Ζαρατούστρα - Το Τραγούδι Του Τάφου
«Εκεί είναι το νησί των τάφων, το σιωπηλό. Εκεί είναι και οι τάφοι της νιότης μου. Εκεί θέλω να πάω ένα στεφάνι αμάραντο της ζωής».
Έτσι αποφασίζοντας μέσα στην καρδιά μου, έφυγα πέρα από την θάλασσα.
Ω της νιότης μου πρόσωπα και φαντάσματα! Ω βλέμματα της αγάπης όλα, ω θεϊκές στιγμές! Πως μου πεθάνατε τόσο γρήγορα! Σας συλλογίζομαι σήμερα, όπως τους πεθαμένους μου.
Από σας, αγαπημένοι νεκροί μου, μου έρχεται ένα γλυκό άρωμα που αλαφρώνει την καρδιά μου και τα δάκρυά μου. Αληθινά, αναστατώνει και αλαφρώνει την καρδιά του μοναχικού ταξιδευτή.
Πάντα είμαι ο πιο πλούσιος και ο πιο αξιολάτρευτος – εγώ, ο πιο μοναχικός! Γιατί σας είχα αλήθεια και με είχατε ακόμα: Πείτε μου, σε ποιόν έπεσαν, όπως σε μένα, τέτοια χρυσά μήλα από το δέντρο;
Πάντα είμαι ο κληρονόμος της αγάπης σας και πλούσιος σε γη και ανθίζω σε ανάμνηση σας, πολύχρωμες ακαλλιέργητες αρετές, ω οι πιο αγαπημένοι μου εσείς!
Αχ, ήμασταν φτιαγμένοι για να μείνουμε κοντά ο ένας στον άλλον, ω γλυκά, παράξενα θαύματα! Και ερχόσασταν σε εμένα και στην επιθυμία μου όχι πουλιών όμοια – όχι, μα εμπιστεμένα προς τον εμπιστεμένο!
Ναι, φτιαγμένες για την εμπιστοσύνη, όπως εγώ, και για τις τρυφερές αιωνιότητες: πρέπει κατά την απιστία σας να σας ονομάσω, ω θεϊκά βλέμματα και στιγμές: δεν έμαθα κανένα άλλο όνομα ακόμα.
Αληθινά, πολύ γρήγορα μου πεθάνατε, ω φευγαλέες! Δε με αποφύγατε, δε σας απόφυγα, όπως: αθώοι και εσείς και εγώ στην απιστία μας είμαστε.
Για να με σκοτώσουν σας έπνιξαν, ω γλυκοκέλαδα πουλιά των ελπίδων μου! Ναι, σε σας, ω πολυφίλητα μου, έριχνε πάντα τη σαΐτα της η κακία – για να βρει την καρδιά μου!
Και τη βρήκε! Μα πάντα μου είστε ό,τι αγαπώ πιότερο, τα αγαθά μου, η περιουσία μου: για αυτό έπρεπε να πεθάνετε πάνω στα νιάτα σας και πολύ νωρίς!
Σημάδεψαν με τη σαΐτα τους το πιο τρωτό μέρος μου: εσάς, που το δέρμα σας είναι χνούδι και πιο πολύ το χαμόγελο σας, που πεθαίνει κάτω από ένα βλέμμα.
Μα θέλω να πω τούτον εδώ το λόγο στους εχθρούς μου: τι είναι ο φόνος ανθρώπου μπροστά σε αυτό που μου κάνατε!
Αυτό που μου κάνατε είναι χειρότερο από κάθε φόνο ανθρώπου. Μου πήρατε το ανεπίστρεπτο – αυτό σας λέγω, εχθροί μου!
Σκοτώσατε, αλήθεια, τα πρόσωπα της νιότης μου και τα πιο αγαπημένα θαύματα! Μου πήρατε τους συντρόφους των παιγνιδιών μου, τα μακάρια πνεύματα! Στη μνήμη τους αποθέτω τούτο το στεφάνι και αυτή τη κατάρα.
Την κατάρα αυτή, εναντίον σας εχθροί μου! Γιατί κάνατε σύντομη την αιωνιότητα μου, σαν έναν σπασμένο μέσα στη νύχτα ήχο! Μόλις – μόλις που μου ήρθε σαν ανάβλεμμα θεϊκού ματιού – σαν στιγμή.
Έτσι, σε καλή ώρα, μου μίλησε κάποτε η καθαρότητα μου: «όλα τα όντα πρέπει να μου είναι θεϊκά».
Τότε ορμήσατε πάνω μου με βρόμικα φαντάσματα. Αχ, που να πέταξε άραγε εκείνη η καλή ώρα;
«Κάθε μέρα πρέπει να μου είναι ιερή» - έτσι μίλησε κάποτε η σοφία της νιότης μου: αληθινά, ένας χαρούμενης σοφίας λόγος!
Μα ξαφνικά μου κλέψατε, εσείς, εχθροί μου, τις νύχτες μου και τις πουλήσατε σε άυπνο μαρτύριο: Αχ, που να πέταξε άραγε εκείνη η χαρούμενη σοφία;
Έναν άλλο καιρό λαχταρούσα να δω ευνοϊκά σημάδια στα πουλιά: ξαφνικά, φέρατε πάνω από το δρόμο μου μια τερατώδη κουκουβάγια, απαίσια. Αχ, που πέταξε άραγε εκείνη η τρυφερή λαχτάρα μου;
Έναν άλλο καιρό ορκίστηκα να απαρνηθώ κάθε αηδία: ξαφνικά μεταμορφώσατε κάθε κοντινό και γειτονικό μου σε απόστημα. Αχ, που πέταξε ξαφνικά ο πιο ευγενικός όρκος μου;
Σαν τυφλός ακολούθησα κάποτε μακάριους δρόμους: τότε μου πετάξατε ρύπο στο δρόμο του τυφλού: και τώρα με αηδιάζει το παλιό μονοπάτι του τυφλού.
Και όταν πανηγύρισα το πιο δύσκολο μου, τη νίκη μου πάνω στον εαυτό μου: τότε κάνατε εκείνους που με αγαπούσαν, να φωνάξουν ότι τους έκαμα το μεγαλύτερο κακό.
Αληθινά, αυτό κάνατε πάντα: μου φαρμακώνατε το καλύτερο μέλι μου και την εργατικότητα των καλύτερων μελισσών μου.
Στην φιλελεημοσύνη μου, στείλατε πάντα τους πιο θρασείς ζητιάνους. Γύρω από τη συμπόνια μου μαζέψατε πάντα τους πιο αγιάτρευτους ξεδιάντροπους. Έτσι πληγώσατε τις αρετές μου στην πίστη τους.
Και όταν επρόσφερα θυσία ό,τι είχα πιο ιερό: η «ευλάβεια» σας έτρεξε να προσφέρει τις πιο παχιές προσφορές της: έτσι που οι αναθυμιάσεις του λίπους σας έπνιγαν ό,τι ιερότερο είχα.
Και κάποτε, θέλησα να χορέψω, όπως δε χόρεψα ποτέ: θέλησα να χορέψω πέρα από όλους τους ουρανούς. Τότε αποπλανήσατε τον πιο αγαπημένο μου τραγουδιστή.
Και τραγούδησε έναν θλιβερό, σκοτεινό σκοπό: αχ, σα σκυθρωπό κόρνο αντήχησε στα αυτιά μου!
Φονικέ τραγουδιστή, όργανο της κακίας, αθωότατε! Ήμουν έτοιμος κιόλας για τον καλύτερο χορό μου: τότε σκότωσες με τους ήχους σου τη μαγεία μου!
Μόνο στο χορό μπορώ να πω την παραβολή των πιο υψηλών πραγμάτων: - και τώρα η πιο υψηλή παραβολή μου έμεινε ανείπωτη στα μέλη μου!
Ανείπωτη και αλύτρωτη έμεινε η πιο υψηλή ελπίδα μου! Και πέθαναν όλα τα πρόσωπα και οι παρηγοριές της νιότης μου!
Πως το άντεξα μόνο; Πως πέρασα και ξεπέρασα τέτοιες στιγμές; Πως αναστήθηκε πάλι η ψυχή μου από τέτοιους τάφους;
Ναι, κάτι που δεν πληγώνεται, που δε θάβεται, είναι μέσα μου, κάτι που ανατινάζει βράχους: η θέληση μου. Σιωπηλή πάει και αναλλοίωτη μέσα από τα χρόνια.
Το βήμα της θέλει να βαδίσει με τα πόδια μου, η γριά μου θέληση. Σκληρόκαρδη είναι η γνώμη της και δεν πληγώνεται.
Μόνο στη φτέρνα μου δεν πληγώνομαι. Πάντα ζεις και είσαι όμοια του εαυτού σου, ω η πιο υπομονετική εσύ! Πάντα περνάς μέσα από όλους τους τάφους!
Μέσα σου ζει ακόμα, επίσης, το αλύτρωτο της νιότης μου. Και σαν ζωή και νεότητα κάθεσαι ελπίζοντας εδώ, πάνω στα κίτρινα ερείπια των τάφων.
Ναι, είσαι για μένα όλων των τάφων γκρεμιστής: Χαίρε, θέληση μου! Και μόνο όπου υπάρχουν τάφοι, υπάρχει Ανάσταση!
Έτσι τραγούδησεν ο Ζαρατούστρα.
Φ. Νίτσε
Έτσι αποφασίζοντας μέσα στην καρδιά μου, έφυγα πέρα από την θάλασσα.
Ω της νιότης μου πρόσωπα και φαντάσματα! Ω βλέμματα της αγάπης όλα, ω θεϊκές στιγμές! Πως μου πεθάνατε τόσο γρήγορα! Σας συλλογίζομαι σήμερα, όπως τους πεθαμένους μου.
Από σας, αγαπημένοι νεκροί μου, μου έρχεται ένα γλυκό άρωμα που αλαφρώνει την καρδιά μου και τα δάκρυά μου. Αληθινά, αναστατώνει και αλαφρώνει την καρδιά του μοναχικού ταξιδευτή.
Πάντα είμαι ο πιο πλούσιος και ο πιο αξιολάτρευτος – εγώ, ο πιο μοναχικός! Γιατί σας είχα αλήθεια και με είχατε ακόμα: Πείτε μου, σε ποιόν έπεσαν, όπως σε μένα, τέτοια χρυσά μήλα από το δέντρο;
Πάντα είμαι ο κληρονόμος της αγάπης σας και πλούσιος σε γη και ανθίζω σε ανάμνηση σας, πολύχρωμες ακαλλιέργητες αρετές, ω οι πιο αγαπημένοι μου εσείς!
Αχ, ήμασταν φτιαγμένοι για να μείνουμε κοντά ο ένας στον άλλον, ω γλυκά, παράξενα θαύματα! Και ερχόσασταν σε εμένα και στην επιθυμία μου όχι πουλιών όμοια – όχι, μα εμπιστεμένα προς τον εμπιστεμένο!
Ναι, φτιαγμένες για την εμπιστοσύνη, όπως εγώ, και για τις τρυφερές αιωνιότητες: πρέπει κατά την απιστία σας να σας ονομάσω, ω θεϊκά βλέμματα και στιγμές: δεν έμαθα κανένα άλλο όνομα ακόμα.
Αληθινά, πολύ γρήγορα μου πεθάνατε, ω φευγαλέες! Δε με αποφύγατε, δε σας απόφυγα, όπως: αθώοι και εσείς και εγώ στην απιστία μας είμαστε.
Για να με σκοτώσουν σας έπνιξαν, ω γλυκοκέλαδα πουλιά των ελπίδων μου! Ναι, σε σας, ω πολυφίλητα μου, έριχνε πάντα τη σαΐτα της η κακία – για να βρει την καρδιά μου!
Και τη βρήκε! Μα πάντα μου είστε ό,τι αγαπώ πιότερο, τα αγαθά μου, η περιουσία μου: για αυτό έπρεπε να πεθάνετε πάνω στα νιάτα σας και πολύ νωρίς!
Σημάδεψαν με τη σαΐτα τους το πιο τρωτό μέρος μου: εσάς, που το δέρμα σας είναι χνούδι και πιο πολύ το χαμόγελο σας, που πεθαίνει κάτω από ένα βλέμμα.
Μα θέλω να πω τούτον εδώ το λόγο στους εχθρούς μου: τι είναι ο φόνος ανθρώπου μπροστά σε αυτό που μου κάνατε!
Αυτό που μου κάνατε είναι χειρότερο από κάθε φόνο ανθρώπου. Μου πήρατε το ανεπίστρεπτο – αυτό σας λέγω, εχθροί μου!
Σκοτώσατε, αλήθεια, τα πρόσωπα της νιότης μου και τα πιο αγαπημένα θαύματα! Μου πήρατε τους συντρόφους των παιγνιδιών μου, τα μακάρια πνεύματα! Στη μνήμη τους αποθέτω τούτο το στεφάνι και αυτή τη κατάρα.
Την κατάρα αυτή, εναντίον σας εχθροί μου! Γιατί κάνατε σύντομη την αιωνιότητα μου, σαν έναν σπασμένο μέσα στη νύχτα ήχο! Μόλις – μόλις που μου ήρθε σαν ανάβλεμμα θεϊκού ματιού – σαν στιγμή.
Έτσι, σε καλή ώρα, μου μίλησε κάποτε η καθαρότητα μου: «όλα τα όντα πρέπει να μου είναι θεϊκά».
Τότε ορμήσατε πάνω μου με βρόμικα φαντάσματα. Αχ, που να πέταξε άραγε εκείνη η καλή ώρα;
«Κάθε μέρα πρέπει να μου είναι ιερή» - έτσι μίλησε κάποτε η σοφία της νιότης μου: αληθινά, ένας χαρούμενης σοφίας λόγος!
Μα ξαφνικά μου κλέψατε, εσείς, εχθροί μου, τις νύχτες μου και τις πουλήσατε σε άυπνο μαρτύριο: Αχ, που να πέταξε άραγε εκείνη η χαρούμενη σοφία;
Έναν άλλο καιρό λαχταρούσα να δω ευνοϊκά σημάδια στα πουλιά: ξαφνικά, φέρατε πάνω από το δρόμο μου μια τερατώδη κουκουβάγια, απαίσια. Αχ, που πέταξε άραγε εκείνη η τρυφερή λαχτάρα μου;
Έναν άλλο καιρό ορκίστηκα να απαρνηθώ κάθε αηδία: ξαφνικά μεταμορφώσατε κάθε κοντινό και γειτονικό μου σε απόστημα. Αχ, που πέταξε ξαφνικά ο πιο ευγενικός όρκος μου;
Σαν τυφλός ακολούθησα κάποτε μακάριους δρόμους: τότε μου πετάξατε ρύπο στο δρόμο του τυφλού: και τώρα με αηδιάζει το παλιό μονοπάτι του τυφλού.
Και όταν πανηγύρισα το πιο δύσκολο μου, τη νίκη μου πάνω στον εαυτό μου: τότε κάνατε εκείνους που με αγαπούσαν, να φωνάξουν ότι τους έκαμα το μεγαλύτερο κακό.
Αληθινά, αυτό κάνατε πάντα: μου φαρμακώνατε το καλύτερο μέλι μου και την εργατικότητα των καλύτερων μελισσών μου.
Στην φιλελεημοσύνη μου, στείλατε πάντα τους πιο θρασείς ζητιάνους. Γύρω από τη συμπόνια μου μαζέψατε πάντα τους πιο αγιάτρευτους ξεδιάντροπους. Έτσι πληγώσατε τις αρετές μου στην πίστη τους.
Και όταν επρόσφερα θυσία ό,τι είχα πιο ιερό: η «ευλάβεια» σας έτρεξε να προσφέρει τις πιο παχιές προσφορές της: έτσι που οι αναθυμιάσεις του λίπους σας έπνιγαν ό,τι ιερότερο είχα.
Και κάποτε, θέλησα να χορέψω, όπως δε χόρεψα ποτέ: θέλησα να χορέψω πέρα από όλους τους ουρανούς. Τότε αποπλανήσατε τον πιο αγαπημένο μου τραγουδιστή.
Και τραγούδησε έναν θλιβερό, σκοτεινό σκοπό: αχ, σα σκυθρωπό κόρνο αντήχησε στα αυτιά μου!
Φονικέ τραγουδιστή, όργανο της κακίας, αθωότατε! Ήμουν έτοιμος κιόλας για τον καλύτερο χορό μου: τότε σκότωσες με τους ήχους σου τη μαγεία μου!
Μόνο στο χορό μπορώ να πω την παραβολή των πιο υψηλών πραγμάτων: - και τώρα η πιο υψηλή παραβολή μου έμεινε ανείπωτη στα μέλη μου!
Ανείπωτη και αλύτρωτη έμεινε η πιο υψηλή ελπίδα μου! Και πέθαναν όλα τα πρόσωπα και οι παρηγοριές της νιότης μου!
Πως το άντεξα μόνο; Πως πέρασα και ξεπέρασα τέτοιες στιγμές; Πως αναστήθηκε πάλι η ψυχή μου από τέτοιους τάφους;
Ναι, κάτι που δεν πληγώνεται, που δε θάβεται, είναι μέσα μου, κάτι που ανατινάζει βράχους: η θέληση μου. Σιωπηλή πάει και αναλλοίωτη μέσα από τα χρόνια.
Το βήμα της θέλει να βαδίσει με τα πόδια μου, η γριά μου θέληση. Σκληρόκαρδη είναι η γνώμη της και δεν πληγώνεται.
Μόνο στη φτέρνα μου δεν πληγώνομαι. Πάντα ζεις και είσαι όμοια του εαυτού σου, ω η πιο υπομονετική εσύ! Πάντα περνάς μέσα από όλους τους τάφους!
Μέσα σου ζει ακόμα, επίσης, το αλύτρωτο της νιότης μου. Και σαν ζωή και νεότητα κάθεσαι ελπίζοντας εδώ, πάνω στα κίτρινα ερείπια των τάφων.
Ναι, είσαι για μένα όλων των τάφων γκρεμιστής: Χαίρε, θέληση μου! Και μόνο όπου υπάρχουν τάφοι, υπάρχει Ανάσταση!
Έτσι τραγούδησεν ο Ζαρατούστρα.
Φ. Νίτσε