ΔEον - Νόμιμο - Ηθικό Ως δέον [από το ρήμα δει (δέει): πρέπει, είναι ανάγκη] ορίζεται το πρέπον, το ορθό και το αναγκαίο. Η δεοντολογία είναι η τακτική που πρέπει να ακολουθείται στη διεξαγωγή κάποιου έργου ή στην εξάσκηση κάποιου επαγγέλματος.
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη φιλοσοφία. Επινοήθηκε από τον Bentham και δόθηκε ως τίτλος στο περί ηθικής έργο του. Ο «Δεοντολογικός λογισμός» του Bentham είναι η εκτίμηση της ηδονής και οδύνης που ως συνέπεια ακολουθεί κάθε ηθική δράση. Σήμερα, ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στην ιατρική και περιλαμβάνει το σύνολο των ιστορικών, ιατρικών, νομικών και κοινωνικών κανόνων και γνώσεων που σχετίζονται με τη συμπεριφορά του ιατρού και λοιπών νοσηλευτών τόσο κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, όσο και κατά την ιδιωτική και δημόσια ζωή τους, για λόγους επαγγελματικής ευπρέπειας.
Ο Ιπποκράτης καθόρισε πρώτος και με λεπτομέρειες τις υπέρτατες ανθρωπιστικές και επαγγελματικές υποχρεώσεις του ιατρού, που αποτελούν ως σήμερα τη βάση της δεοντολογίας. Χαρακτηριστικό είναι το κεφάλαιο «Περί ευσχημοσύνης» όπου ο Ιπποκράτης κατακρίνει την αισχροκέρδεια και αγυρτεία και καθορίζει τα γνωρίσματα των σοφών ιατρών που πρέπει να είναι εύσχημοι (ευλογοφανείς, να τηρούν τα προσχήματα), απλοί, απροσποίητοι, με φρόνιμη περιβολή, ευπροσήγοροι (γλυκομίλητοι, φιλόφρονες), καρτερικοί, βραχύλογοι, ψύχραιμοι, πρόθυμοι σε κάθε ανάγκη και παραμυθητικοί (παρηγορητικοί) για τους ασθενείς και τους οικείους τους.
Οι Ιπποκρατικές απόψεις υιοθετήθηκαν από τον Γαληνό (131 μ.Χ.) και αργότερα από την Αραβική Ιατρική Σχολή της Βαγδάτης, τη μεσαιωνική Ιατρική Σχολή του Σαλέρνο και τις Ιατρικές Σχολές της Αναγέννησης. Στοιχεία που άπτονται της ιατρικής δεοντολογίας βρίσκονται και σε παλαιότερες ιστορικές πηγές. Οι Ινδοί είναι οι πρώτοι που παρουσιάζουν σαφείς δεοντολογικές ρήτρες στο βραχμανικό βιβλίο Ayur-Veda, προστάζοντας π.χ. τον ιατρό να περιποιείται με ίση αφοσίωση φτωχούς και πλούσιους ασθενείς. Ο βασιλιάς της Βαβυλωνίας Χαμουραμπί φαίνεται πως είναι ο πρώτος που νομοθέτησε την ιατρική αμοιβή περί το 2000 π.Χ.
Σήμερα οι ιατρικοί (συμπεριλαμβανομένων και των οδοντιατρικών) επαγγελματικοί σύλλογοι και ομοσπονδίες θεσπίζουν, σε συνεργασία με κρατικούς φορείς, συστηματικές διατάξεις που αποτελούν τον δεοντολογικό κώδικα του ιατρικού ή οδοντιατρικού επαγγέλματος, ρυθμίζοντας, μεταξύ άλλων, τις σχέσεις των ιατρών μεταξύ τους και προς τους ασθενείς τους.
Η έννοια του νόμιμου σχετίζεται με την έννοια του δικαίου. Νόμιμο θεωρείται ό,τι είναι σύμφωνο είτε με το φυσικό είτε με το θετικό δίκαιο. Ως φυσικό δίκαιο ορίζεται το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο. Οι κανόνες αυτοί θεωρούνται ότι υπάρχουν πριν τη δημιουργία και έξω από το κοινωνικό σύνολο ως υπερφυσικές έννοιες και έχουν το χαρακτήρα αξιωμάτων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το φυσικό δίκαιο ταυτίζεται με τη θεοκρατική περί δικαίου αντίληψη.
Το θετικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά σε ένα συγκεκριμένο τοπικά και χρονικά κοινωνικό σύνολο. Πρόκειται για έργο ανθρώπων, καθόσον οι κανόνες του θετικού δικαίου αποφασίζονται και επιβάλλονται από την άρχουσα (κρατούσα) κοινωνική τάξη. Το θετικό δίκαιο ταυτίζεται με άλλα λόγια με τη νομοθεσία.
Ο όρος ηθικό χαρακτηρίζει ό,τι ανήκει ή αναφέρεται σ’ έναν από τους τρεις κύριους κλάδους της φιλοσοφίας, την ηθική. Κατ’ επέκταση, υποδηλώνει αυτό το άτομο που εκφράζει (φανερώνει) ηθικό χαρακτήρα. Ο ηθικός άνθρωπος είναι αυτός που διαβιεί και ενεργεί σύμφωνα με τις επιταγές του ηθικού νόμου. Ως φιλοσοφικός όρος, η λέξη χρησιμοποιείται για το χαρακτηρισμό των ανθρώπινων πράξεων που απορρέουν από τη βούληση του ατόμου. Υπό την ευρύτερη σημασία του, ο όρος δηλώνει (σε αντίθεση με τον όρο φυσικός) μια πράξη, αδιάφορο αν είναι αγαθή ή κακή, που τελείται με τη συμμετοχή της ατομικής βούλησης. Με τη στενότερη σημασία του, ο όρος εμφαίνει μόνο την καλή πράξη.
Η λέξη ηθική προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη ήθος που συναντάται στον Όμηρο με την έννοια του τόπου διαμονής. Ο Ησίοδος χρησιμοποιεί τη λέξη και με τη σημασία του ψυχικού χαρακτήρα, ενώ ανάλογες σημασίες αποδίδονται και από τους αρχαίους φιλοσόφους Ηράκλειτο και Εμπεδοκλή.
Η εξέλιξη της ηθικής ως φιλοσοφικής επιστήμης διαιρείται σε τρεις κυρίως περιόδους: (α) την αρχαία, (β) τη μεσαιωνική και (γ) τη νεότερη. Στην αρχαία εποχή τέθηκαν τα θεμέλια της θεώρησης των ηθικών φαινομένων, αναζητήθηκε η μέθοδος της έρευνας και οι συζητήσεις κορυφώθηκαν στον προσδιορισμό του ύψιστου αγαθού και στον καθορισμό του σκοπού της ζωής. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούν ότι το ύψιστο αγαθό είναι η θεωρητική ενέργεια του νου. Οι Στωικοί πιστεύουν ότι το ύψιστο αγαθό είναι η απαλλαγή από τα πάθη και ότι άριστος είναι ο τρόπος ζωής του σοφού.
Στο μεσαίωνα, τα ηθικά ιδεώδη καθορίζονται από τη θρησκευτική πίστη. Στους νεότερους χρόνους επανέρχεται η φιλοσοφία στις αναζητήσεις που εγκαινίασε η αρχαιότητα. Ο αριθμός των προβλημάτων που συζητούνται είναι μεγαλύτερος και το ηθικό φαινόμενο εξετάζεται από πολλές πλευρές. Διακρίνονται τα ακόλουθα θέματα: (α) Η πηγή της ηθικότητας, (β) Τα κίνητρα της ηθικότητας, (γ) Γενικότεροι καθορισμοί περί των γνωρισμάτων των ηθικών δεδομένων, (δ) Ο σκοπός της ηθικής πράξης, (ε)Το τέρμα στο οποίο αναφέρεται η ηθική πράξη και (στ) Η από οντολογικής άποψης εκτίμηση των ηθικών δεδομένων.
Με τον όρο ηθικότητα νοείται το σύνολο των ηθικών φαινομένων, γεγονότων και σχέσεων. Ο Καντ κάνει διάκριση ανάμεσα στην ηθικότητα και τη νομιμότητα. Νομιμότητα είναι η συμφωνία της πράξης με τις προσταγές του νόμου, ανεξάρτητα από τα εσωτερικά ελατήρια της πράξης. Στην ηθικότητα, η αυτόνομη και ελεύθερη βούληση καθορίζει τις ηθικές πράξεις. Η λέξη είναι αντίθετη προς την ανηθικότητα και τον αμοραλισμό. Ο Καντ χρησιμοποιεί τη λέξη ηθικός διαφορετικά από το νόμιμος. Νόμιμες είναι οι πράξεις που αναφέρονται σε εξωτερικές μόνο ενέργειες και είναι σύμφωνες με τους νόμους.
Το σύνολο των αρχών και αξιωμάτων που υπαγορεύουν στον άνθρωπο το τι οφείλει να πράττει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ή να παραλείπει ορίζεται ως ηθικός νόμος. Αυτός πηγάζει από τη λογική και ηθική φύση του ανθρώπου και είναι η υποχρεωτική μορφή με την οποία εμφανίζεται στη συνείδηση το αγαθό. Ξεχωρίζει από το φυσικό νόμο κατά το ότι ο καθένας μπορεί ελεύθερα να παραβεί τον ηθικό νόμο, ενώ ο φυσικός νόμος, ως νόμος της ανάγκης, δεν επιδέχεται εξαίρεση. Τέλος, ορισμένοι Άγγλοι ηθικολόγοι εισήγαγαν την έννοια του ηθικού αισθήματος για να δηλώσουν το συναίσθημα που αντιλαμβάνεται την αγαθή ή κακή ποιότητα μιας πράξης. Με άλλα λόγια πρόκειται για τη συναίσθηση «του καλού και του πρέποντος».