Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009


Η ανάδυση του φασισμού και του ναζισμού


Ιστορία
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο εδραιωμένος εθνικισμός συναλλασσόταν με ευρύτερα πολιτικά-οικονομικά συμφέροντα και σκοπιμότητες. Η κοινωνία άλλαζε καθεστώτα και πολιτικές δομές. Τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα ανέτρεπαν οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς – ενισχυμένες σημαντικά από την κατάρρευση των αυτοκρατορικών καθεστώτων και την εξασθένηση των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. Τα ακροδεξιά κινήματα που «εμφορούνταν από φανατικό αντικομμουνισμό και ακραίο εθνικισμό, προωθούσαν τη βίαιη καταστολή και τον μιλιταρισμό… …διαδήλωναν την ακλόνητη πίστη τους στις παραδοσιακές αξίες της θρησκείας, της έννομης τάξης και της οικογένειας… …ευαγγελίζονταν τη διάλυση των συνδικάτων και την επιβολή εργασιακής πειθαρχίας», μετατράπηκαν σε κινήματα εξουσίας στηριζόμενα στην ευρεία αποδοχή και υποστήριξή τους από τα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα, τους βιομηχάνους, την εκκλησία…


Οι συνθήκες που ευνόησαν την ανάδυση του φασισμού και ναζισμού στην Ευρώπη μέχρι την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.


Ο Διαφωτισμός θεώρησε ότι (σύμφωνα με την αντίληψη της ετερογονίας των σκοπών) η δράση των ατόμων –ασυνείδητα και ανεξάρτητα από την προσωπική ηθική τους- υπηρετεί υπερατομικούς σκοπούς.

Με αυτό τον τρόπο το ανθρώπινο γένος γίνεται σημαντικότερο από το άτομο, αφού μονάχα το γένος μπορεί να είναι φορέας και τελεσιουργός της προόδου, ενώ το άτομο είναι τοπικά και χρονικά περιορισμένο.[1]

Ο ορθολογισμός θεμελίωσε την επιστημονική αντικειμενικότητα.

Ο ωφελιμισμός[2] του Μπένθαμ, του Στούαρτ Μιλλ[3] και του Χέρμπερτ Σπένσερ, θεωρεί την ευτυχία υποκειμενική και το συμφέρον –που γίνεται για μας πάντοτε πηγή ευτυχίας- αντικειμενικό.

Η αφαιρετική εκδοχή του ατόμου[4] –φαινόμενο που επισημαίνεται τόσο στο χώρο της βιομηχανικής παραγωγής όσο και σε χώρους ευρύτερους: στη γραφειοκρατική οργάνωση, στην κρατική διοίκηση, στην κομματική στρατηγική, στο σχεδιασμό της ανταλλαγής κοινωνικών υπηρεσιών, στον οικονομικό προγραμματισμό- δεν θα πάψει να κρύβει τον κίνδυνο του ολοκληρωτισμού που ενέχει ο (κάθε) μοντέρνος a priori ορισμός της ελευθερίας με γνώμονα κάποιο σύνολο, εις βάρος του ατόμου ή ομάδων (με την ομοιογένεια της προ-βιομηχανικής εποχής).

Η ορθολογική οργάνωση του κοινωνικού βίου επιβάλλει κάποιο αυτονόητα αποδεκτό ποσοστό ανελευθερίας (για χάρη της αποδοτικότητας των παραγωγικών και διοικητικών θεσμών[5]).

Για τον Habermas, ο ‘εργαλειακός’[6] χαρακτήρας του ορθολογισμού -η χρησιμοθηρική εκδοχή της επιστημονικής αντικειμενικότητας- αρθρώνει τις κοινωνικές σχέσεις σε ‘θετικά’ πλαίσια ελέγχου (με την επιστημονική οργάνωση των διοικητικών θεσμών), νομιμοποιώντας συστήματα κυριαρχίας, με αποτέλεσμα την απόλυτα αφαιρετική εκδοχή του ατόμου. Η ατομική ύπαρξη πραγματοποιεί τη ζωή της μέσα από κάποια ομαδική ταυτότητα (Gruppenidentitat)

Η δημιουργία και η συγκρότηση της κοινωνίας, σε οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας, γίνεται μέσα από τη διαρκή αναγωγή του εγώ στο εμείς. Ως ιδιαίτερο σύνολο το εμείς αποτελεί την ειδοποιό διαφορά αυτού του συνόλου έναντι των άλλων, των ξένων. Για να διατηρηθεί και να εξελιχθεί, η κοινωνία πρέπει να συντηρηθεί και να αναπαραχθεί – με την απλή βιολογική έννοια. Όμως αυτό δεν καθορίζει την ιδιαιτερότητα ούτε τη συνοχή μιας κοινωνίας ή τη συνέχειά της μέσα στην ιστορία.

Μέσω της θέσμισης του Φαντασιακού «κάθε κοινωνία ορίζει και επεξεργάζεται μια εικόνα του φυσικού κόσμου, του σύμπαντος μέσα στο οποίο ζει, προσπαθώντας κάθε φορά να διαμορφώσει ένα σημαίνον όλο μέσα στο οποίο πρέπει να βρούν τη θέση τους και τα φυσικά αντικείμενα και όντα που έχουν σημασία για τη ζωή του κοινωνικού συνόλου ασφαλώς, αλλά και αυτό το ίδιο το σύνολο, όπως και μια ορισμένη ‘τάξη του κόσμου.’»[7] Ερωτήματα με πολλαπλότητα και πολυειδία απαντήσεων, σύμβολα (τοτέμ, θυρεοί, σημαίες), πίστεις (θεοί ή μονοθεϊστικές θρησκείες), έννοιες που υπερβαίνουν την απλή πραγματικότητα ή λειτουργικότητα (αρχαία πόλις, αυτοκρατορία, έθνος) καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ιστορία και την ίδια την εξέλιξη του ανθρώπου. Οδηγούν κοινωνίες και εκατομμύρια ανθρώπων στον πόλεμο ή στην αυτοδιάθεση –εθνική ή κοινωνική.

Οδηγούν επίσης εκατομμύρια ανθρώπους στο να συμφωνούν θαυμάζοντας τον λόγο κάποιου ηγέτη ή δημαγωγού ή τα έργα του Leonardo ή του Bach (ή κάποια σειρά στην τηλεόραση).

Μια σημασία του φαντασιακού δεν μπορεί να εξηγηθεί μέσω του ορθολογικού – λειτουργικού. Δεν υφίσταται κανονιστικός λόγος ο οποίος να δίνει κατηγορηματική απάντηση σε ερωτήματα όπως π.χ. τι είναι έθνος και ποια στοιχεία το συγκροτούν, τι είναι εθνικό και ποιοι παράμετροι το ορίζουν.
Υπάρχουν μόνο προσεγγίσεις.
Η θρησκεία και το είδος της είναι ένας ικανός αλλά καθόλου απαραίτητος όρος. Η γλώσσα επίσης – πολλά έθνη συγκροτήθηκαν μιλώντας διαφορετικές γλώσσες ή διαλέκτους. Η κοινή ιστορία – αναμφισβήτητα ικανός όρος - προϋποθέτει την από κοινού παραδοχή της ιστορίας.

Θα πρέπει να ορίσουμε το έθνος προσαρμόζοντας την ερμηνευτική μας στο αποτέλεσμα, αναγνωρίζοντας την τυχαιότητα και την πολλαπλότητα των αιτίων της πολιτισμικής και της βουλησιακής προσέγγισης ομάδων. Οι φαντασιακές σημασίες και οι διαδοχικές, ιστορικά, θεσμίσεις τους, διαπερνούν το έθνος συγκροτώντας και επιβάλλοντας ιδέες, συστήματα αξιών, διαγωγής και νόμων, μορφές και τρόπους πολιτικής, επιστημονικές καινοτομίες και θεωρίες, μεθόδους σκέψης και εκπαίδευσης, αντιλήψεις περί τέχνης και καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Οι φαντασιακές σημασίες συγκροτούνται, εξελίσσονται και επιβάλλονται ως θεσμίσεις.

Η σύγκρουση σημασιών και θεσμίσεων διαπερνά όλα τα μεγάλα πεδία του γίγνεσθαι και του πράττειν μιας κοινωνίας, ενός έθνους-κράτους, δημιουργώντας πραγματική ιστορία, συνέχεια, εναλλαγή διερωτήσεων και προταγμάτων, που άλλοτε οδηγούν σε φενακισμούς, λαβυρίνθους και καταστροφές, και άλλοτε σε νέους χώρους αυτοπροσδιορισμού. Άλλοτε πάλι, οδηγούν μεγάλα τμήματα κοινωνιών στο να θελήσουν και να επιδιώξουν την κατάκτηση του άλλου, του ‘διαφορετικού’.

Η σημασία του έθνους συνδέεται άμεσα με τη συγκρότηση των κρατών, την ανάδυση των βιομηχανικών κοινωνιών[8], την κυριαρχία συνολιστικών συστημάτων σκέψης – ιδεολογιών.

Ο εθνικισμός , ως τμήμα ενός συνολιστικού συστήματος σκέψης, εξελίσσεται από αυτή τη διαδικασία συγκρότησης – μετάβασης από την πολλαπλότητα (και την ιδιαιτερότητα) των προ-βιομηχανικών κοινωνιών προς την απολυτοποίηση και την ομοιογένεια της αχανούς σημασίας του έθνους. ‘Έχει προϋπόθεση και θεωρεί ως δεδομένη την κοινή ιστορία, την πολιτισμική ομοιογένεια και την εθνική ‘καθαρότητα’ έναντι των ‘ξένων’, των προσμείξεων, του ‘διαφορετικού’. Ταυτίζει το κράτος και τα σύνορα με την εθνικότητα των εντός συνόρων πολιτών, αποσκοπώντας στην εθνική πολιτισμική καθαρότητα και ομοιογένεια.

Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο εδραιωμένος εθνικισμός συναλλασσόταν με ευρύτερα πολιτικά-οικονομικά συμφέροντα και σκοπιμότητες. Η κοινωνία άλλαζε καθεστώτα και πολιτικές δομές. Τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα ανέτρεπαν οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς – ενισχυμένες σημαντικά από την κατάρρευση των αυτοκρατορικών καθεστώτων και την εξασθένηση των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. Τα ακροδεξιά κινήματα που «εμφορούνταν από φανατικό αντικομμουνισμό και ακραίο εθνικισμό, προωθούσαν τη βίαιη καταστολή και τον μιλιταρισμό… …διαδήλωναν την ακλόνητη πίστη τους στις παραδοσιακές αξίες της θρησκείας, της έννομης τάξης και της οικογένειας… …ευαγγελίζονταν τη διάλυση των συνδικάτων και την επιβολή εργασιακής πειθαρχίας»[9], μετατράπηκαν σε κινήματα εξουσίας στηριζόμενα στην ευρεία αποδοχή και υποστήριξή τους από τα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα, τους βιομηχάνους, την εκκλησία…

«Περισσότερο από όσο ο κομμουνισμός ή η δημοκρατία, οι φασισμοί προβάλλουν με σαφήνεια ένα πιστεύω ταυτόχρονα αντιαμερικανικό και αντιμπολσεβικικό…

Το δραστήριο κράτος είχε πάρει τη θέση της ελεύθερης αγοράς. Το πειθαρχημένο κοινωνικό σύνολο είχε διαδεχθεί το εγωιστικό άτομο των φιλελευθέρων.»[10]

Ήδη από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, οι οικονομικές κρίσεις και η μεγάλη ύφεση των ετών 1873-1895 είχαν θέσει υπό αμφισβήτηση τα δόγματα του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Η εταιρική συγκέντρωση (οι αρχές επεμβαίνουν για να περιορίσουν τις συνέπειες της ύφεσης) και ο προστατευτισμός (που παραλύει τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού) νοθεύουν τον ανταγωνισμό.

Το καπιταλιστικό σύστημα καθίσταται φορέας εθνικιστικών και ιμπεριαλιστικών τάσεων -τα κράτη, για να εξασφαλίσουν διεξόδους στις εξαρτώμενες απο αυτά επιχειρήσεις, ευνοούν τις αποικιακές κτήσεις και τη διείσδυση κεφαλαίων σε χώρες οικονομικά ή πολιτικά αδύνατες- που θα μεταβάλουν επικίνδυνα το κλίμα των διεθνών σχέσεων[11]

Στη φιλοσοφία[12], η επίδραση του Μπεργκσόν (που εκτείνεται τόσο σε πραγματιστές και πρωτεργάτες του νέου πνευματισμού όσο και στον Ζωρζ Σορέλ και τους μαθητές του που έχουν διαμορφώσει μια θεματική ήδη από πολλές απόψεις φασιστική) και του Νίτσε, αποκαθιστούν το ένστικτο και το ανορθολογικό.

Οι βιταλιστικές ιδεολογίες, πυροδοτούν την ξενοφοβία, τον άκρατο σωβινισμό, σχηματίζουν το υπόστρωμα πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι φυλετικές και αντισημιτικές θέσεις.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ‘θεμελιώνει’ τον 20ο αιώνα.

Η Ευρώπη ‘εξοικειώνεται’ με τον ανώνυμο μαζικό θάνατο.

Η διάσπαση σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών είχε εξασθενήσει σοβαρά την ευρωπαϊκή αριστερά που δεν ξανάγινε ποτέ τόσο ισχυρή όσο το 1918-19. Η αριστερά έτσι κι αλλιώς λειτουργούσε συνήθως σε τοπικό παρά σε εθνικό επίπεδο.

Μετά τη νίκη κατά της Γερμανίας, η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ προσπάθησαν να οικοδομήσουν εκ νέου την Ευρώπη. Οι Συνθήκες του 1919-1920 κατακερματίζουν τις μοναρχούμενες αυτοκρατορίες σε εθνικά κράτη –όχι πάντα χωρίς την πρόκληση πικριών- και ευνοούν την εγκατάσταση του κοινοβουλευτισμού. Η Γαλλία, δίχως κατάλληλη υποστήριξη από τους Αγγλοσάξονες συμμάχους της, προσπαθεί αρχικά να διαιωνίσει την εξασθένιση της Γερμανίας, με αποτέλεσμα η διεθνής κοινή γνώμη να αρχίσει να καταγγέλλει τον γαλλικό ιμπεριαλισμό. Μετά το 1924, ο Γάλλος πολιτικός Αριστείδης Μπριάν προσπαθεί να επιτύχει τη γαλλογερμανική συμφιλίωση και προχωρεί μέχρι το σημείο (Σεπτέμβριος 1929) να προτείνει μια Ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Η δυσπιστία όμως δεν έχει εξαφανισθεί από τις δυο χώρες ενώ η Βρετανία -λόγω των κτήσεών της- επιδεικνύει απροθυμία. Μετά τον θάνατο του Μπριάν (1931) αρχίζει τις εργασίες της η –σχοινοτενής- Διάσκεψη Αφοπλισμού (Φεβ. 1932-Απρ.1935) στην οποία μετέχουν 62 χώρες –μεταξύ τους οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ. Η Διάσκεψη καταλήγει στον επανεξοπλισμό της Γερμανίας που από το 1933 έχει ηγέτη τον Χίτλερ.

Η οικονομική κρίση, που ξεσπά το 1929, παρεμποδίζει τη σταθεροποίηση των νέων δημοκρατικών καθεστώτων. Κάθε κράτος στρέφεται προς την αυτάρκεια και τον οικονομικό εθνικισμό. Για τις ηγέτιδες τάξεις –ή τουλάχιστον για ένα τμήμα τους- μοναδικό κίνδυνο αντιπροσωπεύει ο μπολσεβικισμός. Για τη συγκράτησή του, ενθαρρύνουν την ανάπτυξη δικτατορικών καθεστώτων τα οποία στηρίζονται σε ένα υπερβολικό εθνικισμό που κάνει αποδεκτές τις στερήσεις τις οποίες συνεπάγεται μια τεράστια παραγωγή όπλων. Σκοπός αυτής της παραγωγής δεν είναι η άμυνα, αλλά η κατάκτηση εδαφών από τα γειτονικά κράτη, για τη δημιουργία ‘ζωτικού χώρου’.

Επακολουθεί κύμα εδαφικών διεκδικήσεων που συνοδεύονται από επιθετικές ενέργειες οι οποίες βρίσκουν τις Δημοκρατίες διαιρεμένες.

Παραδείγματα, η Ισπανική Δημοκρατία -που καταστρέφεται από την επανάσταση την οποία ενισχύουν Ιταλικά και Γερμανικά στρατεύματα (Ιούλιος 1936- Μάρτιος 1939)-, η προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία (Μάρτιος 1938), η Γερμανική κατοχή της Τσεχοσλοβακίας (Μάρτιος 1939) και η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς (Απρίλιος 1939).

Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, μετά την γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας, θα ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Χίτλερ, ο οποίος στηρίζεται στον δυναμισμό της οικονομίας και του στρατού της Γερμανίας, καθίσταται ο αρχηγός του συνασπισμού των δικτατόρων της Ιταλίας, της Σλοβακίας, της Ουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.

Ο Μεσοπόλεμος θα φέρει την κρίση – οικονομική, κοινωνική, πολιτική, ηθική. Οι φασισμοί θα είναι η ακραία κατάληξη της βίαιης σκλήρυνσης της πολιτικής ζωής. « Μέσα στο πλαίσιο εμφυλίων πολέμων και εργατικών εξεγέρσεων, οι οποίες συγκλονίζουν μεγάλο μέρος της ηπείρου μεταξύ 1918 και 1923 –από τη Ρωσία μέχρι τη Γερμανία, από την Ουγγαρία μέχρι την Ιταλία- ο φασισμός θα προσλάβει τη μορφή τυπικά αντεπαναστατικού, αντιδημοκρατικού και αντεργατικού φαινομένου. Υπό την οπτική αυτή, είναι ο κληρονόμος της αντεπανάστασης, η οποία συνόδευσε τον ‘μακρό’ 19ο αιώνα, από την αντιγαλλική συμμαχία του 1793 μέχρι τις σφαγές του Ιουνίου του 1848 και την Κομμούνα.»[13]

Η διαφορά έγκειται στο ότι οι φασισμοί, που δεν κοιτάζουν προς το παρελθόν, επιβάλλουν ηγέτες οι οποίοι δεν προέρχονται από παλιές ελίτ αλλά από «κοινωνικά απόβλητα ενός ξεχαρβαλωμένου κόσμου.

Είναι εθνικιστές δημαγωγοί οι οποίοι απαρνήθηκαν την αριστερά, όπως ο Μουσολίνι, ή πληβείοι όπως ο Χίτλερ, οι οποίοι ανακάλυψαν το ταλέντο τους ως ‘καθοδηγητές του πλήθους’, μέσα στην ατμόσφαιρα της γερμανικής ήττας.».[14]

Με τους φασισμούς αναδύεται μια σύγχρονη βαρβαρότητα, που την τροφοδοτούν ιδεολογίες, (οι οποίες επικαλούνται την επιστήμη) και που θα ήταν ακατανόητη έξω από τις καταστατικές δομές του σύγχρονου πολιτισμού: τη βιομηχανία, την τεχνική, τη διαίρεση της εργασίας, τη γραφειοκρατικο-ορθολογική διοίκηση. Οι παλιές φιλελεύθερες ελίτ υπέκυψαν στον Μουσολίνι το 1922, στον Χίτλερ το 1933, στον Φράνκο τρία χρόνια αργότερα, μέσω μιας πολιτικής μη-επέμβασης, που θα γίνει μια πολιτική συνθηκολόγησης, στο Μόναχο το 1938.

Ο φασισμός, δεσποτικό καθεστώς που βασιζόταν στη δικτατορία ενός μοναδικού κόμματος, στην έξαρση του εθνικισμού και στη συγκρότηση επαγγελματικών σωματείων, επικράτησε στην Ιταλία από το 1922 μέχρι το 1945.

Η Ιταλία είχε υποστεί μεγάλα πλήγματα από την κρίση που ακολούθησε τον πόλεμο του 1914-1918. Πολλές ελπίδες της είχαν διαψευσθεί: εξευτελισμός του Καπορέττο, ανεκπλήρωτες υποσχέσεις των συμμάχων κρατών για επέκταση, περιορισμοί στη μετανάστευση, άθλια οικονομική κατάσταση…

Την εποχή αυτή, ο παλαιός σοσιαλιστής Μουσολίνι, μετατρέπει τα fasci -που είχε δημιουργήσει το 1915 για να επιτύχει την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων- σε ‘μαχητικές ενώσεις’ (fasci italiani di combattimento) με δημοκρατικό και σοσιαλιστικό πρόγραμμα (23/3/1919). Κύριο μέλημά του ήταν οι οργάνωση των δυνάμεων κρούσεως –οι μετέπειτα ‘μελανοχιτώνες’- που περιελάμβαναν τα χειρότερα στοιχεία του πληθυσμού.

Ο Μουσολίνι εκμεταλλεύθηκε το μίσος των εθνικιστών που ζητούσαν την προσάρτηση της Δαλματίας. Από το 1919, με τη βοήθεια ορισμένων στρατιωτικών και ναυτικών υπηρεσιών κατόρθωσε –με ‘συμμάχους’ τις απεργίες και την αναταραχή- να διαδραματίσει το ρόλο του σωτήρα της Ιταλίας εναντίον του μπολσεβικισμού. Με τη χρηματοδότηση τραπεζιτών, βιομηχάνων και μεγαλοκτηματιών, εκμεταλλεύθηκε την ηθική υποστήριξη των μικροαστών –που του παρείχαν τα στελέχη του τυχοδιωκτικού του στρατού- και έχοντας στη διάθεσή του έφεδρους αξιωματικούς κατόρθωσε να οργανώσει (από το καλοκαίρι του 1920) διάφορες εξορμήσεις:

Ομάδες αιφνιδίαζαν τη νύχτα τις πόλεις. Σκότωναν τους αρχηγούς της αριστεράς μπροστά στα μάτια των οικογενειών τους. Ανάγκαζαν τον πληθυσμό να αλλάξει κοινότητα.

Οι φασίστες κατέστρεψαν τις σλοβενικές πνευματικές λέσχες της Ίστριας. Αργότερα, στη βόρεια Ιταλία, πυρπόλησαν τις λαϊκές κατοικίες, τα εργατικά κέντρα και σκότωσαν χιλιάδες άτομα, με την ανοχή (την μη-επέμβαση) αστυνομίας και η δικαιοσύνης. Το 1921, δημιούργησαν φασιστικά συνδικάτα.

Στρατολογούσαν κυρίως ανέργους, τους οποίους χρησιμοποιούσαν ως απεργοσπάστες.

«Στη μεταπολεμική Ιταλία, ο διάχυτος φόβος του σοσιαλισμού[15] εξηγεί τη συμπάθεια με την οποία αντιμετώπισαν τους φασίστες τόσο πλατιά στρώματα της αστυνομίας, των δημοσίων υπαλλήλων, της Αυλής και του κοινοβουλίου. Ο φιλελευθερισμός φάνταζε αβέβαιος και αδύναμος μπροστά στη λαϊκή δυσαρέσκεια και την πολιτική αστάθεια.

Το κοινοβούλιο έπρεπε να μοιράζεται την εξουσία με κέντρα επιχειρηματικής και συνδικαλιστικής διαπραγμάτευσης και άλλες ομάδες συμφερόντων.»[16]


Από 20.000 (τον Οκτώβριο του 1919) οι φασίστες αυξήθηκαν σε 310.000 τον Οκτώβριο του 1921. Με πρόθεση να τους ηρεμήσει, ο γηραιός πρωθυπουργός Τζιολίττι τους περιέλαβε στον Εθνικό Συνασπισμό (εκλογές του Μαΐου του 1921). Τριάντα φασίστες ‘μπήκαν’ στη Βουλή.

Ο Μουσολίνι έπαψε πλέον να παριστάνει τον δημοκράτη και άρχισε να εγκωμιάζει τον (οικονομικό) φιλελευθερισμό.

Αντιμέτωπος με την επιδείνωση της κοινωνικής κατάστασης, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Φάκτα[17], πρόσφερε στους φασίστες ορισμένα υπουργεία (Ιούλιος 1922). Ο Μουσολίνι απαιτεί τα κυριότερα. Οι σοσιαλιστές κήρυξαν απεργία (1η Αυγούστου 1922) που οι Μελανοχιτώνες κατάφεραν να καταστείλουν μέσα σε τρεις μέρες.

Στις 24 Οκτωβρίου 1922, ο Μουσολίνι εξαγγέλλει την πορεία του προς τη Ρώμη και απευθύνει τελεσίγραφο προς τον Φάκτα, ο οποίος παραιτείται στις 27 Οκτωβρίου.

Εκατό χιλιάδες φασίστες κατέλαβαν τους σιδηροδρόμους και τα ταχυδρομεία της Κεντρικής Ιταλίας.

Ο Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ διαβίβασε την εξουσία στον Μουσολίνι στις 29 Οκτωβρίου και οι Μελανοχιτώνες εισήλθαν θριαμβευτικά στη Ρώμη (31 Οκτωβρίου 1922).

Σε σύνολο δεκατεσσάρων υπουργών, η πρώτη κυβέρνηση Μουσολίνι περιελάμβανε τέσσερις μόνο φασίστες. Η βουλή, του παραχώρησε απόλυτη εξουσία. Η τάξη αποκαταστάθηκε και σταδιακά οι φασίστες κατέλαβαν τις καίριες θέσεις εξουδετερώνοντας κάθε αντίσταση. Οι Μελανοχιτώνες έγιναν ‘πολιτοφυλακή για την ασφάλεια του κράτους’. Στις εκλογές του Απριλίου του 1924, οι φασίστες εξασφάλισαν 406 από τις 535 έδρες. Το κατηγορητήριο (30 Μαΐου) του σοσιαλιστή βουλευτή Ματτεότι, υπήρξε η αφορμή για να δολοφονηθεί από την πολιτοφυλακή (10 Ιουνίου 1924). Η κοινή γνώμη αναστατώνεται. Η αντιπολίτευση εγκαταλείπει τη βουλή, δίνοντας την ευκαιρία στον Μουσολίνι να επωφεληθεί και να εγκαθιδρύσει δικτατορία.

Το καθεστώς -με θεωρητικούς τον Μουσολίνι και τον Τζιοβάνι Τζεντίλε- απορρίπτει τις ιδέες του γαλλικού 18ου αιώνα, της πίστης στην πρόοδο, τη δημοκρατία και την ειρήνη και επιβάλλει την πρώτη σύγχρονη δικτατορία.

Βασίζεται στην απόλυτη υπακοή στον Ντούτσε (το άρθρο 8 του Δεκαλόγου της Πολιτοφυλακής: ο Ντούτσε έχει πάντα δίκιο) ο οποίος ήταν ταυτόχρονα αρχηγός της κυβέρνησης και διέθετε απόλυτη εκτελεστική εξουσία (με τη συνταγματική ρύθμιση του 1926).

Στηρίζεται στο φασιστικό κόμμα, το μόνο κόμμα που έχει αναλάβει την προπαγάνδα και την προάσπιση του καθεστώτος.

Το κόμμα διευθύνεται επίσημα από το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο και ο Γενικός Γραμματέας του διορίζεται από τον Ντούτσε.

Το καθεστώς στηρίζεται στη Μεγάλη Ιταλία (διάδοχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) που με τη δημογραφική δύναμη και τη σύμπνοια των μελών του κόμματος θα έπρεπε να γίνει κοσμοκράτειρα.

Στηρίζεται επίσης –τουλάχιστον αρχικά[18]- πάνω στην καθολική εκκλησία που, αν και δεν είχε προσβληθεί από τον ‘ιό’ του φασισμού, είχε ανακτήσει με τη βοήθειά του την υπεροχή της στην Ιταλία και υποστήριζε την καταπολέμηση του κομμουνισμού.

Ο ιταλικός λαός, τρομοκρατημένος, σωπαίνει…

Όσοι τολμούν μυστική αντι-προπαγάνδα ανακαλύπτονται από την O.V.R.A. (πολιτική αστυνομία), δικάζονται από ειδικό δικαστήριο (που ιδρύθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1926) και φυλακίζονται ή εκτοπίζονται στα στρατόπεδα των νήσων Λίπαρι.

Η οικονομική πολιτική του καθεστώτος, για λόγους γοήτρου, πολιτικής και στρατιωτικής ανεξαρτησίας, στρέφεται προς την αυτάρκεια –επικίνδυνη για χώρα τόσο φτωχή.

Επιχειρούνται μεγάλα έργα, που οδηγούν στη μεγάλη κρίση του 1929.

Η κατάσταση θα βελτιωθεί το 1934, με την παραγωγή όπλων.

Λαμπρές φαινομενικά, οι οικονομικές και κοινωνικές επιτεύξεις των φασιστών αποδίδονται στα εικοσιδύο σωματεία τους. Οι απεργίες και τα lock out είχαν απαγορευθεί, ενώ η διεύθυνση των επιχειρήσεων έχει σχετική ανεξαρτησία αφού το κράτος επεμβαίνει μόνο για να διαιτητεύσει στις κοινωνικές συγκρούσεις.

«Στην πραγματικότητα ο κορπορατισμός ήταν μια απάτη, που μεταμφίεζε την τιθάσευση των εργατών από το φασισμό και τη συνεργασία του τελευταίου με τη διευθυντική ελίτ. Η έλξη όμως που ασκούσε οφειλόταν στην εντύπωση ότι έδειχνε το δρόμο προς μια λιγότερο διαχωριστική και περισσότερο οργανική μορφή πολιτικής αντιπροσώπευσης.»[19]

Οι μεγαλοπρεπείς οικοδομές και η ανάπτυξη της βιομηχανίας μαρτυρούν ότι ο Ντούτσε πραγματοποίησε τα όνειρα του εξυπηρετώντας ταυτόχρονα και τα συμφέροντα των ιθυνουσών τάξεων. Ο πόλεμος έγινε δεκτός σαν λύση των οικονομικών του προβλημάτων (ή ως ικανοποίηση ενός αμφισβητήσιμου αισθήματος τιμής). Το θεατρικό του στοιχείο θέλγει. Ο Χίτλερ και οι περισσότεροι δικτάτορες του Μεσοπολέμου εμπνεύσθηκαν από αυτόν.

Το φασιστικό καθεστώς υπήρξε σύντομα θύμα των εθνικιστικών συνθημάτων του. Αρχικά επιχείρησε υπερπόντια εξάπλωση: εποικισμός με βίαια μέσα της Λιβύης (1922-1933), κατάκτηση της Αιθιοπίας (1935-1936). Με αυτό τον τρόπο άρχισαν οι διαδοχικές επιθετικές ενέργειες που οδήγησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τον Ιούνιο του 1940, στο πλευρό του Χίτλερ, ο Ντούτσε κήρυξε τον πόλεμο…

Εθνικοσοσιαλισμός…

Η ονομασία του δείχνει την προσπάθεια των εθνικιστών να αποστρέψουν τις λαϊκές μάζες από τον γνήσιο σοσιαλισμό, τον οποίο κατηγορούσαν ως διεθνιστικό και ως φθορέα της εθνικής ενότητας.

Την θεωρία αυτή εξέθεσε πρώτος ο Φέντερ σε ένα πρόγραμμα εικοσιπέντε όρων που συνέταξε το 1920 για το γερμανικό Εργατικό Κόμμα. Ο Χίτλερ, στο έργο του Mein Kampf, που έγραψε στη φυλακή (1923-1924) και δημοσίευσε το 1925-27, στην ουσία συνεχίζει αυτή την έκθεση. Μια ψευδοϊστορική ‘δικαίωσή’ του ανευρίσκει κανείς στο έργο του Αλφρέδου Ρόζενμπεργκ (Ο μύθος του 20ου αιώνα, 1930).


«Η ναζιστική ουτοπία αποκάλυψε με εφιαλτικό τρόπο το καταστροφικό δυναμικό του ευρωπαϊκού πολιτισμού.»[20]

Ολόκληρη η ναζιστική θεωρία - με όλα τα συνθήματά της – δεν παρουσιάζει μεγάλη πρωτοτυπία. Συγκαλύπτει μεγάλες ιδεολογικές και θεσμικές συνέχειες με το παρελθόν. Η ιδέα ενός μεγάλου γερμανικού Ράιχ έχει ληφθεί από τις θεωρίες των παγγερμανιστών. Η ιδέα της υπεροχής της γερμανικής φυλής προέρχεται από τον Γκομπινώ (Δοκίμιον επι της ανισότητος των ανθρώπίνων φυλών,1853-1855), τον Χιούστον Τσάμπερλαιν (Οι βάσεις του ιθ’ αιώνος, 1899) και ενισχύεται από την έννοια του υπερανθρώπου την οποία ανέπτυξε ο Νίτσε. Ο αντισημιτισμός, παλαιά ‘παράδοση’, προσέλαβε ιδιαίτερα μοχθηρή οξύτητα με τον Λούεγκερ, δήμαρχο της Βιέννης πριν από το 1914. Η απολογία του πολέμου και της βίας, η λατρεία της ισχύος ανευρίσκονται ήδη στον Αρντ, στον Έγελο και σε ορισμένους θεωρητικούς του πρωσικού Γενικού Επιτελείου. Ο Βίσμαρκ έδωσε πρώτος το παράδειγμα του κρατικού σοσιαλισμού στην προσπάθεια του να εναντιωθεί στον μαρξισμό. Ο μιλιταρισμός και οι ιδέες περί ‘τάξης’ κυριαρχούν στην Γερμανία πριν και κατά τη διάρκεια του Πολέμου (ακόμα και κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Weimar).

Η έννοια του αυταρχικού και στη συνέχεια του ολοκληρωτικού κράτους υπάρχει στα έργα του Φίχτε και του Εγέλου.

Οι ιδέες του Χίτλερ όμως είναι γεμάτες πάθος. Αυτό ίσως ήταν απλά θέμα ιδιοσυγκρασίας όμως κύριο ρόλο έπαιξε και η κρίση που ακολούθησε την ανακωχή του 1918. Ο Χίτλερ - όπως και οι συμπατριώτες του - είχε πληγεί από την αδόκητη αυτή ήττα και άρχισε να αναζητεί τους υπεύθυνους. Γι’ αυτόν, υπεύθυνοι ήταν οι Εβραίοι, φυλή ‘ακάθαρτη’ που ζητούσε να μολύνει την ανώτερη εθνότητα των μεγάλων ξανθών Αρίων του Βορρά και να διαδώσει τις ‘απαίσιες’ ιδεολογίες του μαρξισμού, του διεθνισμού, του ατομικισμού, του συναισθηματισμού, του φιλελευθερισμού.

«Ο Χίτλερ μεγάλωσε διαποτισμένος από τον –αβυσσαλέα αντισλαβικό και αντισημιτικό- παγγερμανικό εθνικισμό της ύστερης Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Το πρόγραμμά του απέρρεε φυσικότατα από την ευρύτερη αντίληψή του για την πολιτική ως φυλετική πάλη, η οποία ιδωμένη με δαρβίνειους όρους ως υπαρκτικός αγώνας, συνεπαγόταν μια ιεραρχία των διεθνών (ή καλύτερα των διαφυλετικών) σχέσεων. Για τον Χίτλερ, το ίδιο το κράτος ήταν απλώς η έκφραση του φυλετικού Volk. Η ναζιστική Volksgemeinschaft[21] προωθήθηκε μέσα από αυτό που ένας κοινωνικός σχολιαστής αποκάλεσε κράτος-εγγύηση ζωής.»[22]

Η έμμονη φυλετική ιδέα, η λατρεία της ισχύος και της βίας αποτελούν τις βάσεις του εθνικοσοσιαλισμού:

Το Ράιχ, απαλλαγμένο από τους Εβραίους και αναζωογονημένο με άριο αίμα (αποκλεισμός των μη γερμανών από τις δημόσιες υπηρεσίες, απαγόρευση των μικτών γάμων, στείρωση των ‘εκφυλισμένων’ και των ανιάτων), με οδηγό τον Φύρερ (σύμφωνα με το Fuhrerprinzip) με τον οποίο οι Γερμανοί θα είχαν συνδεθεί με όρκο πίστεως, θα γινόταν αρκετά ισχυρό, ώστε να κατακρημνίσει το έργο της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Οι άλλες δυνάμεις θα το άφηναν να προσαρτήσει τις γερμανόφωνες περιοχές (δημιουργία μιας Μείζονος Γερμανίας) και να δημιουργήσει ένα ζωτικό χώρο (Lebensraum), ζώνη μέσα στην οποία η εν επεκτάσει γερμανική φυλή θα ασκούσε οικονομική και πολιτική επιρροή. Ο πρωταρχικός οικονομικός ρόλος της Ευρώπης, συγκροτημένης ως ενιαίου Groβraum, θα ήταν να υποστηρίζει τη Γερμανία.

Οι σοσιαλιστικές απόψεις του εθνικοσοσιαλισμού, όχι επακριβώς καθορισμένες, τελικά εξελίχθηκαν διαφορετικά:

Αρχικά ο Χίτλερ πρόβαλε ουτοπικές αξιώσεις κατά του εισοδήματος, της μεγάλης ιδιοκτησίας και των διεθνών τραστ. Αξιώσεις κατάλληλες να γοητεύσουν την μικροαστική τάξη.

Όταν όμως δέχθηκε την υποστήριξη των μεγάλων βιομηχάνων, ο Φύρερ τελικά περιορίσθηκε στην πάλη ενάντια στον μαρξισμό που κατά τη γνώμη του γεννά τις κοινωνικές συγκρούσεις, ενάντια στους Εβραίους ‘εκμεταλλευτές του γερμανικού λαού’ και ενάντια στον κοινοβουλευτισμό, ‘πηγή αδυναμίας’. Ο προγραμματισμός του για την οικονομία, απολύτως απαραίτητος για την πραγματοποίηση της αυτάρκειας και –στο στρατιωτικό πεδίο- την προπαρασκευή της σύρραξης, κατόρθωσε να κινήσει το ενδιαφέρον των ιθυνουσών τάξεων.

Πέρα από θεωρίες, ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελεί ένα πολιτικό κίνημα.

Ο Χίτλερ, ο οποίος εμπνεύσθηκε από τον φασισμό, ξεπέρασε το πρότυπό του, τον Μουσολίνι.

Τον Ιούλιο του 1919, προσχώρησε στο Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (που είχε ιδρύσει ο Anton Drexler). Μετά από λίγο ανέλαβε τη διοίκησή του και το ονόμασε Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (N.S.D.A.P.) Οι οπαδοί του στρατολογήθηκαν κυρίως από τη Βαυαρία, η οποία αποτελούσε το καταφύγιο των εθνικιστικών οργανώσεων. Το κόμμα απόκτησε την εφημερίδα του (Λαϊκός Παρατηρητής, Δεκέμβριος 1920), τα τμήματα εφόδου (Sturmabteilungen) ή φαιοχίτωνες, που είχαν σκοπό την προστασία των συγκεντρώσεων του κόμματος και τη δημιουργία ταραχών στις συγκεντρώσεις των αντιπάλων(1921).

Το κόμμα άρχισε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο από το 1925, παρά την απαγόρευσή του έπειτα από το αποτυχημένο κίνημα του Μονάχου (9 Νοεμβρίου 1923). Ορισμένες διαφωνίες εξασθένισαν την ισχύ του: από το 1926, ένας από τους ηγέτες του ναζιστικού κινήματος, ο (ιδιαίτερα δημοφιλής στη Βόρεια Γερμανία) Γρηγόριος Στράσσερ, κατηγόρησε τον Χίτλερ ότι η τακτική του ήταν υπέρ το δέον συνετή.

Τότε ο Φύρερ αποφάσισε να διορίζει ο ίδιος τους τοπικούς ηγέτες (Gauleiter), οι οποίοι ως τότε ήταν αιρετοί. Για να μην εξαρτάται πλέον από τα τμήματα εφόδου, αύξησε –με τα τμήματα S.S.- την προσωπική του φρουρά. Το 1927, τα S.S. ανέλαβε ο Χίμλερ.

Το 1930 ο Όττο Στράσσερ, ιδρυτής μιας αντιπάλου οργάνωσης (Μαύρο Μέτωπο), προκάλεσε εξεγέρσεις στα τμήματα εφόδου. Ο Χίτλερ επιφορτίζει τον λοχαγό Ράιμ να επανακτήσει τον έλεγχο.

Με την παγίωσή του, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα μπόρεσε να εκμεταλλευθεί τη γενική δυσαρέσκεια που είχε δημιουργήσει η οικονομική και πολιτική κρίση του 1930. Ενώ το 1924 είχε κατορθώσει να εκλέξει 10 μόνο βουλευτές στο Ράιχσταγκ (και 12 το 1928), το 1930 πέτυχε να καταλάβει 107 έδρες οι οποίες το 1932 αυξήθηκαν σε 196 και το 1933 σε 288.

Τα τμήματα εφόδου και τα Ες-Ες –οι πλέον επίφοβοι ιδιωτικοί στρατοί- διεκδίκησαν πολιτική κυριαρχία στη Γερμανία. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (30 Ιανουαρίου 1933), τα τμήματα εφόδου ανέλαβαν αστυνομικά καθήκοντα και επέτρεψαν στο κόμμα να κερδίσει τις εκλογές του Μαρτίου του 1933.

Στις 23 Μαρτίου του 1933, ο Χίτλερ αναλαμβάνει όλες τις εξουσίες. Ο Γκαίμπελς αναλαμβάνει το υπουργείο Προπαγάνδας, ελέγχει τον Τύπο, τις εκδόσεις, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο. Επιφορτίζεται με τη διάδοση της ναζιστικής ιδεολογίας.

Στις 14 Ιουλίου 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα ανακηρύσσεται ως μοναδικό κόμμα στη Γερμανία.

Τα τμήματα εφόδου -που τα μέλη τους έφθασαν το ένα εκατομμύριο- αποτελούσαν φανατικοί που αναγνώριζαν μόνο την εξουσία των αμέσων αρχηγών τους.

Ο Χίτλερ, (με προτροπή του Γκαίριγκ –φερέφωνου της συντηρητικής μερίδας- του Χίμλερ -που φθονούσε την ισχύ του Ράιμ- και των στρατηγών του τακτικού στρατού) κατάσφαξε τους αρχηγούς των ταγμάτων εφόδου τη νύκτα της 30ης Ιουνίου 1934.

Το κόμμα τότε γίνεται ισχυρότατη πολιτική οργάνωση.

Το 1932 αριθμούσε 1.300.000 μέλη. Κάθε φορά όμως που ο Χίτλερ άνοιγε καταλόγους για νέες εγγραφές, ο φόβος[23] και η ‘σύνεση’ πρόσθεταν νέους οπαδούς. Το 1939 έφθασε τα 8 εκατομμύρια. Στις αρχές του 1945, τα 11 εκατομμύρια…

«Το κράτος πρόνοιας της Βαϊμάρης έδωσε τη θέση του στην αστυνομική καταστολή και την ιατρική βία. Η παλιά αστική διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό αμφισβητήθηκε. Ο φόβος της κατάδοσης και της παρακολούθησης εισχώρησαν στην οικογένεια, στο σπίτι και στο υποσυνείδητο. Κοινή γνώμη δεν υπήρχε αφού δεν υπήρχε τρόπος να εκφραστεί.»[24]

Η ιεραρχία περιλαμβάνει (από κάτω προς τα πάνω) τους αρχηγούς ομάδων (περίπου 500.000), τους αρχηγούς πυρήνων που διοικούσαν 4-8 ομάδες (μπλοκ), τους τοπικούς διοικητές που διοικούσαν 50-500 μέλη, τους περιφερειακούς διοικητές (Kreisleiter) που πέρα από τα κομματικά τους καθήκοντα έλεγχαν τους κρατικούς λειτουργούς, τους διοικητές μεγάλων περιοχών (Gauleiter) –32 το 1933 που επίσης ήταν αντιπρόσωποι του κράτους (Reichsstatthalter). Ο Χίτλερ αναθέτει τη διεύθυνση του κόμματος στον ηγέτη της αρχιγραμματείας (στον Ρ. Ες μέχρι το 1941 και στη συνέχεια στον Μάρτιν Μπόρμαν) τον οποίο βοηθεί επιτελείο του κόμματος.

Οι γυναίκες που προσχωρούσαν στην εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία, έκαναν εγγραφή στην οργάνωση των Εθνικοσοσιαλιστικών Γυναικών (N-S Frauenschaft).

Τα τμήματα εφόδου (Sturmabteilungen) έπαψαν να έχουν πρωτεύοντα ρόλο. Εντάσσονται τώρα στις στρατιωτικές οργανώσεις της χιτλερικής νεολαίας και διοικούνται από ‘σκοτεινά’ πρόσωπα όπως ο Φ. Λούτσε και ο Β. Σέπμανν.

Τα S.S. από το 1934 είχαν ως καθήκον την διατήρηση της εσωτερικής ασφάλειας του Ράιχ (φύλαξη στρατοπέδων συγκεντρώσεως, εξάλειψη των Εβραίων). Υπό την ηγεσία του Χίμλερ, η επίλεκτη κάστα των S.S. αποκτά κεφαλαιώδη σημασία. Εισδύει στο στράτευμα (το οποίο είχε αποκρούσει παρόμοια πρόθεση εκ μέρους των Sturmabteilungen).

Η υπηρεσία ασφαλείας των S.S. (S.D.) που ιδρύθηκε το 1931 για να επιβλέπει συναθροίσεις διευθύνεται από τον Ρ. Χάυντριχ, ο οποίος το 1936, πέρα από τη διοίκηση της αστυνομίας ασφαλείας αναλαμβάνει και την υπέρτατη εποπτεία της μυστικής αστυνομίας του κράτους (Γκεστάπο).

Για να προσελκύσουν τον γερμανικό λαό προσφεύγουν στην προπαγάνδα και την εκπαίδευση.

Μόνο μετά από την εκπαίδευση (και μετά τη στρατιωτική θητεία) ο νεαρός Γερμανός, μέχρι τότε υπήκοος του Ράιχ, καθίσταται πολίτης.

Γι αυτόν ακριβώς το λόγο οι οργανώσεις διδασκαλίας και διαφωτίσεως -που δημιουργήθηκαν ή αναπτύχθηκαν μετά την κατάληψη της εξουσίας (1933)- περιελάμβαναν όλες τις ηλικίες και όλες τις δραστηριότητες.

Η Χιτλερική Νεολαία που ιδρύθηκε το 1926 από τον Μπάλντουρ φον Σίραχ απαρτίζεται από τους νεαρούς χιτλερόπαιδες (10-14 ετών), την καθ’ εαυτό χιτλερική νεολαία (14-18 ετών), τη γερμανική νεολαία νεανίδων (10-21 ετών).

Τεράστιες οργανώσεις περιελάμβαναν τις οικοκυρές, τους αγρότες, τους εργοδότες και τους εργάτες (Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας που ίδρυσε το 1933 ο δρ Λάυ). Κάθε χρόνο μεγάλα συνέδρια συναθροίζουν τους οπαδούς του εθνικοσοσιαλισμού στη Νυρεμβέργη, τη Μέκκα του κόμματος.

Στη Γερμανία της ‘Νέας Τάξης’, το 65% του ενηλίκου πληθυσμού είχε προσχωρήσει στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Ο Φύρερ λατρευόταν. Κατόρθωσε –με τα δημόσια έργα, τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και τις διώξεις των Εβραίων- να δαμάσει την ανεργία και να αντιμετωπίσει την ύφεση. Το κοινωνικό του πρόγραμμα, η ρητορική και η επιθετική εξωτερική πολιτική του ικανοποίησαν τον αναγεννημένο γερμανικό εθνικισμό.

Το μποϋκοτάζ της συνείδησης.

Η προπαγάνδα, μέσο με το οποίο οι φασισμοί έπεισαν και κινητοποίησαν λαούς έδειξε τη σημασία της ήδη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σαν μέσο ‘διαφώτισης’[25]της κοινής γνώμης, αλλά και αλλοίωσης των γεγονότων.

Για τους ναζί πάντως «η άμεση προπαγάνδα, είτε ομιλούσα είτε τυπωμένη, ήταν μονάχα η μια πλευρά μιας ευρύτερης επίθεσης στο μυαλό και τις αισθήσεις για να δημιουργηθεί η καινούργια ψυχολογία και τέλος ο ‘καινούργιος άνθρωπος’»[26]. Ο show man Μουσολίνι έδειξε τον δρόμο στον Χίτλερ. Δημόσιες τελετές και οπτικά τεχνάσματα κάθε είδους, τέχνη και μαζική κουλτούρα, αρχιτεκτονική, ‘μεγάλες πολιτιστικές καινοτομίες’ και νέες τεχνολογικές κατακτήσεις, τύπος, ραδιόφωνο, λογοτεχνία, μουσική, θέατρο, κινηματογράφος, χειραγωγούν λαούς, συγκαλύπτουν, πείθουν.

«Οι άνθρωποι κατά κανόνα έκαναν διάκριση ανάμεσα στον ηγέτη και στον κομματικό μηχανισμό. Ο ηγέτης παρείχε έμπνευση και σιγουριά…

…Οι μαζικές συγκεντρώσεις, οι παρελάσεις και οι πορείες προσέφεραν στον κόσμο μια τελετουργία και εξέπεμπαν ένα αίσθημα δύναμης που υπογράμμιζε την ανημποριά του ατόμου.»[27]

Με τη σειρά του ο Γκαίμπελς δείχνει το δρόμο στους Ιταλούς.

Στον πόλεμο της Αιθιοπίας η προπαγάνδα αποδείχθηκε ισάξια αν όχι ανώτερη της σύγχρονης στρατιωτικής τεχνολογίας καθορίζοντας τόσο την έκβαση όσο και την ενίσχυση της εικόνας του Duce.

Το 1935 ιδρύεται Υπουργείο Προπαγάνδας και ακολουθεί (1937) το MinCupPop[28].

Μήπως και ο όρος αυτάρκεια δεν ήταν αποκλειστικά και μόνο προπαγάνδα;

Με τρόπο ανάλογο με εκείνον στη Γερμανία, η προπαγάνδα, η οργάνωση της εκπαίδευσης και το dopolavoro (αντίστοιχο του Kraft durch Freude, αν και ποτέ δεν απόκτησε τέτοια έκταση) βοηθούν τον ιταλικό φασισμό να μποϋκοτάρει συνειδήσεις.

Γενικά, οι φασισμοί στηρίχθηκαν στην προπαγάνδα και τη μαζική καταστολή. Οι αντιστοιχίες και οι ομοιότητές τους όμως επεκτείνονται σχεδόν σε όλους τους τομείς: « Οι υποσχέσεις για αποσόβηση της κομμουνιστικής επανάστασης, για οικονομική ασφάλεια και εθνικούς θριάμβους ικανοποιούσαν βασικά αιτήματα των μεσαίων τάξεων. Ο κορπορατισμός, ο αυταρχισμός, ο εθνικισμός, ο μιλιταρισμός, το κόμμα-κράτος, ο συγκεντρωτισμός, η λογοκρισία και η εχθρότητα προς τους διανοούμενους χαρακτήρισαν εξίσου τον φασισμό και τον ναζισμό… Ενώ όμως ο ακραίος ρατσισμός και ο απόλυτος αντισημιτισμός αποτέλεσαν βασικούς άξονες της ναζιστικής ιδεολογίας, ο ιταλικός φασισμός δεν διακρινόταν για τέτοιου είδους αποκλεισμούς, τους οποίους εξάλλου εφάρμοσε με μεγάλη απροθυμία μετά το 1938, όταν ο Μουσολίνι υιοθέτησε το γερμανικό πρότυπο.»[29]

Ζωτική σημασία για την αυτοεικόνα και τη δημοτικότητα του ναζιστικού καθεστώτος είχε ο ισχυρισμός ότι υπερασπιζόταν το νόμο και την τάξη ενάντια στις δυνάμεις της αναρχίας. Πάντως για τον Χίτλερ ο νόμος υπαγόταν στην πολιτική και όχι η πολιτική στην αρχή του νόμου. Οι ναζί αποκήρυξαν ρητά τις αξίες του φιλελεύθερου δικαίου, όπως αυτές εκφράζονταν από το σύνταγμα της Βαϊμάρης. (Ανέκαθεν βέβαια η δικαστική εξουσία στη Γερμανία ήταν πολύ συντηρητική βλέποντας το δίκαιο ως εργαλείο για την προστασία του κράτους και όχι του ατόμου. Στη Γερμανία της Βαϊμάρης διακρίνουμε τη σύγκρουση ανάμεσα στους φιλελεύθερους δημοκράτες -που βλέπουν στην Εξουσία έναν εχθρό που πρέπει να αποδυναμώνεται όσο γίνεται περισσότερο- και τους πιο πραγματιστές συνταγματικούς, οι οποίοι αντέτειναν ότι σε μια κρίση η εκτελεστική εξουσία πρέπει να χρησιμοποιεί όλες τις διαθέσιμες συνταγματικές εξουσίες για να διαφυλάσσει την ουσία της δημοκρατίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο δεξιός θεωρητικός Καρλ Σμιτ είχε ήδη επεξεργαστεί την ανάλυσή του για το ‘κράτος εξαίρεσης’, στο οποίο οι έκτακτες συνταγματικές εξουσίες θα ασκούνταν με σκοπό την υπεράσπιση του συντάγματος…)[30]

Στην υπόλοιπη Ευρώπη…

Με πρότυπα τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό, στηρίγματα τον αντικομμουνισμό, την έλλειψη φιλελεύθερων παραδόσεων και στέρεων δημοκρατικών θεσμών και έναυσμα την κοινωνική και οικονομική κρίση, στην νότια και ανατολική Ευρώπη επιβάλλονται αυταρχικές λύσεις και δικτατορικά καθεστώτα: Ουγγαρία-1919, Ισπανία-1923 και 1936, Πολωνία-1926, Πορτογαλία-1926, Αλβανία-1928, Γιουγκοσλαβία-1929, Λιθουανία-1929, Εσθονία-1933, Αυστρία-1933, Λετονία-1934, Βουλγαρία-1934, Ελλάδα-1936, Ρουμανία-1938. Ο αυταρχισμός πήρε διάφορες μορφές, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε χώρα.

Στην Πολωνία, ο στρατηγός Pilsudski, μετά από πραξικόπημα επέβαλε αυταρχικό καθεστώς με τη βοήθεια της αριστεράς -που τον προτίμησε από την Ακροδεξιά και τους αστούς πολιτικούς- την οποία σύντομα απαρνήθηκε. Το καθεστώς του Pilsudski, προσέλαβε μορφή ήπιας στρατιωτικής και συντηρητικής δικτατορίας μέχρι τον θάνατό του (1935). Στα Βαλκάνια, τα αυταρχικά καθεστώτα επιβλήθηκαν ως μοναρχικές δικτατορίες (Γιουγκοσλαβία - Αλέξανδρος, Βουλγαρία – Μπόρις Γ’ με τη βοήθεια του στρατηγού Γκεοργκίεφ, Ρουμανία – Κάρολος Β’) ή με την υποστήριξη των μοναρχών (Ελλάδα – Μεταξάς που όπως και ο στρατηγός Φράνκο θέλησε «να γυρίσει πίσω το ρολόι προς μια προδημοκρατική ελιτιστική εποχή»[31]). Στην Αλβανία ο πρόεδρος Άχμεντ Ζόγκου αφού επέβαλε αυταρχικό καθεστώς (1925), αυτοαναγορεύεται σε βασιλιά (1928).

Στην Πορτογαλία, δημοκρατική χώρα από το 1910, μέσα σε 16 χρόνια σημειώθηκαν 25 εξεγέρσεις, άλλαξαν 44 κυβερνήσεις και επιβλήθηκαν 3 δικτατορίες.[32] Το 1926, η χαώδης κατάσταση τερματίζεται με την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας από τον στρατηγό Καρμόνα, ο οποίος από το 1932 αρκείται στο αξίωμα ενός σκιώδους προέδρου ενώ την πραγματική εξουσία ασκεί για 36 ολόκληρα χρόνια ο Σαλαζάρ.

Το 1933 ο Σαλαζάρ εισήγαγε ένα νέο σύνταγμα που ανακήρυσσε τη χώρα σωματειακή και αβασίλευτη πολιτεία[33]. Η κυβέρνηση αποκτά την δυνατότητα να περιορίζει ‘για το κοινό καλό’ τα ατομικά δικαιώματα. Ο πρωθυπουργός κυβερνούσε με νομοθετικά διατάγματα. Η Βουλή, σύμφωνα με το φασιστικό πρότυπο, ελεγχόταν από το καθεστώς: «Η Άνω Βουλή έγινε Σωματειακό Επιμελητήριο και οι εργασιακές σχέσεις αναπλάστηκαν υποχρεωτικά σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής οργανικής σκέψης μέσω του Εθνικού Εργασιακού Νόμου»[34] Τα πολιτικά κόμματα απαγορεύτηκαν, τα ανεξάρτητα συνδικάτα διαλύθηκαν. Ο φόβος για τον κομμουνισμό μετρίαζε την έχθρα προς τους κεφαλαιοκράτες και οι επιχειρηματίες διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία τους.[35]

Η Αυστρία, «ακολουθώντας την Πορτογαλία, άνοιξε το δρόμο στη διαμόρφωση εκείνου του ενσυνείδητα χριστιανικού εθνικισμού που έμελλε να διαποτίσει αργότερα τη Σλοβακία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Κροατία και τη Γαλλία του Βισύ, καθώς και τη δεξιά πολιτική στην Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία.

Συνακόλουθο αυτής της πορείας ήταν ο βίαιος αντισημιτισμός.»[36]

Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοκοινωνιστές (εταίροι του συνασπισμού που κυβερνά την Αυστρία από το 1919) έρχονται τακτικά σε σφοδρή και συχνά βίαιη αντιπαράθεση. Στις 4 Μαρτίου 1933 (οκτώ μέρες προτού ο Χίτλερ κάνει το ίδιο στη Γερμανία), ο πρωθυπουργός και εκφραστής του αυστροφασισμού Ντόλφους τερματίζει την ένταση ανάμεσα στη μαρξιστική Βιέννη και τις Καθολικές επαρχίες αναστέλλοντας την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση. Ένα χρόνο αργότερα διατάζει στρατιωτική επίθεση ενάντια στις μεγάλες σοσιαλιστικές εργατικές κατοικίες της πρωτεύουσας, καταστρέφοντας την Κόκκινη Βιέννη.

Ο Ντόλφους δημιούργησε ένα Καθολικό αυταρχικό καθεστώς, που αντικατέστησε τον φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία με τη θεωρία του ‘χριστιανογερμανικού σωματειακού κράτους’.[37]

Στην Ισπανία το 1923, ο στρατηγός Πρίμο ντε Ριβέρα – θαυμαστής του Μουσολίνι, με τη υποστήριξη του Αλφόνσου ΙΓ’, εγκαθίδρυσε μια κλασικού τύπου «δικτατορία της παραδοσιακής ιθύνουσας τάξης»[38], η οποία καταλύθηκε μαζί με τη μοναρχία το 1930. Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης με ηγέτες στρατιωτικούς, επιβάλλεται με κύριο ζήτημα τον τερματισμό των στρατιωτικών αποτυχιών στο Μαρόκο και τη συντριβή του αποσχιστικού κινήματος στην Καταλανία, με πρόφαση την αντιμετώπιση μιας σχεδόν ανύπαρκτης επαναστατικής απειλής.[39]

Η τεταμένη κατάσταση που επικράτησε ανάμεσα στους δυο συνασπισμούς –το Λαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς και το Εθνικό Μέτωπο- μετά τις εκλογές του 1936, οδηγεί τον στρατηγό -και διοικητή των ισπανικών δυνάμεων που στάθμευαν στο Μαρόκο- Φράνκο, να κηρύξει τον πόλεμο στην κυβέρνηση της Μαδρίτης.

Αφορμή η δολοφονία του ηγέτη των μοναρχικών Κάλβο Σοτέλο.

Χωρίς να ακολουθήσει τα φασιστικά οράματα των φαλαγγιτών για μια νέα Ισπανία, ο Φράνκο υπερασπίστηκε την παραδοσιακή κοινωνία της χώρας του και στηρίχτηκε σ’ αυτή. Απέβλεπε στη εγκαθίδρυση ενός συστήματος με διάρθρωση αυταρχική και συντεχνιακή που θυμίζει πιο πολύ την Πορτογαλία του Σαλαζάρ παρά την Ιταλία του Μουσολίνι.

Ωστόσο, το φρανκικό καθεστώς θα δεχθεί την επιρροή του φασισμού περισσότερο από τις υπόλοιπες δικτατορίες της νότιας και ανατολικής Ευρώπης.

Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος (1936-1939), με μισό εκατομμύριο νεκρούς οδήγησε στην επικράτηση του Φράνκο –ο οποίος κυβέρνησε μέχρι το 1975- και στην αύξηση του γοήτρου του φασισμού στην Ευρώπη. Παράλληλα, εγκαινίασε μια νέα εποχή τρομοκρατίας στην Ισπανία: 250 χιλιάδες αντιφασίστες εκτελέστηκαν. Εκατομμύρια πολιτικοί πρόσφυγες εγκατέλειψαν τη χώρα.

Ο Ισπανικός Εμφύλιος υπήρξε ένας ευρωπαϊκός πόλεμος. Οι δημοκρατικοί ενισχύθηκαν από εθελοντές από όλες τις χώρες. Οι εθνικιστές από το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας και το ναζιστικό της Γερμανίας. Κατά τη διάρκειά του, ο Φράνκο αξιοποίησε συστηματικά τις υπηρεσίες της Φάλαγγας. Οργάνωση που η ιδεολογία της την εντάσσει στον πρώιμο φασισμό, η Φάλαγγα ιδρύθηκε από τον Χοσέ-Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, γιο του πρώην δικτάτορα, που ο τουφεκισμός του από τους δημοκρατικούς, το Νοέμβριο του 1936, διευκόλυνε τον Φράνκο στη συντηρητική στροφή του.

Στη δυτική και τη βόρεια Ευρώπη, όπου η δημοκρατία στηρίζεται σε μια βαθιά ριζωμένη πολιτική αντίληψη, οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί δεν φαίνονται να απειλούνται από τα φασιστικά και τα φασίζοντα κόμματα που με την κρίση γνωρίζουν ωστόσο απότομη άνοδο.

Στη Γαλλία, που τον Φεβρουάριο του 1934 θα γνωρίσει αληθινή καθεστωτική κρίση, ο φασισμός έχει απήχηση «ιδιαίτερα στους κύκλους των διανοουμένων και τα παιδιά των αστών».[40] Το Γαλλικό Λαϊκό Κόμμα του πρώην κομμουνιστή Ζακ Ντοριό, μπορεί να συγκριθεί με τους φασίστες της Ιταλίας και τους ναζί, τόσο σαν μέγεθος, όσο και σαν ιδεολογία και κοινωνική ταυτότητα των μελών του. Βέβαια, ακροδεξιές οργανώσεις (όπως η Δέσμη του Ζωρζ Βαλουά, τα Πατριωτικά Νιάτα του Ταιττινζέ, τον Πύρινο Σταυρό του αντισυνταγματάρχη ντε Λαρόκ –που μετά την απαγόρευσή του από την κυβέρνηση Μπλουμ σχηματίζει το Γαλλικό Κοινωνικό Κόμμα-, τον Φρανσισμό του Μαρσέλ Μπυκάρ κλπ) υπάρχουν από τα μέσα της δεκαετίας του 1920.

Στην Αγγλία η Βρετανική Ένωση Φασιστών του Μόσλεϋ, που δεν ξεπερνά τις είκοσι χιλιάδες μέλη, θα αποξενώσει γρήγορα το βρετανικό κοινό με τις βίαιες εκδηλώσεις της.

Στο Βέλγιο (1932-1936) υπήρξε μια έξαρση ανάλογη με εκείνη στη Γαλλία. Στους Φλαμανδούς, εμφανίστηκαν το Φερντινάσο του Γιόρις βαν Σεβέρεν και η Φλαμανδική Εθνικιστική Ένωση του Σταφ ντε Κλερκ, φιλοναζιστική και χρηματοδοτούμενη από τους ναζί.

Στους Βαλλόνους, κυριάρχησε το κίνημα των ρεξιστών[41] του Λεόν Ντεγκρέλ, με φιλοπαραδοσιακό χαρακτήρα, χρηματοδοτούμενο από τον Μουσολίνι.

Στην Ολλανδία, στις εκλογές του 1935, το μικρό εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα NSB του Άντον Μούσσερτ, συγκεντρώνει το 8% των ψήφων.

Στην Ελβετία παρουσιάστηκε το φασιστικό κίνημα του συνταγματάρχη Φονζαλλάζ και το Εθνικό Μέτωπο του φιλοναζιστή Ρολφ Χέννε.

Στη Νορβηγία, η Εθνική Ένωση του Κουίσλινγκ χαρακτηρίζεται από πολύ περιορισμένη εκλογική απήχηση.

Όλες αυτές οι οργανώσεις, (μαζί και οι κυανοχιτώνες του Ο’ Ντάφφυ στην Ιρλανδία καθώς και οργανώσεις στη Φινλανδία, στη Δανία και τη Σουηδία) υποχωρούν απότομα το 1936, έχοντας φθάσει στο απόγειο της δύναμής τους –εκλογικής και αριθμητικής- κατά τα χρόνια 1934-1936.

Βασικός συντελεστής αυτής της ‘αποτυχίας’ ήταν και το γεγονός ότι καμιά από τις παραπάνω χώρες δεν ανήκε στο στρατόπεδο των ηττημένων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ή των δυσαρεστημένων από τις συνθήκες.

Επίλογος…

Η εξουσία εν γένει στηρίζεται κυρίως στην εσωτερίκευση από τα κοινωνικά κατασκευασμένα άτομα των σημασιών που η δεδομένη κοινωνία έχει θεσμίσει. Δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί στον καταναγκασμό και μόνο…[42]

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η τελική του έκβαση θα αποδείξει ότι ο καταναγκασμός είναι ατελέσφορος. Η ναζιστική ουτοπία έγινε «η πρώτη μεγάλη ιδεολογία που ηττήθηκε τελεσίδικα από την ίδια εκείνη Ιστορία την οποία ισχυριζόταν ότι είχε καθυποτάξει»[43]. Με την κατάρρευση των φασισμών η Ευρώπη ξυπνά από τον εφιάλτη του εθνικισμού. Εμφανίζεται η ιδέα της ευρωπαϊκής ένωσης (που έχει ήδη διατυπωθεί από τον 19ο αιώνα[44] και ενισχύεται από τη διάλυση των αποικιακών αυτοκρατοριών). Η ίδρυση της ΕΟΚ[45], σημειώνει την ανάγκη υπέρβασης των εθνικών ορίων για την προώθηση οικονομικών (αν και όχι μόνο) ζητημάτων κοινού ενδιαφέροντος.

Σε λιγότερο από μισό αιώνα, σήμερα, η ευρωπαϊκή συνεργασία –οικονομική, κοινωνική, πολιτική και αμυντική- μέσα από την εκχώρηση περισσοτέρων εθνικών αρμοδιοτήτων στα ευρωπαϊκά όργανα, μπορούμε να πούμε ότι πλησιάζει περισσότερο από ποτέ άλλοτε την έννοια του ‘ευρωπαϊκού έθνους’, ή της ευρωπαϊκής ένωσης.

The rise of fascism and nazism
Summary
In the middle period of the great war, the consolidated nationalism politically dealt with interests and expediency. The society changed arrangements and political structures. The parliamentary arrangements reversed by the forces of extreme right parties – strengthened considerably from the collapse of imperial governments and the decrepitude of sovereign social classes. The right movements with their fanatic anti-communism and extreme nationalism, promoted violent repression and the militarism, demonstrated their steadfast faith in the traditional values of religion, of legal order and family, the were promissing the dissolution of trade unions and the imposition of labour discipline. Afterwards they were changed in movements of power supported by the wide acceptance of “bourgoisie”, industrialists, and church.


Βιβλιογραφία

Berstein S., Milza P., Ιστορία της Ευρώπης, τόμ. 2, εκδ. Αλεξάνδρεια, (Αθήνα, 1997).
Gallagher T., Portugal, A Twentieth Century Interpretation, (Manchester, 1983).
Gellner Ern., Έθνη και Εθνικισμός, Αλεξάνδρεια, (Αθήνα, 1992).
Καστοριάδης Κ., Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Ράππας, (Αθήνα, 1981).
Κονδύλης Π., Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Θεμέλιο, (Αθήνα, 1998).
Kluge U., Der osterreichische Standestaat, (1934).
Mazower M., Σκοτεινή Ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, Αλεξάνδρεια, (Αθήνα, 2001).
Payne S. G., H Ιστορία του Φασισμού, Φιλίστωρ, (Αθήνα, 2000).
Ράπτης Κ., Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τόμ. Β΄, Ε.Α.Π., (Πάτρα, 1999).
Stadler F. – Weibel P., Vertriebung der Vernunft: The Cultural Exodus from Austria, (Βιέννη/Νέα Υόρκη, 1995)

Παραπομπές - Σημειώσεις

[1] Κονδύλης Π., Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Θεμέλιο, (Αθήνα,1998).
[2] Συνδέεται έμμεσα μα τον ηδονισμό του Αρίστιππου και τον αρχαίο ευδαιμονισμό. Περιέχεται περιληπτικά στη θεωρία του Χομπς..
[3] Ωφελιμισμός, 1861.
[4] Πέρα από τον Marx, τη σύνδεση της αφαιρετικής αλλοτρίωσης με την ορθολογικοποίηση επιχειρούν νεώτεροι μελετητές: Max Weber, Karl Popper, Herbert Marcuse, Marx Horkheimerκαι Theodor Adorno (που χαρακτήρισαν την ορθολογική λειτουργία της αφαίρεσης ως τον βασικό παράγοντα δημιουργίας του σημερινού ‘πολιτισμού της μάζας’), Jurgen Habermas.
[5] Habermas.
[6] Instrumentalist.
[7] Καστοριάδης Κ., Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Ράππας, (Αθήνα, 1981).
[8] Gellner Ern., Έθνη και Εθνικισμός, Αλεξάνδρεια, (Αθήνα, 1992).
[9] Ράπτης Κ., Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τόμ. Β, Ε.Α.Π., (Πάτρα, 1999).
[10] Mazower M., Σκοτεινή Ήπειρος, ο Ευρωπαϊκός 20ος αιώνας, Αλεξάνδρεια, (Αθήνα, 2001).
[11] Berstein S., Milza P., Ιστορία της Ευρώπης, τόμ. 2, Αλεξάνδρεια, (Αθήνα, 1997).
[12] Την επίδραση του εθνικιστικού κινήματος υφίσταται άμεσα και η λογοτεχνία του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Ο παρακμιακός αισθητισμός, σε πολλές περιπτώσεις, θα δώσει τη θέση του σε μορφές εξύμνησης του εαυτού πιο ρωμαλέες και λιγότερο στοχαστικές.
[13] Τραβέρσο Ένζο, «Ο βάρβαρος αιώνας», στο Rouge, (μτφρ. Α.Πανταζόπουλος).
[14] Τραβέρσο.
[15] Μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του 1919.
[16] Mazower.
[17] Λουδοβίκος Φάκτα (1861-1930).
[18] Ο πάπας με εγκύκλιο αποκήρυξε (1931) τον φασισμό, χαρακτηρίζοντάς τον ‘παγανιστική ειδωλολατρία του κράτους που διδάσκει στη νεολαία το μίσος, τη βία και την ασέβεια’ (Payne).
[19] Mazower.
[20] Mazower.
[21] Εθνολαϊκή Κοινότητα..
[22] Mazower.
[23] Οι βασανισμοί και οι δολοφονίες αντιφρονούντων βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη.
[24] Mazower.
[25] Η προπαγάνδα είναι ‘παιδί’ του 17ου αιώνα. Ο πάπας Γρηγόριος ΙΕ’ ίδρυσε το 1622 τον Σύλλογο Καρδιναλίων για τη διάδοση της πίστεως (Congregatio Cardinalium de propaganda fide), ο οποίος είχε εκτεταμένη δράση με αξιόλογα αποτελέσματα, ιδιαίτερα στο ιεραποστολικό έργο στην Ασία, Αφρική, Αμερική και Αυστραλία.
[26] Payne S. G., Η Ιστορία του Φασισμού, Φιλίστωρ, (Αθήνα, 2000).
[27] Mazower.
[28] Υπουργείο Λαϊκής Κουλτούρας.
[29] Ράπτης Κ., Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τόμ. Β, Ε.Α.Π., (Πάτρα,1999).
[30] Mazower.
[31] Mazower.
[32] Κ Ράπτης., Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τόμος Β, ΕΑΠ, (Πάτρα, 2000).
[33] Mazower.
[34] Mazower.
[35] Πηγή για τον Mazower: Gallagher T., Portugal, A Twentieth Century Interpretation, (Manchester, 1983).
[36] Mazower.
[37] Πηγές για τον M. Mazower: Kluge U., Der osterreichische Standestaat, 1934-1938, Βιέννη 1984 και F. Stadler – P. Weibel, Vertriebung der Vernunft: The Cultural Exodus from Austria, (Βιέννη/Νέα Υόρκη, 1995).
[38] Berstein S., Milza P., Ιστορία της Ευρώπης, 3, Αλεξάνδρεια, (Αθήνα, 1997).
[39] Berstein S., Milza P.
[40] Berstein S., Milza P.
[41] Στις εκλογές του 1936 συγκέντρωσε το 11% των ψήφων.
[42] Καστοριάδης Κ., Η άνοδος της ασημαντότητας, Ύψιλον/βιβλία, (Αθήνα, 2000).
[43] Mazower M., Σκοτεινή Ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, Αλεξάνδρεια, (Αθήνα, 2001).
[44] Ο κοσμοπολιτισμός του 18ου αιώνα διατυπώνει καθαρά, για πρώτη φορά, την ιδέα ενός ‘ευρωπαϊκού έθνους’.
[45] Ρώμη, 1957.