Τρίτη 28 Ιουλίου 2009



ΙΕΡΕΙΣ, ΙΕΡΕΙΕΣ & ΙΕΡΟΔΟΥΛΟΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Μερικές αποσαφηνίσεις περί των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων ιερέων. Οι αποσαφηνίσεις αυτές βεβαίως δεν έχουν σκοπό να βάλουν την αρχαιότητα και τις αρχαίες θρησκευτικές συνήθειες. Αλλά απλά έχουν σαν μοναδικό σκοπό τους, όπως πάντοτε άλλωστε, να καταδείξουν το άτοπο της νέο-Εθνικής επίθεσης ενάντια στον Χριστιανικό κλήρο με τοποθετήσεις και επιχειρήματα που δείχνουν ότι οι εμπνευστές τους είτε γνωρίζουν πολύ λίγο την αρχαία ιστορία είτε την αποκρύπτουν εσκεμμένα. Συγκεκριμένα το παρόν άρθρο ξεκαθαρίζει εκείνες τις νέο-Εθνικές τοποθετήσεις σύμφωνα με τις οποίες 1) ο αρχαίος ιερέας ήταν οποιοσδήποτε 2) οι σημερινοί ιερείς πρέπει να απέχουν από τα Εθνικά ζητήματα 3) οι Χριστιανοί ιερείς αφορίζουν οι αρχαίοι όχι 4) η σημερινή Εκκλησία κατέχει κτηματική περιουσία συνεπώς δεν είναι κατάλληλη για τα «θρησκευτικά» 5) οι Χριστιανοί ιερείς είναι «ανέραστοι» 6) στους Χριστιανούς ιερείς επικρατεί αναξιοκρατία. Πολλές φορές νεοΕθνικοί ωρύονται επειδή ο Χριστιανισμός κατάργησε τα αρχαία έθιμα και καθαίρεσε αρχαίους ιερείς. Αλλά υπάρχει κάτι εντελώς παράλογο σε αυτό. Είναι σωστό δηλαδή να καταδικάζεται ο Χριστιανισμός επειδή κατάργησε το μαστίγωμα των νέων μέχρι θανάτου της Σπάρτης; Είναι παράλογο και ανθελληνικό που κατάργησε τις ανθρωποθυσίες Ελλήνων πολιτών εις αφιέρωση προς θεούς που δεν υπάρχουν; Άραγε τι σόι Έλληνες ιερείς είναι αυτοί οι ιερείς που κατακρεουργούν Έλληνες μπροστά από «ιερούς» βωμούς; Ποίοι είναι πιο Έλληνες ιερείς; Οι θυσιαστές των Ελλήνων Εθνικοί ιερείς ή οι αποτρεπτές τους Χριστιανοί;

ΙΕΡΕΙΣ & ΙΕΡΕΙΕΣ

Ιερείς καλούνταν στην αρχαιότητα οι αφοσιωμένοι εις την διακονία των ναών και την τέλεση των εν αυτούς ιερουργιών. Στην αρχαία Ελλάδα φορούσαν μακρύ χιτώνα με στενές μακρές χειρίδες και κρατούσαν μαχαίρι που χρησίμευε στις εναίμους θυσίες.

Πηγή: Καψάλης Γερ. Δ. Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΒ΄ σελίδα 871-872

ΙΕΡΟΘΥΤΗΣ

Δημόσιος λειτουργός στην αρχαία Ελλάδα που ιεροπρακτούσε στο ιεροθυσίο κατά την τέλεση θυσιών και δημόσιων συμποσίων που προσφέρονταν εν ονόματι της πόλης. Ήταν ανώτεροι των επίσης ιεροποιών που τελετοπρακτούσαν στα ιεροθυσία. Στην Λίνδο υπήρχαν 15 μεγάλοι ιεροθύτες, από τους οποίους ο πρώτος καλούνταν αρχιεροθύτης. Στην Σπάρτη οι ιεροθύτες χρησιμοποιούνταν ακόμη για την ξενάγηση επιφανών ανδρών, που τιμής ένεκεν φιλοξενούνταν στο ιεροθυσίο. Ο θεσμός των ιεροθετών συναντάται και σε πολλές άλλες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας.

Πηγή: Κωνσταντινίδης Θάνος Α. Δικηγόρος, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΒ’ σελίδα 875

ΙΕΡΟΘΥΣΙΟ (ΙΕΡΟΘΥΤΕΙΟ)

Ο δημόσιος και ιερός τόπος, που περιέκλειε και τον βωμό της πόλης στον οποίο τελούνταν οι θυσίες ιερών ζώων και άλλες σπονδές, εν ονόματι τις πόλης. Στα ιεροθυσία παραθέτονταν τα ιερά συμπόσια, έπ’ ευκαιρία μεγάλων εθνικών γεγονότων ή εορτών ή και προς τιμή επιφανών ξένων. Οι Λίνδιοι παρείχαν σίτιση στο ιεροθυσίο στους πολίτες οι οποίοι είχαν επιτελέσει μεγάλα κατορθώματα για την πόλη. Από αυτή την άποψη εξομοιώνονται με τα πρυτανεία των άλλων μεγάλων Ελληνικών πόλεων.

Πηγή: Κωνσταντινίδης Θάνος Α. Δικηγόρος, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΒ’ σελίδα 875

ΙΕΡΟΠΟΙΟΙ ή ΜΩΜΟΣΚΟΠΟΙ

Καλούνταν και ναοφύλακες και ήσαν εκείνοι που φρόντιζαν τον ναό, για τις θυσίες και γενικότερα για τις ιερές τελετές. Οι ιεροποιοί ήσαν κληρωτοί θρησκευτικοί άρχοντες στην Αθήνα και αποτελούσαν δύο συναρχίες, τους επί τα εκθύματα ιεροποιούς και τους κατ’ ενιαυτόν ιεροποιούς. Οι επί τα εκθύματα ήσαν 10 και τελούσαν τις εξιλαστήριες θυσίες κατά τους χρησμούς και τα επί των αισοίων χρησμών από κοινού με τους μάντεις, όποτε αυτό κρίνονταν αναγκαίο. Οι κατ’ ενιαυτόν ήσαν επίσης 10 και είχαν την διοίκηση των πεντετηρικών εορτών (της εν Δήλου, των Βραυρωνίων, των Ηρακλείων ή Ηφαιστίων και των Ελευσινίων), εκτός των μεγάλων Παναθηναίων. Τελούσαν όμως και άλλες θυσίες (κατά μερικούς όλα τα ειρημένα έργα ήσαν μιας συναρχίας). Εκτός των ειρημένων έργων τους οι ιεροποιοί είχαν ως έργο και να εξετάζουν τα θύματα μήπως είχαν μωμόν (γι αυτό ονομάζονταν και μωμοσκόποι). Εκτός από τους κατ΄ έτος κληρούμενων ιεροποιών, υπήρχαν και αιρετοί ιεροποιοί που εκλέγονταν με τις εκάστοτε ανάγκες. Συνεργάτες στο έργο τους οι ιεροποιοί είχαν τους ιερείς.

Πηγή: Καψάλης Γερ. Δ. Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΒ΄ σελίδα 878

ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑΣ

Ήταν από τους ιερούς λειτουργούς των αρχαίων Ελευσίνιων μυστηρίων, έχοντας γένος από τον κήρυκα των θεών, Ερμή και μιας από τις θυγατέρες του Κέκροπα ή από τον Κήρυκα, τον υιό του Εύμολπου. Ήταν διακονούμενος από ελεύθερους ιερόδουλους και παρεκώλυε τους αμύητους και τους πλημμελώς κεκαθαρμένους, εξ άλλου δε καθοδηγούσε τους μεμυημένους προς τις απαντήσεις τις οποίες θα έδιναν αν τους ερωτούσαν.

ΙΕΡΟΤΑΜΙΑΣ

Ο θησαυροφύλακας των ιερών, ο οποίος σε πολλές πόλεις τελούσε και άλλα καθήκοντα πολιτικά ή θρησκευτικά. Κατά την συμπολιτεία Μεδεωνίων και Στειρίων κατά την οποία οι πρώτοι γίνονται απλή φατρία της Στείριδας, ορίζουν όπως ο ιεροταμίας «ὁ τάς θυσίας τάς πατρίους θυσιάζων» συνδικάζει με τους άρχοντες της Στείριδας. Σε άλλες πόλεις (Ρόδος, Έφεσος, Κως) σώζονται διάφορες επιγραφές, των οποίων η χρονολόγηση γίνεται κατά τους ιεροταμίες («ἱεροταμιεύσαντος» του δείνα).


ΙΕΡΟΜΝΗΜΟΝΑΣ

Καλούνταν ο καθένας που αποστέλλονταν στο Αμφικτιονικό συνέδριο, ως αντιπρόσωπος των 12 φυλών. Κάθε φυλή έστελνε 2 συνεπώς το συνέδριο αποτελούνταν από 24 στο σύνολο. Πόλεις που αντιπροσώπευαν το μισό του φύλου στο οποίο ανήκαν (όπως η Αθήνα, η οποία αντιπροσώπευε το μισό του Ιωνικού φύλου) μπορούσαν να αποστείλουν και περισσότερους ιερομνήμονες, αλλά όλοι τους είχαν μόνο μια ψήφο. Οι ιερομνήμονες που καλούνταν και Αμφικτίονες και σύνεδροι, αμέσως μόλις συγκροτούνταν σε σώμα, ορκίζονταν ότι θα τηρήσουν τους αμφικτιονικούς νόμους, δηλαδή «Μηδεμίαν πόλιν τῶν ἀμφικτιονίδων ἀνάστατον ποιήσειν, μηδ᾽ ὑδάτων ναματιαίων εἲρξειν, μήτ᾽ ἐν πολέμῳ μήτ᾽ ἐν εἰρήνῃ∙ ἐάν δέ τις ταῦτα παραβῇ, στρατεύσειν ἐπί τοῦτον καί τάς πόλεις ἀναστήσειν, καί ἐάν τις ἢ συλᾷ τά τοῦ θεοῦ, ἢ συνειδῇ τι, ἢ βουλεύσῃ τι κατά τῶν ἱερῶν, τιμωρήσειν καί χειρί καί ποδί καί φωνῇ πάσῃ δυνάμει», και αναλάμβαναν την άσκηση των έργων στους Δελφούς, τα οποία ήσαν πολλαπλά και υποβάλλονταν σε πλείστα, υπό την επικύρωση του Αμφικτιονικού Συνεδρίου, το οποίο αποτελούνταν από αυτούς (τους ιερομνήμονες), διαρκείς αντιπρόσωποι του φύλου τους, των πυλαγόρων, αντιπροσώπων των πολιτικών συμφερόντων των διάφορων αμφικτιονικών πόλεων, του γραμματέα των συνεδρίου και ενός ιεροκήρυκα και της έκτακτης εκκλησίας, η οποία αποτελούνταν από τους ειρημένους (ιερομνήμονες και πυλάγορες) και όλων των παρευρισκομένων εν τη γιορτή για οποιοδήποτε λόγο, κάθε φορά που έπρεπε να εκδοθεί από αυτήν ψήφισμα. Εκτός όμως από εκείνους που ασχολούνταν με την μέριμνα του ιερού τους έργου, κάθε ιερομνήμονας όφειλε να διατηρεί καλές τις σχέσεις της πατρίδας του με το ιερό των Δελφών και να τηρεί την νόμιμη τάξη των θυσιών και εορτών. Με μέριμνα των εκάστοτε ιερομνημόνων συμπληρώθηκε ο ιερός κώδικας των αρχαίων Ελλήνων, με τον οποίο συμπληρώθηκαν οι αγαθές και αποφράδες ημέρες του έτους και καθιερώθηκαν τακτές ημέρες του μηνός σε ιδιαίτερους θεούς (η τρίτη μέρα κάθε μήνα στην Αθηνά, η έβδομη και η νουμηνία στον Απόλλωνα κ.ο.κ.).

Ιερομνήμονες καλούνταν ακόμη οι α) ιερείς του Ποσειδώνα στα Μέγαρα β) ο επώνυμος του έτους άρχοντας του Βυζάντιου και γ) ο επιμελητής του δημόσιου θησαυρού στην Θάσο.

Πηγή: Καψάλης Γερ. Δ. Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΒ΄ σελίδα 877

ΙΕΡΟΔΟΥΛΟΙ & ΙΕΡΗ ΠΟΡΝΕΙΑ

Απολογητής: Ενοχλεί τους άθεους ή τους νεοΕθνικούς, το ότι η Π.Δ. έχει «πορνογραφικά στοιχεία» αναφερόμενη σε πράξεις ανθρώπων που ο ίδιος ο Θεός καταδικάζει. Παλαιά Διαθήκη, Ωσηέ Γ’ «10 Διότι θέλουσι τρώγει καί δέν θέλουσι χορτάζεσθαι, θέλουσι πορνεύει καί δέν θέλουσι πληθύνεσθαι∙ ἐπειδή ἐγκατέλιπον τό νά λατρεύωσι τόν Κύριον. 11 Πορνεία καί οἳνος καί μέθη ἀφαιροῦσι τήν καρδίαν», ενώ οι πόρνοι και μοιχοί θεοί! της αρχαίας Ελλάδας, καθόσον και η θρησκευτική συνήθεια της εκπόρνευσης απασών των Ελληνίδων κορασίδων με όλους τους «προσκυνητές» ξένους της θεάς Αφροδίτης στα «ιερόδουλα» ιερά της, είναι στο απυρόβλητο. «Δαυλική» δικαιοσύνη θα έλεγε κανείς.

«Πρόσταγμα ἡμῖν, μὴ δειλιᾶν ἀπὸ τῶν Ἐλληνικῶν πιθανοτήτων καὶ ἀπὸ τῶν παρὰ τοῖς ἑτερεδόξοις δυσφημιῶν, ἂτινά ἐστι δύο ξύλα, μᾶλλον δὲ δύο δαλοί, ἀπολέσαντες μὲν τοῦ φυτοῦ τὸ ζωτικὸν καὶ τοῦ ξύλου τὸ ἰσχυρόν, μὴ ἔχοντες δὲ τὸ τοῦ πυρὸς φωτεινόν, ἀλλὰ δαλοὶ καπνιζόμενοι, μελαίνοντες μὲν τοὺς ἁπτομένους αὐτῶν καὶ σπιλοῦντες, δακρύειν δὲ τοὺς ὀφθαλμούς τῶν ἐγγιζόντων παρασκευάζοντες.» Μέγας Βασίλειος της Καισαρείας Theol. Work 009 9.230.10.

Ιερόδουλος ονομάζεται ο δούλος ιερού, που υπηρετεί σε αρχαίο ναό ως αφιερωμένος εις την λατρευομένη θεότητα. Στον ναό της Αφροδίτης υπηρετούσαν γυναίκες και πρόσφεραν τον εαυτό τους προς συνουσία.

Η προσφορά ανδρών και γυναικών σε ιερά αφιερωμένοι ως δούλοι εις την υπηρεσία του θεού, έχει την προέλευσή της στους ανατολικούς λαούς και γι’ αυτό συνηθίζεται στην Ελλάδα στα ιερά της Αφροδίτης , η οποία είναι Ασιατική θεότητα. Η αρχική αιτία της αφιερώσεως στους ναούς ήταν η ανάγκη καθαριότητός, της θεραπείας των ιερέων και προπαντός της καλλιέργειας των αγρών, ιδίως σε θεότητες των αγρών. Οι δια την εκτέλεση των εν λόγω υπηρεσιών ιερόδουλοι ήσαν συνήθως αιχμάλωτοι πολέμου. Εκτός όμως των δούλων υπήρχαν και ιερόδουλοι οι οποίοι ήταν ελεύθεροι πολίτες και αφιερώνονταν οικειοθελώς εις την υπηρεσία των ναών και των ιερέων αυτών

Παραδόξως για τα σημερινά ήθη αλλά και για τα Ελληνικά ήθη της εποχής, ήταν η συνήθεια επιφανών ανδρών αλλά και ανατολικών λαών να στέλνουν τις κόρες τους και να προσφέρονται ως θυσία στους θεούς την αγνότητα και την παρθενία τους. Συνήθεια που οφείλεται μάλλον, και ίσως εις την αρχή, ότι οι θεοί πρώτοι έπρεπε να λαμβάνουν απαρχής κάθε πράγματος. (Ηροδ. Α’ 199)

«Τὸν γὰρ δὴ Λυδῶν δήμου οἱ θυγατέρες πορνεύονται πᾶσαι, συλλέγουσοι σφίσι φέρνας εἰς ὁ ἂν συνοικήσωσι τοῦτο ποιέουσα; Εἰδιδόασι δὲ αὐταὶ ἐαυταὶ»

Ηρόδοτος Α΄ 93

Από αυτήν την συνήθεια προήλθε έπειτα η συνήθεια οι νέες να μένουν στους ναούς μέχρι την ημέρα του γάμου τους και να προσφέρουν εμπορευόμενες το σώμα τους προς όφελος των ναών των οποίο υπηρετούσαν. Πολλές φορές μάλιστα αυτές οι ιερόδουλες παράμεναν στο ναό για όλη την ζωή τους προσφέροντας αυτή την υπηρεσία μεταβαλλόμενοι σε εταίρες. Ιερόδουλοι γίνονταν, προς περισσότερη εξασφάλιση της ελευθερίας τους και οι απελευθερωμένοι από τους κυρίου τους δούλοι, δι’ αφιερώσεως εις τους ναούς.

Οι ανάγκες των ναών και οι ανατολικές συνήθειες ανέβαζαν των αριθμό των ιερόδουλων πολλές φορές σε μεγάλα ύψη. Στους Κομάνοις της Καππαδοκίας στο ιερό της Ενυούς οι ιερόδουλοι άνδρες και γυναίκες έφτασαν το αριθμό των 6000.(Στράβωνας C535) ενώ ο ιερέας του ναού, που ανήκε στο βασιλικό γένος, ήταν 2ος μετά τον βασιλιά κατά τις προσόδους και τις προσφορές. Ο ιερέας του Μορινηνή Δία είχε έσοδα 15 τάλαντα από την εύκαρπη χώρα την οποία καλλιεργούσαν 3000 ιερόδουλοι (Στράβων C. 537). Οι ιερόδουλοι στην Τύρο ήσαν τόσοι πολλοί ώστε πολλές φορές ο αρχιερέας με την βοήθειά τους ελάμβανε και το βασιλικό αξίωμα. Στον ναό της Αφροδίτης στην Κόρινθο υπήρχαν 1000 εταίρες, γι’ αυτό και πολλοί έμποροι ιδίως και στρατιωτικοί επισκέπτονταν την πόλη. Γι‘ αυτό έλεγε και η παροιμία «οὐ παντός ἀνδρός εἰς Κόρινθον ἒσθ᾽ ὁ πλοῦς» (Στραβ. C. 559) . Από ότι φαίνεται και άλλα ιερά είχαν ιερόδουλους στην αρχαία Ελλάδα αλλά δεν ήταν όλοι γυναίκες εταίρες Έτσι υπάρχουν αναφορές για ιερόδουλους στην Τεγέα της Αρκαδίας, ναού της Αλέας Αθηνάς, στην Δήλο στο ναό του Απόλλωνα και στους Δελφούς οι οποίοι ήταν ιερόσυλοι δηλαδή νοσφιστές των καρπών των ιερών γαιών του θεού. Αυτοί καταδικάστηκαν από τους Αμφυκτίονες να αφιερωθούν ως ιερόδουλοι εις τον ναό του Απόλλωνα. Τέλος ονομαστό για τον αριθμό των ιερόδουλων ήταν στην Σικελία και στο ψηλό λόφο της Έρυκος το ιερό της Αφροδίτης της λεγόμενης Ερυκίνης και της οποίας αφίδρυμα υπήρχε στη Ρώμη (Στράβων C. 272).

Επειδή δε οι ιερόδουλες συνεισέφεραν πολλά εις τα ιερά της Αφροδίτης δεν είναι άξιο απορίας ότι οι ναοί της ήταν από τους πλουσιότερους. Το παράξενο είναι ότι ο Ησίοδος μιλάει με αυστηρότητα γι’ αυτές της γυναίκες, που ντύνονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προβάλλουν τις καμπυλότητές τους, που με τις κολακείες τους ξεκουτιαίνουν τους άντρες και που δεν εποφθαλμιούν τίποτα άλλο από τη σιταποθήκη τους -γιατί η πληρωμή των υπηρεσιών γινόταν τότε σε είδος- και τις οποίες παρομοιάζει τελικά με τους κλέφτες (Ησίοδος Έργα και Ημέραι, 373 - 375)

Το έθος της αφιερώσεως στα ιερά των θεών των απελευθερωμένων σκλάβων από τους κυρίους τους, ως και η αφιέρωση κτημάτων με τους καλλιεργητές τους ως ιερόδουλων, δεν έλειψε ούτε στα ρωμαϊκά χρόνια.

Πηγή: Καψάλης Γερ. Δ. Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΒ΄ σελίδα 874

Δεν διεκδικούν την πολιτική και την θρησκευτική εξουσία των Εθνών των. Δεν ζητούν την επιβολή των Νόμων των Θεών σε όλη την κοινωνία. Δεν απαιτούν την εισαγωγή της Εθνικής των Θρησκείας στα Δανέζικα σχολεία. Δεν ζητούν να τεθεί η τρομοκρατική οργάνωση των ναζωραίων εκτός νόμου. Δεν ζητούν πίσω τους Ιερούς Τόπους των όπου πάνω έχουν κτισθεί τα χριστιανικά πορνεία. (Πηγή: http://www.hellenicreligion.gr/doc/anagnorisidanon.htm 27/11/2003)


Απολογητής: Ποιοι ναοί ήσαν στα ΣΙΓΟΥΡΑ ΠΟΡΝΕΙΑ, και ΠΟΙΕΣ στο ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ ήσαν ΠΟΡΝΕΣ ή ΠΟΡΝΟΙ, το διδάσκει η ιστορία. Έτσι δεν είναι κύριοι της «Ελληνικής θρησκείας»;

Κατά την Εθνική θρησκευτική πίστη των «αρχαιολατρών»θα πρέπει σήμερα όμορφες Ελληνίδες να υπηρετούν τον ναό της Αφροδίτης, για τα συμφέροντα της θεάς και των «ιερέων» τους και να συνουσιάζονται χωρίς την θέλησή τους με ένα σωρό ξένους (Ασσύριους, Ιουδαίους, Αιγυπτίους, Πέρσες κ.α.); Διότι στα αρχαία χρόνια ο καθείς μπορούσε να λάβει μέρος στην «ιεροτελεστία» ανεξαρτήτως θρησκευτικής πίστεως. Επίσης εκτός από την ιερή πορνεία των παρθένων υπήρχε και υποχρέωση των παντρεμένων να πορνεύονται τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο. Αυτό από τους «αρχαιολάτρες» καλείται Ελληνισμός;Κάνοντας μια παρένθεση πάνω σε κατηγορίες - χλευασμούς για τον ευνουχισμό διάφορων προσώπων (των ευνούχων) στα παλάτια του Βυζαντίου από παρερμηνεία του Ευαγγελίου και όχι από θρησκευτική υποχρέωση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ευνούχοι υπήρχαν σε πάρα πολλούς αρχαίους λαούς όπως στους Αιγυπτίους, στους Ρωμαίους αλλά και στους Έλληνες π.χ. οι ιερείς της θεά της γονιμότητας Κυβέλης ή η πρώτη ιέρεια στο ναό της Αφροδίτης και οι οποίοι μετατρέπονταν σε τέτοιους ένεκα θρησκευτικής υποχρέωσης.

ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Από αρχαιοτάτων χρόνων η άσκηση της λατρείας των θεών ήταν δικαίωμα στους Έλληνες σε κάθε ελεύθερο άνδρα. Μεταξύ θεών και ανθρώπων δεν υπήρχε προνομιούχος μεσάζοντα τάξη. Ο αρχηγός κάθε οικογένειας ήταν και ιερέας αυτής, δηλαδή αυτός που τελούσε εν ονόματι της οικογένειας του την προς τους θεούς θυσία, δια της οποίας πίστευαν, ότι γίνονταν ξένοι και ομοτράπεζοι των θεών, προς τους οποίους τελούσαν την θυσία. Η τέλεση όμως της λατρείας (στην οποία περιλαμβάνονταν και η θυσία) κάποιου θεού περιελάμβανε τύπους και λέξεις ακόμη, των οποίων η αλλοίωση θεωρούταν αμαρτία. Γι’ αυτό όταν ιδρύθηκε το κοινό της πόλης με την συνένωση των γενών, εκ των οποίων κάθε γένος εκτελούσε την λατρεία κάθε ιδίου θεού, για την εξασφάλιση της τήρησης των νομίμων και των πατροπαράδοτων εθίμων κατά την θυσία προς κάθε θεό, ο οποίος από θεός γένους έγινε πλέον θεός της πόλεως, παρέστη ανάγκη να οριστεί από κάθε γένος ένας ιερέας της θεότητας, η οποία πριν ήταν μόνο θεότητα του γένους.

Όταν δεν στους αρχαιότερους πολίτες κάθε πόλης, οι οποίοι ήσαν του ιδίου γένους, προστέθηκαν και νέοι πολίτες, που δεν λάτρευαν δικούς τους θεούς, επόμενο ήταν τα μέλη των γενών, εκ των οποίων προέρχονταν οι ιερείς των κοινών πλέον θεών όλης της πόλης, να θεωρήσουν εαυτούς κληρονομική θρησκευτική αριστοκρατία. Τέτοια γένη ήσαν των Ευμολπιδών και Κήρυκες στην Ελευσίνα, οι Βουτάδες και οι Φυταλίδες στην Αθήνα κ.λ.π. Για να γίνει όμως κάποιος ιερέας κάποιου θεού δεν αρκούσε να ήταν μόνο μέλος του γένους, εις τον οποίο ήταν κληρονομική η ιεροσύνη του θεού τούτου, και από την προφορική παράδοση να γνωρίζει όλους τους άγραφους θεσμούς και τα ιερά νόμιμα, τα οποία όφειλε να τηρεί ακριβέστατα προς αποφυγή της οργής του θεού, αλλά να είναι αρτιμελής και να τηρεί αγνό βίο. Η κληρονομική ιεροσύνη όμως εξαγοράζονταν πολλές φορές, και υπάρχουν παραδείγματα εκλογής ή κληρώσεως μερικών ιερέων. Αυτοί που γίνονταν ιερείς δεν αποτελούσαν, όπως αναφέραμε, ιδιαίτερη τάξη ούτε έμεναν ξένοι προς τα λοιπά βιοτικά έργα της ειρήνης και του πολέμου, αλλά τους τιμούσε ιδιαίτερα ο λαός. Λόγω της τηρήσεως των πατροπαράδοτων τύπων και όρων κατά την λατρεία, και των αρχαιότροπων ενδυμάτων και παλαιότερων ηθών και εθίμων, οι ιερείς ως πολίτες γίνονταν συντηρητικοί στο φρόνημα και ενάντια σε κάθε καινοτομία στο πολίτευμα, και αποτελούσαν δε την επικινδυνότερη εξουσία στην πολιτική. Αν και έρχονταν πολλές φορές σε σύγκρουση με καινοτόμους πολιτικούς, πολλές φορές όμως ενίσχυαν την εξουσία με επικύρωση των ψηφισμένων νόμων αυτής, και οι πολίτες είχαν μεγάλη ευλάβεια προς αυτούς λόγω και των εν ονόματι των θεών κατάρων κατά των κηρυγμένων εχθρών της πολιτείας.

Κύρια έργα των ιερέων ήταν όπως προλέχθηκε η τέλεση της θυσίας και των άλλων ιερουργιών εις τους ναούς. Εκτός όμως αυτών έργα των ιερέων ήταν η καθαριότητα του ναού, γινόμενη εκ πρόνοιας του νεωκόρου, η συντήρηση του ναού, η αύξηση των προσόδων του ιερού δια της επιμελούς καλλιέργειας των κτημάτων που ανήκαν στο ναό, της πωλήσεως των δερμάτων των θυμάτων και άλλων διάφορων μέσων, η προστασία της περιουσία του ιερού (ιδίως από την αρπαγή κτημάτων που ανήκαν στο θεό) και η προστασία οποιουδήποτε κατέφευγε στο ναό για άσυλο.

Αν και έρχονταν πολλές φορές σε σύγκρουση με καινοτόμους πολιτικούς [οι ιερείς], πολλές φορές όμως ενίσχυαν την εξουσία με επικύρωση των ψηφισμένων νόμων αυτής, και οι πολίτες είχαν μεγάλη ευλάβεια προς αυτούς λόγω και των εν ονόματι των θεών κατάρων κατά των κηρυγμένων εχθρών της πολιτείας

Για την ηλικία, το φύλλο και την οικογενειακή κατάσταση των ιερέων στην αρχαία Ελλάδα, φαίνεται ότι δεν τηρούνταν οι ίδιες αρχές σε κάθε πόλη. Υπήρχαν ιερείς πολύ μεγάλης ηλικίας και ιερείς παιδιά (στο ναό του Ισμήνιου Απόλλωνα στην Θήβα). Υπήρχαν πολλοί ιερείς αλλά όχι και λίγες ιέρειες (στην Αθήνα η ιέρεια της Αθηνάς, στο Άργος η ιέρεια της Ήρας, η ιέρεια της Αφροδίτης στον Σικύωνα κ.ο.κ.). Υπήρχαν ιερείς και ιέρειες έγγαμοι αλλά ιερείς και ιέρειες άγαμοι (ο ιεροφάντης της Ελευσίνας, η ιέρεια της Αφροδίτης στην Σικύωνα κ.ο.κ.). Κάτι το οποίο πάντως απαράβατα τηρούνταν ήταν η αποχή του ιερέα ή της ιέρειας κατά διαστήματα της ιεροσύνης τους από πάσα ερωτική σχέση. Σε κάθε θεό και θεά υπήρχαν οι ίδιοι ιερείς και ιέρειες σε κάθε πόλη (στον Όμηρο ο Χρύσης και ο Μάρων είναι ιερείς του Απόλλωνα, ο 1ος στη Χρύση της Τροίας και ο 2ος στην Ισμάρο της Θράκης), ένας ή περισσότεροι, υπήρχαν όμως και ιερείς κοινοί όλων ή μερικών των θεών της πόλεως (ιέρεια Ήβης και Αλκμήνης, στο δήμο Αιξωνέων Αττικής).

Οι ιερείς μερικών ιερών (των μαντείων και ιδίως των Δελφών) ήταν άνθρωποι εξαιρετικών προσόντων και γνώσεων. Γνώριζαν την πολιτική κατάσταση και τους όρους της ζωής, όχι μόνο των πόλεων και των αποικιών του Ελληνικού έθνους αλλά και των γειτονικών λαών που επικοινωνούσαν με τις πρώτες. Οι ιερείς του Ασκληπιού στην Επίδαυρο και του Αμφιαράου στην Αθήνα είχαν και ιατρικές γνώσεις, έκαναν χρήση φαρμάκων και προέβαιναν μερικές φορές και σε εγχειρήσεις. Άλλων ιερών οι ιερείς και οι ιέρειες (οι Ασκληπιάδες της Κω, οι ιέρειες της Ήρας στο Άργος, οι Βουτάδες στην Αθήνα) απέκτησαν τόσο κύρος και τέτοια επιβολή, ώστε τα ονόματά τους και τα έτη της ιεροσύνης τους αναγράφονταν επιμελώς σε καταλόγους. Από την συνήθεια να αναγράφονται παράπλευρα και αξιομνημόνευτα γεγονότα (ιδίως οι αποστολές αποίκων) κατέστησαν αυτοί οι κατάλογοι να είναι αξιομνημόνευτα μνημεία της Ελληνικής ιστορίας.

«ἡ γῆ των νά μήν παράγῃ καρπούς, αἱ γυναῖκές των νά γεννῶσι τέρατα, νά ἐξαφανισθῶσιν αὐτοί τε, ἡ πόλις των καί ἡ φυλή των καί αἱ πρός τούς θεούς θυσίαι των νά μήν γίνωνται δεκταί»

Κατάρα κατά των παραβατών του όρκου των αμφικτιονιών

Η επισήμανση της εν λόγω κατάρας δεν έχει σκοπό να χλευάσει τον άλλωστε πολύ αξιόλογο από πλευράς πολιτισμού θεσμό των αμφικτιονιών, αλλά να καταδείξει ότι οι αρχαία ελληνική θρησκεία δεν μπορεί σήμερα να παρουσιάζεται σε σύγκριση με την Ορθοδοξία από τους νεοΕθνικούς ως άγγελος παντογνώστης με επιστημονική χροιά. Επιπροσθέτως θέλει να αποδείξει ότι Χριστιανικά αναθέματα φαντάζουν πράγματι πολύ ήπια μπροστά σε αυτά που οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν με την μορφή κατάρων εναντίων των Ελλήνων που καταπατούσαν τους όρκους τους προς το 12θεο. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση ενώ οι νεοΕθνικοί δείχνουν μια υπερευαισθησία προς κάθε Χριστιανικό ανάθεμα το οποίο βασικά είναι θρησκευτική συνήθεια του παρελθόντος που κληρονομήθηκε στους επόμενους, όχι μόνο δεν δείχνουν ευαισθησία προς τις αρχαίες κατάρες αλλά δείχνουν κιόλας να τις αγνοούν είτε εσκεμμένα είτε από άγνοια. Αλλά καμιά και από τις 2 περιπτώσεις δεν τους τιμά είτε ως φιλαλήθεις είτε ως ιστορικούς.

Στην Αθήνα από το 307 π.Χ., όταν ο Αντίγονος και ο υιός του Δημήτριος ο Πολιορκητής τιμήθηκαν ως θεοί και επονομάστηκαν Σωτήρες, μέχρι το έτος 287 π.Χ., οπότε ο βασιλεύς Πύρρος της Ηπείρου κατατρόπωσε τον Δημήτριο, ο ιερέας αυτών ήταν και ο επώνυμος του έτους αντί του άρχοντα (αυτούς ο Διόδωρος και ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς ονόμασαν άρχοντες).

Πηγή: Καψάλης Γερ. Δ. Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΒ΄ σελίδα 871-872

Βιβλιογραφία:

1. Martha, Les sacerdotes atheniens

2. Gilbert-Πολίτου Ν., Εγχειρ. Αρχαιολογίας κλπ καθώς και τα σχετικά άρθρα των ελληνικών και ξένων εγκυκλοπαιδικών λεξικών.

ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΡΩΜΗ

Και στην αρχαία ρώμη υπήρχαν ιερείς και ιέρειες έγγαμοι και άγαμοι (οι Εστιάδες) και κάθε ένας από αυτούς ήταν ιερέας ενός ή περισσοτέρων θεών. Όμοια και στην Ρώμη αυτός που κατείχε ιερατική θέση όφειλε να είναι αρτιμελής και μπορούσε να έχει και στρατιωτικό ή πολιτικό αξίωμα (εξαιρούνταν οι duumviri, rex sacrorum & flamen dialis οι οποίοι δεν επιτρέπονταν να έχουν πολιτικό αξίωμα και ήταν απαλλαγμένοι από κάθε στρατιωτική υπηρεσία). Στην Ρώμη το ίδιο πρόσωπο μπορούσε να κατέχει περισσότερα από ένα θρησκευτικά αξιώματα και όλοι οι ιερείς στην αρχή ήταν πατρίκιοι. Μόνο από το 367 π.Χ. άρχισαν και ο πληβείοι να κατέχουν θρησκευτικά αξιώματα. Συνήθως οι ιερείς της ρώμης αποτελούσαν συλλόγους, των οποίων κάθε κενή θέση συμπλήρωναν τα λοιπά μέρη με εκλογές (στην αρχή κάθε μέλος διορίζονταν από τον βασιλέα). Υπήρχαν όμως και θρησκευτικοί σύλλογοι των οποίων τα μέλη ή διορίζονταν όπως οι Εστιάδες και οι flamines, τους οποίους διόριζε ο pontifex maximus ή εκλέγονταν από τον λαό, όπως οι duumviri sacrorum και άλλοι. Οι ιερείς στην ρώμη συντηρούνταν εκ των προσόδων των αφιερωμένων εις τα ιερά κτημάτων, εις τα οποία υπηρετούσαν. Υπήρχαν όμως και ιερείς, όπως οι angurus (οιωνοσκόποι), οι οποίοι αποτελούσαν με άλλους την 2η τάξη των ιερέων και οι Εστιάδες, οι οποίοι λάμβαναν από την πολιτεία και ετήσιο μισθό. Οι Εστιάδες μάλιστα είχαν ακόμη και δημόσια κατοικία, όπως ο pontifex maximus & ο rex sacrorum. Οι ιερείς της Ρώμης είχαν την διακονία των ναών στους οποίους ανήκαν και τελούσαν τις θυσίες και τις άλλες ιερουργίες της θρησκείας, όπως εκείνοι των πόλεων της αρχαίας Ελλάδας. Οι στοιχειώδεις θρησκευτικές γνώσεις και στην Ρώμη και στην Ελλάδα μεταδίδονταν από πατέρα στον υιό.

Πηγή: Καψάλης Γερ. Δ. Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΒ΄ σελίδα 872

ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΧΝΗ

Και της αρχαίας Ελλάδας και της αρχαίας Ρώμης οι ιερείς είχαν εξωτερικά διακριτικά γνωρίσματα και γι’ αυτό αναγνωρίζονται εύκολα οι μορφές τους στα αρχαία Ελληνικά μνημεία (επιτύμβιες στήλες του Δ’ π.Χ. αιώνα, αγγεία του Στ΄ και Ε΄ π.Χ. αιώνα). Φορούν μακρύ χιτώνα με στενές μακρές χειρίδες και κρατούν μάχαιρα, το όργανο που χρησίμευε για τις εναίμους θυσίες τους. Πολλές φορές μαζί με τον ιερέα παρίσταται και νεανίας που κρατά τα σπλάγχνα του θυσιασμένου ζώου και αυτός είναι ο σπλαγχνοκόπτης.

Πηγή: Καψάλης Γερ. Δ. Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΒ΄ σελίδα 872