι σε πλήρη ανάπτυξη. Τα τεχνικά πλεονεκτήματα είναι [στη συγκεκριμένη περίπτωση] αναμφισβήτητα, όπως σε όλες τις κεφαλαιοκρατικές και ταυτόχρονα γραφειοκρατικές επιχειρήσεις. Αλλά το «πνεύμα» που κυριαρχεί εντός τους είναι διαφορετικό από την παλαιά ιστορική ατμόσφαιρα των γερμανικών πανεπιστημίων. Υπάρχει ένα εξαιρετικά ευρύ χάσμα, εξωτερικά και εσωτερικά, ανάμεσα στον προϊστάμενο μιας τέτοιας μεγάλης, κεφαλαιοκρατικής, πανεπιστημιακής επιχειρήσης και στον συνηθισμένο τακτικό καθηγητή παλαιάς εποχής. Η αντίθεση αυτή ισχύει επίσης και για την εσωτερική συμπεριφορά, ένα θέμα στο οποίο δεν θα ήθελα να επεκταθώ. Εσωτερικά όπως και εξωτερικά, η συντακτική οργάνωση του παλαιού πανεπιστημίου έχει καταστεί πλασματική. Αυτό, όμως, που έχει απομείνει και έχει σημαντικά αυξηθεί είναι ένα στοιχείο ιδιάζον στην πανεπιστημιακή σταδιοδρομία: εάν δηλαδή ένας τέτοιος υφηγητής, και ακόμη περισσότερο ένας βοηθός, θα επιτύχουν ποτέ να ανέλθουν στη θέση ενός τακτικού καθηγητή ή ακόμη να γίνουν προϊστάμενοι ενός ιδρύματος, είναι πολύ απλά ένα ζήτημα τύχης. Σαφώς, η συγκυρία δεν κυβερνά μόνη της, αλλά κυβερνά σε ασυνήθιστα υψηλό βαθμό. Δεν γνωρίζω σχεδόν καμία άλλη σταδιοδρομία στον κόσμο, όπου η τύχη διαδραματίζει τόσο μεγάλο ρόλο. Μπορώ να πω κάτι τέτοιο, καθώς προσωπικά το οφείλω σε κάποιες τελείως συγκυριακές καταστάσεις ότι κατά τα νεανικά μου χρόνια διορίστηκα ως τακτικός καθηγητής σε μια ειδίκευση, στην οποία τότε συνομήλικοί μου είχαν αναμφίβολα επιτύχει περισσότερα από ότι εγώ. Πιστεύω δε ότι, λόγω αυτής της εμπειρίας, έχω διορατικότητα για την άδικη μοίρα πολλών άλλων, στους οποίους η συγκυρία διαδραμάτισε και διαδραματίζει τον ακριβώς αντίθετο ρόλο, και οι οποίοι, παρ’όλη τους την ικανότητα, δεν καταλήγουν στη θέση που τους αρμόζει εντός αυτού του μηχανισμού επιλογής. Το γεγονός ότι η συγκυρία και όχι η ικανότητα διαδραματίζει τόσο μεγάλο ρόλο, δεν οφείλεται αποκλειστικά, ούτε καν πρωτίστως, στους καθαρά ανθρώπινους παράγοντες, οι οποίοι φυσικά εμπλέκονται σε αυτήν την επιλογή όπως και σε κάθε άλλη. Θα ήταν άδικο να θεωρήσουμε την προσωπική κατωτερότητα πανεπιστημιακών τμημάτων ή υπουργείων υπεύθυνη για το ότι τόσες πολλές μετριότητες διαδραματίζουν έναν αναμφίβολα εξέχοντα ρόλο στα πανεπιστήμια. Η επικράτηση της μετριότητας οφείλεται στους νόμους της ανθρώπινης σύμπραξης, ιδιαίτερα της σύμπραξης διάφορων επιτροπών, σε αυτήν την περίπτωση: των πανεπιστημιακών σχολών [που προτείνουν τους υποψήφιους] και των υπουργείων [παιδείας]. Ένα αντίστοιχο παράδειγμα: μπορούμε να παρακολουθήσουμε επί πολλούς αιώνες τις διαδικασίες στις παπικές εκλογές, οι οποίες είναι το σημαντικότερο και ελέγξιμο παράδειγμα παρόμοιας επιλογής προσώπων. Ο καρδινάλιος για τον οποίο λέγεται ότι είναι «φαβορί», πολύ σπάνια καταφέρνει να εκλεγεί. Κατά κανόνα επιλέγεται ο καρδινάλιος υπ’αριθμόν δύο ή τρία. Το ίδιο ισχύει και για τον πρόεδρο των ΗΠΑ: μόνον σε έκτακτες περιπτώσεις έρχεται ο πρώτος, δηλαδή: ο πιο διακεκριμένος, άνδρας στην «nomination» του κομματικού συνεδρίου· συνήθως προκρίνεται ως υποψήφιος το υπ’αριθμόν δύο και συχνά το υπ’αριθμόν τρία στέλεχος, και κατεβαίνει αργότερα στην προεκλογική εκστρατεία. Οι Αμερικανοί έχουν ήδη σχηματίσει τεχνικούς-κοινωνιολογικούς όρους για αυτές τις κατηγορίες, και θα ήταν αρκετά ενδιαφέρον να ερευνηθούν σε αυτά τα παραδείγματα οι νόμοι μιας επιλογής μέσω συλλογικής διαμόρφωσης αποφάσεων, αλλά δεν θα το κάνουμε αυτό εδώ. Ωστόσο [αυτοί οι νόμοι] ισχύουν επίσης και για τις πανεπιστημακές παραδόσεις, και δεν χρειάζεται να απορήσει κάποιος για το ότι συχνά γίνονται εκεί σφάλματα, αλλά αντιθέτως για το ότι, συγκριτικά, ο αριθμός των ορθών διορισμών είναι εντούτοις σημαντικότατος. Μόνον εκεί όπου, όπως σε ορισμένες χώρες, το κοινοβούλιο, ή όπως μέχρι πρότινος στη Γερμανία, οι μονάρχες, (και τα δύο επιδρούν με τον ίδιο τρόπο), ή, όπως τώρα, επαναστατικοί ηγέτες παρεμβαίνουν στις ακαδημαϊκές επιλογές για πολιτικούς λόγους, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι επαναπαυμένες μετριότητες ή θεσιθήρες θα έχουν αποκλειστικά όλες τις ευκαιρίες δικές τους. Κανένας πανεπιστημιακός καθηγητής δεν αρέσκεται να του θυμίζουν συζητήσεις για διορισμούς, διότι σπανίως είναι ευχάριστοι. Ωστόσο μπορώ να πω, ότι στις πολυάριθμες περιπτώσεις που γνωρίζω υπήρχε, χωρίς εξαίρεση, η καλή θέληση στο να επιτρέψει κανείς καθαρά αντικειμενικούς λόγους να είναι καθοριστικοί. Διότι πρέπει κανείς να είναι σαφής και για ένα άλλο πράγμα: πως δεν οφείλεται μόνον στην ανεπάρκεια της επιλογής μέσω συλλογικής διαμόρφωσης αποφάσεων ότι η απόφαση περί των ακαδημαϊκών πεπρωμένων είναι τόσο πολύ ένα «στοίχημα». Κάθε νεαρός που αισθάνεται ότι το επάγγελμά του είναι η επιστήμη, πρέπει να αντιληφθεί με σαφήνεια ότι το έργο που έχει μπροστά του έχει διπλή όψη. Δεν πρέπει να έχει μόνον την ιδιότητα του επιστήμονα, αλλά: και του διδάσκαλου. Αυτά δε τα δύο δεν συμπίπτουν καθόλου. Κάποιος μπορεί να είναι εξέχων επιστήμονας και ταυτόχρονα φοβερά κακός δάσκαλος. Σας θυμίζω τις διδασκαλίες ανδρών όπως ο Helmholtz ή ο Ranke· και δεν πρόκειται εδώ για σπάνιες εξαιρέσεις. Τα πράγματα, όμως, έχουν έτσι ώστε τα γερμανικά πανεπιστήμια, κυρίως τα μικρά πανεπιστήμια, εμπλέκονται στον γελοιωδέστερο ανταγωνισμό για εγγραφές. Οι ιδιοκτήτες ενοικιαζόμενων δωματίων στις πανεπιστημιακές πόλεις γιορτάζουν τον αριθμό των χιλίων φοιτητών με ένα πανηγύρι, και θα ήθελαν να γιορτάσουν τον αριθμό των δύο χιλιάδων με μια λαμπαδηφορία. Το ενδιαφέρον για τα δίδακτρα – κάποιος πρέπει ειλικρινά να το παραδεχτεί – επηρεάζεται από «ελκυστικούς» διορισμούς σε γειτονικά μαθήματα, αλλά πέραν τούτου, ο αριθμός των φοιτητών στις παραδόσεις είναι ένα κριτήριο επιβεβαίωσης με απτή αριθμητική έκφραση, ενώ η επιστημονική ικανότητα είναι αστάθμητη και, ακριβώς σε τολμηρούς νεωτεριστές, συχνά αμφισβητήσιμη (πράγμα απολύτως φυσικό). Ως εκ τούτου, σχεδόν τα πάντα υπάγονται στην υποβλητικότητα της ανυπολόγιστης παρηγοριάς και αξίας των πολυπληθών εγγραφών. Εάν ειπωθεί για έναν διδάσκοντα ότι είναι κακός δάσκαλος, αυτό είναι συνήθως μία πανεπιστημιακή καταδίκη εις θάνατον, ακόμα και αν είναι ο πρώτος επιστήμονας στον κόσμο. Η ερώτηση, όμως, εάν είναι καλός ή κακός δάσκαλος, απαντάται από τη συχνότητα με την οποία τον τιμούν οι κύριοι φοιτητές. Είναι, όμως, γεγονός ότι η προσέλευση των φοιτητών σε έναν δάσκαλο καθορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από καθαρά εξωτερικά πράγματα: από την ιδιοσυγκρασία του, ακόμη και τη χροιά της φωνής του – σε βαθμό που δύσκολα πιστεύει κανείς. Μετά από εν πάση περιπτώσει εκτενή εμπειρία και νηφάλιο συλλογισμό, έχω βαθιά δυσπιστία για τις μαζικές παραδόσεις, όσο βεβαίως αναπόφευκτες και αν είναι. Η δημοκρατία πρέπει να ισχύει μόνον εκεί όπου αρμόζει. Δεν θα πρέπει, όμως, να κρύβουμε από τους εαυτούς μας, ότι η επιστημονική εκπαίδευση, όπως πρέπει να την εφαρμόζουμε στα γερμανικά πανεπιστήμια σύμφωνα με την παράδοσή τους, είναι υπόθεση πνευματικής αριστοκρατίας. Αφ’ετέρου, όμως, ισχύει και το ότι η παράθεση επιστημονικών προβλημάτων κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τα καταλάβει ένα ακαλλιέργητο μεν αλλά επιδεκτικό μυαλό, και – αυτό που είναι για εμάς το αποκλειστικά καθοριστικό – να μπορεί να καταλήξει σε αυτόνομη σκέψη επί των ιδίων, είναι πιθανόν το δυσκολότερο παιδαγωγικό έργο όλων. Αυτό το ζήτημα είναι σαφές, αλλά για τη λύση του δεν αποφασίζουν οι αριθμοί των εγγραφών. Και – για να επιστρέψουμε στο θέμα μας – ακριβώς αυτή η ικανότητα είναι ένα προσωπικό χάρισμα και σε καμία περίπτωση δεν συμπίπτει με τα επιστημονικά προσόντα ενός επιστήμονα. Σε αντίθεση, όμως, προς τη Γαλλία δεν έχουμε κανένα σώμα «αθανάτων» της επιστήμης, αλλά σύμφωνα με την παράδοσή μας, τα πανεπιστήμια πρέπει να ικανοποιούν και τις δύο απαιτήσεις: τόσο της έρευνας όσο και της διδασκαλίας. Εάν όμως οι ικανότητες και για τα δύο μπορούν να συνυπάρχουν σε ένα άτομο, αυτό είναι ζήτημα καθαρής τύχης. Ο ακαδημαϊκός βίος είναι λοιπόν ένα ανεξέλεγκτο διακύβευμα. Όταν έρχονται νεαροί επιστήμονες να ζητήσουν συμβουλή για υφηγεσία, η ευθύνη της ενθάρρυνσης είναι σχεδόν αβάσταχτη. Εάν είναι Εβραίος, τότε φυσικά του λέει κανείς: lasciate ogni speranza [εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα]. Αλλά και σε κάθε άλλον θα πρέπει να απευθύνεται με κάθε ειλικρίνεια το ερώτημα: πιστεύεις ότι μπορείς να αντέξεις, χωρίς εσωτερική πίκρα και μαρασμό, στο ότι χρόνο με το χρόνο μετριότητα κατόπιν μετριότητας, ανέρχεται πάνω από εσένα; Βεβαίως, τότε ακούγεται πάντα η απάντηση: Μα φυσικά, ζω μόνον για το «επάγγελμά» μου· αλλά, τουλάχιστον εγώ, έχω δει μόνον λίγους που υπέμειναν αυτήν την κατάσταση χωρίς εσωτερική φθορά. Μου φαίνεται ότι ήταν αρκετό να διατυπωθούν τόσες παρατηρήσεις για τις εξωτερικές συνθήκες του επιστημονικού επαγγέλματος. Αλλά, πιστεύω πως πραγματικά επιθυμείτε να ακούσετε για κάτι άλλο, δηλαδή, για το εσωτερικό κάλεσμα προς την επιστήμη. Στην εποχή μας, η εσωτερική κατάσταση απέναντι στην οργάνωση της επιστήμης ως επαγγέλματος, εξαρτάται εν πρώτοις από το ότι η επιστήμη έχει εισέλθει σε ένα στάδιο εξειδίκευσης που ήταν άγνωστο προηγουμένως, και ότι αυτό θα παραμείνει έτσι και στο μέλλον. Όχι μόνον εξωτερικά, αλλά ιδιαίτερα εσωτερικά έχουν έτσι τα πράγματα: ότι το μεμονωμένο άτομο μπορεί να αποκτήσει τη σίγουρη αίσθηση πως έχει επιτύχει κάτι πραγματικά ολοκληρωμένο στον τομέα της επιστήμης, μόνον όταν είναι αυστηρά εξειδικευμένο. Όλες οι περιστασιακές εργασίες που αναμιγνύονται σε γειτονικά πεδία, όπως π.χ. είναι αναγκασμένοι να κάνουν εκ νέου οι κοινωνιολόγοι, είναι επιβαρυμένες με την μοιρολατρική διαπίστωση ότι στην καλύτερη περίπτωση παρέχουμε στον ειδικό χρήσιμες ερωτηματοθεσίες στις οποίες ο ίδιος δεν θα μπορούσε τόσο εύκολα να καταλήξει από το δικό του εξειδικευμένο πεδίο, αλλά παράλληλα ότι το δικό μας έργο θα πρέπει αναπόφευκτα να παραμείνει σε μεγάλο βαθμό ατελές. Μόνον με αυστηρή εξειδίκευση μπορεί ο εργάτης της επιστήμης να αποκτήσει πραγματικά, μόνον για μία φορά και πιθανόν ποτέ ξανά στη ζωή του, το πλήρες αίσθημα: εδώ έχω επιτύχει κάτι που θα διαρκέσει. Ένα πραγματικά οριστικό και καλό επίτευγμα είναι σήμερα πάντοτε ένα εξειδικευμένο επίτευγμα. Όποιος λοιπόν στερείται της ικανότητας να βάλει, τρόπον τινά, παρωπίδες και να αφοσιωθεί στην παράσταση ότι το πεπρωμένο της ψυχής του εξαρτάται από το εάν ή όχι διατυπώνει τη σωστή υπόθεση σε αυτό το σημείο αυτού του χειρογράφου, ας μείνει μακριά από την επιστήμη. Δεν θα περάσει ποτέ από αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «βίωμα» της επιστήμης. Χωρίς αυτήν την παράξενη μέθη, που καταγελά ο κάθε αδαής, χωρίς αυτό το πάθος, αυτό το: «χιλιάδες χρόνια έπρεπε να περάσουν πριν έρθεις στη ζωή, και χιλιάδες χρόνια περιμένουν σιωπηλά»: - σύμφωνα με το εάν πέτυχες ή όχι στη διατύπωση αυτής της υπόθεσης, χωρίς αυτό, δεν έχει κανείς το κάλεσμα για την επιστήμη και θα πρέπει να κάνει κάτι άλλο. Διότι τίποτε δεν έχει αξία για τον άνθρωπο ως άνθρωπο, αν δεν μπορεί να το κάνει με πάθος. Ωστόσο είναι γεγονός, ότι όσο πάθος και αν υπάρχει, όσο γνήσιο και βαθύ και αν είναι, δεν μπορεί να εξαναγκάσει το [επιστημονικό] αποτέλεσμα. Βεβαίως, το πάθος είναι μία προϋπόθεση του καθοριστικού παράγοντα: της «έμπνευσης». Άλλωστε, υπάρχει σήμερα στους κύκλους της νεολαίας η διαδεδομένη αντίληψη ότι η επιστήμη έχει γίνει ένα υπολογιστικό πρότυπο, που κατασκευάζεται σε εργαστήρια ή σε συστήματα στατιστικής ταξινόμησης μόνον με την ψυχρή διάνοια και όχι με όλη την «ψυχή» του ανθρώπου, ακριβώς όπως «σε ένα εργοστάσιο». Ενώ προπάντων θα πρέπει να παρατηρήσουμε: ότι τέτοια σχόλια στερούνται οποιασδήποτε διαύγειας για το τί συμβαίνει σε ένα εργοστάσιο ή σε ένα εργαστήριο. Και στις δύο περιπτώσεις, πρέπει κάτι – και μάλιστα το σωστό – να προκύψει στο μυαλό κάποιου, για να έχει μια αξιόλογη επίδοση. Η γέννηση μιας τέτοιας ιδέας όμως, δεν μπορεί να επιβληθεί. Δεν έχει καμία σχέση με οποιονδήποτε ψυχρό υπολογισμό. Σίγουρα, και αυτός είναι απαραίτητη προϋπόθεση. Για παράδειγμα, κανένας κοινωνιολόγος δεν πρέπει να το θεωρήσει περιττό, ακόμα και στα γεράματά του, να κάνει, πιθανόν επί μήνες, δεκάδες χιλιάδες τελείως τετριμμένους υπολογισμούς με το μυαλό του. Προσπαθεί κανείς, όχι άνευ αρνητικών συνεπειών, να μετακυλίσει τελείως αυτήν την υποχρεώση σε μηχανικές δυνάμεις, όταν θέλει να υπολογίσει κάτι – αυτό δε που προκύπτει στο τέλος, είναι συχνά ελάχιστο. Αλλά εάν δεν «προκύπτει» καμία ιδέα στο μυαλό του ως προς την κατεύθυνση των υπολογισμών του και, κατά τη διάρκεια των υπολογισμών, ως προς τη σημασία των μεμονωμένων αποτελεσμάτων, τότε δεν γεννιέται ούτε καν αυτό το ελάχιστο. Συνήθως μια τέτοια «ιδέα» προετοιμάζεται μόνον στη βάση σκληρότατης εργασίας. Αλλά βέβαια όχι πάντα. Η ιδέα ενός ερασιτέχνη μπορεί να έχει ακριβώς την ίδια ή ακόμη και μεγαλύτερη σημασία για την επιστήμη, όπως εκείνη ενός ειδικού. Πολλούς από τους καλύτερους προβληματισμούς και γνώσεις μας οφείλουμε ακριβώς σε ερασιτέχνες. Ο ερασιτέχνης διαφέρει από τον ειδικό – όπως είχε πει ο Helmholtz2 για τον Robert Mayer3 – μόνον στο ότι δεν έχει τη σταθερή σιγουριά της μεθόδου, και κατά συνέπεια συνήθως δεν είναι σε θέση να ελέγξει και να εκτιμήσει ή να εφαρμόσει την ιδέα. Η ιδέα δεν υποκαθιστά την εργασία. Η δε εργασία, με τη σειρά της, δεν μπορεί να υποκαταστήσει ή να εξαναγκάσει τη γέννηση μιας ιδέας, ακριβώς όπως δεν μπορεί και το πάθος. Η ιδέα προσελκύεται και από τα δύο – ιδιαίτερα όταν δρουν μαζί. Η ιδέα, όμως, έρχεται όταν αυτή θέλει, όχι όταν το θέλουμε εμείς. Οι καλύτερες ιδέες πράγματι προκύπτουν όπως το περιγράφει ο Jhering: όταν καπνίζεις ένα πούρο στον καναπέ· ή όπως ομολογεί με φυσικοεπιστημονική ακρίβεια ο Helmholtz για τον εαυτό του: κατά τον περίπατο σε μια μικρή ανηφοριά ή με κάποιον παρόμοιο τρόπο· εν πάση περιπτώσει, οι ιδέες έρχονται όταν δεν τις περιμένουμε, και όχι όταν βασανιζόμαστε με σκέψεις και έρευνες στο γραφείο μας. Σίγουρα, όμως, δεν θα είχαν προκύψει, εάν δεν είχαμε ταλαιπωρηθεί με σκέψεις στο γραφείο μας και δεν είχαμε ήδη θέσει περιπαθώς ερωτήματα. Όπως και αν έχει, ο εργάτης της επιστήμης πρέπει επίσης να λάβει υπόψη του αυτήν την αμφιβολία που διακατέχει κάθε επιστημονική εργασία: θα έλθει η «έμπνευση» ή δεν θα έλθει; Μπορεί να είναι ένας εξαίρετος εργάτης και όμως να μην είχε ποτέ μια δική του πολύτιμη ιδέα. Είναι όμως σοβαρό σφάλμα να πιστεύεται ότι αυτό ισχύει μόνον στην επιστήμη, και ότι τα πράγματα, π.χ. στο γραφείο μίας επιχείρησης είναι διαφορετικά από ότι σε ένα εργαστήριο. Ένας έμπορος ή ένας μεγαλοβιομήχανος χωρίς «επιχειρηματική φαντασία», δηλαδή χωρίς ιδέες, πρωτότυπες ιδέες, είναι ένας άνθρωπος που θα ήταν καλύτερο να παραμείνει όλη του τη ζωή εμπορικός ή τεχνικός υπάλληλος: δεν θα διαμορφώσει ποτέ νέα οργανωτικά δημιουργήματα. Στον τομέα της επιστήμης η έμπνευση δεν διαδραματίζει επ’ουδενί μεγαλύτερο ρόλο – όπως φαντάζεται η ακαδημαϊκή υπεροψία – από ό,τι διαδραματίζει στον τομέα διαχείρισης προβλημάτων του πρακτικού βίου από έναν σύγχρονο επιχειρηματία. Από την άλλη πλευρά – πράγμα που επίσης συχνά αγνοείται – δεν διαδραματίζει λιγότερο σημαντικό ρόλο στην επιστήμη από ό,τι στο πεδίο της τέχνης. Είναι παιδαριώδης η αντίληψη, ότι ένας μαθηματικός καταλήγει σε κάποιο επιστημονικά αξιόλογο αποτέλεσμα με το να κάθεται στο γραφείο του με ένα χάρακα ή με άλλα μηχανικά μέσα ή υπολογιστικές μηχανές: η μαθηματική φαντασία ενός Weierstraß4 είναι σαφώς ως προς το νόημα και το αποτέλεσμα, τελείως διαφορετικά συγκροτημένη από εκείνη ενός καλλιτέχνη, και διαφέρει ουσιωδώς στην ποιότητα. Αλλά δεν διαφέρει ως προς την ψυχολογική διαδικασία. Και οι δύο είναι μέθη (με την έννοια της «μανίας» του Πλάτωνα) και «έμπνευση». Τώρα, εάν κάποιος έχει επιστημονική έμπνευση, αυτό εξαρτάται από κρυφά για εμάς πεπρωμένα, εκτός αυτού όμως και από «χάρισμα». Αυτή η αναμφισβήτητη αλήθεια αποτελεί μία από τις αιτίες μιας συμπεριφοράς, η οποία για ευνόητους λόγους έχει καταστεί δημοφιλής ιδίως στη νεολαία, και τίθεται στην υπηρεσία ορισμένων ειδώλων, των οποίων τη λατρεία συναντάμε στη γωνιά κάθε δρόμου και σε κάθε περιοδικό. Αυτά τα είδωλα είναι η «προσωπικότητα» και το «βίωμα». Και τα δύο είναι στενά συνδεδεμένα: κυριαρχεί η παράσταση ότι το τελευταίο αποτελεί το πρώτο και ανήκει σε αυτό. Βασανίζεται κανείς για να αποκτήσει βιώματα – διότι αυτό ανήκει στον αρμόζοντα τρόπο ζωής μιας προσωπικότητας – και αν δεν το επιτύχει, τότε πρέπει τουλάχιστον να υποκριθεί ότι έχει αυτό το χάρισμα. Σε περασμένες εποχές αυτό το «βίωμα» ονομαζόταν σε απλά γερμανικά «αίσθηση». Και περί του τί είναι και τί σημαίνει μια «προσωπικότητα», είχαν τότε – πιστεύω – ορθότερη αντίληψη. Κυρίες και κύριοι! «Προσωπικότητα» στο πεδίο της επιστήμης έχει μόνον αυτός που είναι αφοσιωμένος καθαρά στο αντικείμενό του. Και δεν ισχύει αυτό μόνον για το πεδίο της επιστήμης. Δεν γνωρίζουμε κανένα μεγάλο καλλιτέχνη, ο οποίος να έχει κάνει ο,τιδήποτε άλλο εκτός από το να υπηρετεί την εργασία του και μόνον την εργασία του. Όσον αφορά την τέχνη, ακόμη και σε μία προσωπικότητα του επιπέδου ενός Goethe, δεν ήταν ατιμώρητο το ότι πήρε την ελευθερία να κάνει το «βίο» του ένα έργο τέχνης. Μπορεί κανείς να αμφιβάλει για αυτό – εν πάση περιπτώσει πρέπει να είναι κανείς ένας Goethe, για να τολμήσει εν γένει να επιτρέψει στον εαυτό του τέτοια ελευθερία· και τουλάχιστον όλοι θα παραδεχθούν: ότι ακόμα και σε κάποιον όπως ο Goethe, που εμφανίζεται μία φορά στη χιλιετία, αυτή η ελευθερία δεν έμεινε απλήρωτη. Στην πολιτική δεν είναι διαφορετικά, αλλά δεν θα συζητήσουμε για αυτό απόψε. Στο πεδίο της επιστήμης, όμως, σίγουρα δεν είναι «προσωπικότητα» το άτομο που ανεβαίνει στη σκηνή ως θιασάρχης του αντικειμένου, στο οποίο θα έπρεπε να έχει αφιερωθεί, και αναζητεί νομιμοποίηση μέσω «βιώματος» ρωτώντας: πώς μπορώ να αποδείξω ότι είμαι διαφορετικός από έναν απλό «ειδικό», και πώς μπορώ να το καταφέρω να πω κάτι ως προς την μορφή ή το περιεχόμενο, το οποίο κανένας άλλος δεν έχει πει όπως εγώ; Πρόκειται για ένα φαινόμενο που εμφανίζεται σήμερα μαζικά, και προκαλεί πάντα μικροπρεπή εντύπωση, εξευτελίζοντας αυτόν που διατυπώνει το ερώτημα, ενώ η εσωτερική αφοσίωση στο καθήκον, και μόνον σε αυτό, θα έπρεπε να τον ανυψώσει στο ύψος και την αξιοπρέπεια του θέματος, το οποίο προφασίζεται ότι υπηρετεί. Αυτό ισχύει επίσης και για τον καλλιτέχνη. Σε αντίθεση με αυτές τις προϋποθέσεις, τις οποίες η επιστημονική εργασία μοιράζεται με την τέχνη, η επιστήμη έχει ένα πεπρωμένο που την διαχωρίζει ουσιωδώς από το καλλιτεχνικό έργο. Η επιστημονική εργασία είναι δεσμευμένη στην πορεία της προόδου. Απεναντίας, στον κόσμο της τέχνης δεν υπάρχει – με αυτήν την έννοια – καμία πρόοδος. Δεν είναι αλήθεια ότι το έργο τέχνης μίας περιόδου, η οποία έχει αποκτήσει νέα τεχνικά μέσα ή, για παράδειγμα, τους νόμους της προοπτικής, βρίσκεται για αυτό το λόγο, από καθαρά καλλιτεχνικής άποψης, υψηλότερα από ένα έργο τέχνης στερημένο της γνώσης αυτών των μέσων και κανόνων – εφόσον [το δεύτερο] αντιστοιχούσε ορθώς στην μορφή και στο υλικό του, δηλαδή: εφόσον το αντικείμενό του είχε επιλεχθεί και διαμορφωθεί, με τέτοιο τρόπο, ο οποίος θα ήταν καλλιτεχνικά ορθός χωρίς την εφαρμογή εκείνων των συνθηκών και των μέσων. Ένα έργο τέχνης που πραγματικά αποτελεί «εκπλήρωση», δεν ξεπερνιέται ποτέ, δεν θα θεωρηθεί ποτέ απαρχαιωμένο· το μεμονωμένο άτομο μπορεί να εκτιμά με διαφορετικό τρόπο τη σημασία του σε προσωπικό επίπεδο, αλλά ποτέ δεν θα είναι κανείς σε θέση να πει για ένα έργο που αποτελεί «εκπλήρωση», ότι είναι «ξεπερασμένο» από ένα άλλο έργο, το οποίο είναι επίσης «εκπλήρωση». Απεναντίας, στην επιστήμη καθένας από εμάς γνωρίζει ότι αυτό που έχει επεξεργαστεί θα θεωρείται απαρχαιωμένο σε δέκα, είκοσι, πενήντα χρόνια. Αυτό είναι το πεπρωμένο, πολύ περισσότερο: αυτό είναι το νόημα της επιστήμης, στο οποίο είναι με ιδιαίτερο τρόπο υποταγμένη και αφιερωμένη, σε σύγκριση προς όλα τα άλλα πολιτισμικά στοιχεία για τα οποία επίσης ισχύει: [ότι δηλαδή] κάθε επιστημονική «εκπλήρωση» σημαίνει νέα «ερωτήματα» και θέλει να «ξεπεραστεί» και να καταστεί παλαιά. Με αυτό πρέπει να συμβιβαστεί όποιος επιθυμεί να υπηρετήσει την επιστήμη. Οι επιστημονικές εργασίες μπορούν σίγουρα να παραμείνουν σημαντικές, είτε ως «μέσα ευχαρίστησης» λόγω της καλλιτεχνικής τους ποιότητας, ή ως μέσον εκπαίδευσης προς εργασία. Το να ξεπεραστούν, όμως, επιστημονικά είναι – ας το επαναλάβουμε αυτό – όχι μόνον το κοινό μας πεπρωμένο, αλλά ο κοινός μας στόχος. Δεν μπορούμε να εργαστούμε χωρίς να ελπίζουμε ότι κάποιοι άλλοι θα προχωρήσουν περισσότερο από ό,τι εμείς. Αυτή η πρόοδος βαίνει καταρχήν στο άπειρο. Και έτσι ερχόμαστε στο πρόβλημα του νοήματος της επιστήμης. Διότι, παρόλα αυτά, δεν είναι αυταπόδεικτο ότι κάτι που υπόκειται σε τέτοιο νόμο εμπεριέχει νόημα και κατανόηση. Γιατί ασκεί κάποιος κάτι που στην πραγματικότητα ποτέ δεν καταλήγει και ποτέ δεν μπορεί να καταλήξει σε ένα τέλος; Εν πρώτοις, για καθαρά πρακτικούς, με την ευρύτερη έννοια, για τεχνικούς σκοπούς: για να μπορούμε να προσανατολίσουμε την πρακτική μας δραστηριότητα στις προσδοκίες που θέτει στη διάθεσή μας η επιστημονική εμπειρία. Καλώς. Αλλά αυτό έχει σημασία μόνον για τους ανθρώπους της πράξης. Ποια, όμως, είναι η εσωτερική στάση του ίδιου του ανθρώπου της επιστήμης απέναντι στο επάγγελμά του; – εάν δηλαδή αναζητά κάτι τέτοιο. Ισχυρίζεται ότι ασκεί την επιστήμη «χάριν της ιδίας» και όχι μόνον επειδή κάποιοι άλλοι επιτυγχάνουν επαγγελματικές ή τεχνικές επιτυχίες, και μπορούν να θρέφονται, να ντύνονται, να φωτίζονται και να εξουσιάζουν καλύτερα. Τί είναι, όμως, αυτό το πολυσήμαντο που πιστεύει ότι προωθεί με όλα αυτά τα δημιουργήματα που είναι προορισμένα για απαρχαίωση, δηλαδή γιατί δεσμεύεται σε αυτόν τον εξειδικευμένο οργανισμό, του οποίου η λειτουργία βαίνει στο άπειρο; Αυτό το ερώτημα απαιτεί ορισμένους γενικούς συλλογισμούς. Η επιστημονική πρόοδος είναι ένα μέρος, και δη το σημαντικότερο μέρος, εκείνης της νοησιαρχικής διαδικασίας στην οποία έχουμε εμπλακεί εδώ και χιλιάδες χρόνια, και η οποία στις ημέρες μας κρίνεται συνήθως με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο. Ας διασαφηνίσουμε πρώτα, τί σημαίνει πρακτικά αυτός ο νοησιαρχικός εξορθολογισμός μέσω επιστήμης και επιστημονικά προσανατολισμένης τεχνικής. Μήπως σημαίνει ότι εμείς σήμερα, για παράδειγμα, ο καθένας που κάθεται σε αυτή την αίθουσα, έχει μεγαλύτερη γνώση των βιοτικών συνθηκών υπό τις οποίες υπάρχει, από ότι ένας Ινδιάνος ή ένας Οττεντότος; Μάλλον όχι. Εκτός αν είναι φυσικός επιστήμονας, κανένας από εμάς που κυκλοφορεί με το τραμ, δεν έχει ιδέα πώς το όχημα αυτό καταφέρνει να κινείται. Και δεν χρειάζεται να το γνωρίζει. Του αρκεί ότι μπορεί να «υπολογίζει» στη συμπεριφορά του τροχιόδρομου, και προσανατολίζει τη δική του συμπεριφορά σε αυτήν· αλλά δεν γνωρίζει τίποτα για το πώς παράγει κανείς ένα τέτοιο όχημα ώστε να μπορεί να κινείται. Ο πρωτόγονος γνωρίζει ασύγκριτα περισσότερα για τα εργαλεία του. Όταν ξοδεύουμε χρήματα σήμερα, βάζω στοίχημα ότι ακόμα και αν υπάρχουν συνάδελφοι οικονομολόγοι εδώ στην αίθουσα, σχεδόν κάθε ένας θα έχει έτοιμη διαφορετική απάντηση στο ερώτημα: πώς τα καταφέρνει το χρήμα, ώστε κάποιος σε αντάλλαγμα προς αυτό μπορεί να αγοράσει κάτι – μερικές φορές περισσότερο και μερικές φορές λιγότερο; Ο πρωτόγονος, όμως, γνωρίζει τί κάνει ώστε να αποκτήσει την καθημερινή του διατροφή, καθώς και ποιοι θεσμοί τον εξυπηρετούν σε αυτήν την αναζήτηση. Η αυξανόμενη νοησιαρχία και ο εξορθολογισμός δεν σημαίνουν, συνεπώς, αυξανόμενη γενική γνώση των βιοτικών συνθηκών υπό τις οποίες ζει κάποιος. Σημαίνει, όμως, κάτι άλλο: τη γνώση ή την πίστη, ότι εάν ένας άνθρωπος απλώς ήθελε θα μπορούσε να το μάθει ανά πάσα στιγμή, ότι δηλαδή δεν υπάρχουν καταρχήν μυστικές, ανυπολόγιστες δυνάμεις, που να εμπλέκονται σε αυτήν τη διαδικασία, αλλά μάλλον ότι μπορεί κανείς – καταρχήν – να κυριαρχήσει σε όλα τα πράγματα μέσω υπολογισμού. Αυτό, όμως, σημαίνει: την απομάγευση του κόσμου. Δεν χρειάζεται πλέον να στραφεί κανείς, όπως ο πρωτόγονος, για τον οποίο υπήρχαν τέτοιες δυνάμεις, σε μαγικά μέσα για να κυριαρχήσει ή να ικετεύσει τα πνεύματα. Τεχνικά μέσα και υπολογισμοί επιτελούν πλέον αυτό το έργο. Αυτό πάνω απ’όλα σημαίνει νοησιαρχία. Έχει, όμως, αυτή η διαδικασία απόμαγευσης, που διαρκεί στο δυτικό πολιτισμό επί χιλιετίες, και εν γένει, αυτή η «πρόοδος», στην οποία ανήκει ως μέλος και κινητήρια δύναμη η επιστήμη, κάποιο νόημα πέραν της καθαρά πρακτικής και τεχνικής διάστασης; Θα βρείτε αυτό το ερώτημα διατυπωμένο στην πιο αξιωματική του μορφή στα έργα του Leo Tolstoj. Κατέληξε στο ερώτημα αυτό με ιδιόμορφο τρόπο. Οι σκέψεις του περιστρέφονταν όλο και περισσότερο γύρω από το πρόβλημα εάν ο θάνατος είναι ένα φαινόμενο με σημασία ή όχι. Και η απάντησή του ήταν: για τον πολιτισμένο άνθρωπο ο θάνατος δεν έχει κανένα νόημα. Και αυτό διότι ο βίος του πολιτισμένου ανθρώπου, τοποθετημένος στο πλαίσιο της «προόδου», της πορείας προς το άπειρο, δεν πρέπει ποτέ, σύμφωνα με το εγγενές του νόημα, να έλθει σε ένα τέλος. Διότι υπάρχει πάντα μία περαιτέρω πρόοδος από αυτήν στην οποία βρίσκεται· και όποιος πεθαίνει δεν βρίσκεται στο ύψος όπου βρίσκεται το άπειρο. Ο Αβραάμ, ή οποιοσδήποτε χωρικός του παρελθόντος, απεβίωνε «presbÚthj kaπ plˇrhj ¹merîn» [Γένεσις 25:8] διότι βρισκόταν στον οργανικό κύκλο του βίου, διότι η ζωή του σύμφωνα και με το νόημά της, τού είχε δώσει στη δύση των ημερών του, όλα αυτά που είχε να προσφέρει· [απεβίωνε έτσι] διότι για αυτόν δεν είχαν απομείνει αινίγματα που ήθελε να λύσει, και επομένως μπορούσε να έχει «αρκετά» από τη ζωή. Ένας πολιτισμένος άνθρωπος, όμως [Kulturmensch], τοποθετημένος καταμεσής στον διαρκή εμπλουτισμό του πολιτισμού με ιδέες, γνώσεις και προβλήματα, μπορεί να καταλήξει «κουρασμένος από τη ζωή» αλλά όχι: χορτασμένος από τη ζωή. Διότι συλλαμβάνει μόνον το ελάχιστο κομμάτι από αυτό που ο βίος του πνεύματος γεννά διαρκώς, πάντα δε συλλαμβάνει κάτι προσωρινό, ποτέ κάτι οριστικό, και επομένως ο θάνατος είναι για αυτόν μία υπόθεση άνευ νοήματος. Και επειδή ο θάνατος δεν έχει νόημα, είναι άνευ νοήματος και ο πολιτισμένος βίος ως τέτοιος, καθώς ακριβώς μέσω της κενής νοήματος «προοδευτικότητάς» του δίνει στο θάνατο το αποτύπωμα της άνοιας. Σε όλα τα τελευταία του μυθιστορήματα βρίσκεται αυτή τη σκέψη ως βασικό χαρακτηριστικό της τολστοϊκής τέχνης. Τί θέση θα πρέπει να λάβει κάποιος ως προς αυτό; Έχει η «πρόοδος» ως τέτοια κάποιο αναγνωρίσιμο νόημα, που να υπερβαίνει το τεχνικό ζήτημα, ώστε έτσι η υπηρεσία στο όνομα της προόδου να είναι ένα επάγγελμα γεμάτο νόημα; Το ερώτημα αυτό πρέπει να τεθεί. Αλλά δεν είναι πλέον απλώς το ερώτημα του καλέσματος για την επιστήμη, δηλαδή το πρόβλημα: τί σημαίνει η επιστήμη ως επάγγελμα για αυτόν που της αφοσιώνεται; αλλά ήδη τίθεται το άλλο ερώτημα: ποιο είναι το επάγγελμα της επιστήμης εντός του συνολικού βίου της ανθρωπότητας; και ποια είναι η αξία της; Η αντίθεση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος είναι εδώ τρομακτική. Θα θυμάστε την υπέροχη εικόνα στην αρχή του έβδομου βιβλίου της Πολιτείας του Πλάτωνα: εκείνους τους αλυσοδεμένους ανθρώπους στο σπήλαιο, των οποίων τα πρόσωπα είναι στραμμένα προς τον πέτρινο τοίχο μπροστά τους, πίσω τους βρίσκεται η πηγή του φωτός, την οποία δεν μπορούν να δουν, και έτσι ασχολούνται μόνον με τις σκιές που το φως προβάλλει στον τοίχο, και επιδιώκουν να εμβαθύνουν στο συσχετισμό τους. Τελικά, ένας από αυτούς επιτυγχάνει να σπάσει τα δεσμά του, γυρίζει και βλέπει τον ήλιο. Τυφλωμένος, ψηλαφίζει γύρω του και ψελλίζει για αυτό που είδε. Οι άλλοι νομίζουν ότι παραληρεί. Αλλά σταδιακά μαθαίνει να παρατηρεί το φως, και μετά το καθήκον του είναι να κατέβει στους ανθρώπους του σπηλαίου και να τους οδηγήσει στο φως. Αυτός είναι ο φιλόσοφος· ο ήλιος, όμως, είναι η αλήθεια της επιστήμης, η οποία δεν επιδιώκει απλώς ψευδαισθήσεις και σκιές, αλλά το αληθινό Είναι. Ποιος λοιπόν θεωρεί σήμερα την επιστήμη με τέτοιο τρόπο; Σήμερα, ιδιαίτερα η νεολαία αισθάνεται μάλλον το αντίστροφο: τα νοητικά μορφώματα της επιστήμης αποτελούν ένα μετακοσμικό βασίλειο τεχνητών αφαιρέσεων, οι οποίες με τα σκελετωμένα χέρια τους επιδιώκουν να αδράξουν το αίμα και το χυμό του αληθινού βίου, χωρίς ποτέ να τον συλλαμβάνουν. Εδώ, όμως, μέσα στο βίο, σε αυτό που για τον Πλάτωνα ήταν παιχνίδι των σκιών στους τοίχους του σπηλαίου, πάλλεται η γνήσια πραγματικότητα: τα υπόλοιπα είναι νεκρά φαντάσματα που συνάγονται από αυτήν, και τίποτε άλλο. Πώς συνέβη αυτή η αλλαγή; Ο περιπαθής ενθουσιασμός του Πλάτωνα στην Πολιτεία εξηγείται εντέλει από το ότι τότε ανακαλύφθηκε συνειδητά για πρώτη φορά το νόημα ενός από τα μεγαλύτερα μέσα κάθε επιστημονικής γνώσης: της έννοιας. Ο Σωκράτης ανακάλυψε τη σημασία της. Δεν ήταν ο μοναδικός στον κόσμο που την ανακάλυψε. Μπορείτε να βρείτε στην Ινδία τις απαρχές μιας λογικής, που είναι αρκετά όμοια με εκείνη του Αριστοτέλη. Πουθενά, όμως, δεν βρίσκουμε αυτήν τη συνείδηση της σημασίας. Για πρώτη φορά, εμφανίστηκε εδώ ένα εύχρηστο μέσον με το οποίο μπορούσε κανείς να βάλει κάποιον στη μέγγενη της λογικής, ώστε δεν μπορούσε να ξεφύγει χωρίς να παραδεχθεί είτε ότι δεν γνώριζε τίποτε είτε ότι αυτό, και τίποτε άλλο, ήταν η αλήθεια, η αιώνια αλήθεια, που ποτέ δεν θα εξαφανιζόταν, όπως εξαφανίζονται οι πράξεις και δραστηριότητες των ανίδεων ανθρώπων. Αυτό ήταν το τρομακτικό βίωμα που έλαμψε πάνω στους μαθητές του Σωκράτη. Και από αυτό φαινόταν να συνεπάγεται, ότι εάν κάποιος έβρισκε απλώς την ορθή έννοια του Ωραίου, του Καλού, ή έστω της γενναιότητας, της ψυχής – ή ο,τιδήποτε άλλου – θα μπορούσε επίσης να συλλάβει το πραγματικό του Είναι, και αυτό, με τη σειρά του, φαινόταν να ανοίγει το δρόμο για τη γνώση και τη διδαχή του πώς να πράττει κανείς ορθά στη ζωή και, πάνω από όλα, πώς να πράττει ορθά ως πολίτης. Διότι από αυτό το ερώτημα εξαρτώνταν τα πάντα για τον εξολοκλήρου πολιτικά σκεπτόμενο Έλληνα. Για αυτούς τους λόγους ασχολιόταν κανείς με την επιστήμη. Δίπλα σε αυτήν την ανακάλυψη του ελληνικού πνεύματος εμφανίστηκε ακολούθως, ως τέκνο της Αναγέννησης, το δεύτερο σπουδαίο εργαλείο της επιστημονικής εργασίας: το έλλογο πείραμα, ως μέσον αξιόπιστα ελεγχόμενης εμπειρίας, χωρίς το οποίο θα ήταν αδύνατη η σύγχρονη εμπειρική επιστήμη. Πειράματα υπήρχαν και νωρίτερα: στην Ινδία, για παράδειγμα, γινόταν πειράματα φυσιολογίας στην υπηρεσία της ασκητικής τεχνικής της γιόγκα, στην ελληνική αρχαιότητα γινόταν μαθηματικά πειράματα για λόγους πολεμικής τεχνικής και στον μεσαίωνα για λόγους μεταλλωρυχίας. Αλλά η ανόρθωση του πειράματος ως αρχή της έρευνας ήταν επίτευγμα της Αναγέννησης. Και μάλιστα, οι μεγάλοι πρωτοπόροι στο πεδίο αυτό ήταν οι μεγάλοι καινοτόμοι στην τέχνη: ο Lionardo [da Vinci] και οι όμοιοί του, ενώ προπάντων χαρακτηριστικοί ήταν οι μουσικοί πειραματιστές του 16ου αιώνα με τα πειραματικά τους κλειδοκύμβαλα. Από αυτούς το πείραμα εισάχθηκε στην επιστήμη κυρίως μέσω του Galilei, και στη θεωρία μέσω του Bacon· ακολούθως το ανέλαβαν οι μεμονωμένες επιστήμες πανεπιστημίων της ηπειρωτικής Ευρώπης, εν πρώτοις εκείνων της Ιταλίας και της Ολλανδίας. Τί σήμαινε λοιπόν η επιστήμη για αυτούς τους ανθρώπους που βρισκόταν στο κατώφλι της νεωτερικότητας; Για τους καλλιτεχνικούς πειραματιστές του τύπου του Lionardo και των μουσικών καινοτόμων, η επιστήμη σήμαινε την οδό προς την αληθινή τέχνη, και αυτό σήμαινε ταυτόχρονα για αυτούς: προς την αληθινή φύση. Η τέχνη έπρεπε να ανυψωθεί στο επίπεδο μίας επιστήμης, και αυτό σήμαινε ταυτόχρονα προπάντων: την εξύψωση του καλλιτέχνη στο βαθμό ενός γιατρού, κοινωνικά και σύμφωνα με το νόημα του βίου του. Στη φιλοδοξία αυτήν, για παράδειγμα, στηρίζεται το ζωγραφικό τετράδιο του Lionardo. Και σήμερα; «Η επιστήμη ως η οδός προς τη φύση» – αυτό θα ακουγόταν σαν βλασφημία στη νεολαία. Αντιθέτως: λύτρωση από τη νοησιαρχία της επιστήμης, με σκοπό την επιστροφή στην ιδία φύση και έτσι στη φύση εν γένει. Και η επιστήμη ως οδός για την τέχνη; Εδώ δεν χρειάζεται ούτε καν κριτική. Κατά την περίοδο, όμως, της γέννησης των εξειδικευμένων φυσικών επιστημών υπήρχαν πολύ περισσότερες προσδοκίες από την επιστήμη. Αν θυμηθείτε τη δήλωση του Swammerdam5: «Ιδού, σας φέρνω την απόδειξη της θεϊκής πρόνοιας στην ανατομία μιας ψείρας», θα δείτε τί θεωρούσε ως ιδιαίτερο καθήκον της η επιστημονική εργασία, επηρεασμένη (έμμεσα) από τον Προτεσταντισμό και τον Πουριτανισμό: να υποδείξει την οδό προς τον Θεό. Η οδός αυτή δεν βρισκόταν πλέον στους φιλοσόφους, στις έννοιες και συνεπαγωγές τους: όλη η ευσεβιστική θεολογία της εποχής, πάνω από όλους ο Spener6, γνώριζε ότι ο Θεός δεν επρόκειτο να βρεθεί στο δρόμο που τον είχε αναζητήσει ο μεσαίωνας. Ο Θεός είναι κρυμμένος, οι τρόποι Του δεν είναι οι τρόποι μας, οι σκέψεις Του δεν είναι οι σκέψεις μας. Στις φυσικές επιστήμες ωστόσο, όπου μπορούσε κανείς να συλλάβει τα έργα Του στη σωματική τους διάσταση, ήλπιζε κανείς να ανακαλύψει ίχνη των προθέσεών Του για τον κόσμο. Και σήμερα; Ποιος πιστεύει ακόμη σήμερα – εκτός από ορισμένα μεγάλα παιδιά, που βρίσκονται ιδιαίτερα στις φυσικές επιστήμες – πως τα ευρήματα της αστρονομίας ή της βιολογίας, της φυσικής, της χημείας μπορούν να μας διδάξουν κάτι αναφορικά με το νόημα του κόσμου ή έστω για τον τρόπο ανεύρεσης τέτοιου «νοήματος» – εάν αυτό υπάρχει; Εάν [οι φυσικές επιστήμες] τείνουν σε κάτι, αυτό είναι ακριβώς η ριζική άρνηση της πίστης ότι υπάρχει ένα τέτοιο πράγμα σαν το «νόημα» του κόσμου! Και τέλος: η επιστήμη ως οδός «προς τον Θεό»; Αυτή, η ρητά άθεη δύναμη; Κανείς δεν αμφιβάλλει σήμερα στις πιο ενδόμυχες σκέψεις του ότι η επιστήμη είναι ακριβώς αυτό, ακόμα και αν δεν το παραδέχεται. Η λύτρωση από τον ορθολογισμό και τη νοησιαρχία της επιστήμης είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση του βίου στην κοινότητα με το θείο: αυτό, ή μια παρόμοια στο νόημα ρήση, είναι ένα από τα βασικά συνθήματα που ακούει κανείς από τη νεολαία μας, η οποία είναι έμπλεη θρησκευτικών συναισθημάτων ή επιδιώκει θρησκευτικά βιώματα. Και δεν είναι μόνον προϋπόθεση για το θρησκευτικό βίωμα, αλλά για το βίωμα εν γένει. Το μόνο παράξενο είναι η μέθοδος που προτείνεται: ότι δηλαδή το μοναδικό που η νοησιαρχία δεν είχε ως τώρα αγγίξει: ακριβώς εκείνες οι σφαίρες του παραλόγου, ανυψώνονται τώρα στη συνείδηση και τοποθετούνται υπό τον μεγεθυντικό φακό της. Διότι εκεί οδηγεί πρακτικά ο σύγχρονος νοησιαρχικός ρομαντισμός της ανορθολογικότητας. Αυτή η μέθοδος της απελευθέρωσης από τη νοησιαρχία επιφέρει βέβαια το εντελώς αντίθετο από αυτό που θεωρούν ως στόχο αυτοί που την ακολουθούν. – Πιστεύω δε ότι, μετά την καταιγιστική κριτική του Nietzsche σε εκείνους τους «τελευταίους ανθρώπους» που «εφηύραν την ευτυχία», μπορώ να αφήσω ασχολίαστη την αθώα αισοδοξία, που εόρτασε την επιστήμη, δηλαδή την επί της ιδίας βασισμένη τεχνική προς επικυριαρχία του βίου, ως την μέθοδο προς την ευτυχία. Ποιος πιστεύει σε αυτό; – εκτός από μερικά μεγάλα παιδιά σε πανεπιστημιακές έδρες ή αίθουσες σύνταξης εφημερίδων; Ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Ποιο είναι, υπό αυτές τις εσωτερικές προϋποθέσεις, το νόημα της επιστήμης ως επάγγελμα, εφόσον όλες αυτές οι προηγούμενες αυταπάτες: η «οδός για το αληθινό Είναι», η «οδός για την αληθινή τέχνη», η «οδός για την αληθινή φύση», η «οδός για τον αληθινό Θεό», η «οδός για την αληθινή ευτυχία», έχουν καταβυθιστεί; Ο Tolstoj έχει δώσει την απλούστερη απάντηση με τα εξής λόγια: «Η επιστήμη δεν έχει νόημα, διότι δεν δίνει καμία απάντηση στις μοναδικές ερωτήσεις που είναι για εμάς σημαντικές: τί πρέπει να κάνουμε; πώς πρέπει να ζούμε;» Το γεγονός ότι η επιστήμη δεν δίνει καμία απάντηση σε αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Το ερώτημα είναι, με ποια έννοια δεν δίνει «καμία» απάντηση, και εάν θα μπορούσε εντούτοις να είναι χρήσιμη σε κάποιον που θέτει το ερώτημα σωστά. – Σήμερα γίνεται συχνά λόγος για επιστήμη «άνευ προϋποθέσεων». Υπάρχει κάτι τέτοιο; Εξαρτάται τί καταλαβαίνει κανείς με αυτό. Σε κάθε επιστημονική εργασία προϋποτίθεται πάντα η ισχύς των κανόνων της λογικής και της μεθόδου: αυτών των γενικών θεμελίων του προσανατολισμού μας στον κόσμο. Βεβαίως, τουλάχιστον για την ειδική μας ερώτηση, αυτές οι προϋποθέσεις είναι η λιγότερο προβληματική πλευρά της επιστήμης. Περαιτέρω προϋπόθεση είναι όμως: ότι αυτό που προκύπτει με την επιστημονική εργασία, είναι σημαντικό με την έννοια ότι είναι «αξιομάθητο». Και εδώ, προφανώς, περιλαμβάνονται όλα μας τα προβλήματα. Διότι αυτή η προϋπόθεση δεν είναι αποδείξιμη με επιστημονικά μέσα. Μπορεί μόνον να ερμηνευθεί ως προς το ύστατο νόημά της, το οποίο πρέπει κανείς να απορρίψει ή να δεχθεί, ανάλογα με την ιδία ύστατη θέση απέναντι στο βίο. Επιπλέον, το είδος της σχέσης της επιστημονικής εργασίας και των προϋποθέσεών της αυτών, διαφέρει ευρέως ανάλογα με τη δομή τους. Φυσικές επιστήμες όπως, για παράδειγμα, η Φυσική, η Χημεία και η Αστρονομία, προϋποθέτουν ως αυτονόητο ότι αξίζει να γνωρίζουμε τους υπέρτατους – όσο μπορεί να τους ανασυγκροτήσει η επιστήμη – νόμους του κοσμικού γίγνεσθαι. Όχι μόνον επειδή με τέτοιες γνώσεις μπορούν να επιτευχθούν τεχνικά αποτελέσματα, αλλά διότι πρέπει να είναι «επάγγελμα», και να ασκούνται «χάριν των ιδίων». Ωστόσο, αυτή η προϋπόθεση δεν είναι επ’ουδενί αποδείξιμη. Ακόμη λιγότερο αποδείξιμο είναι το ότι αυτός ο κόσμος, που περιγράφουν, αξίζει να υπάρχει: εάν ο ίδιος έχει οποιοδήποτε «νόημα» και εάν υπάρχει νόημα στο να υπάρχει κανείς εντός του. Οι επιστήμες δεν θέτουν τέτοια ερωτήματα. Λάβετε ως παράδειγμα μια τόσο επιστημονικά ανεπτυγμένη τεχνική, όπως η σύγχρονη Ιατρική. Η γενική «προϋπόθεση» της ιατρικής επιχείρησης, αν εκφραστεί με τετριμμένο τρόπο, είναι η εξής: ότι καταφάσκεται το καθήκον διατήρησης του βίου ως τέτοιου και της όσο το δυνατόν ελάττωσης του πόνου ως τέτοιας. Ωστόσο αυτό είναι προβληματικό. Με τα μέσα του ο γιατρός διατηρεί στη ζωή τον ετοιμοθάνατο, ακόμα και αν αυτός παρακαλά για λύτρωση από τη ζωή, ακόμα και αν οι συγγενείς του, για τους οποίους αυτή η ζωή είναι άνευ αξίας και εγκρίνουν τη λύτρωση από τα δεινά, για τους οποίους άλλωστε το κόστος διατήρησης αυτού του άνευ αξίας βίου γίνεται αβάσταχτο – ενδεχομένως πρόκειται για έναν φτωχό φρενοβλαβή – εύχονται, και πρέπει να εύχονται, το θάνατό του, είτε το παραδέχονται είτε όχι. Εντούτοις, οι προϋποθέσεις της Ιατρικής και ο ποινικός κώδικας, αποτρέπουν το γιατρό από το να παραιτηθεί από τις θεραπευτικές του προσπάθειες. Αξίζει η ζωή να την ζούμε, και πότε; – η Ιατρική δεν θέτει αυτό το ερώτημα. Κάθε φυσική επιστήμη μάς δίνει απάντηση στο ερώτημα: τί πρέπει να κάνουμε, εάν θέλουμε να ελέγξουμε τεχνικά το βίο; Εάν όμως πρέπει και εάν θέλουμε να τον ελέγξουμε τεχνικά, και εάν αυτό τελικά έχει νόημα: αυτό δεν το σχολιάζει ή απλώς το προϋποθέτει για τους σκοπούς της. Λάβετε επίσης ως παράδειγμα μία επιστήμη όπως αυτή που ασχολείται με τις καλές τέχνες. Το γεγονός ότι υπάρχουν έργα τέχνης είναι δεδομένο στην Αισθητική. Επιδιώκει να εξηγήσει, υπό ποίους όρους ισχύει αυτό το γεγονός. Αλλά δεν θέτει το ερώτημα, εάν το βασίλειο της τέχνης δεν είναι ίσως ένα βασίλειο διαβολικού μεγαλείου, ένα βασίλειο αυτού του κόσμου, και, επομένως, στον εσώτερο πυρήνα του εχθρικό προς τον Θεό και, μέσα στο βαθιά αριστοκρατικό πνεύμα του, εχθρικό στην αδελφικότητα. Δεν ρωτά λοιπόν εάν θα έπρεπε να υπάρχουν έργα τέχνης. – Λάβετε για παράδειγμα τη Νομική Επιστήμη: διαπιστώνει τί είναι έγκυρο, σύμφωνα με τους κανόνες της νομικής σκέψης, η οποία δεσμεύεται εν μέρει από λογικά σχήματα και εν μέρει από συμβατικά σχήματα· δηλαδή όταν ορισμένοι νομικοί κανόνες και ορισμένες ερμηνευτικές μέθοδοι είναι αναγνωρισμένες ως δεσμευτικές. Εάν θα έπρεπε να υπάρχει δίκαιο και εάν θα έπρεπε κανείς να θεσπίσει ακριβώς αυτούς τους κανόνες – σε τέτοιες ερωτήσεις δεν απαντά· μπορεί μόνον να δηλώσει: εάν κάποιος επιθυμεί αυτό το αποτέλεσμα, τότε, σύμφωνα με τα πρότυπα της νομικής μας σκέψης, αυτός ο νομικός κανόνας είναι το κατάλληλο μέσο για να το κατορθώσει. Λάβετε ως παράδειγμα τις ιστορικές πολιτισμικές επιστήμες. Μας διδάσκουν πώς να κατανοούμε πολιτικά, καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά και κοινωνικά φαινόμενα πολιτισμού από τις συνθήκες της γέννησής τους. Αλλά δεν μας δίνουν απάντηση στην ερώτηση, εάν αυτά τα πολιτιστικά φαινόμενα άξιζαν και αξίζουν να υπάρχουν, ούτε απαντούν στην άλλη ερώτηση, εάν αξίζει η προσπάθεια να τα γνωρίσουμε. Προϋποθέτουν ότι υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον να συμμετέχει κανείς μέσω αυτής της διαδικασίας, στην κοινότητα των «πολιτισμένων ανθρώπων». Αλλά δεν μπορούν να αποδείξουν «επιστημονικά» ότι όντως έτσι είναι, και το ότι προϋποθέτουν αυτό το ενδιαφέρον δεν αποδεικνύει επ’ουδενί ότι είναι αυτονόητο. Στην πραγματικότητα δεν είναι διόλου αυτονόητο. Ας παραμείνουμε στα πεδία που μου είναι εγγύτερα: Κοινωνιολογία, Ιστορία, Οικονομική Επιστήμη, Πολιτική Επιστήμη, και εκείνα τα είδη της πολιτισμικής φιλοσοφίας που έχουν ως έργο την ερμηνεία αυτών των επιστημών. Λέγεται, και το προσυπογράφω, ότι η πολιτική είναι εκτός τόπου στην αίθουσα διαλέξεων. Δεν ανήκει εκεί από πλευράς των φοιτητών. Θα το απέρριπτα εξίσου εάν, για παράδειγμα, στην αίθουσα διαλέξεων του πρώην συναδέλφου μου Dietrich Schäfer στο Βερολίνο, ειρηνιστές φοιτητές κύκλωναν την έδρα και έκαναν θόρυβο, ακριβώς όπως λέγεται ότι έκαναν αντιειρηνιστές φοιτητές εναντίον του καθηγητή Foerster, οι απόψεις του οποίου είναι σε μεγάλο βαθμό μακριά από τις δικές μου. Αλλά η πολιτική δεν ανήκει στην αίθουσα παραδόσεων επίσης και από πλευράς των διδασκόντων. Ιδιαίτερα δε, όταν ασχολείται επιστημονικά με την πολιτική, στην περίπτωση αυτήν λιγότερο από όλους. Διότι, μία πρακτική-πολιτική θέση και η ανάλυση πολιτικών μορφωμάτων και κομματικών θέσεων είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Όταν μιλά κανείς σε μια πολιτική συγκέντρωση περί δημοκρατίας, δεν κρύβει διόλου την προσωπική του άποψη: άλλωστε, ακριβώς αυτό, δηλαδή να πάρει ξεκάθαρη θέση, είναι το καταραμένο καθήκον και η υποχρέωση. Εν τοιαύτη περιπτώσει, οι λέξεις που χρησιμοποιεί δεν είναι μέσα επιστημονικής ανάλυσης, αλλά μέσα πολιτικής προσέλκυσης για τη θέση των άλλων. Δεν είναι υνιά προς καλλιέργεια του εδάφους της αναστοχαστικής σκέψης, αλλά σπαθιά ενάντα στους αντιπάλους: είναι αγωνιστικά μέσα. Σε μία διάλεξη ή στην αίθουσα παραδόσεων θα ήταν αντιθέτως έγκλημα, να χρησιμοποιηθούν οι λέξεις με αυτόν τον τρόπο. Εάν, για παράδειγμα, γίνεται λόγος για «δημοκρατία», θα πρέπει κανείς να αναφέρει τις διάφορες μορφές της, να τις αναλύσει σύμφωνα με τον τρόπο που λειτουργούν, να διαπιστώσει ποιες διαφορετικές συνέπειες έχει για τις βιοτικές συνθήκες η μία ή η άλλη, μετά να τις αντιπαραθέσει στις μη-δημοκρατικές μορφές πολιτικής οργάνωσης και να προσπαθήσει να προχωρήσει τόσο, ώστε ο ακροατής να είναι σε θέση να βρει το σημείο από το οποίο θα μπορεί ο ίδιος να λάβει θέση σύμφωνα με τα δικά του ιδανικά. Αλλά ο αληθινός δάσκαλος θα προσέξει πάρα πολύ, να μην επιβάλει από την έδρα καμία θέση στον ακροατή, είτε ρητά είτε υπόρρητα – διότι αυτός είναι φυσικά ο πιο ανέντιμος τρόπος, όταν «αφήνουμε τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους». Γιατί, όμως, δεν θα πρέπει να το κάνουμε αυτό; Δηλώνω προκαταβολικά, ότι μερικοί συνάδελφοι, που χαίρουν μεγάλης εκτίμησης, είναι της γνώμης ότι δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί αυτός ο αυτοπεριορισμός, και ότι, ακόμα και αν ήταν δυνατόν, θα ήταν ιδιοτροπία να το αποφύγεις. Τώρα, δεν μπορεί κανείς να αποδείξει επιστημονικά σε κανέναν ποιο είναι το καθήκον του ως πανεπιστημιακού καθηγητή. Μπορεί μόνον να απαιτήσει από αυτόν να έχει τη διανοητική ακεραιότητα, ότι ένα πράγμα είναι η εξακρίβωση δεδομένων, η διαπίστωση μαθηματικών ή λογικών σχέσεων ή της εσωτερικής δομής των πολιτιστικών αγαθών, ενώ άλλο πράγμα είναι η απάντηση του ερωτήματος για την αξία του πολιτισμού και των μεμονωμένων περιεχομένων του, καθώς και του ερωτήματος πώς πρέπει κανείς να δρα εντός της πολιτισμικής κοινότητας και των πολιτικών συνδέσμων – πρέπει να γνωρίζει ότι αυτά είναι τελείως ετερογενή προβλήματα. Αν ρωτήσει περαιτέρω, γιατί να μην ασχοληθεί και με τους δύο τύπους ερωτημάτων στην αίθουσα διδασκαλίας, η απάντηση είναι: επειδή ο προφήτης και ο δημαγωγός δεν ανήκουν στην ακαδημαϊκή έδρα. Στον προφήτη και στο δημαγωγό λέγεται: «Πήγαινε έξω στους δρόμους και μίλα δημόσια». Δηλαδή, μίλα εκεί όπου είναι δυνατή η κριτική. Στην αίθουσα διδασκαλίας, όπου βρίσκεται κανείς απέναντι στο κοινό του, το κοινό αυτό πρέπει να παραμείνει σιωπηλό και πρέπει [μόνον] να μιλά ο δάσκαλος· το θεωρώ δε ανεύθυνο να εκμεταλλεύεται κανείς αυτήν τη κατάσταση – ότι δηλαδή οι φοιτητές χάριν της σταδιοδρομίας τους πρέπει να παρακολουθούν το μάθημα ενός καθηγητή, καθώς και ότι δεν υπάρχει κανείς εκεί για να τον αντικρούσει με κριτική – ώστε ο διδάσκων δεν εκπληρώνει το καθήκον του, δηλαδή να είναι χρήσιμος στους φοιτητές με τη γνώση του και την επιστημονική του πείρα, αλλά τούς επιβάλλει προσωπικές του πολιτικές απόψεις. Σαφώς, είναι πιθανόν ότι το μεμονωμένο άτομο μόνον ανεπαρκώς επιτυγχάνει να θέσει παράμερα τις υποκειμενικές του συμπάθειες. Εν τοιαύτη περιπτώσει, υποβάλλεται στην εντονότερη κριτική από το δικαστήριο της δικής του συνείδησης. Αυτό δε, δεν αποδεικνύει τίποτε, διότι και άλλα σφάλματα, για παράδειγμα όσον αφορά τα δεδομένα, είναι πιθανά, και ωστόσο δεν αποδεικνύουν τίποτε ενάντια στο καθήκον αναζήτησης της αλήθειας. Απορρίπτω αυτήν τη θέση ιδιαίτερα για το ίδιο το συμφέρον της επιστήμης. Είμαι έτοιμος να αποδείξω, με βάση τα έργα των ιστορικών μας, ότι όποτε ο επιστήμονας παρουσιάζει την προσωπική του αξιολογική κρίση, παύει η πλήρης κατανόηση των γεγονότων. Αλλά αυτό υπερβαίνει το αποψινό θέμα και θα απαιτούσε μακροσκελείς αντιπαραθέσεις. Απλώς ρωτώ: πώς μπορεί αφ’ενός ένας πιστός καθολικός, και αφ’ετέρου ένας ελευθεροτέκτονας, σε ένα μάθημα περί των εκκλησιαστικών και κρατικών μορφών ή περί θρησκευτικής ιστορίας – πώς είναι δυνατόν να καταλήξουν και οι δύο στην ίδια αξιολόγηση για αυτά τα πράγματα;! Αυτό αποκλείεται. Εντούτοις ο πανεπιστημιακός δάσκαλος πρέπει να επιθυμεί και να απαιτεί από τον ίδιο τον εαυτό του, να υπηρετεί τόσο τον ένα όσο και τον άλλο με τις γνώσεις και τις μεθόδους του. Τώρα, δικαίως θα αντιτείνετε: ότι ο πιστός καθολικός δεν θα δεχθεί ποτέ ούτε την πραγματολογική άποψη περί της γέννησης του χριστιανισμού, την οποία θα του παρέθετε ένας δάσκαλος ελεύθερος από τις δογματικές του προϋποθέσεις. Σαφώς! Η διαφορά, ωστόσο, έγκειται στο εξής: από πλευράς της, η «ελεύθερη προϋποθέσεων» επιστήμη, με την έννοια της άρνησης θρησκευτικής δέσμευσης, δεν γνωρίζει το «θαύμα» και την «Αποκάλυψη». Εάν παραδεχόταν κάτι τέτοιο, τότε θα ήταν άπιστη στις δικές της «προϋποθέσεις». Ο πιστός έχει γνώση και των δύο, θαύματος και αποκάλυψης. Και εκείνη η «ελεύθερη προϋποθέσεων» επιστήμη δεν προσδοκά από αυτόν τίποτε λιγότερο – αλλά και τίποτε περισσότερο – από την παραδοχή: ότι, εάν η διαδικασία μπορεί να εξηγηθεί χωρίς εκείνες τις υπερφυσικές παρεμβάσεις, τις οποίες η εμπειρική εξήγηση απορρίπτει ως αιτιακές στιγμές, τότε πρέπει να εξηγηθεί όπως επιχειρεί να το κάνει η επιστήμη. Αυτό, όμως, μπορεί να το κάνει ο πιστός χωρίς να εγκαταλείψει την πίστη του. Δεν έχει, όμως, η επίδοση της επιστήμης κανένα νόημα για κάποιον που είναι αδιάφορος για τα δεδομένα ως τέτοια, και θεωρεί σημαντική μόνον την πρακτική άποψη; Ενδεχομένως να έχει. Εν πρώτοις το εξής. Το πρωταρχικό καθήκον ενός χρήσιμου καθηγητή, είναι να διδάξει τους μαθητές του να αναγνωρίζουν δυσάρεστα δεδομένα· εννοώ τέτοια που είναι δυσάρεστα για τις κομματικές απόψεις τους. Και για κάθε κομματική άποψη – π.χ. και για τη δική μου – υπάρχουν τέτοια, εξαιρετικά δυσάρεστα δεδομένα. Πιστεύω ότι, όταν ο καθηγητής αναγκάζει το ακροατήριό του να συνηθίσει σε τέτοια προσέγγιση, πραγματοποιεί πολλά περισσότερα από ένα απλό διανοητικό καθήκον, θα ήμουν τόσο τολμηρός για να χρησιμοποιήσω σε αυτήν την περίπτωση την έκφραση «ηθικό επίτευγμα», έστω και αν ακούγεται κάπως υπερβολικό για κάτι τόσο απλό και αυτονόητο. Έως τώρα έχω μιλήσει μόνον για τους πρακτικούς λόγους αποφυγής της επιβολής μιας προσωπικής γνώμης. Αλλά δεν είναι οι μοναδικοί. Το αδύνατον της «επιστημονικής» υπεράσπισης πρακτικών θέσεων – εκτός εάν συζητάμε περί των μέσων για έναν σαφώς δεδομένο και προϋποτιθέμενο σκοπό – συνεπάγεται από πολύ βαθύτερους λόγους. Είναι καταρχήν άνευ νοήματος, διότι οι διάφορες αξιακές διατάξεις του κόσμου βρίσκονται σε αμείλικτο αγώνα μεταξύ τους. Ο παλαιός Mill, του οποίου τη φιλοσοφία δεν θα εγκωμίαζα σε άλλη περίπτωση, αλλά σε αυτό το σημείο έχει δίκιο, λέει κάπου ότι εάν κάποιος ξεκινήσει από την καθαρή εμπειρία, φτάνει στον πολυθεϊσμό. Αυτό είναι ρηχή διατύπωση και ακούγεται παράδοξο, αλλά ωστόσο περιέχει αλήθεια. Αν μη τί άλλο, διαπιστώνουμε ξανά σήμερα: ότι κάτι μπορεί να είναι ιερό όχι μόνον παρά το ότι δεν είναι όμορφο, αλλά ακριβώς επειδή και εφόσον δεν είναι όμορφο – μπορείτε να βρείτε αποδείξεις για αυτό στο 53ο κεφάλαιο του Ησαΐα και στον 22ο Ψαλμό – και, το ότι κάτι μπορεί να είναι όμορφο όχι μόνον παρά το ότι δεν είναι καλό, αλλά ακριβώς επειδή δεν είναι καλό, αυτό το γνωρίζουμε και πάλι από τον Nietzsche, και πριν από αυτόν θα το βρείτε στα Fleurs du mal [Άνθη του Κακού] όπως ονόμασε ο Baudelaire τη συλλογή ποιημάτων του. Είναι δε κοινοτοπία το ότι κάτι μπορεί να είναι αλήθεια, αν και δεν είναι και ακριβώς επειδή δεν είναι όμορφο, ιερό και καλό. Αλλά όλα αυτά είναι οι στοιχειωδέστερες περιπτώσεις του αγώνα των θεών των μεμονωμένων διατάξεων και αξιών. Όπως και να το κάνει κανείς, δεν γνωρίζω πώς θα μπορούσε κάποιος να αποφασίσει «επιστημονικά» μεταξύ της αξίας της γαλλικής και γερμανικής κουλτούρας. Εδώ παλεύουν επίσης διαφορετικοί θεοί μεταξύ τους, και μάλιστα δια παντός. Είναι όπως στον αρχαίο κόσμο, που δεν είχε ακόμη απομαγευθεί από τους θεούς και τους δαίμονες του, αλλά με διαφορετικό νόημα: όπως ο Έλληνας θυσίαζε ενίοτε στην Αφροδίτη και ενίοτε στον Απόλλωνα, και πάνω από όλα θυσίαζε στους θεούς της πόλης του, έτσι είναι και σήμερα, μόνον η συμπεριφορά αυτή έχει απομαγευθεί και απογυμνωθεί από εκείνη την μυθική αλλά εσωτερικά γνήσια πλαστικότητα. Και σε αυτούς τους θεούς και τον αγώνα τους κυριαρχεί το πεπρωμένο και φυσικά όχι κάποια «επιστήμη». Μπορεί κανείς μόνον να κατανοήσει τί είναι το θεϊκό στοιχείο για την μια και για την άλλη διάταξη, ή καλύτερα τί είναι το θεϊκό στοιχείο στην μια και στην άλλη διάταξη. Έτσι όμως, παύει κάθε δυνατότητα σχολιασμού του θέματος σε μια αίθουσα διδασκαλίας και από έναν καθηγητή, αν και βέβαια, δεν παύει διόλου το τεράστιο βιοτικό πρόβλημα που εμπεριέχεται σε αυτό. Εκεί, όμως, είναι καθοριστικές άλλες δυνάμεις από τις πανεπιστημιακές έδρες. Ποιος άνθρωπος θα αναλάβει την απόπειρα να «αναιρέσει επιστημονικά» την ηθική της από του Όρους Ομιλίας, λόγου χάρη, την πρόταση «m¾ ¢ntistÁnai tù ponhrù» ή την παραβολή της αριστερής και δεξιάς παρειάς; [Ματθαίος 5:39] Εντούτοις είναι σαφές: από ενδοκοσμική άποψη, αυτό που κηρύσσεται εδώ είναι μια ηθική αναξιοπρέπειας: πρέπει κανείς να επιλέξει μεταξύ της θρησκευτικής αξιοπρέπειας που επιφέρει αυτή η ηθική, και στην ανδρική αξιοπρέπεια, η οποία κηρύττει κάτι εντελώς διαφορετικό: «¢ntistÁnai tù ponhrù – αλλοιώς είσαι συνυπεύθυνος για την υπερκυριαρχία του». Ανάλογα με την ύστατη άποψη του μεμονωμένου ατόμου, το ένα είναι ο Διάβολος και το άλλο ο Θεός, και το μεμονωμένο άτομο πρέπει να αποφασίσει ποιο είναι για αυτό ο Θεός και ποιο ο Διάβολος. Και αυτό ισχύει για όλες τις διατάξεις του βίου. Ο επιβλητικός ορθολογισμός του ηθικο-μεθοδικού τρόπου ζωής, που πηγάζει από κάθε θρησκευτική προφητεία, είχε εκθρονίσει αυτόν τον πολυθεϊσμό προς όφελος του «OEnÕj d◊ oestin cre∂a» [Λουκάς 10:41] – και κατέληξε έτσι, αντιμέτωπος με τις πραγματικότητες του εξωτερικού και εσωτερικού βίου, σε εκείνους τους συμβιβασμούς και τις σχετικοποιήσεις, που γνωρίζουμε από την ιστορία του χριστιανισμού. Σήμερα, όμως, είναι θρησκευτική «καθημερινότητα». Οι παλαιοί θεοί, απομαγευμένοι και ως εκ τούτου με την μορφή απρόσωπων δυνάμεων, ανέρχονται από τους τάφους τους, επιδιώκουν εξουσία επί του βίου μας και αρχίζουν ξανά τον αιώνιο αγώνα μεταξύ τους. Αυτό, όμως, που είναι δύσκολο για το σύγχρονο άνθρωπο, και ακόμη δυσκολότερο για τη νέα γενεά, είναι να ανέλθουν στο επίπεδο μιας τέτοιας καθημερινότητας. Όλη η σύγχρονη επιδίωξη του «βιώματος» προέρχεται από αυτήν την αδυναμία. Διότι είναι αδυναμία να μην μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει κατάματα το πεπρωμένο της εποχής. Το πεπρωμένο του πολιτισμού μας, όμως, είναι να συνειδητοποιήσουμε αυτήν την κατάσταση και πάλι με σαφήνεια, αφού τα μάτια μας είχαν τυφλωθεί για χίλια χρόνια από τον, υποστηριζόμενο ή πιθανό, αποκλειστικό προσανατολισμό μας προς το επιβλητικό πάθος της χριστιανικής ηθικής. Αρκετά, όμως, με αυτές τις ερωτήσεις που οδηγούν πολύ μακριά. Διότι το λάθος που διαπράττει ένα μέρος της νεολαίας, εάν αντιδρούσε σε όλα αυτά απαντώντας: «Ναι, αλλά ερχόμαστε τέλος πάντων στις πανεπιστημιακές παραδόσεις, για να βιώσουμε κάτι άλλο από απλές αναλύσεις και διαπιστώσεις δεδομένων» – το λάθος, είναι ότι αναζητούν στον καθηγητή κάτι άλλο από αυτό που βρίσκεται μπροστά τους – αναζητούν έναν ηγέτη και όχι ένα δάσκαλο. Αλλά μόνον ως δάσκαλοι είμαστε τοποθετημένοι στην έδρα. Και αυτά είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, όπως μπορεί κανείς εύκολα να δει. Επιτρέψτε μου να σας οδηγήσω άλλη μια φορά στην Αμερική, διότι εκεί μπορεί κανείς συχνά να παρατηρήσει τέτοια ζητήματα στον μαζικότερο πηγαίο χαρακτήρα τους. Ο Αμερικανός νέος μαθαίνει αφάνταστα λιγότερα πράγματα από τον Γερμανό νέο. Παρ’όλες τις απίστευτα πολλές εξετάσεις, εντούτοις, σύμφωνα με το νόημα του σχολικού του βίου, δεν έχει μετατραπεί σε εκείνο το απόλυτο ζώο εξετάσεων, όπως ο Γερμανός. Διότι η γραφειοκρατία, η οποία προϋποθέτει το δίπλωμα εξετάσεων ως εισιτήριο εισόδου στο βασίλειο των υπηρεσιακών προσοδευμάτων, βρίσκεται εκεί μόνον στις απαρχές της. Ο νεαρός Αμερικανός δεν έχει σεβασμό για τίποτε και κανέναν, για καμία παράδοση και για κανένα αξίωμα, εκτός εάν πρόκειται για το προσωπικό επίτευγμα του αντίστοιχου ατόμου: αυτό ονομάζει «δημοκρατία» ο Αμερικανός. Με όσο παραμορφωμένο τρόπο και αν αντιδρά η πραγματικότητα απέναντι σε αυτό το νοηματικό περιεχόμενο, το πράγμα έχει έτσι και αυτό είναι που μετρά εδώ. Για το δάσκαλο που αντικρίζει, η παράστασή του είναι: μου πουλά τις γνώσεις και τις μεθόδους του για τα χρήματα του πατέρα μου, όπως η μανάβισσα πουλά στη μητέρα μου λάχανα. Αυτό είναι όλο. Βεβαίως, εάν ο δάσκαλος τυγχάνει να είναι προπονητής του ποδοσφαίρου, τότε σε αυτό το πεδίο είναι ηγέτης του νεαρού. Εάν όμως δεν είναι αυτό (ή κάτι παρόμοιο σε ένα άλλο πεδίο αθλήματος), είναι απλώς ένας δάσκαλος και τίποτα παραπάνω, και κανένας Αμερικανός νέος δεν θα σκεφτεί να αγοράσει από αυτόν «κοσμοθεωρήσεις» ή κανόνες για τον τρόπο ζωής του. Τώρα, με αυτήν τη διατύπωση θα πρέπει να το απορρίψουμε αυτό. Αλλά το ερώτημα είναι, εάν περιέχεται όντως ένας κόκκος αλήθειας σε αυτόν τον τρόπο συναισθήματος, τον οποίο εσκεμμένα παρέθεσα με κάποια υπερβολή. Φοιτητές και φοιτήτριες! Έρχεστε στις παραδόσεις μας με απαιτήσεις προς τις ηγετικές μας ικανότητες και δεν σκέφτεστε προηγουμένως: ότι από εκατό καθηγητές τουλάχιστον οι ενενήντα εννέα όχι μόνον δεν απαιτούν, και δεν επιτρέπεται να απαιτούν, να είναι ποδοσφαιρικοί προπονητές του βίου, αλλά ούτε και «ηγέτες» σε θέματα τρόπου ζωής. Λάβετε υπόψη ότι η αξία μίας προσωπικότητας δεν εξαρτάται από το εάν ή όχι έχει ηγετικές ικανότητες. Εν πάση περίπτωσει, δεν είναι εκείνες οι ιδιότητες που κάνουν κάποιον εξαιρετικό επιστήμονα και πανεπιστημιακό δάσκαλο οι ίδιες που τον καθιστούν ηγέτη στο πεδίο προσανατολισμού του πρακτικού βίου, ή πιο συγκεκριμένα, στην πολιτική. Πρόκειται για καθαρή σύμπτωση, όταν [ένας καθηγητής] κατέχει επίσης αυτήν την ιδιότητα, και είναι αρκετά επικίνδυνο εάν ο καθένας που βρίσκεται στην έδρα, αντιμετωπίζει την πρόκληση να την διεκδικήσει. Είναι ακόμη πιο επικίνδυνο εάν επαφεθεί σε κάθε πανεπιστημιακό δάσκαλο, να παίζει τον ηγέτη στην αίθουσα παραδόσεων. Διότι εκείνοι που συχνότερα θεωρούν τους εαυτούς τους ηγέτες, είναι συχνά και οι πιο ακατάλληλοι, και προπάντων: εάν είναι ή όχι, η θέση τους επί της έδρας πολύ απλά δεν προσφέρει καμία δυνατότητα απόδειξης. Ο καθηγητής που αισθάνεται το κάλεσμα να δράσει ως σύμβουλος της νεολαίας και απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της, ας υπερασπίσει τη γνώμη του σε επίπεδο προσωπικών επαφών. Εάν δε, αισθάνεται το κάλεσμα προς παρέμβαση στους αγώνες των κοσμοθεωρήσεων και των κομματικών απόψεων, ας το κάνει αυτό εκεί έξω, στην αγορά του βίου: στον Τύπο, σε συγκεντρώσεις, σε ομίλους, οπουδήποτε επιθυμεί. Είναι, όμως, υπερβολικά εύκολο να επιδεικνύει το θάρρος της ομολογίας εκεί όπου οι παρευρισκόμενοι, που ενδεχομένως να είναι και αλλόφρονες, είναι καταδικασμένοι να σιωπούν. Τελικά θα θέσετε το ερώτημα: εάν είναι έτσι, τότε τί θετικό προσφέρει κατ’ουσίαν η επιστήμη στον πρακτικό και προσωπικό «βίο»; Και με αυτήν την ερώτηση βρισκόμαστε πάλι πίσω στο πρόβλημα της επιστήμης ως «επαγγέλματος». Εν πρώτοις, φυσικά: γνώσεις περί της τεχνικής, πώς μπορεί κανείς να επικυριαρχήσει επί του βίου, επί των εξωτερικών πραγμάτων, όπως και επί του ανθρώπινου πράττειν: – τώρα, θα πείτε, αυτό τελικά δεν είναι τίποτε περισσότερο από την μανάβισσα που έχει υπόψη του ο νεαρός Αμερικανός. Συμφωνώ απολύτως. Δεύτερον, [η επιστήμη μάς μαθαίνει] κάτι που η μανάβισσα δεν μπορεί: μεθόδους σκέψης, τα εργαλεία και την αντίστοιχη εκπαίδευση για αυτό. Ενδεχομένως θα πείτε: καλά, αυτό δεν είναι λαχανικά, αλλά δεν είναι τίποτε περισσότερο από το μέσον προμήθευσης λαχανικών. Καλώς, ας το αφήσουμε για σήμερα ως έχει. Ευτυχώς, όμως, η επίδοση της επιστήμης δεν τελειώνει με αυτό, αλλά είμαστε σε θέση να σας βοηθήσουμε σε μια τρίτη επιδίωξη: στην απόκτηση σαφήνειας. Υπό την προϋπόθεση βέβαια, ότι την κατέχουμε οι ίδιοι. Εάν ισχύει αυτό, μπορούμε να σας διασαφηνίσουμε τα εξής: ότι απέναντι στο εκάστοτε αξιακό πρόβλημα – χάριν απλότητας, παρακαλώ σκεφθείτε κάποια κοινωνικά φαινόμενα ως παράδειγμα – μπορεί κανείς να λάβει αυτήν ή εκείνη τη θέση. Εάν λάβει κανείς αυτήν ή εκείνη τη θέση, τότε, σύμφωνα με την επιστημονική εμπειρία θα πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτά ή εκείνα τα μέσα, για να την διεκπεραιώσει πρακτικά. Αυτά, όμως, τα μέσα είναι ίσως τέτοια, ώστε να πιστεύετε ότι πρέπει να τα απορρίψετε. Τότε θα πρέπει απλά να επιλέξετε μεταξύ του σκοπού και των αναπόφευκτων μέσων. «Αγιάζει» ο σκοπός τα μέσα ή όχι; Ο καθηγητής μπορεί να σας φέρει αντιμέτωπους με την αναγκαιότητα αυτής της επιλογής, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτε παραπάνω, εφόσον επιθυμεί να παραμείνει καθηγητής και όχι να γίνει δημαγωγός. Μπορεί περαιτέρω, βεβαίως, να σας πει, ότι εάν επιθυμείτε αυτόν ή εκείνο το σκοπό, τότε πρέπει να συνυπολογίσετε αυτά ή εκείνα τα παράπλευρα αποτελέσματα, που προκύπτουν σύμφωνα με την εμπειρία: ξανά η ίδια κατάσταση. Εντούτοις, αυτά είναι ακόμη προβλήματα που μπορούν να προκύψουν για οποιονδήποτε τεχνικό, ο οποίος σε πολυάριθμες περιπτώσεις πρέπει να αποφασίσει σύμφωνα με την αρχή του ήσσονος κακού ή του σχετικότερου καλού. Μόνον που για αυτόν συνήθως είναι δεδομένο ένα πράγμα, το βασικότερο: ο σκοπός. Ακριβώς, όμως, αυτό δεν είναι δεδομένο για εμάς, όταν πρόκειται για πραγματικά «ύστατα» προβλήματα. Και με αυτό, καταλήγουμε στην τελευταία υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει η επιστήμη ως τέτοια στην τήρηση της σαφήνειας, αγγίζοντας ταυτόχρονα τα όριά της: μπορούμε – και πρέπει – επίσης να σας πούμε: ότι η συγκεκριμένη πρακτική θέση μπορεί να προέλθει με εσωτερική συνέπεια, δηλαδή με ειλικρίνεια σύμφωνα με το νόημά της, από αυτήν ή εκείνη την ύστατη βασική κοσμοθεωρητική θέση – πιθανόν από μία, ή και από διάφορες – αλλά δεν μπορεί να προέλθει από εκείνη ή την άλλη θέση. Μιλώντας μεταφορικά, εάν αποφασίσετε για αυτήν τη θέση, υπηρετείτε αυτόν το θεό και προσβάλλετε εκείνο τον άλλο. Διότι καταλήγετε σε συγκεκριμένες τελικές νοηματικές συνέπειες, όταν παραμείνετε πιστοί σ’αυτή τη θέση. Αυτό μπορεί, τουλάχιστον καταρχήν, να επιτευχθεί από την επιστήμη. Η φιλοσοφία ως κλάδος εξειδίκευσης, όπως και οι κατ’ουσίαν φιλοσοφικές καταρχήν συζητήσεις των άλλων επιστημονικών κλάδων, προσπαθούν να προσφέρουν κάτι τέτοιο. Μπορούμε έτσι, εάν κατανοούμε το έργο μας (πράγμα που εδώ πρέπει να ισχύει ως προϋπόθεση), να αναγκάσουμε το μεμονωμένο άτομο, ή τουλάχιστον να το βοηθήσουμε, να δώσει στον εαυτό του λογοδοσία για το ύστατο νόημα της συμπεριφοράς του. Δεν μου φαίνεται και τόσο λίγο, ακόμα και για τον καθαρά προσωπικό βίο. Υπόκειμαι ξανά στον πειρασμό να πω το εξής, όταν ένας δάσκαλος το επιτυγχάνει: ότι βρίσκεται στην υπηρεσία «ηθικών» δυνάμεων: του καθήκοντος, να γεννήσει σαφήνεια και αίσθημα ευθύνης, και πιστεύω ότι θα είναι τόσο περισσότερο ικανός για αυτό, όσο πιο συνειδητά αποφεύγει από πλευράς του την επιβολή ή υποβολή μιας θέσης στο ακροατήριο. Βεβαίως, αυτή η άποψη, που παρουσιάζω εδώ, χωρεί πάντα από το ένα θεμελιώδες γεγονός: ότι ο βίος, όσο στηρίζεται εφ’εαυτού και κατανοείται αφ’εαυτού, γνωρίζει μόνον τον αιώνιο αγώνα εκείνων των θεών μεταξύ τους – μιλώντας ευθέως: γνωρίζει μόνον την ασυμβατότητα, και συνεπώς το ατέρμονο του αγώνα των ύστατων εν γένει δυνατών θέσεων προς το βίο, δηλαδή την αναγκαιότητα της απόφασης προς επιλογή μεταξύ τους. Εάν υπό αυτές τις συνθήκες, η επιστήμη είναι άξια να γίνει «επάγγελμα» για κάποιον, και εάν η ίδια έχει ένα αντικειμενικά αξιόλογο «κάλεσμα» – αυτό αποτελεί και πάλι αξιολογική κρίση, για το οποίο δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτε στην αίθουσα παραδόσεων. Διότι η κατάφαση στην αξία της επιστήμης είναι προϋπόθεση για τη διδασκαλία. Εγώ προσωπικά, καταφάσκω στο ερώτημα μέσω της εργασίας μου. Και μάλιστα καταφάσκω ακριβώς από την άποψη, η οποία μισεί τη νοησιαρχία ως το χειρότερο διάβολο, όπως το κάνει σήμερα η νεολαία, ή νομίζει ότι το κάνει. Διότι εν τοιαύτη περίπτωσει ισχύει για τη νεολαία το ρητό: «σκέψου, ο διάβολος είναι γέρος, ώστε πρέπει να γεράσεις για να τον καταλάβεις». Αυτό δεν έχει το νόημα του πιστοποιητικού γέννησης, αλλά ότι εάν κάποιος επιθυμεί να ξεμπερδέψει με αυτόν το διάβολο, δεν πρέπει να προτιμήσει τη φυγή, όπως συμβαίνει σήμερα τόσο συχνά, αλλά να γνωρίσει μέχρι τέλους τους τρόπους του ώστε να αντιληφθεί τη δύναμη και τα όριά του. Το ότι η επιστήμη σήμερα είναι ένα «επάγγελμα» που ασκείται μέσω εξειδίκευσης στην υπηρεσία της αυτοσυνείδησης και της γνώσης πραγματικών συναφειών, και όχι ένα χάρισμα μαντών και προφητών που αποδίδει σωτηριακά αγαθά και αποκαλύψεις, ή ένα συστατικό του αναστοχασμού σοφών και φιλοσόφων γύρω από το νόημα του σύμπαντος – αυτό είναι σαφώς ένα αναπόφευκτο δεδομένο της ιστορικής μας θέσης, από το οποίο δεν μπορούμε να διαφύγουμε εάν θέλουμε να παραμένουμε πιστοί στους εαυτούς μας. Εάν, όμως, εμφανιστεί και πάλι ο Tolstoj και ρωτήσει: «Ποιος θα απαντήσει στο ερώτημα: τί να κάνουμε, και: πώς να διαρρυθμίσουμε το βίο μας; αφού δεν το κάνει η επιστήμη;» ή με τις εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν εδώ απόψε: «ποιον από τους μαχόμενους θεούς πρέπει να υπηρετούμε; ή μήπως κάποιον άλλο; και ποιος είναι αυτός;» – τότε η απάντηση είναι: μόνον ένας προφήτης ή ένας σωτήρας. Εάν δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος, ή εάν δεν υπάρχει πλέον πίστη για την προαναγγελία του, τότε σίγουρα δεν θα τον υποχρεώσετε να εμφανιστεί επί γης με το να έχετε χιλιάδες καθηγητών, οι οποίοι ως κρατικοδίαιτοι ή ως προνομιούχοι μικροί προφήτες προσπαθούν να αναλάβουν αυτόν το ρόλο στις αίθουσες παραδόσεων. Το μοναδικό που θα καταφέρετε έτσι, είναι ότι δεν θα συλλάβετε την τεράστια σημασία που έχει η γνώση του καθοριστικού ζητήματος: ότι ο προφήτης, τον οποίο τόσοι πολλοί από τη νεότερη γενιά μας λαχταρούν, απλώς δεν υπάρχει. Πιστεύω ότι, ιδιαίτερα το εσωτερικό ενδιαφέρον ενός πραγματικά θρησκευτικά «μουσικού» ανθρώπου δεν εξυπηρετείται ποτέ, όταν αποκρύπτεται σε αυτόν καθώς και σε άλλους, το θεμελιώδες γεγονός ότι το πεπρωμένο του είναι να ζει σε μια περίοδο άθεη και δίχως προφήτες, μέσω τέτοιων υποκατάστατων, όπως είναι όλες αυτές οι εξ έδρας προφητείες. Πιστεύω ότι η ακεραιότητα του θρησκευτικού του οργάνου θα έπρεπε να εξεγερθεί ενάντια σε αυτό. Τώρα, θα στραφείτε πιθανόν στην ερώτηση: Ποια θέση λοιπόν μπορεί να λάβει κανείς απέναντι στο δεδομένο της ύπαρξης της «θεολογίας» και της απαίτησής της να είναι «επιστήμη»; Ας μην αποφεύγουμε την απάντηση. «Θεολογία» και «δόγματα» δεν υπάρχουν μεν παντού, αλλά δεν υπάρχουν και αποκλειστικά για το Χριστιανισμό. Αντιθέτως, (αν στραφούμε στο παρελθόν) υπάρχουν σε πολύ ανεπτυγμένη μορφή επίσης στο Ισλάμ, στον Μανιχαϊσμό, στο Γνωστικισμό, στον Ορφισμό, στον Παρσισμό, στο Βουδισμό, στις ινδουιστικές σέκτες, στον Ταοϊσμό και στις Ουπανισάδες, και φυσικά στον Ιουδαϊσμό. Αν και, βεβαίως, η συστηματική τους ανάπτυξη ποικίλλει πολύ. Και δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι ο δυτικός Χριστιανισμός όχι μόνον ανέπτυξε τη θεολογία συστηματικά ή αποπειράται κάτι τέτοιο – σε αντίθεση προς αυτά που κατέχει ο ιουδαϊσμός ως θεολογία – αλλά ότι ακριβώς εδώ η ανάπτυξη της θεολογίας είχε την κατά πολύ εντονότερη ιστορική σημασία. Αυτό είναι προϊόν του ελληνικού πνεύματος, και όλη η θεολογία της Δύσης ανατρέχει σε αυτό, όπως (προφανώς) όλη η θεολογία της Ανατολής ανατρέχει στην ινδική σκέψη. Κάθε θεολογία αποτελεί διανοητικό εξορθολογισμό της κτήσης θρησκευτικής σωτηρίας. Καμία επιστήμη δεν είναι απόλυτα ελεύθερη προϋποθέσεων, και καμία δεν μπορεί να θεμελιώσει την αξία της απέναντι σε εκείνον που απορρίπτει αυτές τις προϋποθέσεις. Ωστόσο, κάθε θεολογία προσθέτει ορισμένες προϋποθέσεις για το έργο της και για τη δικαιολογία της ύπαρξης της. Το νόημα και το εύρος τους ποικίλλει. Για κάθε θεολογία, π.χ. επίσης για την ινδουιστική, ισχύει η προϋπόθεση: ότι ο κόσμος πρέπει να έχει ένα νόημα, και το ερώτημά της είναι πώς να το ερμηνεύσει κανείς, ώστε να καταστεί νοητά δυνατό. Ακριβώς όπως η επιστημολογία του Kant χωρούσε από την προϋπόθεση: «η επιστημονική αλήθεια υπάρχει και είναι έγκυρη» και μετά ρωτούσε: υπό ποίες προϋποθέσεις της σκέψης είναι αυτή η αλήθεια (εννοηματικά) δυνατή; Ή όπως οι σύγχρονοι θεράποντες της Αισθητικής (είτε ρητά – όπως π.χ. ο G. v. Lukács – είτε κατ’ουσίαν) χωρούν από τη προϋπόθεση: «ότι υπάρχουν έργα τέχνης», και κατόπιν ρωτούν: πώς είναι (εννοηματικά) δυνατή η ύπαρξη τους; Βεβαίως, κατά κανόνα, οι θεολογίες δεν αρκούνται σε αυτήν την προϋπόθεση (η οποία ουσιαστικά προέρχεται από τη φιλοσοφία της θρησκείας). Συνήθως χωρούν από την περαιτέρω προϋπόθεση: ότι πρέπει να αποδίδεται πίστη σε συγκεκριμένες «αποκαλύψεις» ως σωτηριακά σημαντικά δεδομένα – δηλαδή ως δεδομένα που διευκολύνουν κατά πρώτον έναν τρόπο ζωής πλήρη νοήματος – και ότι συγκεκριμένες κυρίαρχες καταστάσεις και πράξεις κατέχουν την ιδιότητα της ιερότητας, δηλαδή, συγκροτούν έναν θρησκευτικά εννοηματικό τρόπο ζωής, ή τουλάχιστον συστατικά του στοιχεία. Ακολούθως, η ερώτηση της θεολογίας είναι: πώς μπορούν να ερμηνευθούν εννοηματικά αυτές οι προϋποθέσεις, οι οποίες απλώς λαμβάνονται ως έχουν, εντός μίας συνολικής εικόνας περί του κόσμου; Οι προϋποθέσεις αυτές βρίσκονται για τη θεολογία πέραν των ορίων αυτού που είναι «επιστήμη». Δεν αποτελούν ένα «γιγνώσκειν» με την κοινή έννοια, αλλά μάλλον ένα «κατέχειν». Οποίος δεν τα «κατέχει» – είτε την πίστη είτε τις άλλες ιερές καταστάσεις – δεν μπορεί να του τα υποκαταστήσει καμία θεολογία. Πολύ λιγότερο δε, μια οποιαδήποτε άλλη επιστήμη. Αντιθέτως: σε κάθε «θετική» θεολογία ο πιστός καταλήγει στο σημείο όπου ισχύει η πρόταση του Αυγουστίνου: credo non quod, sed quia absurdum est [πιστεύω όχι ότι είναι παράλογο, αλλά διότι είναι παράλογο]. Η ικανότητα για αυτό το δεξιοτεχνικό επίτευγμα της «θυσίας της διάνοιας» είναι το καθοριστικό στοιχείο του θετικά θρησκευόμενου ανθρώπου. Και ακριβώς ότι έτσι έχουν τα πράγματα φαίνεται στο ότι παρά τη θεολογία, ή μάλλον εξαιτίας της θεολογίας (η οποία άλλωστε αποκαλύπτει αυτά τα πράγματα) η ένταση ανάμεσα στην αξιακή σφαίρα της «επιστήμης» και σε εκείνη της θρησκευτικής σωτηρίας είναι αγεφύρωτη. Ο μοναδικός που διαπράττει τη «θυσία της διάνοιας» με νόμιμο τρόπο είναι ο μαθητής απέναντι στον προφήτη και ο πιστός απέναντι στην Εκκλησία. Ποτέ, όμως, έως τώρα δεν είχε γεννηθεί μια νέα προφητεία (επαναλαμβάνω εδώ εσκεμμένα αυτήν την μεταφορική έκφραση, η οποία υπήρξε απωθητική για κάποιους) μέσω της ανάγκης κάποιων σύγχρονων διανοουμένων να επιπλώσουν, τρόπον τινά, τις ψυχές τους με εγγυημένα γνήσιες αντίκες, και κάνοντας αυτό, αίφνης θυμούνται ότι σε αυτά τα πράγματα ανήκει και η θρησκεία, την οποία όμως δεν έχουν, ώστε την υποκαθιστούν διακοσμώντας ένα είδος οικιακού παρεκκλησιού με αγιογραφίες από όλο τον κόσμο, ή δημιουργούν αναπληρώσεις μέσω βιωμάτων όλων των ειδών, στα οποία αποδίδουν την αξία της μυστικιστικής ιερότητας, και με τα οποία – περιοδεύουν στην αγορά βιβλίου. Αυτό είναι πολύ απλά απάτη ή αυταπάτη. Αυτό που δεν είναι επ’ουδενί απάτη, αλλά κάτι πολύ ειλικρινές και γνήσιο, αν και ενίοτε παρερμηνευμένο όσον αφορά το νόημά του, είναι όταν μερικές ομάδες νεολαίας, που έχουν σιωπηλά αναπτυχθεί κατά τα τελευταία χρόνια, αποδίδουν στην ανθρώπινη κοινοτική τους σχέση την ερμηνεία μιας θρησκευτικής, κοσμικής ή μυστικιστικής σχέσης. Όσο αληθινό είναι ότι κάθε ενέργεια γνήσιας αδελφικότητας συνδέεται με τη γνώση, ότι συνεισφέρει κάτι ακατάλυτο σε ένα υπερπροσωπικο βασίλειο, τόσο αμφίβολο μου φαίνεται ότι η αξιοπρέπεια καθαρά ανθρώπινων κοινοτικών σχέσεων αυξάνεται μέσα από τέτοιες θρησκευτικές ερμηνείες. – Εντούτοις, αυτό δεν ανήκει πλέον στο θέμα μας. Είναι το πεπρωμένο της εποχής μας, ότι με τον ορθολογισμό της, τη νοησιαρχία και, προπάντων: την απομάγευση του κόσμου, έχουν υποχωρήσει ακριβώς οι υπέρτατες και λεπτότερες άξιες από τη δημοσιότητα, είτε στο μετακοσμικό βασίλειο του μυστικιστικού βίου, είτε στην αδελφικότητα των άμεσων προσωπικών σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι η ανώτατη τέχνη μας είναι ενδόμυχη και όχι μνημειώδης, ούτε ότι σήμερα μόνον μέσα στους μικρότερους κύκλους κοινοτικών σχέσεων, από άνθρωπο σε άνθρωπο, στο pianissimo, πάλλεται εκείνο το κάτι που αντιστοιχεί στο προφητικό πνεύμα, το οποίο σε παλαιότερους καιρούς σάρωνε σαν θυελλώδης φωτιά τις μεγάλες κοινότητες συγκολλώντας τες μαζί. Εάν αποπειραθούμε να εκβιάσουμε και να «επινοήσουμε» μνημειώδες ύφος στην τέχνη, τότε γεννιούνται τέτοια άθλια εκτρώματα, όπως πολλά μνημεία των τελευταίων είκοσι ετών. Εάν αποπειραθεί κανείς να κατασκευάσει διανοητικά νέες θρησκείες χωρίς νέα και γνήσια προφητεία, τότε θα δημιουργηθεί εσωτερικά κάτι παρόμοιο, με ακόμη χειρότερα αποτελέσματα. Η δε εξ έδρας προφητεία, δεν θα δημιουργήσει παρά φανατικές σέκτες, ποτέ όμως μια γνήσια κοινότητα. Σε όποιον δεν μπορεί να αντέξει το πεπρωμένο των καιρών, θα πρέπει να του πούμε να επιστρέψει καλύτερα, σιωπηλά και χωρίς τη συνηθισμένη δημόσια διαφήμιση περί αρνησιθρησκείας, αλλά απλά και καθαρά, στην ορθάνοιχτη και συμπονετική αγκάλη των παλαιών Εκκλησιών. Άλλωστε, από πλευράς τους, διευκολύνουν κάτι τέτοιο. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα πρέπει να διαπράξει τη «θυσία της διάνοιας» – πράγμα αναπόφευκτο. Εάν πραγματικά μπορεί να το κάνει αυτό, δεν θα τον επιπλήξουμε. Διότι μια τέτοια θυσία της διάνοιας, υπέρ μιας άνευ όρων θρησκευτικής αφοσίωσης, είναι από ηθικής άποψης αρκετά διαφορετικό ζήτημα από εκείνη την υπεκφυγή του απλού καθήκοντος διανοητικής τιμιότητας, η οποία υπεισέρχεται όταν κάποιος δεν έχει το θάρρος να αποσαφηνίσει την ύστατη θέση του, αλλά διευκολύνει αυτό το καθήκον μέσω αδύναμου σχετικισμού. Κατά την άποψη μου, τέτοια θρησκευτική στάση βρίσκεται ψηλότερα από εκείνη την εξ έδρας προφητεία, η οποία δεν αντιλαμβάνεται ότι στις πανεπιστημιακές αίθουσες παραδόσεων δεν ισχύει καμία άλλη αρετή παρά μόνον η καθαρή διανοητική τιμιότητα. Αυτή, όμως, η τιμιότητα, μάς υποχρεώνει να διαπιστώσουμε, ότι για τους πολλούς που προσδοκούν σήμερα νέους προφήτες και σωτήρες, η κατάσταση είναι η ίδια όπως εκείνη που αντηχεί στο όμορφο τραγούδι του Εδωμίτη φύλακα από την περίοδο της εξορίας, που έχει συμπεριληφθεί στους χρησμούς του Ησαΐα: «Ακούγεται μια φωνή από το Σηείρ στην Εδώμ: Φύλακα, πόσο ακόμη η νύχτα; Ο φύλακας απαντά: Η αυγή θα έλθει, αλλά ακόμη είναι νύχτα. Αν θέλετε να ρωτήσετε, ελάτε ξανά μια άλλη φορά»7. Ο λαός, στον οποίο ειπώθηκε αυτό, ρώτησε και προσέμενε για πάνω από δύο χιλιετίες, και γνωρίζουμε το συνταρακτικό του πεπρωμένο. Από εδώ θέλουμε να συνάγουμε τη διδαχή: ότι δεν αρκεί απλώς η επιθυμία και η προσμονή, και θα πρέπει να δράσουμε διαφορετικά: να στραφούμε στην εργασία μας και στην «απαίτηση της ημέρας» – τόσο στις ανθρώπινες όσο και στις επαγγελματικές σχέσεις. Αυτή, όμως, η απαίτηση είναι καθαρή και απλή, εάν καθένας μας βρει και υπακούσει το δαίμονα που κρατά τον μίτο της ίδιας του της ζωής.