Τρίτη 28 Ιουλίου 2009


ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ &

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΙΕΡΑΤΕΙΩΝ, ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ &

ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ

Η επανάσταση των φιλοσόφων ενάντιας τους θεούς, στους ιερείς, στην κοινωνία και στους θεσμούς




Θέλησα να γράψω αυτό το μακροσκελές άρθρο (η συγγραφή του οποίου οφείλεται στους ανά τους καιρούς μελετητές της ελληνικής φιλοσοφίας και όχι σε εμένα) βλέποντας γύρω μου να θεριεύει μία μεγάλη -ίσως επιτηδευμένη- παρεξήγηση. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει συμβεί μια άνευ προηγουμένου υποτιθέμενη αναβίωση ίου «αρχαίου ελληνικού πνεύματος», και την οποία παραδόξως ταυτίζονται οι αρχαίες ελληνικές θρησκείες, δοξασίες και μυθολογίες, αλλά και η αρχαία Πολιτεία, ·με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, στοχασμό και επιστήμη. Στον ημιμαθή ή κακώς εμπνευσμένο νου των επίδοξων μελετητών και συγγραφέων, πάρα πολλών αναγνωστών και κυρίως των νέων ανθρώπων, όλα τα αρχαία ανακατεύονται πρόχειρα και ασύστολα, βαδίζουν χέρι-χέρι οι αρχαίοι θεοί και οι ιερείς με τους φιλόσοφους, οι μύθοι με τους επιστημονικούς στοχασμούς, οι αρχαίοι πολιτικοί με τους διανοούμενους. Γι’ αυτούς, ο Δίας κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον Αναξαγόρα ή με τον Σωκράτη, ο Ησίοδος είναι ίδιος με τον Θαλή και τον Ηράκλειτο, ο Απόλλωνας συμβαδίζει με τους ήρωες της φιλοσοφίας, η αργοναυτική εκστρατεία είναι ταυτόσημη με την αναζήτηση του μυστηρίου του σύμπαντος, οι ιερείς και οι μάντεις συζητούνται μαζί με τους φιλόσοφους, οι αρχαίες ελληνικές πολιτείες υπάρχουν μόνο για τους πρωτοποριακούς διανοητές, η φιλοσοφία και η επιστήμη είναι επίσημο προϊόν του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού γενικώς. Συνθέτουν με όλα αυτά τα τελείως ετερόκλητα στοιχεία, μία ψευδή εικόνα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, ονομάζοντάς την «αρχαίο ελληνικό πνεύμα» σε εθνικό επίπεδο, και συχνά ανακατεύουν στο μίγμα και ένα μεγάλο ποσοστό επιστημονικής φαντασίας, μεταμοντέρνων μυστικισμών, θεοσοφικών αντιλήψεων, νεομυθολογίας, και, φυσικά, άκρατου εθνικισμού (που καμία βάση δεν έχει στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, πόσο μάλλον στη φιλοσοφία).

Θέλω, λοιπόν, με το άρθρο αυτό, να καταδείξω -όσο μπορώ- πέντε πράγματα, τα οποία φαίνεται ότι διαφεύγουν τελείως από όσους γράφουν ή διαβάζουν ή συζητούν ολόγυρα μου για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους:

1) Ουδεμία σχέση δεν είχε η αρχαία ελληνική θρησκεία και τα ιερατεία της και οι θεοί τους και οι μύθοι τους με τους περισσότερους από τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους. Αντιθέτως μάλιστα, οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους κυνηγήθηκαν από τα ιερατεία, συνήθως καταδικάζονταν ως άθεοι ή ασεβείς ή αιρετικοί από την αρχαία ελληνική «Ιερά Εξέταση» (που ήταν το ίδιο στυγνή και παράλογη όσο και η χριστιανική), δεν πίστευαν στην αρχαία ελληνικές θρησκείες, και ακόμη και όταν αυτοί θεολογούσαν, δήλωναν ότι υπάρχει ένας θεός και όχι πολλοί, ο Θεός του Σύμπαντος, το Ένα πίσω από τα πάντα. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι επέκριναν τις θρησκευτικές αντιλήψεις των υπολοίπων Ελλήνων ως αφελείς και μυθολογικές, πολεμούσαν τους ιερείς, τις δεισιδαιμονίες, απέρριπταν τις αντιλήψείς της εποχής τους, όλοι οι φιλόσοφοι εξαρχής αναζητούσαν την ουσία των πραγμάτων, δεν τους κάλυπτε η θρησκεία, και άρα την ακυρώνουν μέσα από το έργο τους. Οι περισσότεροι ήταν επιστήμονες όπως οι σύγχρονοι επιστήμονες, και φιλόσοφοι και διανοούμενοι όπως οι σύγχρονοι φιλόσοφοι και διανοούμενοι, και όχι ακόλουθοι θρησκειών και λαϊκών δοξασιών. (Η αρχαία ελληνική θρησκεία καταστράφηκε από τους Έλληνες φιλόσοφους, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους χριστιανούς αυτοκράτορες, και μάλιστα οι Έλληνες κατέληξαν να πάψουν να πολεμούν για τους θεούς, γι' αυτό και τους νίκησαν οι Ρωμαίοι που πίστευαν ακόμη στους θεούς και πολεμούσαν γι' αυτούς με πάθος).

2) Συνήθως οι φιλόσοφοι δεν είχαν καμία στενή σχέση με την επίσημη Πολιτεία, συχνά την αποστρέφονταν ή επαναστατούσαν εναντίον της, και ακόμη πιο συχνά η επίσημη Πολιτεία τους συλλάμβανε, τους δίκαζε, τους καταδίκαζε, τους εξόριζε, τους φυλάκιζε, τους σκότωνε, τους απομόνωνε, ή τους ανεχόταν για πολιτικούς λόγους.


3) Ουδεμία σχέση είχαν οι φιλόσοφοι με τους περισσότερους από τους συμπολίτες τους και με τον απλό λαό, ο οποίοι συνήθως βρισκόταν σε χαμηλότατο ή μέτριο πνευματικό επίπεδο, δεν τους καταλάβαινε καθόλου, συχνά οι άνθρωποι τους κορόιδευαν, τους χλεύαζαν, δεν τους αποδέχονταν, ή ακόμη και τους φοβούνταν ή ένιωθαν δέος μπροστά τους. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι ήταν αντικοινωνικοί, μοναχικοί τύποι, που συναναστρέφονται μόνο τους ομοίους τους και τους πιστούς μαθητές τους, έφτιαχναν δικές τους κλίκες (τις «σχολές»), μακριά από τα αυτιά και τα μάτια των ανόητων. Και, φυσικά, δεν θα πρέπει να ταυτίζονται με τον μέσο άνθρωπο της αρχαίας ελληνικής πραγματικότητας, που καμία απολύτως σχέση δεν είχε με αυτό τον εξαιρετικό τύπο ανθρώπων. (Κάποιοι απ' αυτούς δέχονταν να μισθωθούν για να διδάξουν κάποιους νέους των καλών οικογενειών, κι αυτό ήταν όλο). Η επιρροή τους στην κοινωνία, εκδηλώθηκε κυρίως στην ύστερη αρχαιότητα.

4) Οι περισσότεροι φιλόσοφοι δεν ήταν Αθηναίοι, ούτε εξελίχθηκαν ως φιλόσοφοι εξαιτίας της ζωής τους στην Αθήνα. Η φιλοσοφία ούτε γεννήθηκε στην Αθήνα ούτε πέθανε στην Αθήνα. Ήταν μερικές φορές περαστική από την Αθήνα, στο ταξίδι της προς την εξερεύνηση του γνωστού κόσμου. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι ταξίδεψαν σε όλον τον αρχαίο κόσμο, συλλέγοντας τις γνώσεις τους από παντού, και επέστρεφαν για να διδάξουν τους Έλληνες με τα συμπεράσματα τους, τις γνώσεις και τις εμπνεύσεις που αποκόμισαν από τις έρευνες, τις θεωρίες και τις εξερευνήσεις τους. Οι συντοπίτες τους σπανίως τους αναγνώριζαν ως σοφούς, κ έτσι αναγνωρίζονταν σε άλλους τόπους. (Τότε, όπως και τώρα, κυβερνούσε στην Ελλάδα η μισαλλοδοξία). Οι περισσότεροι φιλόσοφοι δεν γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο κυρίως σώμα της Ελλάδας, αλλά στη Μικρά Ασία, στην Ιωνία και στη «Μεγάλη Ελλάδα» και στις αποικίες. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι κατέφευγαν στις αποικίες, επειδή τους κυνηγούσαν, προτιμούσαν τις κοινωνίες των νέων πολιτειών και αποικιών όπου άκμαζαν οι νέες ιδέες, κυρίως στην Κάτω Ιταλία, στη Σικελία, κλπ. Συνήθως δεν συμβάδιζαν με το αθηναϊκό ή το σπαρτιατικό κράτος.

5) Όλοι ανεξαιρέτως οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν πάρα πολύ παράξενοι άνθρωποι, τελείως strange, τύποι, εκκεντρικοί, πολυσχιδείς και πολυμαθείς ιδιότροποι, παρεξηγημένοι μεγαλοφυΐες, απόλυτα πρωτοποριακοί και μεγάλοι επαναστάτες, στη θεωρία ή στην πράξη. Αν κυκλοφορούσαν σήμερα ανάμεσα μας, όλοι θα τους θεωρούσαν είτε τρελούς, είτε γραφικούς, είτε μυστηριώδες, είτε επικίνδυνους αιρετικούς, είτε ανατρεπτικούς, είτε τελείως ακατανόητους τύπους, μάγους, μυστικιστές, τρελούς επιστήμονες, ευφάνταστους συγγραφείς, ονειροπαρμένους και τελείως φευγάτους καλλιτέχνες. Κανένας δεν θα τους παραδεχόταν αν ήταν σύγχρονοι μας, όπως τους παραδέχονται τώρα που είναι αρχαίοι και κλασικοί. Πίστευαν σε πολύ παράξενα πράγματα, είχαν τελείως παράδοξες ιδέες, απαράδεκτες για την εποχή τους (συχνά και για τη δική μας), οι περισσότεροι ήταν κοσμοπολίτες, εξόριστοι ή αυτοεξόριστοι, περιηγητές, παράξενοι διανοητές, ήταν εναντίον της κοινωνίας στη μορφή που ξέρουμε, της θρησκείας, των λαϊκών και των δημοφιλών πεποιθήσεων, πίστευαν σε ουτοπίες και σε δικές τους επινόησης κοινωνικά, πολιτικά και φιλοσοφικά συστήματα .Ήταν αληθινοί άνθρωποι, ενώ όλοι γύρω τους ήταν ανθρωπάρια. Δεν συνέθεσαν το έργο τους βάσει κάποιου επίσημου ελληνικού πολιτισμού ή επηρεασμένοι από το κύριο σώμα του, αλλά από προσωπική έμπνευση και έρευνα και εξερεύνηση, αμφισβήτηση και περιέργεια, ατομικό στοχασμό και μαθητεία μόνο δίπλα σε προγενέστερους ομοίους τους.

Αυτά τα πέντε πράγματα θέλω να καταδείξω, που θα έπρεπε να είναι πασίγνωστα, αλλά παραδόξως δεν είναι, ή δεν τα βλέπω εγώ να είναι πασίγνωστα γύρω μου. Επίσης, πρέπει να επισημάνω ότι μιλώντας για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, δεν μιλάμε για κανένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων που στήριζε σε κάποια εποχή τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά για καμιά εκατοσταριά ιδιαίτερα άτομα (για να μην πω πενηνταριά) στην πάροδο περίπου δέκα αιώνων, που έδρασαν μάλλον παρασιτικά ή πειρατικά. Πρόκειται για μια μυστική φιλοσοφική σκυταλοδρομία, μέσα από ατυχίες και αντιξοότητες, βάσανα και κόπους. Οι καρποί της μαζεύτηκαν δικαιωμένοι μόνο κατά την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, πολλούς αιώνες αργότερα.

Η ελληνική φιλοσοφία δεν υπήρχε πριν το 600 π.Χ. και τελείωσε ανεπιστρεπτί γύρω στον 4ο αιώνα μ.Χ. (αναμιγμένη με τη ρωμαϊκή φιλοσοφία). Αυτά ήταν τα χίλια χρόνια της φιλοσοφίας. Τα πάντα έχουν ειπωθεί από το 600 π.Χ. ως το 400 μ.Χ., χίλια χρόνια φιλοσοφίας ήταν αρκετά για την ανθρωπότητα. Τελικά η ανθρωπότητα απέρριψε όλες ανεξαιρέτως τις προτάσεις των φιλοσόφων. Γι αυτό και δεν έχουν γίνει ακόμη όλοι οι άνθρωποι σοφοί, και ο σοφός άνθρωπος συνεχίζει να είναι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο.

Ο ΘΑΛΗΣ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ο Θαλής (624-546 π.Χ.), ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος και ένας από τους «Επτά Σοφούς της αρχαιότητας», προσπαθούσε να διδάξει στους συμπολίτες του στη Μίλητο τον τρόπο να συλλογίζονται ορθά, και πρέπει να ήταν ένας ήρεμος και καλοκάγαθος άνθρωπος αφού δεν οργιζόταν όταν εκείνοι δεν καταλάβαιναν το παραμικρό από τα παράξενα πράγματα που τους έλεγε ή όταν τον κορόιδευαν και τον περιγελούσαν. Και πρέπει να αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη γι' αυτούς όταν οι άλλοι Έλληνες τον συμπεριέλαβαν στους Επτά Σοφούς δίπλα στον Σόλωνα. Βλέπετε, ήταν έτοιμοι πάντοτε να τον χλευάσουν ή και να τον κατηγορήσουν άδικα, λόγω της αμάθειάς τους. Πα παράδειγμα, όταν ο Θαλής προέβλεψε την έκλειψη ηλίου στις 28 Μαΐου του 585 π.Χ., και η έκλειψη όντως έγινε την ημέρα και την ώρα που είχε προβλέψει, οι συμπολίτες του αντί να τον θαυμάσουν, τον κατηγόρησαν για μάγο...


Από παιδί είχε τη φήμη του αφηρημένου και πολλοί τον κατηγορούσαν για τεμπέλη, επειδή τον έβλεπαν να είναι πάντα βυθισμένος στις σκέψεις του και σε περισυλλογή. Τόσο πολύ χανόταν στις σκέψεις του, που συχνά δεν έβλεπε που βάδιζε, και μια μέρα, έτσι αφηρημένος όπως ήταν, έπεσε μέσα σε έναν λάκκο και χτύπησε, προκαλώντας τα γέλια των συμπατριωτών του, που από τότε έλεγαν πως ο Θαλής ήταν ανίκανος ακόμη και να βαδίσει, τόσο άχρηστος ήταν, έλεγαν, που έπεφτε μέσα σε όποιον λάκκο βρισκόταν μπροστά του. Και όλα αυτά, παραδόξως, γινόντουσαν στη Μίλητο, που την κυβερνούσε ο πανέξυπνος δικτάτορας Θρασύβουλος, πρωτεύουσα της βιοτεχνίας του Αιγαίου, της υφαντουργίας, του εμπορίου, της φιλοξενίας, αλλά και της τέχνης, της λογοτεχνίας και της μελέτης. Μια πόλη τόσο ακμάζουσα που είχε ιδρύσει και άλλες ογδόντα δικές της αποικίες στις ακτές της Μικρά Ασίας, και οι πληροφορίες που έφτασαν μέχρι εμάς λένε πως όλες οι ελληνικές πόλεις ζήλευαν τον πλούτο, την ελευθερία, την πολυτέλεια και τη μόρφωση που απολάμβαναν οι Μιλήσιοι οι πιο γενναίοι ναυτικοί, οι πιο πονηροί έμποροι, οι πιο εκλεπτυσμένες γυναίκες, οι πιο προοδευμένοι σπουδαστές. Οι σπουδές εκεί είχαν ξεφύγει από τον έλεγχο του ιερατείου, που παντού είχε ακόμη πλήρες μονοπώλιο, ενώ εκεί κυριαρχούσε η ελεύθερη σκέψη. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι κορόιδευαν τον Θαλή.

Κι ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα η επιστήμη δεν είχε ξεχωρίσει ακόμη από τη μυθολογία, και οι άνθρωποι ακόμη πίστευαν αυστηρά μόνο αυτά που έλεγαν ο Όμηρος και ο Ησίοδος και κανένας άλλος, στη Μίλητο υπήρχε ένας μεγάλος σοφός που είχε διαγράψει τους θεούς και τους μύθους τους, και είχε ιδρύσει την πρώτη ελληνική φιλοσοφική σχολή, το πρώτο πειραματικό εργαστήριο, και τη φυσιοκρατική θεώρηση του κόσμου: ο Θαλής, κατά τους συμπατριώτες του: ένας αιθεροβάμονας που δεν έβλεπε πού βάδιζε. Είχε αποφασίσει πως θα έδειχνε σε όλους τους χλευαστές του πως μπορούσε ο ίδιος να κυβερνήσει τη ζωή του, χρησιμοποιώντας όλα εκείνα για τα οποία τον κορόιδευαν. Πήρε ένα δάνειο και αγόρασε όλα τα ελαιοτριβεία της περιοχής, με σκοπό να γίνει παραγωγός λαδιού: ήταν ένας βαρύς χειμώνας και οι τιμές τους είχαν πέσει γιατί δεν υπήρχε ζήτηση. Ο Θαλής, μελετημένος στην αστρονομία καθώς ήταν, και στη μετεωρολογία, είχε προβλέψει πως η χρονιά που θα ακολουθούσε θα είχε πολύ ευνοϊκές καιρικές συνθήκες με καλή σοδειά για κάποιον που θα είχε ελιές, κι αυτό θα έκανε πολύτιμα τα λιοτρίβια του. Και, πραγματικά, επιβεβαιώθηκε απόλυτα. Το φθινόπωρο, έχοντας μονοπώλιο σία ελαιουργεία, επέβαλε στους πελάτες του τις υψηλές τιμές που ζητούσε. Κι έτσι εκδικήθηκε όσους τον κορόιδευαν ως άχρηστο, συγκέντρωσε μία μεγάλη περιουσία, δώρισε και στην Πολιτεία για να τους αποστομώσει, έγινε εισοδηματίας και μπόρεσε να αφιερώσει πλήρως τον χρόνο του στις μελέτες και στα ταξίδια.

Ταξίδεψε στην Αίγυπτο για να διδαχθεί τις εξελίξεις στη μαθηματική επιστήμη, αλλά ανακάλυψε ότι οι Αιγύπτιοι ήταν αρκετά αφελείς ώστε να σχεδιάζουν να κατασκευάσουν κάτι περίτεχνες πανύψηλες κατασκευές για να μετρήσουν το ύψος των πυραμίδων που κανείς δεν το ήξερε μέχρι τότε. Κέρδισε αμέσως την εκτίμηση όλων των σοφών της Αιγύπτου, με το απλό αυτό κόλπο: τους είπε ότι μπορούσε να μετρήσει το ύψος των πυραμίδων την ίδια εκείνη μέρα με μεγάλη ευκολία: δεν είχε παρά να μετρήσει την σκιά των πυραμίδων πάνω στην άμμο τη στιγμή ακριβώς που η δική του σκιά είχε μήκος ίσο με το ύψος του, κάνοντας την αναλογία: Όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό, και η φήμη του ταξίδεψε σε χρόνο μηδέν σε όλη την Αίγυπτο, όπου βρέθηκε να συναναστρέφεται με τους πιο μυημένους ανθρώπους, ανταλλάσσοντας όλων των ειδών τις γνώσεις. Στα καράβια που τον μετέφεραν από το ένα λιμάνι της Μεσογείου στο άλλο, μελετούσε τις νύχτες τον ουρανό προσπαθώντας να ανακαλύψει μία τάξη και μία λογική υπό το φως των όσων είχε μάθει στη Βαβυλώνα, όπου είχε μαθητεύσει στους μεγαλύτερους αστρονόμους της εποχής. Ο άνθρωπος αυτός, δυόμισιχιλιάδες χρόνια πριν τη διατύπωση της Θεωρίας της εξέλιξης, υπολόγισε ότι η ζωή στη Γη προήλθε από το νερό, και πως όλα όσα αποτελούν τον κόσμο έχουν μια κοινή συνδυαστική αρχή, όσο διαφορετικά και αν φαίνονται. Ο Θαλής φαντάστηκε τη ζωή σαν μια αθάνατη ψυχή, που τα στοιχεία της ενσαρκώνονται εφήμερα, κάποτε σε ένα φυτό, κάποτε σε ένα ζώο ή σε ένα ορυκτό. Τα βουνά, τα ψάρια, τα άστρα, οι πάπυροι και οι άνθρωποι, δεν είναι παρά κομμάτια αυτής της αθάνατης ψυχής του κόσμου, θάνατος δεν υπάρχει, φαινομενικά πεθαίνουν μόνο οι εφήμερες ενσαρκώσεις της αιώνιας ψυχής που απλά παίρνει για λίγο το σχήμα τους, και τους δανείζει ζωική δύναμη. Διατύπωσε την ιδέα ότι ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά. Οι είρωνες τον ρωτούσαν γιατί τότε προτιμούσε τη ζωή από τον θάνατο και δεν πέθαινε, κι ο Θαλής τους απαντούσε: «Μα, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει διαφορά...»


Προκαλούσε την οργή των ιερέων όταν τον ρωτούσαν τι ήταν οι θεοί, κι εκείνος απαντούσε: «Εδώ δεν ξέρετε τι είναι οι πέτρες, θέλετε να μάθετε τι είναι οι θεοί; Όλα, και πέτρες και θεοί, είναι κομμάτια της αιώνιας ψυχής του κόσμου, στην οποία δεν χρειάζεται να κάνετε θυσίες ή να απευθύνετε προσευχές, διότι είστε και εσείς οι ίδιοι μέρη της...» Υποπτεύονταν ότι ίσως ήταν ένας βλάσφημος άνθρωπος, και θα τον είχαν σίγουρα σκοτώσει αν δεν ήταν τόσο φιλήσυχος, καλοκάγαθος, τελικά συμπαθής και νομοταγής, αλλά κατά βάθος μπερδεύονταν με τις απαντήσεις του και κάπως καθησυχάζονταν όταν τελικά τους απαντούσε απλοϊκά στην ερώτηση τι ήταν ο θεός, λέγοντας: «Ενταξει, θεός είναι αυτό που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος» (που ακόμη και μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια παραμένει ο πιο ψύχραιμος ορίσμός). Όταν τον ρωτούσαν ποιο ήταν κατά τη γνώμη του το δυσκολότερο πρόβλημα για τον άνθρωπο, έλεγε: «Να γνωρίσει τον εαυτό του». Τον ρωτούσαν ποια θα έπρεπε να είναι η δικαιοσύνη για έναν ενάρετο άνθρωπο, κι εκείνος απαντούσε: «Να μην κάνει στους άλλους αυτό που δεν θέλει να του κάνουν» (εξακόσια χρόνια πριν το πει ο 1ησούς ο Ναζωραίος). Τον ρωτούσαν ποιο ήταν το πιο σπάνιο πράγμα που είχε δει, κάτι το πρωτοφανές, και ο Θαλής απαντούσε: «Γέροντα Τύραννον» (εννοώντας ότι οι τύραννοι σχεδόν ποτέ δεν ζουν τόσο πολύ ώστε να γεράσουν). Έλεγε ότι για τρία πράγματα όφειλε ευγνωμοσύνη στην Τύχη: «Πρώτον διότι γεννήθηκα άνθρωπος και όχι ζώο, δεύτερον διότι γεννήθηκα άνδρας και όχι γυναίκα, και τρίτον διότι γεννήθηκα Έλληνας και όχι βάρβαρος...» Και οι αφελείς που τον άκουγαν ήταν ευχαριστημένοι ακούγοντάς το αυτό, γιατί κι εκείνοι ήταν άνθρωποι, άνδρες και Έλληνες, και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι το έλεγε για να καταγγείλει ότι οι άνθρωποι δεν φέρονται σωστά στα ζώα, ότι οι άνδρες δεν φέρονται σωστά στις γυναίκες, και ότι οι Έλληνες δεν φέρονται σωστά στους βάρβαρους. Δεν καταλάβαιναν ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά ενσαρκώσεις της αιώνιας αθάνατης ψυχής, και ότι καμία ουσιαστική διαφορά δεν είχαν μεταξύ τους. Δεν κατάλαβαν ούτε καν τη σπάνια ψυχή του παππούλη μας του Θαλή, που επέστρεψε πίσω στην αιώνια ψυχή του κόσμου, σε μεγάλη ηρεμία και σοφία και σε βαθιά γεράματα, καθώς παρακολουθούσε τα θεάματα σε ένα στάδιο, καθότι φίλαθλος. Δεν διασώθηκε κανένα έργο του Θαλή, και γι' αυτό λένε ότι δεν έγραψε κανένα σύγγραμμα, πράγμα για το οποίο κάθε νοήμων άνθρωπος έχει δικαίωμα να αμφιβάλει.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΥ

Δεν υπήρχαν φιλόσοφοι πριν από τον Θαλή. Ο Θαλής άφησε έναν μόνο μαθητή, τον Αναξίμανδρο, για τη ζωή του οποίου δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε, πέρα από κάποιες αμφίβολες πληροφορίες του Κικέρωνα και από ένα ανέκδοτο που αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος: Ο Αναξίμανδρος τραγουδούσε, και με το άσμα του προκαλούσε το γέλιο των παιδιών που τον κορόιδευαν, και εκείνος έλεγε: «Πρέπει, εξαιτίας των παιδιών, να καταβάλλουμε προσπάθεια για να τραγουδάμε καλύτερα» (βέλτιον ουν ημίν αστέον δια τα παιδάρια).


Ο Αναξίμανδρος ήταν ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος που τόλμησε να εκδώσει ένα σύγγραμμα «Περί φύσεως» (γύρω στο 550 π.Χ., και, από τότε, σχεδόν κάθε Έλληνας φιλόσοφος, και όχι μόνο, έχει γράψει και από ένα σύγγραμμα «περί φύσεως», που έγινε το αγαπημένο θέμα των αρχαίων λογίων). Ήταν η πρώτη γνωστή συγγραφή με την οποία επιχειρούταν η εξήγηση του σύμπαντος με βάση επιστημονικές αρχές, και αποτελούσε σοβαρά επικίνδυνο τόλμημα, αν λάμβανε κανείς υπ' όψιν του τις θεοκρατικές αντιλήψεις της εποχής, αφού οποιοδήποτε παρόμοιο εγχείρημα έπρεπε να συμβαδίζει με τη θεογονία του Ησίοδου και με τις γενεαλογίες του Δία. Το πρώτο αυτό επιστημονικό σύγγραμμα δεν πρέπει να γνώρισε καθόλου θερμή υποδοχή, αφού ήταν εξαιρετικά σπάνιο ακόμη και κατά την αρχαιότητα, και είναι αμφίβολο ακόμη και αν ο Αριστοτέλης (που ήταν μανιώδης συλλέκτης με τεράστια βιβλιοθήκη) το είχε αντικρίσει ολόκληρο ποτέ. Ο Απολλόδωρος, όπως καταθέτει ο Διογένης Λαέρτιος, θεωρούσε τον εαυτό του τον πιο τυχερό άνθρωπο του κόσμου διότι είχε επιτύχει το ανέλπιστο κατόρθωμα να αποκτήσει μία πολύ μικρή περίληψη του συγγράμματος του Αναξίμανδρου. Ο σχολιαστής του Αριστοτέλη, Σιμπλίκιος, διέσωσε μόνον μία μικρή πρόταση από το σύγγραμμα αυτό, (που κι αυτή η πρόταση είναι χαμένη κάπου μέσα στη χαοτική μάζα της αρχαίας σημειολογίας, κι έτσι δεν ήταν εύκολο να την εντοπίσω).Ήταν ένα τόσο παράτολμο εγχείρημα για την εποχή, η συγγραφή ενός τέτοιου συγγράμματος, που επιβίωσε από αυτό μόνο μια μικρή περίληψη που την είχε μόνο ένας άνθρωπος, κι έπειτα δεν έμεινε παρά μία μόνο μικρή γραμμούλα... Τόσο σημαντική ήταν για τους Έλληνες του 550 π.Χ. η επιστημονική εξήγηση του Σύμπαντος…

Ο ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ: ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ

Ο νεαρός Πυθαγόρας (γεννημένος στη Σάμο το 580 π.Χ.) έγινε μαθητής του φιλόσοφου Φερεκύδη στη Λέσβο, του Ερμοδάμαντα στη Σάμο, και του μεγάλου Θαλή και του Αναξίμανδρου στη Μίλητο. Ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης του έδωσε συστατικές επιστολές για τον Φαραώ Άμαση και ο Πυθαγόρας ταξίδεψε στην Αίγυπτο όπου έγινε δεκτός από τους αρχιερείς της Μέμφιδος και της Ηλιούπολης. Λέγεται ότι μυήθηκε σε όλα τα αιγυπτιακά μυστήρια και ότι έμεινε στην Αίγυπτο είκοσι ολόκληρα χρόνια, περνώντας πλέον για Αιγύπτιος, ώσπου ο Πέρσης βασιλιάς Καμβύσης κατέλαβε τη χώρα, διέλυσε τη δυναστεία των Φαραώ, και ο Πυθαγόρας αιχμαλωτίστηκε μαζί με άλλους Αιγυπτίους λόγιους, και μεταφέρθηκε ως σκλάβος στη Βαβυλώνα. Εκεί κατάφερε να διακριθεί και να επιζητούν συναναστροφές μαζί του Πέρσες Μάγοι και σοφοί Χαλδαίοι, για ανταλλαγές γνώσεων και διδασκαλιών, και έπειτα από δώδεκα χρόνια διαμονής στη Βαβυλώνα (όπου οι γνώσεις του είχαν χαρακτηριστεί αρκετά σημαντικές για να κυκλοφορούν ελεύθερες). Ο προσωπικός γιατρός του Πέρση βασιλιά, ο Έλληνας Δημοκείδης, μεσολάβησε και κατάφερε επιτέλους να αφεθεί ελεύθερος ο Πυθαγόρας, με τον όρο να επιστρέψει στην πατρίδα του τη Σάμο και όχι στην Αίγυπτο.

Αυτός όμως μόλις απέκτησε την ελευθερία του ταξίδεψε σε όλη την Εγγύς Ανατολή, και λένε ότι έφτασε μέχρι και την Ινδία, πάντοτε αναζητώντας σπάνιες γνώσεις και σπάνιους ανθρώπους. Ήταν εκ πεποιθήσεως «τουρίστας», περιηγητής. Ταξίδεψε επίσης σε διάσημους «ιερούς τόπους» της Ελλάδας, για να εξερευνήσει τα μυστήρια αυτών των τόπων, στη Δήλο, στο Ιδαίον Άντρον της Κρήτης, στους Δελφούς (όπου λέγεται ότι συνδέθηκε ερωτικά με την ιέρεια θεμιστοκλεία και έμεινε μαζί της για έναν χρόνο, όπου έμαθε πολλά μυστικά των Δελφών, μάλλον απομυθοποιητικά για το μαντείο). Όπου και αν πήγε, ανακάλυψε ότι κανείς δεν ήταν έτοιμος να δεχθεί τις πρωτοποριακές του απόψεις, και ότι ακόμη και οι σοφοί είχαν μόνο τη δική τους σοφία και όχι τη σοφία και τις γνώσεις των άλλων σοφών, γνώσεις στις οποίες ο ίδιος είχε καταλήξει να έχει ευρεία εποπτεία, έχοντας γνωρίσει τόσο πολλούς σοφούς ανθρώπους. Οι επαφές του και τα ταξίδια του τον είχαν μετατρέψει σε έναν σπάνιο ανθολόγο των γνώσεων του τότε κόσμου. Σε ηλικία περίπου πενήντα ετών κατάλαβε ότι ήταν απαραίτητο να ιδρύσει μία σχολή για να διδάξει τις γνώσεις, τις μελέτες και τα συμπεράσματα του, και σκέφτηκε να ιδρύσει αυτή τη σχολή στην πατρίδα του τη Σάμο (μη λογαριάζοντας, φαίνεται, το περιβόητο γεγονός ότι «ουδείς προφήτης στον τόπο του»).

Επιστρέφοντας στη Σάμο, τη βρήκε να υποφέρει από τον -λίαν παρανοϊκό- τύραννο Πολυκράτη, ο οποίος είχε μάλλον καταλήξει να μη συμπαθεί τους περιπλανώμενους φιλόσοφους, και ο Πυθαγόρας κατάλαβε ότι η ίδρυση μιας σχολής εκεί θα συναντούσε ανυπέρβλητα εμπόδια. Τότε άκουσε κάποιες θαυμαστές ιστορίες για τον Κρότωνα στην Κάτω Ιταλία, για πρωτοποριακές ιδέες, τέχνες, ευτυχισμένους πολίτες, και αποφάσισε πως όλα έδειχναν ότι σε εκείνη την ευτυχισμένη και ανθούσα αποικία θα μπορούσε να ιδρύσει τη σχολή του. Φτάνοντας στον Κρότωνα, ίδρυσε τελικά τη σχολή του εκεί. Οι φήμες όμως για τον Κρότωνα δεν ήταν όλες αληθινές, αφού η πόλη είχε ενστερνισθεί όλη τη φήμη της ευτυχισμένης και εξαφανισμένης πια γειτονικής Σύβαρης (που οι Κροτωνιάτες είχαν καταστρέψει), και η πόλη είχε κρατήσει πολλά από τον παλιό συντηρητισμό της και το ιερατείο ήταν ακόμη ισχυρό.


Έπειτα από την πάροδο ενός χρόνου, γεμάτου επαφές, συνεδριάσεις, διδασκαλίες και δραστηριότητες της Πυθαγόρειας Σχολής, ο Πυθαγόρας συνελήφθη και βρέθηκε στα δικαστήρια, κατηγορούμενος -φυσικά- για αθεΐα και διαφθορά των νέων (όπως άλλωστε θα συνέβαινε και σε οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη αν ίδρυε τη σχολή του). Το δικαστήριο αποτελούνταν από χίλιους δικαστές (!) και η απολογία του Πυθαγόρα ήταν τόσο γοητευτική και εντυπωσιακή, που τελικά απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες και του επιτράπηκε να συνεχίσει να διδάσκει. Αυτό δεν έγινε επειδή υπήρχαν εκεί περισσότερες νεωτεριστικές τάσεις απ' ότι συντηρητικές, κάθε άλλο, απλώς η φιλοσοφία έτεινε να γίνει μόδα στις αποικίες, και η πόλη θα έδειχνε κακό πρόσωπο αν εξόριζε ή σκότωνε έναν φιλόσοφο, θα αποκτούσε φήμη οπισθοδρομικής κοινότητας, κάτι που οι έμποροι και οι σνομπ πλούσιοι δεν το ήθελαν, όσο και αν επέμεναν οι ιερείς και οι πολιτικοί. Ο Πυθαγόρας, έφτασε μάλιστα στο σημείο να ιδρύσει παραρτήματα της σχολής του σε πολλές πόλεις της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας.

Η σχολή του Πυθαγόρα στον Κρότωνα έγινε τόσο φημισμένη για τις γνώσεις και την πρωτοπορία της, που άρχισαν να έρχονται εκεί νέοι από όλες τις πόλεις της Ελλάδας, κάνοντας ένα μεγάλο ταξίδι και ρισκάροντας πολλά για εκείνη, την εποχή. Ήταν γνωστό ότι η σχολή δίδασκε τους «αριθμούς», τη «θανατολογία» (προφανώς την διδασκαλεία περί μετεμψύχωσης), και την «τερατοποιία» του Φερεκύδη (κοντολογίς, πολύ παράξενα πράγματα).

Ο Πυθαγόρας ήταν ένας πολύ αινιγματικός και πολύ παράξενος άνθρωπος, εκκεντρικός και μυστηριώδης, ουσιαστικά ήταν ένας αποκρυφιστής, ίσως ο πιο αποκρυφιστής των φιλοσόφων που θα ακολουθούσαν (με εξαίρεση ίσως τον Εμπεδοκλή). Διέβλεπε στους αριθμούς στα πάντα. Προέβλεπε το μέλλον σε πολλές περιστάσεις, γοήτευε τα φίδια (λένε μάλιστα ότι κάποτε είχε ο ίδιος δαγκώσει έναν «θανατηφόρο όφη» που ήταν η μάστιγα των κατοίκων της Τυρρηνίας, ο όφης του επιτέθηκε, ο Πυθαγόρας τον δάγκωσε, ο όφης πέθανε). Κάποτε, εμφανίστηκε να συνομιλεί με τους μαθητές του ταυτόχρονα στον Κρότωνα και στο Μεταπόντο (ήταν κάτοχος, δηλαδή, του μυστικού της «πολυστασίας»). Άλλοτε, καθόταν σε ένα θέατρο και σηκώθηκε και έδειξε στους θεατές το πόδι του που ξαφνικά είχε γίνει χρυσό! Μαζί με άλλους ταξίδευε με πλεούμενο τον ποταμό Κάσα, και άρχισαν να ακούγονται φωνές μέσα από το ποτάμι που φώναζαν «Πυθαγόρα Χαίρε!», ενώ όλοι οι συνοδοί του είχαν καταληφθεί από μεγάλο τρόμο. Κατά τον Ιάμβλιχο, ο Αριστοτέλης έγραψε μια πραγματεία «Περί Πυθαγόρειας φιλοσοφίας» όπου λέει ότι του «λογικού ζώου το μεν είναι θεός, το δε άνθρωπου, το δε ως ο Πυθαγόρας».

Δεν είναι ευρέως γνωστό, πως οτιδήποτε σχετίζεται με τον Πυθαγόρα, τη ζωή και το έργο του, αποτέλεσε μεγάλο μυστικό ανά τους αιώνες. Όλα δείχνουν ότι για πολλά χρόνια ή και αιώνες, ήταν απαγορευμένο να συζητά κανείς ή να γράφει για τον Πυθαγόρα και το έργο του. Οι περισσότερες από τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή και το έργο του προέρχονται από Έλληνες συγγραφείς πολύ μεταγενέστερων χρόνων, όπως ο Διογένης Λαέρτιος, ο Πορφύριος και ο μαθητής του ο Ιάμβλιχος. Ο Πυθαγόρας έζησε το 580-490 π.Χ., ενώ ο Πορφύριος και ο Ιάμβλίχος έζησαν γύρω στο 300 μ.Χ., οκτακόσια χρόνια αργότερα. Αυτοί υποτίθεται ότι εξάγουν πληροφορίες τους για το βίο του Πυθαγόρα από τις πραγματείες του Αριστοξένη και του Δικαιάρχου, μαθητών του Αριστοτέλη, οι οποίοι και αυτοί έγραψαν διακόσια χρόνια μετά το θάνατο του Πυθαγόρα. Από την ημέρα του θανάτου του και για εκατό χρόνια, δεν γράφτηκε απολύτως τίποτα για τον Πυθαγόρα. Η διδασκαλία στη Σχολή του ήταν αποκλειστικά προφορική, τηρούμενη με όρκο, αυστηρά μυστική. Η ίδια η διδασκαλία του και ο τρόπος που αυτή γινόταν, χαρακτηρίζεται τελείως απόλυτα από τον όρο «μυστικισμός», διότι αυτό ήταν. Όλες ανεξαιρέτως οι πληροφορίες που έχουμε για τον Πυθαγόρα, τη ζωή και το έργο του, είναι τελείως αμφίβολες. Η προσωπικότητα και η διδασκαλία του τυλίχθηκαν, από την πρώτη στιγμή με ένα πέπλο μεγάλου μυστηρίου και ένα πέπλο περίτεχνου θρύλου, πέπλα που δεν έχασε ποτέ στην πάροδο των αιώνων. Αλλά, από τους ειδικούς, θεωρείτο βέβαιο ότι ο Πυθαγόρας επηρέασε όλους τους φιλόσοφους, λίγο ή πολύ, και άσκησε μεγάλη επίδραση για την ανάπτυξη των επιστημών στον ελληνικό κόσμο και γενικά της φιλοσοφίας. (Βέβαια, δεν έχω δει κανέναν απ' αυτούς τους ειδικούς που το θεωρούν βέβαιο αυτό, να αναρωτιέται πώς άραγε ο Πυθαγόρας άσκησε αυτή την τόσο μεγάλη και καθοριστική επίδραση, τη στιγμή που όλα γίνονταν με τόσο μεγάλη μυστικότητα...) Πολλούς αιώνες αργότερα, άνθρωποι που προφανώς κατείχαν μυστικά που είχαν ταξιδέψει στους αιώνες από στόμα σε στόμα, μας διηγούνται ότι ο Πυθαγόρας δίδασκε τη «Μετεμψύχωση» (Μετ-εν-ψύχωση). Πίστευε, δηλαδή, ότι μετά το θάνατο η ψυχή του ανθρώπου, αν είναι «τέλεια», μεταβαίνει και ενώνεται με τον θεό, ενώ αν ο άνθρωπος έχει διαπράξει αμαρτήματα κατά τη ζωή του, επιστρέφει με τη μορφή φυτού ή ζώου, για τιμωρία και εξαγνισμό. Όλα τα φυτά και ζώα που βλέπουμε γύρω μας δεν είναι παρά άνθρωποι αμαρτωλοί, που έχουν σταλεί εδώ σε αυτή τη μορφή -από ένα αόρατο και ακατανόητο σύστημα- για να «εξαγνιστούν». Οι διάφορες αυτές ζωές της ψυχής ενός ανθρώπου, διαρκούν έως και 3.000 χρόνια. Η ουσία, όμως, όλων των όντων είναι οι αριθμοί. Το Σύμπαν προήλθε «από το Χάος δια της μορφής», δηλαδή σχηματίστηκε από μέτρο και αρμονία, σε χρήση ενός συμπαντικού νου. Είναι η περιβόητη «Τάξις», δημοφιλής από τότε σε όλους τους φιλοσόφους. Ο Πυθαγόρας υποτίθεται ότι πρώτος ονόμασε αυτό το «μόρφωμα» του Σύμπαντος, «Κόσμον», εξαιτίας της αρμονίας και της ομορφιάς που επικρατούν σε αυτό.

Ο Πυθαγόρας και οι Πυθαγόρειοι, δίδασκαν ότι απέναντι από τη Γη κείται η Αντίχθων, συνδεδεμένη όμως προς τη Γη, (ας πούμε, μία Γη-2, ένας παράλληλος κόσμος αντίστοιχος του δικού μας). Η Γη και η Αντίχθων κινούνται «γύρω από το ήρεμο κεντρικό πυρ». (Την κίνηση της Γης γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον άξονα της, ως διδασκαλία του Πυθαγόρα, τη φανέρωσε σε φιλοσοφικούς κύκλους πρώτος ο Πυθαγόρειος Ικέτας, και έπειτα ο Πυθαγόρειος Έκφαντος και ο μαθητής του Πλάτωνα Ηρακλείδης ο Ποντικός. Από αυτούς επηρεάστηκε αργότερα -κατά το 280 π.Χ.- ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, μαθητής του μαθητή του Αριστοτέλη, Στράτωνα, αλλά ο Αρίσταρχος που πρώτος τόλμησε να μιλήσει ανοιχτά για όλα αυτά στους «πολιτισμένους» συνανθρώπους του, καταδιώχθηκε για αθεΐα (και μάλιστα πρωτοστατούντος του στωικού «φιλόσοφου» Κλεάνθη ο οποίος ζητούσε τη θανάτωση ή εξορία του Αρίσταρχου. Από αυτήν τη σκυταλοδρομία γνώσης, συμπεραίνουμε ότι τη θεωρία της κίνησης της Γης γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον εαυτό της, θα την είχαν διατυπώσει πρώτοι ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του, οι οποίοι όμως, για αυτόν ακριβώς τον φόβο τέτοιων διώξεων, χρησιμοποιούσαν κώδικες και αλληγορίες και σύμβολα κατά τη διδασκαλία, και εξασκούσαν τους μαθητές τους στο «νόμο της σιγής». Τρόποι αντίστοιχοι με εκείνους των Αλχημιστών του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης).

Οι σελίδες αυτού του άρθρου δεν θα επαρκούσαν για να διηγηθώ έστω περιληπτικά της παράξενες πεποιθήσεις των Πυθαγορείων για τους αριθμούς και τα γεωμετρικά σχήματα, τις δονήσεις και τη μουσική, αν και μερικές από αυτές είναι σχετικά γνωστές. Μέσω των παράξενων αυτών διδαχών περί αριθμών, το πνεύμα των μαθητών τους άρχιζε σταδιακά να ανιχνεύει τον τύπο μιας αόρατης τάξης επί της ορατής πραγματικότητας. Μέσα από τα αριθμητικά σύμβολα και τις μαθηματικές έννοιες, που γι' αυτούς είχαν σαφώς και μαγικό χαρακτήρα εκτός από επιστημονικό (δηλαδή ερευνητικό), άρχιζαν να παρακολουθούν έναν αόρατο κόσμο που έστεκε ανάμεσα από τον κόσμο μας, ο οποίος είχε απόλυτο νόημα και ερμηνεία, σε αντίθεση με τον ορατό κόσμο των φαινομένων. Περιορίζομαι στο να αναφέρω ένα χαρακτηριστικό δείγμα, παραθέτοντας κάτι που γράφει ο Αριστοτέλης για τις μαθηματικές έρευνες του Πυθαγόρα και τις μεταφυσικές δοξασίες που εξήγαγε από αυτές: «Από τις βαθιές τους μαθηματικές γνώσεις, δημιουργήθηκε από τους Πυθαγόρειους η θεωρία ότι οι Αρχές των μαθηματικών είναι επίσης και οι Αρχές του Όντος. Επειδή δε στα μαθηματικά οι αριθμοί είναι εκ φύσεως το πρώτο πράγμα το οποίο συναντά κανείς, οι Πυθαγόρειοι πίστευαν ότι έβλεπαν στους αριθμούς μεγάλη ομοιότητα προς το Είναι και το Γίγνεσθαι, μεγαλύτερη ή προς το Πυρ, τη Γη και το Ύδωρ, και ονόμαζαν αυτοί την τάδε μεταβολή των αριθμών, δικαιοσύνη, την τάδε μεταβολή των αριθμών, ψυχή και νου, την τάδε, χρόνο, κλπ. Εκτός από αυτά, έβλεπαν αυτοί στους αριθμούς τις ιδιότητες και τις σχέσεις της Αρμονίας, και πίστευαν ότι τα πάντα στη φύση είναι ομοιώματα των αριθμών, ότι τα στοιχεία των αριθμών είναι στοιχεία των όντων και ότι ολόκληρος ο ουρανός είναι αριθμός...» (Μετά τα φυσικά, 985 Β).

Όλα αυτά και πολλά άλλα, φυσικά, αποτελούσαν μεταφυσικές και μυστικιστικές πεποιθήσεις, φιλοσοφικής πρόθεσης, που καμία άμεση σχέση δεν είχαν με τα μαθηματικά και τη γεωμετρία όπως την ξέρουμε, παρ' όλο που τα μαθηματικά και η γεωμετρία όπως την ξέρουμε προέρχεται από αυτές τις παράξενες, έρευνες και μυστικιστικές πεποιθήσεις. (Άλλωστε, όλα αυτά αποτελούν ένα ζήτημα για το οποίο όλοι οι λόγιοι όλων των αιώνων, ατέρμονα συζητούν και αναρωτιούνται, και έτσι έχει απειράριθμες προεκτάσεις). Ακόμη, όλα αυτά, δεν ήταν παρά ένα μικρό δείγμα από τα απίστευτα και πρωτάκουστα πράγματα για τα οποία συζητούσαν ο Πυθαγόρας και οι φίλοι του, ερευνούσαν, δίδασκαν, αλληγορούσαν. Και το πρώτο πράγμα που ανακάλυψε ο Πυθαγόρας ήταν ότι δεν μπορείς να μιλήσεις στον καθένα για αυτά τα πράγματα, διότι είτε δεν θα καταλάβει τίποτε απολύτως, είτε θα σε κάνει να χάσεις τον χρόνο σου σε άκαρπες συζητήσεις, είτε απλώς θα προσπαθήσει μισαλλόδοξα να αποδείξει ότι είναι πιο έξυπνος από εσένα που τα λες όλα αυτά, αφού οι άνθρωποι, ακόμη και οι πιο ανόητοι, έχουν μια πάγια διαμορφωμένη άποψη για τα πάντα, ή έτσι νομίζουν. Ο Πυθαγόρας συμπέρανε ότι το να συζητάς για όλα αυτά με τον καθένα, ήταν το πιο επικίνδυνο πράγμα που μπορούσες να κάνεις. Και φυσικά, επειδή μέσα από όλα αυτά οι Πυθαγόρειοι εξήγαγαν μεγάλη κοσμοθεωρία και ερμηνεία του κόσμου, ο Πυθαγόρας ήξερε ότι ερχόντουσαν σε αντιπαράθεση με τη συγκεκριμένη μυθολογική-θεοκρατική ερμηνεία του κόσμου που επικρατούσε εκείνες τις εποχές μέσω των ιερατείων και των αρχόντων των πολιτειών.


Έτσι, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να γίνει κανείς δεκτός στη Σχολή των Πυθαγορείων, και ακόμη και όταν γινόταν δεκτός , κανείς απαιτούνταν πλήρη μυστικότητα για τα πάντα όσα-άκουγε ή έβλεπε εκεί μέσα (όσα άκουγε ή έβλεπε μόνο, διότι του απαγορευόταν να μιλάει εκεί, να πει έστω και την παραμικρή λέξη, για αρκετά χρόνια). Ο υποψήφιος μαθητής καλούταν στο Γυμναστήριο της Σχολής, όπου συμμετείχε σε ασκήσεις μαζί με τους άλλους μαθητές. Η πάλη απαγορευόταν από τον Πυθαγόρα, διότι έλεγε ότι εκείνοι που προορίζονται για την άσκηση της αρετής, δεν έπρεπε να κυλιούνται στο χώμα σαν τα ζώα. Ακολουθούσε συμπόσιο κατά το οποίο ο υποψήφιος δεχόταν όλων των ειδών τις παράξενες ερωτήσεις, στις οποίες έπρεπε να απαντήσει αβίαστα και ελεύθερα. Ο Πυθαγόρας και οι συνεργάτες του παρακολουθούσαν με προσοχή τους μορφασμούς, τις όψεις και το γέλιο του υποψήφιου, βγάζοντας συμπεράσματα για την προσωπικότητα του, τον «φυσιογνωμούσαν» όπως έλεγαν. Αργότερα, ο υποψήφιος καλούταν σε ένα σπήλαιο, στο οποίο οι θρύλοι έλεγαν ότι υπήρχαν φαντάσματα και κακά πνεύματα, και του ζητούσαν να περάσει μία νύχτα μόνος του μέσα στο σπήλαιο αυτό. Αυτός που δεν τα κατάφερνε να παραμείνει εκεί, απορριπτόταν ως ασθενής και επιπόλαιος χαρακτήρας. Αν ο υποψήφιος περνούσε επιτυχώς αυτές και άλλες άγνωστες δοκιμασίες, γινόταν δεκτός στην πρώτη τάξη της Σχολής, όπου η φοίτηση του διαρκούσε πέντε ολόκληρα χρόνια. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα, υπέρτατος νόμος ήταν η απόλυτη σιγή. Ο μαθητής ήταν υποχρεωμένος μόνο να ακούει και να μη ρωτά τίποτε, να μη σχολίαζε: τίποτε, να μη μιλάει σε κανέναν, (στην είσοδο της Σχολής υπήρχε η επιγραφή «Εκάς Βέβηλοι», δηλαδή μακριά οι βέβηλοι από εδώ, οι «αμύητοι», δηλαδή -από το «μύω»- αυτοί που δεν μπορούν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό -και όχι κάποιοι «βέβηλοι» με τη θρησκευτική έννοια του όρου, δηλαδή ιερόσυλοι ή κάτι τέτοιο. Το μόνο δόγμα ήταν το «Αυτός Έφα» (που σήμαινε, αυτό το είπε ο Πυθαγόρας, και άρα είναι ορθό και άρα δεν σηκώνει αμφισβήτηση). Οι μαθητές και μαθήτριες αυτής της πρώτης τάξης, ονομαζόντουσαν «ακουσματικοί», και αποτελούσαν το «Ομακόειον» (δηλαδή αυτούς που ακούνε όμοια), που ήταν κοινόβιο, και συντηρούταν από κοινό ταμείο στο οποίο οι μαθητές είχαν καταθέσει όλη την περιουσία τους. Τα πρώτα μαθήματα ήταν πολύπλοκες διδαχές ηθικής και φιλοσοφίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των πέντε ετών, ο μαθητής δεν συναντούσε ποτέ τον ίδιο τον Πυθαγόρα αλλά τους συνεργάτες του (που αναφέρονταν σε αυτόν λέγοντας «Αυτός» και όχι λέγοντας «ο Πυθαγόρας»), και με κάποιους εκλεκτούς ο Πυθαγόρας επικοινωνούσε με ραβασάκια, όπου τους έγραφε διάφορα αινιγματικά μηνύματα.

Η μεγαλύτερη αρετή, κατά τον Πυθαγόρα, ήταν η φιλία, και ίσως γι' αυτό έπρεπε να αποδείξει ότι είχε μεγάλες αρετές για να γίνεις φίλος του. Η φιλία για τους Πυθαγόρειους ήταν «εναρμόνιος ισότης» (μια κωδική φράση που ουσιαστικά σήμαινε ότι πρέπει να κάνεις φίλους μόνο τους ίσους σου). Όταν ρωτούσαν τον Πυθαγόρα τι εννοούσε με τη λέξη «φίλος» (γνωρίζοντας ότι άλλα έλεγε και άλλα εννοούσε), ο Πυθαγόρας απαντούσε: «άλλος εγώ». (Στα συμπόσια, μερικοί γνωρίζοντας πόσο καλός ήταν στη φυσιογνωμική, τον ρωτούσαν να τους πει για τον χαρακτήρα τους κρίνοντας τη φυσιογνωμία τους, κι εκείνοε απλά έλεγε το περιβόητο: «Υπάρχει πιο εύκολος τρόπος: δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι...»). Μετά τα πέντε χρόνια, αν ο Πυθαγόρας έκρινε ότι ο μαθητής ήταν άξιος «προαγωγής», τον ανακήρυττε «εσωτερικό μαθητή» και τον δεχόταν στην αληθινή Σχολή. Τότε άρχιζε να μαθαίνει για τους αριθμούς και τα γεωμετρικά σχήματα και τη μουσική, και ότι ξέρουμε γι' αυτά δεν ήταν παρά τα πρώτα εσωτερικά μαθήματα, ενώ για τα υπόλοιπα έχουμε γνώση θολή και αμφίβολη. (Είναι φανερό ότι η Σχολή του Πυθαγόρα αποτέλεσε πρότυπο για τη δομή και τη λειτουργία των μετέπειτα λεγόμενων εσωτερικών ταγμάτων και μυστικών αδελφοτήτων και εταιριών). Στο ιδιότυπο αυτό «μοναστήρι» (γιατί κάτι τέτοιο ήταν) μπορούσαν να φοιτήσουν και άνδρες και γυναίκες, αλλά πρώτα έπρεπε να δώσουν όρκο πλήρους αγνότητας και να μάθουν να τηρούν μία αυστηρή δίαιτα που απαγόρευε το κρασί, το κρέας, τα αυγά και τα κουκιά. Για κάποιον παράξενο λόγο ο Πυθαγόρας μισούσε τα κουκιά, και απαγόρευε να τα τρώνε ακόμη και τα βόδια. Όλοι έπρεπε να ντύνονται με μακρύς Χιτώνες σκούρων χρωμάτων, ήταν απαγορευμένο να γελάνε και κάθε νύχτα πριν κοιμηθούν έπρεπε να κάνουν την αυτοκριτική τους. Ο παράξενος αυτός άνθρωπος, ο Πυθαγόρας, διηγούταν στους μαθητές του ότι θυμόταν θαυμάσια και ξεκάθαρα πως στην προηγούμενη ζωή του ο ίδιος ήταν μία κυρία ελαφρών ηθών, μια εταίρα, και σε μια άλλη περασμένη ζωή του ήταν ο Αρχαίος ήρωας Εύφορος του Τρωικού Πολέμου, και μάλιστα, όταν πήγε στο Άργος, αναγνώρισε στον ναό την πανοπλία που ο ίδιος είχε φέρει ως λάφυρο από την Τροία.

Ήταν ένας παράδοξος και αντιφατικός άνθρωπος, ένας φιλελεύθερος που είχε φύγει από τη Σάμο γιατί δεν άντεχε τη δικτατορία, και στη συνέχεια εγκατέστησε στη Σχολή στον Κρότωνα την πιο σκληρή προσωπική δικτατορία, που θα τη ζήλευε ακόμη και ο ίδιος ο Χίτλερ ή ο Στάλιν. Ήταν ο Μεγάλος Αδελφός ή, μάλλον, ο Μεγάλος φίλος. Δίδασκε την αρετή και την ταπεινότητα και τη σεμνότητα, αλλά ο ίδιος είχε προσωπικές σχέσεις μόνο με εκείνους που του εκδήλωναν συμπεριφορές λατρείας μεσιακής προς το άτομο του. Ήταν μια μεγαλοφυΐα, ένας μυστηριώδης τύπος, ένας ξεχωριστός άνθρωπος, αργότερα πολλοί τον πίστευαν για ημίθεο, σίγουρα ήταν ένας από τους πρώτους μεγάλους επιστήμονες αλλά ακόμη πιο σίγουρα ήταν ο απόλυτος «γκουρού», τους τρόπους του οποίου μυήθηκαν με ακρίβεια αμέτρητοι «δάσκαλοι» και «μύστες» στην ιστορία της ανθρωπότητας, λιγότερο θαυμαστοί από αυτόν...

Η παράξενη κάστα των Πυθαγορείων, πεισμένη πως αποτελούσε μία τάξη εκλεκτών, που είχαν εντεταλμένη αποστολή από τον θεό (τον θεό του Σύμπαντος, τον Κοσμικό Νου, αφού ο Πυθαγόρας συνήθως μιλούσε για έναν θεό, τον «Δημιουργό», και όχι για πολλούς θεούς να βάλουν τάξη και να δώσουν γνώση στον χαοτικό όχλο των ανόητων ανθρώπων, αποφάσισε να διεισδύσει κρυφά στην κρατική εξουσία με σκοπό να ιδρύσει σταδιακά στον Κρότωνα την τέλεια δημοκρατία που θα βασίζεται στις αλήθειες που είχε ανακαλύψει ο μεγάλος δάσκαλος. (Φαντάζομαι μια πεφωτισμένη αριστοκρατία, με τον Πυθαγόρα θεϊκό ηγεμόνα ελέω αριθμών, που θα απαγόρευε τα κουκιά, το κρέας, τα αυγά, τον έρωτα και το γέλιο, και θα, υποχρέωνε τους πολίτες σε ολονύκτίες αυτοκριτικές). Ίσως ξεκίνησε έτσι μία συνωμοσία, ίσως και όχι, δεν ήμαστε σίγουροι, πάντως πολλά διοικητικά πόστα του Κρότωνα είχαν καταληφθεί από αυστηρούς Πυθαγόρειους, κρυψίνοες, ειδικευμένους σε γνώσεις που κανείς δεν είχε ξανακούσει, κι ίσως αυτό να προκάλεσε την καχυποψία των πολιτών απέναντι στη Σχολή. (Θα έλεγε κανείς ότι οι Πυθαγόρειοι θα μπορούσαν κάλλιστα να ήταν οι πρώτο: Μασόνοι). Ο Πυθαγόρας, σαν να είχε δει το τέλος να πλησιάζει, είχε, εμπιστευτεί το σύγγραμμα του με τίτλο Σχόλια στη κόρη του Δαμώ, που ήταν ίσως η πιο πιστή μαθήτρια του, για να το διασώσει μετά τον θάνατο του... Ένας οργισμένος όχλος Κροτωνιστών φονταμενταλιστών της εποχής, (κατά άλλους, μέλη του ρεύματος των «δημοκρατικών» υπό τον Κύλωνα), περικύκλωσε τη Σχολή, και όλοι μαζί εισέβαλαν, κατέστρεψαν και έκαψαν ότι βρήκαν εκεί μέσα, έβγαλαν έξω όλους τους ενοίκους και τους έσφαξαν. Ο ίδιος ο Πυθαγόρας κατάφερε να δραπετεύσει μέσα στη νύχτα, αλλά ο όχλος τον κυνήγησε με πυρσούς, ώσπου τα βήματα του τον οδήγησαν από μια ειρωνεία της μοίρας σε ένα χωράφι με κουκιά. Μισούσε τόσο πολύ τα κουκιά που δεν καταδέχθηκε να ξαπλώσει ανάμεσα τους για να κρυφτεί, κι έτσι οι διώκτες του τον εντόπισαν και τον σκότωσαν επί τόπου. (Αργότερα, ο λαός παρέφρασε την απέχθεια του Πυθαγόρα για τα κουκιά, σε απέχθεια για τα πράσα, και απέδιδε σε αυτό το μοιραίο γεγονός της σύλληψής του την καταγωγή της φράσης «τον πιάσανε στα πράσα»). Εκείνη τη νύχτα πρέπει να σφαγιάστηκαν εκατοντάδες ιδιαίτεροι άνθρωποι, κάτοχοι ποιος ξέρει πόσων μυστικών γνώσεων. Σώθηκαν σαν από θαύμα μονάχα δύο μαθητές του Πυθαγόρα, ο Άρχιππος και ο Λύσις (απ' αυτούς, ο Λύσις διέφυγε τελικά στη Θήβα, όπου πήρε ως μαθητή του τον Επαμεινώνδα).

Ο Φιλόλαος, ο πρώτος Πυθαγόρειος συγγραφέας, λέει -σε ένα απόσπασμα που από θαύμα δεν το έκαψαν αργότερα κι αυτό οι συμπολίτες του- για τις πεποιθήσεις των Πυθαγορείων περί ψυχής: «Μαρτυρούν δε ακόμη και οι παλαιοί θεολόγοι και μάντεις, ότι η ψυχή έχει συνδεθεί με το σώμα ως τιμωρία για τις αμαρτίες αυτής, και ότι είναι εντός του σώματος σαν να ευρίσκεται εις τον τάφον...» Όταν η ψυχή του Πυθαγόρα απελευθερώθηκε βιαίως από το σώμα του, ο ίδιος ήταν ογδόντα ετών. Δεν έχει τάφο.

Ο ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟΙ ΘΕΟΙ

ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΖΗΝΩΝΑ

Ο Ξενοφάνης (570-480 π.Χ.) ο Κολοφώνιος, φιλόσοφος και ποιητής, γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Κολοφώνα της Μικράς Ασίας. Θαύμαζε τον Θαλή και ήταν μαθητής του Αναξίμανδρου. Όταν ο τόπος υποτάχθηκε στους Πέρσες, ο Ξενοφάνης στην ηλικία των εικοσιπέντε ετών έφυγε από την πατρίδα του, μην μπορώντας να ανεχθεί τον περσικό ζυγό, «την στυγεράν τυραννίαν» όπως την αναφέρει ο ίδιος. Ο ίδιος, επίσης, λέει ότι από τότε «αφιέρωσε τη ζωή του σε περιπλανήσεις». Ταξίδεψε στη Μάλτα, στις ακτές της Δαλματίας, στη νήσο φάρο, στις Συρακούσες, και αλλού. Κατοίκησε τελικά σε διάφορα μέρη της Σικελίας και στην Ελέα στην Κάτω Ιταλία.


Ο Ξενοφάνης ήταν ένας περιπλανώμενος βάρδος, ποιητής και ραψωδός. Στα μέρη όπου πήγαινε τραγουδούσε τα έπη του Ομήρου και του Ησίοδου, όπως απαιτούνταν από το έθιμο, αλλά και πολλά δικά του ποιήματα (από τα οποία δυστυχώς έχουν σωθεί μόνο μερικά μικρά αποσπάσματα). Ο Πρόκλος αναφέρει ότι ο Ξενοφάνης είχε γράψει μεγάλο ποίημα με τον τίτλο Σίλλοι, στο οποίο κατέκρινε σθεναρά τους ποιητές και τους φιλόσοφους, για τον δογματισμό τους, τη μισαλλοδοξία τους, τον εγωισμό τους ,τις αντιφάσεις τους. Επίσης, ο Ξενοφάνης είναι ένας χαρακτήρας πάνω στον οποίο διαφαίνεται η απαρχή της διακοπής της ηρωικής παράδοσης και της μυθολογίας (από κάποιον που ήταν ειδικός σε αυτήν). Όλα δείχνουν ότι η υποταγή του μικρασιατικού ελληνικού πολιτισμού στους Πέρσες, προκάλεσε μια ανεπανόρθωτη κρίση σε ολόκληρη τη μυθική παράδοση, την οποία εκείνη την εποχή εκπροσωπούσε αποκλειστικά ο Όμηρος. (Οι Έλληνες περίμεναν ότι οι θεοί δεν θα επέτρεπαν στους Πέρσες να κατακτήσουν τα εδάφη τους). Για πρώτη φορά άρχισε να εξετάζεται με κριτικό πνεύμα το παρελθόν και να επικρίνεται από ηθικής άποψης. Ο Ξενοφάνης και ο Πυθαγόρας είναι μάλλον οι πρώτοι στοχαστές που αρχίζουν να επικρίνουν σφοδρότατα τον Όμηρο και τον Ησίοδο (που ως ονόματα αντιπροσώπευαν την «παλιά φρουρά», μυθοποιητική και ιερατική, που επιχειρούνταν τώρα να αντικατασταθεί από τους φιλοσόφους). Ο Ξενοφάνης επικρίνει τους μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του, λέγοντας ότι οι πάντες άντλησαν τη μόρφωση τους αποκλειστικά από τον Όμηρο, και δεν γνωρίζουν τίποτε άλλο. Αλλά ο Όμηρος και ο Ησίοδος, λέει ο Ξενοφάνης, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να χρησιμοποιούν δραματικά τις ανθρώπινες κακίες και φαυλότητες και να τις αποδίδουν στους θεούς. «Ο Όμηρος και ο Ησίοδος όλα τα απέδιδαν στους θεούς, όλα όσα είναι κατά την κρίση του ανθρώπου άξια ονειδισμού και επίκρησης, τις κλοπές, τις μοιχείες, τις μικρότητες, τη μισαλλοδοξία, τις αμοιβαίες απάτες...» Με την κριτική του ο Ξενοφάνης έφτασε να κατακρίνει ανοιχτά τα ιερατεία, τις πεποιθήσεις τους και τους χειρισμούς ανθρώπων που έκαναν, και να επιτεθεί κατά όλων των τότε θρησκευτικών και κοινωνικών δοξασιών, δημιουργώντας έτσι τον πρώτο ελληνικό Διαφωτισμό.


Ο Ξενοφάνης κατακρίνει τον Όμηρο και τον Ησίοδο λέγοντα ότι εισήγαγαν στην αντίληψη των ανθρώπων τον ανθρωπομορφισμό των θεών (μια παρατήρηση 2.500 χρόνια πριν τη διατυπώσουν οι σύγχρονοι ιστορικοί και ανθρωπολογικοί αναλυτές της αρχαιότητας), και ότι οι θεοί ουσιαστικά παρουσιάζονται ως κακέκτυπα των ανθρώπων, και όχι το αντίστροφο -όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Ο Ξενοφάνης διδάσκει ότι «ο Θεός στο σύνολο του είναι όραση, ακοή και νόηση», δηλαδή βλέπει, νοεί και ακούει απ' ευθείας, χωρίς να έχει ανάγκη αισθητηρίων οργάνων. Είναι ο Κοσμικός Νους. Δεν διοικεί το Σύμπαν με κάποια ανώτερη υλική δύναμη, όπως δίδασκαν για τους θεούς ο Όμηρος και ο Ησίοδος, αλλά το κυβερνά «δια της νοήσεως» και «χωρίς να καταβάλλει σωματικό κόπο, θέτει τα πάντα σε κίνηση με τη δύναμη της θεϊκής σκέψης». Ο Ξενοφάνης επέκρινε τους ανθρώπους που φαντάζονται τους θεούς ως ανθρωποειδεί και ως μετακινούμενους από τόπο σε τόπο. Η αλήθεια, έλεγε, είναι ότι ο Θεός μένει ακίνητος στον τόπο του: «Πάντοτε μένει εις τον αυτόν τόπον, και δεν ταιριάζει σ' αυτόν να αλλάζει τόπο και να είναι άλλοτε εδώ και άλλοτε εκεί...» Παρατηρούσε επίσης: «Μόνον ένας Θεός μέγιστος υπάρχει μεταξύ των θεών και των ανθρώπων, και δεν μοιάζει καθόλου με τους θνητούς ούτε κατά το σώμα ούτε κατά την ψυχή». «Το Εν είναι η Θεότης». Θεωρούσε τις ανθρωπομορφικές ιστορίες των θεών ως κωμικές και αφελείς. «Οι άνθρωποι νομίζουν ότι οι θεοί γεννιούνται και ότι έχουν την ενδυμασία, τη φωνή και τη μορφή ανθρώπων...» Έλεγε ότι ο καθένας φαντάζεται τους θεούς όπως είναι ο ίδιος: «οι Αιθίοπες θέλουν τους θεούς μαύρους και σιμούς, οι θράκες γλαυκούς και ξανθούς. Αν οι βόες και οι ίπποι και οι λέοντες είχαν χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν, θα παρίσταναν τους θεούς όμοιους με τους εαυτούς τους, οι βόες ως βους, οι ίπποι ως ίππους, και ούτω καθεξής. Αλλά, αν δεχθούμε ότι ο Θεός είναι το κρουστό και τελειότατο όλων των όντων, δεν μπορεί παρά να είναι ένας και όχι πολλοί. Διότι η έννοια της τέλειας θεότητας είναι συνδεδεμένη με την έννοια του κρατείν και άρχειν, που είναι νοητή μόνον ως ιδιότητα ενός και όχι πολλών...» «Εν είναι το Παν». Κατηγορούσε ακόμη και την εμμονή των Ελλήνων για τον αθλητισμό και τη σωματική ρώμη, υποστηρίζοντας ότι η σοφία είναι ανώτερη τις σωματικής ρώμης (πράγμα ανήκουστο μέχρι εκείνη την εποχή): «Οι αγροίκοι νικητές της Ολυμπίας στο δρόμο και στους άλλους ιππικούς και γυμνικούς αγώνες, δεν αξίζουν όσο εγώ. Δεν είναι δίκαιο να προκρίνεται η ρώμη έναντι της αγαθής σοφίας. Ο πραγματικός αγώνας γίνεται όχι για ιδρώτα και δυνατούς μύες, αλλά για την απόκτηση ιστοριίης (πολυμάθειας) και σοφίας δια ποικίλων γνώσεων, με τις οποίες ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα ζώα...» Αλλά ο Ξενοφάνης αμφέβαλε ακόμη και για την εγκυρότητα της ανθρώπινης γνώσης: «Κανείς άνθρωπος δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει, που να γνωρίζει την αλήθεια σε σχέση με τους θεούς και σε σχέση με όσα λέγω περί του Σύμπαντος. Διότι, και αν ακόμη υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να επιτύχει να πει εκείνο το οποίο υπάρχει στην πραγματικότητα, ο ίδιος δεν είναι σε θέση να το γνωρίζει, διότι σε σχέση με όλα τα πράγματα ανεξαιρέτως υπάρχει η φαινομενικότητα...»

Ο Ξενοφάνης, περιπλανώμενος, κυνηγήθηκε για τις θέσεις του αυτές από όλους τους τόπους που επισκέφτηκε, αντιπαθής από όλους, και κατέληξε να είναι ένας άνθρωπος σοφός και μελαγχολικός, πικραμένος διότι οι άνθρωποι δεν τον καταλάβαιναν, ένας εραστής της ελευθερίας που είχε ανακαλύψει ότι «όλοι αγαπούν την ελευθερία, αλλά κανείς τους ελεύθερους ανθρώπους». Ο Ξενοφάνης ήταν ο ιδρυτής της Ελεατικής φιλοσοφίας (από την πόλη Ελέα της Κάτω 1ταλίας, η οποία τελικά τον δέχτηκε να παραμείνει εκεί -στην Ελέα γεννήθηκε ο Ιδεαλισμός και ήταν ο δάσκαλος του μεγάλου φιλόσοφου Παρμενίδη, που κι εκείνος με τη σειρά του ήταν ο δάσκαλος του μεγάλου παραδοξολόγου φιλόσοφου Ζήνωνα. Η παράδοση λέει ότι ο Παρμενίδης και ο Ζήνωνας κατείχαν το μόνο διασωθέν αντίτυπο του αποκαλυπτικού συγγράμματος που έγραψε ο Πυθαγόρειος φιλόσοφος Ίππασος, στο οποίο αποκάλυψε ότι η σφαίρα συντίθεται από δώδεκα πεντάγωνα, προφανώς μία γνώση με μυστικιστικές προεκτάσεις, γι' αυτό και οιιερείς και οι συμπολίτες του τον έπνιξαν στη θάλασσα για αυτό του το ασέβημα.


Ο Ζήνωνας, ο οποίος έψαχνε όλα τα παράξενα και παράδοξα πράγματα κάνοντας συγκλονιστικά ενδιαφέρουσες και εκπληκτικές επισημάνσεις όπως το ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κίνηση! (οι οποίες δυστυχώς θα απαιτούσαν ένα ολόκληρο άρθρο για να περιγραφούν εδώ), με αυτά ανατρέπει ολόκληρο το οικοδόμημα των μαθηματικών και τοποθετεί την ανθρώπινη γνώση σε τελείως περιορισμένο πλαίσιο. «Κάθε ανθρώπινη γνώση στηρίζεται σε κάποια υπόθεση, που δεν δύναται να ελεγχθεί». «Όλα είναι σχετικά». Τα συγκλονιστικά συμπεράσματα και οι επισημάνσεις του Ζήνωνα έχουν παραβλεφθεί επίτηδες από τους επιστήμονες, από τότε μέχρι σήμερα, διότι είναι προβλήματα άλυτα που αναιρούν την ίδια την επιστήμη τους, και γι' αυτό τον λόγο όλοι έχουν αρκεστεί σε μία -καθόλου μα καθόλου, ικανοποιητική- προσπάθεια του Αριστοτέλη να απορρίψει τα επιχειρήματα του Ζήνωνα, ξεγελώντας τον εαυτό τους και τους άλλους ότι ο Αριστοτέλης το κατάφερε και άρα το ζήτημα έχει κλείσει. Λένε πως ο Σωκράτηςμιμήθηκε τη στρεψόδικη διαλεκτική του Ζήνωνα (και αναφέρεται ότι ο Ζήνων ήταν ένας από τους δασκάλους του Περικλή). Στην Αθήνα δεν βρέθηκε κανένας να κατηγορήσει τον Ζήνωνα γιατί μονάχα λίγοι ήταν εκείνοι που καταλάβαιναν τι ακριβώς έλεγε, όπως διηγείται ο Πλάτωνας.

Όπως και ο Ξενοφάνης έτσι και ο Ζήνωνας ήταν άνθρωπος εξαιρετικά φιλελεύθερος, πολέμιος των ιερέων και των τυράννων, έτοιμος να πεθάνει αν χρειαστεί στον αγώνα για την ελευθερία του ατόμου και για την ελεύθερη σκέψη. Όταν στην πατρίδα του ο Τύραννος Νέαρχος εγκατέστησε την πιο στυγνή δικτατορία της εποχής με τη συγκατάθεση του ιερατείου, ο Ζήνωνας έτρεξε αμέσως να συμμετάσχει στη συνωμοσία για την ανατροπή του Νέαρχου και στο κίνημα της επανάστασης. Το κίνημα απέτυχε κάτω από τραγικές περιστάσεις, ο Ζήνωνας συνελήφθη και υπέστη μία μεγάλη σειρά βασανιστηρίων κατά τα οποία ο Νέαρχος του ζητούσε να κατονομάσει τους συντρόφους του. Ο μεγάλος φιλόσοφος Ζήνωνας, ο επινοητής της διαλεκτικής, δεν άνοιξε το στόμα του για να πει ούτε μία λέξη, για να μην προδώσει τους συντρόφους του στον αγώνα για την ελευθερία, υπομένοντας σε μαρτυρικά τα πιο φριχτά βασανιστήρια για πολλές μέρες. Ο Ηρακλείδης ο Ποντικός αναφέρει ότι στο τέλος, καθώς ανέκριναν και βασάνιζαν τον Ζήνωνα, εκείνος ζήτησε να πει κάτι στον Τύραννο που κανείς άλλοτε δεν έπρεπε να το ακούσει. Ο Τύραννος έσκυψε πάνω από τον Ζήνωνα για να του πει στο αυτί, νομίζοντας ότι επιτέλους ομολογούσε: ο Ζήνωνας του δάγκωσε δυνατά το αυτί και του το ξερίζωσε, κι έπειτα αμέσως οι δεσμοφύλακες του τον θανάτωσαν. Ο Σουίδας, ο Έρμιπος, και ο Αντισθένης, διαφωνούν με αυτήν την εκδοχή, και όλοι τους αναφέρουν ότι το περιστατικό έγινε κάπως αλλιώς: καθώς βασάνιζαν τον Ζήνωνα για πολλοστή ημέρα, ο Νέαρχος του ζήτησε να μιλήσει επιτέλους για να δώσει τέλος στο μαρτύριό του, κι εκείνος του ένευσε να πλησιάσει για να του πει κάτι, ο Τύραννος πλησίασε, και τότε ο Ζήνωνας έκοψε την ίδια του τη γλώσσα με τα δόντια του και την έφτυσε στο πρόσωπο του Τυράννου. Έπειτα τον σκότωσαν.

Η ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ

Στην Έφεσο έζησε και έγραψε ο «γλυκός και μελαγχολικός» ποιητής Καλλίνος, (ίσως ο Καρυωτάκης της εποχής), στον οποίο οφείλονται οι πρώτες Ελεγείες της ελληνικής λογοτεχνίας, και μια ματιά διαφορετική απέναντι στην πραγματικότητα, ματιά που οι συμπολίτες του τη θεωρούσαν διεισδυτική μεν, επιβλαβή για τους νέους δε. Στην Έφεσο έζησε και ο μεγάλος ποιητής Ιππόνακτας, στον οποίο οφείλονται οι πρώτες σάτιρες, αφού φαίνεται ότι αυτός επινόησε (αν και είχαν τελείως άλλον χαρακτήρα από τον μετέπειτα λαϊκό σατυρικό χαρακτήρα του Αριστοφάνη και των συναφών). Ο Ιππόνακτας ήταν κουτσός, καμπούρης και κακάσχημος, οι συμπολίτες του τον κορόιδευαν και τον θεωρούσαν τέρας,, κι εκείνος με τη σειρά του κορόιδεψε και ειρωνεύτηκε όλους τους συμπολίτες του, επώνυμους και ανώνυμους, κατέδειξε τη γελοιότητα τους, την αφελή πίστη τους στους θεούς, την πονηριά τους και τον εγωισμό τους και τη μισαλλοδοξία τους, χαρακτήριζε την κοινωνία τους «σάπια», και έλεγε ότι ζούσε «εξόριστος ανάμεσα τους».Όλοι τον μισούσαν, γιατί έβγαζε τα άπλυτά τους στη φόρα, και στο τέλος τους αντάμειψε όταν αυτοκτόνησε μέσα σε μια γενική ευχαρίστηση για τον θάνατό του. Ζούσαν πολλά εκκεντρικά πρόσωπα στην Έφεσο, αλλά ο πιο παράξενος και εκκεντρικός απ' όλους ήταν ο Ηράκλειτος, αν κρίνουμε από τα ελάχιστα πράγματα που ξέρουμε για τη ζωή του και από τα 130 αποσπάσματα από το παράξενο έργο του, τα οποία βρήκαμε σπαρμένα από δω κι από κει σε αναφορές σε μερικά βιβλία άλλων αρχαίων συγγραφέων. Ο Ηράκλειτος, ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών και ο λιγότερο κατανοητός απ' όλους, γεννήθηκε περίπου το 545 π.Χ. (δεν ξέρουμε πότε πέθανε διότι δεν είχε επαφή με τους άλλους ανθρώπους) στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, από βασιλική γενιά, αλλά παραχώρησε τα οικογενειακά δικαιώματα στον αδελφό του. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει ότι οι συμπολίτες του τον παρακάλεσαν να γράψει νόμους για την πολιτεία τους, αλλά εκείνος απέρριψε τις παρακλήσεις τους διότι είδε ότι στην πόλη «επικρατούσε η πονηρία». «Αποχωρήσας δε στο προαύλιο του ιερού της Αρτέμιδος, έπαιζε αστραγάλους (ζάρια) μαζί με τα μικρά παιδιά. Αφού δε εστάθησαν γύρω του οι Εφέσιοι, τους είπε: Γιατί παραξενεύεστε, ω κάκιστοι; δεν είναι καλύτερο να παίζω με τα παιδιά παρά να ζω ως πολίτης μαζί σας ...» (Σκέφτομαι ότι ίσως γι’ αυτό αργότερα έγραψε το θρυλικό «Αιών παις έστι παίζων, πεττεύων, παιδός η βασιληίη»: «Ο Αιώνας είναι παιδί που παίζει με πεσσούε, η βασιλεία ανήκει στο παιδί...» το οποίο, κατά τη γνώμη μου, έχει παρερμηνευτεί από τους μεταγενέστερους και εννοεί κάτι τελείως διαφορετικό απ' αυτό που νομίζουν).


Ο Διογένης Λαέρτιος λέει ότι ο Ηράκλειτος καταλήφθηκε από μισσαθρωπία, δεν ήθελε να ζει μαζί με τους ανθρώπους, κατέφυγε στα όρη και στα άγρια βουνά, όπου ζούσε ολομόναχος τρώγοντας ρίζες και βότανα. «Υπήρξε δε άξιος θαυμασμού και από την παιδική του ηλικία, κατά την οποίαν, μικρό παιδί ακόμη, έλεγε όχι δεν γνώριζε τίποτε απολύτως, όταν όμως μεγάλωσε, έλεγε ότι τα είχε γνωρίσει όλα. Δεν υπήρξε δε ουδενός μαθητής, αλλά είπε όχι ερώτησε τον εαυτόν του και έμαθε τα πάντα από τον εαυτόν ίου...» Ο Ηράκλειτος έκανε την προσωπική του επανάσταση ενάντια στο περιβάλλον του, στους γονείς του, στην οικογένεια του, στην παράδοση, στην πολιτεία, στο κράτος, στους θεούς, στους άνδρες και στις γυναίκες, στην πολιτική, στα ήθη και στα έθιμα. Τα πάντα του προκαλούσαν αποστροφή και το μόνο καταφύγιο που έβρισκε ήταν στη φιλοσοφία. Παράτησε την οικογένεια του, την κοινωνική του θέση, όλων των ειδών τις φιλοδοξίες, πολιτικές και κοίνωνικές, ακόμη και τις ανέσεις του πολιτισμού, και αποσύρθηκε στο βουνό για να ζήσει ως ερημίτης, όπου δεν θα έβλεπε ποτέ κανέναν άνθρωπο και όπου κανένας άνθρωπος δεν θα τον έβλεπε, αναζητώντας εκείνη την ιδέα που κυβερνά τα πάντα, τον άνθρωπο, τη φύση, τον κόσμο και το σύμπαν. Τους χρόνιους συλλογισμούς και τα συμπεράσματά του τα κατέγραψε σε ένα ογκώδες βιβλίο με τον τίτλο -φυσικά- «Περί φύσεως».Ίσως τελικά να νοιαζόταν για την ανθρωπότητα, αφού θέλησε να της δωρίσει αυτόν τον συγγραφικό άθλο, κατέβηκε από το βουνό του, και πήγε και κατέθεσε το σύγγραμμα του στον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Αυτή η κίνηση δεν φανερώνει κάποιο σεβασμό προς τη θεά ή τον ναό, όπως έχουν υποθέσει πολλοί, αλλά απλά στόχευε να διασώσει ίο σύγγραμμα αφού βιβλιοθήκες δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή, και ο Ηράκλειτος δεν είχε φίλους ούτε επαφές με τους συνανθρώπους του. Λέγεται όχι το σύγγραμμα αυτό περιείχε την απόκρυφη αλήθεια για το μυστήριο του κόσμου και του ανθρώπου, με όλες τις λεπτομέρείες, γραμμένο από έναν άνθρωπο που ξεπέρασε τον κόσμο και τον άνθρωπο, ο οποίος τα «είχε γνωρίσει όλα». Τα περισσότερα από τα λιγοστά αποσπάσματα του που έχουν διασωθεί, είναι σχεδόν ακατανόητα για τον μέσο αναγνώστη τους, και γι' αυτό λένε ότι του δόθηκε ο χαρακτηρισμός «Ηράκλειτος ο Σκοτεινός».

Πολλοί έχουν πει όχι η περιφρόνηση του Ηράκλειτου για το ανθρώπινο είδος ήταν τέτοια που θέλησε να γράψει με τρόπο που δεν θα ήταν κατανοητός παρά μόνο από ελάχιστους. Ο Ηράκλειτος υποστήριζε ότι η ανθρωπότητα είναι ένα τεράστιο κτήνος, ανόητα ή αμετανόητα υποκριτικό σκληρό και αδυσώπητο, ένα κτήνος επικίνδυνο και ηλίθιο, στο οποίο δεν αξίζει τον κόπο να προσπαθήσει κανείς να διδάξει οτιδήποτε.

Και ο Εμπεδοκλής (495-435 π.Χ.) έλεγε θλιμμένος: «Από τέτοια ύψη, από τέτοια δόξα, ξέπεσα σ' αυτή τη δυστυχισμένη γη, και συμφύρομαι μ' αυτά τα χυδαία δίποδα...»


Εκτός από τις γνωστές του ρήσεις («Τα πάντα ρεί», «Πόλεμος πατήρ Πάντων», κλπ), που φανερώνουν μία σοφή εξέταση του κόσμου, οι πεποιθήσεις του Ηράκλειτου περιστρέφονται γύρω από το εξής: ο κόσμος μοιάζει να ποικίλει και να αποτελείται από πολλά ετερόκλητα στοιχεία, μόνο όμως στα μάτια των ανίδεων, γιατί στην πραγματικότητα εκείνο που ποικίλει είναι μόνον τα σχήματα ενός και μόνο στοιχείου: της φωτιάς (ή αλλιώς, της ενέργειας). Κατά τα άλλα, τίποτε δεν «είναι», αλλά τα πάντα «ρει». Επίσης, τα πάντα προϋποθέτουν την ύπαρξη του αντιθέτου τους, όλα εναλλάσσονται αλλά στο βάθος είναι το ίδιο πράγμα. Η μεταλλαγή των αντιθέτων δημιουργεί τη ζωή και της δίνει τη σημασία της, κι αυτή η σημασία είναι η αιώνια πάλη μεταξύ των αντιθέτων. Αν οι αναλήψεις αυτές επεκταθούν στο θρησκευτικό ή θεολογικό επίπεδο, οδηγούν στον ολοκληρωτικό αθεϊσμό. Η εξουσία των θεών δεν υπάρχει, αφού τα πάντα αλλάζουν, κι αφού τα πάντα μεταλλάσσονται και πολεμούν και υπάρχουν χάριν σ' αυτόν τον πόλεμο, τότε- και οι θεοί δεν υφίστανται ως άρχοντες της μοίρας των ανθρώπων και του κόσμου. Η φωτιά μονοπωλεί τις ιδιότητες και τις εξουσίες τους. Οι θεοί δεν υπάρχουν, και τα αγάλματα τους δεν είναι τίποτε άλλο από απλά κομμάτια πέτρας, με τα οποία ειναί ανώφελη οποιαδήποτε συνομιλία ή προσευχή, και η θυσία ζώων είναι σκληρότητα και χάσιμο χρόνου. Κατά τη γνώμη μου, ο Ηράκλειτος έκανε λάθος να τα καταθέσει όλα αυτά γραμμένα στο ναό της Αρτέμιδος, δηλαδή τελικά στα χέρια των ιερέων, νομίζοντας ότι εκεί θα είχαν πρόσβαση σε αυτά όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Το έργο του δεν διασώθηκε γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, διότι δεν το διέσωσαν εκείνοι στους οποίους ανατέθηκε από τον ίδιο να το διασώσουν. Το γιατί, είναι εύκολο κανείς να το φανταστεί. (Τα αποσπάσματα που διασώθηκαν είναι όντως «σκοτεινά», όχι διότι είναι ακατάληπτα ή βαθυστόχαστα σε βαθμό απρόσιτο, όπως λένε οι ανόητοι μελετητές του, αλλά διότι α) πολλά από αυτά είναι γραμμένα σε μυστικιστικό κώδικα (στη λεγόμενη «μυστική γλώσσα των πουλιών»), συχνά κωδικοποιημένα όχι από τον ίδιο αλλά από τους μεταγενέστερους που τα χρησιμοποίησαν -κυρίως οιΠλωτίνος, Πορφύριος, Πρόκλος, Ευσέβιος, κ.ά., β) έχει χαθεί η αληθινή σημασία κάποιων λέξεων που χρησιμοποιεί, σε πολλά από αυτά, καθώς και η αρχαϊκή στίξη που χρησιμοποιεί, η οποία έχει υποστεί διαστρεβλωτική επέμβαση -κάτι το οποίο σχολιάζει και ο Αριστοτέλης, γ) βασικά, θα ήταν πιο κατανοητά αν είχαμε τα συμφραζόμενα, δηλαδή το υπόλοιπο σύγγραμμα). Κανείς δεν έγραψε σχεδόν τίποτε για τον Ηράκλειτο, και αν δεν έγραφε γι' αυτόν μερικές γραμμές ο Διογένης Λαέρτιος, και αν δεν αναφέρονταν σε κάποια αποσπάσματα του έργου του μια χούφτα όμοιοι του φιλόσοφοι μέσα στους αιώνες, δεν θα ξέραμε όχι μόνο τίποτε για τη σκέψη του, αλλά δεν θα ξέραμε ούτε καν ότι υπήρξε ποτέ ένας τέτοιος σοφός άνθρωπος. Αντίθετα, ξέρουμε με όλες τις λεπτομέρείες τα πάντα για τις ερωτικές περιπέτειες του Δία, ή για το πώς σκότωναν ο ένας τον άλλον σε ατέρμονες μάχες οι αρχαίοι μας πρόγονοι.

Η αποκλειστικά φυτική διατροφή του στα άγρια βουνά, προκάλεσε στον Ηράκλειτο υδρωπικία, δηλαδή ο οργανισμός του γέμισε νερό και φούσκωσε. Προσπαθώντας να γιατρευτεί, σκέφτηκε ότι έπρεπε να προκαλέσει μεγάλη θερμότητα στο σώμα του για να εξατμιστεί η εσωτερική υγρασία Έτσι, πήγε σε μία στάνη και θάφτηκε μέσα σε κοπριές βοδιών, αλλά δεν κατάφερε τίποτε και πέθανε με φριχτούς πόνους. Έχοντας μετατραπεί σε έναν γιγάντιο σβώλο από κοπριά, του επιτέθηκαν τα σκυλιά και τον κατασπάραξαν. Η φιλοσοφία ρεί και δεν μένει, όπως τα πάντα, έτσι η φιλοσοφία μεταλλάχθηκε σε κοπριά βοδιών και τροφή για τους σκύλους, σκορπώντας σκοτεινά αποσπάσματα για να βασανίζουν τις επόμενες γενεές... Ο φιλόσοφος Γοργίας έγραφε: «Ουδέν υπάρχει. Και αν υπάρχη τι, δεν δύναται να ννωσθή. Και αν ακόμη ννωσθή δεν δύναται να μεταδοθεί δια του λόγου». Ο Ηράκλειτος κατάφερε να το μεταδώσει με τον γραπτό λόγο, οπότε στη ρήση του Γοργία θα πρέπει να προστεθεί: «Αν μεταδοθεί δια του λόγου, δεν δύναται να διασωθεί δια τις επόμενες γενεές...»

ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ: ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΚΑΙ Ο ΦΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΣΟΦΟΥ ΑΗΔΟΝΑΣ

Η Αθήνα έγινε κοιτίδα της φιλοσοφίας για τέσσερις ή πέντε γενιές, όχι εξαιτίας κάποιας φυσικής κλίσης των πολιτών της, αλλά εξαιτίας του κυριαρχικού και κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της, που την έκανε αρκετά δεκτική ή ανεκτική στις νέες ιδέες, και σαφώς πιο φιλομαθή από τις άλλες ελληνικές πόλεις. (Μέχρι την εποχή του Σωκράτη, τη φιλοσοφία την έφερναν στην Αθήνα οι μετανάστες, και, έπειτα από τον Σωκράτη, άρχισε να χαρακτηρίζεται και από κάποιους αυτόχθονες). Η Αθήνα, κατά τη διάρκεια εκείνων των «χρυσών» χρόνων, δέχτηκε τους φιλόσοφους στην αγορά και στα σαλόνια της, υποδέχθηκε τη φιλοσοφία με ενθουσιασμό και περιέργεια (ενώ η Σπάρτη την απαγόρευε), έθρεψε αρκετούς φιλόσοφους και μερικούς τους τίμησε με την ανώτατη τιμητική διάκριση: τους πρόσφερε την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη (με την οποία ήταν εξαιρετικά φειδωλή). Για τους φιλόσοφους αυτό δεν ήταν και τόσο σημαντικό, αλλά προείδαν ότι η Αθήνα θα τους επέτρεπε να επιβιώσουν στη μνήμη των μεταγενέστερων, που, στο όνομα της Αθήνας, τελικά είδαν να συνοψίζεται η ανθολογία του πνεύματος της αρχαίας Ελλάδας.

Οι Αθηναίοι, όμως, τελικά δεν ήταν διατεθειμένοι να παραμερίσουν τις δεδομένες αξίες τους για χάρη της φιλοσοφίας, και έτσι την άφηναν να ακροβατεί μεταξύ «πολυμάθειας» και «ασεβείας», αλλά μόλις εμφανιζόταν ακόμη και η ελάχιστη υποψία ότι περνούσε το όριο, την καταδίκαζαν, την εξόριζαν ή τη δολοφονούσαν.


Η «φιλοσοφική επιδημία» -όπως τη χαρακτήριζαν οι ιερείς στην Αθήνα ξεκίνησε με τους Σοφιστές (μια λέξη που οι θεοκρατικοί επικριτές τους και αρνητές της φιλοσοφίας τής απέδωσαν κακή σημασία, ενώ αρχικά σήμαινε «δάσκαλοι της σοφίας»). Τη «Σοφιστεία» την καθιέρωσε ο φιλόσοφος Πρωταγόρας (485-415 π.Χ.), όταν ήρθε από την πατρίδα του, τα Άβδηρα (πατρίδα επίσης του Δημόκριτου), στην Αθήνα για να ιδρύσει την πρώτη σχολή, που σύντομα το να συμμετέχει κανείς σε αυτήν έγινε πολύ της μόδας στην Αθήνα. (Αργότερα, λέγεται πως οι νέοι, για να γίνουν δεκτοί στη σχολή των Σοφιστών, έπρεπε να πληρώσουν για «δίδακτρα» δέκα χιλιάδες δραχμές, ένα τεράστιο ποσό για εκείνη την εποχή, εκτός αν ήταν φτωχοί, οπότε γινόντουσαν δεκτοί δωρεάν). Ο Πλάτωνας, που πρόλαβε να γνωρίσει τον Πρωταγόρα και κατέγραψε κάποιους διαλόγους του με τον Σωκράτη, αναφέρει ότι μεταξύ των δύο σοφών ο Πρωταγόρας ήταν εκείνος που μιλούσε με μεγαλύτερη αντικειμενικότητα και μέτρο, ενώ ο Σωκράτης συχνά κατέφευγε σε σοφίσματα, και ο Διογένης Λαέρτιος επισημαίνει πως παραδόξως ο Πρωταγόρας ήταν εκείνος που ανακάλυψε την περιβόητη «σωκρατική μέθοδο». Έτσι, οφείλουμε στον Πρωταγόρα τη φιλοσοφία πάνω στο πρόβλημα της γνώσης. Μέχρι τότε, όλοι ασχολούνταν με το πρόβλημα της Αρχής, της προέλευσης των όντων, και με το θρυλικό «Περί φύσεως» ζήτημα, δηλαδή με την αναζήτηση του πώς ήταν φτιαγμένος ο κόσμος και ποιοι νόμοι τον κυβερνούσαν. Ο Πρωταγόρας, αντίθετα, πρότεινε να ερευνηθεί με ποιον τρόπο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και μέχρι σε ποιο σημείο μπορεί να τη γνωρίσει. Έφτασε μάλιστα στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να περιμένει πολλά από τις πέντε αισθήσεις, που ήταν ανεπαρκή και απατηλά μέσα για να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Μέχρι τότε, οι σοφοί και οι ιερείς της εποχής, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, μιλούσαν για τις «αιώνιες αλήθειες», προφανώς έγκυρες για κάθε στιγμή και σε κάθε περίσταση. Τώρα, ο Πρωταγόρας ανάγκαζε τον επίδοξο στοχαστή να αρκεστεί στην αλήθεια που ίσχυε γι' αυτόν τον ίδιο, εκείνη τη στιγμή, και σε εκείνη τη συγκεκριμένη περίσταση, αλλά και να παραδεχθεί πως η δική του αλήθεια μπορούσε να μην ισχύει για κάποιον άλλον, αλλά ακόμη και για τον ίδιο σε κάποια άλλη στιγμή ή περίσταση.

Αυτές οι διδαχές (πρωτοποριακές, παραδόξως, ακόμη και σήμερα), ενώ πυροδότησαν ενθουσιασμό στους κύκλους κάποιων διανοούμενων της Αθήνας, δημιούργησαν μεγάλο σκάνδαλο και προβληματισμό στους δειλούς ανθρώπους που ήταν έρμαια των εθίμων και των αξιών, αλλά και στις ιεραρχίες του κατεστημένου. Έφεραν σεισμό στις κλίκες των αριστοκρατών στις οποίες στηριζόταν η κοινωνία της Αθήνας, και προκάλεσαν συζητήσεις με ανεπιθύμητα συμπεράσματα. Αυτή ήταν η επίμαχη ερώτηση: Το καλό και το κακό, η αρετή και η αμαρτία, οι θεοί οι ίδιοι, λοιπόν, άραγε δεν ήταν παρά αλήθειες σχετικές και υποκειμενικές, το ίδιο και οι κοινωνικές αξίες και όλα τα άλλα, στις οποίες σχετικές και υποκειμενικές αλήθειες μπορούσε ο καθένας αυτόβουλα να αντιτάξει τις εντελώς αντίθετες δικές του; Και σε μια δημόσια συζήτηση, (στην οποία ήταν παρών και ο νεαρός Ευριπίδης, που δεν θα την ξεχνούσε ποτέ), ο Πρωταγόρας απάντησε γενναία στην ερώτηση, καταφατικά: ΝΑΙ. Αμέσως κατηγορήθηκε για άθεος και έγινε εναντίον του καταγγελία «επί ασεβεία». (Επίσης, ο Πρωταγόρας είπε τότε ότι η ύπαρξη των θεών είναι αμφίβολη και σχετική, ένα άλυτο πρόβλημα, διφορούμενο και θεωρητικό: «Από οποιοδήποτε ζήτημα ο σοφός μπορεί να δημιουργήσει έναν αγώνα διπλών λόγων, αν έχει ασκηθεί στην τέχνη του λόγου... Περί των θεών, δεν δύνομαι να γνωρίζω ούτε που υπάρχουν ούτε ότι δεν υπάρχουν, διότι υπάρχουν πολλά που εμποδίζουν την ακριβή γνώση, η έλλειψη σαφών ενδείξεων και η μικρά διάρκεια της ανθρώπινης ζωής...» Επισημάνσεις σωστές, λογικές, αξιόλογες επιστημονικές, έντιμες και αξιοπρεπείς, κι όμως σχεδόν κανείς από τους λογικούς και πολιτισμένους Αθηναίους δεν τις δέχτηκε ως τέτοιες, αντιθέτως μάλιστα. Τόσο παράλογοι, παρωπιδικοί και θρησκομανείς ήταν. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που σκότωσαν τον Σωκράτη. Η κυβέρνηση τον έδιωξε, κατάσχεσε όλα τα βιβλία του και τα έκαψε (γι' αυτό και έχουν διασωθεί ελάχιστα αποσπάσματα του. Έπειτα άρχισαν να τον κυνηγούν για να τον συλλάβουν και να τον καταδικάσουν σε θάνατο, όπως το ήθελαν οι ιερείς και οι αριστοκράτες. Πα να ξεφύγει, ο δάσκαλος μπάρκαρε -για πού αλλού;- για τη Σικελία, με ένα μικρό πλοιάριο, προσπαθώντας να διαφύγει την επιτήρηση των αθηναϊκών πολεμικών πλοίων που τον καταζητούσαν. Δένε ότι τελικά, στην προσπάθεια του αυτή, ναυάγησε σε άγνωστα νερά και βρήκε τον θάνατο στη θάλασσα, αλλά το πιθανότερο είναι ότι τον εντόπισαν και βύθισαν το πλοίο του αφήνοντάς τον να πνιγεί. Ο μεγάλος Ευριπίδης, που ήταν μαθητής του (όπως ήταν και ο Περικλής και ο Γοργίας), σε μια τραγωδία του (Παλαμήδης) θρηνεί για τη δολοφονία του Πρωταγόρα κραυγάζοντας: «Εφονεύσατε, εφονεύσατε, ω Δαναοί, την πάνσοφον αηδόνα των μουσών, η οποία ουδένα ελυπησε!»


Ο Πρωταγόρας, το πάνσοφο αηδόνι των μουσών, ο αοιδός της σοφίας, δεν λύπησε ποτέ κανέναν, παρά μονάχα έφερνε τη χαρά του ατομικού στοχασμού στους ελεύθερους ανθρώπους, φέρνοντάς τους το μήνυμα ότι η πραγματικότητα είναι αυτό που οι ίδιοι θεωρούν ως πραγματικότητα, άρα η μία μοναδική και πάγια πραγματικότητα είναι σόφισμα που τους έχει επιβληθεί, και άρα μπορούν να την καταρρίψουν αν πάψουν να τη βλέπουν ως τέτοια. Το αηδόνι χάθηκε, αλλά το μήνυμα ταξιδεύει ακόμη, και αυτές συνεχίζουν να είναι επικίνδυνες σκέψεις, από τότε μέχρι σήμερα.

ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ: Ο ΣΟΦΟΣ ΠΟΥ ΕΠΣΚΕΠΤΟΤΑΝ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ

Ο Αναξαγόρας (500-420 π.Χ.) έλεγε ότι ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι η θεωρία και η ελευθερία που πηγάζει από αυτήν. Ο Αναξαγόρας υπήρξε το πρότυπο του σοφού ανθρώπου, που αφιέρωσε τη ζωή του στην έρευνα και στην ανακάλυψη της αλήθειας.


Ο Αναξαγόρας γεννήθηκε στις Κλαζομενές της Μικράς Ασίας, από πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια. Σε πολύ νεαρή ηλικία αφιερώθηκε στις φιλοσοφικές σπουδές με υπέρμετρο ζήλο και αγώνα, παραμελώντας τελείως την εποπτεία της περίουσίας του. Ουσιαστικά, έχασε την περιουσία του για χάρη της φιλοσοφίας και της αναζήτησης της αλήθειας. Δεν γνωρίζουμε ποιοι ήταν οι δάσκαλοι του (όχι τυχαία, όπως θα δούμε παρακάτω). Ασχολήθηκε πολύ όχι μόνο με τη φιλοσοφία, αλλά και με τη γεωμετρία και με την αστρονομία, και θεωρείται ο αστέρας της αστρονομίας. Ο Φιλόστρατος μαρτυρεί ότι ο Αναξαγόρας τις νύχτες έκανε αστρονομικές παρατηρήσεις από την κορυφή του μικρασιατικού όρους Μίμαντος, απέναντι από τη Χίο, και από την κορυφή εκείνου του βουνού «επισκεπτόταν τα ουράνια»: «Κλαζομένιον Αναξαγόραν από του κατά την Ιωνίαν Μίμαντος επεσκέφθαι τα εν τω ουρανώ...». Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στις σκιές της Μικράς Ασίας, και έφτασε στην Αθήνα σε ηλικία 44 ετών, καλεσμένος από τον στρατηγό Ξάνθιππο, πατέρα του Περικλή, για να αναλάβει τη διδασκαλία του γιου του. Ο Περικλής έμαθε από τον Αναξαγόρα ότι ήξερε. Από τότε, οι δυο τους ήταν οι καλύτεροι φίλοι, ο Αναξαγόρας ήταν ο σύμβουλος , του Περικλή, κι ο Περικλής αγαπούσε με πάθος τον δάσκαλο του και τον τιμούσε σε όλη του τη ζωή.

Μπορεί ο Αναξαγόρας να ήταν ο μεγαλύτερος αστρονόμος και -κατά τη γνώμη μου και όχι μόνο- ο πατέρας της επιστημονικής φαντασίας, αλλά στην ακμάζουσα και πολιτισμένη και «φιλοσοφημένη» Αθήνα του «χρυσού αιώνα», η αστρονομία ήταν απαγορευμένη με ποινή θανάτου! Εκεί βασίλευε ακόμη η δεισιδαιμονία, την οποία οι Αθηναίοι εξόρκιζαν μόνο στα λόγια και όχι στην πράξη. Η αστρονομία ήταν εχθρός της θρησκείας, απασχόληση των ασεβών και των άθεων, επικίνδυνη για την κοινωνική τάξη και τον δημόσιο βίο! Το ίδιο ίσχυε στις περισσότερες πολιτείες της αρχαιότητας, όπως το είχε επίβαλει το ιερατείο. Στην Αθήνα, ο συγκεκριμένος νόμος ψήφισμα όριζε ότι αποτελεί αφορμή καταγγελίας και διάπραξη μεγάλου δημόσιου αδικήματος η διδασκαλία αθεϊστικών δοξασιών και η ανάπτυξη θεωριών αναφερόμενων στα άστρα και στα αστρονομικά φαινόμενα. Στην αρχαία Ελλάδα, η αρχή και οι νόμοι του κόσμου και η «γένεση των όντων» ανακατεύονταν ακόμη και στα γενεαλογικά δέντρα των απλών ανθρώπων, αποκαλύπτοντας δεσμούς με κάποιον θεό ή θεά. Βέβαια, στη Θήβα, ο Φιλόλαος, μαθητής του Πυθαγόρα, μπορούσε να κηρύττει πως η Γη δεν ήταν το κέντρο του σύμπαντος αλλά μόνο ένας πλανήτης που μεταξύ πολλών άλλων περιστρεφόταν γύρω από μια «κεντρική φωτιά», αλλά στη Θήβα δεν υπήρχε κανείς που να καταλαβαίνει τι έλεγε ο Φιλόλαος, τον οποίο γενικά είχαν για τρελό, κι ούτε οι ιερείς δεν του έδιναν σημασία. Αλλά στην Αθήνα, σε μια παρόμοια συζήτηση όλοι θα είχαν αντιληφθεί ότι ενδεχόμενες επιπλοκές και τις ανεπιθύμητες προεκτάσεις και θα ρωτούσαν τον δάσκαλο μιας τέτοιας ιδέας, με ποιον τρόπο όλα αυτά ταίριαζαν με τον Δία και την κοσμογονία που καταγόταν από αυτόν. Ούτε ο Περικλής τόλμησε να καταργήσει τον νόμο που απαγόρευε την αστρονομία ως εχθρό της θρησκείας και του λαού.

Ο Αναξαγόρας ήταν ένας ονειροπόλος αιθεροβάμονας, που ενδιαφερόταν περισσότερο για τα επουράνια απ' ό,τι για τα επίγεια, και ταξιδεύοντας και συζητώντας είχε συλλέξει όλες τις μυστικές νέες ιδέες που, αντιστασιακά, μέσα στη μαυρίλα του ιερατείου που επικρατούσε παντού, προσπαθούσαν να φωτίσουν τον νου των σοφών ώστε να αποκαλύψουν στους ανθρώπους τη φύση του σύμπαντος. Ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα έλεγε ότι ο γαλαξίας δεν ήταν τίποτε άλλο από αστρική σκόνη, ο Εμπεδοκλής στον Ακράγαντα έλεγε ότι το φως των αστέρων χρειάζεται κάποιο χρόνο για να φτάσει στη γη και άρα ίσως να μη βλέπουμε την αληθινή εικόνα του ουρανού, ενώ ο Παρμενίδης ο Ελεάτης αμφέβαλλε ότι η γη είναι επίπεδη και πίστευε παως μάλλον είναι σφαιρική, και ο Ενωπίδης στη Χίο είχε υπολογίσει τη γωνία που σχηματίζει η ελλειπτική τροχιά της Γης με τον ουράνιο ισημερινό, και ο Ικέτας στις Συρακούσες είχε ήδη διακηρύξει ότι η Γη κινείται γύρω από τον εαυτό της.

Ο Αναξαγόρας ήταν ένας παράξενος άνθρωπος, ονειροπόλος και καλοκάγαθος, που παραμέλησε την περιουσία του για το κυνήγι των άστρων και την εξήγηση των μυστηρίων του κόσμου. Έλεγε ότι δεν χρειάζεται να επικαλεσθεί κανείς το υπερφυσικό για να εξηγήσει κάτι το φυσικό. Έλεγε ότι η Γη περιστρέφεται και είναι τυλιγμένη από περίβλημα σέρα, του οποίου οι πυκνώσεις και αραιώσεις οφείλονται στην ηλιακή θερμότητα και είναι η αιτία των ανέμων (2.200 χρόνια πριν η νεότερη επιστήμη το επιβεβαιώσει). Εξηγούσε τη δημιουργία του σύμπαντος (από το χάος, ώσπου μια ουράνια δίνη με τη φυγόκεντρο δύναμη της αποχώρισε τα τέσσερα στοιχεία, από τους συνδυασμούς των οποίων τελικά δημιουργήθηκαν οι οργανικές μορφές), την πτώση των μετεωριτών (μάλιστα κάποτε προέβλεψε πότε και πού θα πέσει ένας μετεωρίτης), τις εκλείψεις του ήλιου (που έλεγε ότι δημιουργούνταν από τη σελήνη, που ήταν υλικό σώμα, πέτρινο, το οποίο παρεμβαλλόταν ανάμεσα στη Γη και στον ήλιο και προκαλούσε το φαινόμενο της έκλειψης, ενώ έλεγε ότι η σελήνη δεν είχε δικό της φως αλλά κατόπτριζε το φως του ήλιου), και άλλα πάρα πολλά. Επίσης έλεγε και πολλά ακόμη πιο παράξενα πράγματα, όπως το ότι υπήρχαν και άλλοι κόσμοι εκτός από τη Γη, πλανήτες στον ουρανό, όπου κατοικούσαν άνθρωποι εξωγήινοι, πού είχαν πολιτισμούς όπως και οι γήινοι, και περιέγραφε τα σπίτια τους και τις ενδυμασίες τους και τις συνήθειές τους... Σύμφωνα με τους νόμους της Αθήνας όλα αυτά είχαν ένα βασικό ελάττωμα: ο Αναξαγόρας δεν ανέφερε καθόλου τον Δία, λες και αυτός δεν είχε λάβει μέρος σε τίποτε από όλα αυτά, δηλαδή δεν υπήρχε. Που ήταν οι θεοί σε όλα αυτά; Ο Αναξαγόρας έλεγε ότι υπήρχε μόνο ένα υπέρτατο ον, που το ονόμαζε «ο Νους». Αυτός ήταν ο πατέρας της κοσμικής δίνης, απ' αυτόν καταγόταν το ανθρώπινο πνεύμα, αυτός βρισκόταν πίσω από τα μεγάλα μυστήρια του σύμπαντος, αυτός ο Κοσμικός Νους ένωνε όλα τα πράγματα. Αυτόν τον «Νου» ο Αναξαγόρας τον ανέφερε και τον επικαλούνταν τόσο συχνά, που οι Αθηναίοι άρχισαν να τον κοροϊδεύουν και να τον φωνάζουν «Νου», όταν περνούσε στο δρόμο έλεγαν «να ο Νους!» και όταν κάποιος έλεγε κάτι παράξενο, έλεγαν «να ρωτήσουμε τον Νου να μας πει τι είναι». Κορόιδευαν τον σοφότερο των ανθρώπων την εποχή τους.


Είναι προφανές ότι συχνά ο Αναξαγόρας επικαλούνταν αυτόν τον «Νου», ως άλλοθι για να ξεγλιστρά από την κατηγορία της αθεΐας, αφού πολλοί μην καταλαβαίνοντας τι ακριβώς εννοούσε νόμιζαν ότι ίσως εννοούσε τον Δία. Αλλά ίσως και όχι, οπότε τον υποπτευόντουσαν έτσι κι αλλιώς. Ώσπου μια μέρα σιγουρεύτηκαν: στη διάρκεια μιας, θυσίας προς τους θεούς, βρέθηκε ένα κριάρι με ένα μόνο κέρατο. Οι ιερείς που ήταν στην τελετή το ερμήνευσαν αυτό ως υπερφυσικό σημάδι από τους Θεούς. Τότε ο Αναξαγόρας, που δεν πίστευε σε υπερφυσικά φαινόμενα και θεϊκούς οιωνούς, τους κατέκρινε δημόσια κόβοντας το κεφάλι του ζώου, κάνοντας ανατομία του κρανίου του κριού και δείχνοντάς τους πως το μοναδικό κέρατο ήταν ένα φαινόμενο που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας μιας ανώμαλης ανάπτυξης του εγκεφάλου, ο οποίος είχε συγκεντρωθεί σε οξεία γωνία στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ζώου, κι έτσι αναφυόταν ένα μόνο κέρας διότι το δεύτερο εμποδίζονταν να φυτρώσει. Ο Κλέωνας, ένας ορκισμένος αντίπαλος του Περικλή και της παρέας του, βρήκε την ευκαιρία-να πάρει τον κλήρο με το μέρος του, προτείνοντας στους ιερείς ότι ο «Νους» δεν ήταν παρά μια δικαιολογία του Αναξαγόρα για να κάνει αίρεση. (Επιπλέον, οι ιερείς και η Πολιτεία έλεγξαν τις φήμες για τις διδασκαλίες του και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ασχολούνταν με την απαγορευμένη αστρονομία. Να γιατί κατέληγε σε όλες αυτές τις ασέβειες, και άρα ιδού πόσο δίκιο είχε ο νόμος. Ο Αναξαγόρας συνελήφθη και κατηγορήθηκε για ασέβεια, μπροστά σε μία πραγματική Ιερά Εξέταση, που εξέτασε με όλες τις λεπτομέρειες το βιβλίο του «Περί φύσεως». Στο έργο αυτό, μεταξύ άλλων ανοσιουργημάτων, υπήρχε γραμμένο πως ο ήλιος, που η επίσημη θρησκεία τον θεωρούσε θεό, δεν ήταν παρά μία ουράνια μάζα από πυρακτωμένες πέτρες! Μάταια τον υπερασπίστηκε ο Περικλής. Τον φυλάκισαν αμέσως και τον άφησαν να περιμένει την εκτέλεση του.

Ο Αναξαγόρας, που κατοικούσε «εις το εσωτερικόν του εαυτού» του, έλεγε ότι για να αντιμετωπίζει τα ενδεχόμενα δυσάρεστα εξωτερικά περιστατικά, χρησιμοποιούσε την «εκ των προτέρων αντίκρυσή» τους: «Πρέπει να ενδιατρίβει κανείς με τη σκέψη του εκ των προτέρων, σε εκείνα τα οποία ενδεχομένως θα συμβούν και, ενώ δεν συνέβησαν ακόμη, να τα αντικρίζει σαν να συνέβησαν». Επίσης, ο Ευριπίδης, που ήταν μαθητής και φίλος του Αναξαγόρα, αναφέρει σε ένα διασωθέν απόσπασμα μιας χαμένης τραγωδίας (θησεύς): «Εγώ, διδαχθείς από κάποιον σοφό άνθρωπο, έβαζα πάντοτε στη σκέψη μου πίθανές συμφορές, έτσι ώστε στην περίπτωση που θα μου συνέβαινε μια δυστυχία από εκείνες που έβαζα στον νου μου, να μην με καταλάβει αιφνιδίως και μου προξενήσει μεγαλύτερη λύπη...» (Ο χαρακτηρισμός «κάποιος σοφός άνθρωπος» αντικαθιστούσε το «απαγορευμένο» όνομα του Αναξαγόρα) .Έτσι, ο Αναξαγόρας, ο «Νους», είχε προδεί την καταδίκη του και τη φυλάκιση του και την ενδεχόμενη εκτέλεση του, και δεν βρέθηκε προ καμίας εκπλήξεως, ούτε λυπήθηκε. Λένε ότι στη φυλακή, αδιαφορώντας για τις «εξωτερικές περιστάσεις», έγραφε ένα σύγγραμμα για τον τετραγωνισμό του κύκλου τον οποίο είχε εμπνευστεί ανάμεσα σε όλα αυτά. Ο αγαπημένος του μαθητής, ο Περικλής, κατάφερε την τελευταία στιγμή να τον φυγαδεύσει από τη φυλακή και να τον στείλει μακριά από την Αθήνα, πριν τον σκοτώσουν (όπως αργότερα το ίδιο θα προσπαθούσαν να κάνουν, ανεπιτυχώς, οι μαθητές του Σωκράτη για τον δάσκαλο τους). Ο Αναξαγόρας τελικά κατέφυγε στη Λάμψακο του Ελλησπόντου, (όπου ο Περικλής του έστελνε χρηματική βοήθεια μέχρι το τέλος της ζωής του). Εκεί ο Αναξαγόρας έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του ευτυχισμένος, διδάσκοντας ανάμεσα σε πιστούς μαθητές που τον τιμούσαν και τον αγαπούσαν, και οι πολίτες της Λαμψάκου τον εκτιμούσαν και τον θαύμαζαν επίσης. Όταν του θύμιζαν την καταδίκη του από τους Αθηναίους, ο Αναξαγόρας κουνούσε το κεφάλι και έλεγε: «Οι καημένοι, δεν ξέρουν ότι η φύση έχει ήδη καταδικάσει και τους ίδιους...» Όταν πέθανε, οι κάτοικοι της Λαμψάκου τον τίμησαν κάνοντας την ταφή του με δημόσια δαπάνη, και ανέγειραν μνημεία αφιερωμένα στον Νου και στην Αλήθεια. Λέγεται ότι κατά τις τελευταίες ημέρες του, όταν τον είχαν ρωτήσει πώς ήθελε να τον θυμούνται, ο Αναξαγόρας είχε παρακαλέσει τους άρχοντες της πόλης και εισακούστηκε, κάθε χρόνο στην επέτειο του θανάτου του να έχουν αργία τα σχολεία, ώστε τα παιδιά να παίζουν ελεύθερα.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ

Γύρω στο 430 ή 450 π.Χ. κάποιος παράξενος άνθρωπος με το όνομα Λεύκιππος (γεννημένος στη Μίλητο της Μικράς Ασίας) συνήθιζε να τριγυρίζει πάνω-κάτω στους δρόμους της Ελέας στην Κάτω Ιταλία και να περιεργάζεται από κοντά τα πάντα, όλα όσα έβλεπε γύρω του, ακόμη και το παραμικρό, με μεγάλη προσήλωση, ενώ οι άνθρωποι που τον έβλεπαν πίστευαν ότι είναι τρελός. Λιγοστοί ήξεραν ότι είχε δεχθεί τις διδασκαλίες του Πυθαγόρα φοιτώντας σε κάποια μυστική σχολή μαθητών του, αλλά κανείς σπουδαίος δεν καταλάβαινε τι εννοούσε όταν στις περιπλανήσεις του αυτές μουρμούριζε συνέχεια για το «πανταχού παρόν και ακίνητο Είναι που ταυτίζεται με τη σκέψη». Στην Ελέα ο Λεύκιππος ήταν μαθητής του Παρμενίδη (ιδρυτή του Ιδεαλισμού), αλλά δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του για την αλήθεια των πεποιθήσεων του δασκάλου του για το Είναι. Κάποια στιγμή, η περιπλάνηση του τον οδήγησε μακριά από την Ελέα, και έφτασε στα Άβδηρα της Θράκης, όπου επιτέλους συνέλαβε τη θεωρία του «μη όντος», δηλαδή του κενού, και ίδρυσε εκεί τη δική του σχολή. Από την Ελέα προς τα Άβδηρα, είχε φτάσει από το Είναι στο Δεν Είναι. Ο Λεύκιππος έλεγε όχι όλος ο κόσμος δεν είναι παρά ένας ατέρμων συνδυασμός κενού και «ατόμων». Τα άτομα αυτά περιστρέφονται στο διάστημα, συνδυάζονται μεταξύ τους και δημιουργούν σχήματα, αντικείμενα, τα πάντα γύρω μας, ακόμη και η ψυχή μας δεν είναι παρά ένας συνδυασμός ατόμων, τα άτομα είναι η μυστική ουσία των πάντων, ακόμη και της ίδιας της σκέψης. Ανάμεσα στα άτομα, υπήρχε το κενό, και μάλιστα η πραγματικότητα αποτελούταν περισσότερο από κενό παρά από άτομα, ο κόσμος μάλλον «δεν είναι» παρά «είναι», αλλά τα άτομα είναι τα πάντα που ξέρουμε. Ο Λεύκιππος είχε ανακαλύψει την Ύλη. (Κι έτσι, ο μαθητής του ιδρυτή του Ιδεαλισμού, είχε επινοήσει τον Υλισμό).

Φυσικά, όλα αυτά δεν μπορούσε να τα δεχθεί κανένας, ούτε τα του «μη όντος» ούτε την ατομικιστική θεωρία, και πρέπει να ήταν επικίνδυνο να συζητάς γι’ αυτά, αφού μεταξύ άλλων εννοούσαν ότι ακόμη και οι θεοί είτε δεν ήταν παρά συνδυασμοί ατόμων -όπως άλλωστε και οι πέτρες και τα ράμφη των πουλιών και οι ναοί και οι τρίχες και τα σύννεφα και οι δρόμοι και τα κουτάλια- και διέφεραν από τους ανθρώπους μόνο κατά έναν συνδυασμό, είτε οι θεοί απλά ήταν κενό, δηλαδή δεν υπήρχαν πέρα από τις λέξεις. Ο Λεύκιππος έγραψε το θρυλικό σύγγραμμα Μέγας Διάκοσμος, θρυλικό κυριολεκτικά, αφού πολλοί πίστευαν ότι είναι θρύλος, και δεν ξέρουμε κι αν το διάβασε κανείς, και η πατρότητα -του αποδίδεται σε πολλούς άλλους, ενώ αμφισβητούνταν ακόμη και η ύπαρξη του ίδιου του Λεύκιππου, για τον οποίο, φυσικά, δεν έχουμε καμία άλλη πληροφορία, ούτε για τη ζωή του ούτε για το έργο του. (Οι προγονοί μας είχαν να διασώσουν πιο σημαντικά πράγματα, όπως τους πολύπλοκους τρόπους πάλης στις παλαίστρες, χωρίς να ξέρουν ότι κι αυτοί δεν ήταν παρά ένας συνδυασμός ατόμων ή απλά το κενό).

Για καλή μας τύχη, όμως, στα Άβδηρα έτυχε ένας από τους μαθητές του Λεύκιππου να είναι ο Δημόκριτος. Ο Δημόκριτοςανέπτυξε και συμπλήρωσε τη θεωρία της «ατομοκρατίας» (έναντι της θεοκρατίας), και τελικά επισκίασε τόσο πολύ τον δάσκαλο του, μέχρι του σημείου να αμφισβητηθεί αδίκως η ίδια η ύπαρξη του και από τις επόμενες γενεές.

Ο άνθρωπος που μίλησε για το υπαρκτό της μη-ύπαρξης (!) και ξεκλείδωσε την κατασκευαστική δομή της ύλης και της ύπαρξης, έφτασε στο σημείο να μην υπάρχει ο ίδιος, και δεν ξέρουμε τίποτε άλλο γι' αυτόν (για ποιον;).

ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ: Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ,

ΠΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΣΕ

Κατά τη γνώμη μου και όχι μόνο, ο Δημόκριτος ήταν ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της αρχαιότητας (και μπορεί να συγκριθεί, νομίζω μάλλον άδικα, μόνο με τον Πυθαγόρα και τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη).

Ο Δημόκριτος (460-350 π.Χ.) γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης και από πολύ νεαρή ηλικία αφοσιώθηκε τελείως στη φιλοσοφία, παραμελώντας κάθε άλλη υπόθεση της πεζής και μετρίας καθημερινής πραγματικότητας. Ο πατέρας του Δημόκριτουήταν μεγαλέμπορος, και, όταν πέθανε, άφησε στον Δημόκριτο μια περιουσία εκατό ταλάντων, ποσό, τεράστιο για την εποχή. ΟΔημόκριτος αμέσως χρησιμοποίησε αυτή την κληρονομιά για να κάνει ένα μεγάλο και πολύχρονο ταξίδι σε όλο τον γνωστό κόσμο, αναζητώντας τη γνώση, τη σοφία και τα αξιοθέατα (αυτά που είναι άξια να θεαθούν), όπου κι αν βρίσκονται, με σκοπό τη θεωρία και τη σύνθεση Κοσμοθεωρίας. Για πολλά χρόνια, ταξίδεψε από την Αίγυπτο ως την Αιθιοπία, στη Μικρά Ασία, στη Βαβυλώνα, στην Περσία και στην Ινδία. Ο Δημόκριτος ήταν ένας ενθουσιώδης διανοούμενος, εξαιρετικά φιλομαθής και πολυμαθής, αφοσιωμένος, τίμιος και ευσυνείδητος περιπετειώδης, που ήθελε να γνωρίσει τα πάντα κατ’ ιδία, να τα ατενίσει με τα ίδια του τα μάτια, δεν είχε καμία προκατάληψη, δογματισμό, σωβινισμό, παρωπιδισμό. Ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος. Είχε αφιερώσει τη ζωή του στην αναζήτηση της αλήθειας, δεν ήθελε να περιορίζεται από κανένα όριο ή σύνορο, γεωγραφικό ή άλλο. «Η πατρίδα του σώφρονος ανθρώπου είναι ο κόσμος», έλεγε, και ήταν Κοσμοπολίτης, πολίτης του κόσμου, ταξιδευτής, οικουμενικός σοφός.

«Πιο σημαντική είναι η κατάκτηση μίας αλήθειας, από την κατάκτηση ενός θρόνου», έλεγε, δείχνοντας την περιφρόνησή του για τα αξιώματα και την εξουσία.

Από ταπεινότητα ή υπερηφάνεια, αρνήθηκε να ιδρύσει μια σχολή, να προκαλέσει συζητήσεις, να προωθήσει τις θεωρίες του, όπως έκαναν σχεδόν όλοι οι φιλόσοφοι. Ξόδεψε όλη την περιουσία του στο κυνήγι της γνώσης και στα ταξίδια, και ακόμη και όταν έφτασε στο σημείο να μην έχει καθόλου χρήματα, αντί να επωφεληθεί από την τεράστια παιδεία του και να ιδρύσει σχολή όταν εγκαταστάθηκε τελικά στην Αθήνα για κάποια χρόνια, περιόρισε στο ελάχιστο όλες τις ανάγκες του, έζησε σχεδόν τελείως απομονωμένος, χωρίς να συμμετέχει στους φιλοσοφικούς κύκλους και στην αγορά, και αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στη συγγραφική, στον στοχασμό και στην έρευνα. Ίσως ήταν ο πρώτος πανεπιστήμονας σοφός. Από τον Διογένη Λαέρτιο μαθαίνουμε ότι οΔημόκριτος έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα φιλοσοφίας, αστρονομίας, ιατρικής, μαθηματικών, φυσικής, ψυχοθεραπείας, ανατομίας, λογοτεχνίας, αισθητικής τεχνολογίας, ηθικής, ανθρωπολογίας, κ.ά. φυσικά, δεν διασώζεται κανένα. Ήταν αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος στοχαστής της αρχαίας Ελλάδας, ανώτερος ακόμη και του Αριστοτέλη ή του Πλάτωνα, με μια σοφία ξεχωριστή και σπάνια, με μεγάλο ταλέντο στον λόγο, που όμως ήταν πάντα γλαφυρός και μετρημένος, και με ιδιαίτερα ψυχικά χαρίσματα.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν διασωθεί για τον Δημόκριτο, μονάχα μια φορά αποφάσισε να εμφανιστεί στο κοινό, όταν επέστρεψε γέροντας πια στα Άβδηρα, για να διαβάσει στους συμπολίτες του ένα εξαιρετικό έργο του, το Μέγας Διάκοσμος (και δεν ξέρουμε αν πρόκειται για το έργο του Λεύκιππου που αποδίδεται μεταξύ άλλων και στον Δημόκριτο, ή αν πρόκειται για έργο με τον ίδιο τίτλο ή μία σύμπτυξη των γνώσεων των δύο σοφών). Υποτίθεται ότι το έργο αυτό ήταν το απάνθισμα όλης της σοφίας του και όποιος τον άκουσε να το διαβάζει, έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Λέγεται ότι οι πολίτες των Αβδήρων αποφάσισαν να τον ανταμείψουν και έκαναν έρανο και του έδωσαν πίσω το ποσό των εκατό ταλάντων, της περιουσίας του που την είχε ξοδέψει για να αποκτήσει αυτές τις θαυμαστές γνώσεις. (Κι αυτό είναι ένα παράδειγμα που θα έπρεπε να μιμηθούν οι σύγχρονοι άνθρωποι, ανταμείβοντας τους κόπους των σοφών διανοούμενων). Οι κάτοικοι των Αβδήρων, σε όλη την αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν «μωροί και γελοίοι».


Ο Δημόκριτος ακολούθησε τις διδαχές του δασκάλου του, Λεύκιππου, και, όπως εκείνος, έφτασε στις υλιστικές θεωρίες του ξεκινώντας από τις ιδεαλιστικές αντιλήψεις του Παρμενίδη. Όπως κι ο Παρμενίδης, αρνήθηκε κι ο Δημόκριτος τις αισθήσεις ως ικανά όργανα γνώσης, και κατέληξε ότι οι αισθήσεις «μας επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε μόνο τις δευτερεύουσες ιδιότητες» των πραγμάτων: το σχήμα, το χρώμα, τη γεύση, τη θερμοκρασία, κλπ. Μας δίνουν μια μικρή άποψη της πραγματικότητας, αλλά η αλήθεια μας διαφεύγει τελείως. Τα άτομα και οι σχέσεις τους και οι συνδυασμοί των σχέσεων τους, αποτελούν τη μοναδική πραγματικότητα του σύμπαντος. Η αλήθεια συνίσταται στην «Αναγκαιότητα», που είναι ακατανόητη για εμάς. Τα πάντα αποτελούνται από τα άτομα. Τα άτομα είναι αιώνια: ούτε πεθαίνουν ούτε γεννιούνται ποτέ καινούρια άτομα. Εκείνο που αλλάζει είναι μόνο οι ενώσεις των ατόμων και οι σχέσεις τους. Δεν αναγνωρίζουμε την «αναγκαιότητα» των πάντων, και γι’ αυτό εφευρίσκουμε την έννοια του «τυχαίου», από την άγνοια μας για την αναγκαιότητα που υπαγορεύει όλες τις αλλαγές .Όλα γίνονται για κάποιον αναγκαίο λόγο. Ο άνθρωπος αποτελείτο επίσης από άτομα. Ο άνθρωπος έχει όντως μία ψυχή, η οποία είναι φτιαγμένη από διαφορετική ύλη, «ευγενέστερη».

Κατά τη γνώμη μου, οι θεωρίες του Δημόκριτου για τα άτομα, είναι αρκετά συσκοτισμένες, και δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι εννοούσε τα σωματίδια που ονομάστηκαν από τους επιστήμονες «άτομα» προς τιμήν του. Σαφώς, πρέπει να σχετίζονται άμεσα με αυτά, αλλά διαφαίνεται ότι με την Ατομική θεωρία, ο Δημόκριτος εννοούσε πολύ περισσότερα πράγματα, τα οποία, δυστυχώς, δεν θα τα μάθουμε ποτέ, όπως το θέλησαν οι εχθροί της γνώσης.

Ο σοφός Δημόκριτος έλεγε πως ο άνθρωπος πρέπει να αρκεστεί στη μέτρια ευτυχία που του επιτρέπει η τόσο στενή εξάρτηση του από την ύλη. Οι αισθήσεις δεν τον βοηθούν καθόλου, διότι δεν του είναι χρήσιμες παρά μόνο για να παρατηρεί ένα μικρό μέρος του κόσμου και όχι για να κατανοήσει τον κόσμο. Είμαστε περιορισμένοι από τις αισθήσεις μας. Το καλό και τα κακό υπάρχουν μόνο μέσα στον άνθρωπο και όχι έξω του. Ο σοφός άνθρωπος πρέπει να ξεχωρίζει το κακό μέσα στους ανθρώπους και να το αποφεύγει. Το καλό πρέπει να το βρει μέσα του και όχι να το περιμένει από τον έξω κόσμο. Αν ο άνθρωπος θέλει τη γαλήνη, πρέπει να ζήσει μια ζωή τακτική, με ολιγάρκεια, χωρίς πολλές προσδοκίες, με στοχασμό, και με αγάπη προς τους άλλους. Αν αναζητεί τη γνώση και την αλήθεια, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να περάσει από πολύ μεγάλες ταλαιπωρίες και βάσανα και μοναξιά και μεγάλες θυσίες, με αμφίβολα αποτελέσματα.

Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς παραθέτει το εξής απόσπασμα ως προερχόμενο από τον Δημόκριτο:

«Εγώ όμως εξ όλων των ανθρώπων της εποχής μου περιηγήθην πλείστην έκτασιν γης, και έκανα μακροτάτας ερεύνας, και πλείστας κλιματολογικάς και γεωγραφικάς ποικιλίας είχον την ευκαιρίαν να παρατηρήσω, και εγενόμην ακροατής μεγίστου αριθμού πεπαιδευμένων ανθρώπων, και ως προς την σύνθεσιν γραμμών επί τη βάσει αποδείξεως κανείς εκ των ανθρώπων δεν εδείχθη ανώτερός μου, ούτε οι εν Αιγύπτω ονομαζόμενοι Αρπεδονάπται. Με αυτά δε όλα επί ογδοήκοντα έτη έζησα εις τα ξένα...» (Πιστεύεται ότι ο αριθμός των ογδόντα ετών που δίδεται εδώ, αποτελεί λανθασμένη ερμηνεία του αριθμού Π΄, που στην αρχαιότητα σήμαινε τον αριθμό πέντε και στους μεταγενέστερους χρόνους σήμαινε το ογδόντα, όταν αποδόθηκε το απόσπασμα αυτό). Όταν επέστρεψε από τις περιηγήσεις του, έμεινε για ένα χρονικό διάστημα στην Αθήνα, όπου αντιλήφθηκε ότι ήταν εντελώς άγνωστος για τους Αθηναίους, κανείς δεν είχε ακούσει ποτέ για τον Δημόκριτο. «Ήλθον γαρ είς Αθήνας και ου τις με έγνωκεν» («Ήλθα στην Αθήνα και κανείς δεν με γνώρισε»). Και ο Κικέρωνας και ο Διογένης Λαέρτιος μας λένε ότι επειδή ο Δημόκριτος καταφρονούσε τη δόξα, δεν έπραξε τίποτε απολύτως για να γίνει γνωστός στην Αθήνα, προσθέτουν επίσης ότι αυτός ήξερε μεν τον Σωκράτη, αλλά «ο Σωκράτης ουδεμία γνώσιν είχε περί αυτού». Ο Απολλόδωρος ο Κυζικηνός μαρτυρεί ότι ο Δημόκριτος είχε γνωριστεί με τον Πυθαγόρειο φιλόσοφοΦιλόλαο. Ο Θράσυλλος μας δίνει την πληροφορία ότι ο Δημόκριτος είχε μελετήσει με μεγάλη αφοσίωση τα μαθηματικά συγγράμματα των Πυθαγορείων. Υπάρχει, επίσης, η πληροφορία ότι ένα από τα πολλά συγγράμματα του είχε τον τίτλο Πυθαγόρης, αλλά κανείς δεν ξέρει τι έγραφε ο Δημόκριτος σε αυτό.

Όταν ολοκλήρωσε ο Δημόκριτος τις περιηγήσεις του, επέστρεψε στην πατρίδα του, στα Άβδηρα, κι εκεί οι συμπολίτες του (πολύ πριν ακούσουν την ανάγνωση του Μέγας Διάκοσμος) τον έβλεπαν ως αξιοπερίεργο πλάσμα, τον θεωρούσαν άρρωστο και πειραγμένο στο μυαλό ή μανιακό. Στις Ιπποκρατικές Επιστολές, διαφαίνεται ότι οι Αβδηρίτες έστειλαν μία επιστολή στον φημισμένο γιατρό Ιπποκράτη, πατέρα, της ιατρικής επιστήμης, παρακαλώντας τον να έρθει στα Άβδηρα για να θεραπεύσει τονΔημόκριτο που «έπασχε από μανία». Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του Δημόκριτου είναι εξαιρετικά λιγοστές και αμφιλεγόμενες, κι έτσι το κείμενο αυτής της παράξενης επιστολής προς τον Ιπποκράτη είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Το παραθέτω:

«Η βουλή και ο δήμος των Αβδηριτών στέλνει τους χαιρετισμούς της εις τον Ιπποκράτην......Αυτός ο Δημόκριτοςέχει περίπεσει; εις νόσον ένεκαν της κατεχούσης αυτόν υπερβολικής σοφίας. Δηλαδή, αφού εξέχασε τα πάντα και πρώτα από όλα τον ίδιον τον εαυτόν του, μένει άγρυπνος και την ημέραν και την νύκτα. Περνά δε διαρκώς τον βίον του γελών εξ αφορμής ασήμαντων αλλά και σημαντικών πραγμάτων, και φαντάζεται ότι όλη η ζωή δεν αξίζει τίποτε. Κάμνει δε αυτός ο άνθρωπος και αναζητήσεις δια τα εις τον Άδην συμβαίνοντα και τα περιγράφει. Λέγει ακόμην ότι ολοκλήρωσε ο -περιβάλλων την γην- αήρ, είναι γεμάτος από είδωλα [σημ.: δηλαδή από ολογραφικά ομοιώματα εκπεμπόμενα από τα αντικείμενα και τα όντα], και με μεγάλην προσοχήν ακροάται τας φωνάς των πτηνών, και πολύ συχνά σηκώνεται την νύκτα μόνος εις την ησυχίαν και συμπεριφέρεται ωσάν να ψάλλει άσματα και λέγει ότι ο νους του περιτρέχει εις το χωρίς πέρας διάστημα...»

Η παράδοση λέει ότι ο Ιπποκράτης περνώντας από τα Άβδηρα επισκέφτηκε τον μεγάλο φιλόσοφο, τον βρήκε απόλυτα υγιή και διαβεβαίωσε τους συμπολίτες του ότι δεν έπρεπε να ανησυχούν για την υγεία του και ότι κανέναν κίνδυνο δεν διέτρεχαν από αυτόν.


Σε μια επιστολή του Ιπποκράτη προς τον φίλο του τον Δαμάγητο στη Ρόδο, ο Ιπποκράτης περιγράφει το μέρος στο οποίο έμενε και εργαζόταν ο Δημόκριτος καθώς και το τι έκανε εκεί, (μάλλον περίγραφα αυτό που είδε από μακριά, καθώς πήγαινε για να τον συναντήσει): «Έξω από την πόλη υπήρχε σε μεγάλο ύψος ένας λόφος, σκιασμένος από ψηλές λεύκες με πυκνό φύλλωμα. Από εκεί υπήρχε η θέα των εγκαταστάσεων στις οποίες έμενε ο Δημόκριτος Και ο ίδιος ο Δημόκριτος καθόταν κάτω από έναν χαμηλό και πυκνόφυλλο πλάτανο, φορούσε ένδυμα χονδρό που άφηνε ελεύθερα τα χέρια του από τους ώμους ήταν μόνος του με απεριποίητο το πρόσωπο του, καθισμένος σε έναν λίθινο θρόνο, πολύ ωχρός, στην όψη και πολύ αδυνατισμένος, με ακούρευτο γένι: Παράπλευρα, από τα δεξιά του, έτρεχε διάμεσο» της κατωφέρειας του λόφου ένα ρυάκι με νερό με ήρεμο κελάρισμα. Πέρα από τον λόφο, σε κάποιο ψηλότερο μέρος, υπήρχε κάποιο τέμενος, αφιερωμένο μάλλον στις νύμφες, το οποίο ήταν στεγασμένο από αμπέλους που είχαν φυτρώσει μόνοι τους.

«Αυτός δε είχε πάνω στα γόνατα του, με μεγάλη ευκοσμία, ένα βιβλίο. Και ήταν τοποθετημένα, και από τα δύο μέρη γύρω του, και άλλα πολλά βιβλία. Είχε δε σωρευτεί εκεί δίπλα και μεγάλος αριθμός ζώων τα οποία είχαν υποστεί ανατομία εξ ολοκλήρου. Αυτός δε άλλοτε με βιαστικό ρυθμό παραδιδόταν εις το να γράφει, άλλοτε έπεφτε σε κατάσταση ηρεμίας, συγκρατών τον εαυτό του εις ακινησίαν και βυθιζόμενος εις εσωτερικές σκέψεις. Έπειτα δε από ολίγον χρόνο αφού έκανε αυτά, σηκωνόταν και περπατούσε και εξέταζε τα σπλάχνα των ζώων. Έπειτα, αφού τα τοποθετούσε στη θέση τους, ερχόταν στον λίθινο θρόνο, καθόταν και συνέχιζε να γράφει...»

Είναι αλήθεια ότι ο Δημόκριτος αντίκριζε τα πάντα με γέλιο, σε αντίθεση με τον πιο θλιμμένο Ηράκλειτο. Ο Στοβαίος μας αναφέρει ότι «αντί να οργίζονται οι σοφοί κατελαμβάνοντο ο μεν Ηράκλειτος από δάκρυα, ο δε Δημόκριτος από γέλωτα».

Ο Σουίδας αναφέρει ότι ο μεγάλος λυρικός ποιητής Διαγόρας ο Μήλειος, υπήρξε δούλος, και ο Δημόκριτος διέγνωσε την ευφυία του και τον αγόρασε με το ποσό των δέκα χιλιάδων δραχμών, κι έπειτα του έδωσε την ελευθερία του και τον έκανε μαθητή του. Αργότερα, ο Διαγόρας έγινε ποιητής και πήγε στην Αθήνα, αλλά εκεί, συζητώντας τα πράγματα που έμαθε από τον Δημόκριτο, συνελήφθη για αθεϊσμό και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά κατάφερε να διαφύγει και δεν ξαναγύρισε ποτέ στην Αθήνα.

Από την ύστερη αρχαιότητα ακόμη, συζητείται και ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους το ότι ο Πλάτωνας, ο οποίος έχει συζητήσει επανειλημμένα τις διδασκαλίες του Αβδηρίτη Πρωταγόρα και όλων των προγενέστερων φιλοσόφων, δεν αναφέρει πουθενά ούτε μία λέξη για τον Δημόκριτο. Ο Διογένης Λαέρτιος όμως, μας δίνει τις ακόλουθες πληροφορίες: «Ο Αριστόξενος, στα ιστορικά του υπομνήματα, λέει ότι ο Πλάτωνας θέλησε να κάψει όσα συγγράμματα του Δημόκριτου είχε μπορέσει να συγκεντρώσει. Όμως, οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι Αμίλκας και Κλεινίας τον εμπόδισαν, λέγοντάς του ότι από αυτό δεν θα προκύψει κανένα αποτέλεσμα, διότι τα βιβλία ήδη πλέον βρισκόντουσαν στα χέρια πολλών. Άλλη απόδειξη γι΄ αυτό αποτελεί το ότι ο Πλάτων, αν και έχει αναφέρει όλους τους αρχαίους φιλοσόφους, δεν αναφέρει σε κανένα σύγγραμμα του τον Δημόκριτο, ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες θα έπρεπε να φέρει κάποια αντίρρηση στις διδασκαλίες του. Είναι προφανές ότι ο Πλάτων γνώριζε ότι θα έπρεπε να κάνει πολεμική εναντίον του αρίστου εκ των φιλοσόφων...» (Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο μαθητής του ο Αριστοτέληςσυζητά πολύ συχνά στα συγγράμματα του τις διδασκαλίες του Δημόκριτου και εκφράζεται με μεγάλο σεβασμό γι' αυτές...) . Ακόμη και ο μισάνθρωπος Τίμωνας μνημόνευει τον Δημόκριτο σε ένα δίστιχο: «Μεταξύ των πρώτων ανέγνωσε και τον Δημόκριτο με την υπερβολική του σοφία, τον βασιλέα των λόγων, συζητητή εξαίσιο με διφορούμενα επιχειρήματα...» (Λέγοντας «διφορούμενα επιχειρήματα» και ονομάζοντας τον Δημόκριτο «αμφίνοον λεσχήνα», αναφέρεται στην κωδική γλώσσα, την οποία, όπως και όλοι οι φιλόσοφοι, έτσι και ο Δημόκριτος τη χρησιμοποιούσε σε πολλά γραπτά του, όταν ήθελε να μιλήσει για τα μεγάλα μυστικά του κόσμου... Είναι η κατά την αρχαιότητα λεγόμενη «αλληγορία», από τα άλλο και αγορεύω, δηλαδή όταν άλλα λέω και άλλα εννοώ). Είναι μάλλον βέβαιο ότι τελικά ο Πλάτωνας έκαψε τα συγγράμματα του Δημόκριτου που είχε συγκεντρώσει (οι Πυθαγόρειοι δεν θα μπορούσαν να τον εμποδίζουν κάθε μέρα), και το ίδιο έκαναν και όλοι όσοι δεν ήθελαν να διαδοθούν αυτές οι παράξενες νέες θεωρίες που αναιρούσαν τόσο πολλά πράγματα που πολλοί άνθρωποι τα θεωρούσαν πολύτιμες και μεγάλες αλήθειες. Ανάμεσα σε αυτές τις θεωρίες, όμως, στα συγγράμματα του Δημόκριτου, υπήρχαν και πολλά μυστικά και αποκαλύψεις που οι μυστικιστές της εποχής δεν ήθελαν καθόλου να φανερώνονται στο φως της ημέρας με τη μορφή βιβλίου που μπορούσε να πέσει στα χέρια του καθενός ενώ οι ίδιοι τα έκρυβαν ζηλότυπα στο σκοτάδι των κελιών τους. (Επίσης, πολλά από τα συγγράμματα περιείχαν φριχτά ανοσιουργήματα, όπως π.χ. το ότι οι Δελφοί δεν ήταν ο ομφαλός της Γης και η Ελλάδα δεν βρισκόταν στο μέσον της Γης...)

Πολλές φορές αποδίδουμε· στην τύχη ή στο πέρασμα των αιώνων το γεγονός ότι ένα αρχαίο σύγγραμμα «δεν διασώθηκε» (άραγε, να «διασωθεί» από τι;), αλλά τι θα λέγατε για περίπου εκατό (απ’ όσα γνωρίζουμε, ίσως και περισσότερα) σημαντικά συγγράμματα, δηλαδή όλο το έργο του μεγαλύτερου των φιλοσόφων;


Όταν ένα αρχαίο σύγγραμμα «διασώζεται», όσο περνά ο χρόνος τόσο περισσότεροι μελετητές και συγγραφείς το παίρνουν στα χέρια τους και αναφέρονται σε αυτό στα δικά τους συγγράμματα ή το επανεκδίδουν. Όσο περισσότερες αναφορές αποσπασμάτων βρίσκουμε σε άλλους συγγραφείς μέσα στα χρόνια και στους αιώνες που ακολουθούν, τόσο περισσότερο χρόνο «διασώθηκε» το σύγγραμμα ή ένα κομμάτι του. Έτσι, είναι φανερό ότι τα συγγράμματα του Δημόκριτου «δεν διασώθηκαν» από την αρχαιότητα ακόμη, αφού αποσπάσματα τους παραθέτει σχεδόν αποκλειστικά ο Αριστοτέλης (του οποίου η τεράστια και θαυμαστή βιβλιοθήκη επίσης αγνοείται) και πέντε-έξι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι οι οποίοι και είχαν μόνο αποσπάσματα (που προέρχονταν συνήθως από αναφορές των μαθητών του Αριστοτέλη), και ξέρουμε ότι με το ζόρι κάποια συγγράμματα έφτασαν μέχρι την εποχή του Σουίδα, του Καλλίμαχου και του Θρασύλλου. Οι θιασώτες της θρησκευτικής και μυστικιστικής επικράτειας των εποχών, είχαν κάθε λόγο να εξαφανίσουν από το πρόσωπο της γης όλη αυτήν την πρωτόγνωρη επιστημονική θεώρηση των πάντων που διέδιδε το «υλιστικό» έργο του Δημόκριτου, όπως είχαν κάθε λόγο να εξαφανίσουν ακόμη και τη μνήμη για τον μεγάλο φιλόσοφο, αποθαρρύνοντάς τους πάντες να γράψουν για τον βίο και τα έργα του. Ακόμη και απλά τους τίτλους των έργων τουΔημόκριτου, τους γνωρίζουμε μόνο και μόνο επειδή τους αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος και ο Καλλίμαχος. Οι τίτλοι είναι πάρα πολλοί, και παραθέτω εδώ μονάχα μερικούς δειγματοληπτικά, για να φανεί πόσο σημαντικά, πρωτόγνωρα και παράξενα βιβλία ήταν:

Μέγας Διάκοσμος, Μικρός Διάκοσμος, Κοσμογραφίη, Περί των Πλανητών, Περί Σαρκός Περί Νου, Περί Αισθησίων, Περί Ειδώλων, Περί των εν Αίδου (Άδη), Περί Χυμών, Περί Χροών, Περί των Διαφερόντων Ρυσμών, Περί Αμειψιρυσμιών, Περί Απορημάτων, Αιτίαι Ουράνιαι, Αιτίαι Αέριοι, Αιτίαι Επίπεδοι, Αιτίαι Περί Πυρός και Περί των Εν Πυρί, Αιτίαι Περί φωνών, Αιτίαι Περί Σπερμάτων, Περί της Λίθου, Περί Διαφορής Γνώμης, Περί Σφαίρηε, Περί Αλόγων, Μέγας Ενιαυτός, Ουρανογραφίη, Εκπετάσματα, Ακτινογραφίη, Άμιλλα Κλεψύδραι, Πολογραφίη, Περί Ζώων, Περί Καλλοσύνης Επέων, Περί Ευφώνων και Δυσφώνων, Περί Αοιδής, Περί Ρυθμών και Αρμονίης, Περί των εν Βαβυλώνι ιερών Γραμμάτων, Περί των εν Μερόηι Μυστών, Ωκεανού Περίπλους, Χαλδαϊκός Λόγοε, Χερνικά, Περί Ευθυμίης, Τριτογένεια, Κρατυντήρια, κλπ, κλπ, κλπ...

Απ’ όλα αυτά τα έργα που τους τίτλους τους μόνο γνωρίζουμε, αλλά και από όλα εκείνα που δεν γνωρίζουμε ούτε τους τίτλους τους, διασώζονται αποσπάσματα από συφορές που γεμίζουν (μαζί με κάποιες δεκάδες γνωμικά) όλο κι όλο καμιά δεκαριά σελίδες ενός βιβλίου!

Και για να καταλάβει ο αναγνώστης για τι είδους πράγματα μιλάμε εδώ, ιδού το μόνο διασωθέν κομματάκι από το ογκώδες έργο του Δημόκριτου με τίτλο Περί των εν Αίδου (Άδη), το οποίο παραθέτει ο Πρόκλος: «Ο Δημόκριτος εξηγεί κατά τον ακόλουθο τρόπο πως ο αποθανών δύναται να επανέλθει στη ζωή: Ο θάνατος δεν ήταν νέκρωσης, όπως φαίνεται, ολοκλήρου της ζωής του σώματος, αλλά μια χαλάρωσης της ζωής, ίσως ένεκα κάποιου κτυπήματος ή τραύματος. Οι δεσμοί όμως της ζωής οι υπάρχοντες γύρω από τον μυελόν, έμεναν στερεώς ριζωμένοι, και η καρδία είχε ενυπάρχοντα εις το βάθος της του σπινθήρα της ζωής. Και εφόσον είχαν παραμείνει αυτά τα ζωτικά στοιχεία, ανέκτησε ο αποθανών την εσβησμένη ζωή του, αφού έγινε κατάλληλος για να καταστεί εμψυχωμένη ύπαρξης...»

Να και το μικρό απόσπασμα που έχουμε από το έργο Περί Ιδεών, όπως το αναφέρει ο Σέξτος ο Εμπειρικός, που κι αυτός κατέχει μόνο το απόσπασμα: «Ο άνθρωπος πρέπει να κατανοήσει ότι βρίσκεται σε πολύ μακρινή απόσταση από την πραγματικότητα... Οι σκέψεις τις οποίες αναπτύξαμε αποδεικνύουν καθαρά, ότι καμία πραγματικά αληθινή γνώση δεν έχουμε για κανένα πράγμα, αλλά στον καθένα από τους ανθρώπους οι δοξασίες της οποίες σχηματίζει προέρχονται από το ρεύμα των ατόμων και των ειδώλων τα οποία εκπέμπουν τα πράγματα, το οποίον προσπίπτει σε αυτούς... Είναι απρόσιτη η γνώση που φανερώνει τι είναι κατά την αληθινή πραγματικότητα το κάθε πράγμα...»

Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει: «Ο Δημόκριτος εκπαίδευε τον εαυτό του, λέει ο Αντισθένης με πολλούς τρόπους και με μέσα τέτοια ώστε να εξετάζει τις εντυπώσει των αισθήσεων, γι’ αυτό και πολλές φορές έμενε σε απόλυτη απομόνωση και σύχναζε σε σκοτεινούς τύμβους...» Ο Aullus Gellius αναφέρει: «Έχει καταγραφεί ότι ο Έλληνας φιλόσοφος Δημόκριτος, ένας άνδρας άξιος σεβασμού πιο πολύ από κάθε άλλον άνθρωπο που περπάτησε στη γη, άνθρωπος πολύ μεγάλης μάθησης και σοφίας, με τη θέληση του στέρησε από τον εαυτό του την όραση και αυτοτυφλώθηκε, διότι πίστευε ότι οι σκέψεις και οι συλλογισμοί του νου του, όταν εξέταζε τους νόμους της φύσης, θα ήταν πιο ζωηροί και ακριβείς αν μπορούσε να τους ελευθερώσει από τα δεσμευτικά θέλγητρα της όρασης και από τις περισπάσεις που επέφεραν τα μάτια. Την πράξη του αυτή, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εύκολα και ανώδυνα τύφλωσε τον εαυτό του με μία ευφυή επινόηση, την περιγράφει ο ποιητής Λαβέριος: Ο Δημόκριτος, ο σοφός των Αβδήρων, μια ασπίδα έστησε για να αντικρίσει του ήλιου την ανατολή, να καταστρέψει την όραση του από του μπρούντζου τη λάμψη, κι έτσι με τις ακτίνες του ηλίου κατέστρεψε τα μάτια του...» φυσικά, ο Δημόκριτος, συχνάζοντας σε σκοτεινούς τύμβους και κοιτώντας κάτοπτρα που καθρέφτιζαν τον ήλιο, δεν τυφλωνόταν μόνιμα αλλά προσωρινά, για να πετύχει την αποδέσμευση από την αίσθηση της όρασης για λίγο καιρό, ώστε να πειραματιστεί με την πραγματικότητα και να αποδεσμεύσει τον νου από τη συνεχή παρατήρηση του ορατού κόσμου. Τόσο αφοσιωμένος ήταν στην αναζήτηση της αλήθειας.

Ο Δημόκριτος έβλεπε φάσματα, «είδωλα», μέσα στο σκοτάδι των τύμβων, και συχνά υπέφερε από οπτικές παραισθήσεις, ενώ ανάμεσα σε αυτές έβλεπε μελλοντικά γεγονότα τα οποία πλέον μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια. Επίσης πίστευε ότι τα οράματα που βλέπει ο άνθρωπος στον ύπνο του, έχουν εξωτερική προέλευση (και έλεγε ότι τα όνειρα είναι λιγότερο αξιόπιστα το φθινόπωρο, εξαιτίας των διαταραχών στον αέρα εκείνη την εποχή). Έλεγε, επίσης, ότι αυτά που οι άνθρωποι ονομάζουν θεούς, δεν είναι παρά είδωλα, περιπλανώμενα φαντάσματα, διοράματα που εκπέμποντας από τη φύση. Ο Δημόκριτος μιλούσε για φασματικά κατοπτρικά simulacra..

Όταν τον κατηγορούσαν με όλων των ειδών τις συκοφαντίες οι ζηλόφθονοι και μισαλλόδοξοι άνθρωποι της εποχής του, έλεγε: «Ο αγαθός άνθρωπος δεν δίνει καμία σημασία στις κατηγορίες εναντίον του που προέρχονται από φαύλους... Με μεγάλη δυσκολία έρχονται προς εμάς τα αγαθά κατόπιν επιμόνου αναζητήσεώς τους, ενώ τα κακά μας έρχονται εύκολα και χωρίς να τα επιζητήσουμε... Αλλά είναι χαρακτηριστικό ενός θεϊκού νου, να απασχολεί κανείς τη σκέψη του πάντοτε με κάτι το ευγενικό...» ΟΔημόκριτος εφαρμόζοντας ο ίδιος ότι θεωρίες του για υγιεινή ζωή, έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα, στην ηλικία των 110 ετών. Μια μέρα κατάλαβε ότι θα πεθάνει και το είπε στην αδελφή του. Αλλά εκείνη του είπε ότι, αν πέθαινε, αυτό θα την εμπόδιζε να συμμετάσχει στον εορτασμό των θεσμοφορίων, γιατί θα έπρεπε να πενθήσει. Ο Δημόκριτος της είπε ότι θα αναβάλει τον θάνατο του για να μπορέσει εκείνη να συμμετάσχει στους πολυήμερους εορτασμούς, αλλά την παρακάλεσε να του φέρνει λίγο μέλι κάθε πρωί. Έτσι, βάζοντας λίγο μέλι κάθε πρωί στα ρουθούνια του και εισπνέοντας το άρωμα του, κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή μέχρι το τέλος των εορτών, ώσπου επέστρεψε η αδελφή του που δεν ήθελε να πενθήσει και να χάσει το πανηγύρι. Και τότε ο Δημόκριτος είπε γελώντας: «Λοιπόν, τώρα μπορώ να φύγω. Σας χαιρετώ...»


ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΥΛΟΥ

Ο φιλόσοφος Κρατύλος έζησε στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα στην Αθήνα, και ήταν πολύ ένθερμος οπαδός του Ηράκλειτου(άλλωστε το ένα όνομα σχεδόν είναι αναγραμματισμός του άλλου). Ο Αριστοτέλης μας πληροφορεί ότι ο Κρατύλος ήταν ο πρώτος δάσκαλος του Πλάτωνα στη φιλοσοφία. Απ’ αυτόν ο Πλάτωνας διδάχθηκε ότι όλα τα αισθητά πράγματα βρίσκονται σε αδιάλειπτο ροή και γι’ αυτό δεν επιδέχονται ακριβολογικό ορισμό. Ο Κρατύλος έλεγε ότι η ροή των αισθητών μας εμποδίζει να διατυπώσουμε οποιαδήποτε κρίση περί αυτών. Γι’ αυτόν τον λόγο, το θεωρούσε τελείως περιττό να δίνει απάντηση σε οποιοδήποτε ερώτημα του έκαναν. Όταν τον ρωτούσαν κάτι, αντί για απάντηση κουνούσε απλά το δάχτυλο του χαμογελώντας, για να δηλώσει ότι τα πράγματα, βρισκόμενα σε διαρκή κίνηση, καθιστούν αδύνατο οποιονδήποτε στατικό καθορισμό. Στο σύμπαν δεν υπάρχει πουθενά στατικότητα αλλά παντού μόνο ροϊκότητα. Κουνώντας το δάχτυλο και σιωπώντας, ήταν σαν να έλεγε «τα πάντα ρέουν, κινούνται, αλλάζουν, ότι και να σου απαντήσω θα είναι λάθος». Δεν απαντούσε ποτέ τίποτε άλλο. Κι έτσι δεν ξέρουμε τίποτε άλλο γι’ αυτόν πέρα από το δάχτυλο του. Ο Πλάτωνας προς τιμήν του έγραψε τον διάλογο Κρατύλος. Εκεί, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ο Κρατύλοςήταν οπαδός της ορθοέπειας θεωρίας, κατά την οποία τα ονόματα δεν είναι συμβατικές κατασκευές, αλλά έχουν φυσική ορθότητα. Όταν όμως ρωτούσαν τον Κρατύλο γιατί τα ονόματα έχουν μία πάγια φυσική ορθότητα ενώ τα πάντα βρίσκονται σε ακατάπαυστη ροή, εκείνος φυσικά δεν τους απαντούσε και κουνούσε πάλι το δάχτυλο...

Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ο ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Ο Σωκράτης (470-399 π.Χ.) ήταν μάλλον ο ευγενέστερος των φιλοσόφων, παρόλο που ήταν ταπεινής καταγωγής. Ελάχιστοι άνθρωποι σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας ενέπνευσαν τόσο πολύ τους ανθρώπους όσο ο Σωκράτης. Ένας άνθρωπος που στους μεταγενέστερους χρόνους μετατράπηκε σε σύμβολο της φιλοσοφίας, και που ακροβατεί ανάμεσα στον θρύλο και στην πραγματικότητα. Πολλοί τον χαρακτήρισαν ως τον πιο σοφό των ανθρώπων, αλλά μάλλον είναι πιο δίκαιο να πούμε ότι ήταν ο πιο άνθρωπος των σοφών. Η μνήμη του συγκινεί βαθύτατα όλους τους μελετητές της φιλοσοφίας, ακόμη και σήμερα που έχουν περάσει σχεδόν δυόμισι χιλιάδες χρόνια από την άδικη δολοφονία του στην αρχαία Αθήνα. Ο Σωκράτης ήταν ο μεγαλομάρτυρας της φιλοσοφίας, ο σοφός που εξέταζε και έλεγχε τους ανθρώπους και οι άνθρωποι τον σκότωσαν.

Ήταν υιός ενός λιθοξόου, του Σωφρονίσκου, και της μαίας Φαιναρέτης (από την οποία ίσως να εμπνεύστηκε τον όρο «μαιευτική μέθοδος»). Από τη μητέρα του αλλά από άλλο της σύζυγο, είχε και έναν αδελφό, τον Πατροκλέα. Η οικογένεια του κάθε άλλο παρά εύπορη ήταν, και όλοι μαρτυρούν ότι ο Σωκράτης έζησε όλη του τη ζωή «εν μυρίαι πενίαι», σε μεγάλη πενία. Από πολύ μικρό παιδί είχε δείξει μια φυσική ιδιοφυΐα για όλα τα πράγματα, αλλά ποτέ για κάτι συγκεκριμένο, ενώ, μάλλον λόγω της φτώχειας, δεν είχε καμία εκπαίδευση ούτε παιδεία κανενός πράγματος. Ακόμη κι όταν, μεγάλωσε, καλά-καλά δεν γνώριζε ούτε να γράφει, και μάλιστα γελοιοποιούταν κάθε φορά που αναγκαζόταν να γράψει ή να αναγνώσει κάτι, γιατί έκανε πολλές ανορθογραφίες και φριχτά λάθη στην προφορά, όπως τα μικρά παιδιά.

Όταν τον ρωτούσαν ποιοι ήταν οι δάσκαλοι του, εκείνος απαντούσε ότι ήταν «αυτοδίδακτος», μια λέξη που τη χρωστάμε σε αυτόν, που την επινόησε για να πει ότι ο ίδιος δίδαξε τον εαυτό του. Ήταν, λοιπόν, αυτοδίδακτος στη φιλοσοφία, ή, όπως έλεγε άλλες φορές, «αυτουργός της φιλοσοφίας» και όλοι γελούσαν. (Αν και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις πως ίσως για λίγον καιρό ήταν μαθητής του Αρχέλαου, μαθητή του Αναξαγόρα). Ο ίδιος διηγούταν πως όταν ήταν παιδί, ήταν πολύ άτακτος και δεν είχε καλή συμπεριφορά, δείχνοντας πλήρη ανυπακοή ακόμη και στον πατέρα του. Όταν ο πατέρας του τον διάταζε να πάρει τα εργαλεία της τέχνης του και να πάει να τον συναντήσει σε κάποιο μέρος για να τον βοηθήσει, εκείνος παραμελούσε την προσταγή και έτρεχε όπου του άρεσε και έπειτα όλοι τον έψαχναν. Έλεγε ότι ακολούθησε τη φιλοσοφία για να κάνει ότι του αρέσει και να το δικαιολογεί όπως θέλει. ΟΣωκράτης ήταν άνθρωπος με εξαιρετικά πολύ χιούμορ. Κανένας γύρω του δεν χειριζόταν τόσο καλά τον λόγο όσο αυτός, ήταν ένας αξιοθαύμαστος συζητητής, κανείς δεν μπορούσε να ξεχάσει ακόμη και μία απλή συζήτηση με τον Σωκράτη και σίγουρα θα τη θυμόταν σε όλη του τη ζωή. Ο Σωκράτης έλεγε ότι από την παιδική του ηλικία άκουγε μια εσωτερική φωνή, το «δαιμόνιο» του, η οποία πάντα τον απέτρεπε, να κάνει ή να πει κάποια πράγματα και ποτέ δεν τον προέτρεπε, και επίσης τον συμβούλευε. Αγαπούσε τη φιλοσοφία όσο τίποτε άλλο στη ζωή ίου. «Εγώ, όταν ήμουν νέος, σε υπερβολικά θαυμαστό βαθμό καταλήφθηκα από τη σφοδρή επιθυμία να αποκτήσω αυτή τη σοφία, την οποία ως γνωστόν ονομάζουν έρευνα αναφερόμενη στη φύση...» Από μικρός, λοιπόν, ασχολήθηκε με τη φυσική φιλοσοφία και έρευνα (η οποία στην εποχή του απαγορευόταν με νόμο, και γι’ αυτό αρνήθηκε στο περιβόητο δικαστήριο ότι ασχολήθηκε ποτέ μ’ αυτήν), αργότερα με τη σοφιστεία, αλλά τελικά ήταν ο ιδρυτής της ηθικής φιλοσοφίας και της λεγόμενης ανθρωπολογικής, ενώ εντρύφησε και στα γνωσιολογικά προβλήματα και στις νοητικές διαδικασίες. Δίδασκε, στους ανθρώπους πώς να σκέφτονται σωστά.


Ήταν παντρεμένος, και η σύζυγός του ονομαζόταν Ξανθίππη (που έμεινε θρυλική για τον εξαιρετικά δύστροπο χαρακτήρα της και είχε τρία παιδιά: τον Λαμπροκλή, τον Σωφρονίσκο και τον Μενέξενο. Η Ξανθίππη φαίνεται ότι τυραννούσε πολύ τονΣωκράτη, ο οποίος εξαντλούσε όλη του την υπομονή για να την υποφέρει. Στο έργο Συμπόσιο του Ξενοφώντα, υπάρχει ένα χαρακτηριστικό σημείο στο οποίο αναφέρεται ότι ο Σωκράτης, όταν του είπαν ότι οι γυναίκες είναι ανεπίδεκτες μαθήσεως και σοφίας, εξέφρασε τη γνώμη ότι «η γυναικεία φάσις είναι επιδεκτική διδασκαλίας». Τότε, ο Αντισθένης, απαντώντας στον Σωκράτη, εκφράζει την απορία του γιατί τότε δεν κατορθώνει να αλλάξει με τη διδασκαλία του τον χαρακτήρα της Ξανθίππης: «Πώς, λοιπόν, ωΣωκράτη, και εσύ δεν βελτιώνεις δια της διδασκαλίας την Ξανθίππη, αλλά έχεις γυναίκα η οποία είναι εις ύψιστον βαθμόν δυσκολομεταχείριστη εξ όλων των γυναικών αίτινες υπάρχουν, υπήρξαν και θα υπάρξουν;...». Ο Σωκράτης δίνει την ακόλουθη απάντηση: «Διότι βλέπω ότι και εκείνοι: οι οποίοι θέλουν να γίνουν ικανοί ιππείς, προσπαθούν να αποκτήσουν όχι ευπειθέστατους αλλά θυμοειδείς ίππους. Διότι νομίζουν ότι αν έχουν τη δύναμη να δαμάζουν αυτούς τους ίππους, με ευκολία θα μπορούν να οδηγούν όλους τους άλλους ίππους. Και εγώ, λοιπόν, επειδή θέλω να αποκτήσω ικανότητα να έχω σχέση και συναναστροφή με τους ανθρώπους, έχω ως σύζυγο αυτήν, διότι γνωρίζω καλώς ότι εάν κατορθώσω να υποφέρω αυτήν, ευκόλως θα κάνω συναναστροφή με οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο...»

Υπήρξε γενναίος πολεμιστής, και πολέμησε σε μάχες επιδεικνύοντας μεγάλη αντοχή και δεξιοτεχνία, κερδίζοντας τον θαυμασμό των συμπολεμιστών του.

Ο Σωκράτης (που ήταν κοντός και καθόλου όμορφος, και όλοι έλεγαν ότι έμοιαζε με σάτυρο) βάδιζε στους δρόμους με βήμα αγέρωχο, κρατώντας το κεφάλι ψηλά προς τα επάνω και πίσω, και συνήθιζε να ρίχνει πλάγια βλέμματα. Το συχνό πλάγιο βλέμμα του Σωκράτη, που ήταν σαν να μην ήθελε να του ξεφύγει τίποτε ή σαν να επιτιμούσε όποιον έβλεπε, παρομοιαζόταν με το βλέμμα του ταύρου. Η εξωτερική εμφάνιση του ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακή και παράδοξη, άσχημη και ίσως αποκρουστική για πολλούς. Και ήταν υπέρμετρα αντιφατική με τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο, τα ψυχικά του χαρίσματα και τη μεγάλη διανοητική του ικανότητα. Κατά τα άλλα, ήταν πάντα ξυπόλητος, ατημέλητος, ήρεμος και ειρηνικός, απέφευγε τα λουτρά, φορούσε το ίδιο σκοροφαγωμένο ένδυμα και το χειμώνα και το καλοκαίρι, και αγαπούσε την παρέα με φίλους. Παρουσιάζεται ως άνθρωπος που καταφρονούσε τις απολαύσεις της ζωής, «του οποίου η σκέψη είχε στραφεί σε κάτι το Οποίο ευρίσκεται πέραν του συνηθισμένου κόσμου». Συχνά άκουγε το δαιμόνιο του να του μιλά, και τότε προσπαθούσε να απομονωθεί για να το ακούει καλύτερα και σε όποιον του μιλούσε του ζητούσε να σιωπήσει, και ακόμη πιο συχνά έπεφτε σε ένα είδος έκστασης ή βαθιάς αυτοσυγκέντρωσης, ίσως εξετάζοντας κάποιο πρόβλημα, για πολλές ώρες.

Ο Πλάτωνας διηγείται ότι ο Σωκράτης βάδιζε μαζί του για να πάνε στο σπίτι ενός φίλου που τους κάλεσε για δείπνο, και είχαν φτάσει κοντά στο σπίτι όπου περίμεναν οι προσκεκλημένοι, βαδίζοντας αργά έμενε διαρκώς πίσω και τελικά σταμάτησε στα πρόθυρα ενός γειτονικού σπιτιού. «Ο Σωκράτης, λοιπόν, έχοντας στρέψει την προσοχή του κατά τέτοιον τρόπο προς τον εαυτό του, πορευόταν μένοντας πίσω και, όταν ο φίλος του τον περίμενε, εκείνος τον προέτρεπε να προχωρεί... Ο Σωκράτης, λοιπόν, αφού στάθηκε στο πρόθυρο μιας γειτονικής οικείας, έχει σταματήσει εκεί, και παρόλο που εγώ του φωνάζω, δεν θέλει να εισέλθει... Αλλά, αφήστε τον, διότι έχει αυτή τη συνήθεια, κάποτε παραμερίζει και ίσταται ακίνητος όπου τύχει, θα έλθει όμως συντόμως, όπως νομίζω. Μην τον ταράζετε, αλλά αφήνετε τον ήσυχο...Έπειτα, λοιπόν, ήλθε ο Σωκράτης μόνος, όπως άλλωστε συνήθιζε επί πολύ, αλλά ήλθε όταν αυτοί βρισκόντουσαν στα μέσα περίπου του δείπνου...».

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο Αλκιβιάδης διηγείται ένα άλλο περιστατικό με τον Σωκράτης κατά την εκστρατεία της Ποτίδαιας: «Ήταν ανώτερος στην αντοχή από όλους τους άλλους... Ακόμη και στις οινοποσίες τους νικούσε όλους και, πράγμα το οποίο είναι θαυμαστό, ουδείς άνθρωπος είδε ποτέ τον Σωκράτη μεθυσμένο... θαυμαστός ήταν και στην αντοχή του ψυχρού κλίματος. Εξερχόταν από τη σκηνή, ενδεδυμένος το ένδυμα το οποίο συνήθιζε να φορεί, ξυπόλητος μέσα στους πάγους, και βάδιζε καλύτερα από εκείνους που φορούσαν υποδήματα... Σε άλλη περίσταση, βυθισμένος σε μία αυτοσυγκέντρωση από το πρωί, είχε σταθεί στο μέρος όπου βρέθηκε απασχολημένος με κάποια σκέψη. Και επειδή μάλλον δεν κατόρθωνε να προχωρήσει στις σκέψείς του, δεν διέκοψε την αυτοσυγκέντρωση του, αλλά εξακολούθησε να στέκει απασχολημένος με την εξέταση του ζητήματος. Και είχε πλέον φτάσει η μεσημβρία, και τον αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι και θαυμάζοντας έλεγαν ο ένας στον άλλον ότι ο Σωκράτης έχει μείνει ακίνητος εκεί από το πρωί, απασχολημένος με κάποιο ζήτημα. Εν τέλει μερικοί εξ εκείνων οι οποίοι τον είδαν, όταν έγινε εσπέρα, δείπνησαν, και αφού έβγαλαν από τις σκηνές τα στρώματα τους κοιμόντουσαν στην παγωνιά, αλλά συγχρόνως τον παραφυλούσαν για να δουν αν θα σταθεί ακίνητος εκεί και κατά τη νύκτα. Αυτός στάθηκε ακίνητος μέχρι ότου ήλθε η αυγή και βγήκε ο ήλιος. Έπειτα απομακρύνθηκε αφού απέτεινε χαιρετισμό προς τον ήλιο...»


Ο Σωκράτης, που ήταν αφοσιωμένος στην παρατήρηση του εαυτού του, αλλά δεν μιλούσε πολύ γι΄ αυτό, περνούσε τελικά στην παρατήρηση όλων των άλλων εαυτών γύρω του, εξετάζοντας τους, γι’ αυτό και αποκαλούσε τον εαυτό του «ψύλλο», ίσως για να δείξει ότι ήταν ταπεινός και ασήμαντος και μικρός σαν ένας ψύλλος, ίσως για να δείξει ότι ενοχλούσε επίμονα τους ανθρώπους όπως ο ψύλλος, αλλά μάλλον εννοούσε και τα δύο. Παρόλο που παλαιότερα είχε ασχοληθεί με το επάγγελμα του πατέρα του σκαλίζοντας την πέτρα, ο ίδιος έλεγε ότι αισθανόταν πιο κοντά στο επάγγελμα της μητέρας του που ήταν μαία: «Γιατί κι εγώ βοηθάω τους ανθρώπους να γεννήσουν: όχι παιδιά, αλλά ιδέες.,.» Δεν τον πρόσβαλλε ποτέ τίποτε, και είχε το χάρισμα να λέει τα πιο πολύπλοκα και βαθυστόχαστα πράγματα με τις πιο απλές λέξεις. Να δύο παραδείγματα γι’ αυτά: Ο αθυρόστομος Αλκιβιάδης τον πείραζε λέγοντάς του: «Δεν μπορείς να αρνηθείς, αγαπητέ Σωκράτη, ότι μοιάζεις με σάτυρο...», κι εκείνος απαντούσε «Έχεις δίκιο, και μοιάζω κυρίως στην κοιλιά. Πρέπει να αρχίσω να χορεύω για να κομψήνουν οι διαστάσεις της.. .«Όταν τον ρωτούσαν για τη φιλοσοφία, έλεγε: «Α, είναι πολύ απλό. Η φιλοσοφία δεν είναι κατοχή γνώσεων, αλλά συνεχής έρευνα αναφερόμενη όχι σε έναν περιορισμένο κύκλο θεμάτων αλλά στην ανθρώπινη ζωή γενικώς. Η φιλοσοφία είναι ο έρως και η εκζήτηση της γνώσεως. Ο θεός δεν φιλοσοφεί, γιατί κατέχει τη σοφία, φιλοσοφεί όμως ο άνθρωπος, διότι η ύπαρξη του είναι πεπερασμένη και ενδεής. Η κατάσταση που διεγείρει στον άνθρωπο την ορμή για φιλοσοφική έρευνα, είναι η απορία. Γι’ αυτό ρωτώ τους πάντες, αλλά συνήθως αποκρίσεις δεν δίδω, διότι δεν είμαι κάτοχος γνώσεων, γι’ αυτό και έχω πολλές απορίες, και γι’ αυτό φιλοσοφώ... Αλλά, κατέχω την τέχνη να κάνω και τους άλλους να απορούν...»

Αληθινά, ο Σωκράτης συντάρασσε τον νου και την ψυχή των συνομιλητών του και τους έκανε να χάνουν την ψευδαίσθηση ότι ήταν κάτοχοι σταθερών γνώσεων. Όταν συζητούσε, δήλωνε πάντοτε πλήρη άγνοια σε σχέση με το συζητούμενο θέμα, και έκανε συνεχώς ερωτήσεις. Άκουγε με υπομονή τους μαθητές του και ύστερα άρχιζε να διατυπώνει τις ερωτήσεις ή τις αντιρρήσεις του: «Όταν μιλάς για την αρετή, τι ακριβώς εννοείς με αυτή τη λέξη;» Πολύ σωστά, απαιτούσε ακριβείς συλλογισμούς, καθαρές διατυπώσεις, συνειδητή γνώση και όχι παιχνίδια με τις λέξεις. «Τι είναι αυτό;» ήταν η αγαπημένη του ερώτηση για οποιοδήποτε θέμα κι αν συζητούσε με τους ανθρώπους.

«Θεωρώ τον εαυτό μου», έλεγε, «τον σοφότερο μεταξύ των ανθρώπων, γιατί ξέρω πως δεν ξέρω τίποτε...» (μια αξιοθαύμαστα ρητορική δήλωση, αφού δεν μπορείς να ξεχωρίσει αν αυτός που την κάνει είναι αλαζονικός ή μετριόφρων). Ο Αριστοτέλης έλεγε για τον Σωκράτη: «Δύο πράγματα πρέπει να του αναγνωριστούν: οι επαγωγικοί συλλογισμοί και οι ορισμοί».

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ο Σωκράτης ήταν ένας πάρα πολύ ενοχλητικός και αντιπαθής άνθρωπος για όλους τους εξυπνάκηδες, τους πονηρούς και δόλιους ανθρώπους, τους μισαλλόδοξους, τους υποκριτές, τους ημιμαθείς, τους άδικους, τους μικρόνοες, τους κρυψίνοες, τους εξουσιαστές, τους εγωιστές, τους ξεροκέφαλους, τους βλάκες, τους κομπλεξικούς, κλπ, δηλαδή για το 80% του πληθυσμού οποιασδήποτέ εποχής.

Είναι ο φιλόσοφος που αποτέλεσε το αρχετυπικό θύμα της μισαλλοδοξίας και της αλαζονείας των ανθρώπων, της κρατικής εξουσίας και του παρωπιδισμού, του ιερατείου και του σκοταδισμού. Αγαπούσε τους νέους και οι νέοι τον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν, μαζεύονταν πάντοτε γύρω του στους δρόμους και στην αγορά και παρακολουθούσαν τις συζητήσεις του με τους ανθρώπους που εξέταζε: μετά από μερικές ερωτήσεις και επισημάνσεις, ο Σωκράτης αποδείκνυε ότι ο φαφλατάς συνομιλητής του είτε δεν ήξερε τι έλεγε, είτε καυχιόταν για γνώσεις που δεν κατείχε, είτε υποκρινόταν και δεν ενδιαφερόταν στ’ αλήθεια για τα πράγματα που έλεγε ότι ενδιαφερόταν, είτε ήταν ημιμαθής. Οι υποκριτές άνθρωποι οργίζονταν, έφευγαν κατηγορώντας τον Σωκράτη, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι τον αντιπαθούσαν ή τον μισούσαν θανάσιμα γιατί τους ξεμπρόστιαζε. Και οι ανήσυχοι -και πάντα ριζοσπάστες- νέοι, που συνήθως τα παρακολουθούσαν όλα αυτά, έπαιρναν πάντα το μέρος του Σωκράτη, μάθαιναν απ’ αυτόν ή διασκέδαζαν, τον ακολουθούσαν παντού για να μάθουν περισσότερα. Αυτός είναι ο λόγος που -οι θιγμένοι αλαζόνες που όλο και πλήθαιναν- κατηγόρησαν τον Σωκράτη στην πολιτεία για «διαφθορά των νέων». Αντί να αναγνωρίσουν έναν σοφό άνθρωπο και να μάθουν απ’ αυτόν και να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι ή να εμπνευστούν, αυτό που στα αλήθεια εννοούσαν κατηγορώντας τον για διαφθορά της νεολαίας ήταν ότι τους ξεγύμνωνε ηθικά και νοητικά, φανέρωνε τη βλακεία τους μπροστά στους νέους, και εκείνοι έχαναν το σεβασμό τους προς αυτούς. Δεν μπορούσαν πλέον να ασκήσουν εξουσία επάνω τους. Ο Σωκράτης απομυθοποιούσε την εξουσία των φαύλων που παρίσταναν τους ενάρετους και τους δημοκράτες, τους διανοούμενους και τους ειδικούς.

Τον κατηγόρησαν για ασέβεια και «εισαγωγή νέων θεών», επειδή έλεγε ότι είχε ένα δικό του δαιμόνιο, δηλαδή έναν ολόδικό του θεό που μιλούσε μόνο σ’ αυτόν προσωπικά και σε κανέναν άλλον, και επειδή έφερνε στο φως της εξέτασης και της έρευνας όλες τις αφελείς δεισιδαιμονίες τους και τις ανόητες δοξασίες και πεποιθήσεις τους, αναζητώντας τη λογική, τη διάνοια, το δίκαιο και την ηθική, που ήταν οι αληθινοί «θεοί» του Σωκράτη. Και το γελοίο της υπόθεσης ήταν ότι ο Σωκράτης ποτέ δεν έδειξε ασέβεια προς το θείο, αντιθέτως μάλιστα, ήταν άνθρωπος μετρημένος και ευσεβής, ούτε καταφρόνησε ποτέ έκδηλα την πολιτεία. (Και ακόμη και τομαντείο των Δελφών είχε δώσει χρησμό ότι ο Σωκράτης ήταν ο σοφότερος των ανθρώπων).

Στην αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια των φαύλων απέναντι στον Σωκράτη και στη δυσφήμηση του από αυτούς προς το λαό, συντέλεσε και ο φαφλατάς και άξεστος είρωνας Αριστοφάνης, που τον παρουσίαζε στην κωμωδία Νεφέλες και αλλού, ως άνθρωπο γελοίο, τεμπέλη, ονειροπαρμένο και πρόστυχο, πιθανώς τρελό και επικίνδυνο, και το παράδειγμα του συκοφάντη Αριστοφάνη μιμήθηκαν και άλλοι κωμικοί συγγραφείς της γελοιότητας και της γελοιογραφίας. Τα έργα αυτά δημιούργησαν μια τελείως αναληθή και δυσφημιστική εικόνα του Σωκράτη, και επηρέασαν σημαντικά την ετυμηγορία της δίκης που θα ακολουθούσε, με αποτέλεσμα την άνανδρη δολοφονία του ήρωα αυτού της φιλοσοφίας.

Ήταν ένας άνθρωπος που ποτέ δεν απέκρυψε τη γνώση και τις ιδέες, όπως έκαναν οι μυστικιστές χειραγωγοί των ανθρώπων σε όλες τις εποχές, που ωθούσε προς τη σοφία όλους τους φίλους του, αποστρεφόταν τα πλούτη και τις πόζες, και ήταν ένας πολύ φτωχός άνθρωπος, ένας αυθεντικός διανοούμενος και ένας αληθινός δάσκαλος.


«Εγώ», έλεγε, «βρίσκω μεγάλη ευχαρίστηση με τους καλούς φίλους, και εάν αποκτήσω μίαν ωφέλιμον γνώση, την ανακοινώνω εις αυτούς δια της διδασκαλίας, και τους συνιστώ και εις άλλους ανθρώπους, από τους οποίους νομίζω ότι θα έχουν κάποια καλή ωφέλεια ως προς την αρετή. Και τους θησαυρούς των παλαιών σοφών, τους οποίους εκείνοι τους κληροδότησαν εις ημάς γράψαντες αυτούς σε βιβλία, όταν βρίσκω τα βιβλία αυτά από κοινού με τους φίλους τα αναγιγνώσκω, και αν βλέπωμεν κάτι το οποίον είναι καλό, το εκλέγομεν και νομίζομεν μέγα κέρδος εάν γινόμεθα ωφέλιμοι προς αλλήλους...» Αυτόν τον άνθρωπο σκότωσαν οι Αθηναίοι. Ενώ ακόμη και τους τυράννους απλά τους εξόριζαν, τους τσαρλατάνους μάντεις τους θαύμαζαν, τους κόλακες και τους πονηρούς απατεώνες τους έδιναν πολιτικά αξιώματα, (όπως έδωσαν αξιώματα και τιμές στους κατήγορους του που τον οδήγησαν στο θάνατο). Να τι έγραφε το κατηγορητήριο ενάντια στον Σωκράτη: «Ο Σωκράτης είναι ένοχος μεγίστου αδικήματος, επειδή δεν αναγνώριζει ως θεούς εκείνους τους οποίους αναγνωρίζει η πόλης, εισηγείται δε νέας θεότητας. Είναι προσέτι ένοχος αδικήματος και επειδή διαφθείρει τους νέους. Η προτεινόμενη ποινή είναι θάνατος...» Αυτό είναι ουσιαστικά το κατηγορητήριο ενάντια στη φιλοσοφία, και ο Σωκράτης είναι ο μεγαλομάρτυρας της φιλοσοφίας. Δεν έγραψε ποτέ τίποτε, τη φιλοσοφία του την κατέγραψαν οι μαθητές του, κυρίως ο Πλάτωνας (ο μαθητής που τον αγαπούσε πιο πολύ απ’ όλους) σε μορφή διαλόγων. Αν δεν μαρτυρούσαν γι αυτόν ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας, ο Διογένης Λαέρτιος ο Πλούταρχος και οΠορφύριος, και μερικοί Σωκρατικοί φιλόσοφοι, δεν θα γνωρίζαμε σχεδόν τίποτε για τον Σωκράτη. Δεν θα αναφερθώ εδώ στη δίκη του Σωκράτη, γιατί θα απαιτούσε ένα ειδικό μεγάλο κείμενο ανάλυσης για να γίνει κατανοητό το τι ακριβώς συνέβη εκεί. Πάντως, ενώ του δόθηκε ίσως μια ευκαιρία μέσω των μαρτύρων υπεράσπισης να αποφύγει τον θάνατο, όταν τον ρώτησαν τι ποινή θα πρότεινε για τον εαυτό του αντί του θανάτου, εκείνος εξόργισε ακόμη περισσότερο το πλήθος και τους δικαστές όταν αντιπρότεινε ότι όχι μόνο δεν έπρεπε να τον καταδικάσουν αλλά ζήτησε και την τιμητική συντήρηση και ενίσχυση του από το πρυτανείο! Οι φίλοι του προσπάθησαν να τον πείσουν να τους αφήσει να τον βοηθήσουν να αποδράσει και να γλιτώσει, όπως είχαν φυγαδευτεί και γλιτώσει από την καταδίκη ο Πρωταγόρας και ο Αναξαγόρας πριν από, αυτόν, αλλά εκείνος αρνήθηκε, είτε από κούραση είτε από υπερηφάνεια είτε γιατί δεν είχε ταξιδέψει μακριά ποτέ του είτε αποδεχόμενος το ρόλο του ως μάρτυρα, κατά τη γνώμη μου, και όχι από πειθαρχία προς τους νόμους όπως έχει διαδοθεί. Τον οδήγησαν στη φυλακή, όπου έμεινε για λίγο τριγυρισμένος από τους μαθητές του που έκλαιγαν απαρηγόρητοι, και από τα μικρά παιδιά του που τα είχε φέρει η σαστισμένη Ξανθίππη για να τον αποχαιρετήσουν. Όταν ο δήμιος του έδωσε να πιει το κώνειο, παρηγορούσε τους αγαπημένους του φίλους και μαθητές μέχρι την τελευταία του ανάσα, λέγοντας: «Γιατί απελπίζεστε; Δεν ξέρετε άραγε πως από τη μέρα που γεννήθηκα η φύση με είχε καταδικάσει σε θάνατο; Καλύτερα λοιπόν εγκαίρως, και όσο είμαι υγιής, αποφεύγοντας την παρακμή. Είθε να είναι ευτυχής η μετοίκηση μου στον άλλο κόσμο, ο οποίος ίσως να είναι καλύτερος απ’ αυτόν εδώ...»


«Εγώ όσα πράγματα γνωρίζω, το πλήθος τα αποδοκιμάζει, κι όσα το πλήθος επιδοκιμάζει, εγώ δεν τα γνωρίζω καθόλου…» (Επίκουρος)

Ο ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΝΑΡΙ ΤΟΥ ΔΙΟΓΕΝΗ


Ένας από τους μαθητές του Σωκράτη (που ήταν τόσοι πολλοί που κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να υπολογίσει πόσοι ήταν, κι επιπλέον, αρκετοί απ’ αυτούς, φοβούμενοι μήπως θανατωθούν και οι ίδιοι, δεν παραδέχονταν ανοιχτά ότι ήταν μαθητές του), οΑντισθένης, ένας άνθρωπος ορκισμένος στην φτώχεια και στην αποστροφή προς τον υλικό πλούτο, που περηφανευόταν πολύ για την ταπεινοφροσύνη του, στον οποίο ο Σωκράτης είχε πει κάποτε «Αντισθένη, μέσα από τις τρύπες του ρούχου σου βλέπω την κενοδοξία σου», ίδρυσε τη σχολή των Κυνικών φιλοσόφων, που πήραν την ονομασία τους από το μέρος όπου βρισκόταν το «γυμνάσιο» τους, στο Κυνοσάργες. Ο Αντισθένης (444-370 π.Χ.) προερχόταν από οικογένεια δούλων, και δεν αποκλείεται αυτός να ήταν ο λόγος που ίδρυσε αυτή τη σχολή για τους φτωχούς, στην οποία (σαν ένας αρχαίος άγιος Φραγκίσκος) δεχόταν μόνο εκείνους που ασπάζονταν μια απόλυτη φτώχεια και απεξάρτηση από κάθε είδους υλικό πλούτο, ιδιοκτησία, εγωισμό, κύρος, εξουσία, φτύνοντας στα μούτρα τους άρχοντες, τους ιερείς, τους επίπλαστους θεσμούς και την κοινωνία των μικρονόων ανθρώπων. Η σχολή των Κυνικώνδεν κάηκε από την πρώτη στιγμή μαζί με τους ρακένδυτους θιασώτες της, μόνο και μόνο επειδή οι υπόλοιποι πολίτες τους έβλεπαν σαν καημένους κακομοίρηδες ή γραφικούς ακίνδυνους τύπους και ζητιάνους. Το μόνο που εξυμνούσαν ήταν η αδιαπραγμάτευτη αρετή και η ηθική σοφία, και κατά τα άλλα δεν έλεγαν ανοιχτά τη γνώμη τους για τίποτε, διότι το έβρισκαν αλαζονικό. Έκαναν μόνο σύντομα κυνικά σχόλια, αφού ήταν αυτοί που επινόησαν τον γνωστό σε όλους μας «κυνισμό», δηλαδή, για να το πούμε πιο σωστά, οι άνθρωποι αυτοί είχαν επινοήσει το καυστικό χιούμορ. Και, ευτυχώς γι’ αυτούς, το υψηλό χιούμορ δεν το κατανοούσαν πολλοί άνθρωποι τότε, όπως και τώρα.


Ο Αντισθένης είχε βρίσει επανειλημμένα τον Αλκιβιάδη, όπως και τον Γοργία και τον Ισοκράτη πριν απ’ αυτόν, ερχόταν σε ρήξη με όλους τους σημαντικούς ανθρώπους της εποχής του, χλεύαζε ακόμη και τον συμμαθητή του τον Πλάτωνα (τον αποκαλούσε Σάθωνα), αλλά πάνω απ’ όλα χλεύαζε και αποστρεφόταν τις γενικεύσεις και οτιδήποτε δεν ήταν χειροπιαστό ως επιχείρημα. «Ότι δίδουν οι αισθήσεις είναι αληθές, συνεπώς αληθές είναι μόνο το επί μέρους». Γενικές ιδέες, ως οντότητες, δεν υπάρχουν. «Ίππον μου ορώ», έλεγε χαρακτηριστικά, «ιππότητα δε ούχ ορώ…» Σημασία απέδιδε μόνο στις πράξεις και όχι στα λόγια, ειρωνευόταν έντονα όλες τις θεωρίες και τις συζητήσεις και τις διαφωνίες, και έλεγε ότι όλες προέρχονται από ασυνεννοησία, διακηρύσσοντας ότι κάθε έννοια δηλώνει μόνο ένα πράγμα, και όταν οι άνθρωποι διαφωνούν αυτό σημαίνει ότι δεν μιλούν για το ίδιο πράγμα, κι έτσι δεν συνεννοούνται καν, επειδή είναι ανόητοι. (Ομολογώ ότι αυτό ήταν μια πολύ σοφή διαπίστωση, απόλυτα ορθή και σημαντική).


Ως μόνο προορισμό της φιλοσοφίας θεωρούσε την κατανόηση των εννοιών και την ηθική, και η διδασκαλία του ήταν απλή και θετική, κηρύττοντας ότι η γνώση δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο προς εξασφάλιση της ευδαιμονίας, την οποία για να την αποκτήσει κάποιος πρέπει πρώτα να κατέχει την αρετή, η οποία είναι διδακτή. Στους Κυνικούς ο Αντισθένης δίδασκε, επίσης, ότι «ο ενάρετος άνθρωπος δεν έχει ανάγκη να συμπεριφέρεται συμφώνως προς τους νόμους, αρκεί να αφήσει την φύσιν αυτού να εκδηλωθεί ελευθέρως και χωρίς επιρροή από εξωτερική βία ή πλάνη και χωρίς εσωτερικό πάθος...» Έλεγε πως το μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο είναι η ελευθερία, η οποία επιτυγχάνεται μόνο μέσω της ανεξαρτησίας, και έλεγε ότι πρέπει να αποκτήσουμε την ανεξαρτησία μας από τον έξω κόσμο. Πώς μπορούσε κανείς να το πετύχει αυτό; Περιορίζοντας τις απαιτήσεις του από τη ζωή και από τους άλλους, ώστε να μην έχει ανάγκη από τίποτε και από κανέναν. «Η αληθινή αρετή δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Ούτε νόμον ανάγκη έχει ο σοφός κατά κρίσιν εαυτού δρων και φερόμενος».Έλεγε ότι οι νόμοι είναι για τους πολλούς, τους ανόητους και τους μέτριους, όχι για τους εκλεκτούς. Επίσης, πρέσβευε ιδέες κοσμοπολίτικες θεωρούσε απομάκρυνση από το φυσικό την αιώνια διαίρεση των ανθρώπων σε έθνη αντιμαχόμενα. Επίσης, είχε ελεύθερες αντιλήψεις για τον έρωτα, τον γάμο και την οικογένεια. Ουσιαστικά, οΑντισθένης ήταν ο πρώτος γνωστός αναρχικός στην Ιστορία, και οι Κυνικοί του ήταν αυτό ακριβώς, μία σχολή της αναρχίας. Ήταν καταπληκτικός ρήτορας και λογοτέχνης, ετοιμόλογος, πνευματώδης, και οι καυστικές απαντήσεις του ήταν παροιμιώδες. Να ένα παράδειγμα: κάποτε κάποιος τον ρώτησε τι γυναίκα να παντρευτεί, ωραία ή άσχημη; Ο Αντισθένης του απάντησε ότι αν παντρευόταν ωραία γυναίκα θα την είχε «κοινή», αν παντρευόταν άσχημη θα ήταν «ποινή». Έλεγε ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε κυβέρνηση ούτε νόμοι, ούτε ιδιοκτησία, ούτε θρησκεία, ούτε έθνη, ούτε γάμοι. Περιπλανιόταν πάμφτωχος, ξυπόλητος, ντυμένος με κουρέλια, με ένα μικρό σακί στον ώμο και μία ράβδο στο χέρι, πάνω στην οποία έκανε ένα σκάλισμα κάθε φορά που κάποιος τον κατηγορούσε για κάτι που δεν είχε πει ή κάνει: η ράβδος του ήταν γεμάτη σκαλίσματα Έγραψε πολλά ρητορικά και φιλοσοφικά έργα, και έχουμε την πληροφορία ότι γέμιζαν δέκα ολόκληρους μεγάλους τόμους, αλλά, φυσικά, κανένα δεν διασώθηκε και κανένα δεν διαβάσαμε, ούτε εμείς ούτε οι περισσότεροι προγονοί μας.


Κάποτε εμφανίστηκε μπροστά στον Αντισθένη ένας τραπεζίτης, παρακαλώντας τον να τον δεχθεί ως μαθητή του. ΟΑντισθένης, φυσικά, αρνήθηκε να διδάξει έναν τραπεζίτη. Ο τραπεζίτης επέμενε για πολύ καιρό. Ο Αντισθένης αποφάσισε να τον δεχθεί μόνον, όταν τον είδε να είναι ντυμένος με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και στις λάσπες, και να περιπλανιέται ζητιανεύοντας μαζί με άλλους ζητιάνους. Τον πλησίασε, εκείνος ζητιάνεψε λίγη αρετή, κι ο Αντισθένης τον δέχθηκε. Ο ζητιάνος είχε το όνομα Διογένης. Έμεινε γνωστός ως Διογένης ο Κυνικός. Ο Διογένης (412-323 π.Χ.) ο Σινωπεύς, είχε παντού εχθρούς ή φίλους που διασκέδαζαν μαζί του εμπαίζοντάς τον, εξορίστηκε από την πατρίδα του, πουλήθηκε ως δούλος, κέρδισε την ελευθερία του, γνώρισε όλες τις πτυχές της ζωής αφού έγινε από τραπεζίτης μέχρι ζητιάνος, και από φιλόσοφος μέχρι σκύλος (ζώντας σκυλίσια ζωή), στο τέλος κοιμόταν μέσα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Δήλωνε ότι ήταν εναντίον του πολιτισμού, αφού «οι άνθρωποι είναι ζώα και τα ζώα δεν έχουν πολιτισμό, έχουν μόνο φυσικές ανάγκες, αλλά ας γίνουν τα ζώα πρώτα άνθρωποι, κι έπειτα ας κάνουν και πολιτισμό, πράγμα δύσκολο, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πουθενά, εκτός κι αν μιλάμε για χρήματα, για πόλεμο και για θεάματα». Πολλοί γελούσαν μαζί του επειδή κοιμόταν στο πιθάρι του, κι εκείνος γελούσε μαζί τους επειδή δεν χωρούσαν στο πιθάρι γιατί ήταν χονδροί. «Η φιλοσοφία δεν έχει σπίτι», έλεγε, «γιατί είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει σε κανένα σπίτι και μπορεί να έχει σαν στέγη της μόνο τον ουρανό». Ήταν ο πρώτος που, μιλώντας για τον εαυτό του, χρησιμοποίησε τον όρο «Κοσμοπολίτης». Ο Διογένης δεν είχε σπίτι, αρνιόταν οποιαδήποτε υποταγή στους νόμους και δεν αναγνώριζε καμία πατρίδα. Κάποιος είχε βάλει μια πινακίδα στην πόρτα του σπιτιού του, που έγραφε «Μηδέν εισίτω κακόν» (κανένα κακό να μην εισέλθει στο σπίτι), κι όταν το είδε ο Διογένηςτου είπε «Ο ουν κύριος της οικίας που εισέλθη;» (Κι ο κύριος του σπιτιού από πού θα εισέλθει;). Δεν άφηνε κανέναν ανόητο χωρίς να τον πειράξει. Έχοντας διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, ο Διογένης έκανε την ανάγκη του δημοσίως, και έλεγε ότι απολύτως καμία σωματική ανάγκη δεν θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη ή πρόστυχη, αφού η φύση τη δημιουργεί. ΟΔιογένης, επίσης, αυνανιζόταν δημοσίως, κατά προτίμηση στην αγορά. Ο Διογένης Λαέρτιος μας διηγείται ότι ο Διογένης ο Κυνικός κάποτε αυνανιζόταν στην αγορά, κι όταν οι άλλοι τον κατέκριναν εκείνος είπε: «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να τρίβαμε έτσι και την κοιλιά μας και να μην πεινούσαμε ποτέ). Μερικές φορές οι Αθηναίοι καλούσαν στα συμπόσια τον Διογένη για να γελάσουν, τον έβαζαν να κάθεται απόμερα σε μια γωνιά και του πετούσαν αποφάγια και κόκαλα σαν να ήταν σκύλος, και γι’ αυτό εκείνος έπειτα πήγαινε και τους κατουρούσε σαν σκύλος, ώσπου τελικά σταμάτησαν να τον καλούν. Έλεγε ότι μπορούσε να κυβερνήσει εύκολα όχι μόνο οποιονδήποτε άνθρωπο αλλά και ένα έθνος ολόκληρο, αλλά δεν το έκανε γιατί δεν ήθελε σκοτούρες ή γιατί προτιμούσε να τεμπελιάζει. Σε ένα από τα πολλά ταξίδια του τον έπιασαν οι πειρατές και τον πούλησαν για σκλάβο σε έναν πλούσιο Κορίνθιο, ο οποίος τον ρώτησε τι ήξερε να κάνει καλύτερα. Κι οΔιογένης αποκρίθηκε: «Να κυβερνώ τους ανθρώπους». Ο Κορίνθιος του εμπιστεύτηκε τα παιδιά του και έπειτα τον οίκο του και όλες του τις υποθέσεις. Τον αποκαλούσε «η μεγαλοφυία του σπιτιού μου». Όταν ο Διογένης του είπε ότι ήταν εγωιστικό και ανήθικο να κρατά μια τόσο υπέρμετρη μεγαλοφυΐα μόνο για τον εαυτό του ενώ μπορούσε όλος ο κόσμος να ωφεληθεί από αυτήν, εκείνος του χάρισε την ελευθερία του. Μια εποχή, ο Διογένης συνήθιζε να κυκλοφορεί μέρα-νύχτα κρατώντας ένα φανάρι, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «ψάχνω για έναν άνθρωπο», θεωρούσε ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι δεν ήταν παρά όρθια ζώα, και ότι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο ήταν ένας αληθινός άνθρωπος. Έκανε συχνά τέτοια πράγματα, θα‘λεγε κανείς ότι ήταν κάτι σαν διδακτικό σώου, ίσως για να μεταδώσει κάτι με νόημα. Πολλές φορές όταν ο κόσμος έφευγε από ένα θέαμα που είχε τελειώσει, τότε πήγαινε αυτός να μπει στον χώρο του Θεάματος, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «επειδή δεν υπάρχει τίποτε να δω, αλλά εγώ, σε αντίθεση με εσάς, το γνωρίζω». Μερικές φορές καθόταν και ζητιάνευε από τα αγάλματα των θεών, με μεγάλη επιμονή. Όταν τον ρωτούσαν γιατί έκανε αυτό το τρελό πράγμα, έλεγε ότι «εκπαιδευόταν στην αποτυχία». Καθόταν και διάβαζε όλες εκείνες τις αναθηματικές επιγραφές που απόθεταν οι πιστοί στους ναούς γιατί είχαν σωθεί χάρη σε κάποιον θεό, και έλεγε κουνώντας το κεφάλι: «Κι όμως, θα ήταν πολύ περισσότερες αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις». Κάποτε, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, συναντώντας μια γυναίκα που προσκυνούσε καταγής με ευλάβεια μια ιερή εικόνα, ο Διογένης της είπε: «Πρόσεξε, γιατί με τόσους θεούς που κυκλοφορούν, μπορεί να υπάρχει και κάποιος από πίσω σου και να του δείχνεις τα πισινά σου...» Ο Αριστοτέλης που, μεταξύ άλλων, είχε για δάσκαλο του και τον Διογένη, παρότρυνε τον μαθητή του τον Μέγα Αλέξανδρο να επισκεφτεί τον Κυνικό σοφό. Έτσι, κάποτε ο βασιλιάς Αλέξανδρος παρουσιάστηκε μπροστά στον Διογένη, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος και λιαζόταν ευχαριστημένος. Ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι θα ήθελε να του δώσει. Ο Διογένης του έδωσε τη θρυλική απάντηση: «Κάνε πιο πέρα γιατί μου κρύβεις τον ήλιο. Μη μου στερείς αυτό που δεν μπορείς να μου δώσείς...»

Σε κάποιον που τον κατηγορούσε ότι πήγαινε και χωνόταν σε μέρη ακάθαρτα, ο Διογένης απάντησε: «Και ο ήλιος μπαίνει στα αποχωρητήρια αλλά δεν λερώνεται...».

Ο Μέγας Αλέξανδρος είπε πως, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, θα ήθελε να είναι ο Διογένης. Λέγεται ότι πέθαναν την ίδια μέρα, ο ένας βασιλιάς και φτωχός, ο άλλος ζητιάνος και πλούσιος...


Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΚΑΙ Η ΟΥΤΟΠΙΑ


Ο Πλάτωνας (427-346 μ.Χ.) είναι ίσως ο πιο γνωστός, ο πιο αγαπημένος και ο πιο πολυδιαβασμένος στην εποχή μας φιλόσοφος της αρχαιότητας, ίσως μάλιστα να ήταν και ο πιο σοφός. Το αληθινό όνομα του Πλάτωνα ήταν Αριστοκλής. Το όνομαΠλάτωνας ήταν ένα παρατσούκλι του, τον φώναζαν έτσι επειδή ήταν «πλατύς», είχε πλατιούς και δυνατούς ώμους, πλατύ στέρνο και αθλητικό παράστημα. Καταγόταν από παλαιά οικογένεια ευγενών, που θεωρούσε ως προγονό της τον Σόλωνα. Κατ’ επέκταση, ήταν ευκατάστατος. Ήταν όντως πολύ αθλητικός και δυνατός, στον πόλεμο είχε τιμηθεί πολλές φορές ως πολεμιστής, ο πρώτος του δάσκαλος στη φιλοσοφία ήταν ο Κρατύλος, ο οποίος τον ώθησε να μελετήσει τους Ίωνες φιλοσόφους, και τελικά περισσότερο τονΕμπεδοκλή, τον Αναξαγόρα και τον Ηράκλειτο, αλλά στα είκοσι δύο του χρόνια γνώρισε τον Σωκράτη και μεταμορφώθηκε σε αληθινό διανοούμενο, ή μάλλον, στον αρχετυπικό διανοούμενο της ανθρωπότητας. Μέχρι τότε ο Πλάτωνας ήταν ένας ποιητής, συνέθετε κυρίως ελεγείες και επιγράμματα. Ήταν μάλλον ο πιο πιστός και ο πιο επιμελής μαθητής του δασκάλου του, τον οποίο αγαπούσε με πάθος, τον θαύμαζε και τον υποστήριζε ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του. Η άδικη δολοφονία του Σωκράτη τον συγκλόνισε βαθύτατα, τόσο που τον ώθησε να εκπατριστεί, εγκατέλειψε την Αθήνα και τους ανόητους και μισαλλόδοξους συμπολίτες του και άρχισε τις περιπλανήσεις. Πήγε στα Μέγαρα όπου έμεινε κοντά στον Ευκλείδη, έπειτα στην Κυρήνη (όπου έμεινε για κάποιον καιρό μαζί με τον Αρίστιππο), στην Ιωνία, και κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου θέλησε να ζήσει με ηρεμία μελετώντας τα μαθηματικά και τη θεολογία. Δεν ήθελε να επιστρέψει στην Αθήνα, γιατί έπειτα από τη νομιμοποιημένη δολοφονία του Σωκράτη που προκάλεσε μέγιστο τραύμα στην ψυχή του Πλάτωνα, από τις εμπειρίες του, την εξέταση και τη βαθύτερη κριτική παρατήρηση της κοινωνίας, είχε απογοητευτεί πλήρως από το τοπικό πεδίο των πολιτικών ανδρών, των νόμων, της θρησκείας, και των παραδοσιακών εθίμων και ηθών.

Παρ’ όλα αυτά, επέστρεψε για λίγο στην Αθηναίο 395 μ.Χ., αλλά έφυγε ξανά άπρακτος και αηδιασμένος για να ταξιδέψει στον Τάραντα της Κάτω Ιταλίας και στη Σικελία για να ερευνήσει την Πυθαγόρεια φιλοσοφία, όπου και γνώρισε τον αινιγματικό φιλόσοφο και επιστήμονα Αρχύτα, ο οποίος τον εξάσκησε σε ειδικές μεθόδους και γνώσεις των Πυθαγορείων και στη σκέψη τουΔημόκριτου... Δεν θα αναφερθώ εκτενώς στην Πλατωνική φιλοσοφία, όχι μόνο γιατί είναι πολυσχιδής και περίτεχνη, στο βάθος της μυστικιστική και με πολλές ερμηνείες, αλλά διότι, οι βασικές της θεωρίες είναι αρκετά γνωστές και διαδεδομένες. Η φιλοσοφία τουΠλάτωνα επικεντρώνονταν κυρίως στις Ιδέες -έννοια που αυτός εισήγαγε στον κόσμο της σκέψης- και στον περιβόητο Κόσμο των Ιδεών και των Αρχετύπων, στη θεωρία, στην ηθική, στη θετική διαλεκτική (που ως τις μέρες του είχε αρνητικό χαρακτήρα), στην τέχνη του διαλόγου, στη γεωμετρία και στην ιστορία, στη νομική και σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική (ή μάλλον, θα έλεγε κανείς, στην κυβερνητική). Αν και, δεν υπήρχε τομέας της γνώσης που να μην είχε εντρυφήσει, και είχε τη σοφία να συνδυάζει τις γνώσεις και τις θεωρίες όχι μόνο τις δικές του αλλά και των άλλων φιλοσόφων που είχε υπ’ όψιν του, καθώς και όλες τις γνωστές επιστήμες και αρκετές δικής του επινόησης. Ήταν αληθινά ένας πανεπιστήμονας. Κατά τη γνώμη μου, ουσιαστικά ο Πλάτωνας ήταν ο πρώτος συγκρητιστής, ίσως και ο πρώτος σημειολόγος. Φυσικά, ήταν και μεγάλος λογοτέχνης και συναρπαστικός ρήτορας. Το κύριο χαρακτηριστικό των πάμπολλων έργων του Πλάτωνα είναι ότι τα περισσότερα γράφτηκαν με τη μορφή διαλόγου, με ήρωα τονΣωκράτη, και παρουσιάζονται ως Σωκρατικοί διάλογοι. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει αν οι διάλογοι αυτοί είναι αυθεντικοί, αν έγιναν δηλαδή στ’ αλήθεια από τον Σωκράτη και τους συνομιλητές του, ή είναι φανταστικοί. Το πιθανότερο είναι πως ισχύουν και τα δύο. Μοιάζει αδύνατον να θυμόταν ο Πλάτωνας όλους αυτούς τους εξαιρετικά περίτεχνους διάλογους του Σωκράτη, λέξη προς λέξη, αλλά δεν είναι και απίθανο, μιας και ο Πλάτωνας ήταν ένας πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος με πολλά ιδιαίτερα χαρίσματα. (Το μόνο αντίστοιχο στη λογοτεχνία που μπορώ να φανταστώ, είναι οι πολύτομο: διάλογοι του Δον Χουάν με τον Κάρλος Καστανέντα, πρότυπο των οποίων είναι φανερό ότι υπήρξαν οι Σωκρατικοί διάλογοι του Πλάτωνα). Πάντως, η λογοτεχνική αυτή μέθοδος αποτελεί εξαιρετικό συγγραφικό κόλπο, αφού ο συγγραφέας βάζει έναν ήρωα να μιλήσει για λογαριασμό του, κι έτσι περνάει αυτά που έχει να πει ξεπερνώντας τις επιφυλάξεις του αναγνώστη, ο οποίος ταυτίζεται με τον άλλο συνομιλητή. Είναι στην πραγματικότητα ένας διάλογος ανάμεσα στον Πλάτωνα και στον αναγνώστη του.


Επιπλέον, έτσι ο συγγραφέας δεν μπορεί να αποδοκιμαστεί άμεσα για κάτι που έγραψε, επειδή το έχει βάλει στα χείλη κάποιου άλλου. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Πλάτωνας ζούσε σε επικίνδυνες εποχές, και ο Σωκράτης είχε ήδη πληρώσει το τίμημα. Πέρα από όλα αυτά, το βέβαιο είναι πως οι συγγραφείς αυτών των διαλόγων αποτέλεσαν και ένα είδος εκδίκησης του Πλάτωνα για λογαριασμό του δασκάλου του, όχι μόνο καταδεικνύοντας αναμφισβήτητα πόσο σοφός ήταν ο Σωκράτης, αλλά και εξασφαλίζοντας ότι οι εχθροί της φιλοσοφίας δεν θα μπορούσαν να σβήσουν εύκολα τη μνήμη του από την Ιστορία. Είναι αμφίβολο αν θα θαυμάζαμε σήμερα τόσο πολύ τον Σωκράτη, αν δεν υπήρχαν τα έργα αυτά του Πλάτωνα.

Ο ίδιος ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι το πιο σημαντικό έργο του ήταν η Πολιτεία, και έλεγε ότι τα περισσότερα γραπτά του συνέκλιναν σ’ αυτό του το έργο. Ήταν η αρχετυπική ουτοπία, το τέλειο πολιτικό σύστημα, η φιλοσοφική πολιτεία των τελείων, σύμφωνα με την οποία τους πολίτες κυβερνούσαν οι σοφοί και οι ενάρετοι κάτω από έναν βασιλιά φιλόσοφο. Ο Πλάτωνας δεν είχε μείνει μόνο στο θεωρητικό κομμάτι της Πολιτείας του, αλλά σε όλη του τη ζωή αναζητούσε με επιμονή τον τρόπο να την εφαρμόσει σε κάποιο μέρος της Ελλάδας, των αποικιών ή του υπόλοιπου γνωστού κόσμου. (Ίσως μάλιστα οι τελείως ουτοπικές πολιτικές του πεποιθήσεις να υποδήλωναν έναν λανθάνοντα μεσσιανισμό).

Ήταν ένας μεταφυσικός στοχαστής, ιδεαλιστής και ελιτιστής. Ο Πλάτωνας ήταν, ανοιχτά και δηλωμένα, αρνητής της δημοκρατίας (την οποία τη θεωρούσε στη χειρότερη περίπτωση ως εφαρμοσμένη υποκριτική ή θεατρικό δρώμενο, και στην καλύτερη ως ανεπαρκές πολιτικό σύστημα).Ήταν ένας εκ φύσεως αριστοκράτης του πνεύματος (και θα έλεγε κανείς ότι ενσάρκωνε έναν τύπο φιλόσοφου Δον Κιχώτη).


Στο ταξίδι του εκείνο στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, κατά το οποίο τον συνόδευαν δύο από τους «εταίρους» του (όπως αποκαλούσε τους συνεργάτες του και τους μαθητές του, που τους θεωρούσε «συνόντες»), ο Ξενοκράτης και ο Σπεύσιππος, έκανε μία κομβική γνωριμία, συναντήθηκε και έγινε φίλος με τον Δίωνα, έναν λαμπρό νέο που έγινε ίσως ο πιο πιστός μαθητής του και πολύ καλός φίλος. Η αδελφή του Δίωνα, Αριστομάχη, είχε παντρευτεί τον τύραννο των Συρακουσών, Διονύσιο Α΄ τον πρεσβύτερο, κι έτσι ο Δίωνας είχε άμεση πρόσβαση στη βασιλική αυλή. Ο Δίωνας προσκάλεσε τον Πλάτωνα στις Συρακούσες και τον παρουσίασε στον τύραννο Διονύσιο Α΄. Είναι φανερό ότι ο Πλάτωνας, μέσω της γνωριμίας του με τον Δίωνα και με τον Διονύσιο, είδε στο πρόσωπο του βασιλιά την ευκαιρία να τον κατηχήσει και να τον χρησιμοποιήσει για να εφαρμόσει στις Συρακούσες το ουτοπικό πολιτικό σύστημα που περιγράφει στην Πολιτεία του. Είχε έρθει η στιγμή για το μεγάλο πείραμα. Αλλά η τύχη δεν ήταν με το μέρος του. Ο τύραννος, που διακατεχόταν από έντονο σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στους διανοούμενους (όπως, άλλωστε, όλοι οι άνθρωποι με κάποια εξουσία), αρεσκόταν στο να τους ταπεινώνει και να τους υποτιμά, και μια μέρα είπε στον Πλάτωνα: «Όσα λες είναι τελείως ανόητα, γιατί είσαι ένας ανόητος», κι ο Πλάτωνας απάντησε: «Κι εσύ είσαι ένας μικρόνοος αυθάδης».Έτσι, ο Διονύσιος τον απέλασε από τις Συρακούσες, τον έβαλε μέσα σε ένα καράβι για να επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά διέταξε το πλήρωμα να τον συλλάβει και να τον αλυσοδέσει μόλις σαλπάρουν και να τον πουλήσουν σαν σκλάβο. Το καράβι προσάραξε στην Αίγινα, ένα νησί που ήταν σε στενή συμμαχία με τους Σπαρτιάτες βρισκόταν σε εμπόλεμη σχέση με την Αθήνα, και έτσι ο Αθηναίος Πλάτωναςθεωρήθηκε αιχμάλωτος πολέμου, και πουλήθηκε ως δούλος. Ευτυχώς, εκεί τον αναγνώρισε κάποιος πλούσιος άνθρωπος ονόματι Αννίκερις από την Κυρήνη, πλήρωσε το μεγάλο ποσό των τριών χιλιάδων δραχμών για να τον αγοράσει, και έπειτα του πρόσφερε την ελευθερία του αρνούμενος να δεχθεί τα χρήματα από τους φίλους του Πλάτωνα που στο μεταξύ είχαν ειδοποιηθεί και τα είχαν συγκεντρώσει για να τον εξαγοράσουν. Έτσι, με το κεφάλαιο αυτών των συγκεντρωμένων χρημάτων ιδρύθηκε η «Ακαδημία»!

Η Ακαδημία του Πλάτωνα, ιστορικά, δεν ήταν το πρώτο πανεπιστήμιο της Ευρώπης όπως έχει ειπωθεί από πολλούς, αφού είχε προηγηθεί ήδη τουλάχιστον η σχολή του Πυθαγόρα στον Κρότωνα και η σχολή του Ισοκράτη στην Αθήνα, αλλά ουσιαστικά ήταν όντως το πρώτο πανεπιστήμιο της Ευρώπης όπως το καταλαβαίνουμε σήμερα, διότι πραγματικά δίδασκε όλες τις επιστήμες: εκεί μπορούσες να διδαχθείς γεωμετρία, μαθηματικά, νομικά, μουσική, ιστορία, ηθική, διαλεκτική, ρητορική, κ.ά.. Υπήρχαν βοηθοί που δίδασκαν είτε με διαλέξεις, είτε με διάλογους, δημόσιες συζητήσεις, κλπ. φυσικά, η Ακαδημία δεχόταν και γυναίκες, μια και οΠλάτωνας ήταν ένθερμος φεμινιστής.


Στην Αθήνα, η Ακαδημία ήταν αφιερωμένη στις Μούσες, και υποτίθεται ότι οι Μούσες λατρεύονταν εκεί από τους εταίρους. Ο Πλάτωνας είχε μάθει το μάθημα του από το πάθημα του Σωκράτη και των πάμπολλων άλλων φιλοσόφων που είχαν καταδικαστεί για αθεΐα και καινοτομία. Οι Μούσες ήταν το τέλειο και το πιο έντιμο άλλοθι. Αντιπροσώπευαν συμβολικά τις τέχνες και την έμπνευση, που πραγματικά τις λάτρευαν οι ακαδημαϊκοί, αλλά ήταν και θεές, οπότε τα είχαν καλά και με το ιερατείο. (Αυτό το άλλοθι αργότερα χρησιμοποιήθηκε και από τις πρώτες μεγάλες βιβλιοθήκες, όπως αυτή της Αλεξάνδρειας, και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν επίσημα τον τίτλο «μουσείο», που στην πάροδο του χρόνου μεταλλάχθηκε στην έννοια που του δίνουμε σήμερα).

Στην Ακαδημία ο Πλάτωνας και οι εταίροι του, μεταξύ άλλων έδιναν και θεματικές εργασίες στους μαθητές, σχεδόν πάντα τελείως ασυνήθιστες και παράξενες στα μάπα των αμύητων.

Να ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου θέματος: «Βρείτε τους νόμους που διέπουν τη φαινομενικά άτακτη κίνηση των πλανητών και αντιπαραβάλετε τους με τους νόμους που κυβερνούν τις πράξεις των ανθρώπων...» Έτσι, λοιπόν, ο Πλάτωνας είχε επιστρέψει στην Αθήνα, οργανώνοντας την Ακαδημία του, φτιάχνοντας ένα ιδεατό ορμητήριο. Αφού η Αθήνα ήταν αυτό που ήταν, ο Πλάτωνας θα έφτιαχνε έναν δικό του μικρόκοσμο, ένα καταφύγιο της γνώσης και των ιδεών, ένα ιδεατό καταφύγιο καταμεσής στην απογοητευτική καθημερινή πραγματικότητα, μια μικρή ουτοπία μέσα στην ατοπία. Στον μικρόκοσμο αυτόν, μπορούσε μαζί με τους φίλους του να ασχοληθεί, απερίσπαστος και προστατευμένος, με τα πνευματικά πράγματα και τις μελέτες και τις διδασκαλίες, κλείνοντας απ’ έξω όλον τον υπόλοιπο υλικό κόσμο. Στο αέτωμα της εισόδου της σχολής υπήρχε μία επιγραφή που διέταζε: «Ουδείς αγεωμέτρητος εισίτω». (Μια ανάμνηση του Πυθαγόρα; Έτσι φαίνεται. Πάντως η επιγραφή αυτή δεν εννοούσε κυριολεκτικά αυτό που έλεγε, πιο πολύ σήμαινε: «εδώ μέσα είμαστε μόνοι μας, αφήστε μας ήσυχους, μακριά οι ξενέρωτοι από εδώ»).


Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς μιλούν για την Ακαδημία του Πλάτωνα με επικριτικό τρόπο, θεωρώντας την ως ένα ίδρυμα που φιλοξενούσε πλούσιους κουλτουριάρηδες τύπους, εξαιρετικά σνομπ και επιδειξίες, οι μαθητές -οι περισσότεροι γόνοι καλών και αριστοκρατικών οικογενειών- ντύνονταν με κομψά και ακριβά ρούχα στην τελευταία λέξη- της μόδας, είχαν δικές τους αναγνωριστικές χειρονομίες και χαιρετισμούς, μιλούσαν όλοι με ένα ιδιαίτερο ύφος και λεξιλόγιο, και είχαν τη συνήθεια να ανταλλάσσουν μεταξύ τους με επιδεικτικό τρόπο πανάκριβα δώρα. Ακόμη κι αν ήταν έτσι, είναι μάλλον βέβαιο πως αυτό δεν οφειλόταν στον ίδιο τον Πλάτωνα, όχι μόνο γιατί ήταν εξαιρετικά ενάρετος και καθόλου υπερόπτης, αλλά και γιατί ήταν πολύ ανεκτικός και διαλλακτικός με , τους ανθρώπους, ίσως και αρκετά διπλωματικός, κι έτσι είναι βέβαιο πως αυτά δεν θα τον απασχολούσαν. (Ανάμεσα στους μαθητές του Πλάτωνα υπήρχαν και άνθρωποι που θα εξελίσσονταν σε πολύ αξιόλογα μέλη της Ακαδημίας, όπως ο Αριστοτέλης και ο Εύδοξος).

Στην Αθήνα, ο Πλάτωνας τα πήγαινε αρκετά καλά με τις αριστοκρατικές οικογένειες, σε μια από τις οποίες ανήκε και ο ίδιος, και στις οποίες ανήκαν οι περισσότεροι από τους μαθητές του... και, σε συνδυασμό με τη λατρεία των Μουσών, αυτό μάλλον εξηγεί γιατί δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα τελικά... Μπορεί να εφάρμοζε πλέον έστω και σε μικρή μυστική κλίμακα στην Ακαδημία την Πολιτεία του κατά προσέγγιση, αλλά αυτό δεν τον έκανε να παρατήσει τις ελπίδες και τις βλέψεις του να τα καταφέρει να εφαρμόσει την ουτοπία του και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Παραδόξως, η δεύτερη ευκαιρία ήρθε και πάλι από τις Συρακούσες πάλι μέσω του καλού του φίλου Δίωνα. Ο τύραννος Διονύσιος είχε πεθάνει, και στον θρόνο τον διαδέχτηκε ο υιός του, ο Διονύσιος ο Β΄. Αλλά ο νέος τύραννος δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος για την ανάληψη των καθηκόντων του, διότι ο πατέρας του, δυστυχώς και καχύποπτος όπως ήταν, είχε φροντίσει να κρατήσει τον γιο του μακριά από τα πολιτικά πράγματα. Κι έτσι, στην αρχή ο Διονύσιος Β΄ βρισκόταν υπό την επιρροή του θείου του, του Δίωνα, ο οποίος και τον παρότρυνε να προσκαλέσει τον Πλάτωνα στις Συρακούσες για να του διδάξει πώς να κυβερνά και να τον καθοδηγήσει προς τη σοφία. Ο Διονύσιος Β΄ έστειλε ογδόντα τάλαντα στην Ακαδημία, (κι ίσως γι’ αυτό ο Πλάτων να είχε αργότερα τόσο υπομονή μαζί του). Ο Πλάτωνας αποδέχτηκε την πρόσκληση, αφού είδε να αναζωπυρώνονται οι ελπίδες του για την εφαρμογή της Πολιτείας του, και, αν και εξήντα χρονών πια, έκανε το ταξίδι και ξαναγύρισε έτσι στον τόπο που του είχε προκαλέσει την άσχημη περιπέτεια της δουλείας, προσδοκώντας ότι η επιρροή του Δίωνα θα εξασφάλιζε να μην επαναληφθεί κάτι παρόμοιο. Ο Δίωνας παρίστανε τον τύραννο ως μέγα εραστή της φιλοσοφίας και της παιδείας, λέγοντας στον Πλάτωνα ότι αν υπήρχε μια ευκαιρία να εφαρμόσει τις ιδέες του, αυτή η ευκαιρία ήταν τώρα.


Όταν έφτασε ο Πλάτωνας στην αυλή των Συρακουσών, απογοητεύτηκε και πάλι, γιατί βρήκε το περιβάλλον να είναι γεμάτο από συκοφαντίες και διαβολές εναντίον του Δίωνα, στην κοινωνική επιρροή του οποίου τόσες ελπίδες είχε στηρίξει. Προσπάθησε για πολλούς μήνες και με πολλούς τρόπους να αναστρέψει το κλίμα που υπήρχε κατά του φίλου του, αλλά τελικά ο Δίωνας εξορίστηκε από τον Διονύσιο, με την κατηγορία ότι υπονόμευε την εξουσία του. Ο Δίωνας κατέφυγε στην Ελλάδα, και ο Πλάτωνας συνέχισε να μένει φιλοξενούμενος του Διονυσίου, ή μάλλον αιχμάλωτός του, περιμένοντας πότε ο τύραννος θα αποκτήσει τη ροπή της φιλοσοφικής ζωής. Όμως, μία πολεμική κινητοποίηση ανάγκασε τον Διονύσιο να εγκαταλείψει τις Συρακούσες, κι έδωσε στονΠλάτωνα την άδεια για την επιστροφή του στην Ελλάδα, με την υπόσχεση ότι στο τέλος του πολέμου θα ξανακαλέσει και αυτόν και τον Δίωνα. Έτσι ο Πλάτωνας ξαναγύρισε στην Ακαδημία του. Λίγα χρόνια αργότερα, η πρόσκληση του τυράννου εμφανίστηκε και πάλι, όπως είχε υποσχεθεί, αλλά ήταν μόνο για τον Πλάτωνα και όχι για τον Δίωνα, ο οποίος ήδη ζούσε σε ένα κτήμα δίπλα στην Ακαδημία. Στην προσπάθεια του να πείσει τον Πλάτωνα να έλθει πάλι στις Συρακούσες, ο Διονύσιος έστειλε μία τριήρη για να τον παραλάβει. Έτσι, ο Πλάτωνας πείστηκε και ξεκίνησε για τρίτη φορά το ταξίδι, γιατί είχε λάβει επιστολές και από τον Αρχύτα και από άλλους Πυθαγορείους του Τάραντα που ήθελε να τους συναντήσει κι αυτούς. Μαζί του πήρε αρκετά επιφανή μέλη της Ακαδημίας, όπως τον Σπεύσιππο, τον Ξενοκράτη και τον Εύδοξο, αφήνοντας τον Ηρακλείδη τον Ποντικό να διοικεί την Ακαδημία. Όταν όμως έφτασε στις Συρακούσες, οι εντυπώσεις του ήταν πλέον οδυνηρές, διότι ο τύραννος όχι μόνο δεν τήρησε καμία από τις υποσχέσεις του, όχι μόνο δεν πείστηκε να ανακαλέσει τον Δίωνα, όχι μόνο κατάσχεσε όλη την περιουσία του, όχι μόνο δεν έκανε καμία κίνηση αποδοχής της φιλοσοφίας, όχι μόνο ασκούσε απαράδεκτη πολιτική, αλλά όταν ο Πλάτωνας προσπάθησε να τον νουθετήσει τελικά τον κατηγόρησε κι αυτόν για υπονόμευση της εξουσίας του και για συνωμοσία. Έμεινε αιχμάλωτος του Διονυσίου μαζί με τους φίλους του, ώσπου ο Αρχύτας και οι Πυθαγόρειοι κατάφεραν να τους φυγαδεύσουν από τις Συρακούσες με περιπετειώδη τρόπο, και τελικά μπόρεσαν να επιστρέψουν στο καταφύγιο της Ακαδημίας.


Αλλά η ιστορία δεν τελείωσε εκεί. Ο Δίωνας, όταν τα έμαθε όλα αυτά, κατάφερε να μαζέψει στρατό και να εκστρατεύσει εναντίον των Συρακουσών για να εκθρονίσει τον Διονύσιο Β΄. Απώτερος σκοπός του ήταν να καταφέρει να εγκαθιδρύσει επιτέλους εκεί την Πλατωνική Πολιτεία. Η εκστρατεία πέτυχε, ο Διονύσιος δραπέτευσε, και ο Δίωνας άρχισε να ασχολείται με την εσωτερική οργάνωση του κράτους, καλώντας και πάλι τον Πλάτωνα να έλθει μαζί με όλους τους εταίρους του για να εγκαθιδρύσουν επιτέλους την ουτοπία. Καθώς όμως όλοι ετοίμαζαν τις αποσκευές τους, ήρθαν τα νέα ότι ο Δίωνας δολοφονήθηκε από το μαχαίρι του Αθηναίου Καλίππου, ο οποίος μάλιστα ήταν και μαθητής του Πλάτωνα και μέλος της Ακαδημίας. Έπειτα από αυτό, οΠλάτωνας ένιωσε μεγάλη ντροπή και θλίψη, και έπεσε σε βαθιά μελαγχολία.

Ο ανιψιός του Δίωνα, ο Ιππαρίνος, κατάφερε να εκδιώξει τον δολοφόνο και να καταλάβει την εξουσία, δηλώνοντας ότι ήθελε να συνεχίσει το έργο του Δίωνα, και κάλεσε τον Πλάτωνα να του δώσει οδηγίες για το πολιτικό έργο που απαιτούταν. Ο Πλάτωνας, όμως, είχε ήδη απογοητευτεί πάρα πολύ και δεν έτρεφε πλέον ελπίδες ότι θα εφαρμοζόταν ποτέ το σύστημα της Πολιτείας του. Έστειλε κάποιες συμβουλευτικές επιστολές κι αυτό ήταν όλο, ένιωθε πια πολύ γέρος για νέες μεγάλες περιπέτειες.

Δεν έφευγε πια από την Αθήνα παρά σε ελάχιστα ταξίδια. Η Ακαδημία τον είχε πλέον απορροφήσει τελείως. Όταν δεν δίδασκε και δεν μελετούσε, έβγαινε μαζί με τους αγαπημένους του μαθητές και φίλους κάνοντας μεγάλους περιπάτους, εξασκώντας τους στην τέχνη του διαλόγου. Δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με την πεζή πραγματικότητα και την κοινωνία.


Ο Πλάτωνας μπορεί να μην είδε την ουτοπία να πραγματοποιείται, αλλά είχε κερδίσει το φως της γνώσης, των ιδεών, της φιλίας, είχε κατακτήσει πολλά από τα μυστήρια του κόσμου, ήταν ένας συγκλονιστικός δάσκαλος. Είχε εξελιχθεί σε ένα σπανιότατο ανθρώπινο ον. Ο Πλάτωνας ήταν ένας αγνός άνθρωπος, έντιμος άνδρας, ευθύς, ήρεμος, καθόλου υπεροπτικός, ακτινοβολούσε από σοφία και γνώση, και ήταν φανερό πως είχε μια θερμή αγάπη για τον άνθρωπο και για την ανώτερη αποστολή του. Ήταν ένας αληθινά ευγενής σοφός. Πέρα από τις ιδέες του και τη σοφία του, του άρεσε να διηγείται πολύ διασκεδαστικές ιστορίες και ανέκδοτα, και είχε εξαιρετικό χιούμορ, και ήταν ένας πολύ καλός φίλος για όλους τους φίλους του. Με διασκεδαστικές αφηγήσεις από τη ζωή του και συναρπαστικούς φιλοσοφικούς διάλογους με φίλους καρδιακούς, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ενοικώντας πλέον αποκλειστικά στον κόσμο του πνεύματος. Ήταν ευτυχισμένος. Κάποιες πληροφορίες λένε ότι ο Πλάτωνας πέθανε γράφοντας, όταν έσπασε η καλαμένια πένα του την ώρα που κατέγραφε κάποιες σημαντικές ιδέες. Αλλά υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για τον θάνατό του, που ακούγεται πολύ πιο πιθανή και έγκυρη. Μια μέρα ένας από τους καλούς μαθητές του παντρευόταν και ζήτησε από τον δάσκαλο να γίνει κουμπάρος του. Ο γερο-Πλάτωνας, παρά την ηλικία του των ογδόντα ετών, πήγε στη γιορτή, διασκέδασε μαζί με τους νεαρούς μέχρι αργά τη νύχτα, κι ίσως να ήπιε λίγο παραπάνω απ’ ότι έπρεπε. Ένιωσε κουρασμένος και αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά για να κοιμηθεί, ενώ η γιορτή συνεχιζόταν. Το επόμενο πρωί τον βρήκαν εκεί νεκρό. Είχε πεθάνει στον ύπνο του χωρίς να το καταλάβει, όπως πεθαίνουν όλοι οι ευτυχισμένοι και γαλήνιοι άνθρωποι...