Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009


Από τον αυτοκράτορα-Θεό στον αυτοκράτορα ελέω Θεού


Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που καθόρισαν τη φύση και την πορεία της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία μεταγενέστερα ονομάσθηκε Βυζάντιο ή βυζαντινή αυτοκρατορία, υπήρξε ο αυτοκρατορικός θεσμός. Οι καταλύτες του χριστιανισμού και της θύραθεν παιδείας που επικράτησαν στο τμήμα αυτό έδωσαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία τη δυνατότητα και τα μέσα ώστε να βάλει τη δική της σφραγίδα και στον θεσμό αυτό. Κάποια στοιχεία του αντίστοιχου ρωμαϊκού θεσμού τα απέρριψε, κάποια τα υιοθέτησε και κάποια άλλα τα μετέβαλε. Ας μην ξεχνάμε ότι ο πληθυσμός της βυζαντινής αυτοκρατορίας θεωρούσε τον εαυτό του «Ρωμαίο» και ονόμαζε τη χώρα του «Ρωμανία». Κάποια χαρακτηριστικά λοιπόν που θεωρείτο ότι διέκριναν τον ρωμαίο αυτοκράτορα εξακολούθησαν να θεωρούνται στοιχεία της εξουσίας του βυζαντινού αυτοκράτορα. Στο κείμενο που ακολουθεί θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη και τις εκφάνσεις αυτού του θεσμού κατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο έως τα πρώιμα βυζαντινά χρόνια.



Συγκέντρωση εξουσιών

Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ήδη από την εποχή του Οκταβιανού (63 π.Χ.-40 μ.Χ.), ο οποίος είχε ονομασθεί από τη σύγκλητο αύγουστος (=σεβαστός), τίτλος με ιερατικό χαρακτήρα, έτεινε προς το συγκεντρωτικό σύστημα. Όταν στον αυτοκράτορα παραχωρήθηκε η μείζων ανθυπατική εξουσία, είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει όποτε το έκρινε απαραίτητο και, επομένως, τον σχεδόν πλήρη έλεγχο της εξουσίας. Εφέρετο ως ο πρώτος (princeps) των πολιτών, η εξουσία δεν ήταν κληρονομική και ο ηγεμόνας δεν ήταν υπεράνω των νόμων αλλά υπόκειτο σε αυτούς. Σταδιακά το πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε άρχισε να δανείζεται τις συνήθειες και τα ελληνιστικά ιδανικά της Ανατολής, καθώς χαρακτηριστικό των κρατών που προήλθαν από την αλεξανδρινή αυτοκρατορία ήταν η απεριόριστη και θεοποιημένη δύναμη των μοναρχών. Έτσι, λ.χ., ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός (212-275) εγκαθίδρυσε τον απολυταρχικό τύπο διοίκησης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και πρώτος αυτός φόρεσε επίσημα το διάδημα, ενώ οι επιγραφές και τα νομίσματα τον ονόμαζαν «Θεό» και «Κύριο».

Ο Διοκλητιανός (245-313) ανέλαβε την εξουσία την εποχή της μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, μια από τις σημαντικότερες επιπτώσεις της οποίας ήταν η εξασθένιση του αυτοκρατορικού θεσμού. Έβαλε λοιπόν σκοπό να λύσει τα μεγάλα προβλήματα της αυτοκρατορίας, όπως το πρόβλημα της διαδοχής του αυτοκρατορικού θρόνου. Για τον λόγο αυτό διαχώρισε τη στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία και καθιέρωσε το σύστημα της τετραρχίας. Η διοικητική εξουσία διαμοιράστηκε σε δύο αύγουστους που είχαν ίσα δικαιώματα, καθένας εκ των οποίων είχε ως βοηθό ένα καίσαρα, που αναλάμβανε την εξουσία σε περίπτωση θανάτου ή παραιτήσεως του αύγουστου. Το σύστημα αυτό είχε σκοπό να εξαλείψει τις περιπλοκές και τις συνομωσίες της διαδοχής και συγχρόνως να εκμηδενίσει την επιρροή των λεγεώνων κατά την περίοδο εκλογής νέου αύγουστου .

Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού ήταν τέτοιας έκτασης ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως ο δημιουργός ενός νέου τύπου μοναρχίας. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία στην εποχή του εισήλθε σε νέα φάση, απολυταρχική και δεσποτική (dominatus). Σε κάθε τομέα της κρατικής ζωής ίσχυε αποκλειστικά και μόνο η θέλησή του, χωρίς την ανασταλτική ή ουσιαστική επέμβαση άλλων σωμάτων, όπως π.χ. της συγκλήτου. Η καινοτομία αυτή ήταν σύμφωνη με τις αρχές που είχε θέσει ο Οκταβιανός, καθώς ο αυτοκρατορικός θρόνος εξακολουθούσε να θεωρείται ανώτατη αρχή του κράτους, η οποία μέσω της υιοθεσίας μεταβιβάζεται από τον «άριστο» στον «άριστο». Όμως στην ίδια τη φύση αυτής της εξουσίας είχε σημειωθεί μια ριζική μεταβολή: ο αυτοκράτορας παύει να είναι ο πρώτος πολίτης και γίνεται οριστικά «Κύριος και Θεός», στοιχείο το οποίο διακρινόταν ιδιαίτερα στους εξωτερικούς τύπους που τον περιέβαλαν .

Η αντίληψη για τη θεία υπόσταση των βασιλέων ενδημούσε πάντα στην Ανατολή. Καθώς ένα μέρος αυτής της θείας υπόστασης είχε κληροδοτηθεί στον αυτοκράτορα, θεωρήθηκε ότι θα ήταν χρήσιμο για τους υποτελείς λαούς να θεοποιούνται οι νεκροί αυτοκράτορες. Ο Διοκλητιανός κατάλαβε ότι η δύναμη του αυτοκράτορα θα ήταν μεγαλύτερη και η ζωή του πιο εξασφαλισμένη αν γινόταν ημίθεος, προφανώς επηρεασμένος από τη δυναστεία των Σασσανιδών της Περσίας, η οποία είχε περιβληθεί με μια ακτινοβολία μεγαλοπρέπειας. Έτσι, για να κάνει πιο πιστευτή τη θεία του υπόσταση ισχυριζόταν ότι καταγόταν από το Δία, διευκολύνοντας την είσοδό του στο ρωμαϊκό πάνθεον.

Η ρωμαϊκή αριστοκρατία και οι μορφωμένες τάξεις είχαν βαθιά ριζωμένους συναισθηματικούς δεσμούς με το πάνθεον, επικεφαλής του οποίου ήταν οι επίσημοι θεοί της Ρώμης, με τους οποίους είχαν ταυτιστεί οι ολύμπιοι θεοί των Ελλήνων. Καθώς είχαν ανατραφεί με τους Έλληνες ή Λατίνους κλασικούς, συνέδεαν με τους αρχαίους θεούς την λαμπρή κληρονομιά της τέχνης, της λογοτεχνίας και την ιστορία της Ελλάδας και της Ρώμης. Εντούτοις, πέρα από τους λογοτεχνικούς και ιστορικούς δεσμούς του, το επίσημο πάνθεον ελάχιστο νόημα είχε στον ύστερο ειδωλολατρικό κόσμο. Ακόμη λιγότερο θρησκευτικό περιεχόμενο είχε η επίσημη λατρεία των αυτοκρατόρων, νεκρών ή ζωντανών. Κανείς δεν πίστευε στ’ αλήθεια ότι οι αυτοκράτορες ήταν θεοί – κανείς λ.χ. δεν προσευχόταν σ’ αυτούς όταν ήταν άρρωστος ή κινδύνευε, για να θεραπευθεί ή να σωθεί. Η λατρεία τους ήταν απλώς ο παραδοσιακός τρόπος εκδήλωσης του σεβασμού προς τον αρχηγό του κράτους, συνήθως ένας στεγνός τύπος, κάποτε η μορφή με την οποία εκδηλωνόταν ένα γνήσιο συναίσθημα αφοσίωσης προς την αυτοκρατορία .

Ο Διοκλητιανός υιοθέτησε πολλές χαρακτηριστικές συνήθειες των μοναρχών της Ανατολής, καθώς υπήρξε ένας αληθινά απόλυτος μονάρχης, ένας αυτοκράτορας-Θεός, που καθιέρωσε στην Αυλή του πολυτέλεια και πολύπλοκο πρωτόκολλο. Δεν μπορούσε να κινείται ελεύθερα ανάμεσα στους υπηκόους του, και ο ίδιος καθώς και καθετί σχετικό με αυτόν θεωρείτο «ιερό» ή «θείο» (sacer, divus). Ζούσε αποτραβηγμένος σε μια Αυλή με μεγάλη εθιμοτυπία και τον υπηρετούσαν ευνούχοι. Οι υπήκοοί του, όταν πετύχαιναν ακρόαση, έπρεπε να γονατίσουν μπροστά του και να τον προσκυνήσουν (adoratio), φιλώντας την άκρη του ενδύματός του πριν τολμήσουν να σηκώσουν τα μάτια τους. Φορούσε διάδημα, κόκκινα υποδήματα και πολυτελή πορφυρά ενδύματα. Στα αυτοκρατορικά σύμβολα πρόσθεσε τη σφαίρα και το σκήπτρο, για να δηλώσουν τον ιερό χαρακτήρα της οικουμενικής και πολιτικής εξουσίας αντίστοιχα. Στις απεικονίσεις εμφανίζεται με φωτοστέφανο: καθώς ο νόμος είχε θεία υπόσταση στα μάτια των ρωμαίων, η πηγή αυτού του νόμου ήταν πλέον ο αυτοκράτορας .

Ωστόσο, ένα μέρος της ρωμαϊκής κοινωνίας, οι χριστιανοί, δεν μπορούσε να προσφέρει στον αυτοκράτορα τη λατρεία που επιθυμούσε. Με τη διάκριση που έκαναν «τα του καίσαρος τω καίσαρι» και «τα του Θεού τω Θεώ», δεν δέχονταν να τους υποχρεώνουν να λατρεύουν την πολιτεία. Δεν παραδέχονταν τη λατρεία προς έναν άνθρωπο, έστω και αν αυτός ήταν ο αυτοκράτορας. Ο Διοκλητιανός, από την άλλη, δεν μπορούσε να επιτρέψει στην ισχυρότερη θρησκευτική οργάνωση της αυτοκρατορίας να περιφρονεί το μεγαλείο του, και διέταξε μεγάλους διωγμούς εναντίων των χριστιανών. Τη λύση θα έβρισκε ο Κωνσταντίνος (274-337), ο οποίος κατάφερε να συμβιβάσει τον καίσαρα με τον Θεό .

Κωνσταντίνος

Μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού, οι διακανονισμοί του κατέρρευσαν και ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ της τετραρχίας. Μονοκράτορας έμεινε ο νικητής της διαμάχης, Κωνσταντίνος, γιος του αύγουστου της Δύσης Κωνστάντιου Χλωρού. Τη νίκη του συνέδεσε με ένα όραμα που ισχυρίστηκε ότι είδε: υιοθετώντας για έμβλημά του στο λάβαρο το σημάδι του σταυρού που φάνηκε στον ουρανό με την επιγραφή «εν τούτω νίκα», οδήγησε νικηφόρα τον στρατό του. Στο εξής, εγκαταλείποντας τη ρωμαϊκή παράδοση, τον θρόνο θα κατέχει κληρονομικά η οικογένεια του Κωνσταντίνου, έτσι ώστε από την άποψη αυτή η διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας να ταυτιστεί με τον δεσποτισμό της Ανατολής. Στηρίγματά του θα ήταν η αφοσίωση του στρατού και η θρησκεία. Ο Κωνσταντίνος συνειδητοποίησε πως μόνο σε αυτά θα μπορούσε να στηριχτεί η δεσποτική εξουσία. Η θέλησή του για προσπάθεια ανόρθωσης της αυτοκρατορίας φάνηκε με δύο κοσμοϊστορικές αποφάσεις, προκειμένου να συσφίξει τις σχέσεις της με τα ανατολικά τμήματα του πληθυσμού, όπου ήταν οι πιο ένθερμοι οπαδοί της νέας θρησκείας. Η πρώτη ήταν το 313, όταν συνυπόγραψε το Έδικτο των Μεδιολάνων, το οποίο για πρώτη φορά έδινε πλήρη νομική αναγνώριση στη χριστιανική κοινότητα και έπαυε τους διωγμούς, και η δεύτερη το 330, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας ανατολικά .

Ο Κωνσταντίνος υποστήριξε την Εκκλησία και την ενίσχυσε οικονομικά, με φορολογικές απαλλαγές ή και με χρηματικές παροχές, ώστε να αντεπεξέρχεται στις δαπάνες των έργων ευποιίας που είχε αναλάβει. Παραχώρησε στους επισκόπους δικαστική αρμοδιότητα για το ποιμνίο τους και επενέβαινε διαιτητικά στις μεταξύ των ορθοδόξων και αιρετικών αντιδικίες, παρά το διάταγμα της ανεξιθρησκίας. Για τον λόγο αυτό συγκάλεσε στη Νίκαια το 325 την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, προκειμένου να διευθετηθεί η έριδα του Αλεξανδρινού ιερέα Αρείου σχετικά με τη φύση της θεότητας του Χριστού. Ο αυτοκράτορας εισήλθε ντυμένος στα πορφυρά του ενδύματα και μετριόφρονα αρνήθηκε να καθίσει μέχρι που του έδωσαν την άδεια οι επίσκοποι. Αυτοαποκαλείτο δε «επίσκοπος των εκτός της Εκκλησίας», εννοώντας ίσως ότι ήταν υπεύθυνος για τις ψυχές των ειδωλολατρών, απέναντι στους οποίους ήταν ανεκτικός ενώ στους αιρετικούς όχι .

Ήταν το πρώτο δείγμα καισαροπαπισμού , καθώς ο Κωνσταντίνος, εκτός του ότι συνέβαλε έτσι στη διαμόρφωση του χριστιανικού δόγματος, ήθελε η χριστιανική Εκκλησία να υπόκειται στο κράτος με τον αυτοκράτορα επικεφαλής. Ο χριστιανισμός για λόγους ευγνωμοσύνης δεν έφερε αντιρρήσεις, κι έτσι ο Κωνσταντίνος δεν είχε πλέον ανάγκη να ισχυρίζεται ότι κατάγεται από άλλους θεούς. Αν και βαπτίστηκε λίγο πριν τον θάνατό του, η ανακήρυξή του ως ισαπόστολου και η αποθέωσή του σύμφωνα με τα ειδωλολατρικά έθιμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δείχνουν τον εύστοχο πολιτικό χειρισμό του στα θρησκευτικά ζητήματα. Έτσι η αυτοκρατορία βρήκε στην Εκκλησία τη μεγάλη συνεκτική δύναμη που χρειαζόταν, καθώς οι υπήκοοί της από πολιτισμική άποψη ήταν πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους .

Η επίδραση του χριστιανικού παράγοντα ήταν χαρακτηριστική και αποφασιστική στις αντιλήψεις για τον αυτοκράτορα. Ενώ παλαιότερα απέληγαν στη θεοποίησή τους, ο χριστιανισμός αλλάζει το ρεύμα τους και εισάγει τη νέα αντίληψη του αυτοκράτορα που τον θέλησε ο Θεός και που μόνο με τη θεία χάρη είναι σε θέση να ασκεί το λειτούργημά του, ως «ύπαρχος του Μεγάλου Βασιλέως». Τούτο στη χριστιανική εσχατολογική αντίληψη σημαίνει ότι ο αυτοκράτορας είναι ο προσωρινός εκπρόσωπος του Θεού επί της γης, ως την ημέρα της επανόδου του «επουράνιου βασιλέως». Η μεταβολή στις αντιλήψεις για τον ηγεμόνα από «αυτοκράτορα Θεό» σε «δούλο Θεού», ταυτόχρονα με την ιδία αντίληψη του αυτοκράτορα ως υποταγμένου στην απόλυτη βούληση του Θεού, αποτελεί το ουσιωδέστερο και πιο καίριο σημείο στην αλλαγή αυτή.

Η επίγεια εικόνα του Θεού θα έπρεπε να ενεργεί κατά μίμησίν του συνεπώς να διέπεται από φιλανθρωπίαν και ν’ αντιδρά στα όρια του καλύτερου δυνατού κατ’ οικονομίαν. Έτσι η χριστιανική σκέψη ενήργησε ως φραγμός στον συγκεντρωτικό και απολυταρχικό χαρακτήρα της αυτοκρατορικής εξουσίας, και συνειδητά ή ασυνείδητα ενστερνίστηκε καίρια διδάγματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι πολιτικές θεωρίες των αρχαίων φιλοσόφων συνέβαλαν: πρώτον στη θεώρηση του αυτοκράτορα από τους βυζαντινούς ως κάποιου που πρέπει να ασκεί την εξουσία του δίκαια, και δεύτερον στη χριστιανική αντίληψη ότι η αυτοκρατορική εξουσία αποτελεί απλό καθρέφτισμα της ουράνιας βασιλείας, γεγονός που επιβάλλει στον αυτοκράτορα ηθικές δεσμεύσεις . Ενώ ο αυτοκράτορας έπρεπε να προξενεί δέος με την εξουσία του, συνάμα όφειλε να γίνεται αγαπητός με τις αρετές του. Έπρεπε να είναι γενναιόδωρος και επιεικής, αλλά ταυτόχρονα να επιμένει στην επιβαλλόμενη τήρηση του νόμου. Ενώ ήταν η πηγή όλων των νόμων, ο νόμος παρέμενε πάντα ανώτερος από τον επίγειο άρχοντα, καθώς η εξουσία του δεν αποτελούσε δυνατότητα αυθαιρεσίας, αλλά ευκαιρία να διδάξει στους υπηκόους του την τήρηση του δικαίου και της ευνομίας. Μολονότι η μοναδική του θέση καθοριζόταν από τη σχέση του με τον Θεό, όφειλε να είναι ευσεβής, πιστός εν Χριστώ και φιλόχριστος, και αυτά τα χαρακτηριστικά εκφράζονταν στους τίτλους του. Ειδικότερα στα Κεφάλαια Παραινετικά, που αποδίδονται στον Βασίλειο Α΄ (866-867), υπογραμμίζονταν οι χριστιανικές αρχές της αυτοκρατορικής εξουσίας. Ο κατάλογος ήταν επηρεασμένος και από την κλασική ηθική, καθώς περιλάμβανε εκτός από τη φιλανθρωπία και τη δικαιοσύνη, τη γενναιοδωρία, την αγνότητα, τη φιλαλήθεια, την ευστροφία. Εγκωμίαζαν δε τον αυτοκράτορα ως ειρηνοποιό και όχι ως πολεμιστή.

Σύμφωνα με ρωμαϊκές αντιλήψεις, ο αυτοκράτορας ήταν επίσης ο εκλεκτός του λαού και του στρατού, καθώς τυπικά εκλεγόταν από τη σύγκλητο, τον στρατό και τους δήμους . Ωστόσο, στη θεωρία, η εκλογή αυτή προσλαμβανόταν ως παρεμβολή του Αγίου Πνεύματος και ως αποκάλυψη της θείας θέλησης . Πιστοποιείτο με τις επιφωνήσεις του στρατού και της συγκλήτου και από τον 5ο αιώνα επισφραγιζόταν με θρησκευτική στέψη που πραγματοποιούσε ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. Κατά την τελετή ο πατριάρχης τοποθετούσε το στέμμα –το οποίο ο Κωνσταντίνος είχε στολίσει με πολύτιμους λίθους κι ένα καρφί από τον σταυρό του Ιησού– στο κεφάλι του αυτοκράτορα ενώ ο λαός αναφωνούσε «άγιος». Πίστευαν ότι η στέψη έκανε τον αυτοκράτορα τοποτηρητή του Παντοδύναμου. Έτσι ο αυτοκράτορας είχε απόλυτη επίγνωση ότι ήταν η κεφαλή της χριστιανικής Εκκλησίας, ο Ύψιστος Αρχιερεύς. Διόριζε τον πατριάρχη, αλλά και τον πάπα όσο καιρό διατηρήθηκε το εξαρχάτο της Ραβέννας. Εκτός από το στέμμα, άλλη κληροδοτημένη ρωμαϊκή συνήθεια ήταν η ύψωση του αυτοκράτορα πάνω στην ασπίδα, καθώς θύμιζε τη στρατιωτική του προέλευση.

Οι δημόσιες εμφανίσεις του αυτοκράτορα γίνονταν με μια τελετουργία που αποτελούσε αντανάκλαση της αρμονικής λειτουργίας του σύμπαντος – είχε μάλιστα και το ίδιο όνομα (τάξις) . Οι υπήκοοί του επικοινωνούσαν μαζί του με ρυθμικές και επαναλαμβανόμενες επευφημίες και όταν γίνονταν δεκτοί σε ακρόαση έπεφταν γονυπετείς στο έδαφος . Ακόμη και οι ξένοι πρέσβεις ήταν υποχρεωμένοι να προσκυνήσουν . Διατηρήθηκε το επίθετο ιερός, ζούσε στο Ιερόν Παλάτιον, ενώ δημιουργήθηκε η υπηρεσία των θείων θησαυρών και της ιδικής περιουσίας . Προκειμένου να ενισχυθεί το γόητρό του αναπτύχθηκαν αναρίθμητες τελετές, οι οποίες πολλές φορές ζητούσαν τη συνδρομή της τέχνης και της επιστήμης. Για τη διεξαγωγή των τελετών στην αυτοκρατορική Αυλή, ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (944-959) στο σχετικό έργο του αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας έπρεπε να εμφανίζεται όπως ο «Χριστός εν μέσω των Αποστόλων». Παραταύτα, διαπιστώνουμε ότι κάθε άλλο παρά σύμφωνο με τη χριστιανή ταπεινότητα ήταν το αυλικό πρωτόκολλο, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η σχετική εθιμοτυπία αφορούσε κατεξοχήν την ενίσχυση του πολιτικού θεσμού και όχι αυτό καθαυτό το πρόσωπο του αυτοκράτορα.

Επίσημη έκφραση προβολής του αυτοκρατορικού ιδεώδους, καθώς και ιδανικό μέσο αποτύπωσης και μετάδοσης έντονου συμβολισμού και προπαγάνδας με επίκεντρο την προσωπικότητα του αυτοκράτορα, αποτελούσε το βυζαντινό νόμισμα. Πάνω σ’ αυτό ο κόσμος έβλεπε τον αυτοκράτορα με στρατιωτική στολή, στεφανωμένο από τον Χριστό ή την Παρθένο (απεικόνιση της θείας καταγωγής της εξουσίας του), συνοδευμένο από τον άγγελο (σύμβολο νίκης και θείας προστασίας), να κρατάει στο ένα χέρι τη σφαίρα με το σταυρό (σημάδι της βυζαντινής οικουμενικότητας) και στο άλλο το λάβαρο ή το σταυρόσχημο σκήπτρο (σύμβολο της ρωμαϊκής και χριστιανικής εξουσίας) . Ομοίως και στις εικαστικές απεικονίσεις οι αυτοκράτορες αποτυπώνονται με έντονο θρησκευτικό συμβολισμό. Στην Αγία Σοφία εικονίζεται ένθρονος ο Χριστός και όρθιοι δεξιά και αριστερά το αυτοκρατορικό ζεύγος με φωτοστέφανο κρατώντας τη δωρεά τους, η οποία απεικονίζεται με πουγκί χρυσάφι και με πάπυρο, επιζητώντας την ευλογία του Χριστού. Ό,τι ήταν κατάλληλο για τον αυτοκράτορα ήταν εξίσου κατάλληλο για τον Χριστό. Έτσι από τον 7ο αιώνα έχουμε απεικονίσεις του γήινου αυτοκράτορα να εκτελεί την ίδια πράξη της προσκύνησης μπροστά στον ένθρονο Χριστό, όπως στο ψηφιδωτό της Αγίας Σοφίας, είτε τον Χριστό ντυμένο με λαμπρό ένδυμα να δέχεται τα δώρα και την προσκύνηση των αποστόλων, όπως στον ναό της Santa Pudenziana στη Ρώμη .

Συμπεράσματα

Συμπερασματικά, ο θεσμός του αυτοκράτορα, κατά τη μετάβαση από τα ρωμαϊκά στα βυζαντινά χρόνια, υπέστη ριζική μεταβολή. Το καθεστώς σύμφωνα με το οποίο ο αυτοκράτορας θεωρείτο η ανώτατη αρχή του κράτους έπαψε να υφίσταται την εποχή του Διοκλητιανού, η οποία σηματοδότησε το τέλος της ρωμαϊκής ηγεμονίας (principatus) και τη μετάβαση στο καθεστώς της λεγόμενης δεσποτείας (dominatus). Ο αυτοκράτορας έπαψε να είναι ο πρώτος πολίτης και έγινε οριστικά «Κύριος και Θεός», στοιχείο το οποίο διακρινόταν ιδιαίτερα στους εξωτερικούς τύπους που τον περιέβαλαν. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Διοκλητιανός δεν επέβαλε την κληρονομική διαδοχή του θρόνου, ούτε εξάλειψε την αντίληψη ότι ο αυτοκράτορας ήταν ο ανώτατος άρχοντας του ρωμαϊκού λαού. Αργότερα επικράτησε μια άλλη δομή διακυβέρνησης, καθώς ο Κωνσταντίνος θεμελίωσε νέα αντίληψη για τον αυτοκράτορα, ταυτίζοντάς τον με τον εκπρόσωπο του Θεού στη γη. Έτσι ο αυτοκράτορας μεταβλήθηκε από αυτοκράτορα-Θεό σε δούλο Θεού. Εκλεγόταν με τη βοήθεια του Θεού και μόνο με τη Θεία Χάρη μπορούσε να ασκεί την εξουσία του. Η διαδοχή του θρόνου έγινε πλέον κληρονομική, ενισχύθηκε η αυλική εθιμοτυπία, ενώ στήριγμα της αυτοκρατορικής εξουσίας αποτέλεσε η θρησκεία. Ουσιαστικά, στη θρησκευτική πολιτική των δύο ανδρών υπήρχε ένας κοινός παρονομαστής: η επιδίωξη για μια ενιαία θρησκεία, η οποία θα ενεργούσε ως εγγυητής της ασφάλειας και της ευημερίας του κράτους. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η διαφορά της θρησκευτικής πολιτικής τους αφορούσε κυρίως τον διαφορετικό τρόπο ερμηνείας και προσέγγισης της «ενιαίας θρησκείας».